Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Στην πραγματικότητα κατοικούμε στη μοναξιά, κι αυτό δεν είναι καλό, δεν μπορεί να είναι καλό»

 

 

Στις 14 Φεβρουαρίου κάποιας χρονιάς του 20ού αιώνα, η Έστερ Βίντερ βρίσκεται κρεμασμένη από ένα δέντρο σε ένα πάρκο του Μονάχου. Ήταν δεκαεφτά χρονών και κανένας από όσους τη γνώριζαν δεν καταλάβαινε γιατί είχε αυτοκτονήσει. Ένα χρόνο αργότερα αυτοκτονεί με τον ίδιο τρόπο η μητέρα της Έστερ, η Ντόρις Βίντερ. Κρεμιέται στη μηλιά του κήπου της. Είκοσι ένα χρόνια μετά οι δύο αυτοκτονίες έρχονται να στοιχειώσουν την ήδη κατοικημένη από φαντάσματα ζωή τού Γιάκομπ Φρανκ, ενός εξηντάχρονου συνταξιούχου αστυνομικού επιθεωρητή. Στο καθιστικό του ο Φρανκ έχει πάντα μια πιατέλα με μπισκότα, για να κερνάει τους επισκέπτες του από το υπερπέραν. Όταν επιστρέφει σπίτι, τους βλέπει να τον περιμένουν, ευτυχώς δίχως πια να αιμορραγούν. Τον κοιτάζουν σαν να ικετεύουν κάποιου είδους λύτρωση ή καταλλαγή. Ο θάνατος δεν τους καθησύχασε από καμία αγωνία.

«Οι νεκροί ήταν πάντα παρόντες στο παρόν του».

Πολύ νωρίς, από την αρχή της σταδιοδρομίας του στην αστυνομία, ο Φρανκ «είχε επιλέξει τον κόσμο τους – κι απ’ αυτόν τον κόσμο κανένας δεν γυρίζει χωρίς σημάδια, χωρίς όνειρα». Το σπίτι του ήταν πάντοτε ανοιχτό για τους επισκέπτες από τον άλλο κόσμο, έρχονταν και κάθονταν στο σαλόνι του σαν να ’ταν κάτι αυτονόητο, «έπιναν το σναπς του, έτρωγαν τα μπισκότα του και τον κοίταζαν λες και δεν είχαν ποτέ τους γεννηθεί, λες και ποθούσαν την ανάσα του».

«Οι νεκροί δεν έρχονταν μόνο τη μέρα που ήταν προορισμένη γι’ αυτούς, τη Μέρα των Ψυχών. Έρχονταν όποτε τους κάπνιζε, έμεναν όλη νύχτα, μερικές φορές δυο μαζί -πιο συχνά μόνος του ο καθένας-, λες και το ’χαν συμφωνημένο να μην κλέβουν ούτε χρόνο ούτε χώρο ο ένας από τον άλλον, ή από σεβασμό και αξιοπρέπεια».

Ένα απόγευμα, τη ζοφερή Μέρα των Αγίων Πάντων, τη μέρα που οι τεθνεώτες επιστρέφουν στον πάνω κόσμο για να γιορτάσουν μαζί με τους πενθούντες την εφήμερη ανάστασή τους, ο Φρανκ υποδέχεται στο καθιστικό του τον Λούντβιχ Βίντερ, τον επιζώντα της οικογένειας Βίντερ. Δεν είναι νεκρός, αλλά μετά βίας ανασαίνει. Είναι ένας παρεπίδημος στον τάφο της οικογένειάς του. Η ύπαρξή του τρεμίζει συθέμελη, όπως οι ίσκιοι που λυμαίνονται το σαλόνι του Φρανκ. Ο Βίντερ ζητάει από τον Φρανκ να συλλάβει τον δολοφόνο της κόρης του. Είκοσι ένα χρόνια μετά το θάνατό της, αδυνατεί να πιστέψει ότι αυτοκτόνησε. Κάποιος άλλος της πέρασε τη θηλιά στον λαιμό. Τον ονοματίζει. Είναι ένας οδοντίατρος από την παλιά γειτονιά τους, ο οποίος την ανάγκαζε να έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί του και την σκότωσε για να μην τον καταδώσει. Από αυτό το ενοχοποιητικό αφήγημα ο Βίντερ εξαρτά την επιβίωσή του. Σε κάθε άλλη περίπτωση το μέγεθος της δικής του ενοχής θα ήταν αδιανόητο, συντριπτικό. Ο Φρανκ τον συμπονά, αλλά δεν τον πιστεύει.

Το μυθιστόρημα του Φρίντριχ Άνι (Βαυαρία, 1959) είναι κατά κύριο λόγο διαλογικό. Η κλιμάκωση της αφήγησης μεθοδεύεται μέσα από κρίσιμους διαλόγους-ανακρίσεις, όπου φωτίζονται οι άδηλες, οι πιο ύποπτες πτυχές των δραματικών προσώπων. Με την τεχνική της μαιευτικής, ο Φρανκ υποκλέπτει από τους συνομιλητές του τις πιο βαρύτιμες σιωπές τους, τους υποχρεώνει να δώσουν φωνή σε όλα τα αποσιωπημένα. Κάθε ερώτηση που τους απευθύνει, διατυπώνεται επιτήδεια ώστε να κεντρίσει το αίσθημα ενοχής τού εκάστοτε μάρτυρα. Κανείς δεν είναι αθώος. Ούτε οι νεκροί. Αυτό είναι αξίωμα στα ανθρώπινα πάθη. Ο ίδιος ο Φρανκ είναι μάρτυρας (με τη διττή έννοια της μαρτυρίας και του μαρτυρίου) της δικής του ενοχής. Δεν απέτρεψε το θάνατο της μητέρας του. Ήταν ένα φοβισμένο παιδί, κρυμμένο πίσω από τον καναπέ, όταν είδε τον πατέρα του να στραγγαλίζει τη μητέρα του. Έψαχνε το αυτοκινητάκι του και το βρήκε πίσω από τον καναπέ. Έπειτα άκουσε τη μητέρα του να ουρλιάζει. Ο πατέρας του είχε περάσει στον λαιμό της το μεταξωτό κασκόλ του και την έπνιγε. Το αγόρι κρυφοκοίταξε από την άκρη του καναπέ. Είδε τη μητέρα του να πεθαίνει. Είδε, αλλά δεν έκανε τίποτα για να τη σώσει.

Ακούγοντας τον Βίντερ να του μιλάει για την υποτιθέμενη δολοφονία της κόρης του, ο Φρανκ κατάλαβε ότι ο άντρας αποζητούσε το ίδιο ακριβώς με εκείνον, συγχώρεση, απαλλαγή από τις αυτοκατηγορίες. Εν ολίγοις, όλο το μυθιστόρημα καταγράφει την «απεγνωσμένη προσπάθεια δύο αντρών να καταπραΰνουν τις συνειδήσεις τους».

Η ευθυβολία της ανακριτικής μεθόδου του Φρανκ έγκειται στην προθυμία του να ανιχνεύει ταυτίσεις ανάμεσα στον ίδιο και τους εν δυνάμει ενόχους. Τόσο ο Βίντερ όσο και ο Φρανκ είναι δύο άντρες εξαρτημένοι από το πένθος και τη μοναξιά. Μετά την απώλεια της κόρης του και της γυναίκας του, ο Βίντερ κρύβεται από τη ζωή του σε μια σοφίτα, ενώ ο Φρανκ, δεκαοχτώ χρόνια διαζευγμένος, περνάει τις γεμάτες σκιές νύχτες του σε ένα δωμάτιο «που δεν είχε γίνει ποτέ δωμάτιο παιδικό». Και οι δύο ήταν το ίδιο εκτεθειμένοι «στην καταστροφική μανία του παρελθόντος» τους.

«Στα μάτια αυτού του άντρα, σκέφτηκε ο Φρανκ, φώλιαζε το μαύρο πουλί της μοναξιάς – το ήξερε καλά ο Φρανκ αυτό το πουλί, από τις αναρίθμητες συναντήσεις του με ανθρώπους που η μοίρα είχε ψυχικά παραμορφώσει».

Κάθε αυτοκτονία κληροδοτεί στους επιζώντες τη μομφή της ολιγωρίας. Υπήρξαν σημάδια, αλλά δεν τα πρόσεξαν. Υπήρχαν ενδείξεις φυγής, αλλά δεν την απέτρεψαν. Πέρα από τις ανομολόγητες ενοχές τους, έρχονται επίσης αντιμέτωποι με την υπόρρητη «χλεύη του κόσμου», σημαδεμένοι εφ’ όρου ζωής «με κάτι σαν το σημάδι του Κάιν». Η Ντόρις Βίντερ δεν άντεχε να είναι μητέρα ενός κοριτσιού που είχε αυτοκτονήσει. Ήταν βέβαιη πως οι γείτονες την κατηγορούσαν. «Δεν το λένε, αλλά το διαβάζω στα μάτια τους όταν τους συναντάω στο δρόμο ή στο σουπερμάρκετ. Οι γονείς φταίνε, πάντα, όταν το παιδί τους βάζει με τη θέλησή του τέρμα στη ζωή του».

«Οικογένειες των οποίων ένα μέλος αυτοκτονεί, σπάνια αποκαλύπτουν τα μυστικά τους· την καθημερινή τους αδιαφορία, τα προαισθήματα, τους φόβους της αποτυχίας· λένε ψέματα στον εαυτό τους, στους γιατρούς, στην αστυνομία, αυτό το ήξεραν καλά οι ανακριτές και οι ερευνητές των υποθέσεων».

Όταν ο Φρανκ υποδέχτηκε στο σαλόνι του τον Λούντβιχ Βίντερ, κατάλαβε αμέσως ότι ο άντρας είχε προετοιμάσει την ψευδορκία του. Ποτέ δεν θα μάθαινε από εκείνον τις αιτίες που είχαν οδηγήσει στο θάνατο την κόρη του. Ήταν παγιδευμένος στα πλοκάμια της ενοχής, δύο δεκαετίες είχαν περάσει και ακόμη τον έπνιγαν, «και δεν του ’μενε πια παρά να τα χτυπήσει, αλλά να το κάνει με τέτοιον τρόπο, που το χτύπημα να μη βρει κι αυτόν τον ίδιο».

Το μυθιστόρημα του Άνι περισσότερο από αστυνομικό, είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ, όπου μέσα στο σκοτάδι πολλαπλών απουσιών, αναθάλλουν ομολογίες ενοχής. Η μέρα χωρίς όνομα είναι για τον Φρανκ η μέρα που κράτησε επί εφτά ώρες στην αγκαλιά του την Ντόρις Βίντερ, όταν πήγε να της ανακοινώσει το θάνατο της κόρης της. Το «φλεγόμενο σκοτάδι» εκείνης της ημέρας δεν είχε ποτέ ξημερώσει. Μετά τη μητέρα του ο Φρανκ παρέδωσε στο θάνατο και την Ντόρις Βίντερ, αφήνοντάς την τα χαράματα μιας μέρας χωρίς όνομα από την αγκαλιά του. Στο χολ, όπου παρέμειναν για εφτά ολόκληρες ώρες αγκαλιασμένοι, παρείσδυε από την κουζίνα η μυρωδιά της φρεσκοψημένης μηλόπιτας, μια μυρωδιά που ενθάρρυνε μια ανάρμοστη οικειότητα.

«Βλέποντάς την, μαράθηκαν, πέθαναν οι λέξεις στα χείλια του. Κι εκείνη, ξέροντας πως ήταν του Εγκληματολογικού, διάβασε τη σιωπή του σαν να ’ταν η Αποκάλυψη: τον πλησίασε και τον αγκάλιασε κι έμεινε έτσι ώρες στην αγκαλιά του».

Η πρώτη αντίδραση του ζεύγους στο θάνατο της κόρης τους είναι άρνηση. Ο Λούντβιχ προσεύχεται σε έναν ξεχασμένο από χρόνια Θεό, εκλιπαρώντας μια ύστατη ανάσα. Επιστρέφοντας «στο δωμάτιο που είχε αφήσει άδειο η κόρη» του, λαχταρούσε ένα σημάδι από τον Θεό. «Καλέ μου Θεέ, είπα, άκουσέ με αυτή τη μία και μοναδική φορά και κάνε ν’ ανασάνει ξανά. Δεν μπορεί να ’χουν τελειώσει οι ανάσες εκεί ψηλά στα ουράνια, είπα με δυνατή στο δωμάτιο της κόρης μας».

Η Ντόρις, αγκιστρωμένη επί εφτά ώρες στην αγκαλιά του Φρανκ, του απηύθυνε τρεις φορές μία και μοναδική ικεσία: «Πέστε μου ότι δεν είναι αλήθεια».

«Του είχε ζητήσει να της πει την αλήθεια, εννοώντας προφανώς μιαν αλήθεια διαφορετική, μιαν αλήθεια άλλη».

Όσο έσφιγγε στην αγκαλιά της τον άντρα του Εγκληματολογικού, εμποδίζοντάς τον να μιλήσει, ανέβαλλε την αφόρητη στιγμή της γνώσης. Δεν μπορούσε να τον αφήσει από τα χέρια της, αν τον άφηνε θα σωριαζόταν κάτω, θα άνοιγε η γη και θα την κατάπινε. «Ήθελε, είχε ανάγκη το άγγιγμα και το στήθος του άγνωστου άντρα· κι όσο στεκόταν μπροστά του, βουβά απαγορεύοντάς του να μιλήσει, ήταν λες και η τρομερή είδηση που είχε έρθει να της φέρει θα μαλάκωνε, δεν θα ’ταν πια τόσο τρομερή όταν θα την είχε ξεστομίσει».

«Ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να γλυτώσει, όσο βαθιά κι αν χωνόταν στην αγκαλιά του. Αν την άφηνε από τα χέρια του, θα χανόταν από τον κόσμο – κι αυτό της άξιζε· γιατί ήταν συνεργός σε φόνο και δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τη δίκαιη τιμωρία της. Αυτή την απόφαση πήρε η Ντόρις Βίντερ πριν ξεκολλήσει από το στήθος του άντρα και πάρει ανάσα και κοιτάξει το πρόσωπό του, το σημαδεμένο από τις τόσες ώρες αγρύπνιας».

Ο πόνος που φούσκωσε και άρχισε να λυσσομανά μέσα στο κορμί της Ντόρις δεν ήταν καθόλου άγνωστος στον Φρανκ, διότι ήταν «κι αυτός υπήκοος του ίδιου πόνου». Ήξερε τι σήμαινε η αναγγελία ενός θανάτου, τι τρομερή προσπάθεια απαιτούσε το να σταθεί απέναντι σε έναν άγνωστο άνθρωπο, «ο οποίος από τη μια στιγμή στην άλλη αναγκαζόταν να εγκαταλείψει για πάντα τον κόσμο που ήξερε». Τον είχε πολλές φορές συνταράξει «το ουρλιαχτό κάποιου συγγενή, που ξαφνικά είχε εκσφενδονιστεί από την προστατευμένη κοίτη του ποταμού της ζωής στην άβυσσο του φριχτού θανάτου – στη φρίκη όπου στο εξής ήταν αναγκασμένος να ζει και να υπάρχει, στη φρίκη απ’ όπου είχε μόλις συνειδητοποιήσει, σε μια στιγμή μέσα, ότι δεν υπήρχε γυρισμός».

«Στα δωμάτια και στους διαδρόμους αυτών που δεν ήταν πια συγγενείς αλλά πενθούντες, άνθρωποι σημαδεμένοι από το χαμό και το θάνατο, ένιωθε περισσότερο σαν στο σπίτι του, ήξερε τα κατατόπια καλύτερα απ’ ό,τι στη δική του ζωή, στο δικό του σπίτι, στο δικό του γάμο».

Στεκόταν στο κατώφλι άγνωστων σπιτιών και με λιγοστές υπηρεσιακές κουβέντες εξόριζε τους ενοίκους από τη ζωή τους. Κανονικά η ζωή δεν έπρεπε να είναι έτσι. «Κανονικά η ζωή είναι πάντα αλλιώς, ώς τη στιγμή που έρχεται το Εγκληματολογικό». Με την Ντόρις η διαδικασία διαταράχθηκε από εκείνο το εφτάωρο αγκάλιασμα, από την ανέλπιστη εγγύτητα που γεννήθηκε από μια σφοδρότατη, αμφίπλευρη ανάγκη. Ο Φρανκ την κρατούσε στην αγκαλιά του και σώπαινε, ξεχνώντας την επαγγελματική δεοντολογία, παραδομένος «σε μια οικειότητα πέρα από κάθε επιτρεπτό όριο, πέρα από κάθε δυνατή εξήγηση». Καθώς η φωνή της γυναίκας έσβηνε, ένιωσε πως από τα χείλια της, που ακουμπούσαν στον λαιμό του, έβγαινε ένα κλάμα, «που σιγά σιγά δυνάμωνε και γινόταν λυγμός, του οποίου η μονότονη ένταση, η φορτωμένη ολόκληρη σ’ έναν τόνο, σε μια νότα μόνο, τον ξάφνιασε». Έτσι όπως το κεφάλι της Ντόρις βούλιαζε στον λαιμό του, είχε την αίσθηση πως «ο λυγμός της χωνόταν από κει στο αίμα του, κυκλοφορούσε στο κορμί του». «Δεν ήταν σωστό που σώπαινε, είπε μέσα του, δεν ήταν σωστό και δεν το ’χε ξανακάνει».

«Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτηκε, κάτι μου ξεφεύγει, κάτι που δεν μαζεύεται πίσω· κάτι στη συνέχεια δεν θα ήταν πια ποτέ όπως πριν· κάτι που αφορούσε εκείνον μόνο, κάτι για το οποίο δεν θα μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν».

Καθισμένος στο γραφείο του, στο δωμάτιο που δεν είχε γίνει ποτέ παιδικό, ο Φρανκ ένιωθε ξανά κατάσαρκα το γράπωμα της Ντόρις επάνω του, ένιωθε το υπόκωφο κλάμα της να μουσκεύει τον λαιμό του, την έβλεπε ξανά «να τρέμει και να κλαίει σιγανά, μ’ ένα κλάμα ανήμπορο να βγάλει τη φωνή από μέσα της, μ’ ένα κλάμα που κατάφερνε μόνο να βγάλει το αίμα από τα σκοτεινά μύχια της καρδιάς της και να το τινάξει βουίζοντας στις φλέβες της».

Είκοσι χρόνια μετά την αυτοκτονία της Ντόρις δεν του χρειάζονταν πια οι υπεκφυγές. Ήξερε γιατί την είχε αγκαλιάσει. Δεν είχε υποταχθεί στο άγγιγμα της γυναίκας, αναγνωρίζοντας σε αυτό μια απεγνωσμένη παράκληση για συντροφιά. Εκείνη είχε συγκατανεύσει στο αγκάλιασμα, διότι ήταν εκείνος που είχε ανάγκη να εναποθέσει πάνω της τη δική του μοναξιά και το δικό του πένθος. Εκείνη τη στιγμή, «τις θεοσκότεινες εκείνες ώρες», «αυτός ήταν που ήθελε την εγγύτητα, την παρηγοριά, τη σιωπή, τη στήριξη και την υπομονή». Δεν τον παρακινούσε ούτε η ανιδιοτέλεια ούτε η συμμόρφωση με την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον. Δεν ήταν ούτε αλτρουισμός ούτε τα ανακλαστικά της ευγένειας. Ήταν ωμή ανάγκη για εγγύτητα. Μπαίνοντας στο σπίτι των Βίντερ «δεν έμπαινε απλά στο δικό τους σύμπαν της απώλειας», επέστρεφε στο δικό του. Τη νύχτα της δεκάτης τετάρτης προς τη δεκάτη πέμπτη Φεβρουαρίου, μιας μέρας χωρίς όνομα, «αφού ο θάνατος πάντα παίρνει μαζί του το όνομα μιας τέτοιας μέρας», ο Φρανκ συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στο σωστό μέρος. Δεν θα ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. Θα μπορούσε να κρατάει στα χέρια του την Ντόρις Βίντερ ώς τη συντέλεια του κόσμου. Δεν έπρεπε ποτέ να την αφήσει.

Αν ο Φρανκ βρήκε στην Ντόρις ένα εφήμερο καταφύγιο, τον αντικατοπτρισμό ενός ανείπωτου, ιδιωτικού πόνου, στη ρημαγμένη όψη του Λούντβιχ Βίντερ αναγνώρισε το είδωλό του. Ήταν κι αυτός πολύ κουρασμένος για να δείξει ενδιαφέρον, για να επιθυμήσει οτιδήποτε, «είχε χάσει το σφρίγος, τη ζωντάνια της πείνας». Εδώ και είκοσι χρόνια «είχε πάψει να χαίρεται ακόμα και τον ερχομό της άνοιξης». Κάθε πρωί, από την πρώτη στιγμή που άνοιγε τα μάτια του, πολεμούσε, όπως ο Λούντβιχ σε κάθε δικό του ξύπνημα, τη νωθρότητα και την κούραση που μούδιαζαν το κορμί του. Ήταν εξαρτημένος από τη μοναξιά του. Και αυτό ήταν λάθος. Διότι η μοναξιά, όπως του τονίζει ο Λούντβιχ, δεν είναι ζωή, «δεν είναι παρά το υπόγειο της ζωής». Εκεί, στο υπόγειο, δεν υπήρχε παρόν, μόνο παρελθόν. Στις φλέβες του Λούντβιχ «κυλούσε ακόμη ο παλιός καιρός, ανατιναγμένος πριν από είκοσι χρόνια, και τον βασάνιζε μέχρι μέσα στα κόκαλά του». Εκείνος ήταν μέσα, έξω ήταν ο κόσμος. «Ο αιθέρας του ’στελνε φωνές και μελωδίες από το ίδιο ξεχασμένο από το Θεό σύμπαν όπου η αναλαμπή από καιρό σβησμένων άστρων παρίστανε το φως – χωρίς όμως να καταφέρνει να τον ξεγελάσει». Τη σπηλιά του διαρρήγνυαν θολές ανταύγειες νεκρών αστεριών.

Όταν έβγαινε έξω στον δρόμο, ο Φρανκ αναζητούσε καταφύγια σιωπής. Δεν ανήκε στο εδώ και στο τώρα, καθώς είχε για πάντα εξοριστεί σε μια μέρα χωρίς όνομα, τη μέρα που είδε τον πατέρα του να σκοτώνει τη μητέρα του. Ήταν ένας ερημίτης, αιχμάλωτος της σπηλιάς του, «που για ένα λόγο μόνο έβγαινε κάθε πρωί από τη σπηλιά του, για να σκουπίσει τα ξερά φύλλα μέσα στο δάσος και να τακτοποιήσει δουλειές των οποίων η βαθύτερη σημασία ήταν για κείνον απρόσιτη – κι αυτός ήταν ο λόγος που του φαίνονταν τόσο απίστευτα δύσκολες και βαριές».

 Ήταν ένας «γέρος, γκρίζος άντρας μέσα στον μεγάλο πολύχρωμο κόσμο. Ένας άντρας που είχε διαλέξει το θάνατο για να μπορεί να πλησιάζει (και καμιά φορά ν’ αγκαλιάζει) άλλους ανθρώπους».

Ο Λούντβιχ περνά τις νύχτες του ακουμπώντας το κορμί του στο παράθυρο της σοφίτας. Από τον δρόμο διακρινόταν «μια σκοτεινή, σκυφτή σκιά που πίεζε τις παλάμες της στο τζάμι – σαν άνθρωπος που θέλει να βγει έξω, στον κόσμο». Γερμένος στο τζάμι αναρωτιόταν αν κανείς μπορούσε να ξεπεράσει το πένθος και να βρει ξανά «πως η ζωή μπορεί να είναι ευχάριστη, πως είναι κάτι που μπορεί να γίνει, κάτι που μπορεί να το καταφέρει». Άλλες φορές αναρωτιόταν «γιατί βρισκόταν ακόμη εδώ», «τι τον εμπόδιζε να τελειώνει».

Μια άλλη νύχτα ο Φρανκ έσβησε το κερί στο γραφείο του. «Ύστερα στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κι έκλεισε τα μάτια. Το σκοτάδι χύθηκε μέσα του». Μες στο σκοτάδι συλλογιζόταν το φως. Αναρωτιόταν αν είχε ακόμη την ικανότητα να ρίχνει φως στο «γονιδίωμα οποιουδήποτε ψέματος».

«Αν υποθέσουμε, σκέφτηκε ο Φρανκ, ότι ξυπνάω το κατακαλόκαιρο στις πέντε το πρωί και έξω είναι ακόμη σκοτάδι… πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται για ολική έκλειψη ηλίου;»

Κοιτάζοντας τα γερασμένα, όλο κόμπους, δάχτυλά του, ο Φρανκ συλλογίστηκε πως παρά την καταπόνησή τους, παρέμεναν «μάρτυρες μιας ερωτικής ιστορίας που είχε εκτυλιχθεί προ αμνημονεύτων χρόνων». Δεν σκεφτόταν τη γυναίκα του, αλλά μια άλλη γυναίκα με λουλουδιαστή ποδιά που τα χαράματα μιας 15ης Φεβρουαρίου τον είχε κεράσει μηλόπιτα. Ούτε ο Λούντβιχ σκεφτόταν τη γυναίκα του, όταν γιόρταζε τα εξηκοστά πέμπτα γενέθλιά του σε ένα μπαρ, «στην τρομερή ατμόσφαιρα της Μέρας των Αγίων Πάντων». Ένα τραγούδι του θύμισε την πρώτη του ερωμένη, που η μυρωδιά της πάντα επέστρεφε, «και χανόταν, σαν κομήτης». Αργότερα, στο κρεβάτι του, «ξύπνιος και τρέμοντας, της έγνεψε, στο αστέρι του το σβησμένο πριν από εκατοντάδες χρόνια».

Τα βράδια ο Φρανκ παίζει διαδικτυακό πόκερ, συστηνόμενος στους συμπαίκτες του με ένα ψευδώνυμο, που κρυπτογραφούσε την ταινία που ο ίδιος και η γυναίκα του είχαν δει άπειρες φορές στο βίντεο. «Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, δεν έπαιζε καν στ’ αλήθεια, έπαιζε μόνο και μόνο για να αφαιρεθεί, για να ξεχαστεί, για να τελειοποιήσει την αίσθηση της ίδιας του της απουσίας».

Το βράδυ μετά την επίσκεψη του Λούντβιχ Βίντερ, ο Φρανκ αναγκάστηκε, προτού αρχίσει τη νυχτερινή του παρτίδα, να ανεβάσει την ένταση του ήχου στο λάπτοπ· «ο ήχος των χαρτιών που του μοίραζε ο υπολογιστής, τα χτυπήματα των παικτών, το σιγανό κουδούνισμα όταν κάποιος αργούσε υπερβολικά σκέπασαν για ένα διάστημα το ασταμάτητο κλάμα μιας γυναίκας που είχε πέσει έξω από το χρόνο και ίσια μέσα στην αγκαλιά ενός αστυνομικού επιθεωρητή».

Η μέρα χωρίς όνομα είναι για τον Λούντβιχ η 14η Φεβρουαρίου, μέρα ακατονόμαστη, την οποία σκίζει από ημερολόγια και ατζέντες. Έτσι ο χρόνος γινόταν κάπως ελαφρύτερος. Όταν κάθισε στο σαλόνι του Φρανκ, αντικρίστηκε με έναν πίνακα που απεικόνιζε ένα βαθύχρωμο δάσος. Παλιά ο πίνακας, που για τον κάτοχό του αποτύπωνε «την πόρτα μιας ξεχωριστής ώρας», βρισκόταν στο γραφείο του Φρανκ, δίπλα στο ντουλάπι με τις παλιές υποθέσεις, που του ασκούσαν «μια επιρροή το ίδιο σκοτεινή κι απειλητική σαν τα χρώματα του πίνακα που ήταν θαμπά και σκούρα». Τα σκόρπια φύλλα χαρτί από τους φακέλους γέμιζαν το δωμάτιο με φωνές πεθαμένων. Τα φύλλα δύο δέντρων ψιθύριζαν τις έσχατες ανάσες της Έστερ και της Ντόρις. Βλέποντας το δάσος απέναντί του, ο Λούντβιχ ένιωσε πως ανέκαθεν ανήκε εκεί μέσα. Από τότε που έχασε το σπίτι του με τον ωραίο κήπο, όπου στέγαζε την οικογένειά του, ζούσε σε ένα άγριο μέρος, γεμάτο ξερά φύλλα. Αυτός ο πίνακας, είπε ο Λούντβιχ στον Φρανκ, «είναι σαν να μου μιλάει».

Το απόγευμα που ο Λούντβιχ Βίντερ επισκέφτηκε τον πρώην επιθεωρητή για να του μιλήσει για τον δολοφόνο της κόρης του, έδινε την εντύπωση πως έστελνε τα λόγια του στο σκιερό σκοτεινό δάσος απέναντί του. Τα λόγια του έσταζαν με δυσκολία από το στόμα του, που ήταν όλο ένας σιελώδης μορφασμός, γι’ αυτό το σκούπιζε διαρκώς με ένα μπλε μαντίλι, λες και σκούπιζε τις λέξεις από τις άκρες των χειλιών του. Εκεί, στις γωνίες του στόματος, λίμναζαν όξινες και στυφές οι λέξεις και κυλούσαν σαν ρευστοποιημένες σιωπές. Σφουγγίζοντας το στόμα του με το μπλε μαντίλι, ήταν σαν να στόμωνε τα λόγια του, ώστε να μη γίνουν περισσότερα απ’ όσο θα έπρεπε. Δεν θα άντεχε να πει την αλήθεια σε έναν άνθρωπο, στον οποίο εμπιστευόταν την αθώωσή του.

Ο Φρανκ καταλάβαινε πως όπως πολλοί πενθούντες, έτσι και ο Λούντβιχ, έβλεπε τον τάφο της κόρης του σαν «έναν μαύρο, ακατανόητο, τρομακτικό πλανήτη στην άκρη του σύμπαντος». Για να κατανοήσει την πράξη της κόρης του, όφειλε να διαπλεύσει το «απέραντο αβάσταχτο κενό» του άδειου παιδικού δωματίου της, να καθίσει και ν’ ακούσει «τις βουβές ερωτήσεις κάθε παιχνιδιού και κάθε κούκλας εκεί μέσα». Ο Λούντβιχ, είκοσι ένα χρόνια μετά το θάνατο της Έστερ, αντιμετριόταν ακόμα με τη σιωπή του δωματίου της, σε αντίθεση με τη γυναίκα του, η οποία «είχε αρνηθεί το διάλογο με το δωμάτιο της κόρης της κι αντί γι’ αυτό είχε πάρει μιαν απόφαση αμετάκλητη», που βύθιζε τον επιθεωρητή «σε μια άβυσσο αμηχανίας και αυτοκατηγοριών». Ακούγοντας τον Λούντβιχ, ο Φρανκ αποζητούσε τη φωνή της Ντόρις, μιαν απόκριση στην ενοχή του. Ακούγοντας επί ώρες εκείνο το απόγευμα «τον απρόσκλητο κι απροσδόκητο επισκέπτη του», επέστρεφε στο κατώφλι της Ντόρις, μετανιωμένος για τις εφτά ώρες που την αγκάλιαζε σωπαίνοντας.

Αν το μπλε μαντίλι του βοηθούσε τον Λούντβιχ να μαζεύει τη ροή των λόγων του, ο Φρανκ, όταν ήθελε να βάλει σε τάξη τις φωνές των πεθαμένων, κλεινόταν στο γραφείο του, άπλωνε στο πάτωμα μια μπλε μάλλινη κουβέρτα και ξάπλωνε πάνω της με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Ατενίζοντας τον βυθό των σκέψεών του, ξεψάχνιζε εκεί ψηλά θολές ενδείξεις, πιθανές αποδείξεις, αντιφάσεις, αποκρύψεις, κίνητρα και αίτια. Η αλήθεια κρυβόταν βαθιά μέσα σε ένα πλέγμα, οι ίνες του οποίου έπρεπε να ξεμπερδευτούν, να ξηλωθούν μία προς μία, προκειμένου να χαλαρώσει ο κλοιός των ψεμάτων και των μυστικών. Καταμεσής στην αναστάτωση και στο χάος, «στο κέντρο της κατεστραμμένης τάξης, εκεί βρισκόταν πάντα η αλήθεια». Ακόμα και αν ο τόπος του εγκλήματος ήταν χαοτικός, διαλυμένος, χωρίς τίποτα να βρίσκεται στη θέση του, χωρίς τίποτα να ταιριάζει, χωρίς τίποτα να βγάζει νόημα, ακόμα και εκεί ο Φρανκ ήξερε πως υπήρχε ένα «κρυμμένο απολίθωμα που συνέδεε το παρελθόν με το παρόν, δείχνοντας προς το μέλλον, προς τη λύση του γρίφου, προς τη διαλεύκανση της υπόθεσης». Ακουμπώντας στη μπλε μάλλινη κουβέρτα, έβλεπε όσα ξετυλίγονταν εκεί πάνω, «το τρομερό, το ακατανόητο, το ασυνάρτητο, το χάος και το λαβύρινθο του εγκλήματος», περιμένοντας ένα νεύμα που θα έδιωχνε τη σύγχυση, «κάτι που θα τον άγγιζε και θα τον συγκινούσε σαν ένα χάδι ή σαν τη θέα της θάλασσας όταν ήταν παιδί».

Ξαπλωμένος και πάλι στη μπλε κουβέρτα του, ο Φρανκ καταδυόταν στο σκοτάδι μιας μακρινής 14ης Φεβρουαρίου, ψάχνοντας το εναπομείναν απολίθωμα. Στρέφοντας το βλέμμα του στο ταβάνι, πάλευε «να δει κάπως καλύτερα τον σκοτεινό και γεμάτο σκιές κόσμο της οικογένειας Βίντερ· να μπει στον προθάλαμο του βίαιου θανάτου των δυο γυναικών». Το τρέμισμα της φλόγας ενός κεριού «γέμιζε το δωμάτιο φως μεταξένιο, που τον τύλιξε σαν ρούχο από σιωπή». Μες στην απαλή αναλαμπή καταλάγιαζε η βουή των νεκρών. «Τέλος, όλα βουβάθηκαν κι έφτασε ν’ ακούει μόνο ένα σιγανό βόμβο, την ηχώ της παρουσίας του».

Η Έστερ είχε κρεμαστεί από ένα δέντρο στο πάρκο πριν από είκοσι ένα χρόνια. Τα σημάδια στον τόπο του θανάτου της «είχαν γίνει πια σκόνη και στάχτη κι είχαν μεταμορφωθεί σε χώμα ζωντανό, φρέσκο χορτάρι και λαμπερά πράσινα φύλλα». Ο Φρανκ δεν κοιτούσε πια το ταβάνι, αλλά ένα σκιερό δάσος. Εκεί, ανάμεσα στα σκόρπια φύλλα, είχε θαφτεί το άφαντο απολίθωμα. Ή μια ακόμα σιωπή.

Προτού βάλει για ύπνο τους νεκρούς, ο Φρανκ έκανε τον κόσμο τους άνω κάτω. Η ερευνητική του δουλειά δανειζόταν την ψυχρή βαναυσότητα της νεκροψίας. Οι νεκροί ξεγυμνώνονταν και ανατέμνονταν, όπως και κάθε πρόσωπο που κάποτε τους άγγιξε, τους αγάπησε ή τους μίσησε. Ξεθάβοντάς τους έβρισκε στο βάθος του τάφου «μυστικά υπόγεια, χτισμένα από σκονισμένες σιωπές και μπερδεμένα ψέματα».

«Η εξιχνίαση μιας δολοφονίας ή ενός αμφίβολων αιτίων θανάτου έδινε στον επιθεωρητή το δικαίωμα να κάνει φύλλο και φτερό τον κόσμο του ανθρώπου που είχε πεθάνει με βίαιο τρόπο και να τραντάξει συθέμελα τους ενοίκους του, να συνεχίσει να τους ταρακουνάει αλύπητα, να τους στερεί απ’ όποια στηρίγματα και σταθερές είχαν στη ζωή τους, ώσπου να βρεθούν γυμνοί κι εκτεθειμένοι στο κρύο, συνειδητοποιώντας την αθλιότητα και τη δυστυχία τους. Μόνο τότε, ο Φρανκ ήταν απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό, μόνο τότε μπορούσε το θύμα να πάρει το δρόμο της αιώνιας ανάπαυσης».

Αν ο Λούντβιχ Βίντερ προσδοκούσε την ανάπαυση της κόρης του, όφειλε να υποστεί τη νεκροτομική ασέβεια του Φρανκ. Είχε εισβάλει στο σπίτι του, διασαλεύοντας τη γαλήνη των νεκρών που κάθε βράδυ δειπνούσαν μαζί του, και ήταν σειρά του να δει τους δικούς του νεκρούς, τις δύο γυναίκες της ζωής του, να του ουρλιάζουν κατάμουτρα το θάνατό τους. Εξαιτίας του Βίντερ και της εκταφής που του παρήγγειλε, ο Φρανκ είχε επιστρέψει «στις κατακόμβες του δικού του παρελθόντος, σ’ εκείνη τη νύχτα που δεν είχε τελειωμό, σ’ εκείνη τη γυναίκα που ένα χρόνο αργότερα έφυγε από τη ζωή, λες κι η παρουσία του δεν είχε καμιά σημασία».

Γιατί αυτοκτόνησε η Έστερ; Γιατί αυτοκτόνησε η Ντόρις; Σε αυτά τα δύο ερωτήματα θεμελιώνεται η μυθοπλασία. Η αδυναμία του Φρανκ να τα απαντήσει μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αφήγησης· από το αστυνομικό μυστήριο των δύο θανάτων η εστίαση μεταφέρεται στα υπαρξιακά έγκατα των κεντρικών προσώπων. Για να μάθει γιατί πέθανε η Έστερ, ο Φρανκ πρέπει πρώτα να ανακαλύψει το πώς έζησε, να ανιχνεύσει το κυτταρικό της αποτύπωμα. Το αρχικό ερωτηματικό του θανάτου της διακλαδίζεται σε παράπλευρες ερωτήσεις. Ποια ήταν η Έστερ; Ένα χαρούμενο κορίτσι, με ευτυχισμένη οικογένεια και καλούς βαθμούς στο σχολείο; «Ένα μοναχικό κορίτσι σ’ ένα ακατοίκητο κομμάτι γης»; Ένα κορίτσι που κανένας δεν το καταλάβαινε; Ένα καλό κορίτσι, κάπως κλειστό και λιγομίλητο; Μήπως οι διακυμάνσεις στη διάθεσή της ήταν σύμπτωμα κατάθλιψης; Τι είχε συμβεί και τον τελευταίο καιρό έδειχνε απόμακρη και στενοχωρημένη; Τι έγινε κι είχε χάσει τη μιλιά της; Είχε πράγματι σχέσεις με έναν μεγαλύτερο άντρα, έναν οδοντίατρο; Ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά; Και αν όχι, γιατί διέδιδε τέτοιες φήμες εις βάρος του; Αν πάλι ναι, γιατί δεν αντέδρασε; Γιατί δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό της; Γιατί επέτρεπε να την κακομεταχειρίζονται; Έλεγε την αλήθεια ο φίλος της ο Πάτρικ, ότι «η Έστερ μπορεί να γίνει πολύ κακιά και να σκεφτεί κυριολεκτικά άρρωστα κόλπα»; Μήπως η αυτοκτονία της ήταν ο τρόπος της να εκδικηθεί τους ανίδεους γονείς της; Ήταν, άραγε, η αυτοκτονία της μια δοκιμή ζωής;

Ο Φρανκ υποψιάζεται πως το πρόσωπο της Έστερ δεν είναι μόνο αινιγματικό, αλλά και απαραβίαστο. «Η Έστερ Βίντερ, σκέφτηκε ο Φρανκ, δεν ανήκε σε κανέναν· είχε ζήσει δεκαεφτά χρόνια ρίχνοντας τη σκιά της στον κόσμο και κανένας δεν είχε αντιληφθεί ότι η σκιά αυτή την είχε κυριεύσει και την είχε σπρώξει τελικά να διαπράξει ένα φόνο, το φόνο του ίδιου του εαυτού της. Όποιος κι αν ήταν αυτός που είχε θελήσει να κατηγορήσει με την πράξη της, συνέχιζε να κυκλοφορεί ελεύθερος – ατιμώρητος, άγνωστος, ένοχος».

Όσο περισσότερο βυθομετρά τη ζωή της Έστερ, τόσο εντονότερα πείθεται ο Φρανκ ότι τα αίτια του θανάτου της διασκορπίζονται σε έναν κύκλο συνενοχής. Για το θάνατό της ήταν συνυπεύθυνα πολλά πρόσωπα, τα οποία είχαν συνείδηση της ενοχής τους και γι’ αυτό προσπαθούσαν με ψέματα και προκατασκευασμένα σενάρια να ξεγελάσουν το ένα το άλλο και μαζί την αστυνομία. «Κάποιος απ’ αυτόν τον κύκλο είχε αφήσει την Έστερ Βίντερ αβοήθητη κι εκτεθειμένη την πιο κρίσιμη στιγμή».

«Φεύγω. Δεν θέλω να σε ξαναδώ». Με αυτές τις λέξεις η Ντόρις Βίντερ έφυγε από τη ζωή. Θα χρειαστεί να περάσει πολύς καιρός μέχρι ο Φρανκ να συνειδητοποιήσει ότι αυτά τα λόγια η Ντόρις δεν τα απηύθυνε στον άντρα της, αλλά στον εαυτό της. Εκείνη ήταν η ένοχη, γι’ αυτό δεν μπόρεσε να μείνει ζωντανή παραπάνω από έναν χρόνο μετά το θάνατο της κόρης της. Πίστεψε με μεγάλη προθυμία τις φήμες που διέδιδε η Έστερ, ότι ο πατέρας της τη χτυπούσε και την κακοποιούσε. Πίστεψε πως εξαιτίας του είχε κατάθλιψη, πως εξαιτίας του κρεμάστηκε. Και παρόλο που τα πίστευε όλα αυτά, δεν έκανε τίποτα, παραήταν δειλή για να αντιδράσει. Και η κόρη της την τιμώρησε, πεθαίνοντας.

Γράφει στο ημερολόγιό της: «Ο Θεός τιμωρεί το ίδιο αυτούς που λένε τα ψέματα κι αυτούς που τ’ ακούνε και τα επιτρέπουν». Η Ντόρις είχε επιτρέψει στα ψέματα της κόρης της να γκρεμίσουν το σπίτι της. Είχε ανάγκη να πιστέψει στην ύπαρξη ενός δολοφόνου, ενός ηθικού αυτουργού, ακόμα και αν αυτός ήταν ο άντρας της.

«Αλλιώς δεν εξηγείται ο θάνατός της. Αλλιώς η ενοχή μας, το μέγεθος της ενοχής μας θα ’ταν ασύλληπτο. Θα είχαμε κάνει ένα λάθος που ούτε καν το υποψιαζόμασταν».

Καθώς έγραφε στο πράσινο τετράδιό της, οι σκέψεις κομματιάζονταν στο κεφάλι της, τη συνέθλιβαν. Τι θα μπορούσε, άραγε, να πει τώρα πια στον Λούντβιχ, που τόσο βολικά και τόσο πρόθυμα είχε θεωρήσει υπεύθυνο για την αυτοκτονία της Έστερ; «Είχα πιστέψει ότι είσαι εγκληματίας αλλά έκανα λάθος; Αντίθετα, είμαστε και οι δύο εγκληματίες, μαζί και οι δύο δολοφονήσαμε την κόρη μας».

Μπροστά στην ταφόπλακα της Έστερ η Ντόρις στέρευε από δικαιολογίες. Γράφει στο ημερολόγιό της: «Όταν στέκομαι εκεί μπροστά, δυσκολεύομαι ν’ ανασάνω. Από δειλία. Έχω καταλάβει πως η κόρη μου πέθανε επειδή είμαι δειλή. Πολύ δειλή».

Ο Λούντβιχ αναρωτιόταν «αν η γυναίκα του τον είχε σιχαθεί επειδή εκείνη μπορούσε να πιστέψει τον τάφο της Έστερ περισσότερο απ’ όσο πίστευε αυτόν». Η νεκρή Έστερ συνέχιζε να της λέει την αλήθεια, ενώ ο σύζυγός της, με τον οποίο συζούσε σε ένα ανέκκλητα ξεθεμελιωμένο, απελπιστικά βουβό σπίτι, συνέχιζε να την προδίδει. Άλλωστε και εκείνη τον πρόδιδε, αρνούμενη να πιστέψει την αθωότητά του. Ο Φρανκ αναρωτιόταν μήπως η Ντόρις «δεν είχε αυτοκτονήσει από απελπισία για την ακατανόητη αυτοκτονία της κόρης της, αλλά επειδή δεν άντεχε άλλο το μαύρο πέπλο της σιωπής; επειδή κατέρρευσε από το βάρος των τύψεων και της ντροπής;» Όπως το σκοινί σκότωσε την Έστερ, έτσι και την Ντόρις σκότωσε η αβεβαιότητα.

Οι γονείς της Έστερ τον είχαν εξαπατήσει προτάσσοντας το πένθος τους. Αυτό σκεφτόταν με θυμό ο Φρανκ, κοιτάζοντας «την καδραρισμένη εικόνα του δάσους στο θαμπό φως ενός αιώνιου παρόντος». Όπως είχε πει στη Σάντρα Χορν, την καλύτερη φίλη της Έστερ, απαντώντας στην απορία της για το εκπρόθεσμο ενδιαφέρον του: «Δεν έχει περάσει καιρός. Τώρα συμβαίνουν όλα, εδώ, μ’ εμάς». Από εκείνο το απόγευμα που ο Λούντβιχ Βίντερ είχε έρθει στο σαλόνι του για να του ζητήσει να συλλάβει τον δολοφόνο της κόρης του, όλα ξανάρχισαν. Και ο Φρανκ αντιλήφθηκε πως είχε εξαρχής ξεγελαστεί από τον πόνο και το πένθος του Λούντβιχ και της Ντόρις. Είχε κρατήσει εφτά ώρες στην αγκαλιά του τη μητέρα της Έστερ και το μόνο που είχε βγει απ’ αυτές τις εφτά ώρες δεν ήταν εμπιστοσύνη αλλά απάτη. Μια φενάκη.

«Στο όνομα του χαμένου τους παιδιού οι γονείς οχυρώθηκαν στο κάστρο της περιποιημένης μονοκατοικίας τους, που μύριζε τριαντάφυλλα και μηλόπιτα – και πέρασαν εκεί μέσα ένα χρόνο οι δυο τους. Προς τα έξω ο χρόνος αυτός φάνηκε σφραγισμένος από το πένθος και τον πόνο. Μέσα βασίλευε κολασμένη σιωπή και αμοιβαία καταδίκη».

Τόσο ο ίδιος όσο και οι συνάδελφοί του, είχαν κλείσει διεκπεραιωτικά την υπόθεση με την ετυμηγορία της αυτοκτονίας, παραβλέποντας τις εξωγενείς αιτίες, για τις οποίες είχε κάνει λόγο ο ιατροδικαστής. Ο τελευταίος δεν είχε αποκλείσει τη συνέργεια άλλου ανθρώπου στην αυτοκτονία της Έστερ, επισημαίνοντας πως «ίσως κάποιο δεύτερο πρόσωπο την είχε βοηθήσει να δέσει τη θηλιά στο λαιμό της». Σύμφωνα μάλιστα με τον ιατροδικαστή, ο κόμπος ήταν επαγγελματικός, «κόμπος δήμιου».

«Πού είχε μάθει η Έστερ, αναρωτήθηκε ο Φρανκ, να δένει έτσι ένα σκοινί, ώστε να μπορέσει να κρεμαστεί;»

Οι αστυνομικοί, ωστόσο, βιάστηκαν να αγνοήσουν την υπόνοια εξωγενών αιτιών. Γι’ αυτό δεν ερεύνησαν τα άλλοθι των συμμαθητών και των οικείων της Έστερ. Δεν είχαν φροντίσει να εξετάσουν ευσυνείδητα και από κάθε δυνατή οπτική γωνία όλα τα στοιχεία, δεν είχαν προσέξει όσο έπρεπε ακόμα και την παραμικρή ένδειξη. Είχαν βολευτεί με το βουβό πένθος των γονιών, που ήταν παραπάνω από πειστικό. Τελικά ποιος έδεσε τη θηλιά και την πέρασε στον λαιμό του κοριτσιού; Η απάντηση προβάλλει διαυγέστατη στις σελίδες: όλοι. Όλα τα πρόσωπα του βιβλίου αντικαθρεφτίζουν το ένα το άλλο μέσα στη συνθήκη της συνενοχής τους. Η Έστερ πιστεύει ότι ο πατέρας της είναι ένοχος, όχι για σεξουαλική κακοποίηση, αλλά για τις αναρίθμητες απαγορεύσεις που όρθωνε ενάντια στις επιθυμίες της και αποφασίζει να τον εξευτελίσει σπέρνοντας άθλιες φήμες. Η μητέρα πιστεύει την κόρη της, προδίδοντας την εμπιστοσύνη της στον σύζυγό της. Ο Λούντβιχ, αναγνωρίζοντας σιωπηρά το μερίδιο της ενοχής του, προσπαθεί να στρέψει τις υποψίες σε έναν φιλήδονο οδοντίατρο. Η Σάντρα Χορν είχε πιστέψει ότι καλύτερή της φίλη απεργαζόταν ένα άσχημο σχέδιο, καθώς η Έστερ της είχε πει ότι θα έδειχνε σε όλους ποια στ’ αλήθεια ήταν, θα τους τρόμαζε όλους μέχρι θανάτου, θα έπαιρνε εκδίκηση για τα επανειλημμένα εγκλήματα σε βάρος της και θα τους ανάγκαζε να πληρώσουν για αυτά. Πίστεψε την φίλη της, αλλά δεν έκανε τίποτα για να τη βοηθήσει. Ο πατέρας της τη βασάνιζε, της απαγόρευε τη ζωή της, όπως έλεγε η Έστερ, ίσως την κακοποιούσε κιόλας, «κι εμείς όλοι καθόμασταν και κοιτάζαμε και δεν κάναμε τίποτα, όλοι μας»· «όλοι ήξεραν κάτι, και δεν είχαν ιδέα». Αλλά κανένας τώρα πια δεν μπορούσε να ξεφύγει με δικαιολογίες· «κανένας δεν μπορεί απ’ όσους ήταν τότε εκεί».

Μιλώντας στον αστυνομικό επιθεωρητή η Σάντρα Χορν χάνει την αμυντική αλαζονεία της και καταρρέει, καθώς, προς απόλυτη συντριβή της, η μαρτυρία της απολήγει ομολογία ενοχής. Ο Φρανκ την είχε αναγκάσει να διαβεί έναν λαβύρινθο από παλιούς ίσκιους, όπου ενέδρευε μια ανείπωτη στιγμή, η πραγματικότητα της οποίας «θα την ντρόπιαζε και θα την ξεγύμνωνε, θα έδειχνε ποια είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει από το θάνατο της Έστερ».

Σωριασμένη στα χέρια του Φρανκ, που και πάλι ο θάνατος του είχε επιτρέψει να αγκαλιάσει ένα ξένο σώμα που σπάραζε, η Σάντρα τον ρωτάει: «Γιατί σταθήκαμε τόσο δειλοί; Γιατί, κύριε Φρανκ; Γιατί;» Κι έπειτα στρέφει το βλέμμα της στην Έστερ, η οποία από την αρχή βρισκόταν μαζί τους, και τη ρωτάει: «Εγώ είμαι, η Σάντρα. Εσύ ποια είσαι;»

Ο θυμός που ένιωσε ο Φρανκ για την εύθρυπτη, θρασύδειλη υπεροψία της Σάντρα Χορν, δεν συγκρινόταν με τον εκνευρισμό που επεφύλασσε στον Λούντβιχ, όταν στάθηκαν οι δυο τους πάνω από τον κοινό τάφο της κόρης του και της γυναίκας του, στο Ανατολικό Νεκροταφείο του Μονάχου. Εκεί, στο πιο φορτισμένο γεωγραφικό σημείο της ζωής του, ήθελε ο Φρανκ να ακουστεί η ομολογία του Βίντερ. Ο τελευταίος μετά βίας στέκεται όρθιος, «παρά τρίχα κρατιόταν και δεν κατέρρεε κάτω από το βάρος της αλήθειας». Παραπαίει, γλιστράει, λυγίζει, τσακίζεται, τρέμει σύγκορμος. Ο Φρανκ βρίσκεται σε ετοιμότητα για να υποβαστάξει τον ανακρινόμενο, αλλά δεν του χαρίζεται. Μπροστά στον τάφο στήνει ένα εδώλιο και προκαλεί τον κατηγορούμενο να ομολογήσει. Τον προκαλεί να ξεστομίσει επιτέλους την αλήθεια, εκεί, μπροστά στην κόκκινη φλόγα του καντηλιού, που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα σκόρπια κλαδιά που κάλυπταν τη μαρμάρινη πλάκα.

«Με μισάνοιχτο […] στόμα ο Βίντερ στράφηκε στον τάφο και κοίταξε τη φλόγα του καντηλιού, πιο σκυφτός από πριν· οι καμπουριασμένοι ώμοι του παραμόρφωναν το τριμμένο πανωφόρι του, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν· τα μάτια του λες κι έγιναν ένα με τη φλόγα, λες και το δικό της τρέμουλο περνούσε και σ’ αυτόν και τον έκανε να τρέμει σύγκορμος».

Εξαγριωμένος για την εξαπάτησή του, ο Φρανκ σωριάζει πάνω στη σκυφτή, τρέμουσα φιγούρα του Λούντβιχ όλα τα ψέματά του. Τον κατηγορεί ότι είπε ψέματα στην αστυνομία, χρησιμοποιώντας το θάνατο της κόρης του, για να αποκρύψει τα τεράστια οικογενειακά προβλήματα που σωρεύονταν στη μονοκατοικία με τον ωραίο κήπο. Τον κατηγορεί ότι η γυναίκα του δεν έβαλε τέλος στη ζωή της εξαιτίας της απαρηγόρητης θλίψης της για την τραγική απώλεια της Έστερ, αλλά εξαιτίας της ντροπής της γι’ αυτά που υποτίθεται ότι εκείνος έκανε στην Έστερ, εξαιτίας των συκοφαντιών που ο Λούντβιχ δεν μπήκε στον κόπο να αποσείσει. Τον κατηγορεί ότι είχε στριμώξει την κόρη του σε μια ζωή στενόχωρη, ακολουθώντας το παράδειγμα του δικού του πατέρα, ενός κακότυχου τσαγκάρη. Τον κατηγορεί ότι της είχε επιβάλει, όπως είχε επιβάλει και σε εκείνον ο δικός του πατέρας, ένα μέλλον που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τις ιδέες και τις επιθυμίες της. Τον κατηγορεί ότι δεν επέτρεπε στην Έστερ να έχει επιθυμίες. Τον κατηγορεί ότι την είχε υποχρεώσει να τον «λυτρώσει από τη φυλακή του τσαγκαράδικου». Τον κατηγορεί ότι της είχε στερήσει την εμπιστοσύνη του, καταδικάζοντάς την στη χειρότερη μορφή δυσπιστίας, το «μίσος για τον ίδιο τον εαυτό της». Τον κατηγορεί ότι εξωράιζε τη δυστυχία και τη μιζέρια, καλύπτοντάς τες με σιωπή.  Τέλος, τον κατηγορεί ότι δεν ήρθε σε εκείνον για να συλλάβει τον δολοφόνο της κόρης του, αλλά για να τον απαλλάξει από τη δική του ενοχή.

«Η ντροπή σας έφερε σ’ εμένα κι όχι η βεβαιότητα πως η Έστερ έπεσε στα χέρια ενός δολοφόνου. Αν υπήρχε δολοφόνος, βρισκόταν μέσα στον κύκλο της οικογένειάς σας. Αυτό ήθελα να σας πω εδώ, στον τάφο της γυναίκας και της κόρης σας. Και θα ήθελα να ομολογήσετε, κύριε Βίντερ, εδώ και τώρα».

Και του υπενθυμίζει: «Οι νεκροί σας ακούνε. Από την αρχή σάς άκουγαν».

«Το ξέρετε. Μα δεν μπορείτε να ξεφύγετε πια, οι νεκροί είναι παντού και δεν λογαριάζουν τη δική σας ευαισθησία, σας ουρλιάζουν κατάμουτρα το θάνατό τους, σας περιγελούν, έρχονται κάθε μέρα, κατοικούν στα όνειρά σας, κάθονται μαζί σας στο τραπέζι και γίνονται φύλακες άγγελοι, φυλάνε το φόβο σας, το φόβο που νιώθετε μην τυχόν και λυτρωθείτε».

Την ίδια δυσοίωνη προειδοποίηση επαναλαμβάνει ο Φρανκ στον Πάτρικ Γιόρνταν, το πρόσωπο-κλειδί του μυθιστορήματος.

«Οι νεκροί γυρίζουν και ξαναγυρίζουν όποτε θέλουν, κάθονται στο τραπέζι μαζί μας και μας μιλάνε· κι εμείς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, θέλοντας και μη τους ακούμε, τη μια ώρα μετά την άλλη, όλη νύχτα· μετά φεύγουν, αλλά ξέρουμε ότι θα ξανάρθουν, πάλι και πάλι. Πόσο συχνά έρχεται και σας μιλάει η μητέρα σας, Πάτρικ; Πόσες φορές σας έχει διηγηθεί την ιστορία του θανάτου της ξανά και ξανά;»

Από το νεκροταφείο ο Λούντβιχ Βίντερ εποστρακίζεται βίαια σε ένα πυκνό δάσος. Κρύβοντας με τα χέρια το πρόσωπό του, άφησε να ξεχυθεί από το στόμα του ένα απόκοσμο βογκητό, που ανέβλυζε από τα σπλάχνα του· «κι όσο η φωνή του δυνάμωνε και τραβούσε σε μάκρος, τόσο πίεζε τα χέρια του στο πρόσωπό του· ήταν σαν ουρλιαχτό άγριου θηρίου στο δάσος, ένα μόνο θρηνητικό ουρλιαχτό πίσω από τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του, που τελείωσε το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει».

«Ξάφνου φάνηκε γέρος πολύ, τσακισμένος εδώ και χρόνια, ανήμπορος να δεχτεί την ύπαρξη αυτού του εντελώς ακατανόητου πράγματος, του τάφου της οικογένειάς του».

Η ομολογία του Βίντερ συνίσταται σε μια συνταρακτική φράση που στιγματίζει τον ίδιο, αλλά και τη συλλογική συνείδηση του διαβόητου περίγυρου: «Έκανα κάτι επειδή δεν έκανα τίποτα».

Έχοντας αποδεχθεί όλα όσα του καταμαρτυρούσε ο αστυνομικός επιθεωρητής, ο Βίντερ, ένα συντρίμμι, στέκεται αποσβολωμένος μπροστά στον τάφο. Ένιωθε λες κι ήταν «ο νεκροθάφτης της οικογένειάς του». «Λες κι η γυναίκα του κι η κόρη του είχαν βάλει τέλος στη ζωή τους εξαιτίας της δικής του ύπαρξης και μόνο». Τα πάντα στη ζωή του φάνταζαν σαν «αποδείξεις της ενοχής του, εκφράσεις της κατεστραμμένης του ύπαρξης που απέπνεε απ’ όλους τους πόρους αποτυχία και δειλία». Καμία εξομολόγηση δεν μπορούσε να νικήσει τη σύγχυση και την ακαταληψία, τον ανήμερο πόνο. «Ομολογώ, μα δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου», παραδέχεται στον Φρανκ.

Μολονότι ο Φρίντριχ Άνι διαμοιράζει ακριβοδίκαια την ενοχή στα πρόσωπα του μυθιστορήματος, δεν παραλείπει να υποδείξει τα ελαφρυντικά τους. Για παράδειγμα, ο Λούντβιχ δεν δυσκολεύεται να πείσει τον επιθεωρητή ότι και ο ίδιος υπήρξε θύμα της κόρης του και της γυναίκας του, στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον που εκείνες υπήρξαν δικά του θύματα. Όπως λέει στον Φρανκ, θα μπορούσε και εκείνος να αναφέρει κάμποσα εγκλήματα κατά της αλήθειας, που διαπράχθηκαν σε βάρος του. Μετά την κηδεία της Έστερ, η Σάντρα Χορν ισχυριζόταν πως η καλύτερή της φίλη είχε κατάθλιψη. Η Ντόρις την πίστεψε και κατηγορούσε τον εαυτό της, επειδή δεν είχε αναγνωρίσει τα σημάδια και δεν την είχε βοηθήσει εγκαίρως. Η Έστερ έλεγε πως ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά και δεν είχε καμία σημασία που έλεγε ψέματα. «Αλλά το ψέμα κόλλησε και δεν μπορώ να ξεπλύνω τη βρομιά του από πάνω μου». Από το άλλο μέρος, η αθώα, λυπημένη, καταπιεσμένη και αδικημένη Έστερ παραμένει ο αδιαμφισβήτητος αυτουργός του θανάτου της. Κλεισμένη στο δωμάτιό της δεν πάλευε με τα σκοτάδια της κατάθλιψης, αλλά απεργαζόταν μια άσχημη, νοσηρή φάρσα για να κλονίσει τους δικούς της. Δούλευε στο μυαλό της τον τέλειο κόμπο, έναν κόμπο δήμιου.

«Τι έκανες, Έστερ;»

«Ποια ήσουν μέσα στο δωμάτιό σου;»

«Γιατί το ’κανες αυτό, Έστερ, παιδί μου;»

Σε ένα όνειρό της η Σάντρα Χορν συναντούσε τη φίλη της λίγο πριν πάει στο πάρκο. Η Σάντρα τη ρώτησε, «Τι πας να κάνεις;» και η Έστερ απάντησε: «Πάω να ζήσω». Πιθανότατα περνώντας το σκοινί από το κλαδί, η Έστερ να δοκίμαζε μια εναλλακτική, να έκανε πρόβα μιας άλλης ζωής. Ήθελε να κάνει κάτι ανήκουστο για να τραβήξει την προσοχή. Θα μάθαινε πώς δένεται ο κόμπος, πώς φτιάχνεται η θηλιά, θα κρεμιόταν από ένα δέντρο στον κήπο του σπιτιού της και όλα τα βλέμματα θα έπεφταν πάνω της. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε με, κρεμάστηκα, και φταίτε εσείς. Κοιτάξτε με καλά, φονιάδες, εσείς μου το κάνατε αυτό». Κι ύστερα κάποιος θα την αγκάλιαζε, θα την κρατούσε γερά, κι εκείνη τότε: «θ’ ανοίξει τα μάτια, ολοζώντανη, και θ’ αρχίσει κάτι καινούργιο, μια καινούργια ζωή, μια ζωή όπως της ταιριάζει και τη θέλει».

Η Έστερ ήθελε διακαώς να φύγει από το σπίτι της και αυτή η επιθυμία φυγής την πότιζε με κακία για όλους. Το απόγευμα που φιλοξενήθηκε στο σαλόνι του Φρανκ, ο Λούντβιχ είπε κάποια στιγμή στον οικοδεσπότη του: «Είστε αστυνομικός, ξέρετε, ξέρετε τους ανθρώπους. Μας ρίχνετε μια ματιά και αμέσως καταλαβαίνετε: πάει αυτός. Αυτή η αδιάκοπη προσπάθεια φυγής μάς αρρωσταίνει, μας κάνει κακούς».

Αν και κάθε απόπειρα του Λούντβιχ να αποφύγει την οξυδερκή ανακριτική ματιά του Φρανκ καταλήγει οικτρά στην αναμόχλευση της ενοχής του, υπάρχει τελικά ένα ψέμα που διαφεύγει από την προσοχή του επιθεωρητή. Όταν ο Φρανκ τον ρωτάει για ένα σημάδι στο χέρι του, ο Λούντβιχ αφηγείται μια ιστορία με έναν σκύλο που κάποτε τον είχε δαγκώσει. Δεν του λέει ότι αυτό το σημάδι ήταν απομεινάρι της νύχτας μετά την κηδεία της Ντόρις· «όταν με τα παπούτσια και το μαύρο κουστούμι του είχε συρθεί κατάχαμα στο πάτωμα του σπιτιού του, μην μπορώντας να βγάλει από μέσα του τον κόμπο του ουρλιαχτού που τον έπνιγε· όταν κλαψουρίζοντας όλη νύχτα σαν δαρμένο σκυλί σκουντουφλούσε κουβαριασμένος σε τοίχους και ντουλάπια και δεν μπορούσε να πεθάνει, παρόλο που αιμορραγούσε – αιμορραγούσε μέχρι θανάτου».

Στο τέλος του βιβλίου ο Λούντβιχ συνεχίζει να στέκεται μπροστά στο παράθυρο της σοφίτας, στα σκοτεινά, μες στην αχλή σβησμένων άστρων, κοιτάζοντας κάτω το δρόμο. Ο Φρανκ τον είχε τελικά απαλλάξει από τις κατηγορίες. Τον είχε κρατήσει στην αγκαλιά του, τον είχε στηρίξει, τον είχε παρηγορήσει, τον είχε ενθαρρύνει να απομακρυνθεί από τον τάφο της κόρης του και της γυναίκας του, να φύγει μακριά από το σπίτι με τον ωραίο κήπο. Καθώς ακουμπούσε τις παλάμες του στο τζάμι, «τον κυρίευσε ακατανίκητη η ανάγκη να κάνει μια ευχή. Κι από τη χαρά του γι’ αυτή την αναπάντεχη σκέψη λίγο έλειψε να κλάψει».

«Δεν έκλαψε· συνέχισε να στέκεται εκεί, με τα χέρια ακουμπισμένα σταθερά στο τζάμι, ανήμπορος να σκεφτεί κάτι να ευχηθεί».

 «Δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν θα έπαιρνε τα χάπια που είχε με προσοχή μαζέψει».

Ο Φρανκ συλλογίζεται πως ο Λούντβιχ, μολονότι ήθελε να προσφέρει στην οικογένειά του ένα όμορφο σπίτι, κατέληξε να χτίσει και τους τρεις τους μέσα στη σιωπή. Οι τρεις ένοικοι του σπιτιού είχαν ξεχάσει πώς να μιλούν, για κάποιον λόγο είχαν χάσει τη μιλιά τους. «Η σιωπή, σκέφτηκε ο Φρανκ, είχε διώξει αυτή την οικογένεια από το σπίτι της, την είχε σπρώξει σε μια εσωτερική, αξεπέραστη εξορία· η ώρα των επιθυμιών και των ονείρων δεν είχε έρθει για κανένα από τα μέλη της». Και η Έστερ, «μόνο παιδί και κληρονόμος της σιωπής των προγόνων της, καταλαβαίνει το σύστημα των γονιών της και το αργότερο στην εφηβεία της εγκαθίσταται σ’ έναν κόσμο ηχομονωμένων ονείρων».

Κάποια στιγμή η Έστερ αποφάσισε ότι κανένας δεν μπορούσε να την καταλάβει και έτσι σταμάτησε να μιλάει. «Δεν μπορούσε να μιλήσει με κανέναν, τα συμφώνησε λοιπόν όλα μόνη της, με τον εαυτό της, όπως αργότερα και η μαμά της σταμάτησε να μιλάει με τον άντρα της κι άρχισε να γράφει ημερολόγιο». Η Ντόρις, βέβαιη για την ενοχή του άντρα της, τον τιμώρησε σιωπώντας. Και «βουβάθηκε από την πολλή της σιγουριά», «από την απόλυτη βεβαιότητα του δίκιου της».

Όπως οι γονείς που πενθούσαν την απώλεια του παιδιού τους επέστρεφαν στο παιδικό του δωμάτιο και αφουγκράζονταν τη φριχτή σιγή του άδειου χώρου, οι μάρτυρες του Φρανκ έχουν την αίσθηση πως στο πέρας της ανακριτικής διαδικασίας εγκαταλείπονται στα ανοχύρωτα δώματα της παιδικής τους ηλικίας. Ενδεχομένως αυτή η δυσάρεστη επιστροφή στην τρωτότητα της παιδικότητας να εκρέει από την ψυχοσύσταση του ανακριτή. Και σε αυτή την περίπτωση ο Φρανκ στέκεται απέναντι στους μάρτυρες σαν κάτοπτρο, όπου διαγράφεται ο πιο φθαρτός τους εαυτός. Κάθε φορά που δρασκέλιζε ωσάν ψυχοπομπός ένα κατώφλι και λουζόταν στον θρήνο αγνώστων, θυμόταν τα παιδικά του δάκρυα, τότε «που έκλαιγε με δάκρυα μεγαλύτερα από τις κόρες των ματιών του και οι γονείς του τον αγκάλιαζαν με κατανόηση, αγάπη και τρυφερότητα, καθισμένοι στην άκρη του κρεβατιού του ώσπου κι ο τελευταίος του λυγμός να σβήσει μέσα στον ύπνο». 

Όταν ήταν παιδί, η Ντόρις μισούσε την αδελφή της, την Ίνγκε. Αυτό το μίσος δηλητηρίαζε και την ενήλικη ζωή της, αλλά με τον καιρό είχε χωνευτεί στην απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στο Μόναχο και το Βερολίνο, όπου ζούσε η Ίνγκε. Η τελευταία παρευρέθηκε, όπως ήταν φυσικό, στην κηδεία της ανιψιάς της και η προσπάθειά της να παρηγορήσει την αδελφή της, αναζωπύρωσε το θαμμένο μίσος. Η λύπησή της υποχρέωνε την Ντόρις να επιστρέψει στην ευάλωτη ανηλικότητα. Λίγο πριν επιστρέψει στο Βερολίνο, η Ίνγκε στάθηκε στην αποβάθρα των τρένων και χάιδεψε στο μάγουλο τη μικρή της αδελφή. Γράφει στο ημερολόγιό της η Ντόρις: «Στην αποβάθρα, αποχαιρετώντας την Ίνγκε, σαν ν’ άνοιξε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου και γκρεμίστηκα πίσω στην παιδική μου ηλικία, πίσω εκεί όπου δεν ήθελα με τίποτα και ποτέ να γυρίσω».

Μιλώντας για τον τσαγκάρη πατέρα του, που σκοτωνόταν στη δουλειά για την ευζωία της οικογένειάς του, ο Λούντβιχ συντρίβεται ξανά από την αδόκητη απώλειά του, όταν ο ίδιος ήταν έντεκα χρονών. «Τώρα είμαι εξήντα πέντε χρονών και την ίδια στιγμή είμαι έντεκα χρονών. Δεν θέλω», λέει στον Φρανκ μπροστά στον τάφο της κόρης του και της γυναίκας του.

Ανάμεσα στα μυθιστορηματικά πρόσωπα ξεχωρίζει ο Πάτρικ Γιόρνταν, ο ανιψιός του οδοντίατρου. Ο Πάτρικ σχετίζεται με τις εξωγενείς αιτίες για τις οποίες είχε κάνει λόγο ο ιατροδικαστής. Είναι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου της Έστερ. Ωστόσο, η σημασία της παρουσίας του δεν έγκειται στο γεγονός πως δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα των τελευταίων στιγμών της Έστερ, αλλά στην απόλυτη, εξωφρενική ταύτισή του με τον Φρανκ. Στη συζήτηση που διαμείβεται μεταξύ τους, την πιο κρίσιμη του βιβλίου, ο Πάτρικ Γιόρνταν αποκαλύπτεται σαν εξαιρετικά ανορθολογική μυθοπλαστικά ύπαρξη. Εκείνη την 14η Φεβρουαρίου ήταν μαζί με την Έστερ στο πάρκο. Αυτός ήταν που της έδωσε το σκοινί. Νόμιζε ότι η φίλη του σκάρωνε μια φάρσα. Κρύφτηκε σε έναν θάμνο και περίμενε ν’ αρχίσει το παιχνίδι. Κι έπειτα το έβαλε στα πόδια. Ήταν έντεκα χρονών και απλώς δεν μπορούσε να δει την Έστερ να πεθαίνει. Εξάλλου, η Έστερ του το είχε πει: «Το αληθινό παιχνίδι θα το έπαιζε στον κήπο των γονιών της».

Ο Πάτρικ κρύφτηκε στους θάμνους και αμέσως μετά έτρεξε να κρυφτεί ξανά. «Δεν μπορούσα να τη βλέπω. Έβλεπα τη μαμά μου εκεί πέρα, στο δέντρο. Το καταλαβαίνετε αυτό;»

Η έκφραση του προσώπου του, σκέφτηκε ο Φρανκ, «ήταν έκφραση ενός παιδιού που έχει τρομάξει ξανά και ξανά, αμέτρητες φορές».

Το ότι δεν απέτρεψε το θάνατο της Έστερ, βύθιζε τον Πάτρικ ακόμα βαθύτερα στην ηλικία των έξι του χρόνων, όταν, κρυμμένος πίσω από τον καναπέ, είδε τον πατέρα του να στραγγαλίζει τη μητέρα του. Έψαχνε το αυτοκινητάκι του, μια Πόρσε, και μόνο όταν χώθηκε πίσω από τον καναπέ τη βρήκε. Τότε άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει. Ήταν η μητέρα του που πέθαινε, πνιγμένη από το μεταξωτό κασκόλ του συζύγου της. Η αφήγησή του αντιγράφει σε κάθε της λεπτομέρεια την αλγεινή ανάμνηση του Φρανκ. Ο Πάτρικ και ο Φρανκ υπήρξαν το ίδιο παιδί. Είχαν την ίδια μητέρα, τη Λίζε. Συνεπώς ήταν εξίσου ένοχοι για το θάνατο της Έστερ. Την άφησαν να πεθάνει, έχοντας ήδη αφήσει τη μητέρα τους να πεθάνει. Μεγαλώνοντας αφοσιώθηκαν στο έγκλημα, ο ένας έγινε άθυρμα της εγκληματικής του ζωής, ενώ ο άλλος επιθεωρητής του Εγκληματολογικού.

«Πέρασαν δυο ώρες, μισή ζωή. Ο Πάτρικ Γιόρνταν -μια παιδί, μια μεγάλος που κόμπιαζε και τραύλιζε- δεν σταμάτησε στιγμή να μιλάει».

Όσο μιλούσε, συρρικνωνόταν και ζάρωνε, λες και τα τριάντα δύο χρόνια παραβατικής ζωής, που είχαν χτιστεί σε ένα μυώδες, σφαλιστό κορμί, έλιωναν από πάνω του· «λες κι απόμεινε μόνο το πρόσωπό του, που στο χαμηλό φως και στην αναπάντεχη παραφορά της φωνής του φάνταζε γκρίζο σαν πέτρα, μόνο τα μάτια του, σαν να τα φλόγιζε πυρετός, προσπαθούσαν να διαπεράσουν το χρόνο και να σβήσουν τις πλάκες από γρανίτη, τους βράχους από φρίκη της παιδικής του ηλικίας».

«Εξηγήστε μου γιατί δεν έμεινα στο δωμάτιο· γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να βρω την Πόρσε Καρέρα μου· γιατί φταίω εγώ για όλα όσα έγιναν; Εσείς σίγουρα ξέρετε».

Όταν κάποτε έπαψε να μιλάει, ο Πάτρικ Γιόρνταν δεν ήταν μεγαλύτερος από έξι ετών. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του Φρανκ ανήμπορος, εξουθενωμένος, παραδίδοντάς του το γρανιτένιο κορμί του. Ήλπιζε πως ο άγνωστος άντρας θα ήξερε να αγκαλιάζει το ίδιο καλά με την Έστερ, τη μόνη που ήταν ικανή να παρηγορεί με την αγκαλιά της τα δάκρυά του. «Βαθιά μέσα του […] ελπίζει ότι ο επιθεωρητής έχει λίγη δύναμη, κρυμμένη, μυώνες που δεν φαίνονται· και θα τον κρατήσει έτσι αγκαλιασμένο, δεν θα τον αφήσει αμέσως».

«Γιατί δεν έκανα τίποτα; Γιατί έκλεισα τ’ αφτιά μου κι έμεινα χωμένος πίσω από τον καναπέ σαν φοβητσιάρης;»

Από εκείνο το βράδυ, που ήταν λίγο πιο σκοτεινό από τα άλλα βράδια της παιδικής του ηλικίας, ο Φρανκ θυμόταν τη σιωπή. «Τέτοια ησυχία δεν έχω ξανακούσει. Κι αν έμεινα πίσω από τον καναπέ, αν δεν βγήκα, αν δεν με είδε κανείς, είναι επειδή η σιωπή ήταν τόσο ευχάριστη, τόσο βολική, με τύλιξε ολόκληρο, με πλημμύρισε – αυτό πιστεύω σήμερα. Τι μπορούσα να κάνω; Πέστε μου: πώς θ’ αντιδρούσατε εσείς σε τέτοιου είδους κατάσταση; Πώς; Δεν θ’ αντιδρούσατε καθόλου, ό,τι στοίχημα θέλετε».

Παραδίδοντας στον Φρανκ το ημερολόγιο της γυναίκας του, ο Λούντβιχ τού έτεινε τα χέρια σαν να περίμενε να του περάσει χειροπέδες. Εδώ και είκοσι χρόνια φυλούσε στη σοφίτα του το στυγερό κληροδότημα της γυναίκας του, «ένα πράσινο τετράδιο γεμάτο μοναξιά που καθρεφτιζόταν στα μάτια του». Αν ο Λούντβιχ έσκιζε από τα ημερολόγια την 14η Φεβρουαρίου, η Ντόρις έγραφε στο ημερολόγιό της για όλες τις ημέρες που ακολούθησαν εκείνη τη μέρα χωρίς όνομα. Και επειδή ο άντρας της, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, είχε εγκλείσει σε ένα σπίτι της σιωπής την ίδια και την Έστερ, αποφάσισε να του αφήσει πεθαίνοντας το πράσινο τετράδιο, «σαν να ’θελε ν’ αφήσει στον άντρα της μια τελευταία φριχτή σιωπή, μια σιωπή που εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να σπάσει, αφού η ίδια δεν θα υπήρχε πια».

Ο Λούντβιχ δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι το πράσινο τετράδιο ήταν πειστήριο αθωότητας και όχι ενοχής, διότι και εκείνος (όπως ο Φρανκ, όταν διάβασε την επίμαχη φράση στο σημείωμα αυτοχειρίας) είχε μεταφράσει τις επιλογικές λέξεις της Ντόρις σαν τελεσίδικη καταδίκη. «Φεύγω. Δεν θέλω να σε ξαναδώ». Όμως, με αυτές τις λέξεις η Ντόρις καταδίκαζε τον εαυτό της, δίνοντας έτσι άφεση στον Λούντβιχ, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την ευθύνη για το θάνατο της Έστερ. Ο Φρανκ, έχοντας πλέον συνείδηση της ορθής ανάγνωσης της φράσης, μετατρέπει το πράσινο τετράδιο σε Βίβλο και υποχρεώνει τον Λούντβιχ να ορκιστεί σε αυτό ότι θα άφηνε επιτέλους την Έστερ και την Ντόρις να φύγουν μακριά του. Με τη χειρονομία αυτή δεν ασεβεί προς τη νεκρή, αλλά αντιθέτως την τιμά, αναγνωρίζοντας πως «το ημερολόγιο ήταν η Βίβλος της, το στήριγμά της για να μη χάσει το θάρρος της». Παίρνοντας στα δικά του χέρια το τετράδιο, ο Φρανκ λέει στον Βίντερ: «Κι όπως το αφήσατε αυτό από τα χέρια σας, έτσι πρέπει τώρα ν’ αφήσετε και τη γυναίκα σας. Και την κόρη σας».

Αν μη τι άλλο, ο Φρανκ γνώριζε πόσο επίμονα και ενοχλητικά μπορούσαν να αποδειχθούν τα φαντάσματα.

Στο ημερολόγιο της Ντόρις επιτελείται μία ακόμη υποβόσκουσα αντιμετάθεση. Κρατώντας ένα ημερολόγιο πένθους, η Ντόρις αντέγραφε ερήμην της ένα άλλο πρόσωπο του βιβλίου. Πρόκειται για την Αντριάνα Βαλντ, η οποία πρωταγωνιστεί σε ένα ιντερμέδιο, φαινομενικά ξεκομμένο από την πλοκή, αλλά αποκαλυπτικό για την ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα, που βρίσκεται σταθερά στον πυρήνα της αφήγησης. Ο Φρανκ τη συναντά στο αεροδρόμιο του Μονάχου. Βλέπει μια γυναίκα με σκούρο ταγέρ να γράφει σε ένα μαύρο δερμάτινο ημερολόγιο και πηγαίνει και κάθεται δίπλα της. Τον τράβηξε η θλίψη που εξέπεμπε η μορφή της. Η συνομιλία του Φρανκ με την άγνωστη γυναίκα είναι ένα τα πιο συγκινητικά κομμάτια του βιβλίου. Και πάλι έχουμε να κάνουμε με την απόσπαση μιας ομολογίας ενοχής, την οποία η Αντριάνα δεν διστάζει να εμπιστευτεί στον πρώην επιθεωρητή. Η Αντριάνα πενθεί την αδελφή της, η οποία δολοφονήθηκε. Τη σκότωσε η Βόρεια Θάλασσα. Και πάλι η αυτοκτονία προτείνεται σαν δολοφονία. Αλλιώς το μέγεθος της ενοχής θα ήταν αβάσταχτο. Η Αντριάνα ήταν πάντοτε κοντά στην αδελφή της κι όμως δεν πήρε είδηση τίποτα. Ακούγοντάς την ο Φρανκ ένιωσε να αφυπνίζεται μέσα του κάτι οικείο, η «ηχώ μιας άλλης, ξεχασμένης φωνής». Η φωνή της Αντριάνας τού θύμιζε «εκείνη την άχρονη νύχτα στην περιποιημένη μονοκατοικία, όπου μια ξένη γυναίκα είχε αρχίσει να χάνει τη ζωή της».

Όπως η Ντόρις, η Αντριάνα ήταν μια γυναίκα «θυμωμένη από λύπη». Προϊδεασμένος από μια δυσεξήγητη διαίσθηση, ο Φρανκ υποψιάζεται ότι η γυναίκα είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Ζούσε μόνο για το θάνατο. Γι’ αυτό πηγαίνει και της μιλάει, για να την κρατήσει στη ζωή, για να επανορθώσει την ολιγωρία του απέναντι στην Ντόρις Βίντερ, τη δειλία του απέναντι στη μητέρα του. Και εκείνη συναινεί σε αυτή την απρόσμενη συνάντηση, «για να μη σκέφτεται την αδελφή της», στην οποία έγραφε εδώ και δύο χρόνια. Ίσως χάρη σε αυτή τη συνάντηση, «μετά από τόσες περιπλανήσεις, τόσες ικεσίες, τόσους εξορκισμούς, τόσες κατάμαυρες νύχτες δίχως άστρα και τόσα δάκρυα παγωμένα», ίσως κατάφερνε να τα αφήσει όλα πίσω της και να προχωρήσει.  

Στο παγωμένο βλέμμα της γυναίκας ο Φρανκ διέκρινε «μιαν αγιάτρευτη, αμετάκλητη σύγχυση». Το βλέμμα της είχε την «αύρα του διωγμένου ανθρώπου», το τάραζε μια διακαής αναζήτηση. Η Αντριάνα Βαλντ «ψάχνοντας μιαν άγκυρα στην παγωμένη θάλασσα των σκέψεών της κοκάλωνε από το κρύο ξανά και ξανά». Φαινόταν σαν να είχε χάσει το δρόμο της, έμοιαζε με βαλίτσα παρατημένη σε έναν ιμάντα, ένα πράγμα χαλασμένο· «περίμενε κάποιον να ξανανάψει τα φώτα· περίμενε έναν μηχανικό να της επιδιορθώσει τη μηχανή, ή τουλάχιστον να της εξηγήσει πώς είχαν φτάσει ώς εκεί τα πράγματα».

Ένας άντρας χωρίς σημασία και μια γυναίκα επίσης χωρίς σημασία, συζητούσαν Παρασκευή μεσημέρι σε ένα εστιατόριο, στο αεροδρόμιο του Μονάχου. Κι όμως από αυτό το αντάμωμα εξαρτιόταν η ζωή τους. Ο Φρανκ σκέφτηκε πως «το τραπέζι όπου κάθισε βλέποντας τη γυναίκα ήταν κρατημένο γι’ αυτόν». Στη φωνή της Αντριάνας Βαλντ, «βραχνή από τα τσιγάρα και το οινόπνευμα και τις άλλες φουρτούνες, που έμοιαζαν όλες να ’ρχονται από τον βόρειο πόλο της ζωής της», αναγνώριζε τον τόνο, «τον βραχνό απόηχο της φωνής μιας άλλης γυναίκας, που είχε βουβαθεί πριν από είκοσι χρόνια: της Ντόρις Βίντερ».

«Φεύγω. Δεν θέλω να σε ξαναδώ», έγραψε η Ντόρις Βίντερ στο ημερολόγιό της την προηγουμένη του θανάτου της. Την επόμενη μέρα αντέγραψε τις έξι λέξεις στο σημείωμα της αυτοχειρίας της και κρεμάστηκε από τη μηλιά του κήπου της. Ήταν η 21η Μαΐου και γιόρταζε τα τεσσαρακοστά δεύτερα γενέθλιά της. Η αδελφή της Αντριάνας γιόρτασε με παρόμοιο τρόπο τα γενέθλιά της, βουτώντας Φεβρουάριο μήνα σε μια παγωμένη, χειμέρια θάλασσα.

Πέντε ημέρες πριν δώσει τέλος στη ζωή της, η Ντόρις γράφει στο ημερολόγιό της: «Κοιτάξου στον καθρέφτη, Ντόρις Βίντερ. Είσαι γριά γυναίκα, κοντεύεις σαράντα δύο χρονών. Παντρεύτηκες έναν άντρα που τ’ όνομά του θα πει Χειμώνας, στο επίθετό του χιονίζει ασταμάτητα».

Ο Λούντβιχ Βίντερ γιόρτασε τα εξηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, που συνέπιπταν με τη Μέρα των Ψυχών, πηγαίνοντας να επισκεφτεί ένα μέρος γεμάτο φαντάσματα, το σπίτι του Γιάκομπ Φρανκ. Αργότερα το ίδιο βράδυ συναντά σε ένα μπαρ τον φαντασιώδη διώκτη του, έναν άντρα με το όνομα Ενβέρ, ο οποίος δεν άφηνε ποτέ από τα μάτια του όποιον έφερε το όνομα Λούντβιχ. Έτσι λεγόταν ο αδελφός του, τον οποίο είχε σκοτώσει. Ο Ενβέρ φοβόταν πως ένα συνονόματο φάντασμα θα ερχόταν να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Λούντβιχ, πάλι, ήλπιζε ότι ο Ενβέρ ήταν κάποιος που στα κρυφά κυνηγούσε τον δολοφόνο της δεκαεφτάχρονης Έστερ, κάποιος που του είχε στήσει παγίδα για να τον σκοτώσει, όπως είχε σκοτώσει κάποτε έναν άλλον Λούντβιχ.

«Δεν την ήθελε άλλο τη ζωή της». Η σκέψη σφυροκοπά την Αντριάνα Βαλντ. Ανυπομονούσε να φύγει. Στο λαρύγγι της απλωνόταν ήδη η γεύση του δυνατού κρασιού, αναμεμειγμένου με τα χάπια που με προσοχή είχε μαζέψει. Ο άγνωστος άντρας στεκόταν εμπόδιο στη φυγή της. Της κρατούσε το χέρι. Προσπαθούσε με μεγάλη ευγένεια να ζεστάνει τα παγωμένα της δάχτυλα. Αυτό το κράτημα την ξάφνιασε, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της, αλλά δεν τράβηξε το χέρι της· «αντί γι’ αυτό μισάνοιξε το στόμα κι η ανάσα της έγινε γρήγορη, ρηχή, ταραγμένη, αναποφάσιστη, στα πρόθυρα του πανικού». Οι παλάμες του Φρανκ σκέπαζαν τα χέρια της και εκείνη ένιωθε τα νύχια της να χώνονται στο κρέας του. Ο άντρας την παρακαλούσε: «Μην αφήσετε τον ήλιο να δύσει άλλη φορά, Αντριάνα, πάνω στο θυμό σας».

«[…] αυτός, πιο κοντά της απ’ όσο άλλος κανείς τα τελευταία δύο χρόνια, την κλόνισε με την ακλόνητη παρουσία του»· «αυτός ο άντρας, σκεφτόταν, τα κατέστρεψε όλα – κι αυτή τον είχε αφήσει· ήταν μια δειλή, η αδελφή της θα την περιφρονούσε».

Η αδελφή της θα την περιφρονούσε. Μήπως και η Ντόρις Βίντερ είχε αυτοκτονήσει για να γλυτώσει από την περιφρόνηση της κόρης της; Η σκέψη παιδεύει τον Φρανκ. «Μήπως η Ντόρις Βίντερ είχε νιώσει θαυμασμό για την πράξη της κόρης της, μήπως είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει την Έστερ από τη νύχτα εκείνη κιόλας που ήταν ο ίδιος μαζί της;»

Η αδελφή της δεν την ήθελε άλλο τη ζωή της. Είχε αλλάξει και η Αντριάνα δεν είχε ιδέα. Πενήντα έξι χρόνια έζησε μαζί της και δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν το χωρούσε το μυαλό της πως μέσα σε τόσο πολύ καιρό είχε σωρευτεί τόσο πολλή σιωπή. Θύμωνε με την αδελφή της που ποτέ δεν της είπε την αλήθεια, που ποτέ δεν της μίλησε, αν και συνέχεια μιλούσαν. Συγκλονίζει το σημείο, καθοριστικό για την κατανόηση όλων των δραματικών προσώπων, όπου η Αντριάνα μιλάει στον Φρανκ για την πιο επονείδιστη πλάνη της, που εδραζόταν στην ανάγκη κάθε ανθρώπου να βλέπει τα αγαπημένα του πρόσωπα σαν πλάσματα αναλλοίωτα, ανεπηρέαστα από τον χρόνο και τη δυστυχία που φέρνει. Η απώλεια της αδελφής της την είχε αναγκάσει να παραδεχτεί πως όλοι αλλάζουν. Κάτι που δεν αντέχεται, διότι δεν αντιμετωπίζεται.

«Συνέχεια, σ’ όλη μας τη ζωή, επιμένουμε να βλέπουμε τον ίδιο άνθρωπο. Τον θέλουμε ίδιο κι απαράλλαχτο. Να μείνει για πάντα όπως ήταν. Κι επειδή αυτό είναι τρελό, επειδή κανένας δεν μένει για πάντα ο ίδιος που ήταν κάποτε, τους κοιτάζουμε και τους βλέπουμε μέσ’ από το φακό της δικής μας επιθυμίας και φαντασίας, σαν ν’ ατενίζουμε από ένα παράθυρο το παρελθόν που έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει».

Μέσα μας, όμως, ξέρουμε ότι αφηνόμαστε να ξεγελαστούμε. Μια φωνή αντηχεί μέσα μας, επαναλαμβάνοντας ότι αυτή η αυταπάτη δεν είναι παρά ένα ολέθριο ψέμα. «Και τη διώχνουμε τη φωνή, δεν είναι δύσκολο αυτό, και μπαίνει ο άλλος στο δωμάτιο και τον κοιτάζουμε και τον παίρνουμε από το χέρι και του μιλάμε όλο το βράδυ, όλη μας τη ζωή, του μιλάμε σαν να μιλάμε σε μια κούκλα που έχουμε φτιάξει μόνοι μας, για να μην είμαστε αφόρητα μόνοι στη σιωπή».

Αργότερα, σελίδες μετά τη συνάντησή του με την Αντριάνα Βαλντ, ο Φρανκ ακούει την Ζίγκριντ Νικλ, μια φίλη της Ντόρις, να του μιλάει και εκείνη για αυτό το ξεγέλασμα, για αυτό το προστατευτικό αλληθώρισμα, εν μέρει άγνοια εν μέρει ανάγκη. Όπως λέει στον επιθεωρητή, υπάρχουν άνθρωποι, ακόμα και πολύ κοντινοί σου, που είναι αδύνατον να τους καταλάβεις, διότι δεν θέλουν να τους καταλάβεις. «Κάθεσαι απέναντί τους και νομίζεις ότι τους ξέρεις, αλλά δεν βλέπεις παρά μόνον αυτά που φορούν, δεν ακούς παρά τα λόγια που λένε. Στην πραγματικότητα δεν έχεις ιδέα πώς είναι όταν βγάζουν τα ρούχα τους, δεν ξέρεις αν κλαίνε όταν μένουν μόνοι τους. Και ξεγελιόμαστε όλοι, ξεγελιόμαστε πρόθυμα. Ίσως επειδή διαφορετικά δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε, θα ’μασταν ανίκανοι ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση».

Συζητώντας με τον Φρανκ, η Ίνγκε αντιλήφθηκε αμέσως ότι ο άντρας απέναντί της δεν έδειχνε σε κανέναν ποιος στ’ αλήθεια ήταν, γιατί δεν ήθελε κανένας να καταλάβει «πόσο ζοριζόταν στ’ αλήθεια». Όταν αναφέρθηκε στον κλειστό χαρακτήρα της ανιψιάς της, η οποία προς τα έξω έδειχνε ξέγνοιαστη και σίγουρη για τον εαυτό της, ενόσω μέσα της «υπήρχαν και δούλευαν άλλες δυνάμεις», στην ουσία απευθυνόταν στον Φρανκ. «Την ξέρουμε όλοι από πρώτο χέρι αυτή την κατάσταση, μερικοί άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν αυτή τη φάση ώς τα βαθιά τους γεράματα».

Όταν ο Φρανκ γνώρισε τον Πάτρικ Γιόρνταν, σκέφτηκε: «Κι άλλος ένας άνθρωπος με ίσκιο διπλό». Ο Λούντβιχ πέρασε το βράδυ των Αγίων Πάντων πρώτα με τον Φρανκ κι ύστερα με τον Ενβέρ, στην προσπάθειά του να δραπετεύσει «από την πεισματική βαρύτητα της ίδιας της σκιάς του». Η Έστερ πέθανε αθέατη, καταπλακωμένη από την ίδια της τη σκιά. Ένα μεσημέρι Παρασκευής μια άγνωστη γυναίκα λέει στον Φρανκ: «Ένας ντυμένος ίσκιος είμαι, ο ίσκιος που ρίχνει η πεθαμένη μου αδελφή. Και μ’ αρέσει που είμαι ο ίσκιος της. Αυτό είμαι».

Όπως απάλλαξε τον Λούντβιχ Βίντερ από το πράσινο τετράδιο της γυναίκας του, ο Φραν απάλλαξε και την Αντριάνα Βαλντ από το μαύρο δερμάτινο ημερολόγιό της. Περισσότερο από αγγελιαφόρος θανάτου, ήταν παρηγορητής. Έχοντας εξορίσει τους παραλήπτες της τρομερής είδησής του από τη μέχρι τότε ζωή τους, τους βοηθούσε ύστερα να συμφιλιωθούν με τη ζωή που θα έπρεπε στο εξής να ζήσουν. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, ο Φρανκ αποζητούσε στο πένθος των άλλων τη λύση του δικού του πένθους, την άρση του δικού του ίσκιου.

Το μυθιστόρημα του Άνι είναι ένα αριστουργηματικό σύνθεμα κατερειπωμένων, εκριζωμένων φωνών. Μολονότι η δυναμική της γραφής εκρέει από τα διαλογικά μέρη, η δεσπόζουσα εντύπωση είναι η αντιπαράθεση ανεπίδοτων λόγων, η δίχως απόκριση, απαρηγόρητη μοναξιά τους. Φωνές εν τη ερήμω. Σιγανοί, υπόκωφοι κλαυθμοί, σαν θροΐσματα φύλλων σε ένα απέραντο, σκοτεινό δάσος, σπαρμένο με απολιθώματα απωλειών. Φωνές στραγγαλισμένες, στομωμένες από τη θηλιά της σιωπής, την πνιγμονή της μελαγχολίας. Φωνές που αντιπαλεύουν τα ουρλιαχτά των απόντων, την οχλοβοή των τάφων. Αντηχήσεις που φυλλορροώντας χτυπιούνται στους τοίχους άδειων δωματίων. Οιμωγές που σβήνουν σε μια φονική σιγή. Δάκρυα αργόσυρτα, ατελείωτα, που νοτίζουν τις άκρες των χειλιών. Ο Λούντβιχ, που διαρκώς σκουπίζει το στόμα του με το μπλε μαντίλι του, είναι σαν να κλαίει από τα χείλη. Η σιωπή του είναι ένας λυγμός στο χείλος του στόματός του.

Η απλή, αστόλιστη γλώσσα, περίτεχνη απομίμηση προφορικότητας (η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου διακρίνεται για τη θαυμαστή της αμεσότητα), επιτρέπει στον αναγνώστη να παρασυρθεί από την υπαρξιακή θύελλα που σαρώνει τους ήρωες. Η παλινδρόμηση της γραφής ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο πρόσωπο υποδεικνύει το ατομικό πάθος σαν θραύσμα ενός συλλογικού, δύστηνου πεπρωμένου. Τα εκπληκτικά ψυχογραφήματα, που καθηλώνουν με τη διεισδυτικότητά τους και τις υποδηλούμενες ταυτίσεις, ενώνουν τα δραματικά πρόσωπα σε έναν χορό θανάτου. Σαν να υπακούν σε ένα απροσδιόριστο προσκλητήριο, μαζεύονται όλα μαζί στο σπίτι του Φρανκ για να γιορτάσουν σφιχταγκαλιασμένα τη Μέρα των Ψυχών.

Ο Γιάκομπ Φρανκ ενσαρκώνει έναν ιδιωτικό πόνο, ο οποίος διαχέεται σε δάνειες λύπες. Οι συνομιλητές του προσωποποιούν τις εκβολές της απελπισίας του, του ισόβιου πένθους του για την απώλεια της μητέρας του. Γι’ αυτό όλοι δέχονται με ανακούφιση την αγκαλιά του, σαν να επιστρέφουν σε ένα λίκνο, απ’ το οποίο βίαια εκδιώχθηκαν. Χαρακτηριστική είναι η έκτυπα αναληθοφανής μορφή του Πάτρικ Γιόρνταν, σαρξ εκ της σαρκός του Φρανκ, που εμφανίζεται με τρόπο θαυματουργικό στις τελευταίες σελίδες. Όταν ο Φρανκ τον παίρνει αγκαλιά είναι σαν να αγκαλιάζει τον εαυτό του, το μοναδικό πρόσωπο που δεν καταφέρνει να παρηγορήσει.  

Όταν αγκαλιάζουμε κάποιον, είναι αδύνατον να δούμε το πρόσωπό του. Φανταζόμαστε την όψη του που παρηγορούμε. Και αυτό είναι η πλάνη μας. Διότι κρατάμε στα χέρια μας ένα απείκασμα των επιθυμιών μας, ένα πλάσμα φαντασιακό, σαν τους ίσκιους που ανασαλεύουν στο σκοτάδι. Ο Γιάκομπ Φρανκ κράτησε εφτά ώρες στην αγκαλιά του την Ντόρις Βίντερ, αλλά δεν κατάλαβε ότι με το που τον αντίκρισε στο κατώφλι της, εκείνη είχε ήδη φύγει απ’ οπουδήποτε θα μπορούσε ποτέ να βρίσκεται, να υπάρχει. Το μυθιστόρημα του Φρίντριχ Άνι είναι το χρονικό της ατέρμονης μεταμέλειάς μας για όλα όσα αφήνουμε να γλιστρήσουν από τα χέρια μας. Η Έστερ Βίντερ γλίστρησε από το δέντρο και πέθανε. Ήταν σίγουρη για την αγκαλιά που θα την έσωζε, αλλά κανείς δεν πρόλαβε να την κρατήσει. Δεν είχε ιδέα πόσο μόνη ήταν. Όλοι μας ξεγελιόμαστε, πολύ πρόθυμα ξεγελιόμαστε. 

 

μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg 

  

Lina Pantaleon

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular