Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.
Ημερολόγιο επιβίωσης, Pedro Juan Gutierrez

 

 Ημερολόγιο Επιβίωσης, Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα είναι η δίοδος για τα παρασκήνια της γραφής του, τις σκαλωσιές των λέξεων. Είναι, επίσης, η θέα προς το ακατέργαστο βίωμα, προτού το παραλάβουν η μυθοπλασία και η γραφή. Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες γράφει για τον χειμώνα του 1998, όταν ήταν σαράντα οχτώ χρονών. Οι ημέρες της σκληρής επιβίωσης ανήκουν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, την εποχή που η Κούβα υφίστατο τη ζοφερή ουτοπία του Φιντέλ Κάστρο. Ο Γκουτιέρες διεξέρχεται εκείνες τις ημέρες στο πρώτο του βιβλίο, τη Βρόμικη τριλογία της Αβάνας, χάρη στην επιτυχία του οποίου περιοδεύει τον χειμώνα του 1998 σε κάποιες πόλεις της Ευρώπης. Είκοσι χρόνια μετά από εκείνον τον χειμώνα, ο Γκουτιέρες συγκεντρώνει στο παρόν βιβλίο σκόρπιες ημερολογιακές σημειώσεις, ανασυστήνοντας τον έμπλεο αλαζονείας, λαγνείας και πάθους συγγραφικό εαυτό του που περιόδευε σε Ισπανία, Γερμανία και Ιταλία.

Νύχτες έξαλλες, με σεξ και αλκοόλ, γίνονται η κατακλείδα σε μέρες αργόσυρτες και ληθαργικές, σωριασμένες σε στρώματα σε σπίτια φίλων ή ξενοδοχείων. «Οι μέρες ήταν βαρετές, οι νύχτες μες στην κραιπάλη». Πάντοτε τα παράθυρα θαμπώνει το χειμερινό τοπίο αιωνόβιων πόλεων. «Ένα φως θαμπό και λιγοστό, λίγη ομίχλη, μια ψιλή και κρύα βροχή». Και ολόγυρα πάμπολλη Ιστορία. «Μια τρομερή ιστορία, αλλά φορτισμένη με τόση τεστοστερόνη, που θολώνει το βλέμμα».

«Οι παλιές ευρωπαϊκές πόλεις με πνίγουν. Είναι γεμάτες ιστορία, επικές μάχες, βασιλιάδες, αντιδικίες, αυτοκρατορίες στην ακμή και την παρακμή τους, κι άλλους πολέμους, σύνορα που πάνε κι έρχονται… κι όλα αυτά μέσα σε ποταμούς αίματος».

Περπατώντας στο Βερολίνο, ο Γκουτιέρες ανακαλύπτει δίπλα σε ένα μικρό μουσείο, μια υπαίθρια έκθεση με χαλάσματα από κτίρια που είχαν καταστραφεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Το θέαμα αυτών των μαρμάρινων ερειπίων τον συγκινεί. Τα συντρίμμια, λείψανα επιβλητικών αρχιτεκτονημάτων, ανάπεμπαν μια θρηνητική ποίηση. Ήταν παραδόξως όμορφα. «Έτσι όπως ξεπρόβαλλαν μέσα από το χιόνι σχημάτιζαν μια από τις πιο όμορφες και ποιητικές εικόνες που κρατώ στη μνήμη μου. Θραύσματα σκούρας πέτρας, όλα σχεδόν με λαξεμένες κλασικές μορφές».

Στους υποφωτισμένους εφήμερους χώρους, όπου παρεπιδημεί, στο ξεθύμασμα της ανήμερης, εξοντωτικής νύχτας, ο Γκουτιέρες κρατάει σημειώσεις. Μακριά από το άγριο και υπερβολικό φως της Καραϊβικής, αφήνεται να γοητευτεί από το ημίφως και τις σκιές, «το μετρημένο και αδύναμο φως». Διαθλώντας το βλέμμα του μέσα από τη χειμέρια, κρυσταλλική φωτοχυσία, παρατηρεί ανθρώπους, συμπεριφορές, μνημεία, νοοτροπίες, διαστροφές και συμφορές. Απομνημονεύει λόγια και χειρονομίες, φευγαλέα σμιξίματα, οδυνηρούς αποχωρισμούς, διεγερτικές σαρκικές λεπτομέρειες, την ηδυπάθεια μιας γυναικείας φιγούρας, την επηρμένη αμβλύνοια ενός άλλου, το ανήκουστο βιογραφικό κάποιων τρίτων. Δεσπόζον χαρακτηριστικό αυτών των σημειώσεων είναι το αίσθημα της ξενότητας. Ο Γκουτιέρες παρατηρεί και σημειώνει τα φερσίματα των Ευρωπαίων με το βλέμμα στην Αβάνα. Με όση φρενίτιδα και χαρά και αν περιπλανιέται στη Γηραιά Ήπειρο, δεν ξεχνά την ημερομηνία επιστροφής στη γενέτειρα, το αεροπορικό του εισιτήριο από τη Μαδρίτη με προορισμό την Αβάνα. Το γεγονός της επιστροφής είναι που του επιτρέπει να εξετάζει με περιέργεια την ανθρωπογεωγραφία που τον φιλοξενεί. Τον κυνισμό ελαφραίνει το εγκάρδιο ξάφνιασμα. Τη μελαγχολία, η κάθε μικρή έκπληξη, τα απρόσμενα δώρα της στιγμής.

Η μελαγχολία διακλαδίζεται στο υπέδαφος της αφήγησης. Ζωσμένος από τη θηριώδη ευρωπαϊκή ιστορία και τα μεγαλειώδη απομεινάρια της, ο Γκουτιέρες συλλογίζεται τη ματαιοπονία της καταφθοράς στη «δίνη του εκπολιτισμού». Τον καταθλίβει η ακατάπαυστη, σαρκοβόρα αναμέτρηση του ανθρώπινου είδους με «το ανέφικτο εγχείρημα της ζωής». Αναπολεί τη σύγχυση με την οποία βιώνεται η ζωή στην Αβάνα, το χάος και την αταξία, την αμφιβολία και τη δοκιμή, την αίσθηση πως κάθε μέρα η ζωή μηδενίζει και ξαναρχίζει. Η Ευρώπη αναρριπίζει τη θλίψη, την οποία στην Αβάνα σαρώνει η επιτακτικότητα της καθημερινότητας. Θέλοντας να αντισταθεί στην ενόρμηση της απαισιοδοξίας, ο Γκουτιέρες προβάρει για χάρη των Ευρωπαίων οικοδεσποτών του τους ακκισμούς μιας υπερχειλίζουσας, προκλητικής αυτοπεποίθησης. Η αλαζονεία και η φιλαυτία τον κρατούν σε απόσταση ασφαλείας από την αυτολύπηση.

«Ζορίζομαι πολύ για να μάθω να βλέπω τη ζωή από μια πιο αισιόδοξη σκοπιά. Καταβάλλω μια διαρκή, ατελείωτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Και προσπαθώ όχι τόσο για την ψυχική μου υγεία όσο για το καλό όσων με περιβάλλουν. Δεν έχω το δικαίωμα να είμαι ένας πικραμένος πεσιμιστής και να δίνω συνέχεια τροφή στον αρνητισμό».

Οι ξένοι, άλλοι συνειδητά και άλλοι ασύνειδα, κομίζουν δώρα στον ταξιδιώτη. Κυρίως τις ιδιωτικές τους ιστορίες, τις οποίες ο Γκουτιέρες συλλέγει στο ημερολόγιό του. Οι ζωές των άλλων, ακραίες, θλιβερές, νοσηρές, ρημαγμένες, παράφρονες, παρεκκλίνουσες, παραβατικές, παροξυσμικές, συναπάρτιζαν ένα έξοχο δείγμα της πολυσυλλεκτικότητας της ανθρώπινης φύσης. «Έχω μία», σημειώνει ο Γκουτιέρες, «διεγερτική συλλογή από ανεξίτηλες στιγμές στη μνήμη μου». Στιγμές μικρές, αλλά μακράς διαρκείας στο φαντασιακό. Παρά τους επάλληλους αποχωρισμούς, τα πρόσωπα δεν φεύγουν από τη ζωή του συγγραφέα. Συνεχίζουν να εγκαταβιώνουν στη μνήμη και τη γραφή του.

«Ναι, η συλλογή μου είναι πολύ ωραία και θα μπορούσε να τιτλοφορείται “Μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας”. Τη διατηρώ με πολλή αγάπη».

Ο Γκουτιέρες γράφει σαν να μιλάει, χωρίς να επιβάλει στην αφήγηση τον παραμικρό σχεδιασμό. Ερωτικά στιγμιότυπα μπλέκονται με συγγραφικούς προβληματισμούς, ενόσω από τον πάτο αμέτρητων ποτηριών αναθάλλουν σαν υδατόγραφημα τα χρόνια της νεότητας. Βέβαια, το βιβλίο για το οποίο ταξιδεύει, κυριαρχεί στη σκέψη του. Σκέφτεται ότι δεν θέλει σε καμία περίπτωση να εκληφθεί σαν την αποσκευή ενός καταραμένου Κουβανού, που περιφέρει το εξωτικό του μαρτύριο σε ένα πολιτισμένο, αρχοντικό, καθαγιασμένο περιβάλλον, διακοσμημένο με βαρύτιμα λείψανα. Όμως, όπως λέει, οι αναγνώστες και οι δημοσιογράφοι ήθελαν αίμα. Ήθελαν να διαβάσουν έναν δριμύ πολιτικό λόγο ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς. Κάτι που τον εξαγρίωνε, γιατί η λογοτεχνία του δεν ήταν προπαγάνδα, αλλά το απόσταγμα του κράματος που συνιστούσε την πατρίδα του. Ήταν λυγμός, τραγούδι, ρούμι, σεξ, φτώχεια, καταγώγια· «το καρναβάλι, το μασκάρεμα και η τραγωδία ως τρόπος ζωής». Όπως ομολογεί ο Γκουτιέρες, είχε γράψει εκείνο το βιβλίο, «προκειμένου να αποφύγω την αυτοκτονία κάθε βράδυ».

«Εκείνα τα πρώτα χρόνια πολλοί προσπάθησαν να υποβιβάσουν το βιβλίο μου σε συγκυριακό έντυπο πολιτικής καταγγελίας».

«Εγώ περιορίστηκα στο να γράψω φανταστικές ιστορίες, που αποτύπωναν την κλινική εικόνα μιας γειτονιάς της Αβάνας εκείνων των χρόνων. Τίποτε άλλο. Ήταν απλώς διηγήματα. Γιατί τα έπαιρναν όλα τόσο σοβαρά;»

Το βλέμμα του Γκουτιέρες, έτσι όπως διαγράφεται στις σημειώσεις του, αποζητά την ποίηση των πραγμάτων. Τα στιγμιότυπα που αλιεύει κατά την περιοδεία του μοιάζουν με θραύσματα μυθιστορήματος. Παρεμβάλλονται στην αφήγηση σαν μινιατούρες λογοτεχνημάτων και συγκινούν με το βάθος των προσωπογραφιών. Ο Γκουτιέρες εδράζει τις παρατηρήσεις του σε «μια σαφή ιδέα για την απέραντη σημασία που έχει η ομορφιά στη ζωή μας». «Με δυο λόγια, αναζητώ μια διέξοδο από τη χυδαιότητα, τη βρομιά, την ασχήμια». Γι’ αυτό στην περιγραφή κάθε συναναστροφής εντοπίζει μια μοναδική, εξαιρετική λεπτομέρεια που μετατρέπει τη συνάντηση σε αποκύημα μυθοπλασίας. Ένα ακόμα πλεονέκτημα της ξενότητας. Δεν διαχωρίζει το φανταστικό από το πραγματικό. Από την άλλη, το ημερολόγιο ενός συγγραφέα δεν μπορεί παρά να εγγράφει τη διεργασία της μετάπλασης της φαντασίας και της φαντασίωσης σε λόγο.

Κι ύστερα, πριν και μετά από τη γραφή, εξαιτίας και χάρη στη γραφή, υπάρχει η μέθη του ίμερου, το υνί της σεξουαλικής επιθυμίας. Σε όλα τα μέρη υπήρχαν γυναίκες ξετρελαμένες με το βιβλίο και τον συγγραφέα του. «Αφοσιώθηκα έτσι με μεγαλύτερο πάθος στις νύχτες λαγνείας και αλκοόλ με όλες τις κυρίες που πάθαιναν ντελίριο μόλις διάβαζαν το βιβλίο μου». Το ουίσκι, τα τσιγάρα και οι ατελείωτες «νύχτες χειμερινής λαγνείας», ήταν η ιδανική κρυψώνα για διακαείς αγωνίες. Μια βακχεία στην καρδιά του σκότους.

Οι γυναίκες με τις οποίες ο Γκουτιέρες πλαγιάζει σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο, αεικίνητο μικρόκοσμο, απλώνουν στα σεντόνια έναν πλατύτερο, μυστικό κόσμο, σημαδεμένο από δράματα και ανίδωτες προσμονές. Η αλλόφρων λαγνεία, η πάλη με σώματα που σπαράζουν το καθένα με τον δικό του λυγμό, ανοίγει μια ρωγμή που βλέπει κατευθείαν στην άβυσσο. Τον έλκει η τρωτότητα, οι παιδεμένες, σκοτεινές γυναίκες, διάστικτες με ίχνη ζωής. Του υπενθυμίζουν τη σκοτεινή γραμμή πάνω στην οποία και ο ίδιος πορεύεται. Η γραφή, το σεξ, το ρούμι, η Αβάνα, είναι όλα μια άσκηση ισορροπίας. Τα άγνωστα πρόσωπα που φωταγωγούν τις νύχτες, αντιγυρίζουν στον συγγραφέα το δικό του είδωλο. Τότε βλέπει πως είναι ένας δραπέτης του σκοταδιού. Επιβιώνει χρησιμοποιώντας «τους δαίμονες και το σκοτάδι». Όμως, μες στο βαθύ σκοτάδι, η ευθεία της ισορροπίας συχνά χάνεται. Τα όρια σβήνουν και παραβιάζονται και έπειτα ενεδρεύει το γκρέμισμα «πέρα από τη σκοτεινή γραμμή», το βούλιαγμα σε έναν θεοσκότεινο λαβύρινθο. «Χαλάρωσε και βγες απ’ τον λαβύρινθο», ψιθυρίζει ο Γκουτιέρες μες στο μυαλό του.

«Δεν θέλω να περάσω τη σκοτεινή γραμμή, αλλά είναι βέβαιο ότι την περνάω, ξανά και ξανά. Ζω στο χείλος της αβύσσου».

«Μια ζωή δραπετεύω από τη νύχτα, τις νεροποντές και, δραπέτης και μούσκεμα απ’ το κρύο νερό, τρέχω μες στο σκοτάδι. Η οργή των κεραυνών. Το αλκοόλ κι η οργή. Η αγωνία κι η απελπισία με πνίγουν».

Η διαρκής μετακίνηση, τα συνεχόμενα ταξίδια με τρένα, λεωφορεία και αεροπλάνα, οι καινούργιοι τόποι, τα ξένα σπίτια, οι παρουσιάσεις, δημιουργούν μια υπερβολή κοινωνικότητας. Ο Γκουτιέρες νοσταλγεί τη σιωπή και τη μοναξιά, την εσωτερική, βαθιά, ερμητική μοναξιά, θύλακο της γραφής και της μνήμης. Όταν οι δημόσιες υποχρεώσεις ατονούν, οι ημερολογιακές σημειώσεις επιχειρούν να αποτιμήσουν τον αντίκτυπό τους. Η αεικινησία δεν ξεγελά την ψυχική ακινησία. «Τα κουβαλάμε όλα. Και μας σμπαραλιάζουν».

Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον σε κάθε ταξίδι, οι εσωτερικές μετατοπίσεις, όταν το βλέμμα αποσύρεται από την καινοφανή πραγματικότητα, που αποσπά όλη την έντασή του, για να στραφεί προς τα μέσα, εκεί όπου όντως συντελείται το ταξίδι. Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη ο Γκουτιέρες αναλογίζεται την αβεβαιότητα της ζωής του στην Αβάνα. Το προσωρινό γίνεται ο καθρέφτης του μόνιμου. Ο περίγυρος των πολλαπλών προσώπων διαμελίζει το πρόσωπο, την ατομικότητα του συγγραφέα, διαχέοντάς τον σε διασταυρούμενες ιστορίες. Και αυτή η διάχυση του ειδώλου σε άπειρα σπαράγματα είναι σαν βηματισμός στο κενό, μια ριψοκίνδυνη αιθεροβασία.

«Είμαι χαμένος και μπερδεμένος σ’ έναν λαβύρινθο και δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Αυτό είναι το χειρότερο· ότι δεν καταλαβαίνω. Να βγω απ’ τον λαβύρινθο· αυτός είναι ο στόχος μου. Νύχτα και πανικός. Νύχτα και φόβος. Νύχτα κι είμαι χαμένος στην αβεβαιότητα, πολύ μακριά από το σπίτι μου. Τουλάχιστον είμαι δύο. Ή πολλοί περισσότεροι. Τα σκοτεινά σοκάκια με χάνουν στο άπειρο. Και επεκτείνομαι».

Ανατρέχοντας στις σελίδες του ημερολογίου του, ο Γκουτιέρες συνειδητοποιεί πως ενόσω έγραφε εκείνον τον πυρετικό χειμώνα, μεγέθυνε, προσδίδοντάς τους μια αδιάρρηκτη σημασία, τα «μικρά καθημερινά μυστήρια» που τόσο τον συνάρπαζαν. Η ημερολογιακή γραφή λειτουργούσε σαν ενισχυτής των σκόρπιων εντυπώσεων που σωρεύονταν μέσα του με τον ίλιγγο της παραζάλης. Η κατάπαυση της ευωχίας πάνω από τις λευκές σελίδες, πύκνωνε το σκοτάδι που τον διεκδικούσε. Οι λέξεις ανέσυραν στην επιφάνεια του χαρτιού, αλήθειες, αγωνίες και φοβίες που έσβηναν τις νύχτες. Γράφοντας μες στα σκοτάδια του νου του, ο Γκουτιέρες αχνοβλέπει ένα φως στο τέλος των φράσεων. Ένα αδύναμο, χειμέριο φως.

«Ίσως γράφω μόνο και μόνο για να αποφύγω το ταξίδι στο κέντρο της κόλασης. Υπάρχει τόση αγωνία και φόβος μέσα στον καθένα μας, που είναι απαραίτητο να επινοήσουμε μηχανισμούς ελέγχου και να τους θέσουμε σε λειτουργία προτού φτάσει η στιγμή του ναυαγίου».

Η γραφή είναι ο τρόπος ζωής του συγγραφέα. Το ημερολόγιό του είναι και ζωή και γραφή. Με την αλογόκριτη, ωμή και πυρακτωμένη του γλώσσα ο Γκουτιέρες επιχειρεί να διαγράψει ένα υπαρξιακό σχήμα, ρευστό, ευμετάβλητο, που διαρκώς τανύζει τις οριοθετήσεις του. Ζει σαν να παίζει, γράφει εν είδει παιδιάς. Οργή και αλκοόλ, αγωνία και απελπισία. Νύχτα και φόβος. Ο φόβος γίνεται πάθος για παιχνίδι και η νύχτα λαμπαδιάζει την απελπισία.

Εκείνο που συγκινεί στο βιβλίο είναι η ολόκαρδη κατάνευση στην ακατανοησία της ζωής. Αν η ζωή αξίζει να βιωθεί μέχρι τη ρίζα της, είναι επειδή παραμένει ισοβίως ένα ακατάληπτο μυστήριο. «Ένα όμορφο και ποιητικό μυστήριο». Ο Γκουτιέρες χάνεται στα σκοτεινά μονοπάτια ενδότατων λαβυρίνθων με την ανεμελιά και το κέφι ενός καρναβαλιστή που χοροπηδά, βέβηλα και ξέφρενα, στο χείλος της αβύσσου.

Ημερολόγιο επιβίωσης

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular