Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

  

«Ποιος όμως θα μπορούσε να μας διδάξει καλύτερα από ένα αόρατο χέρι, αυτό το υπέροχο άγνωστο χέρι που βάζει ένα βιβλίο μπροστά στα μάτια μας, εκεί που δεν το περιμένουν, οι σελίδες του οποίου φωτίζουν τα κατάβαθα της νύχτας μας και η ανάμνησή του ήδη μας θαμπώνει την αυγή;»

Πιερ Ασουλίν, Οι βίοι του Ιώβ   

 

Οι μυθιστορηματικές κινήσεις του Γκυστάβ Μεγέρ οριοθετούνται από μια αόρατη σκακιέρα, βαθιά μες στο μυαλό του, που είναι το προσωπικό του γκέτο και συνάμα ο ζωτικός χώρος της εβραϊκότητάς του. Ο Μεγέρ, ένας γκραν μετρ του σκακιού, ξαναγίνεται Εβραίος, όταν φυγαδεύει τον εαυτό του στα ερείπια της γέρικης Ευρώπης, έμπλεης ιστορικότητας και την ίδια στιγμή επιλήσμονος. Εγκαταλείποντας την παριζιάνικη ζωή του εξαιτίας της ενοχοποίησής του για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει, αρχίζει να περιδιαβάζει στα απομεινάρια του εβραϊσμού ανά την Ευρώπη, ανακαλύπτοντας έναν χαμένο, πρόχειρα θαμμένο κόσμο που ούρλιαζε στους απογόνους το άγος της λήθης. Στο προσκύνημά του τον κατέκλυζε στεντόρεια η σιωπή των νεκρών. Η ηθική της μνήμης τού θύμιζε πως οι πεθαμένοι μπορούσαν να πεθάνουν ξανά. Οι πέτρες αντιλαλούσαν τις φωνές τους και ο Μεγέρ αναρωτιόταν: «Άραγε πόσα ονόματα θα μπορούσαν να χαράξουν πάνω στην πέτρα της Ιερουσαλήμ;»

Όταν ο ήρωας του Πιερ Ασουλίν έφυγε από τη ζωή του για να συναντηθεί με μια πρότερη, απώτατη ύπαρξη, βρισκόταν ήδη μακριά από τον κόσμο. Όπως γράφει ο Ασουλίν, η κοινωνία δεν είχε καταφέρει να του επιβληθεί. Η μοναξιά του ήταν ο τρόπος του να αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη υπόστασή του. Η μοναξιά τού επέτρεπε να επιτηρεί τον εαυτό του, χωρίς όμως να τον αποκλείει από τον κόσμο. Διότι τον απασχολούσε ακόμα η πραγματικότητα που εκτυλισσόταν στην περίμετρο της ύπαρξής του. «Η εύρεση της σωστής απόστασης μεταξύ του εαυτού του και της κοινωνίας θα ήταν η αρχή της σοφίας του. Μόνο που μια ζωή δεν ήταν αρκετή για κάτι τέτοιο».

«Μόνος γιατί ήταν μοναχικός, αλλά ποτέ εγκαταλειμμένος». Ίσως γι’ αυτό η φυγή του μοιάζει με επιστροφή, με έναν οιονεί επαναπατρισμό. Κινητήριες δυνάμεις αυτής της φυγής-επιστροφής είναι η αλήθεια και ο θάνατος, η επιθυμία της πρώτης και η απώθηση του άλλου. Η προσδοκία της αλήθειας δεν απομείωνε την ένταση του λόγου του Θεού, αλλά ούτε και ο φόβος του θανάτου τον ενέτεινε.

Ο Γκυστάβ Μεγέρ αποζητούσε «χρόνο έξω από τον χρόνο». «Κατά βάθος, έφευγε σε αναζήτηση ενός τόπου όπου θα υπερνικούσε τη διαρροή του χρόνου». Η «πτώση του έξω από τον χρόνο» τον έριξε στο έρεβος. Στην πρώτη φράση του βιβλίου τον βλέπουμε να κοιτάει έξω από το παράθυρο ενός νοσοκομείου και να απορεί: «Όταν λιώνει το χιόνι, πού πάει το λευκό;». Έξω στον δρόμο παρατηρεί τους οδοκαθαριστές «[…] να φτυαρίζουν το χιόνι του Γενάρη για να κουβαλήσουν βαριές και γερές σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες χωρίς αμφιβολία με απομεινάρια αρρώστιας που έπρεπε να τα ξεφορτωθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα».

Αυτά τα απομεινάρια αρρώστιας, μιας αρρώστιας χωρίς όνομα, που του ήταν αδύνατον να ξεφορτωθεί, λυμαίνονταν εδώ και καιρό την ψυχή του Μεγέρ. Φεύγοντας από το χειμέριο Παρίσι για να κατέλθει στην υπεραιωνόβια ευρωπαϊκή νύχτα, ένιωσε τη ζωή του να περνάει στο μαύρο. Μια κρίσιμη μετακίνηση στην υποδόρια σκακιέρα του, που πιθανόν την ενέπνεε η χάρη μιας ποιητικής στρατηγικής. Ο Μεγέρ χάθηκε αίφνης από τον κόσμο, «σαν τον Μωυσή όταν δέχτηκε τον θεϊκό ασπασμό, που τον είχε τυλίξει σ’ ένα σύννεφο για να τον εξαφανίσει». Και ο ίδιος, αν και άγγιχτος από τη θεϊκή πνοή, ονειρευόταν το σύννεφο που θα τον παρέσυρε μακριά, έξω από την Ιστορία, γιατί διαφορετικά φοβόταν πως οι εφιάλτες του θα συνέχιζαν «να κατοικούνται από νεκρούς που θάβουν τους ζωντανούς».

«Φτάνει κάποια στιγμή που πρέπει να σταματήσεις να σέρνεις μαζί σου ένα ολόκληρο νεκροταφείο, να πάρεις απόσταση από το δικό σου δάσος με τις ταφόπλακες, να κατανοήσεις τις θυσίες, αρνούμενος ταυτόχρονα να σε σκοτώσουν οι νεκροί σου, να ξεμπερδέψεις με τους δαίμονες και να επιστρέψεις στους ζωντανούς».

Μολονότι τον συνέθλιβε το βάρος μιας ασήκωτης μνήμης, ήξερε πως «κανένας δεν μπορεί να μαρτυρήσει εξ ονόματος των μαρτύρων. Αυτός που θέλει να επιβιώσει δεν μπορεί να υποφέρει τα δάκρυα των άλλων».

Σε ένα τρένο που τον πήγαινε στο Ιάσιο της Ρουμανίας ο Μεγέρ άκουσε έναν παλαιοβιβλιοπώλη να του λέει «[…] πως όταν μιλάς γίντις δεν έχεις με κανέναν ή σχεδόν με κανέναν να μιλήσεις, όταν μιλάς ισπανοεβραϊκά [λαντίνο] δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις, ή σχεδόν, και ότι ούτως ή άλλως βαδίζουμε σ’ έναν κόσμο όπου θα υπάρχουν ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι με τους οποίους θα μπορείς να μιλήσεις. Ύστερα, ο άνθρωπος σώπασε».

Τελειώνοντας τη συγγραφή του αριστουργηματικού μυθιστορήματός του Οι βίοι του Ιώβ (2011 στις εκδόσεις Gallimard, 2013 στις εκδόσεις Πόλις σε άψογη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά), ο Ασουλίν αναλογίζεται πόσες σελίδες και πόσος χρόνος τού χρειάστηκαν για να καταλάβει ότι «η πραγματική εσωτερική μουσική αυτού του βιβλίου ήταν η σιωπή». Με τη σιωπή του Ιώβ αναμετριούνταν οι λέξεις του, καλύπτοντας έτσι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες. Όμως, όπως επισημαίνει ο Ασουλίν, η σιωπή από μόνη της δεν αρκεί, «πρέπει εκείνο που κρύβει μέσα της να αξίζει την απόκρυψή του».

Στο τέλος της έρευνάς του, την οποία βίωσε σαν «μαγική παρένθεση» εντός της ζωής του, «ελαφρώς εκτός κόσμου, στο όριο της έμμονης ιδέας», ο Ασουλίν σκέφτεται πως εντέλει είχε διαβάσει το Βιβλίο του Ιώβ «όπως κανείς ακούει τον χτύπο μιας σκέψης». «Λίγο μονάχα λευκό για τη σκέψη». Μόνο αυτό έχει ανάγκη ο βιογράφος του Ιώβ. Καταδυόμενος στον «καθεδρικό των ερμηνειών» αποζητά λίγο λευκό, εύχεται να μπορούσε να ακουμπήσει τη σκέψη του σε μια «άσπιλη σελίδα με άσπιλο πνεύμα». Αυτό το άγραφο διάκενο, το οποίο ψάχνει εντός της αβυσσώδους βιβλιογραφίας, δεν μοιάζει με έρημο τοπίο, κενό από λέξεις και νόημα, αλλά «αντίθετα αντικατοπτρίζει μια ψευδαίσθηση αγνότητας». Ο Ασουλίν θυμάται πάντα πως στο επίκεντρο της Τορά δεσπόζει η προστακτική του ρήματος «ψάχνω». «Η προσταγή που πρέπει να ερμηνευτεί βρίσκεται σε εκείνο το λευκό στην καρδιά της καρδιάς της Τορά».

Οι δύο τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος αναλιγώνουν από τον αναστοχασμό της αναγκαιότητας της μνήμης. Οι ημέρες μας γλιστρούν πάνω στη γη σαν τις σκιές, γράφει ο Ασουλίν, και συχνά ξεχνάμε πόσο εύκολο είναι να χάσουμε από τα μάτια μας τους ίσκιους. Πόσο εύκολα θα ξεχαστούμε. Στο τέλος της αναδίφησής του στους βίους του Ιώβ, ο Ασουλίν αποτολμά να αποσύρει από τις βιβλιοθήκες την ιστορία τού δοκιμαζόμενου δίκαιου για να την εμπιστευτεί στην αναξιόπιστη μνήμη της ανθρωπότητας. Ελπίζει ότι «ακόμα κι όταν τα βιβλία δεν θα είναι παρά μια ανάμνηση μέσα στην μνήμη των παλιών, [η ιστορία του Ιώβ] θα στοιχειώνει τους ανθρώπους μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Κι έτσι πρέπει να γίνει, γιατί αν εξαφανιστεί θα βρεθούμε σε μια παράξενη ερημιά».

«Θα πορευόμαστε τότε μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι θα έχουν γνωρίσει τον Ιώβ».

Ο Μεγέρ, «εξόριστος μέσα στις πτυχές του παρελθόντος», βαδίζει προς τη σιωπή, τη σιωπή της φυλής του. Η σιωπή διαφυλάσσει την πνευματικότητα, όπως και το πένθος. Περιπλανώμενος ανάμεσα σε απουσίες και σιωπές αναζητά τους προγόνους, τους εκτοπισμένους, τους θαμμένους, τους χαμένους. Περπατά ανάμεσα σε επιτύμβιες στήλες που ολοφύρονται, ανάμεσα σε τοίχους που βοούν από ονόματα και αδυσώπητες χρονολογίες, αγγίζει τα βρύα στις φαγωμένες πλάκες, ανασαίνει το σκοτάδι ξεκοιλιασμένων τάφων, σκύβει πάνω από μισοσβησμένες επιγραφές, λυγίζει μπροστά σε εκείνη τη γη, όπου τόσο πολλή Ιστορία ενταφιάστηκε, τόσο πολλοί θάφτηκαν. «Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο θεοφοβούμενος».

«Με τον φόβο πως ο Θεός θα κάλυπτε με αίμα τη σιωπή του, είχε κάνει τις πέτρες να μιλήσουν».

Και στους Βίους του Ιώβ ο Ασουλίν είχε επικαλεστεί το μνημονικό βάρος της πέτρας. Τα χαρακτικά των σπηλαίων που κρυπτογραφούν τα αρχαϊκά ίχνη της ιστορίας, δεν είναι τίποτε άλλο από «γραμμένες πέτρες». Αξίζει να προσέξουμε το υπέροχο σχόλιό του: «Για να αντέξει κανείς να ζει μέσα στη σπαρακτική ομορφιά της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους που πορεύονται ο καθένας τους υπό το φως της δικής του αυστηρής αλήθειας, θα πρέπει να αγαπάει τις πέτρες της και να λατρεύει τη σκόνη της. Θα θέλαμε τόσο ποίηση και αλήθεια να γίνονταν συνώνυμα».

«Είναι μέρες όπου πιστεύουμε πραγματικά ότι ακούμε τις πέτρες να κραυγάζουν», γράφει ο Ασουλίν. Προσεγγίζοντας τον Ιώβ με την πιο λεπταίσθητη και αβρή λογοτεχνική περιέργεια, τον συγκλονίζει η ιδέα πως αποπειράται να αποδώσει την ομορφιά μιας «προσευχής πάνω σε έναν τάφο που περικλείει το σώμα μιας παραβολής». Μετά από χρόνια μελέτης των πολλαπλών βίων του Ιώβ, καταλήγει πως ο τάφος του μας μιλάει στο πρώτο πρόσωπο. «Δεν πρέπει να ψάχνει κανείς να βρει “Είμαι ο Ιώβ”, αλλά “Είμαι το κείμενο του Ιώβ”. Αυτή η ταφόπετρα υπάρχει. Σε εκατομμύρια αντίτυπα σε αναρίθμητες βιβλιοθήκες».

Όπως η περιπέτεια του Γκυστάβ Μεγέρ είναι μια λογοτεχνική περιπέτεια, εξού και βαθύτατα πνευματική, ο ισχυρός πόθος του Ασουλίν για τον Ιώβ μετεξελίσσεται σε διερεύνηση ενός γλωσσικού παλίμψηστου, σε έναν αγώνα με τα αδόκητα, αδιερεύνητα νοήματα των λέξεων. Δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει τον ιερό λόγο του Βιβλίου του Ιώβ. Το μαρτύριο του δοκιμαζόμενου δίκαιου δεν του εμφυσά μεταφυσικές έγνοιες. Την ιερότητα την αποζητά στην ποιητικότητα του βιβλίου, στη μουσική της σύνθεσής του, στη μελωδική κατασκευή του. Για τον Ασουλίν ο Ιώβ δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος που δέχτηκε σαν καύμα τον ασπασμό του Θεού, αλλά και ένα λογοτεχνικό αίνιγμα, όπου σοβεί ένα οικουμενικό υπαρξιακό ερώτημα. Είναι «ένας αερόλιθος που έπεσε, τόσο μέσα στη Βίβλο, όσο και στην ιστορία της λογοτεχνίας, από το πουθενά». Το νόημα του κειμένου και η ανάμνηση της Ιστορίας αναδύονται από το συγκείμενο του κειμένου. Η αναμέτρηση με το Βιβλίο του Ιώβ «αντανακλά ένα τρισδιάστατο όραμα για τον κόσμο: κείμενο, συγκείμενο, πρόσληψη». Ωστόσο, ο Ασουλίν επιμένει πως ο μύθος του είναι ανιστορικός, συνεπώς αντιστέκεται σε μονοσήμαντες εξηγήσεις, ιδίως τις θετικιστικές. «Την πονεμένη καρδιά ετούτου του βιβλίου, δεν θα την εντοπίσουμε ποτέ». Μια «διαμαρτυρία που έγινε άνθρωπος». Η ποίηση στο Βιβλίο του Ιώβ μάς αναστατώνει «με την αγριότητα της βλασφημίας της».

Ο Ιώβ άραγε υπήρξε; Γρήγορα το ερώτημα παύει να απασχολεί τον συγγραφέα. «Έζησε και ζει ακόμα, αυτό μονάχα έχει σημασία». Το παράπονό του είναι τόσο δυνατό και τόσο όμορφο που δεν χρειάζεται να είναι και αληθινό. Η αλήθεια του μας αγγίζει τόσο που τον καθιστά πρόσωπο υπαρκτό. «Μας είναι πιο οικείος από άλλους που ήσαν υπαρκτοί». «Η υπερβολική κυριολεξία οδηγεί στην άρνηση της ποίησης» τονίζει ο Ασουλίν, χωρίς όμως να παραλείπει να προειδοποιήσει πως η υπερβολική μεταφορική προσέγγιση της ουσίας ενός ανθρώπου που έγινε κείμενο και αντιστρόφως, ενέχει τον κίνδυνο να τον μετατρέψει σε ένα άδειο ρητορικό σχήμα.

«Ποιος θα τολμήσει ποτέ να πει στους διακεκριμένους συγχρόνους μας ότι ο Ιώβ μάς φαντάζει τόσο ζωντανός που η παρουσία τους πλάι του ξεθωριάζει κάνοντάς τους να φαίνονται νεκροί στα δικά μας μάτια;»

Ο Ιώβ δεν προσηλυτίζει τον Ασουλίν στη μεταφυσική. Τον σπρώχνει σε μια άβυσσο βιβλίων. Αναζητώντας τον Ιώβ, ο Ασουλίν βρέθηκε «απέναντι σε έναν τοίχο με βιβλία αφιερωμένα σε εκείνον». «Ο Ιώβ με καλούσε από παντού και σε όλες τις γλώσσες να έλθω και να ανιχνεύσω τη βουβή φωνή της γραφής του. Το ευμετάβλητο, το σχετικό, το ρίγος». Δεν είναι παράξενο που ο συγγραφέας ψάχνει τη σιωπή του Ιώβ σε βιβλιοθήκες. «Οι βιβλιοθήκες βρίθουν βιβλίων με θέμα το ανείπωτο». Τρυπώντας με το βλέμμα του αναρίθμητες σελίδες, ελπίζει «να αναδυθεί εκείνο που αξίζει να ιδωθεί».

Στην προσπάθειά του να εντοπίσει «την ηχώ της πονεμένης διαμαρτυρίας του Ιώβ», συλλογίζεται πως μόνο ένας ποιητής μπορεί να «συλλάβει την ηχώ ενός μύθου». Με ακοή ποιητή και βλέμμα διανοητή, ο Ασουλίν αποζητά στις λέξεις των βιβλίων τη φωνή του Ιώβ. Ωστόσο, «γνωρίζουμε πως όσο περισσότερο κοιτάζουμε τις λέξεις εκ του σύνεγγυς, τόσο αυτές μας κοιτάζουν εκ του μακρόθεν».

«Ο Ιώβ κατόρθωσε να αναγνωρίσει τη φωνή του Θεού ή τουλάχιστον την ηχώ της, όμως εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ να αναγνωρίσω τη φωνή του Ιώβ».

«Ο δικός του Ιώβ είναι ένα πλάσμα της γραφής και όχι των Γραφών». Το Βιβλίο του Ιώβ είναι για τον Ασουλίν «ένα βιβλίο μόνο κι ένα μόνο βιβλίο». Διαβάζοντάς το μας καλεί να αγαπήσουμε τη γλώσσα καθεαυτή, πέρα από τα όσα ιδιοφυώς μεταφέρει. Όπως επισημαίνει: «Η δύναμη του Βιβλίου του Ιώβ ήταν ότι κατέστησε αυτοστιγμεί και στο διηνεκές οικουμενικό το προσωπικό πρόβλημα του Ιώβ». Γι’ αυτό τον θέλγει ιδιαίτερα η λογοτεχνική μετάφραση (1858) του φιλοσόφου Ερνέστ Ρενάν, ο οποίος χάρη στη μεγαλοφυΐα της γλώσσας του κατάφερε να συλλάβει τη μουσικότητα του Βιβλίου. Συντονισμένος στο πνεύμα τού Ρενάν, ο Ασουλίν θαυμάζει τη μυστική ποίηση του Βιβλίου του Ιώβ, το σπαρακτικό παράπονο ενός ανθρώπου που παλεύει ενάντια σε μια αδιόρατη εχθρική δύναμη, εξού και η ποιητική της φωνής του, «Θεός και άνθρωπος, ενώπιος ενωπίω, στην καρδιά της ερήμου»· θαυμάζει την υπέροχη έκφραση της κραυγής της ψυχής· μια κραυγή που είναι εξέγερση και συνάμα υμνολογία, ένας βλάσφημος ύμνος, μια «επίκληση στον Θεό ενάντια στα κενά που διακρίνει η συνείδηση στο έργο του Θεού», ένα παράπονο όπου εσωκλείεται η εποποιία του Ισραήλ, καθιστώντας το Βιβλίο του Ιώβ το εκλεκτότερο δείγμα σημιτικής ποίησης. «Έναν εξαίσιο θρήνο που διαρκεί από την απαρχή του κόσμου, μεταφέροντας μέχρι το τέλος του χρόνου στον ουρανό τη διαμαρτυρία του ηθικού ανθρώπου».

Από την αρχή της μελέτης του ο Ασουλίν ξέρει πως το αληθινό μυστικό της ιστορίας του Ιώβ θα του το αποκαλύψει «το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρά του». Και πολύ πιθανόν στα όνειρα του Ιώβ να ενεδρεύουν οι πιο δικοί του εφιάλτες. Πάνω από τα βιβλία του επικρέμαται η θολή σκιά των αναμνήσεών του. «Τότε έρχεται μια στιγμή που καταρρέεις κάτω από το βάρος της μνήμης».

Κατά το προσκύνημά του στην παγωμένη Ευρώπη τον Γκυστάβ Μεγέρ κυριεύει η πιο δυσβάσταχτη πρόσληψη του χρόνου, η νοσταλγία. Τον συνταράζει μια δυσεξιχνίαστη επιθυμία, «κάτι σαν βίαιος πόθος για προγόνους». Η συνειδητοποίηση της ανέκκλητης απουσίας Εβραίων από τους τόπους που παραδοσιακά κατοικούνταν από Εβραίους, ακυρώνει κάθε αριθμητικό υπολογισμό. Για τους αριθμούς, βέβαια, δεν μετράει η ηθική. Οι αριθμοί ποτέ δεν εγκληματούν. Αλλά μια ζωή αλγοριθμική μπορεί να παραβιάσει κάθε ηθική αρχή.

Ο Μεγέρ παραλύει από την ανυπολόγιστη απώλεια της φυλής του. Ήταν σαν να είχε χάσει για πάντα το σπίτι του. Διότι εκεί έπρεπε να ζει, στα μέρη όπου «είχαν ζήσει Εβραίοι προτού εξαφανιστούν για πάντα». Ένιωθε σαν ένα λάθος μέσα σε ένα απέραντο κενό. Τον στιγμάτιζε η υπόνοια μιας ανεπίτρεπτης παράβασης, η αμέλεια ενός αδήριτου χρέους. Η προσμονή της συνάντησης με τους προγόνους είχε καταλήξει επιτάφια περιφορά. Τουλάχιστον τα νεκροταφεία κατάφερναν να κρατήσουν απτό το ίχνος από το κακοθαμμένο παρελθόν. «Τα αρχαιότερα έγγραφα είναι συνήθως οι ταφόπλακες» (Οι βίοι του Ιώβ). Περπατώντας ανάμεσα στους τάφους, ο Μεγέρ είχε την εντύπωση πως οι νεκροί ανασήκωναν τις πλάκες για να τον δουν, για να αντικρίσουν εκείνον τον πλάνητα απόγονο που επέστρεφε.

Η φυγή του περνούσε μέσα από μια επιτοίχια μνήμη. Τα βήματά του στην Ευρώπη περιτοίχιζαν απόκρημνοι τοίχοι με τα ονόματα των χαμένων. Οι χαραγμένες στην πέτρα επιγραφές τού τόνιζαν τη σημασία του δικού του ονόματος, του υπενθύμιζαν πως «ήταν δεμένος με τ’ όνομά του όπως και τ’ όνομά του μ’ εκείνον. Κάθε άρνηση θα σήμαινε προδοσία». «Εν αρχή ην το όνομα. Και στο τέλος επίσης», εξαγγέλλει ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ. Το δικό του, που μαρτυρείται στο Μαρόκο, στις γραπτές πηγές, από τις απαρχές του 16ου αιώνα, ήταν δυο φορές από πέτρα, προσδίδοντας στην ταυτότητά του πλεοναστικό βάρος. Στα γαλλικά pierre είναι η πέτρα, ενώ Ασουλίν, μας λέει ο συγγραφέας, σημαίνει «βράχος» στη γλώσσα των Βερβέρων. Ο Ασουλίν δίνει εξέχουσα σημασία στο πεπρωμένο που εγκιβωτίζει το όνομα κάθε ανθρώπου. Το όνομα του πατέρα δεν πρέπει να εγκαταλείπεται, γιατί η απάρνησή του τιμωρείται με εξορία από τον εαυτό. Αν κανείς το απαρνηθεί «[…] σημαίνει ότι εγκαταλείπει το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, ακόμα κι αν θεωρείται το καταραμένο του κομμάτι. Αν το άφατο όνομα του Θεού δεν ήταν τόσο ιερό […] οι Εβραίοι δεν θα είχαν συνείδηση της δύναμης του ονόματος». 

Μολονότι ο Γκυστάβ Μεγέρ ταξιδεύει στην Ευρώπη με πλαστή ταυτότητα, δεν αρνείται το όνομά του. Το αποσιωπά για να γλιστρήσει αόρατος σε δρόμους στοιχειωμένους από τέρατα και φαντάσματα, για να συναντηθεί με τους ίσκιους. «Ήταν ένας φυγάς που φύλαγε τον εαυτό του για να διατηρήσει την υπόστασή του».

Στους Βίους του Ιώβ ο Ασουλίν συλλογίζεται πως ένας αγνός ερευνητής δεν γνωρίζει ποτέ τι ακριβώς ψάχνει· «πρέπει να χαθείς για να μπορέσεις να βρεις», και συνήθως βρίσκεις εκείνο που δεν αναζητούσες. Καθώς ο Γκυστάβ Μεγέρ «αγνοούσε πού έπρεπε να πάει», άρχισε να περπατά στη γέρικη Ευρώπη χωρίς προορισμό, πηγαίνοντας όπου τον οδηγούσαν τα βήματά του. «Δεν χάνεσαι ποτέ όταν ο δρόμος σου σε οδηγεί κάπου που δεν γνωρίζεις».

Η νοσταλγία της παλιάς Ευρώπης έφερε τον Μεγέρ σε ένα τοπίο εγκατεσπαρμένο με ερείπια, λείψανα και φαντάσματα. Τίποτα δεν είχε μείνει. «Μόνο ερειπωμένα τοπία από τα οποία πρόβαλλε μια κατεστραμμένη ανθρωπότητα». Ένας ολόκληρος κόσμος «είχε χαθεί μέσα στην καταχνιά», είχε σβήσει στις στάχτες, «ένας ολόκληρος κόσμος, πεθαμένος, που κανένας δεν θα τον ξαναδεί». Η μελαγχολία που τον τύλιγε, ενέτεινε το ρίγος της ενοχής.

Μες στην παγωνιά σύριζε η σιωπή. Από μέσα του διέρρεε ο χρόνος. «Το παρελθόν τον έκανε να νιώθει πως αιμορραγούσε». Τον πάγωνε, γιατί τον άφηνε γυμνό απέναντι στην ανυπαρξία. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξεγύμνωμα από τις στιγμές εκείνες που γδύνεται η ψυχή» (Οι βίοι του Ιώβ).

«Αυτός που είχε έρθει να ξαναβαφτιστεί στην κολυμπήθρα της παλιάς Ευρώπης κυνηγώντας τους δαίμονές του, είχε καταλήξει να βυθιστεί στη σιωπή της φυλής του».

Αυτή η απόκοσμη σιωπή πνίγει και τον Ασουλίν κατά την περιήγησή του στους τόπους που κρατούσαν ακόμα την ανάμνηση του Ιώβ. Η σημερινή Κεντρική Ευρώπη, «σχεδόν judenfrei ή judenrein», δεν επιτρέπει στον συγγραφέα να σκεφτεί παρά μόνο το αναμφίλεκτο: «Ο Χίτλερ κατόρθωσε να εξαφανίσει έναν πολιτισμό που δεν πρόκειται ποτέ να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Τα πάντα έσβησαν μέχρι και οι στάχτες». Και «[…] ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τιμήσουμε τον θάνατο ούτε να παραστούμε στην κηδεία μιας χούφτας στάχτης, στην οποία η θέληση ενός περιόρισε τη μοίρα μερικών εκατομμυρίων».

«Μονάχα ίχνη και φήμες έχουν απομείνει από εκείνη την Ατλαντίδα. Παραμένει το άφθαρτο αποτύπωμα της ανάμνησης που κουβαλάει μέσα του την παρουσία των νεκρών. […] Πρέπει να έχει χάσει κανείς την μνήμη του για να κωφεύει στις σιωπές αυτής της διαδήλωσης φαντασμάτων».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ στενοχωρήθηκε που δεν κατάφερε να πάει στο Τσέρνοβιτς, την πόλη του αγαπημένου του Πάουλ Τσέλαν. «Απ’ όπου όμως κι αν πέρασε, η Γερμανία είχε κάποια μέρα μαυρίσει τον ουρανό». Ο Ασουλίν, πάλι, κατά τη δική του περιπλάνηση στον κόσμο δεν μπορούσε να ξεχάσει έναν στίχο του Πάουλ Τσέλαν, του ποιητή που πάντοτε είχε στο προσκεφάλι του: «ο θάνατος είναι ένας αφέντης που ήρθε από την Γερμανία».

Στους Βίους του Ιώβ ο Ασουλίν (Σεφαραδίτης Εβραίος, γεννημένος το 1953 στην Καζαμπλάνκα) συντρίβεται, όπως και ο Γκυστάβ Μεγέρ, από ένα σαρωτικό συναίσθημα που υπερέβαινε τη νοσταλγία. Στους τόπους της πατρώας γης, αλωμένης από την αραβοποίηση και την τεχνολογία, τον κυρίευε ένα αφόρητο συναίσθημα το οποίο συμπύκνωνε «τη συνείδηση της απώλειας του ανεπίστροφου, τη μνήμη ενός κόσμου για πάντα χαμένου ενώ εντασσόταν με τον πιο φυσικό τρόπο σε τούτα τα χώματα για αιώνες, το τέλος εκείνου του τόσο πλούσιου, μαροκινού ιουδαϊσμού, του τόσο βαθιά ριζωμένου στον πολιτισμό, που πέθανε δίχως να χρειαστεί να δολοφονηθεί, που πέθανε εξόριστος, εξατομικευμένος, που έλιωσε και εξαφανίστηκε μέσα σε ένα νέο σκόρπισμα».

«Η δική μου Ατλαντίδα ονομάζεται Φίγκουιγκ», μας εκμυστηρεύεται. Ένα όνειρο από άμμο. Βρισκόταν κάπου στο απώτατο άκρο της Ανατολής, σε έναν αμμόλοφο μεταξύ Αλγερίας και Μαρόκου. Εκεί ήταν κάποτε το λίκνο της οικογένειάς του. Ένας τόπος απέραντος, μυθώδης, χτισμένος ανάμεσα στο βίωμα και τη μυθολογία. Μια ερημιά φασματική, που χανόταν στους αιθέρες, σαν την έρημο που διέσχιζε ο Ιώβ μέσα στην οδύνη του. Το παρελθόν είναι σπουδαίο αυτό καθαυτό. Δεν χρειάζεται να το καταπλακώνει η ιστορικότητα για να διατρανώνει την αίγλη του. «Ο τόπος της παιδικής ηλικίας είναι πάντα μια γειτονιά στην οποία η μνήμη προσδίδει τεράστιες διαστάσεις, προτού η επιστροφή μας εκεί τη συρρικνώσει σε μικρότατα όρια». Ο κόσμος των προπατόρων είναι τόσο μεγεθυσμένος από τη φαντασία και την κληροδοτημένη μνήμη που μόνο μέσω της απόλυτης πίστης στους οικογενειακούς θρύλους μπορεί κανείς να τον επισκεφτεί. Ερευνώντας τη γενεαλογία των Ασουλίν, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως οι πρόγονοί του υπήρξαν καρπός μιας ιστορικής συνάντησης που έλαβε χώρα στο αυτοκρατορικό Μαρόκο μεταξύ Σεφαραδιτών και βερβερικών φυλών. Στο οικογενειακό του μυθιστόρημα συναιρούνταν δύο παραλλαγές ενός θρύλου. «Η μια επηρμένα βερβέρικη, η άλλη περήφανα σεφαραδίτικη». Ο Ασουλίν είναι βέβαιος πως το γεγονός ότι οι πρόγονοί του δεν ήταν ούτε πραγματικά Γαλάτες, ούτε απολύτως Ιουδαίοι, «τους κάνει εξαιρετικούς Γάλλους Εβραίους». Και ας μην προέρχονταν από ένδοξες γενιές, αλλά από μια παμπάλαιη ανθρωπότητα, καθισμένη κατάχαμα οκλαδόν, σε εβραϊκές συνοικίες αραβικών πόλεων, περιμένοντας, «σε περίπτωση που θα εμφανιζόταν ο Μεσσίας».

«Με λίγη προσπάθεια η Φίγκουιγκ θα μπορούσε να συμβαδίσει με τον μύθο της αιώνιας επιστροφής», μας λέει ο κοσμοπολίτης Γάλλος, ο οποίος εναβρύνεται να επιδεικνύει ένα διεθνές ταμπεραμέντο. Έχοντας δει για πρώτη φορά το φως της μέρας κάπου στις παρυφές της ερήμου, βιώνει δικαίως μια ξεχωριστή απόκλιση από τους ομοεθνείς του. «Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που δεν έχουν γεννηθεί και οι δυο παππούδες και γιαγιάδες στην Τουραίν, αισθάνεσαι ήδη ότι διαφέρεις από τους υπόλοιπους Γάλλους». Ο Γκυστάβ Μεγέρ, από την άλλη, μολονότι ζήλευε εκείνους τους ατόφιους Γάλλους, που διατείνονταν ότι δεν είσαι πραγματικός Γάλλος αν δεν έχεις τουλάχιστον δύο παππούδες θαμμένους κάπου στην Τουραίν, δεν αισθανόταν άνετα παρά μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν γεννηθεί αλλού.

Εγκαταλείποντας τη μικρή γωνιά του της γης, ο Ασουλίν ανοίχτηκε στον κόσμο καθοδηγημένος από το ισχυρό δέσιμό του με τη Γαλλία, ακατάλυτο χάρη στην εκ γενετής γαλλική του γλώσσα. Επιστρέφοντας στα σκορπισμένα χώματα της παιδικής του ηλικίας, παρηγορεί τη μελαγχολία της απώλειας υπενθυμίζοντας στον εαυτό του πως παραμένει κομμάτι αυτού του σβησμένου κόσμου, μέτοχος σε μια κοινή κοινότητα ονείρων, την οποία επίσης ενώνουν τα ίδια τελετουργικά και οι ίδιες αγωνίες, παρόμοια πένθη.

Στα νεκροταφεία «οι νεκροί σωπαίνουν σε όλες τις γλώσσες». Ο Μεγέρ τούς μιλούσε σωπαίνοντας στη μητρική του γλώσσα. Ήξερε πως «μόνο η γλώσσα της παιδικής του ηλικίας τού επέτρεπε να εκφράζει τη σιωπή. Ήταν μια γλώσσα που δεν τη μιλούσε κανένας, ούτε την καταλάβαινε, μια γλώσσα κατασκευασμένη από τόσα πυκνά τίποτα. Το να επιστρέψει στις πηγές της σήμαινε να αναζητήσει και να ξαναβρεί εκείνους που την καταλάβαιναν και τη μιλούσαν ακόμα». Εκείνοι, όμως, είχαν χαθεί. Ποτέ πια δεν θα του μιλούσαν.

«Ποιος θα καταφέρει ποτέ να κάνει τους νεκρούς να μιλήσουν;» (Οι βίοι του Ιώβ).

Ο Ασουλίν ανιχνεύοντας τις μεταμορφώσεις του Ιώβ μέσα στον κόσμο και τον χρόνο, τις αλλοιώσεις που επέφεραν στη μορφή του η μνήμη και η λήθη, οι αυθαιρεσίες, οι προδοσίες και οι παραχαράξεις των σχολιαστών του, οι φαντασιόπληκτες υμνολογίες των πιστών του, η στοχαστική ελευθερία των ποιητών και ο άκαμπτος ορθολογισμός των διανοουμένων, οι απολυτότητες και οι αντιδικίες των θρησκειών, αναζητώντας πρωτίστως τους δικούς του νεκρούς, επιβεβαιώνει μια επίγνωση κατεξοχήν συγγραφική, πως «η αληθινή πατρίδα του συγγραφέα είναι η γλώσσα του. Η βαθιά δική του, εκείνη της καταγωγής και της παιδικής ηλικίας, εκείνη στην οποία ονειρεύεται και κλαίει, ακόμα κι αν έχει μάθει, στο μεταξύ, κι άλλες. Η μοναδική στην οποία μπορεί πραγματικά να εκφράσει ξεκάθαρα τη σκέψη του, να ανοίξει την καρδιά του». Στη μητρική γλώσσα φωλιάζει το μεδούλι της ύπαρξης, εκεί διαλάμπουν κοιτάσματα φωτός που μας επιτρέπουν να επιστρέφουμε στη νύχτα.

«Οι λέξεις επαναφέρουν τους νεκρούς», συλλογίζεται ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ. «Ο Ιώβ με έκανε γραφιά των δικών μου μέσα στη ροή των ημερών. Κι ύστερα κλείστηκα στη σιωπή». Στο Βιβλίο του Ιώβ αντηχεί ένας συνταρακτικός επιτύμβιος λόγος, ο οποίος ανακαλεί τη φωνή δύο αγαπημένων νεκρών, του πατέρα του και του αδελφού του. Ο αδελφός του ήταν δεκαεννέα χρονών όταν σκοτώθηκε και ο Ασουλίν δεκαέξι. «Πού ήταν άραγε χαμένος ο Θεός μέσα στις πτυχές εκείνης της στιγμής;» Μόνο όταν στην ηλικία των τριάντα επτά χάνει και τον πατέρα του, αρχίζει να αισθάνεται «την παρουσία του Υψίστου».

Η απελπισμένη κραυγή του Ιώβ, φορτισμένη από επικήδεια μελαγχολία, αναρριπίζει μέσα του την οδύνη της απουσίας τους. Δεν ξεχνά πως όλοι οι εβραϊκοί νόμοι οι σχετικοί με το πένθος, έχουν αντληθεί από τον Ιώβ. Ο νεκρός αδελφός και ο νεκρός πατέρας είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι στη μνήμη του, «όπως είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μέσα στο χώμα», στον οικογενειακό τάφο. Πρόκειται για μια διπλή απώλεια, από την οποία ο συγγραφέας ξέρει πως δεν θα συνέλθει ποτέ. «Δεν περνάει μέρα χωρίς να τους σκεφτώ, ούτε μέρα που δεν θα γράψω, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μια γραμμή για κείνους».  

Διαβάζοντας εμμονικά για τον Ιώβ, ο Ασουλίν έχει την αίσθηση πως αναβαπτιζόταν στην προσωπική του ιστορία. Όταν ξεκινά να γράφει, υποψιάζεται ότι «για να λυτρωθεί από αυτό που τον έχει κυριεύσει θα πρέπει να μεταφέρει τα βάθη της ύπαρξής του στο βάθος του χαρτιού». Την αφοσίωση στον γραπτό λόγο παρωθεί η προσδοκία μιας αδήριτης απάντησης, μιας εκ των ένδον κατάνευσης στην αγωνία του. Μέσω της εξουθενωτικής διανοητικής εργασίας, που καταγράφει με ακαδημαϊκή ευσυνειδησία στο μυθιστόρημά του, ο Ασουλίν ανασκάπτει έναν αυτοβιογραφικό γρίφο. Και όπως πολύ καλά γνωρίζει, «η πραγματική σύνθεση μιας ανασκαφής βρίσκεται στο μυαλό εκείνου που ανασκάπτει». «Ψάξιμο, αναζήτηση, ερώτηση, μελέτη χωρίς σταματημό. Να ανανεώνεις το νόημα προκειμένου να ανανεωθεί ο εαυτός». Η άοκνη μελέτη, ο στυλοβάτης του ιουδαϊσμού μαζί με την τήρηση των mitzvot (βιβλικών εντολών) και την προσευχή. Να μελετάς ασταμάτητα, μέχρι το βλέμμα να τρυπήσει τη σελίδα. Η παράδοση προειδοποιούσε πως αν ο κόσμος εγκατέλειπε τη μελέτη, θα βυθιζόταν στο σκοτάδι και ύστερα θα παρήκμαζε μέσα σε μια απερίγραπτη χάβρα.

Ωστόσο, το ψάξιμο έχει και τα όριά του. Πρέπει κανείς να ξέρει να παραιτείται από την ανάγκη γνώσης των αιτίων. «Αυτό θα πρέπει να είναι η σοφία: όταν παύει κανείς να είναι ένας πόνος σε αναζήτηση του τραύματος που τον προκάλεσε».

«Ο πραγματικός πόνος δεν είναι ο φυσικός. Η πληγή είναι εσωτερική. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο απ’ το να μη γνωρίζεις γιατί υποφέρεις. Όταν το κακό που υφίστασαι δεν είναι κάποια ασθένεια, η άγνοια των αιτίων του είναι αβάσταχτη».

Από το άλλο μέρος, τα μεγάλα ερωτήματα, όπως η αρχέγονη έριδα Καλού και Κακού, είναι πάντοτε «τόσο όμορφα που είναι κρίμα να τα καταστρέψει μια απάντηση». Θα έπρεπε, όπως μας παροτρύνει ο Ασουλίν, να τα αφήνουμε ανέγγιχτα, «γιατί το να απαντηθούν σημαίνει αυτόματα ότι θα διαφθαρούν».

Η έκβαση της αναμέτρησης του Ασουλίν με την ηθική στάθμη και την οδύνη του Ιώβ κρίνεται στη μυθοπλασία. Εκεί ακριβώς κρύβεται και μία άλλη διαπάλη, η σύγκρουση του συγγραφέα με τα θεμελιακά και γι’ αυτό πιο επώδυνα στοιχεία της ατομικής του ιστορίας. Στο χαρτί κηδεύει μια ανείπωτη λύπη. Ως βιογράφος αναγνωρίζει τη ροπή του στην αυτοβιογραφία. Σε κάποιο σημείο σκέφτεται πως «το σχέδιο τούτης της βιογραφίας που έγινε μυθιστόρημα, δεν είναι παρά απόρροια ενός πόνου που βρίσκεται σε αναζήτηση της ιδρυτικής του πληγής». Έτσι, στους Βίους του Ιώβ παρεισφρέει λαθραία μια λογοτεχνία αυστηρά ιδιωτική, κρυπτογραφημένη, διαλυμένη μες στη γραφή. Μέσα από εκείνες τις χαραμάδες φέγγει η οδύνη, σε αυτές τις κρυφές εσοχές των σελίδων ξεδιπλώνεται το τελετουργικό του πένθους. «Κι όλα αυτά γιατί; Να μαυρίζεις πεντακόσιες σελίδες για να κρύψεις μέσα τους πέντε».

Τι χρειάζεται να κρατήσουμε από το οικογενειακό αφήγημα; «Μερικά όνειρα, λίγη σάρκα για θρύλους, μια φιγούρα που κυριαρχεί στο τοπίο». Πέντε σελίδες φτάνουν.

Μέσα από τις ανατριχιαστικές νότες της σκοτεινής ιστορίας που αντηχούσε μέσα του, ο Μεγέρ ξεχώρισε την κραυγή ενός πλάσματος, χωρίς ψυχή ούτε αίμα, επίσης εξόριστου. Ήταν το Γκόλεμ που σπάραζε μέσα του. Ο σπαραγμός του φυλούσε μια απελπισία που ερχόταν από τα βάθη του χρόνου. Οι πρόγονοί του είχαν χαθεί. Το Γκόλεμ δεν ήταν εκεί για να τους προστατεύσει. Ο βίαιος πόθος για προγόνους είχε αναστήσει και το Γκόλεμ. Ο Μεγέρ άκουγε πίσω του τα βαριά βήματα του σκιώδους πλάσματος που τον ακολουθούσε, καθώς ο ίδιος πήγαινε να ξαναβρεί την οικογένειά του. «Άλλους γκόλεμ. Εκείνους που είχαν υπάρξει. Τους δικούς του». Κατευθυνόταν προς τον κόσμο των προγόνων σωπαίνοντας, λες και «είχε ορκιστεί να συναντήσει με τη σιωπή του τον γεννήτορα όλων των Γκόλεμ».

Ο μύθος του Γκόλεμ διαπερνά την υπόσταση του Γκυστάβ Μεγέρ καθώς και τη μυθοπλασία του Ασουλίν. Το μυθικό ον που γεννήθηκε τον 16ο αιώνα στην Πράγα από την αλχημεία πίστης και μαγείας ενός ραβίνου, ξεγλιστρά από τον τάφο του χρόνου και καταδιώκει το γέννημα του Ασουλίν. Ο ραβίνος είχε φτιάξει από πηλό το Γκόλεμ και με την επίκληση του Θεού τού είχε εμφυσήσει ένθεη παντοδυναμία για να προστατεύει την εβραϊκή κοινότητα του γκέτο της Πράγας από τα πογκρόμ που την απειλούσαν. Όμως, το μυθικό πλάσμα διέφυγε από την εξουσία του δημιουργού του και μετουσιώθηκε σε τερατώδη δύναμη που βυσσοδομούσε τόσο στη γενέθλια πόλη του όσο και στο φαντασιακό της Δύσης.

«Το Γκόλεμ που στοίχειωνε τους δρόμους της παλιάς Πράγας είναι ζωντανό στη συλλογική μνήμη, ποιος θυμάται όμως τον Γκούσταβ Μέιρινκ;» αναρωτιόταν ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ. Ο Γκούσταβ Μέιρινκ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γκούσταβ Μέγερ, 1868-1932) ήταν Αυστριακός ποιητής και μυθιστοριογράφος της λογοτεχνίας του φανταστικού, που έγινε γνωστός με τη δημοσίευση του πρώτου του μυθιστορήματος Το Γκόλεμ (1915). Οπότε, τόσο ο ραβίνος που είχε δώσει στο Γκόλεμ πνοή όσο και ο συγγραφέας που του είχε δώσει λογοτεχνική ζωή, είχαν επισκιαστεί από το δημιούργημά τους. Όπως, άλλωστε, και ο ανώνυμος συγγραφέας τού Βιβλίου του Ιώβ.

Ωστόσο, στο δικό του Γκόλεμ (χωρίς άρθρο, ώστε να υποδηλώνεται η πολλαπλασιαστική δυνητικότητα της πληθυντικής φύσης του), ο Ασουλίν μνημονεύει και πάλι τον λησμονημένο Αυστριακό συγγραφέα. Στη συναγωγή της Πράγας ο Γκυστάβ Μεγέρ συναντά έναν άνδρα στον οποίο συστήνεται με το πραγματικό του όνομα, το οποίο όμως ο άλλος ήδη γνώριζε. Απαντώντας στο σάστισμά του ο άγνωστος του λέει: «Δηλαδή πιστεύετε πως ένας γέρο-Εβραίος της Πράγας σαν κι εμένα δεν ξέρει ότι το αληθινό όνομα του Γκούσταβ Μέιρινκ είναι Γκυστάβ Μεγέρ;»

Στο Γκόλεμ ο Ασουλίν δανείζεται στοιχεία από τη λογοτεχνία του φανταστικού, πλάθοντας τον ήρωά του σαν υβρίδιο μηχανής και ανθρώπου. Ο φανταστικός εγκέφαλος του Μεγέρ είχε υποβληθεί στα πειράματα ενός νευροχειρουργού που ασπαζόταν τον τρανσουμανισμό, ένα αλλότριο είδος ουμανισμού, απότοκο του ηττημένου ανθρωπισμού. Προσήλυτος σε μια νέα θρησκεία που δοξολογούσε αντί του ενανθρωπισμένου Θεού τον θεοποιημένο άνθρωπο, ο γιατρός που είχε μαστορέψει τον εγκέφαλο του Μεγέρ, δεν πρόσεχε τον Πρίμο Λέβι, ο οποίος τον παρατηρούσε από ένα κάδρο πάνω στη βιβλιοθήκη του ιατρείου του. Εάν αυτό ήταν ο άνθρωπος, έπρεπε κατεπειγόντως να βελτιωθεί. Από τη στιγμή που η ανθρωπιστική σκέψη νικήθηκε από τη βαρβαρότητα, υπέγραψε τη θανατική της καταδίκη.

Ο καθηγητής νευρολογίας Ρομπέρ Κλαπμάν ήταν με τον τρόπο του ένας πιστός, στον βαθμό που ευαγγελιζόταν την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης. Όπως υποδεικνύει ο Ασουλίν, η ιδεολογία του είχε θρησκευτικό υπόβαθρο. «Λιγότερος πόνος, λιγότερα γηρατειά, λιγότερος θάνατος» ικέτευαν ο γιατρός και οι ομοϊδεάτες του, μόνο που δεν κοιτούσαν τον ουρανό αλλά τα νυστέρια τους. Ομνύονταν στην επαυξημένη ανθρωπότητα, αλλά αρνούνταν να αναλογιστούν το ανεπανόρθωτο τραύμα που η αιχμή της τεχνολογίας θα κατάφερνε στον ουμανισμό. Ο βέλτιστος άνθρωπος δεν θα απαλλασσόταν μόνο από τον πόνο και τον χρόνο, αλλά και από την ηθικότητα. 

«Θα λέγαμε ότι είχαν ταχθεί εναντίον του δημιουργού ο οποίος υποσχόταν να κάνει τα πάντα ώστε η πραγματικότητα να μην είναι μια όαση φρίκης μέσα σε μια έρημο ανίας».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ ήταν εντέλει υποχείριο ενός εγκεφάλου βελτιστοποιημένου, αλγοριθμικού, που τον απειλούσε με το ενδεχόμενο της απώλειας της ψυχής του. Γι’ αυτό ο μύθος του Γκόλεμ τον καταδίωκε, επειδή έθετε «υπό αμφισβήτηση την ανθρώπινη υπόσταση του ανθρώπου». Το Γκόλεμ είχε απολέσει την ιερότητα της φύσης του μεταμορφούμενο σε τέρας. Ο Μεγέρ φοβόταν πως το εξελιγμένο τεχνολογικά μυαλό του, ένα μυαλό τερατώδες, βεβήλωνε την ανθρώπινη φύση του. Και για να μην φοβάται σκεφτόταν το Γκόλεμ σαν έναν μακρινό συγγενή, πλασμένο από μυστικισμό και λογοτεχνία. Και τους δύο τους έτρεφε η φαντασία των ποιητών και των μυθιστοριογράφων. Και οι δυο τους καταφλέγονταν από τον οφθαλμό του Θεού. Ο Γκυστάβ Μεγέρ ένιωθε «έναν ανομολόγητο αδελφικό σύνδεσμο με το τερατώδες πλάσμα». Όπως το Γκόλεμ, ήταν και αυτός ένα «πλάσμα από λάσπη, ψιθύρους και δάκρυα».

Πόσο χώμα και πόσο πυρίτιο υπήρχε στους νευρώνες του; Η ύπαρξή του ήταν κληρονομημένη ή επίκτητη; Ο Μεγέρ αγωνιά να διαφυλάξει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης φύσης του. Θέλει να παραμείνει τόσο χθόνιος όσο και κατ’ εικόνα και ομοίωσίν Του. Είναι ένας άνθρωπος που θρησκεύει ποιητικά, που σκύβει να φιλήσει ένα βιβλίο, αν πέσει κάτω. Για εκείνον η «νευροθεολογία» είναι μια λέξη του Χάξλεϋ και όχι ένα στοίχημα της επιστήμης. Πιστεύει πως στο μέτρο που η ψυχή του αναγνωρίζει την ιερότητα, την αναρριπίζει η απώτερη ανάμνηση του θείου στοιχείου της. Πιστεύει πως όσο θυμάται το παρελθόν του παρόντος του, παραμένει πιστός στην προπατορική παράδοση του να υπάρχει.

Πέρα από ηλεκτρόδια, στο κεφάλι του Μεγέρ, ακριβώς κάτω από το δέρμα του μετώπου του, υπήρχε και μία λέξη. Μόνο μία, η αλήθεια στα εβραϊκά. Πώς, όμως, μπορούσε ποτέ να αντικρίσει την αλήθεια εκείνος, που έτρεμε όσο τίποτε άλλο την αντανάκλασή του στον καθρέφτη; Γι’ αυτό, άλλωστε, μόνο σε θολά κάτοπτρα εμπιστευόταν το είδωλό του. Για να κρύβεται από το τέρας, από την αθλιότητα που τον ατίμαζε. Η αλήθεια ήταν εγγεγραμμένη στο κρανίο του, κατάσαρκα, αλλά του ήταν αδύνατον να ανιχνεύσει τα γράμματα που τη στοιχειοθετούσαν. Ήταν μια αλήθεια ανείπωτη, αδιάγνωστη, αδιανόητη όσο και ανεξάλειπτη. Η φυγή του Γκυστάβ Μεγέρ συνίσταται στη μετατόπιση από τη μονάκριβη λέξη στην αλεξία. Ο πόθος για αλήθεια σίγησε τη λέξη. Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, «εμείς που δεν είμαστε παρά ένα συμπίλημα τμημάτων της αλήθειας» (Οι βίοι του Ιώβ).

Ο Γκυστάβ Μεγέρ διεκδικεί την ψυχή του μέσα από το πλησίασμα της τρομερής ιστορικότητας του άψυχου σώματος. Ο υπερμνήμων εγκέφαλός του θρηνούσε εκατόμβες νεκρών. Δεν άντεχε να θυμάται, παρόλο που ποτέ δεν θα διανοείτο να υποπέσει στο αμάρτημα της λήθης. Δεν θα πρόδιδε τους απόντες. Ποτέ δεν θα τους έκανε να σωπάσουν. Ερχόμενος σε επαφή με το παρελθόν των προγόνων του ένιωσε το υποσυνείδητό του να ωθεί «με δύναμη στην επιφάνεια τα πιο αρχαϊκά ίχνη» της μνήμης του. «Γιατί εκείνος που δεν είναι ικανός να λησμονήσει, καταδικάζει την ύπαρξή του στον θυμό και το πένθος». Στα κατερειπωμένα, ορατά και αόρατα, κοιμητήρια της Ευρώπης τον αποκαρδίωνε το πλεόνασμα μνήμης, το ουρλιαχτό των νεκρών. Τον καθήλωνε τόσο πολλή Ιστορία που κείτονταν στο χώμα, στις στάχτες. Τόση Ιστορία θαμμένη πρόχειρα, στοιβαγμένη, θαρρείς, σε σακούλες σκουπιδιών με απομεινάρια αρρώστιας, σαν να ήταν το απόρριμμα του συλλογικού φαντασιακού, ένας σωρός από κοπριά, σαν εκείνον πάνω στον οποίο καθόταν ο Ιώβ.

Πηγαίνοντας στην Ιερουσαλήμ σε αναζήτηση του Ιώβ, ο Ασουλίν συναντά μια «μορφή τοπικής υστερίας», τον «ιεροσολυμιτικό πυρετό», που πλήττει τους υπερορθόδοξους κάθε δόγματος και ομολογίας. «Η μεγάλη αγιοσύνη της πόλης τους χτυπάει κατακέφαλα» σκέφτεται. Γιατί αυτός ο περιούσιος τόπος, «τούτη η άρρωστη με τον Θεό πόλη», που σφύζει από μαχητική θρησκευτικότητα, μπορούσε εύκολα να απορρυθμίσει ένα μυαλό. «Ο τόπος προσφέρεται περισσότερο απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος. Πολλή ιστορία και όχι αρκετή γεωγραφία. Πολύ μικρός, πολύ έντονος, πολύ μυστικός. Έχει απ’ όλα πολύ εδώ. Φυσικό είναι λοιπόν, να χτυπάει ενίοτε στο κεφάλι».

Ο Ασουλίν προειδοποιεί, επίσης, πως και η υπερβολική ψυχική ταύτιση του αναγνώστη με το Βιβλίο του Ιώβ ενδέχεται να επιφέρει συμπτώματα παθολογικά, με συνέπεια ο βιβλιόφιλος ασθενής να «μεταπέσει από την ήπια νεύρωση στη βαριά ψύχωση με τον Ιώβ». Παρόμοιες αντενδείξεις δύνανται να εμφανιστούν και στους πιστούς του Γκόλεμ.

Κυνηγώντας το Γκόλεμ και κυνηγημένος από αυτό, ο Μεγέρ παρασύρεται «σ’ ένα περιβάλλον που δεν είχε όρια», σε έναν κόσμο όπου «είχε μετακινηθεί η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το φυσιολογικό από το παθολογικό». Όσο περισσότερο ταξιδεύει στην Ευρώπη, τόσο εντονότερη γίνεται η αίσθησή του πως χανόταν σε έναν «τόπο απροσδιόριστο, σε μια κατάσταση ανάμεσα στον ξύπνιο και τον βαθύ ύπνο, ίσως για να πεθάνει…». Ταξίδευε λες και είχε αποφασίσει να εξαφανιστεί και αυτός από την Ευρώπη, μες στην Ευρώπη.

Ο Γκυστάβ Μεγέρ φοβάται πως εκεί ειδικά, στις κατοικημένες από σιωπές επικράτειες, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, καραδοκεί ο θάνατος, εκεί όπου ακόμη το παρελθόν λυσσομανά, «παντού στην Ευρώπη όπου η Ιστορία ζέχνει, όπου η γη ξερνάει πτώματα παιδιών που χάθηκαν στις στάχτες και στη λήθη, όπου το δέρμα του χρόνου είναι κόκκινο από το αίμα που χύθηκε και εκεί όπου νιώθουμε να μας τριγυρίζει η αλλόκοτη αίσθηση πως είμαστε περισσότερο συγκαιρινοί των χαμένων παρά των ζωντανών […]».

Το δέρμα του χρόνου, κόκκινο από το αίμα που χύθηκε. Το κόκκινο του Ρόθκο, μακάβριο, σπαρακτικό. Το κόκκινο της κομμένης φλέβας.

«Θα μπορέσουν άραγε ποτέ οι γιατροί να καταλάβουν ότι το να δώσεις όνομα σε κάτι που σε τρώει υπόγεια, είναι τόσο δύσκολο όσο να πεις με λέξεις το ακατονόμαστο;»

Ο Μεγέρ πάσχει από την ιερή νόσο. Στην πρώτη σελίδα είναι ήδη εδώ και πολύ καιρό άρρωστος. Η επιληψία κατέτρωγε τους εγκεφαλικούς του νευρώνες. Μια μέγκενη συνέθλιβε το κρανίο του και διέλυε την ψυχή του. Ούτε δαιμονισμένος ήταν, βεβαίως, ούτε διά Χριστόν σαλός. Κατά βάθος υπέφερε από κάτι αόριστο, πολύ συγκεχυμένο. Ίσως από την κατάρα των Ασκενάζι, από μια ανίατη εβραϊκή κληρονομιά. Ίσως από την ασθένεια της προϊούσας ιστορικότητας, που ρήμαζε την υπερήλικη Ευρώπη. Καμιά φορά υπέφερε τόσο, «που αισθανόταν στο χείλος της ζωής». Όπως θα θυμόμαστε, στην εναρκτήρια σκηνή του μυθιστορήματος ατένιζε από το παράθυρο ενός νοσοκομείου το χιόνι που έλιωνε και απορούσε πού πάει το λευκό. Σε έναν τοίχο της αίθουσας αναμονής μια αφίσα με ένα έργο του Μαρκ Ρόθκο αντιμαχόταν τη μονοχρωμία που καδράριζε το παράθυρο. Ο Μεγέρ είχε πάθος με τον Ρόθκο. Ο πίνακάς του, έτσι όπως εναντιωνόταν από τον τοίχο στο λευκό, διαχεόταν σαν βαθύχρωμη κηλίδα στο υποσυνείδητό του. Το χρωματικό φάσμα στους πίνακες του ζωγράφου αναστάτωνε τον Μεγέρ, ανέπαλλε την καρδιά του με έναν αντίκτυπο που ξεπερνούσε την αρμονία της τελειωμένης αισθητικής. Τον τρέλαινε η ψευδαίσθηση πως μέσα από το ερεβώδες παλίμψηστο των χρωμάτων ανέθαλλαν γράμματα, γριφώδεις λέξεις που τον στοίχειωναν, γιατί επέτασσαν την αποκρυπτογράφησή τους. Σε εκείνον μόνο απευθύνονταν, γιατί ήταν λέξεις οργής και θλίψης.

Ένας από τους σταθμούς του προσκυνήματος του Γκυστάβ Μεγέρ στα ευρωπαϊκά μνημεία και μνήματα είναι η Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου. Εκεί ξανασυναντά τον Ρόθκο. Ο Ασουλίν αποδίδει μοναδικά το αντάμωμά τους, φορτίζοντας τη σκηνή με τη συγκινησιακή βαρύτητα μιας μυσταγωγίας. Αντιμέτωπος με το Black on Maroon ο Μεγέρ αισθάνθηκε να τον παραλύει ένα κάλεσμα, επίμονο και μυστηριώδες. Η αντίστιξη των χρωμάτων επιτεινόταν από ένα εσωτερικό φως που τα διαύγαζε και έστελνε την αντανάκλασή τους κατάστηθα, «με τη δύναμη των βιτρό ενός καθεδρικού». Η σκοτεινή αύρα του πίνακα, το απόκοσμο λευκό που τη διέστιζε σε κάθετες, διάπλατες ξυραφιές, ανοίγοντας δύο παράθυρα στο μαύρο, η ασθενική πορτοκαλί πινελιά στην πάνω δεξιά γωνία ενός από τα παράθυρα, που ήταν σαν ένας ήλιος νικημένος από την παγωνιά,  τα τρεμουλιαστά περιθώρια, οι διεσταλμένες φόρμες, οι υπόκωφες χρωματικές δονήσεις και ταλαντώσεις, όλα συνέθεταν μια απροσμάχητη πρόσκληση, τον προκαλούσαν να τους παραδοθεί, να εγκαταλείψει την πραγματικότητα για να χαθεί στο όνειρο. Μόνο αν χανόταν στο πένθιμο ημίφως του πίνακα, θα κατάφερνε να προφυλαχθεί από «το λεπίδι που παραμόνευε στο βάθος των συμβάντων» και απειλούσε να τον κόψει κομματάκια. Η βαθύτατη μελαγχολία του έργου τον συγκλόνιζε. «Απέναντί του ένιωθε αβοήθητος, έτοιμος να παραιτηθεί από τα πάντα, σαν να ήθελε να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά μιας μητέρας και να κουρνιάσει εκεί προστατευμένος από το καθετί».

Ήθελε να κουρνιάσει μέσα στον πίνακα. Να τον δρασκελίσει. Το απονενοημένο του βήμα προς τα δύο αδιαπέραστα παράθυρα του πίνακα, έμοιαζε με άλμα στο απόλυτο. Στο απόλυτο κενό. Στην απόλυτη σιωπή. Ο Μεγέρ υποπτευόταν πως αυτές οι δύο προσόψεις στο κέντρο μιας κατασκότεινης μάζας, που τις κάλυπτε ένα θανατερό λευκό, οδηγούσαν «στα βάθη του κόσμου», πως ήταν η διάβαση προς την αθέατη πλευρά του. Ήθελε να βουλιάξει στον βυθό των χρωμάτων, να πνιγεί στον πλου τους. Να ξεχάσει το μαύρο, ακόμα και το λευκό. Να ακουμπήσει τη μοναχικότητά του στην ξένη μοναξιά απέναντί του.

Όταν «κάνει πολλή μοναξιά μέσα» του, ο Ασουλίν κατακλύζεται από τη συγκλονιστική εικόνα του Ιώβ. Κατά το δικό του προσκύνημα στους τόπους, όπου ακόμα φεγγοβολούσε το μαρτύριο του Ιώβ, καταδύεται σε εκκλησίες, μουσεία, βιβλιοθήκες και καθεδρικούς, αλλά πουθενά αλλού δεν τον τάραξε τόσο η μορφή τού ξακουστότερου περίλυπου των Γραφών, όσο στο μουσείο του Επινάλ, μπροστά στον πίνακα του Ζωρζ ντε Λα Τουρ Ο Ιώβ και η γυναίκα του. Η γυναίκα σκύβει, πελώρια και δεσποτική, πάνω από τον κάτισχνο δοκιμαζόμενο άντρα της, σαν να θέλει να τον βυθίσει στην έσχατη ταπείνωση. Μπροστά στον πίνακα ο Ασουλίν είχε «μακροσκελέστατες συζητήσεις με τον Ιώβ αφότου τον σάρκασε η γυναίκα του». Άκουγε το παράπονό του, «όταν εκείνη είχε γυρισμένη την πλάτη». Χάρη στον Ζωρζ ντε Λα Τουρ η απελπισία του Ιώβ έγινε και δική του.

Μπροστά στο Black on Maroon δεν υπήρχε σιωπή. Τη θρησκευτική αίσθηση υποδαύλιζε μια μελωδία που ανέβλυζε από τα σωθικά του Μεγέρ και τον συντρόφευε από την αρχή της φυγής του. Αυτός ο απρόσμενος σκοπός ήταν η σταθερή μουσική υπόκρουση των βημάτων του. Ένα νευραλγικό μέλος στο υποσυνείδητό του. Μεγέθυνε τις χειρονομίες του, κάνοντάς τις να φαίνονται σαν να υπάκουαν στον υποβλητικό ρυθμό εκκλησιαστικού οργάνου. Η μελωδία, εξώκοσμη και συνάμα αβάσταχτα οικεία, του δημιουργούσε «μια εντύπωση τόσο δυνατή που ήταν σαν να άγγιζε τις ίδιες τις ρίζες της ζωής». Δεν τον καθησύχαζε. Όλη του η ψυχή εξεγειρόταν στο άκουσμά της. Αισθανόταν αυτή την εσωτερική μουσική να κάνει μαλάξεις στην καρδιά του, επενεργώντας σαν ενισχυτής των πιο απόκρυφων κινημάτων της ψυχής, της μελαγχολίας, του πόνου, της καταλλαγής. Ο υποδόριος σκοπός ενίσχυε τον μυστικιστικό δεσμό του με τις μεγάλες δυνάμεις της ζωής. «Αυτός που πάντα άκουγε τη μουσική σαν να αναζητούσε κάτι ανήκουστο, κρυμμένο πίσω από τους ήχους, αισθανόταν πλήρης».

Όπως λέει ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ, η μουσική «βοηθάει τον νοσταλγικό να αισθάνεται λίγο καλύτερα δυστυχής». Ως συγγραφέας που μελετά ένα ποίημα (το Βιβλίο του Ιώβ) δεν μπορεί να μην γοητευτεί από την εσωτερική μουσική του έργου. Ο Ασουλίν υποστηρίζει πως «κάθε καλογραμμένο βιβλίο θα έπρεπε να είναι μια ρυθμική άσκηση». Κάθε φορά που κατορθώνει να συλλάβει τη μυστική ενέργεια του ρυθμού στο Βιβλίο του Ιώβ, φτάνει «να πιστέψει ότι έπεσε πάνω του μια ευλογία». Όμως, αυτός ο μυστικός ρυθμός είναι απελπιστικά φευγαλέος, καθώς αναθάλλει από τη σιωπή. «Ποιος θα μπορέσει ποτέ να εκφράσει το ηχόχρωμα των σιωπών του Ιώβ;» Αλλά και: «Ποιος θα μπορέσει ποτέ να αποτυπώσει μουσικά την ευτυχία που αισθάνεται ένας ερευνητής τη στιγμή που ανακαλύπτει ένα χαμένο νόημα, τη στιγμή που το χαϊδεύει κατά μόνας μυστικά […]».

«Προτού γίνει παράπονο ή κραυγή, ο Ιώβ είναι φωνή· η φωνή ενός ανθρώπου που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια της κατανόησης όταν τον περικυκλώνει το ανεξήγητο. Για να αποδώσει κανείς τη χροιά αυτής της φωνής πρέπει να κερδίσει σε φινέτσα δίχως να χάσει σε δύναμη».

Πέρα από άγιος, μάρτυρας, προφήτης, σοφός, καρτερικός, βασανισμένος, εξευτελισμένος, ο Ιώβ είναι και μουσικομανής. Οι πιο ευσπλαχνικοί από τους ζωγράφους που απεικόνισαν τη μορφή του, τον φαντάστηκαν να υπομένει την τραγική μοίρα του παίζοντας κάποιο μουσικό όργανο. Από τη στιγμή που ο Ασουλίν αντιλαμβάνεται την ιστορία του Ιώβ, την ταύτισή του με την «έννοια του βασανιζόμενου δίκαιου», σαν ποίηση, δεν δυσκολεύεται να διακρίνει σε αυτή την υπόκωφη μουσική που τη διατρέχει. «Ο Ιώβ δεν διερωτάται μονάχα “γιατί;”, αλλά “γιατί εγώ;” σε τέτοιο όμως τόνο που το εγώ του αντιλαλεί μια μουσική οικουμενική».

Μπροστά στο Black on Maroon η μυστήρια μουσική ήχησε ξανά μέσα του, για να υπενθυμίσει στον Μεγέρ την ιερότητα του έργου, ορισμένων έργων τέχνης.

Ο Μεγέρ δεν ήταν τόσο θεοφοβούμενος που να διστάζει να απομακρύνει την έννοια του ιερού από τη θρησκευτική της περιχαράκωση. Αντιθέτως, υπάκουε αρκετά στην καρδιά του ώστε να της επιτρέπει να του φανερώνει τον βαθύτερο ιερό χαρακτήρα των πραγμάτων. Η ανακάλυψη του Γκόλεμ στη βιβλιοθήκη Saulchoir των Δομινικανών στο Παρίσι τού θύμισε πως την απώλεια της πατρώας γης, του πατρογονικού κόσμου, παρηγορούσε μια δεύτερη πατρίδα, η τέχνη. Αυτή τη δεύτερη, απόρθητη, πατρίδα χαρτογραφούσαν λέξεις, μελωδίες, χρώματα, όλοι εκείνοι οι υπέροχοι, άφθαρτοι θρίαμβοι του νου και της φαντασίας, που είχαν «τη δύναμη να του εξηγήσουν τι του συνέβαινε καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσε να το κάνει μόνος του».

«Ένας πίνακας, οι σελίδες ενός βιβλίου, οι νότες μιας μουσικής, είναι ένα και το αυτό, το οποίο μας αφήνει πάντοτε έκθαμβους» (Οι βίοι του Ιώβ).

Αν ο Μεγέρ ανακάλυψε το Γκόλεμ στη βιβλιοθήκη των Δομινικανών μοναχών, σε λογοτεχνικές σελίδες που τον παραμόνευαν στην αφύλακτη δίοδο μεταξύ φιλοσοφίας και ιουδαϊσμού, ο Ασουλίν έρχεται περισσότερο από ποτέ κοντά στον Ιώβ κατά την πολύμηνη παραμονή του στη Βιβλική Σχολή της Ιερουσαλήμ, εγκατεστημένη στο παλιό μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου. Περιτριγυρισμένος από Δομινικανούς καλόγερους αναχωρητές, τυλιγμένος στη σιωπή του μοναστηριού, αρχίζει και πάλι να ψάχνει τον Ιώβ. Σε αυτό τον τόπο προσευχής, αναζήτησης και μετάδοσης της γνώσης, ένα μέρος «εκτός του κόσμου ετούτου», τον αγαλιάζει η σκέψη πως το κριτικό και το Άγιο πνεύμα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Το γράμμα ενάντια στο πνεύμα και αντιστρόφως. Η ιχνηλασία του νοήματος πραγματοποιούνταν «[…] στο ημίφως της λογικής και του παραλόγου, όπου η κριτική προσέγγιση και η αποδοχή του πιστού είναι δύο στιγμές, όχι ανταγωνιστικές, και το δόγμα ένα φως κι όχι μια αλυσίδα».

Σίγουρα θα υπήρχαν Εβραίοι που θα σκανδαλίζονταν, επειδή ερευνούσε τους βίους του Ιώβ στη Βιβλική Σχολή και όχι στη βιβλιοθήκη του εβραϊκού πανεπιστημίου. Ωστόσο, ο Ασουλίν αυτό ακριβώς αποζητούσε στη μελέτη του, ένα καταστάλαγμα σκέψης μέσα από την αποπνικτική αντιπαλότητα για τον έλεγχο των ψυχών. Ως ιχνηλάτης του Ιώβ σε ιερά και λογοτεχνικά βιβλία, βρισκόταν «σε μια ασταθή ισορροπία μεταξύ του ιουδαϊσμού που βιώθηκε ως θρησκεία του γράμματος και του χριστιανισμού που έγινε αντιληπτός ως θρησκεία του πνεύματος».

Μελετώντας μέσα σε μια αύρα μοναστική, ο Ασουλίν αδημονεί για εκείνες τις στιγμές που τα βιβλικά κείμενα παραδίδονταν στον λόγο της μυθοπλασίας, φανερώνοντας την καταγωγική τους σχέση με τις λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής της συγγραφής τους. Διάβαζε διαποτισμένος από το κοσμικό του πνεύμα που κατίσχυσε της θρησκευτικότητάς του, υπό το φως της πίστης πως η Εκκλησία δεν κατείχε την αυθεντία στην κατανόηση της θεολογικής σκέψης. Πίστευε απόλυτα πως η θεολογία δεν απαρνιόταν τη λογοτεχνία. Από την άλλη, δεν ήταν επ’ ουδενί ο πρώτος και ο μοναδικός Εβραίος που διάβασε το Βιβλίο του Ιώβ «ως μια ποιητική μυθοπλασία». Η ανάγνωση του Ασουλίν στηρίζεται σε ένα παλίμψηστο εκλεκτών βλεμμάτων, διανοητών, φιλοσόφων, επιστημόνων, μοναχών και λογοτεχνών. Διαβάζοντας την Παλαιά Διαθήκη νιώθει αρκετά ανευλαβής ώστε να παραμερίζει την κατά κυριολεξία ερμηνεία του κειμένου, προκειμένου η ψυχή του να αδράξει «τους καρπούς των αλληγοριών». Άλλωστε ο ίδιος ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου από τον οποίο κυκλοφόρησαν οι Βίοι του Ιώβ, ο Γκαστόν Γκαλιμάρ, αφέντης και κύριος της περιώνυμης συλλογής «Bibliothèque de la Pleiade», παραχωρώντας στη μεταφρασμένη στα γαλλικά εβραϊκή Βίβλο, όπου ανήκει το Βιβλίο του Ιώβ, το γκρίζο εξώφυλλο με το οποίο έντυνε αποκλειστικά τα ιερά κείμενα, «επιφύλαξε στις Γραφές μια μεγαλειώδη είσοδο στην λογοτεχνία».

Και το Γκόλεμ εκεί ανήκε, στην επικράτεια του μύθου, της λογοτεχνίας. Ήταν ιερό, όχι τόσο επειδή καταγόταν από έναν ψαλμό, όσο επειδή γεννήθηκε στις σελίδες ενός σπάνιου λογοτεχνικού έργου, καταυγασμένου από τον ιουδαϊκό εσωτερικισμό, του Σέφερ Γιετσιρά (ή αλλιώς, Το Βιβλίο της Δημιουργίας).

Ο ιερός χαρακτήρας του προσκυνήματος του Μεγέρ καταδεικνύεται από τη λογοτεχνική πυξίδα που το κατευθύνει. Η αναζήτησή του της αλήθειας, του κρυμμένου νοήματος των πραγμάτων, ξεκίνησε από μια βιβλιοθήκη για να δολιχοδρομήσει κατόπιν σε διασταυρούμενες λογοτεχνικές σελίδες, που υπέφωσκαν σαν υδατογράφημα στον χάρτη της Ευρώπης. Διάβαζε με την ελπίδα να εξαντλήσει το λανθάνον νόημα των λέξεων. Δεν ήθελε να παραβλέψει το παραμικρό. «Μια αληθινή φιλοδοξία ποιητή, χωρίς να το ξέρει όμως». Αν ο Μπόρχες είχε γνωρίσει το Γκόλεμ στα γερμανικά, μέσα σε ένα ποίημα, εκείνος είχε νιώσει ευλογημένη τη στιγμή που ανακάλυψε μέσα στη βιβλιοθήκη του Σολσουάρ το El Golem του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, και ας μην ήξερε ισπανικά. Αν, πάλι, ο Προυστ είχε τις μαντλέν, ο Μεγέρ είχε τον Πρίμο Λέβι. Τον ιατρικό φάκελο του μνημονικού του σφάλιζε ένας κωδικός, ο οποίος αντιστοιχούσε στα έξι ψηφία που οι ναζί είχαν χαράξει στον πήχη του αυτόχειρα συγγραφέα.

«Η ασθένεια αφήνει το σημάδι της οδύνης πάνω στη σάρκα. Τα στίγματά της είναι ταυτόχρονα σημάδια κι αποδείξεις. Συχνά είναι ανεξίτηλα. Όποιος θελήσει να σβήσει ώς και την ανάμνησή τους θα πρέπει να μείνει δίχως δέρμα. Δεν υπάρχει όμως μονάχα η ασθένεια. Αλλά και το κακό. Οι εκτοπισμένοι με τα τατουάζ το ομολογούν χωρίς να προφέρουν λέξη. Είναι ζωντανά αρχεία. Έγγραφα με σάρκα και αίμα. Όχι μόνο λόγω της μνήμης τους, του λόγου τους, της μαρτυρίας τους, αλλά και λόγω του βραχίονά τους. Το αρχείο: ένας αριθμός μητρώου. Μια μέρα θα εξαφανιστεί μαζί με τον μοναδικό του κάτοχο» (Οι βίοι του Ιώβ).

«Ο Ιώβ επέστρεψε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης», γράφει ο Ασουλίν. Όμως μερικές σελίδες παρακάτω αμφιβάλλει για την επιβίωσή του. «Αναζητείτε τον Ιώβ; Μην τον αναζητείτε άλλο: πέθανε εκεί κάτω, στο στρατόπεδο…».

«Ούτε Θεός ούτε και άνθρωπος απευθύνθηκε στον Εβραίο του Άουσβιτς που είχε μετατραπεί, με την πιο ουσιαστική σημασία, σε ένα μη-ον. Ούτε η ζωή του ούτε ο θάνατός του είχαν την παραμικρή σημασία. Δεν υπήρξε ερώτημα που να τέθηκε από τον Ιώβ γιατί δεν υπήρξε Ιώβ. Ο Ιώβ είχε γίνει καπνός μαζί με το ερώτημά του».

Το ζήτημα της θεοδικίας που προβάλλει διάτορο στο μαρτύριο του Ιώβ, παρακινεί τον Ασουλίν να αναλογιστεί τη διαμαρτυρία του σε συσχετισμό με την κρυμμένη κάτω από τις στάχτες κραυγή των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, μια «κραυγή απευθυνόμενη σ’ έναν βουβό Θεό». Απέναντι στο Ολοκαύτωμα κινδυνεύουμε να θυσιάσουμε την ιδέα του παντοδύναμου Θεού. Αν για τους Χριστιανούς η σωτηρία είναι μια θεϊκή ανταμοιβή που τους περιμένει εκτός του κόσμου ετούτου, για τους Εβραίους ο Θεός είναι «ο κύριος της επίγειας Ιστορίας». Συνεπώς, «τη μέρα της άφιξής τους στο Άουσβιτς, ορισμένοι εκτοπισμένοι πρέπει να πίστεψαν ότι υπάρχουν και τέτοιες μέρες χωρίς Θεό». Καθώς κατρακυλούσαν μέσα σε μια νύχτα δίχως τέλος, δεν θα είχαν τη δύναμη να σκεφτούν την «έννοια του αυτοπεριορισμού του Θεού», ενός Θεού που αποσύρεται και συγκρατεί την παντοδυναμία του προκειμένου να παραχωρήσει στον άνθρωπο την απόλυτη ελευθερία, «σε έναν χώρο χωρίς Θεό». Παίρνοντας τις αποστάσεις της, η θεϊκή δύναμη αυτοπεριορίζεται. Τέτοια αυτοσυγκράτηση ερμηνεύεται αμέσως ως απουσία. Ο Θεός διέρρηξε τον δεσμό του με τον άνθρωπο του Άουσβιτς. Η εξόντωση των Εβραίων στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο επέφερε μια ρήξη, «που είναι έκτοτε εγγεγραμμένη στη σχέση μεταξύ του Θεού και του εβραϊκού λαού». Τόσο η οδύνη των επιζώντων όσο και η κραυγή των νεκρών δεν είναι παρά ψελλίσματα μπροστά στο αιώνιο μυστήριο της σιωπής του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλοί διασωθέντες που όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν την πίστη των προγόνων τους, αλλά και «βρήκαν στα βάθη της αβύσσου την ενέργεια για να αποκαταστήσουν έναν δεσμό που τα πάντα έτειναν να διαλύσουν». Ο Πάουλ Τσέλαν δεν τη βρήκε. Οι στίχοι του ενοχοποιούν απερίφραστα τον Θεό. Ηχούν ερεβώδεις, σαν ψαλμοί που υψώνονται στον ουρανό μέσα από τάφο. Με την αυτοκτονία του κατακύρωσε την άρνηση του Θεού.

Όπως μας θυμίζει ο Ασουλίν, ο Πρίμο Λέβι, «γεννηθείς και αποβιώσας στο Άουσβιτς, στη χώρα χωρίς γιατί», είχε γράψει σχετικά με την ιστορία του Ιώβ πως «είναι ταυτόχρονα θαυμάσια και τρομερή», καθώς «εγείρει αρχέγονα ερωτήματα στα οποία ο άνθρωπος δεν έχει μέχρι τώρα βρει και ούτε πρόκειται να βρει καμία απάντηση, αλλά θα την αναζητεί αιωνίως γιατί την έχει ανάγκη για να μπορέσει να ζήσει, για να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό και ολόκληρο τον κόσμο».

Ο Ιώβ περιμένει εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια «τις αιτίες της απιστίας του Θεού απέναντι στον πιο πιστό του δούλο», υπογραμμίζει ο Ασουλίν. Το «γιατί» της διαμαρτυρίας του δεν θα απαντηθεί ποτέ. «Στο κάτω κάτω είναι καλύτερα έτσι, γιατί οι αιτίες δεν μπορούν παρά να είναι σκανδαλώδεις».

Ο Πρίμο Λέβι δεν θέλησε να εξαφανιστεί ούτε μετά θάνατον το φρικώδες στίγμα της οδύνης του. Όταν ο Μεγέρ είδε τα έξι ψηφία πάνω στον τάφο του στο νεκροταφείο του Τορίνου, δεν ένιωσε πίκρα για τον νεκρό, δεν θεώρησε πως είχε νικηθεί από τους βασανιστές του και για αυτό τον λόγο είχε αποφασίσει να παραμείνει και στην εν τάφω ζωή του, στους αιώνες των αιώνων, σημαδεμένος από τον εκτοπισμό. Ο εξαψήφιος αριθμός πάνω στο μάρμαρο περιφρουρούσε τη μνήμη του μαρτυρίου του. Πλέον δεν αφορούσε τον νεκρό, αλλά τους προσκυνητές του κοιμητηρίου. Ο αριθμός, μετατοπισμένος από το δέρμα στο μάρμαρο, μεταμορφωνόταν στο ανεξίτηλο σημάδι ενός άθαφτου, αθάνατου πόνου, προορισμένου να πονέσει τους ζωντανούς, όχι τους επιζώντες, αλλά τους μηδέποτε εκτοπισμένους. Όπως γράφει ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ, ο Πρίμο Λέβι μάς κάνει «να ντρεπόμαστε που ανήκουμε στο ανθρώπινο είδος».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ είχε κάνει τατουάζ στον πήχη του την αλήθεια στα εβραϊκά. Η δερματοστιξία της εβραϊκής αλήθειας ανακαλούσε τη φρίκη. Ποτέ κανείς δεν εκτόπισε τον συγκεκριμένο Γκυστάβ Μεγέρ στο Άουσβιτς, αλλά ο ίδιος, ως κοινωνός του ιουδαϊσμού, έφερε κατάσαρκα μια θλίψη ανείπωτη, δίχως όνομα. Μετακινούνταν στην Ευρώπη «με κρατημένη ανάσα σαν καταδύτης στο βένθος μιας θλίψης δίχως τέλος». Σε αντίθεση με τον Ιώβ, ποτέ δεν αισθάνθηκε «τη φλόγα του φιλιού του Θεού μέσα στο καύμα του πόνου», «στα απώτατα βάθη της απελπισίας». Ουδέποτε συλλογίστηκε τη δυνητική μεταστροφή του πόνου σε ευτυχία, γιατί ποτέ δεν διανοήθηκε να ανιχνεύσει στην απόγνωσή του σημεία θεϊκής εκλογής. Αν και Εβραίος, αδυνατεί να ανακαλύψει «την παρουσία του Θεού, δηλαδή του Καλού, μέσα στην οδύνη». Παρ’ όλα αυτά, η συγγένειά του με τον Ιώβ, όπως και του Ασουλίν, έγκειται στον πόνο. «Το πρόβλημα του πόνου είναι το μοναδικό πρόβλημα. Τα πάντα συνοψίζονται σε αυτό». «Ο πόνος είναι μια χώρα οικουμενική».

Η οδύνη αποκαλύπτει τον άνθρωπο στον εαυτό του, στο μέτρο που θα καταφέρει να βρει τις λέξεις για να παλέψει με τους δαίμονες που κουβαλάει μέσα του και να λυτρωθεί από τις σκοτεινές δυνάμεις τους.

«Ποιο το νόημα όλης αυτής της ιστορίας, της δικής μου ιστορίας;» αναρωτιέται ο Ασουλίν καθώς τον παρασύρει η δίνη της έρευνάς του για τον Ιώβ. Ναι, ο πόνος, αλλά με ποιες λέξεις; «Ο πόνος είναι ένα μυστήριο κοινό για όλους τους ανθρώπους, θαμμένο στην άβυσσο του χρόνου. Όμως η λεκτική εκφορά του;»

Εγκαταλείποντας τα μαροκινά τοπία, τοπία που κατοικούσαν μέσα του εδώ και αρκετούς αιώνες, ο Ασουλίν φέρνει στον νου του μια από τις εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου: «νά που έγινα ένα πρόβλημα για τον εαυτό μου». Τον Αυγουστίνο σκεφτόταν και ο Μεγέρ, καθώς διέτρεχε με μεγάλα βήματα έναν σιωπηλό, γερασμένο τόπο, «τρέφοντας μια απειροελάχιστη ελπίδα να φτάσει στην ουράνια πολιτεία που τόσο αγαπούσε ο Αυγουστίνος, χωρίς όμως να απαρνηθεί τα εγκόσμια».

Όπως και αν έχει, στην περίπτωση του Γκυστάβ Μεγέρ ηχεί καίρια η απόφανση του Ασουλίν: «Ο Εβραίος τής μετά το Άουσβιτς εποχής θα είναι ένας Ιώβ της Νεωτερικότητας».

Από το άλλο μέρος, ο Μεγέρ δεν ταξίδευε για να βρει μια χαμένη πατρίδα, αλλά για να χαθεί μέσα σε μια παρτίδα που είχε δει σε μια σελίδα του Μπέκετ. Τα βήματά του ανάμεσα στα ευρωπαϊκά μνήματα ήταν η λογοκλοπή ενός σκακιστικού προβλήματος του μετρ του παραλόγου.

«Ο Μπέκετ μου θυμίζει τον Ιώβ». Τον Ασουλίν απασχολεί πολύ αυτή η φράση του Ευγένιου Ιονέσκο, προπάντων επειδή την καταλαβαίνει απόλυτα. Και για εκείνον ο Ιώβ, αν όχι ως άνθρωπος, σίγουρα ως βιβλίο, συνιστούσε τη λυδία λίθο του παραλόγου, την «αιχμή του δόρατος της πρωτοπορίας». Ίσως τελικά δεν ήταν τόσο παράδοξο. Ο Ιώβ θα μπορούσε πράγματι να είναι όχι μόνον «ο σύγχρονος τραγικός μας», αλλά και σύγχρονος του Μπέκετ, στον βαθμό που ο τελευταίος είχε ταχθεί «να εντάξει το παράδοξο στις τάξεις των καλών τεχνών». Θα μπορούσε, επίσης, να ενσαρκώνει, έτσι όπως στοχαζόταν το Κακό πάνω σε έναν σωρό στάχτες, τον χαρακτηριστικό τύπο του νέου φιλοσόφου. Ήταν ένας στοχαστής που ιδιώτευε. Χάρη στη μοναδικότητα της φωνής του είχε εμφυσήσει άφατο μεγαλείο στην ατομική του διαμαρτυρία. Είχε μετατρέψει ένα ιερό κείμενο σε ποίηση.

Μέσα από τον σκανδαλώδη λόγο του ο Ιώβ καταδεικνύει «όλο τον παραλογισμό των θέσεων περί θείας δικαιοσύνης». Η ζωή του, στο έλεος αυτής της άλογης, αδιανόητης δικαιοσύνης, συνθλιβόταν «στα τείχη του ακατανόητου». Η αδικία του πόνου είναι ο πόλεμος που δίνει η πίστη. «Είτε η πίστη θα είναι απόλυτη είτε η άρνηση». Ο Ιώβ υπέφερε από το παράλογο, από το αίνιγμα του Κακού, χωρίς να χάσει την ηθική του ακεραιότητα, χωρίς να αρνηθεί τον Θεό. Είναι επαναστατημένος, ανυπότακτος, «ενώ ταυτόχρονα αρνείται την εύκολη απόρριψη ενός ολιγόλογου Θεού». Ακόμα και όταν «το θεϊκό φως κατασκεπάζεται πλήρως», εκείνος, καθισμένος πάνω σε έναν σωρό κοπριάς, συνεχίζει να θυμάται τη λάμψη του. Καθώς βυθίζεται μέσα στη νύχτα, κατορθώνει να κρατηθεί μακριά από τη βλασφημία. Μέσω της οδύνης θεμελιώνει μια σχέση με την ίδια την ουσία του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, στη μορφή του, όπως και στα θεατρικά του Μπέκετ, αντηχεί στεντορείως «το ερώτημα για το ποιος φέρει την ευθύνη του Κακού: ο Θεός ή ο άνθρωπος;» «Κανείς δεν είναι πιο ανατρεπτικός», σκέφτεται ο Ασουλίν, ο οποίος φαντάζεται και τον Γκυστάβ Μεγέρ σαν την «προσωποποίηση του απροσδόκητου».

Με βάση τα όσα έχουν ήδη λεχθεί, δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε στον Γκυστάβ Μεγέρ μια από τις μετενσαρκώσεις του Ιώβ. Αρκεί να προσέξουμε πώς αντιλαμβάνεται ο Ασουλίν τη μορφή του Ιώβ: «Έχει αγνή καρδιά, είναι ακέραιος, θεοσεβούμενος. Είναι η ενσάρκωση της ηθικής τελειότητας, το λέει κι ο ίδιος ο Ύψιστος. Δεν είναι άνθρωπος της ηθικής· δεν πράττει, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, το καλό· ξέρουμε όμως ότι δεν διέπραξε ποτέ το κακό».

Ο Ιώβ είναι «το πρότυπο αντίστασης στον πόνο», είναι ένας μοναδικός, τέλειος σε όλα άνθρωπος, «τα πάντα εκτός από κοινός». Διαμαρτύρεται στον Θεό, είναι μάλιστα ο μόνος μέσα στη Βίβλο που Του επιτίθεται «με τέτοια βιαιότητα και σε τέτοιο απειλητικό τόνο», αλλά παραμένει αγνός. «Ο Ιώβ κατηγορεί τον Θεό παραμένοντας πιστός σε αυτόν. […] Δεν βλασφημεί, αλλά είναι στο όριο και συγκρατείται». Ο άδικος πόνος του αθώου, η ουσία της ζωής του, μεγεθύνεται σε οικουμενικό μαρτύριο και σε θεολογικό σκάνδαλο. Άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου. Η διαμαρτυρία του Ιώβ απηχεί τη θεμελιακή ακαταληψία της βούλησης του Υψίστου, «η απεραντοσύνη των προθέσεων του οποίου, παραμένει απρόσιτη στην πεπερασμένη μας διάνοια»· παραδοχή που προέρχεται από τη θρησκεία της Μεσοποταμίας. Αλλά «πριν από άγιος που κατέστη παραβολή, υπήρξε άνθρωπος». Η ανθρωπινότητά του, πολύ περισσότερο από την αγιότητά του, έλκει το ενδιαφέρον του Ασουλίν. Όπως επισημαίνει: «Από την πολλή μελέτη του μηνύματος του Ιώβ, ξεχνάμε να σκύψουμε πάνω στον άνθρωπο. Αυτό τον κάνει να απευθύνεται στον Θεό και να απαιτεί εξηγήσεις».

Όσο προχωρά την έρευνά του συνειδητοποιεί ολοένα και διαυγέστερα πως δεν ψάχνει μια αφηρημένη, θεωρητική μορφή, αλλά πως προσπαθεί να πλησιάσει ένα πλάσμα που προπορεύεται χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του, «μια παρουσία γεμάτη ενδιαφέρον, αλλά διακριτική και σιωπηλή». «Όσο περισσότερο προχωρώ, τόσο περισσότερο αποκτάει, στα δικά μου μάτια, σάρκα και οστά. Θα καταλήξω να τον αγγίξω με την παλάμη μου, ίσως και να του μιλήσω».

Ο Μεγέρ, από την άλλη, αδικείται από τους ανθρώπους. Η ανθρώπινη φύση του απειλείται από αρνητές του ανθρωπισμού, ενόσω καταδιώκεται για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Η ενοχοποίησή του φέρει την επήρεια του Κάφκα. «Δεν υπάρχει τίποτε εφιαλτικότερο για τη συνείδηση από την άγνοια του παραπτώματος που σου καταλογίζεται. Ο Ιώβ κι ο Γιόζεφ Κ. είναι αδέρφια μες στη μοναξιά τους». Ο Γκυστάβ Μεγέρ έρχεται να τους συντροφεύσει. Μέχρι τέλους αντιστέκεται στο κακό. Ονειρεύεται το λευκό. Διεξάγει αμείλικτους πολέμους στη σκακιέρα, αλλά πάντοτε πολεμάει αγνά.

Παντού στην Ευρώπη ο Μεγέρ διέκρινε απομεινάρια του πολέμου, του Δευτέρου Παγκοσμίου ασφαλώς, αλλά, όπως τονίζει ο Ασουλίν, δεν χρειαζόταν η αρίθμηση ούτε ο προσδιορισμός, καθώς στο συλλογικό φαντασιακό των επιζώντων και των απογόνων ήταν σαν να μην «υπήρξε ποτέ παρά ένας και μοναδικός». Από την άλλη, και το σκάκι πόλεμος ήταν για τον Μεγέρ. Ένας πόλεμος, όμως, που εμφορούνταν από μια μυστική γοητεία, από την «ομορφιά μιας ευγενούς χειρονομίας». Κατατρόπωνε τον αντίπαλο, χωρίς να τον ταπεινώνει, χωρίς να στερεί από τη στρατηγική του τη χάρη. Μπροστά στα συντρίμμια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αδέξια σαρωμένα από μια επίπλαστη αναγέννηση, δεν άντεχε να ψελλίσει «τόσος πόνος για τόση ομορφιά…». Ούτε όλα τα πρωινά του κόσμου δεν έφταναν για να διώξουν το σκοτάδι από τα ονόματα στις αναθηματικές επιγραφές.

Μόνο η φαντασία μπορούσε να δαμάσει το απρόβλεπτο που κυβερνά τη ζωή. Γι’ αυτό ο Μεγέρ αγαπούσε τα βιβλία. Γιατί όρθωναν γύρω του ένα οχυρό που τον προφύλασσε από τη φασαρία του κόσμου. Γι’ αυτό περπατώντας στον κόσμο λοξοδρομούσε σε μύθους. Όπως γράφει ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ, στη μυθοπλασία εδράζεται η αλήθεια. Τα τεκμήρια καταπονούν την αλήθεια. Μελετώντας κάτω από τους θόλους της Βιβλικής Σχολής, στην καρδιά της Ιερουσαλήμ, απολάμβανε το περίσσευμα ψυχής που διαχεόταν στον χώρο μέσα από τους όγκους της πέτρας και του χαρτιού. Πουθενά δεν αισθανόταν πιο ευτυχισμένος «απ’ ό,τι οχυρωμένος πίσω από τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Είναι ένας τρόπος ύπαρξης εκτός κόσμου, δηλαδή αποφυγής του». Μες στη μοναξιά της μελέτης έβρισκε πάντα τον τρόπο να «προστατευτεί από την πραγματικότητα και να λύσει τους κόμπους της ψυχής του». Γνώριζε, βέβαια, πως η βιβλιοθήκη της Σχολής ύψωνε ένα φράγμα ανάμεσα σε εκείνον και την αληθινή ζωή, που αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να παραμερίσει για να ξαναβρεί «τον κόσμο και τους διαπληκτισμούς του, τη χυδαιότητα της καθημερινότητας, την πραγματικότητα της ύλης». Δεν μπορούσε να παριστάνει εσαεί τον συγγραφέα μοναχό. Έπρεπε κάποτε να επιστρέψει στην «αναπόφευκτη ιδιότητα του κοσμικού συγγραφέα».

Αξίζει να προσέξουμε εδώ τη «βιβλιοφιλική» συγγένεια της Βιβλικής Σχολής, όπου ενδιατρίβει ο Ασουλίν, με το Μεγάλο Νοσοκομείο, όπου κατά καιρούς πηγαίνει για νοσηλεία ο Μεγέρ. Στα δαιδαλώδη υπόγεια των δύο κτιρίων υπνώττει μια χάρτινη μνήμη. Άπειρα αρχεία με νόσους και στοχασμούς. Λέξεις γραμμένες σε χαρτί που αψηφούσαν την αθανασία της ψηφιοποίησης. Πολλά βράδια ο Ασουλίν κατεβαίνει στο υπόγειο της Σχολής για να δουλέψει στη βιβλιοθήκη, που εκείνη την ώρα βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της βυθισμένη στο σκοτάδι. Κατεβαίνοντας τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο, μπορούσε να δει στους τοίχους κρεμασμένες φωτογραφίες που ιστορούσαν μια άλλη εποχή. «Ήταν η εποχή με τις χειρόγραφες καρτέλες, τις διάσπαρτες αρχειοθήκες και τα μεγάλα αναγνωστήρια που ήταν κοινά για τους ερευνητές». Καθώς περιπλανιέται στους διαδρόμους, ο Ασουλίν έχει την αίσθηση πως αόρατες παρουσίες τον περιφρουρούν. Αναζητώντας τα βιβλία μες στους ίσκιους και στις αίθουσες των ατελείωτων υπογείων, τον κεντρίζει ο φόβος μήπως βρεθεί «σε κανέναν δαιδαλώδη λαβύρινθο, εμπνευσμένο από τη βιβλιοθήκη της Βαβέλ που φαντάστηκε ο Μπόρχες».

Ο Μεγέρ, πάλι, θέλοντας να διαπιστώσει μέσα σε τι είδους τερατούργημα της νευροεπιστήμης εγκατοικούσε η ψυχή του, φτάνει στα έγκατα του νοσοκομείου, στον πυρήνα της επαυξημένης μνήμης του, μπροστά σε ένα χρηματοκιβώτιο, η πόρτα του οποίου άνοιξε μόλις πληκτρολόγησε τον εξαψήφιο αριθμό που είχε δει χαραγμένο πάνω στην ταφόπλακα του Πρίμο Λέβι. Τότε ο Μεγέρ αντίκρισε κάτι ασύλληπτο. Δεκάδες φάκελοι συνωστίζονταν εκεί μέσα. «Αληθινοί φάκελοι παλαιού τύπου, με απλά χαρτονένια εξώφυλλα γεμάτοι με αληθινά δακτυλογραφημένα φύλλα χαρτί όπως παλιά». Στο βάθος παραμόνευε μια γραφομηχανή «κι έμοιαζε περισσότερο με όπλο εν λειτουργία παρά με ενθύμιο περασμένης εποχής».

Εκείνο το μέρος, το υπόγειο όπου αναπαυόταν η χάρτινη μνήμη του Μεγάλου Νοσοκομείου, έμοιαζε με μπούνκερ. Κανένας πόλεμος δεν θα απειλούσε ποτέ το συσσωρευμένο εκεί μέσα χαρτί, γιατί το θωράκιζε ένα γρανιτένιο οικοδόμημα που έδινε την εντύπωση πως είχε χτιστεί για να αμυνθεί στον νεολογισμό «coventrieren» του Χίτλερ, συνώνυμο με την ισοπέδωση μιας πόλης. Ακόμα και αν το Παρίσι ισοπεδωνόταν κάποτε σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο πόλεμο, η μνήμη της νοσούσης ανθρωπότητας, που φυλασσόταν στο Μεγάλο Νοσοκομείο, θα παρέμενε αλώβητη.

Ψάχνοντας έναν τρόπο «να περνά από τον ορατό κόσμο στον αόρατο και κυρίως να επιστρέφει», ο Μεγέρ ανακάλυψε «πως το θείο κρύβεται μέσα σε καθετί». Με εξαιρετική στοχαστική λεπτότητα ο Ασουλίν επιχειρεί να διαχωρίσει το ιερό από το θρησκευτικό, συνοψίζοντας τους προβληματισμούς που είχε διατυπώσει στους Βίους του Ιώβ. Ήδη από την αρχή της έρευνάς του επισημαίνει πως τον απασχολούσε «ο Θεός, κι όχι η θρησκεία η οποία είναι η εγγραφή του στην Ιστορία. Μόνον ο Θεός δίχως τους πληρεξούσιούς του της εξουσίας. Μόνον ο Θεός». Η ποίηση στο Βιβλίο του Ιώβ τον καταγοητεύει επειδή είναι «η ποίηση της καθαρής θρησκείας, ο πιο δυνατός βιβλικός στοχασμός πάνω στην οδύνη». Είναι ποίηση «πέρα από την ποίηση».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ είναι φορέας μιας θρησκευτικής παράδοσης την οποία τηρεί και τιμά χωρίς καταναγκασμό. Με λιγότερη ευσέβεια και περισσότερη αγνότητα. Η αφοσίωση στην εβραϊκότητά του εκδηλώνεται σαν αρχέγονο αντανακλαστικό. Την ημέρα του Σαμπάτ φορούσε λευκό πουκάμισο για να προσευχηθεί στη συναγωγή. Πήγαινε πάντοτε στη λειτουργία του Σαμπάτ, οπουδήποτε στον κόσμο και αν βρισκόταν, αφιερώνοντας το τέλος της εβδομάδας στη σπουδή των Νόμων, φορώντας λευκό πουκάμισο, «σημάδι αγνότητας που επέτρεπε να πλησιάσεις με ταπεινότητα τη θεία παρουσία. Ίσως το λευκό να είχε καταφύγει εκεί αφού είχε λιώσει το χιόνι».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ αντιγράφει κατάφωρα τη θρησκευτική συνήθεια του δημιουργού του. Στους Βίους του Ιώβ ο Ασουλίν μάς εξομολογείται, καθώς ψάχνει να βρει τη συναγωγή στη Χαϊδελβέργη, πως παντού στον κόσμο αυτό ακριβώς κάνει. «[…] δεν παύω να αναζητώ τη συναγωγή, παραμένοντας πιστός στον κανόνα που έχω θέσει στον εαυτό μου, να αναπνέω τον αέρα του Σαμπάτ σε όλα τα πλάτη και τα μήκη που με οδηγούν τα βήματά μου».

Στις συναγωγές ο Μεγέρ συναντούσε τους εναπομείναντες συγγενείς του, άνδρες ξένους, από κάθε γωνιά του κόσμου, που ψιθύριζαν τα λόγια της προσευχής με διαφορετική ο καθένας προφορά. Το ίδιο έκανε ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του, γενιές ολόκληρες, που είχαν περάσει αιώνες προσευχής στη συναγωγή, «μέχρι τους γενάρχες, από την αρχή του έμμετρου λόγου, από τότε που ξεκίνησαν όλα». «Η συμμετοχή στη μνήμη, στο πένθος, ήταν τώρα και για πάντα ο δικός του τρόπος να παραμένει Εβραίος».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ έφτασε πλήρης μνήμης στην Πράγα, σαν να εφορμούσε με ξιφολόγχη ενάντια στην αμνησία της Ευρώπης. Περιδιαβάζοντας στο παλιό γκέτο είχε την αίσθηση «πως οι πρόγονοί του είχαν φτιάξει μια τερατώδη χορωδία για να του ουρλιάξουν την παρουσία τους πάνω στους τοίχους». Το θρησκευτικό αίσθημα επέστρεφε καταπάνω του από το βάθος του χρόνου. Οι τοίχοι έσταζαν δάκρυα και ονόματα. Ο αντίλαλος των σβησμένων φωνών τον υποχρέωνε να σιωπά. Στην Πράγα βρέθηκε μες στον πυρήνα της ιστορίας του, «στην παλλόμενη καρδιά της πόλης του Γκόλεμ».

Προτού ξεκινήσει την κάθοδό του στον Κάτω Κόσμο της Ευρώπης, τότε που ακόμα περιπλανιόταν σαν φυγάς στο Παρίσι, κρυμμένος στα νεκρά σημεία του τόπου του, ο Μεγέρ είχε επισκεφτεί το Μνημείο της Σοά. Και εκεί στήλες που υψώνονταν αρκετά μέτρα από το έδαφος επέβαλλαν την παρουσία των νεκρών. Ωστόσο, ένας ζωντανός είναι εκείνος που σημαδεύει αυτή τη συνταρακτική σκηνή του μυθιστορήματος. Άλλωστε, χάρη στην ηθική των ζώντων επιζούν οι τεθνεώτες. Ο Μεγέρ είδε λοιπόν έναν ηλικιωμένο άνδρα, σκαρφαλωμένο σε μια σκάλα, να χύνει βουβά δάκρυα, «κουνώντας το κεφάλι από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, βυθισμένος σε μια εμπειρία που τον ξεπερνούσε», αγγίζοντας με το χέρι του ένα όνομα όλο σκοτάδι, μια επιγραφή· «την άγγιζε σαν να τη χάιδευε, σαν να ανάσταινε μέσα του τον πόνο του πατέρα του».

Η σκηνή προοικονομεί το καθηλωτικό αντάμωμα του ήρωα με τον δικό του πατέρα, τον οποίο αντικρίζει αναστημένο στη γενέτειρα του Γκόλεμ. Ποτέ άλλοτε οι προσευχές του Σαμπάτ δεν είχαν μαγέψει τον Μεγέρ τόσο όσο εκείνη την ημέρα που τήρησε το πανάρχαιο τελετουργικό στην Παλιά-Νέα συναγωγή της Πράγας. Η συγκίνησή του ξεπερνούσε την αισθητική πλησμονή. Στρέφοντας το βλέμμα του ψηλά, πάνω από το Άστρο του Δαβίδ, πάνω από τον άμβωνα με το γοτθικό κιγκλίδωμα από σφυρήλατο σίδερο, προς το υπερώο, προσπάθησε να δει το πλάσμα που τον καταδίωκε. Μέσα από τις ψαλμωδίες διέκρινε τα βαριά βήματα του Γκόλεμ που ο ραβίνος «το είχε κλειδώσει στη σοφίτα όταν η καταστροφική μανία είχε κυριέψει το δημιούργημά του». Όταν ο Γκυστάβ Μεγέρ σηκώθηκε να φύγει, πρόσεξε το άδειο κάθισμα δίπλα του.

«Το κάθισμα στα αριστερά του ήταν κενό, όταν όμως κάρφωσε το βλέμμα μ’ επιμονή πάνω του, νόμισε ότι είδε τον πατέρα του».

Όση συγκινησιακή ένταση και αν υποβόσκει στο παραπάνω στιγμιότυπο, δεν συγκρίνεται με τη δριμύτητα της οδύνης που μας επιβάλλεται, όταν ο Ασουλίν γράφει στους Βίους του Ιώβ για τον θάνατο του πατέρα του. Φορώντας την κιπά του άρχισε να ψέλνει στον Αδωνάι, κρατώντας ανάμεσα στα χέρια του το πρόσωπο του πατέρα του που έσβηνε, οδεύοντας στην τελευταία του αναπνοή. «Έχοντάς τον αρχικά πλάσει από πηλό, τώρα ο Κύριος τον μετέτρεπε σε σκόνη». Τίποτε από τον πατέρα του δεν είχε απομείνει στο ρημαγμένο σώμα. Ακόμα και το βλέμμα του, που αχνόφεγγε, τον εγκατέλειπε. «Η σκιά του ετοιμαζόταν να τον αφήσει».

«Ευτυχισμένοι όσοι μπορούν να διαβεβαιώσουν πως δεν αισθάνθηκαν ποτέ πόνο που να μην κατευνάστηκε με μια ώρα διάβασμα. Εμένα δεν θα μου έφτανε ούτε ολόκληρη η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας». Άλλωστε, το διάβασμα δεν θα μπορούσε ποτέ να τον βοηθήσει να πολεμήσει την ύπουλη τάση να αποδίδει το πρόσωπο του πατέρα του μέσα από τη φυσιογνωμία του Ιώβ.

Επί έντεκα μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ασουλίν έλεγε κάθε βράδυ το Καντίς στη μνήμη του. Μέσω της προσευχής ξανασυναντούσε τους νεκρούς του, τον πατέρα του, τον αδελφό του, τους εξαφανισμένους προγόνους. Το Καντίς τον έφερνε κοντά τους. Αυτή η προσευχή προς δόξαν Θεού, μια επίκληση για την επικράτηση της βασιλείας Του, που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων, είχε γίνει από τον Μεσαίωνα κι έπειτα και προσευχή για τους νεκρούς. Ήταν αποκλειστικό προνόμιο των γιων του Ισραήλ. Καθώς ο Νόμος επέτασσε τη συγκέντρωση το λιγότερο δέκα ενηλίκων ανδρών, Εβραίων ασφαλώς, για την απαγγελία των θεμελιωδών προσευχών του εβραϊκού τελετουργικού, όπως το Καντίς, ο τεθλιμμένος δεν αισθανόταν ποτέ εγκαταλελειμμένος στη μοναξιά της οδύνης του. Το minyane (η απαιτούμενη απαρτία των δέκα ανδρών) υπενθύμιζε πως «κανείς δεν είναι από μόνος του Εβραίος».

Δάκρυα θόλωναν τα μάτια του Μεγέρ, ενόσω κοιτούσε τον πατέρα του που καθόταν δίπλα του στη συναγωγή. «Είχαν περάσει τόσα χρόνια και δεν είχε ακόμα συνέλθει από την απώλειά του, αλλά είναι ποτέ δυνατόν ένας γιος να συνέλθει από μια τέτοια απώλεια;»

Περπατώντας στη νυχτερινή πόλη φαντάστηκε το Γκόλεμ να τον καταζητεί στους δρόμους της. Κάποτε θα τον προλάβαινε και τότε θα βρισκόταν μπροστά σε μια «γκρίζα σκιά» που θα του έτεινε το χέρι, «όπως θα έκανε ένας πατέρας στον απελπισμένο γιο του».

«Το παν δεν είναι να είσαι δυστυχισμένος, πρέπει να ξέρεις να υποφέρεις», συλλογίζεται ο Γκυστάβ Μεγέρ. Λίγο πριν εγκαταλείψει το Παρίσι, είχε κοιτάξει από ψηλά την πόλη μες στη νύχτα και «[…] τον έπιασε ίλιγγος στη σκέψη ότι όλοι εκείνοι οι κάτοικοι ονειρεύονταν την ίδια στιγμή μέσα σ’ ένα αξεδιάλυτο χάος από σενάρια γεμάτα τέρατα, τα οποία θα ξανάμπαιναν στις τρύπες τους όταν θα ξημέρωνε η μέρα».

Ο Γκυστάβ Μεγέρ ήταν πλασμένος από την ύλη των ονείρων του. Τις νύχτες τον συντρόφευε ένα μυθικό τέρας, που διέφευγε από το σκοτάδι, από τις κατακόμβες του χρόνου, για να τρικυμίσει τη μνήμη της εγγράμματης ανθρωπότητας. Έβγαινε σαν ίσκιος από την Παλιά-Νέα συναγωγή, περπατούσε τρεκλίζοντας στους δρόμους της Πράγας, «διέσχιζε το παλιό γκέτο και, φτάνοντας στα όριά του, ξαναγινόταν αόρατο». Διώκτης και φυγάς διέπλεαν την αξημέρωτη νύχτα, αθέατοι από τον κόσμο, βυθισμένοι στα σκότη μιας φαντασιώδους, μαγικής αβύσσου.

«Το μεγαλείο βρίσκεται στον πάτο της αβύσσου» (Οι βίοι του Ιώβ). Ο Ιώβ, που καταδίωκε ο Ασουλίν και που αναστάτωνε με μυστικές δονήσεις την ψυχή και την καρδιά του, ήταν, όπως το Γκόλεμ, ένα πλάσμα που ανήκε στην επικράτεια της νύχτας. «Η νύχτα είναι το ντεκόρ των ονείρων που κάνω με τον Ιώβ», μας λέει ο Ασουλίν. Δραπετεύοντας από τις βιβλιοθήκες, τις εκκλησίες και τα μουσεία, ο Ιώβ κυκλοφορεί αθέατος στα πιο τραυματισμένα, στα πιο σκοτεινά τοπία, για να στοιχειώσει τους νοσταλγούς του, που παγώνουν καθώς γύρω τους γίνονται στάχτη όλα τα νοήματα, αφήνοντάς τους ολόγυμνους στο σκοτάδι. Τόσο ο Γκυστάβ Μεγέρ όσο και ο Ιώβ είναι πλάνητες «ανάμεσα στα απομεινάρια ενός καταλυμένου κόσμου».

Το Γκόλεμ ανασταινόταν από τη λαχτάρα του να ζήσει. Από τον 17ο αιώνα ανασταινόταν. «Η περιοδική του ανάσταση προερχόταν από τη βασανιστική του ανάγκη να υπάρχει». Και ο Μεγέρ επίσης κατακλυζόταν από την επιθυμία της ζωής. Ήταν πεπεισμένος πως θα πέθαινε μόνο αφότου θα τελείωνε τελείως η ζωή του. Θα πέθαινε «σαν τον Ιώβ, πλήρης ημερών και γεμάτος ικανοποίηση». Αν η δυστυχία του Ιώβ ήταν απόρροια της ελπίδας του, ο Γκυστάβ Μεγέρ υποφέρει από το ίδιο ακριβώς πάθος, της ελπίδας. Όταν στην αρχή του μυθιστορήματος τον συλλαμβάνουν δύο αστυνομικοί, ο ένας από αυτούς του λέει, σαν να θέλει να τον προειδοποιήσει για ένα μακρόχρονο μαρτύριο: «Η υπόθεσή σας βρίσκεται στο στάδιο όπου κάθε ελπίδα είναι επιτρεπτή».

Διασχίζοντας για τελευταία φορά τη Γέφυρα του Καρόλου, ο Μεγέρ στάθηκε στο μέσον της για να αποχαιρετήσει τα φαντάσματά του. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό ψάχνοντας να βρει πού πάει το λευκό, όταν λιώνει το χιόνι. Του είχαν τελειώσει οι κινήσεις στο μαύρο. Θα προσήλωνε τη στρατηγική του στο λευκό. Στο φως της μέρας που ξημέρωνε. Σε εκείνη την πορτοκαλιά κηλίδα που πάσχιζε να θραύσει το παγερό άσπρο στον πίνακα του Ρόθκο. Η πτώση έξω από τον χρόνο τον είχε ρίξει στο μαύρο. Πάντοτε, όμως, «πιο δύσκολη είναι η πτώση μέσα στον χρόνο», όπως γράφει ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ.

Ένα βράδυ του Σαμπάτ, ο Ασουλίν διέσχιζε τους δρόμους της judenfrei Χαϊδελβέργης, προσπαθώντας μάταια να βρει τη συναγωγή, και έξαφνα σταμάτησε στρέφοντας ενστικτωδώς το βλέμμα του προς τα ουράνια. Ήταν «γεμάτα μικρά κίτρινα αστέρια». Τότε η νύχτα του, ήδη γεμάτη όνειρα και εφιάλτες, άρχισε να λικνίζεται «στις προσευχές των εξαφανισμένων που ανέβαιναν σχηματίζοντας δαχτυλίδια από το κατώτατο βάθος της γης».

Στους Βίους του Ιώβ και στο Γκόλεμ, δύο έξοχα λογοτεχνικά έργα, ο Ασουλίν αποζητά την εβραϊκότητα μέσα σε έναν επιλήσμονα κόσμο, αλλά περισσότερο αγωνιά να υποδείξει τη λαχτάρα του ιερού που κατατρύχει μια κοσμική διάνοια, όπως η δική του. Ο Ασουλίν είναι ένας υποδειγματικός μελετητής λογοτέχνης. Έχει το ταλέντο να συναρμόζει τη διανοητική αυστηρότητα του στοχασμού του με την ποιητική προδιάθεση της γραφής του. Ενόσω η σκέψη του προσηλώνεται στο γράμμα, η γλώσσα του φτερουγίζει προς το πνεύμα. Το πάθος του νοήματος καταλαγιάζει μες στη μουσική των λέξεων. Στα βιβλία του ο μύθος αφομοιώνει την ιστορικότητα των γεγονότων, χωρίς όμως να παύει ποτέ να γοητεύεται από τις ονειροφαντασίες της τέχνης. Ο δικός του Ιώβ, λόγου χάριν, «ακροζυγιάζεται μεταξύ της μυθοπλασίας και της άρνησης της μυθοπλασίας». Η δύναμη της μυθικής του μορφής απορρέει για τον συγγραφέα από την ενσάρκωση μιας ηθικής δύναμης. «Ένα όνειρο για κάθε μυθιστοριογράφο».

Διαβάζοντας το Βιβλίο του Ιώβ, ο Ασουλίν έχει επίγνωση πως αντιμετριέται με «το ιδεώδες του σημιτικού ποιήματος». Στις σελίδες του αναπνέει «το πνεύμα του Ισραήλ». Ωστόσο, ως δημιουργός επιθυμεί κάτι πυκνότερο, κάτι που το υποψιάζεται θαμμένο στο βένθος της γραφής. Αδημονεί να ακούσει την ηχώ του εκκωφαντικού αινίγματος του Ιώβ. Σαγηνευμένος από την παραβολική ζωή τού δοκιμαζόμενου δίκαιου που παλεύει με το Κακό, αναζητά το απώτερο νόημά της σε όλα εκείνα τα έργα τέχνης που του αποτίουν φόρο τιμής, προσμένοντας τη στιγμή που θα του αποκαλυφθούν μαγικά, μέσα από μια σιωπηλή, βαθύτατα μυστικιστική, συνομιλία. Μες στις βιβλιοθήκες, όπου εγκατοικούν οι άπειρες εκδοχές του, ανασκάπτει εμμονικά τις λέξεις με την ελπίδα να φτάσει «μέχρι τα ανυποψίαστα όρια ενός θαμμένου φαντασιακού».

Από το άλλο μέρος, αναδαυλίζοντας με τη λεπτολόγο σκέψη του και την περίκομψη γραφή του τον μύθο του Γκόλεμ, ο Ασουλίν αναζωπυρώνει τη μνήμη της Ευρώπης. Με εκπληκτική αβρότητα νεύει στους νεκρούς, επιζητώντας πρωτίστως την ανταπόκριση των ζωντανών. Ο ήρωάς του γνωρίζει πως η απώλεια της αλήθειας επιφέρει τον θάνατο. Δεν παύει να θυμάται, ακόμα και αν έτσι περιθάλπει ένα ατέρμονο πένθος. Η ηθική της μνήμης του, ωστόσο, είναι στραμμένη στο παρόν. Διότι εκεί, δηλαδή στο επιτακτικό εδώ και τώρα, κρίνεται κάθε ζωή. Όταν ο Ασουλίν στοχάζεται την εξέγερση του Ιώβ έναντι του Θεού, ένα ηθικό πρόταγμα κυριαρχεί στη σκέψη του, η πεποίθησή του πως ο άνθρωπος, ο καθένας ξεχωριστά, οφείλει να επωμιστεί την ευθύνη της μοίρας της ανθρωπότητας. Οφείλει να θυμάται πως μόνον εκείνος φέρει την ευθύνη της ανθρωπινότητάς του. Να επαγρυπνεί σαν σκοπός που παραφυλά για τη «διαρκώς αναγγελλόμενη έλευση του Κακού». Γιατί είναι λυπηρό να πιστεύουμε στον Θεό «μονάχα χάρη στην ικανότητά του να μας προστατεύει από τη φρίκη». Άραγε ο ίδιος, ο Πιερ Ασουλίν, πιστεύει στον Θεό;

«Είμαι άραγε ένας από εκείνους τους Εβραίους που αγνοούν αν πιστεύουν στον Θεό, αλλά γνωρίζουν ότι πιστεύουν στον πατέρα τους που πίστευε στον Θεό;»

Εγκαταλείποντας τα φαντάσματά του στην Πράγα, ο Γκυστάβ Μεγέρ λαχταρά έπειτα όλο αυτό το σκοτάδι, μέσα στο οποίο κατρακύλησε από νοσταλγία για τους προγόνους, λίγη ελαφρότητα. Χρειαζόταν σοφία, μια άλλου είδους διάνοια, για να την αξιωθεί. «Θεέ μου, λίγη ελαφρότητα επιτέλους».

«Αυτό είναι λοιπόν η σοφία. Να αποδεχόμαστε με απλότητα αυτό που μας συμβαίνει. Αυτό ας μη μας εμποδίσει να ψάξουμε να καταλάβουμε με λίγη μεγαλύτερη οξυδέρκεια αυτό που μας συνέβη» (Οι βίοι του Ιώβ).

Zakhor! «Θυμήσου!», αυτή την τρομερή επίκληση στη μνήμη απευθύνει σταθερά ο Θεός στον λαό Του. Να θυμάσαι, να μην λησμονείς. Τον Γκυστάβ Μεγέρ στοίχειωνε η διπλή βιβλική εντολή. Ο πέμπτος στίχος του Ψαλμού του Δαβίδ τον ακολουθούσε: «Αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, να παραλύσει το δεξί μου χέρι».

«Οι λέξεις θα καταλήξουν κάποτε να διαλυθούν μέσα στο μάγμα της μνήμης, αλλά να μαραθεί το δεξί μου χέρι αν ποτέ ξεχάσω τη φωνή zakhor!» υπόσχεται ο Ασουλίν στους Βίους του Ιώβ. Η ανάμνηση νυν και αεί, ώστε να μην έρθει ποτέ «η καταραμένη εκείνη ημέρα όπου δεν θα υπάρχει πλέον κανείς για να σκάψει τον τάφο» των νεκρών στους αιθέρες.

Ο Πιερ Ασουλίν επιτίθεται στη λήθη με φινέτσα. Δεν της αντιτάσσει μια έξαλλη από θυμό και μουσκεμένη από δάκρυα μνήμη, αλλά στοχασμό και ποίηση, αποκυήματα του πνεύματος όπου η σιωπή των λέξεων σφύζει από μουσική· από εκείνη την εσωτερική μουσική που φλογίζει τη φωνή του Ιώβ, από τη μυστικιστική μελωδία που κατευθύνει τον Γκυστάβ Μεγέρ προς τις φωνές των προγόνων και τον στεναγμό του Γκόλεμ, του πατέρα του.

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular