Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Τελευταία πράξη προ-αναγνωστικής ρουτίνας: μετά την απόκτηση ενός βιβλίου, κάθε βιβλίου, αυτό που χωρίζει τον αναγνώστη από το περιεχόμενό του είναι το εξώφυλλο.

Το προσπερνά γρήγορα, το τσακίζει δυνατά, λαίμαργα, η εικόνα σπάνια προλαβαίνει να εντυπωθεί στη μνήμη του, πριν καλά-καλά φτάσει στις αφιερώσεις αυτή έχει κιόλας ξεχαστεί –κι εκείνο περιμένει ο αναγνώστης να φτάσει στην τελευταία σελίδα, και μετά στο οπισθόφυλλο, περιμένει η μονοχρωμία του τελευταίου να του χαρίσει μια κατ’ αντιδιαστολή προσοχή. Στην καλύτερη, επανανοηματοδοτούμενο μετά το πέρας της ανάγνωσης, θα λάβει μια θέση στην άκρη του παζλ –τη θέση που σπάνια κοιτάζει κανείς. Τα εξώφυλλα είναι καταραμμένα να ετεροκαθορίζονται.

Το Αίμα Νερό, το τελευταίο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού, δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Η φωτογραφία που το ντύνει αξίζει μια προσεκτική ανάγνωση. Η πρώτη προσοχή πέφτει στον πατέρα του Βλαβιανού –περιποιημένα, σγουρά μαλλιά, κοκάλινα γυαλιά μυωπίας, ριγέ πουκάμισο με ανοιχτά τα τρία πρώτα κουμπιά και γυρισμένα τα κοντά του μανίκια. Γρήγορα μετακινείται στο ανέκφραστο πρόσωπο του γιου του, κι έπειτα στην πρώτη τους αντίθεση: ο ήλιος πέφτει στα μάτια του πρώτου φωτίζοντας αυτά του δεύτερου. Εκείνος κάπου προσπαθεί να εστιάσει την προσοχή του, κι ο Βλαβιανός κοιτάζει τον πατέρα του. Κοιτάζει μια θέση μοναδικού κατόχου και τη βρίσκει κενή. Το παιδικό χέρι με το ενήλικο ρολόι στον καρπό είναι περασμένο γύρω από το λαιμό του. Η γροθιά του σφιγμένη, σαν εκεί να συγκεντρώνεται όλη η ένταση της αμηχανίας του. Τα χείλη του κλειστά, φαίνεται να’ χουν ώρα ν’ ανοίξουν.

Το εξώφυλλο συμπληρώνεται από τον υπότιτλο, «Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις», που αναδεικνύει την προμελετημένη ασάφεια ως προς την ειδολογική ταξινόμηση του βιβλίου. Το κείμενο ισορροπεί ανάμεσα στον πεζό ποιητικό λόγο, την ημερολογιακή καταγραφή και το θεατρικό μονόλογο. Σε μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από το αυτοβιογραφικό υλικό του, ο Βλαβιανός επιλέγει το δεύτερο πρόσωπο: όπως γίνεται σαφές από την αρχή και το τέλος του βιβλίου, τις αφιερώσεις και την τελευταία πράξη, o κύριος ρόλος που ο αφηγητής θέλει να ενδυθεί είναι αυτός του ενήλικα πατέρα των παιδιών του, παρά αυτός της παιδικής ανάμνησης ως γιου του πατέρα του. Η ένταση ανάμεσα στα δύο είναι εμφανής σε όλη την έκταση του κειμένου.

Μετά την εισαγωγή του πρώτου κύριου χαρακτήρα στο εξώφυλλο είναι η σειρά του δεύτερου, της μητέρας. Μαζί τους, από τις πρώτες πράξεις του βιβλίου, δηλώνεται και το βασικό του μοτίβο: μια μητέρα, επιφορτισμένη με την επιμέλεια του παιδιού, διαρκώς απούσα μέσα στην παρουσία της, κι ένας πατέρας, σε χιλιομετρική απόσταση μεγαλύτερη του ενός ωκεανού, διαρκώς παρών μέσα στην απουσία του, όπως θυμάται ότι τους έζησε ο Βλαβιανός.

«Θυμάσαι τον καυγά τους πριν τον οριστικό χωρισμό. Το δυνατό χαστούκι και τον πατέρα σου να πετάει ένα καρπούζι στο πάτωμα. Εσύ κάθισες χάμω κι άρχισες να τρως ένα κομμάτι μπροστά τους.»

Αυτή ήταν και η θέση του Βλαβιανού ανάμεσά τους. Παρατηρώντας, και κυρίως βιώνοντας, την έντονη μεταξύ τους διαμάχη, μια διαμάχη με διακύβευμα όχι ποιος τον ωφέλησε περισσότερο σα γονιός αλλά ποιος τον έβλαψε λιγότερο, ο Βλαβιανός παρουσιάζει τον εαυτό του να μεγαλώνει σαν εκκρεμές, με την κίνηση ανάμεσα στους γονείς του, από το ένα άκρο στο άλλο και πάλι πίσω, από τη Ρώμη στην Αθήνα, τη Βραζιλία και το Λονδίνο, να μην προκαλείται από τη δύναμη της γονεϊκής έλξης, αλλά να ορίζεται απ’ αυτήν της απώθησης και της αποστροφής –ασυνείδητη στην αρχή του παρουσιάστηκε με εικόνες, εικόνες που γέμιζαν σιωπές και κάλυπταν ενδείξεις μελλοντικής απογοήτευσης.

«[…] Χρόνια μετά, όταν σε κάποιον καυγά σας αναφέρθηκες στο θέμα, εκείνος γύρισε και είπε: «Αντί να με ευχαριστείς που σε έσωσα από τη μάνα σου κρατώντας σε όσο πιο μακρυά μπορούσα από κείνη, εσύ με βρίζεις». Η σκέψη να σε είχε διεκδικήσει τότε που χώριζαν και να ζήσεις κοντά του ούτε καν που του είχε περάσει από το νου.»

Ο νοητός διάλογος που παρουσιάζεται εδώ, η μεταχρονολογημένη απάντηση στον πατέρα του εκεί που πρώτα είχε επιλέξει τη σιωπή, παγώνοντας από την ένταση της δυσφορίας και παρακολουθώντας την αυγή μιας αποκρουστικής επαλήθευσης, σηματοδοτεί και τη μετάβαση από την παιδική στην ενήλικη θέαση. Ο θάνατος και της τελευταίας ελπίδας, η διατήρηση της οποίας ωθεί το παιδί στη μη-απάντηση και τη μη-ρήξη, στην πίστη πως ο γονιός του παρουσιάζεται ως άλλος που σύντομα θα λάβει τις εξιδανικευμένες διαστάσεις που του έχει αποδώσει, σηματοδοτεί και το θάνατο της παιδικότητας καθεαυτής. Η ειρωνική διάσταση της πατροκτονίας που συντελείται εδώ από το Βλαβιανό έγκειται στο ότι η πραγμάτωση της –μοιάζει να- καθίσταται εφικτή μόνο μετά τη φυσική απώλεια του γονιού: η ελπίδα δεν πεθαίνει παρά μόνο μαζί του.

Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να περιγράψει την απουσία του πατέρα του από την αποφοίτησή του: «ματαίωση». Έχοντας ήδη περάσει την πρώτη, εφηβική και μετεφηβική, νιότη του, έχοντας ήδη ένα σωρό μνήμες κι εντυπώσεις από τους γονείς του, τη μέρα που γιόρταζε την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου της πνευματικής του διαδρομής, η ίδια εκείνη ελπίδα ήταν ακόμα ολοζώντανη. Η λέξη «ματαίωση» υποδηλώνει μια ατελής διαδικασία, η ρηματική της έκφραση θα ήταν «ματαιώνεται» δίχως όμως να έχει πλήρως «ματαιωθεί». Κι όπως συμβαίνει συνήθως, κάθε λέξη που τελικά επιλέγεται αντηχεί και αυτήν έναντι της οποίας έχει προκριθεί: κι εδώ ο ποιητής, στη λεπτή και περιεκτική αυτή απόδοση των συναισθημάτων του, προκρίνει ως κυρίαρχη αντίδραση την απογοήτευση της ματαίωσης από την ουδετερότητα της εκλογίκευσης.

Παράλληλα, το βιβλίο βρίσκεται σ’ έναν διαρκή διάλογο, που τελικά χρωματίζεται από την εντύπωση ενός υπόγειου αντίλογου, με το This Be The Verse, το ποίημα του Philip Larkin τους πρώτους στίχους του οποίου επιλέγει να παραθέσει ο Βλαβιανός ως καταληκτική του φράση: «They fuck you up, your mum and dad/They may not mean to, but they do». Οι αναφορές στους γονείς των γονιών του, τον παππού, από την πλευρά του πατέρα, και τη γιαγιά, από την πλευρά της μητέρας, που παρουσιάζονται από τη μία ως φάροι τρυφερότητας κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και από την άλλη ως προσωπικότητες με τα δικά τους ελαττώματα, αντηχούν τη δεύτερη στροφή του ίδιου ποιήματος:

But they were fucked up in their own turn
By fools in old style hats and coats,
Who half the time were soppy-stern
And half at one another’s throats.

Εκεί που ο Βλαβιανός δείχνει να διαφοροποιείται είναι η τρίτη στροφή:

Man hands on misery to man,
It deepens like a coastal shelf.
Get out as early as you can,
And don’t have and kids yourself.

Απέναντι στον ντετερμινισμό του Λάρκιν, ο Βλαβιανός προβάλει τη γνώση της αυτοπαράτηρησης  ως συνθήκη ικανή για την απόδραση από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των αόρατων μοτίβων. Μερικά εξ’ αυτών, από τα πιο ισχυρά: όσα αποκτήθηκαν κατά την παιδική ηλικία, ίσως τα μοναδικά που υπάρχουν. Μόνο τα συναισθήματα, όμως, χτίζουν πραγματικότητες –η γνώση οφείλει να είναι βιωματική. Θα μπορούσε να αποτελεί και τη δεύτερη πατροκτονία του βιβλίου.

Aima_nero

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular