Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 Καμένο χαρτί, Γκράχαμ Γκρην, Εκδόσεις Πόλις

«Αν υπάρχει Θεός, ας είναι τουλάχιστον αθώος»

Ένας άντρας που έχει φτάσει στο τέλος του εαυτού του, καταλήγει στο λεπροκομείο μιας ιεραποστολής στα βάθη της Αφρικής. Είχε τελειώσει με όλα. Τα είχε σκοτώσει όλα. Και τον πόθο και την πίστη. Είχε τελειώσει με όλα όσα κάποτε τον πονούσαν. Ήταν ολοσχερώς εγκαταλειμμένος. Burnt-out. Καμένο χαρτί. Επέλεξε να αφήσει την Ευρώπη και να μετοικήσει σε μια κουκκίδα της Αφρικής, επειδή έβρισκε πως εκείνο το μέρος ήταν, όπως και ο ίδιος, πολύ μακριά απ’ όλα. Δεν μπορούσε να πάει πιο κάτω. Ο Γκράχαμ Γκρην γράφει πως το Κονγκό του βιβλίου είναι «μια περιοχή στο μυαλό» του. Ο Κερύ αποσύρεται εκεί για να ξύσει μια πληγή, από την οποία αδυνατεί να απαλλαγεί. Η πληγή είναι η απώλεια της πίστης και της επιθυμίας, η απώλεια του συναισθήματος και του πόνου. Ήταν άρρωστος, υπέφερε, αλλά δεν πονούσε. Τον σταυρό του σώματός του δεν διέστιζαν χριστιανικά στίγματα. Εκείνος έφερε κατάσαρκα το στίγμα της λέπρας. Η δική του λέπρα είχε εισχωρήσει πολύ κάτω από το δέρμα, είχε διογκωθεί σε δυσπλασία της καρδιάς. Όχι μόνο δεν μπορούσε να αγαπήσει, αλλά συλλογιζόταν και πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε καταφέρει να αγαπήσει. Ο πλησίον τού ήταν εξίσου αδιάφορος με τον Θεό. Έτσι νόμιζε. Νόμιζε πως είχε απαλλαγεί διά παντός από «το φορτίο του φόβου και της ευθύνης».

«Ποιος ενδιαφέρεται;» Το ερώτημα καταβυθίζει τον Κερύ στην αβυσσώδη απόγνωση της ματαιοπονίας.

Ο γιατρός Κολέν, ένα από τα οξυδερκέστερα πρόσωπα του μυθιστορήματος, ήταν αφοσιωμένος στη θεραπεία της λέπρας, δίχως να στενοχωριέται για την ανυπαρξία του Θεού. Η αθεΐα του δεν τον βασάνιζε. Τον βασάνιζε ο ανεξάντλητος ανθρώπινος πόνος, τον οποίο πάσχιζε να παρηγορήσει με μια στωικότητα στα όρια της παραίτησης. Δεν αντιμετριόταν με τον ουρανό, αλλά με τη μοναξιά, την επώδυνη μοναξιά μπροστά στον πόνο του άλλου. Οι ανυπολόγιστοι τρόποι με τους οποίους η σάρκα εξαθλιωνόταν, δεν του άφηναν χώρο για μεταφυσικές αγωνίες. Τις προσευχές του τις απηύθυνε στην επιστήμη. Όλη του την αγωνία την αποσπούσαν οι ανοιχτές πληγές στα σώματα των αρρώστων. Η Αφρική ήταν για τον Κολέν η σάρκα που σάπιζε. «Όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπόρεσε να συνηθίσει τη γλυκερή και γαγγραινώδη οσμή του δέρματος με λέπρα που ήταν, γι’ αυτόν, η μυρωδιά της Αφρικής». Σε αντίθεση με τον Κερύ, ο Κολέν ποτέ δεν θα διανοούνταν να αποσυρθεί από το λειτούργημά του. Είχε χάσει τον Θεό, όχι όμως και τους ανθρώπους. Ήταν αποφασισμένος να υπερασπίσει «το δικό του κομματάκι του παγκόσμιου πεδίου μάχης».

Ο γιατρός Κολέν ενδιαφέρεται για την ιδιότυπη, υποδόρια πάθηση του Κερύ, για τους αθέατους ακρωτηριασμούς του. Άλλωστε πίστευε πως η λέπρα δεν ήταν μόνο σωματική αλλά και ψυχική πάθηση. Ο Κολέν ελπίζει πως ο Κερύ διέθετε ακόμη τη δυνατότητα της αυτοθεραπείας. Όταν ο Κερύ τον ρωτάει αν μπορούσε να τον θεραπεύσει, εκείνος του απαντάει: «Ίσως οι ακρωτηριασμοί σου να μην έχουν προχωρήσει πολύ. Όταν κάποιος έρχεται εδώ πολύ αργά, η αρρώστια πρέπει ν’ αυτοκαταστραφεί».

Στην παλιά του ζωή ο Κερύ ήταν διάσημος αρχιτέκτονας. Έφτιαχνε εκκλησίες, δίχως να νοιάζεται τι ακριβώς θα στέγαζαν. Τον απασχολούσαν «μόνο ο χώρος, το φως και οι αναλογίες». Αδιαφορούσε με τι θα γέμιζαν. Δημιουργούσε ναούς για τη δική του αποκλειστικά ευχαρίστηση. Διακατεχόταν από την αυταρέσκεια του δημιουργού. Ήταν εγωιστής, απολάμβανε την αυτοέκφραση. «Η αυτοέκφραση είναι σκληρό κι εγωιστικό πράγμα. Κατατρώει τα πάντα, ακόμα και τον εαυτό σου. Στο τέλος, βρίσκεις πως δεν έχεις πια εαυτό να εκφράσεις». Έτσι, ο Κερύ έχασε την ευχαρίστηση της αυτοέκφρασης, είχε φτάσει στο τέλος και της δημιουργίας. Είχε αποσυρθεί από το λειτούργημά του. Μαζί με την πίστη και την αγάπη, είχε απαρνηθεί και τη δουλειά του. Σαν το ποτάμι που διέρρεε το λεπροκομείο, γλιστρούσε και ο ίδιος αργόσυρτα και βασανιστικά στη «χειρότερη ανία». Ο γιατρός Κολέν τον ακούει με δυσπιστία να απαριθμεί τα πράγματα που είχε εγκαταλείψει και ο Κερύ τού επισημαίνει: «Το δικό σου λειτούργημα είναι εντελώς διαφορετικό, γιατρέ. Εσύ ασχολείσαι με ανθρώπους. Εγώ δεν ασχολήθηκα ποτέ με τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν το χώρο μου – μόνο με το χώρο».

Για τον Κερύ μετρούσε περισσότερο το αρχιτεκτόνημα ως έργο τέχνης από τις προσευχές και τις δεήσεις που διακοσμούσε. Λέει στον γιατρό Κολέν: «Το θέμα ενός μυθιστορήματος δεν είναι η πλοκή. Ποιος θυμάται τι συνέβη τελικά στον Λυσιέν ντε Ριμπαμπρέ;»

Στο τέλος των Χαμένων ψευδαισθήσεων του Μπαλζάκ, ο Λυσιέν ντε Ριμπαμπρέ, από τους πιο συγκλονιστικούς ήρωες της λογοτεχνίας, αποτρέπεται από την αυτοκτονία χάρη στην παρέμβαση ενός ισπανού ιερέα. Η αιφνίδια εμφάνιση του ηγούμενου δεν είναι ένδειξη θείας πρόνοιας, διότι ο Λυσιέν είναι άθεος. Αν εγκαταλείπει την ιδέα της αυτοκτονίας, είναι επειδή ο άγνωστος Ισπανός τού υπόσχεται εγκόσμιες απολαύσεις. Η αυτοκτονία τίθεται σε αναστολή, για να ριχτεί εκ νέου ο Λυσιέν σε μια «ύπαρξη τρομερή», μέχρι να βρεθεί απαγχονισμένος σε ένα κελί.

«Ίσως η αρρώστια αυτή να είναι απαρατήρητη. Η αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα ενός συναισθήματος που θα το ονομάσουμε, αν θέλετε, αυτοεκτίμηση, για να μην το συγχύσουμε με τη λέξη τιμή. Την ημέρα που ο άνθρωπος αυτοπεριφρονείται, την ημέρα που βλέπει ότι τον περιφρονούν, την ώρα που η πραγματικότητα της ζωής είναι σε δυσαρμονία με τις ελπίδες του, σκοτώνεται και αποδίδει έτσι φόρο τιμής προς την κοινωνία μπροστά στην οποία δεν θέλει να μείνει απογυμνωμένος από τις αρετές του και τη λάμψη του. Ό,τι κι αν λένε, ανάμεσα στους άθεους (πρέπει να εξαιρέσουμε το χριστιανό απ’ την αυτοκτονία), μόνο οι δειλοί δέχονται μια ζωή ατιμασμένη. Η αυτοκτονία είναι τριών φύσεων: κατ’ αρχάς η αυτοκτονία που δεν είναι παρά η τελευταία ένταση μιας μακρόχρονης ασθένειας και που βέβαια ανήκει στην παθολογία· έπειτα η αυτοκτονία από απόγνωση· τέλος, η αυτοκτονία κατόπιν συλλογισμού». (Honoré de Balzac, Χαμένες Ψευδαισθήσεις, Εξάντας, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης)

Ο γιατρός Κολέν υποπτεύεται πως ο Κερύ είχε έρθει σε εκείνο τον έρημο και φριχτό τόπο για να πεθάνει. Άλλωστε και ο ίδιος εκεί θα πέθαινε, στο ίδιο μέρος που ήταν θαμμένη η γυναίκα του. Θεράπευε τους αρρώστους ενενήντα μέτρα μακριά από τον τάφο της. Στον Κερύ θα άρεσε να θαφτεί κοντά τους. Μιλώντας με τον Κερύ, ο Κολέν τού τονίζει πως όποιος εγκαταλείπεται σε τέτοια μοναξιά, μόνος με τον εαυτό του, αργά ή γρήγορα θα αυτοκτονήσει. «Αν το θελήσει πολύ», αποκρίνεται ο Κερύ.

Όσον αφορά την απόφαση του Λυσιέν να πεθάνει, ο Μπαλζάκ κάνει λόγο για «μεταθανάτια φιλαυτία». Ωστόσο, ο Κερύ, μολονότι παραδέχεται πως όλη του η προσοχή είναι αλαζονικά στραμμένη στον εαυτό του, δεν δείχνει συνεπαρμένος από τη μονομανία του. Ξύνει μια πληγή, αποζητώντας τον πόνο. Αγωνιά να ξυπνήσει την αρρώστια του. Με ακρωτηριασμένα δάχτυλα, παλεύει να ανοίξει το δέρμα του, να ματώσει. Στην αρχή του βιβλίου ο ηγούμενος της ιεραποστολής τού λέει πως «η αρρώστια είναι κάτι που έρχεται πάντα όταν τη ζητήσεις». Έπρεπε απλώς να περιμένει και να κάνει υπομονή. Εκείνος που αυτοκτονεί δεν θέλει πια να περιμένει, δεν έχει υπομονή. Η αυτοκτονία είναι απολύτρωση από τον πόνο. Ο Κερύ δεν λυπάται αρκετά τον εαυτό του για να αυτοκτονήσει. Ο Κολέν ήξερε πως κάποιοι ασθενείς στην κρισιμότερη φάση της αρρώστιας τους, δεν είχαν πια κανένα ενδιαφέρον να ζήσουν και αυτοκτονούσαν. Όμως, ο Κερύ δεν θα το έκανε, εκείνος «ήταν σκληρός, πολύ σκληρός». Σε μια απόπειρα αυτοκτονίας με υπνωτικά, φρόντισε η δόση να μην είναι θανατηφόρα.

Μολονότι ο Κερύ νιώθει ακρωτηριασμένος, τα νεύρα του δεν είχαν παραλύσει εντελώς. Δίχως να το γνωρίζει ή να το θέλει, μπορούσαν ακόμη να αισθάνονται. Για να τον συνεφέρει, ο Γκρην τού στέλνει για υπηρέτη έναν μαύρο λεπρό, τον Ντέο Γκράτιας (Deo Gratias, Δόξα τω Θεώ). Όταν ένα βράδυ ο Ντέο Γκράτιας χάνεται στο δάσος, που περιβάλλει σαν απάτητο μυστήριο την ιεραποστολή, ο Κερύ διασχίζει το σκοτάδι για να τον βρει και μέχρι το ξημέρωμα ζεσταίνει με το σώμα του το κολοβωμένο κορμί που έτρεμε από το φόβο. Αυτή η πράξη φιλανθρωπίας δεν είναι για τον Κερύ παρά ένα αυτόματο ανακλαστικό. Ωστόσο, δεν περνά απαρατήρητη. Στο πλαίσιο της απομονωμένης κοινότητας, εκείνο το βράδυ στο δάσος μεγεθύνεται σε σύμβολο της χριστιανικής αγάπης. Ο Ρικέρ, διευθυντής εργοστασίου φοινικέλαιου σε κοντινή πόλη, που τρέφει έναν ατιθάσευτο θαυμασμό για τον διαπρεπή και θεοσεβούμενο, όπως νομίζει, αρχιτέκτονα Κερύ, αισθάνεται πως βρήκε στο πρόσωπο του απρόσμενου ταξιδιώτη μια αδελφή ψυχή. Εξέλαβε την άφιξη του Κερύ στο Κονγκό σαν τη φανέρωση ενός αγίου.

Όπως όλοι οι διάλογοι του μυθιστορήματος, συναρπάζουν επίσης οι συνομιλίες του Κερύ με τον Ρικέρ. Τη στιγμή που ο πρώτος μιλάει απερίφραστα για την απόσχισή του από τον καθολικισμό, ο άλλος καταθέλγεται από το ευλαβικό πνεύμα της ταπεινοφροσύνης του, που ενισχύεται από το μύθο του δάσους. Ο Γκρην σημειώνει πως το βιβλίο του αποτυπώνει την προσπάθειά του να δώσει «δραματική έκφραση σε διάφορες μορφές πίστης, ημι-πίστης και μη πίστης». Ο οιηματίας, υπερφίαλος Ρικέρ, το πιο αντιπαθητικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, συγκεράζει τα δύο άκρα, την πίστη και τη μη πίστη. Πιστεύει τόσο πολύ, με απόλυτη τυφλότητα, στην αγάπη του Θεού, που η ευλάβειά του φαντάζει κίβδηλη και φαιδρή. Η ιδεοληπτική του πνευματικότητα, αποκαλύπτει το απύθμενο βάθος της κουφότητάς του. Ο Γκρην συνοψίζει με τρόπο σπαρταριστό την προσωπογραφία του Ρικέρ: «ήταν σαν τοίχος τόσο σοβαντισμένος ξανά και ξανά με τις ανακοινώσεις της Εκκλησίας, ώστε δεν μπορούσες να δεις τα τούβλα από κάτω».

Ο Ρικέρ έχει ανάγκη τον Κερύ, έναν εξαίρετο διανοούμενο Καθολικό στα μάτια του, για να κάνει μαζί του πνευματικές συζητήσεις, παρόλο που ο ίδιος είναι ανίκανος να συζητήσει για οτιδήποτε, καθώς γνωρίζει ήδη όλες τις απαντήσεις. Η θητεία του στην ιερατική σχολή δεν του είχε αφήσει ερωτήματα. Είχε εντρυφήσει πλήρως στην αγάπη του Θεού. «Χάρις. Μετάληψη. Καθήκον. Αγάπη, αγάπη, αγάπη». Οι κούφιες λέξεις που ανέβλυζαν από το στόμα του Ρικέρ, ακούγονταν στον Κερύ σαν τη φασαρία που έκαναν τα βατράχια στο σκοτάδι. Αδίκως ο Ρικέρ μοχθούσε να τον μπάσει στην Εκκλησία του. Ο Κερύ κρατούσε το στόμα του κλειστό. Δεν ήθελε να μιλάει, πόσω μάλλον για τον Θεό. Όσο πιο επίμονα αποποιείται την αγιότητα που του αποδίδει ο Ρικέρ, τόσο περισσότερο μεγεθύνεται το δέος του θαυμαστή του. Ωστόσο, η αγάπη του Ρικέρ απαιτούσε ανταλλάγματα, πνευματικά πάντα, που ο Κερύ είτε δεν τα διέθετε είτε αρνούνταν να τα προσφέρει. Κάποια στιγμή αγανακτισμένος, απευθύνει στον Κερύ ένα ερώτημα, που ποτέ δεν θα τολμούσε να θέσει στον θεό του: «Με ποιο δικαίωμα μας περιφρονείς έτσι;»

Στην πιο οδυνηρή του στιγμή, ο Ρικέρ προφέρει επί ματαίω το όνομα του Κερύ. «Κερύ! Κερύ! Πού είσαι, Κερύ;» Και όταν κάποτε τον βλέπει μπροστά του, του λέει «σε τόνο αδύναμης διαμαρτυρίας: “Σε ψάχνω παντού”». Ήταν σαν να ζητιάνευε την προσοχή Του.

Συντετριμμένος, ο Ρικέρ σωριάζεται σε μια εύθραυστη καρέκλα, σπάζοντάς την.

Από τα πιο σύνθετα και γι’ αυτό ενδιαφέροντα πρόσωπα του βιβλίου είναι ο άγγλος δημοσιογράφος Μόνταγκιου Πάρκινσον. Η διαφθορά του ήταν ολοφάνερη, «την κουβαλούσε στο πετσί του σαν φώσφορο». Η παχυσαρκία του γιγαντώνονταν από κάθε λογής ανθρώπινη αδυναμία. «Η αρετή είχε αποδημήσει καιρό πριν, πνιγμένη από έλλειψη αέρα μέσα σ’ εκείνο το σάρκινο βουνό».

Ο Πάρκινσον κατατρύχεται από ένα εμμονικό ενδιαφέρον για τον Κερύ και τη θρυλούμενη θρησκευτικότητά του, αλλά, σε αντίθεση με τον Ρικέρ, δεν διατείνεται πως κομίζει την αλήθεια. Δεν τον ενδιαφέρει η αλήθεια. Οι ιστορίες του δεν είναι αληθινές, είναι παραφουσκωμένα μυθεύματα, φληναφήματα βγαλμένα από τη ζωή. Τα άρθρα του ποντάρουν στον στόμφο και το μελόδραμα. Η περίπτωση του Κερύ ανταποκρινόταν και στα δύο. Αν δεν υπήρχε άγιος, θα τον επινοούσε και θα τον κράδαινε από τον άμβωνα του επόμενου κυριακάτικου φύλλου.

Παρά την ακατάσχετη, ανοικονόμητη μεγαλομανία του, ο Πάρκινσον είναι απελπισμένος. Ο Κερύ είναι η τελευταία του ευκαιρία. Το τέλειο θέμα-θύμα. «Είστε ο καθρέφτης μου» του ομολογεί δίχως ειρωνεία ο Κερύ, ο οποίος, σημειωτέον, μιλάει μαζί του περισσότερο απ’ ό,τι με τα άλλα πρόσωπα του βιβλίου. Πράγματι οι δυο τους μοιάζουν σε πολλά. Υποφέρουν από την απώλεια των ψευδαισθήσεων, δεν έχουν πια αυταπάτες, έχουν φτάσει στο τέρμα. Αυτή την οδυνηρή επίγνωση ο Πάρκινσον τη μασκαρεύει με πομφολυγώδεις ρητορείες, ενώ ο Κερύ τη βιώνει σαν μακρόχρονη ασθένεια, δίχως προσποιήσεις και διαφυγές. Είναι και οι δύο καμένα χαρτιά, burnt-out, τελειωμένοι. Βρίσκονται στο τέλος της αποστολής, στην οποία κάποτε πίστευαν. Πίσω από τους δυο τους κρυβόταν, με διαφορετικό τρόπο, «ένας αποτυχημένος ιερέας». Ωστόσο, ο Πάρκινσον δεν ήταν συμφιλιωμένος με την αποτυχία του, με το τέλος του εαυτού του. Με τα κυριακάτικα άρθρα του επέμενε σε ένα ακυρωμένο κήρυγμα. Όσο υπήρχε ποίμνιο, θα συνέχιζε την ποιμαντορική του αποστολή. Ο Κερύ τρομάζει μπροστά σε αυτή την ανελέητη επιμονή. «Τελικά, δεν είστε burnt-out. Είστε ακόμα μολυσματικός».

Ο Κερύ επιδεικνύει σαδιστικά στον Πάρκινσον την απογύμνωσή του από ματαιόδοξες ψευδαισθήσεις: «Ανακάλυψα, βλέπετε, αυτό το οποίο ήταν σαν μια κλωστίτσα που κρεμόταν απ’ το σακάκι μου – την τράβηξα, και το σακάκι άρχισε να ξηλώνεται».

Οι διάλογοι του Κερύ με τον Πάρκινσον είναι σφοδρότατοι, όλο αιχμές και χτυπήματα. Η αμφίπλευρη εχθρότητα, απόρροια μιας αφόρητης και για τους δυο τους συνενοχής, συγκαλύπτει τη βαθιά απελπισία που τους προξενεί ο εαυτός τους. «Σας αντιπαθώ όσο και τον εαυτό μου», λέει ο Κερύ στον Πάρκινσον. Παρ’ όλα αυτά, δεν διστάζει να παραδεχτεί: «Αν κάποιος μπορεί να με καταλάβει, αυτός είστε εσείς».

«Είστε ένα αναίσθητο κάθαρμα», αποκρίνεται ο Πάρκινσον. «Τελικά, είστε στ’ αλήθεια ένα ψυχρό παλιοτόμαρο». Μολονότι όχι μόνον δεν πιστεύει «τις απίθανες, θεοσεβούμενες ανοησίες» του Ρικέρ, αλλά και έχει την εντύπωση πως ο Κερύ είναι «θρησκευτικός απατεώνας», είναι αποφασισμένος να τον αναγορεύσει σε άγιο. Μπορεί να μην έγραφε την αληθινή ιστορία, αλλά θα έγραφε τη σωστή, θα υμνολογούσε παράφορα τον ερημίτη του Κονγκό, εν μέρει και σαν εκδίκηση για την ψυχρότητα του Κερύ.

«Δε σας συμπαθώ, Κερύ, όπως δε με συμπαθείτε κι εσείς, αλλά θα σας ανυψώσω. Θα σας ανεβάσω τόσο ψηλά, που θα σας κάνουν άγαλμα στο ποτάμι. Κακόγουστο όσο δεν πάει, τα ξέρετε αυτά, αλλά δε θα μπορέσετε να το αποφύγετε επειδή θα ’στε πεθαμένος – εσείς, γονατισμένος και περιτριγυρισμένος απ’ τους παλιολεπρούς σας, να τους μαθαίνετε να προσεύχονται στον Θεό που δεν πιστεύετε, και τα πουλιά να κουτσουλάνε τα μαλλιά σας».

Ένα ακόμα πρόσωπο που εξεγείρεται από την απροθυμία του Κερύ να επωμιστεί μια φτιαχτή αγιότητα, είναι ο πάτερ Τομά. Ο τελευταίος και ο Κερύ είναι οι μοναδικοί χαρακτήρες του βιβλίου που υφίστανται μια ριζική ψυχική μεταστροφή. Η λανθάνουσα φαυλότητα του πάτερ Τομά, υποδηλώνεται στην προθυμία του να φιλοξενήσει στο δωμάτιό του τον Πάρκινσον. «Η φορητή Remington ήταν στημένη στο τραπέζι του πάτερ Τομά, πλάι στον Εσταυρωμένο. Απ’ την άλλη μεριά του Εσταυρωμένου, σαν τον δεύτερο ληστή, η Rolleiflex κρεμόταν απ’ το λουρί της σ’ ένα καρφί».

Προτού ο πάτερ Τομά βρει τον συγκάτοικό του, ο Κερύ συνομιλεί μαζί του στο δωμάτιό του, αντικρίζοντας έναν ιερέα που αναριγούσε από τον θρησκευτικό πυρετό της αμφιβολίας. Ο πάτερ Τομά φοβόταν την πίστη όπως και το σκοτάδι, την αδιάνυτη, στοιχειωμένη νύχτα της Αφρικής. Ούτε ο Θεός δεν μπορούσε να τον λυτρώσει από το φόβο, τη φρίκη του σκοταδιού. Τις ώρες της νύχτας παραμόνευε ένα είδος τρέλας και μέσα της παράδερνε η πίστη. «Οι προσευχές ήταν μάταιες: δε γιάτρευαν το σκοτάδι».

«Εδώ, σκέφτηκε, στις δέκα η ώρα, όταν οι γεννήτριες σταματούν να δουλεύουν, χρειάζεται μια πράξη πίστης για να ξέρεις πως το δάσος δεν έφτασε ώς το κατώφλι σου».

Ο πάτερ Τομά αναζητούσε έναν συνομιλητή για να του αποθέσει το φορτίο της τρέμουσας ψυχής του. Οι υπόλοιποι πατέρες ήταν διαρκώς απασχολημένοι με μικροπροβλήματα, με πρακτικά ζητήματα: «το κόστος των ποδόλουτρων, μια βλάβη της γεννήτριας, μια καθυστέρηση στο καμίνι των τούβλων». Ήταν παντρεμένοι με τον Θεό και διήγαν ήρεμο έγγαμο βίο. «Αυτός ο γάμος, όπως και οι κοσμικοί, κρατιόταν ζωντανός από συνήθειες και αρέσκειες που μοιράζονταν με τον Θεό – ο Θεός αρεσκόταν να Τον λατρεύουν, κι αυτοί αρέσκονταν να Τον λατρεύουν, αλλά μόνο σε προκαθορισμένες ώρες, σαν τις μικροαστικές περιπτύξεις τα σαββατόβραδα».

«Οι πατέρες είχαν πολλά στο κεφάλι τους για να καταπιάνονται και με ό,τι η Εκκλησία θεωρεί αμάρτημα (η ηθική θεολογία ήταν το τελευταίο πράγμα που τους απασχολούσε)».

«Τούβλα και σοβάς και μηνιαίοι λογαριασμοί – αυτά μας απασχολούν· όχι ο Σαμαρείτης στο δρόμο για την Ιεριχώ».

Ο πάτερ Τομά αγωνιούσε και αμφέβαλλε, φώναζε από μέσα του, προσμένοντας μια καταπραϋντική απόκριση. «Έδειχνε να κουβαλάει ακόμα όλες τις εντάσεις και τις ανησυχίες της ιερατικής σχολής». «Ο πάτερ Τομά, όμως, ήταν παντρεμένος με την Εκκλησία, και η Εκκλησία απαντούσε στις εκμυστηρεύσεις του με τα στερεότυπα του εξομολογητηρίου». Εκείνος ήθελε μεγάλα λόγια, θεόπνευστες χειρονομίες. Τον διακατείχαν η έλξη του μαρτυρίου και ο ηρωισμός της αγιοσύνης. Ο ηγούμενος της ιεραποστολής, διαβλέποντας την προσδοκία του να μεταρσιωθεί από ένα πνεύμα αυτοθυσίας, τον προειδοποιεί: «Ο καλός στρατιώτης δεν ερωτοτροπεί με το θάνατο».

Μες στο θεοσκότεινο δωμάτιό του, σε βαθύ σκότος που το λόγχιζε η φλόγα ενός κεριού, ο πάτερ Τομά εξομολογείται στον Κερύ: «Όταν τελείωσα την Ιερατική Σχολή, μερικές φορές νόμιζα πως θα μπορούσα να σωθώ μόνο μέσω του μαρτυρίου – αν μπορούσα να πεθάνω πριν χάσω τα πάντα».

«Κανείς δεν πεθαίνει», του απαντά ο Κερύ, αναλογιζόμενος ίσως τη δική του αδυναμία να σκοτωθεί.

Ο γιατρός Κολέν μιλάει κάποια στιγμή στον Κερύ για τον «περιττό πόνο». Επειδή ακριβώς δεν είναι πιστός, του είναι αδιανόητη η επιλογή της δοκιμασίας ως μέσο θέωσης της ανθρώπινης ψυχής. Κατανοεί τη δυσφορία, τον αναπόφευκτο πόνο που συνιστά θεμελιακή υπαρξιακή συνθήκη, αλλά απορρίπτει την εθελούσια δοκιμασία. Γι’ αυτό αποστρέφεται τους κάθε λογής λεπρόφιλους, τις καλόγριες και τους γιατρούς που αγαπούσαν την ασθένεια περισσότερο από τη θεραπεία της. Δεν ήταν πιστός της λέπρας, ήθελε να την εξαλείψει. Όπως ο Κερύ, ήταν και εκείνος επιφυλακτικός με τις εν δυνάμει ακρότητες της χριστιανικής αγάπης. «Με τις δοκιμασίες γινόμαστε μέρος του χριστιανικού μύθου».

Έχει σημασία να προσέξουμε πως τα πιο νηφάλια στη σκέψη πρόσωπα του βιβλίου, ο ηγούμενος και ο γιατρός Κολέν, ένας πιστός και ένας άθεος, δεν μπαίνουν στη διαδικασία να ανιχνεύσουν τα κίνητρα του Κερύ, τους απώτερους λόγους για τους οποίους κλείστηκε σε ένα λεπροκομείο, σε ένα δωμάτιο γυμνό από σύμβολα, «κρύο και σκληρό, σαν τάφος χωρίς σταυρό». Δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο προσηλυτισμός του ούτε η αναθέρμανση της αθεΐας του. Τους αρκεί η θέλησή του να φανεί χρήσιμος, να κάνει κάτι για να γλιτώσει από τα νύχια της απραξίας. Ο ηγούμενος αναγνωρίζει πως ο ίδιος και ο γιατρός δούλευαν στην επιφάνεια, επιδερμικά. Αν ο Κολέν ανίχνευε ύποπτες κηλίδες στο δέρμα, ο ηγούμενος φρόντιζε να αποφεύγει τα πολλά σκαψίματα της ψυχής. Σε κανέναν από τους δύο δεν άρεσε η αρρώστια.

«Δεν υπάρχει κάτι κακό σε μια επιφανειακή άποψη, αλλά αν αρχίσω να σκαλίζω γι’ αυτά που κρύβονται πίσω απ’ την επιθυμία να ’ναι κανείς χρήσιμος, ε, τότε ίσως βρω φριχτά πράγματα, και κανείς δε θέλει να προχωρήσει όταν φτάνει σ’ αυτό το σημείο. Αν, όμως, πηγαίναμε πιο κάτω, ποιος ξέρει; Ίσως το φριχτό φτάνει μόνο μερικά στρώματα κάτω απ’ το δέρμα».

Ο πάτερ Τομά, εξίσου ευαίσθητος στην ηθική θεολογία με τον Ρικέρ, έχει την αίσθηση πως με τον Κερύ μπορεί να συζητήσει για σημαντικά πράγματα. Νομίζει πως και τη δική του πίστη τρικύμιζαν οι αμφιβολίες. Δεν πτοείται ούτε όταν ο συνομιλητής του τού λέει: «Δεν έχω καμία διάθεση να στρέψω κι άλλους προς το σκεπτικισμό ή να τους ταράξω. Θέλω μόνο να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, αν με αφήσετε». Κοντά του ο πάτερ Τομά ένιωθε γαλήνη, τη θαλπωρή μιας συγγενούς συνείδησης. «Μπορεί το δάσος να πλησίαζε, αλλά για πρώτη φορά είχε έναν σύντροφο».

Δεν ξαφνιάζει το μέγεθος της απογοήτευσης του πάτερ Τομά. Όταν συνειδητοποιεί την ειλικρίνεια του Κερύ, την απόστασή του από την πίστη, ο ίδιος έχει ολοκληρώσει τη μεταστροφή του. Από φοβισμένος ιερέας έχει προαχθεί σε ηγούμενο της ιεραποστολής. Οι αμφιβολίες του σαρώθηκαν από απαραβίαστες βεβαιότητες και μία από αυτές ήταν η αχρειότητα του Κερύ. Ο Κερύ δεν ήταν θεός, ήταν ο διάβολος. Ο πάτερ Τομά κλαίει από οργή, όταν αντιλαμβάνεται το ξεγέλασμά του. Αλλά η πίστη του ήταν αρκετά ενδυναμωμένη από το αξίωμα, που μπόρεσε να αποκηρύξει σε μια στιγμή τον άγιο που τον είχε συντροφεύσει ένα βράδυ μες στο σκοτάδι. Μάλλον η ιερατική του καριέρα χρωστούσε πολλά στις σπουδές του στη λογιστική.

Αν κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος ο πάτερ Τομά περνάει από το φόβο και την αμφιβολία στην ασφάλεια μιας πίστης δίχως ερωτήσεις, ο Κερύ περνάει από τη δυστυχία στο γέλιο. Το γέλιο του είναι σαν σπασμός, ένας μορφασμός, αλλά απηχεί τη βασική έννοια του γέλιου, την ευτυχία. Μετά από μήνες στο λεπροκομείο, ο Κερύ αισθάνεται ευτυχισμένος. Όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, το ποταμόπλοιο σταμάτησε σε μια αφρικανική ιερατική σχολή, ξαφνιάστηκε με την ευθυμία των ιερέων που ζούσαν εκεί. Το γέλιο τους «ήταν σαν άγνωστες συλλαβές μιας εχθρικής γλώσσας». Και απόρησε με τον εαυτό του· «αναρωτήθηκε πότε είχε αρχίσει να σιχαίνεται το γέλιο όπως τη δυσοσμία».

Ο Κερύ δεν επιστρέφει στον Θεό, αλλά βρίσκει ένα νόημα για να ζει. Το χαμένο θρησκευτικό αίσθημα, απολήγει σε νοσταλγία για τις Λειτουργίες των παιδικών του χρόνων. Τα λιγοστά απομεινάρια της πίστης του, φώλιαζαν στο παρελθόν και στην αναπόληση των γιορτών του, «όταν οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων ξυπνάνε μέσα μας ένα είδος λατρείας». Αν ποτέ προσευχόταν, θα προσευχόταν να είχε ξανά «ένα λούτρινο αρκουδάκι».

Το πρώτο πρωί που ξύπνησε στο λεπροκομείο, ο Κερύ θέλησε διακαώς να επιστρέψει «σ’ εκείνο το μέρος που, αφού δεν ήξερε πώς αλλιώς να το ονομάσει, το αποκαλούσε σπίτι του». Τον είχε ξυπνήσει η ηχώ ενός οικείου λατρευτικού μυστηρίου. Οι ψαλμωδίες από το διπλανό παρεκκλήσι τον έκαναν να δυσφορήσει. Νόμιζε πως είχε απαλλαγεί από τέτοιες δυσνόητες μαγείες και μεταφυσικές νόσους.

«Ήταν σαν μυρωδιά φαρμάκων που του θύμιζε μιαν αρρώστια απ’ την οποία είχε ανανήψει πριν από πολύ καιρό. Κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν είχε καταλάβει ότι η περιοχή με τη λέπρα ήταν και η περιοχή εκείνης της άλλης αρρώστιας. Περίμενε να βρει γιατρούς και νοσοκόμες· είχε ξεχάσει πως θα ’βρισκε παπάδες και καλόγριες».

Τη νύχτα που είχε βρει τον Ντέο Γκράτιας στο σκοτεινό μαγεμένο δάσος, ο Κερύ ένιωσε πως κάτι άρχιζε για εκείνον, ένα δικό του, μύχιο ξημέρωμα· «κατά κάποιο τρόπο αυτή τη νύχτα ήταν σαν ν’ άρχιζαν πράγματα». Είχε διασχίσει το πυκνό δάσος χωρίς φόβο· «μόνο όποιος δεν πίστευε σε τίποτα μπορεί να μη φοβόταν, νύχτα, το μεγάλο δάσος». Παρ’ όλα αυτά, τον καθοδηγούσε μια απροσδιόριστη περιέργεια. «Αν […] πίστευε κανείς, όπως αυτοί οι Αφρικανοί, σε κάποιο θείο ον, γιατί να μην ήταν πιθανό να υπήρχε ένας θεός σε τούτη την ερημιά όπως και στις άδειες εκτάσεις του ουρανού, εκεί όπου τον είχε τοποθετήσει κάποτε ο άνθρωπος;»

«Το ενδιαφέρον άρχισε να ξυπνάει οδυνηρά μέσα στον Κερύ, σαν νεύρο που ’χε παγώσει».

Ο Ντέο Γκράτιας ακουμπώντας πάνω του το σακατεμένο κορμί του, είχε ψιθυρίσει μια λέξη, «πεντελέ», που αποκτά για τον Κερύ μια σημασία μυστική, εξίσου πολύτιμη με το «Rosebud» του Τσαρλς Φόστερ Κέιν. Η ακατάληπτη λέξη, το ίδιο κρυπτική με τη λέξη Θεός, έγινε για τον Κερύ ένας τόπος χαράς, πλημμυρισμένος από τις ημέρες της νιότης του. Εκεί η πίστη παρέμενε ένα από τα γλυκύσματα της παιδικής ηλικίας.

Ο Κερύ ήταν σίγουρος πως ο Ντέο Γκράτιας ψελλίζοντας «πεντελέ» τού είχε αποκαλύψει ένα μέρος μαγικό. «Τον είχε πάει εκεί μια φορά η μητέρα του, όταν ήταν παιδί, και θυμόταν πως είχε χορούς και τραγούδια και παιχνίδια και προσευχές».

«“Nous étions heureux” είπε ο Ντέο Γκράτιας».

Όταν ο ηγούμενος ρωτάει τον Κερύ τι είναι το «πεντελέ», εκείνος επαναλαμβάνει την ψευδαίσθηση που του προκαλεί η λέξη: «Δεν ξέρω – ένας χορός στο σπίτι κάποιου φίλου, ένας νεαρός με φωτεινό, απλό πρόσωπο, η Λειτουργία της Κυριακής που πήγαινες με τους γονείς σου, ίσως το να κοιμάσαι σε μονό κρεβάτι».

«Όμως, θα πρέπει κι εσείς να δώσετε μια ευκαιρία στον πόνο», τον παραινεί ο ηγούμενος. Ο πόνος για τον Κερύ άρχισε εκείνη τη νύχτα στο δάσος. Ήταν ένας πόνος αμυδρός, μόλις αισθητός. «Μερικά τσιμπήματα από καρφίτσα δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αίσθηση πόνου». Δεν είχε αγαπήσει τον Ντέο Γκράτιας. Τον είχε ζεστάνει με το σώμα του, γιατί ήταν απλώς δύο άνθρωποι που υπέφεραν ο ένας δίπλα στον άλλο, μέσα σε πυκνό σκοτάδι, παγιδευμένοι σε μια φύση φονική, που κυοφορούσε έναν πρωτόγονο φόβο. Ο Κερύ νοσταλγούσε έναν Θεό κενό κακού. Γι’ αυτό είχε απαρνηθεί και τον Θεό και την αγάπη. Η αγάπη ήταν μήτηρ πάσης κακίας. Ο Θεός δεν έπρεπε επουδενί να είναι κακός. Δεν γινόταν να κατηγορηθεί για την ανθρώπινη αγάπη. «Αν υπάρχει Θεός, ας είναι τουλάχιστον αθώος».

Τελώντας ένα πρωί την κυριακάτικη Λειτουργία, ο ηγούμενος μιλάει στους Αφρικανούς για την χριστιανική αγάπη, έχοντας ως σημείο αναφοράς την τοπική θεότητα, τον Γιέζου. «Τα κακά πράγματα είναι μονάχα άδειοι χώροι μέσα στους οποίους θα ’πρεπε να ’ναι ο Γιέζου». Αυτή την κενότητα, την τρομερή κενότητα που διανοίγεται με την απώλεια της πίστης, πολεμούσε ο Κερύ φτιάχνοντας εκκλησίες, σωρεύοντας ερωμένες, χρήματα και δόξα. Τώρα στο λεπροκομείο, έναν θύλακα πόνου σε μια απέραντη ήπειρο δυστυχίας, η κενότητα αντισταθμιζόταν βαθμιαία από την προσμονή της πλησμονής. Το γέλιο του Κερύ ένευε στην ελπίδα. Δεν είχε έρθει κοντά στους αρρώστους και τους ακρωτηριασμένους, αλλά ήταν πρόθυμος να πλένει τους επιδέσμους τους. Είχε αγκαλιάσει τον Ντέο Γκράτιας, γιατί ήταν απλώς ανήμπορος μπροστά στα δάκρυα των άλλων.

Λέει ο Κερύ στον ηγούμενο: «Όταν ο κόσμος θα ψυχθεί για τελευταία φορά, όταν η κενότητα της πίστης σας θ’ αποκαλυφθεί επιτέλους, θα βρεθεί κάποιος πελαγωμένος ηλίθιος που θα καλύψει με το σώμα του κάποιον άλλον για να τον ζεστάνει ώστε να ζήσει άλλη μία ώρα».

Ο Κερύ σκέφτεται πως ίσως μόνο τα μικρά παιδιά μπορούσαν να ατενίσουν τη βασιλεία των ουρανών. Γι’ αυτό οι ενήλικοι δυσκολεύονταν τόσο πολύ με τον Θεό. «Δε μεγαλώσαμε και πολύ καλά», λέει στον ηγούμενο. «Παραγίναμε περίπλοκοι – θα ’πρεπε να μείνουμε στις αμοιβάδες, ή μάλλον όχι, πολύ πιο πριν, στο πυριτικό άλας. Αν ο θεός σας ήθελε έναν ενήλικο κόσμο, θα ’πρεπε να μας έχει δώσει ενήλικο εγκέφαλο».

Όπως ο Κερύ πίστευε πως το τέλος της παιδικής ηλικίας είχε εξαλείψει την αθωότητα του Θεού και πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος ήταν ανίκανος να αρθεί στο άφθαστο ύψος του Δημιουργού του, ο γιατρός Κολέν φανταζόταν τον Χριστό σαν μια γόνιμη, ευφυή αμοιβάδα.

«Έχω μια μικρή ελπίδα, αυτό μόνο, μια πολύ μικρή ελπίδα, πως κάποιος ονόματι Χριστός ήταν ένα γόνιμο στοιχείο που έψαχνε για μια χαραμάδα στον τοίχο να φυτέψει το σπόρο του. Φαντάζομαι τον Χριστό σαν μια αμοιβάδα που πήρε τη σωστή κατεύθυνση».

Εκείνο το βράδυ που ο Κερύ συντρόφευσε τον πάτερ Τομά στο σκοτάδι, καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από το δωμάτιό του, άκουσε τον ιερέα να του λέει: «Απόψε θα κοιμηθώ». Ήταν σαν να τον είχε βάλει για ύπνο. Ένα άλλο βράδυ, ο Κερύ θα βάλει για ύπνο τη νεαρή γυναίκα του Ρικέρ, αφού την ποτίσει ουίσκι και της πει ένα λυπητερό παραμύθι. Η Μαρί Ρικέρ ζούσε στη δική της έρημο και ήταν υποχρεωμένη να ξαπλώνει με τον Ρικέρ, που ήταν «σαν λινάτσα στην έρημο». Ο Κερύ τη φοβόταν, ανησυχούσε για το τι θα ήταν ικανή να κάνει προκειμένου να αποδράσει από την έρημο. «Κάπου κάπου σκεφτόταν πως δεν υπήρχε τίποτα που δε θα ’κανε για χάρη αυτής της απελευθέρωσης». Αν χρειαζόταν, η Μαρί θα χάλκευε την αλήθεια, με την ίδια ευκολία που την πλαστογραφούσε ο Πάρκινσον.

«Πιστεύει πως αλήθεια είναι οτιδήποτε θα την προστατεύσει ή θα τη στείλει πίσω στο σπίτι της, στο παιδικό της δωμάτιο».

Ο Κερύ τη φοβόταν και για έναν άλλο λόγο. Τότε, παλιά, που διέπρεπε τόσο στις «κινήσεις του έρωτα, όπως κι εκείνες της αγάπης για τον Θεό», μια Μαρί, που ήταν όλη δική του, είχε αυτοκτονήσει εξαιτίας του. Ίσως η μαντάμ Ρικέρ να ήταν ένας τιμωρός απεσταλμένος από το επέκεινα. Δυστυχώς για τον Κερύ, η Μαρί Ρικέρ ήταν, όπως ο Ντέο Γκράτιας, γεμάτη «παλιοδάκρυα».

Στο παραμύθι που της αφηγείται πίνοντας ουίσκι, ζούσαν ένα αγόρι με τους γονείς του και ένας βασιλιάς. Οι γονείς του παιδιού αγαπούσαν πολύ τον βασιλιά, του μιλούσαν συνέχεια για εκείνον. Όσο προχωράει η ιστορία το αγόρι μεγαλώνει, αγαπιέται από πολλές γυναίκες, γίνεται διάσημος χρυσοχόος και ένας από τους διαπρεπέστερους υπηκόους, αποκτά δόξα και λεφτά. Περνούσε υπέροχα. «Το μόνο πρόβλημα ήταν πως βαριόταν, όλο και πιο πολύ». Με τον καιρό ένιωθε ολοένα πιο παγιδευμένος από τις βουλές του βασιλιά. Δεν καταλάβαινε τι ήταν τιμωρία και τι ανταμοιβή. Μοιραία κάποτε φτάνει στο τέλος της ηδονής και στο τέλος της δουλειάς. Βυθίζεται στην απόλυτη κενότητα, τη χειρότερη ανία.

Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την πιο σπαρακτική σκηνή του βιβλίου. Ο Κερύ φτιάχνει με λύπη και ουίσκι τον μύθο του εαυτού του και τον αποθέτει σαν νανούρισμα στο προσκέφαλο της Μαρί. Είναι η πιο δραματική εκμυστήρευση του μυθιστορήματος. Αλλά μετά το «μια φορά κι έναν καιρό», δεν ακολουθεί το «ζήσαν αυτοί καλά». Το τέλος του παραμυθιού είναι ολέθριο. Ο βασιλιάς πέφτει νεκρός.

«Έμεινε μόνο η ανάμνηση ενός βασιλιά που ’χε ζήσει στην καρδιά των γονιών του και όχι κάπου συγκεκριμένα».

«Πες μου, όμως: είναι πολύ μακριά η Πεντελέ;»

Αδίκως ο Κερύ ρωτάει τον Ντέο Γκράτιας. Εκείνος παραμένει σιωπηλός, ερμητικός. Η έσχατη κρίση της ασθένειας του Κερύ ήταν η ελπίδα, ο νόστος για ένα μέρος απάτητο.

«Φαίνεται πως δε μου ’ναι γραφτό να φτάσω πιο κοντά στην Πεντελέ απ’ ό,τι ο Ντέο Γκράτιας».

Το μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρην συνδυάζει αριστοτεχνικά, όπως μόνο τα σπουδαία έργα το κατορθώνουν, τη γραφή, τον μύθο και τον στοχασμό. Τα τρία αυτά θεμελιώδη στοιχεία της μυθοπλασίας εναρμονίζονται εκπληκτικά, ενώ ασφαλώς αναδεικνύονται χάρη σε μια ακόμα θαυμαστή μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Οι διάλογοι, που συνιστούν την πιο συγκλονιστική επίτευξη της αφήγησης, εκλύουν αβίαστα, θαρρείς, πολύπλοκους, πένθιμους προβληματισμούς για τη θνησιγένεια της ευτυχίας, την απώλεια της χαράς, τα αδιέξοδα της διάνοιας και τις πλάνες της καρδιάς. Μέσα από τις αντιπαραθέσεις των ηρώων, τις συγκρούσεις, τις αμφιβολίες, τις αυταπάτες και τις αδυναμίες τους, προβάλλει η δυσκολία τού κάθε ανθρώπου να νοηματοδοτήσει τη θέση του στον κόσμο και συνάμα να επωμιστεί την ευθύνη του άλλου. Τα θεολογικά ερωτήματα, επιτακτικά από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, δεν διατυπώνονται σαν πνευματικές αοριστολογίες, αλλά μαρτυρούν την υπαρξιακή αγωνία πιστών και σκεπτικιστών να βρουν το γέλιο μες στο απόλυτο σκοτάδι, να βρουν ένα παραμύθι για να παρηγορήσουν το φόβο, ένα παραμύθι που θα καθυστερήσει την ώρα του ύστατου ύπνου. Τοποθετώντας τη δράση σε έναν τόπο ατέρμονου πόνου, ο Γκράχαμ Γκρην χαράζει στις σελίδες μονοπάτια, που υπόσχονται στον καθένα από τους πλάνητες τη δική του Πεντελέ, την έξοδο από το πυκνό δάσος της δυστυχίας και της αρρώστιας.

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular