Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Ο δρόμος στην Πανεπιστημίου ήταν παγωμένος και ο Γεράσιμος, κάθε τόσο, προσπαθούσε να ισορροπήσει επάνω στην ολισθηρή του επιφάνεια, περπατώντας με τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες και το κεφάλι χωμένο μέσα στο φθαρμένο του παλτό.

Έκανε κρύο και ένιωθε τον παγωμένο αέρα να περονιάζει το στήθος του. Αυτός ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Η μετεωρολογική υπηρεσία είχε προβλέψει πως τα χιόνια θα πέσουν μέσα στο κέντρο της Αθήνας τις επόμενες ώρες και είχε υποσχεθεί στο μικρό του γιο πως το επόμενο πρωί, αν όντως είχε χιονίσει όλο το βράδυ, θα πήγαιναν όλοι μαζί στην Πάρνηθα.

Με το ένα του χέρι έφτιαξε καλύτερα το χοντρό του κασκόλ στο λαιμό και ύστερα το έχωσε ακόμα πιο βαθιά μέσα στη δεξιά του τσέπη. «Ανάθεμά με», σκέφτηκε. «Ξέχασα τα γάντια μου στο γραφείο. Αύριο το πρωί στη στάση θα ξυλιάσω χωρίς αυτά». Τα είχε πολλά χρόνια. Του τα είχε κάνει δώρο η Χριστίνα, τον πρώτο χειμώνα μετά το γάμο τους. Έκτοτε δεν τα είχε αποχωριστεί ποτέ, αλλά εκείνη την ημέρα είχε φύγει όπως όπως από το γραφείο. Λίγο έλειψε να ξεχάσει και το κινητό του μέσα στη βιάση του. Τελευταία στιγμή το θυμήθηκε και γύρισε να το πάρει.

Δέκα επτά χρόνια στο δικηγορικό του γραφείο τα μάτια του είχαν δει πολλά. Πλειστηριασμοί, ασφαλιστικά μέτρα, τακτικές διαδικασίες, διαζύγια, δανεισμοί, μικροζημιές σε κήπους, αμπέλια, κτήματα, απίθανες μικροδιαφορές. Πολλές φορές έβαζε τα γέλια όταν διάβαζε τους λόγους, για τους οποίους, ενάγοντες και εναγόμενοι, είχαν προσφύγει στην κρίση του δικαστηρίου και του ζητούσαν την εκπροσώπησή τους.

Κοίταξε το ρολόι του. «Πέρασε η ώρα και ακόμη είμαι εδώ», σκέφτηκε και τάχυνε ελαφρώς το βήμα. «Αν δεν ήταν αυτό το περιστατικό, τώρα θα ήμουν με τις πιτζαμούλες μου μπροστά από την τηλεόραση», μονολόγησε και συνέχισε να βαδίζει σκυφτός προς τη στάση του λεωφορείου.

«Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι σας παρακαλώ;»

Χωμένος κυριολεκτικά μέσα σε στοίβες χαρτιών ο Γεράσιμος σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον άντρα που στεκόταν μπροστά του. Το στρογγυλό ρολόι στον τοίχο έδειχνε 3.45. «Ένα τέταρτο ακόμα και την κοπανάω», σκέφτηκε και κοίταξε τον άγνωστο που τον κοιτούσε κατάματα. Θα πρέπει να ήταν περίπου πενήντα χρονών. Τα ασθενικά του μάτια έμοιαζαν να έχουν μπει μέσα στις κόχες του προσώπου του και το δέρμα του, κατακόκκινο από το κρύο, έμοιαζε πορσελάνη που θα έσπαγε από στιγμή σε στιγμή.

«Τι θες;» ρώτησε ο Γεράσιμος φανερά ενοχλημένος. «Κάτι τέτοιοι τύποι έρχονται πάντα τελευταία στιγμή», σκέφτηκε. Από ώρα ονειρευόταν τη στιγμή που θα φορούσε το παλτό του, θα περνούσε το κασκόλ γύρω από το λαιμό του και θα άνοιγε την πόρτα του γραφείου να φύγει. Είχε να πάρει το παιδί από το φροντιστήριο πριν πάει σπίτι, έπειτα να περάσει από το σούπερ-μάρκετ, η Χριστίνα από το πρωί του είχε δώσει τη λίστα με τα ψώνια, «Να μην ξεχάσεις χαρτιά υγείας και σαπούνι για τα πιάτα», είχε φωνάξει τη στιγμή που εκείνος έκλεινε την πόρτα πίσω του το πρωί,  και μετά να φτάσει επιτέλους στο σπίτι του. Ονειρευόταν την βυσσινί πολυθρόνα του και το ζεστό φαγητό της γυναίκας του επάνω στο τραπέζι. Και είχε ήδη αργήσει πολύ με όλη αυτή τη συσσωρευμένη χαρτούρα επάνω στο γραφείο του. Το μόνο που του έλειπε εκείνη τη στιγμή ήταν ο άντρας που στεκόταν μπροστά του.

«Είμαι άνεργος», ψιθύρισε ο άγνωστος άντρας και χαμήλωσε το κεφάλι.

«Και;»

«Μου παίρνουν το σπίτι, ξέρετε και… ήθελα να σας παρακαλέσω να με βοηθήσετε. Αν μπορείτε να τους καθυστερήσετε λίγο… μια ένσταση, κάτι να κάνουμε για να κερδίσουμε λίγο χρόνο, μια καθυστέρηση… μήπως βρω το χρόνο και συγκεντρώσω τα χρήματα που χρωστώ…». Μια έμφυτη συστολή χαρακτήριζε τη χροιά της φωνής που κόπηκε για μια στιγμή και ύστερα επανέλαβε: «… μια καθυστέρηση μόνο…».

«Για να δω», του είπε ο Γεράσιμος και τέντωσε το χέρι του να πάρει τα χαρτιά που τόση ώρα κρατούσε με τα λιπόσαρκα χέρια του ο άγνωστος άντρας.

«Λοιπόν», είπε λίγα λεπτά μετά «λυπάμαι αλλά δε γίνεται τίποτα. Εδώ το λέει ξεκάθαρα. Η κατάσχεση του σπιτιού είναι απολύτως νόμιμη και αμετάκλητη», του είπε, αφού διάβασε την κατακυρωτική έκθεση που είχε ήδη συντάξει ο συμβολαιογράφος.

«Είμαι άνεργος», ξαναείπε εκείνος. «Τρία χρόνια τώρα. Και η γυναίκα μου επίσης. Έχουμε τέσσερα παιδιά. Δεν μπορώ να πληρώσω. Πρέπει να μας λυπηθούν. Σας παρακαλώ κάντε κάτι. Ίσως… θέλω να πω… αν μπορείτε εσείς… είστε η τελευταία μου ελπίδα… τα παιδιά βλέπετε…»

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, φίλε μου. Δε γίνεται τίποτα. Και ένσταση να κάναμε… χαμένος κόπος… η απόφαση είναι αμετάκλητη, άσε που θα χρειαζόσουν και αρκετά χρήματα». «Τι διάολο, άνεργος ξεάνεργος… δωρεάν για κανέναν δε δουλεύω», σκέφτηκε ενδόμυχα και κοίταξε το ρολόι του. Ύστερα έσκυψε επάνω στα χαρτιά του και συνέχισε να γράφει βιαστικά.

Ο άγνωστος άντρας σηκώθηκε να φύγει. «Με συγχωρείτε, κύριε», είπε «τα παιδιά βλέπετε…».

Ούτε γύρισε να τον κοιτάξει ο Γεράσιμος. «Επιτέλους πρέπει να καταλάβει ότι ενοχλεί, βρε αδελφέ!» μονολόγησε και με ένα νεύμα του έδειξε την έξοδο του γραφείου.

Το ρολόι έδειχνε 4.10. Ο Γεράσιμος σηκώθηκε από την καρέκλα. Η γραμματέας του δικηγορικού γραφείου είχαν ήδη φύγει και εκείνος βρισκόταν μόνος του. Φόρεσε το παλτό, κουκουλώθηκε μέσα στη ζεστασιά του κασκόλ του, έσβησε το κλιματιστικό και βγήκε από το γραφείο τη στιγμή που η καθαρίστρια, η κ. Δώρα πέρασε μέσα στο γραφείο κρατώντας τα σύνεργά της για να καθαρίσει.

«Εδώ, ακόμα κ. Γεράσιμε; Τρόμαξα που σας είδα, δε φύγατε ακόμα;»

«Φεύγω κ. Δώρα. Καθυστέρησα σήμερα. Καθάρισε καλά επάνω στο γραφείο μου αυτή τη φορά, σε παρακαλώ», της είπε με τόνο επιτιμητικό και βγήκε έξω.

Έκανε κρύο και το στομάχι του γουργούριζε. Το δρομολόγιο που θα ακολουθούσε ήταν το ίδιο καθημερινά. Θα περπατούσε μέχρι τη στάση και από εκεί θα έπαιρνε το λεωφορείο των 4.20 για το Χαλάνδρι και θα πήγαινε σπίτι του ή στις δουλειές που η Χριστίνα του είχε ζητήσει, καλύτερα επιβάλλει να κάνει εκείνο το απόγευμα.

Οι σειρήνες που ακούστηκαν διέκοψαν τις σκέψεις του. Ένα ασθενοφόρο στρίγγλισε σχεδόν μπροστά του και σταμάτησε απότομα στην επόμενη στροφή. Γύρισε και κοίταξε. Στη γωνία του δρόμου είδε έναν άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος και γύρω του πολλοί μαζεμένοι τον κοιτούσαν χωρίς να μιλούν. Περίεργος να δει τι είχε συμβεί έκανε να πάει κατά εκεί όμως μια ενδόμυχη σκέψη του τον σταμάτησε. Κοίταξε το ρολόι του. Πλησίαζε 4.20. Αν πήγαινε θα έχανε και το επόμενο λεωφορείο. Δεν το διακινδύνευε. Θα αργούσε περισσότερο, είχε ήδη χάσει το λεωφορείο των 4.10 και η Χριστίνα θα γινόταν έξαλλη.

«Ένας φουκαράς, ανακοπή φαίνεται, ποιος ξέρει…», του είπε μια γυναίκα που ερχόταν προς το μέρος του όταν τη ρώτησε τι είχε συμβεί, αμετακίνητος από τη θέση του.

Ανέβηκε στο λεωφορείο τη στιγμή που δύο τραυματιοφορείς ανασήκωναν τον πεσμένο άνδρα και πρόλαβε να δει το αποστεωμένο πρόσωπο εκείνου του αδύναμου ανθρώπου, ο οποίος, λίγα λεπτά πριν,  στεκόταν μπροστά από το γραφείο του. «Βρε, τον κακομοίρη!» σκέφτηκε και έγειρε το κεφάλι του στο τζάμι. «Νέος άνθρωπος, κρίμα… τι είμαστε λοιπόν… τίποτα…dust in the wind που λέει και το τραγούδι».

Απέναντί του μια ηλικιωμένη κυρία καθόταν με σφιγμένη επάνω στα γόνατά τη τσάντα της και δίπλα της ο άντρας της. Κάτω από τη μασχάλη του κρατούσε διπλωμένη μια εφημερίδα και είχε στηρίξει τα χέρια του επάνω στα πόδια του, περιορίζοντας ανάμεσά τους την τεράστια κοιλιά του. Κάποια στιγμή άνοιξε την εφημερίδα του και άρχισε να διαβάζει. Οι πηχυαίοι τίτλοι της πρώτης σελίδας τράβηξαν το βλέμμα του Γεράσιμου που καθισμένος απέναντί είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται και σιγοψιθύριζε το dust in the wind.

Τουλάχιστον 13 οι νεκροί του Norman Atlantic. Βέβαιες για ύπαρξη παράνομων μεταναστών οι ιταλικές αρχές.

Η πιο σημαντική εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα μας θα λάβει χώρα στις 25 Ιανουαρίου και αναμένεται ότι…

Βρέθηκε ο δολοφόνος του γνωστού συγγραφέα…

O γνωστός τρομοκράτης συνελήφθη εκ νέου στην Ανάβυσσο…

Νέο βίντεο των τσιχαντιστών με συγκλονιστικές εικόνες…

… ενώ τα ποσοστά της ανεργίας όλο και μεγαλώνουν και οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας είναι πλέον γεγονός.

Στο κεντρικό σημείο του πρώτου φύλου της εφημερίδας η φωτογραφία των πολιτικών ηγετών της Ευρώπης να περπατούν στη Γαλλική πρωτεύουσα με σοβαρό και θλιμμένο βλέμμα έκανε τον Γεράσιμο να ανατριχιάσει.

Στημένα τα πλάνα με τους σαράντα ηγέτες που ενώθηκαν σε μια αλυσίδα διαμαρτυρίας στο Παρίσι.

Και αμέσως παρακάτω ο Γεράσιμος διάβασε:

Μετά την τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας Charlie Hebdo οι ηγέτες των κρατών της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι σε μια Ιστορική πορεία των ηγετών εναντίον της τρομοκρατίας και υπέρ της δημοκρατίας, για την υπεράσπιση των ιδεωδών της δημοκρατίας. Κεντρικό τους σύνθημα: Je Suis Charlie. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια στημένη φωτογραφία. Ο Γάλλος δημοσιογράφος Borzou Daragahi έγραψε “Φαίνεται ότι οι ηγέτες του κόσμου δεν ηγούνταν της πορείας αλλά είχαν απλά ένα φωτογραφικό ραντεβού σε έναν περιφραγμένο δρόμο”.

Ο Γεράσιμος διάβαζε μηχανικά. Η ζωή είχε αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Η οικονομική κρίση και η ευρωπαϊκή πολιτική είχαν καταστρέψει όλες τις κοινωνικές και οικονομικές δομές της ελληνικής κοινωνίας. Άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους καθημερινά. Πολλοί αυτοκτονούσαν. Κανείς δεν είχε χρόνο για κανέναν. Η ζωή έμοιαζε σκηνοθετημένη παράσταση ενός παράλογου θεατρικού έργου και εκείνος ένιωσε πως ήταν ένας ακόμη κακοπληρωμένος κομπάρσος αυτής της παράστασης. Ένα καλογυαλισμένο γρανάζι στη μηχανή πολτοποίησης της Δύσης, της Δύσης που διαδήλωνε για το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, όταν την ίδια στιγμή κατέλυε κάθε δημοκρατικό δικαίωμα στους ανυπεράσπιστους λαούς της.

«Τι κόσμος είναι αυτός! Ένας κόσμος καταδικασμένος να πεθάνει μέσα στον τρόμο που ο ίδιος δημιούργησε∙ μέσα στις παγίδες που έστησε χωρίς καμιά αιδώ», σκέφτηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου το σούρουπο να απλώνεται επάνω στην πόλη. «Κι όμως τόσο καιρό κανείς δε μιλά. Κανείς δεν διαμαρτύρεται. Τα  αποδεχτήκαμε όλα, ως διά μαγείας, σκύβουμε το κεφάλι. Κανένα ανάστημα δεν ορθώνεται… ούτε κι εγώ δεν έκανα τίποτα…βολεμένος μέσα στο γραφείο μου όλα αυτά τα χρόνια… αλλά κανένας βολεμένος δεν είναι επικίνδυνος, και κανένας βολεμένος δεν είναι ελεύθερος», μονολόγησε και έχωσε πιο βαθιά το κεφάλι του μέσα στο παλτό του∙ η ώρα περνούσε και το κρύο δεν αστειευόταν.

Αναρωτήθηκε αν την επόμενη ημέρα θα υπήρχε εφημερίδα με πρωτοσέλιδο για τον άνεργο πατέρα τεσσάρων παιδιών που πριν από λίγο είχε ξεψυχήσει, ανήμπορος να αντέξει το βάρος της οικονομικής του σύνθλιψης ή αν θα περνούσε κι αυτό, όπως και οι αυτοκτονίες τόσων πολιτών τα τελευταία χρόνια, με ψιλά γράμματα σε μια τυχαία σελίδα. «Ένας τίτλος ταιριάζει μόνο, σκέφτηκε, μόνο μια λέξη… ΔΙΑΨΕΥΣΗ». Και εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως η συνάντησή του με τον συγκεκριμένο άνθρωπο ήταν η δική του διάψευση. Το τέλος της προσωπικής του ησυχίας, η επανάσταση των δικών του ονείρων. Θυμήθηκε τον εαυτό του πριν από χρόνια. Τότε που φοιτητής ακόμα νόμιζε ότι εκείνος θα άλλαζε τον κόσμο και τώρα… «Πώς άλλαξα έτσι κι εγώ;» αναρωτήθηκε.

Κοίταξε το ρολόι του. 4.30. Είχε αργήσει. Τέτοια ώρα έπρεπε ήδη να βρίσκεται στο σουπερμάρκετ. Ξαφνικά δεν τον ένοιαζε. Ούτε και η Χριστίνα που σε λίγο θα τον έψαχνε, ούτε και ο γιος του που θα τον περίμενε να τον γυρίσει σπίτι. Τίποτα δεν τον ένοιαζε. Σαν λεπίδα οι σκέψεις του καρφώνονταν μέσα στο νου του. Δεσμώτης τόσα χρόνια στα γρανάζια μιας καλοστημένης μηχανής πρώτη φορά ένιωθε τις αλυσίδες να βαραίνουν την ψυχή του.

Σηκώθηκε, κατέβηκε στην επόμενη στάση και άρχισε να περπατά, μέσα σε μια παγωμένη και αδιάφορη Αθήνα. Γύρω του περνούσαν άνθρωποι κάθε ηλικίας. Μια γιαπωνέζα τουρίστρια φωτογράφιζε το νεοκλασικό εξώστη ενός κτηρίου. Στα σκαλιά της εισόδου του ένας άστεγος κοιμόταν με τεταμένο εμπρός το αριστερό του χέρι σε στάση ικεσίας αλλά κανείς δεν τον κοιτούσε. Όλοι προσπερνούσαν, όπως και ο φωτογραφικός φακός της κοπέλας.

Μια ολόκληρη χώρα τείνει κι αυτή το χέρι της κατά τον ίδιο τρόπο ζητώντας λίγη προσοχή και κανείς δεν κάνει τίποτα. Περιδιαβαίνουν όλοι, όπως οι τουρίστες και φωτογραφίζουν τις ομορφιές και τους αρχαίους θησαυρούς της-αλήθεια τι έγινε ο νεκρός της Αμφίπολης;- αγνοώντας επιδεικτικά το κουρελιασμένο χέρι της που ζητιανεύει το χαμένο της ήθος, σκέφτηκε.

Εργαζόμενοι, ναρκομανείς, αστυνόμοι, μητέρες με παιδιά, φοιτητές με τα κινητά στο χέρι, καλοντυμένες κυρίες με ψηλά τακούνια περπατούσαν βιαστικοί κάτι να προλάβουν. Θέλησε να τους φωνάξει. Να τρέξει μπροστά τους και να τους πει να σταματήσουν για λίγο, να πετάξουν τα ρολόγια τους, να ανοίξουν τα μάτια τους, να δουν ότι έπαψαν να είναι ελεύθεροι. Μια μικρή καθυστέρηση από το χρόνο τους θα τους ζητούσε και θα τους έδειχνε όλα όσα μόλις είχε και ο ίδιος δει. Μια καθυστέρηση σαν αυτή που του είχε ζητήσει λίγη ώρα πριν ο άνεργος με τα τέσσερα παιδιά. Αυτή ήταν η τελευταία ελπίδα.

Μια ομάδα διαδηλωτών ανέβαινε το δρόμο. Ένα πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι περπατούσε σε μια σιωπηλή πόλη. Οι διαδηλωτές κρατούσαν πλακάτ στα χέρια και φώναζαν όλοι μαζί «je suis Charlie». Μια φράση που ξαφνικά έγινε συνώνυμη της ελευθερίας για όλους αυτούς τους ανθρώπους και υψώθηκε σαν κραυγή ενάντια σε ένα κύμα απελπισίας. Ο Γεράσιμος τούς ακολούθησε. Χάθηκε ανάμεσά τους. Έγινε ένα με το αγανακτισμένο πλήθος που δε φοβόταν την τρομοκρατία κανενός κατεστημένου και το διαδήλωνε. Κάποιος κύριος τού έδωσε να φορέσει μια μαύρη κονκάρδα με την περίφημη φράση γραμμένη επάνω με λευκά γράμματα. Ο Γεράσιμος άρχισε κι αυτός να φωνάζει μαζί τους: «Je suis Charlie, je suis Charlie». Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο συνέχιζε να φωνάζει. Μόνο που τώρα ούρλιαζε δυνατά: «Είμαι ελεύθερος, είμαι ελεύθερος!»

 

Tessy Baila – Editor in Chief

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular