Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Έχουμε την τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια», τόνιζε ο Φρ. Νίτσε. Γιατί μια βαθύτερη αλήθεια αναζητεί, εκών άκων ο καλλιτέχνης, η κάθε καλλιτεχνική συνείδηση. Είτε το παραδέχεται είτε όχι. Για να δικαιολογήσει τη ζωή της όλη, για να εξηγήσει το ακατανόητο και το άδικο της πραγματικότητας. Για να αποσείσει την αφόρητη αμεσότητα του πραγματικού.

Κατασκευάζει λοιπόν μιαν άλλη πραγματικότητα ή καλύτερα μεταμορ-φώνει την παρούσα, τη μετασχηματίζει, τη μεταλλάσσει αισθητικά, στο μέτρο των δυνάμεών του, έτσι ώστε να τον δεχθεί πάνω της, και να τον εγκαταστή-σει στην επικράτειά της. Να τον αποδεχθεί. Τη φτιάχνει επομένως πιο φιλεύ-σπλαχνη για τον ίδιο. Αυτή, θα τον καταξιώσει και θα τον κολακεύσει, η αισθητοποιημένη πραγματικότητα, αυτή, θα του πει τα καλά λόγια που όφειλε να του είχε πει η άλλη, η μοχθηρή.

Σκηνικό εκτύλιξης της ιστορίας του, του μύθου τού κάθε συγγραφέα, το πιο γνωστό και οικείο του. Εκεί μόνο θα διαδραματιστεί το δικό του «παίγνιο», το παιγνίδι του, με τη φιλοσοφική διάσταση του όρου. Εκεί, θα παίξει ο κάθε συγγραφέας. «Παίζουμε, γιατί το αντίθετο του παιγνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα», θυμίζω τον Φρόυντ. Ποιος είναι αυτός ο τόπος λοιπόν; Εκείνος που μοιάζει στο γενέθλιο τόπο. Στο γενέθλιο τόπο της ψυχής εννοώ. Αυτός μας αθωώνει. Η επιστροφή σ’ αυτόν μας φέρνει κοντά στον αυθεντικό εαυτό μας, στην αναλλοτρίωτη φύση μας. Εκεί, παραμένουμε εσαεί αθώοι. Εκεί υπάρχει ακόμα, σκεπασμένο κάτω από συστάδες θάμνων και δέντρων αγνώριστων–πρωτόγνωρων, το κρυφό μονοπάτι, «η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο», η ποιητική φύση μας. Και μέχρι ποιας ηλικίας δικαιούμαστε άραγε να κάνουμε τούτο το παιγνίδι; Η καλλιτεχνική συνείδηση δεν αποδέχεται τη συμβατική ηλικία. Η καίρια «συνάντηση» με τον αυθεντικό εαυτό, είναι που αναδεικνύει το νεαρό ή γεροντικό της ηλικίας. Άρα, οι δημιουργοί είναι πάντα νέοι, αφού ό,τι μοιράζονται και προσφέρουν είναι ουσιώδης, φρέσκος χρόνος. Αυτόν, έχουν αντλήσει από το βαθύ πηγάδι της συνείδησης. Χρόνο, εμπεριέχει η όποια αλήθεια μας και έξω από τις τυπικές καταμετρήσεις, καταφαίνεται και αναδεικνύεται ο δημιουργικός χρόνος κι ο ίδιος ο δημιουργός, η πραγματική ηλικία του.

Ο Α.Ρ. επιδεικνύει επομένως, με την «Ματωμένη Ταυτότητά» του, το πρώτο του μυθιστόρημα, χωρίς ίσως να το υποψιάζεται, τη νεανικότητά του. Σαρκάζοντας μια συμβατική πραγματικότητα, μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Μας προσκαλεί στο παιγνίδι του.

«In interiore homine habitat veritas», έλεγαν οι Λατίνοι. «Η αλήθεια εγκρύπτεται στα βάθη». Ωστόσο, υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν πως δεν είναι απαραίτητο να αντλήσει από το βαθύτερο εαυτό ο δημιουργός. Μπορεί και να επιλέξει να ψαρέψει μιαν αλήθεια, στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στα πρόδηλα. Να εκθέσει μια προφανή ή ασήμαντη εκδοχή της καθημερινότητάς του. Μια τέτοια επιλογή, είναι σίγουρα εκ του πονηρού και αποτελεί δόλια αφηγηματική τακτική, αφού ως γνωστόν, με την καθημερινότητά του αντιμάχεται ο κάθε καλλιτέχνης. Κι όσο πιο αδιάφορο φαίνεται ένα θέμα, όσο πιο συνηθισμένο, τόσο πιο επικίνδυνο καθίσταται για να υπαινιχθούν εκεί οι σιωπές του, να εξαχθούν τα κρυφά νοήματα και να τελεσφορήσουν οι συγγραφικές του επιδιώξεις. Νεανικός, αλλά και χθόνιος ταυτόχρονα ο συγγραφέας μας.

Είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα εξ ανάγκης ελαφρύ και επιδερμι-κό, ένα αναλώσιμο προϊόν; Αυτή η άποψη του περασμένου αιώνα έχει εύλογα εγκαταληφθεί. Το αντίθετο αποδεικνύεται μάλιστα σήμερα, αφού μια αστυνομική – απρόβλεπτη πλοκή, φαίνεται να κανοναρχεί τις ζωές μας. Με παρόμοιο, αστυνομικό τρόπο, περιπλέκονται την κάθε μέρα και οι πιο απλές προσωπικές υποθέσεις μας. Οι φόνοι, καθημερινή ρουτίνα πλέον. Εκείνους που φαντασιώνουμε και αποπειρώμαστε, χωρίς να τους αποτολμούμε, εν διανοία, και όσους ακόμα εμείς οι ίδιοι υφιστάμεθα. Άλλωστε, η πλοκή σε κάθε μυθιστόρημα, μια πρόφαση της αφήγησης υπήρξε. Κατ’ εξοχήν στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Κι όσο συντίθενται τα πράγματα, τόσο και η πραγματικότητα καθίσταται ακόμα πιο σύνθετη και απαιτητική. Όπως και η δική μας δεδομένη αθωότητα, ευάλωτη αποδεικνύεται και αμφισβητήσιμη.

Με «ματωμένη ταυτότητα» κυκλοφορούμε επομένως όλοι, είτε το ξέρουμε είτε όχι. Είτε το έχουμε συνείδηση, είτε δεν το’χουμε ούτε καθόλου υποψιαστεί. Και εγκλήματα διαπράττουμε, και φόνους, κι ας παριστάνουμε πως αυτά αφορούν πάντα στους άλλους. Ότι οι άλλοι φταίνε μόνιμα και πως «η κόλαση είναι», ως γνωστόν, «πάντα οι άλλοι». Κι εμείς αναμάρτητοι. Αυτό μου φαίνεται υπαινίσσεται ειρωνικά, σαρκάζοντας τους ανίδεους αναγνώστες του, ο συγγραφέας. Αυτό υπενθυμίζει.

Ετούτη την αθωότητα κατορθώνει να αποδομήσει ο Α.Ρ. και με μεθο-δικότητα και διακριτικότητα να μας καταδείξει, μέσα από την ανάπτυξη της ιστορίας του, τα αφανή και τα κρύφια που διέπουν μια συνηθισμένη και κοινότοπη πιθανώς υπόθεση, την επίπονη πορεία της αναζήτησης ταυτότη-τας ενός νεαρού άντρα. Να καταδείξει ενοχές.

Όλα, κατά τον Ανδρέα Ρήγα, είναι πιο σύνθετα, απ’ όσα διακρίνει μια αφελής, ανέμελη προσέγγιση. Στις μικρές, στις ασήμαντες περιπέτειές μας εγκρύπτεται εν σπέρματι η ολική θεώρηση των πραγμάτων.

            «I can see the world in a grain of sand, and the heaven in a wild flower»

ακολουθεί τον William Blake. Μόνο μέσα από το μικρό, το ασήμαντο, μπορούμε να αναχθούμε στο γενικό και να έχουμε μια ολική θέαση του κόσμου.

«Τα πάντα είναι γρίφος, και το κλειδί για τον γρίφο είναι κι αυτό γρίφος». Αυτή η χαρακτηριστική ρήση του Emerson, επιλέγεται ως προμετω-πίδα του βιβλίου. Ο συγγραφέας κάνει καθαρούς λογαριασμούς, προϊδεάζει πως πίσω από την ανώδυνη εκτύλιξη της αφήγησής του, τα πράγματα είναι πιο σκοτεινά και ασαφή. Προφυλάσσεται κατ’ αυτόν τον τρόπο από τον προπέτη αναγνώστη που θα θεωρήσει πως μπορεί να μπαίνει θρασύς σε μια εύκολη και προβλέψιμη ιστόρηση, σε μια ανώδυνη βόλτα. Ο Ρήγας νίπτει τας χείρας του, γιατί αυτός γνωρίζει πως καμιά βόλτα δεν είναι ανώδυνη. Τουναντίον, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει.

Ύπουλος ο αφηγητής, και μάστορας ωστόσο, με γοητευτική ροή της γλώσσας, ξεκινά σε πρώτο πρόσωπο να μιλάει απλά, καθώς προείπα, επιχει-ρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να σαγηνεύσει τον αναγνώστη, να τον αποπλανή-σει για να περπατήσει μαζί του στην ιστορία. Έχει συνείδηση πως ο ρυθμός της αφήγησης είναι ο αναγκαίος όρος της σαγήνης του αναγνώστη. Το υπ’ αριθμόν 1, από τα 78 μικρά κεφάλαια των 531 σελίδων του βιβλίου του, αποτελεί και την πεμπτουσία των προθέσεών του, η οποία συνοψίζεται θα ’λεγα στο μότο: «Η ζωή είναι μικρή, η στιγμή τεράστια». Ένας αναστοχασμός δηλαδή πάνω στο χρόνο, ο οποίος κατά τον Ρήγα, συγκροτείται με τις στιγμές. Η διάρκεια γίνεται αισθητή μόνο μέσω των στιγμών. Είναι ένας κονιορτός από στιγμές. Μια ομάδα σημάτων, τα οποία αναπτύσσουν μικρή ή μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ τους, μέσω ενός φαινομένου προοπτικής. Φρουρός του χρόνου η μνήμη, διατηρεί μόνο τη στιγμή. Δεν διατηρεί τίποτε, απολύτως τίποτε, από την περίπλοκη και τεχνική αίσθηση, που είναι η διάρκεια, λέει ο Γκαστόν Μπασλάρ.

Το αρχικό και καταλυτικό ταυτόχρονα πρώτο κεφάλαιο, αυτή τη θέση συνοψίζει. Γόνιμες στιγμές συνθέτει, με αξιοζήλευτη άνεση, η αφηγηματική περσόνα. Ό,τι ταλανίζει τον Ρήγα και το δύο σελίδων πρώτο κεφάλαιο, η πορεία προς το άγνωστο, καθώς συγκροτεί την αλυσίδα των στιγμών του. Τι ιστορία θα συνταιριάξει. Γιατί «μας πάει» η ιστορία, δεν «την πάμε» εμείς. Μας έλκει η φύση του αγνώστου και οι παγίδες του. Ό,τι διέπει εξάλλου τους πρωταγωνιστές του όλους. Ο φόβος πως η πιο καθαρή ευτυχία, είναι εκείνη που χάσαμε. Υπόρρητη η θέση αυτή του συγγραφέα. Δεν εκστομίζεται. Διασπείρεται μελαγχολικά σ’ όλο το σώμα του βιβλίου, η οδύνη της απώλειας.

Δεν πρόκειται ασφαλώς, καθώς συνηθίζεται, να σας εκθέσω δηλαδή την ιστορία, τη συμβατική πλοκή, τα πρόσωπα και τη δράση των ηρώων. Τις προφάσεις της αφήγησης. Πολύ σωστά βεβαίως ο συγγραφέας αντιλαμβά-νεται πως η εκτύλιξη της δράσης δεν είναι δευτερεύον στοιχείο της αφήγησης, παρά ο τρόπος που συνιστά το συγγραφικό ύφος. Για τούτο και χρησιμοποιεί διαφορετικές τεχνικές, ώστε να παγιδεύσει, καθώς προείπα, τον αναγνώστη. Και το επιτυγχάνει αβίαστα. Όποιος καλοπροαίρετα μπει στην ιστόρηση, καθώς οφείλει, άοπλος, χωρίς την πανοπλία των εγκαθιδρυ-μένων βεβαιοτήτων και ιδεών του να εισέρχεται κανείς στην κάθε ιστόρηση, δύσκολα την εγκαταλείπει. Ακολουθεί τη ροή και το ρυθμό που ο Ανδρέας Ρήγας έχει χαράξει.

Συνηθισμένοι μικροαπατεώνες επιχειρούν μια ληστεία στην αρχή της ιστόρησης. Γνωστά πιθανόν πρόσωπα σ’ εμάς, προβλέψιμες περσόνες, όμως αφηγηματικά απόλυτα πειστικές. Ο Ρήγας όμως, δεν επιχειρεί ψυχολογικές ανιχνεύσεις ή φιλοσοφικές αναζητήσεις, για ν’αναδείξει τους χαρακτήρες και το βάθος τους. Επενδύει αποκλειστικά στη δράση τους. Απ’ αυτήν θα καταδειχθεί στον αναγνώστη η ιδιαιτερότητα του κάθε ήρωα. Η απαρχή της ιστορίας κοινότοπη. Μια ληστεία σε βίλα στην Κηφισιά. Καλό αυτό ή κακό; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μάλλον πιο δύσκολα στο κοινότοπο, αναδεικνύε-ται από τον συγγραφέα, το ξεχωριστό. Από την αρχή λοιπόν ένας φόνος. Ο υποψιασμένος αναγνώστης καταλαβαίνει πως δεν θα είναι ο μόνος. Θα ακολουθήσουν σίγουρα κι άλλοι.

Ο φόνος είναι ασφαλώς μια ακρότατη και τελεσίδικη εκδοχή της όποιας δράσης. Πρόκειται για καταφυγή στην απόλυτη υπέρβαση του μέτρου. Ο φόνος ορίζει την ένταση και την ποιότητα του παιγνιδιού. Όλη η διαδικασία της αφήγησης, ό,τι επιχειρεί, να αναστείλει το φόνο. Ή, πιθανώς, να συγκροτήσει τις συνθήκες του. Η απόκρυψη, η αποκάλυψή του, η διαχείρισή του, είναι υπόθεση δυσκολώτατη. Όταν όμως συντελείται, ευθύς εξ αρχής, αυτό που επιχειρείται, τουλάχιστον εδώ, σε τούτο το μυθιστόρημα, είναι η εύλογη αιτιολόγηση όσων θα ακολουθήσουν. Γι’ αυτό το λόγο επισυμβαίνει νωρίς ο πρώτος φόνος. Λειτουργεί ως προοικονομία άλλων. Κάτι σαν εμβολιασμός, για μια ανοσία του αναγνώστη, ώστε να δικαιολογήσει τους επόμενους, και να αντιληφθεί την εύλογη νομοτέλειά τους, να τους αποδεχθεί. Όπως και να αισθανθεί κανείς πως οι φόνοι είναι συμβατικά μέσα της πλοκής, αλλού παίζεται το παιγνίδι. Το ψευδορεαλιστικό πλαίσιο του αστυνομικού μυθιστορήματος εύκολα γίνεται, κατά σύμβαση, αποδεκτό.

Στερεοτυπικοί και προβλέψιμοι οι δύο αρχικοί ήρωες, καθώς και ο αστυνόμος, ο αναγκαίος μοχλός της αφήγησης. Όπως συμβαίνει στα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα, ο Νάσος και  η Άννα, καθώς και οι πιο πολλές περσόνες της αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι τύποι συνηθισμένοι. Όμως, σ’ αυτό, το προβλέψιμο της δράσης τους, εγκρύπτεται, πιστεύω, η τραγικότητα της ζωής μας.

Επειδή μια ανατροπή προσδοκούμε που δεν έρχεται από τέτοιους χαρακτήρες–καρικατούρες. Που μας μοιάζουν όμως και τους μοιάζουμε. Που διαιωνίζουν την ακινησία τους. Και τη δική μας. Ή, τουλάχιστον, τους μοιάσα-με κάποια στιγμή και τίποτε δεν το αποκλείει, να το επαναλάβουμε. Αυτό φοβούμαστε στην ουσία. Μην καταντήσουμε κινούμενοι σπαστικά ως μαριονέτες. Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που αυτό προσδοκούν και σ’ αυτό εναποθέτουν. Σε μια ανόητη, μηχανιστική επανάληψη και ρουτίνα.

Τα 15 πρώτα κεφάλαια και οι πρώτες 94 σελίδες προοικονομούν έντεχνα και πειστικά την όλη εξέλιξη. Με θαυμαστή προσήλωση στη λεπτομέ-ρεια και αξιοζήλευτη αναπαράσταση των διαλόγων, οι οποίοι διαμοίβονται με φυσικότητα και χάρη, η αφήγηση ανώδυνα εκτυλίσσεται και με περιέργεια και ενδιαφέρον συμπλέει μαζί της και ακολουθεί ο αναγνώστης.

Στο 16ο κεφάλαιο, ο τριτοπρόσωπος πλέον αφηγητής, ο Μιχαήλ, ο πρωταγωνιστής, αναλαμβάνει πλέον το ρόλο του στο Μικρονήσι. Αλλάζει ο τόπος δράσης, από το αστικό τοπίο μεταφερόμαστε στο νησί. Ο Μιχαήλ είναι δάσκαλος, η Βαλεντίνη δασκάλα. Οικείος ο κόσμος για τον συγγραφέα. Άνετη επομένως η αναπαράσταση και πειστική.

Με μαεστρία, με συχνές αναδρομές στην αφήγηση, συνειρμικούς διασκελισμούς ή με την ευθύγραμμη χρονική ακολουθία, αναδεικνύεται ο τόπος της δράσης και εκτύλιξης της υπόθεσης. Μεθοδικά και με κατακτημένο ωραίο ρυθμό, χάρη στην προσεχτική γλωσσική διαχείριση, μαθαίνει ο ανα-γνώστης τα καθέκαστα, τους συγγενικούς δεσμούς των ηρώων, που δένουν έτσι τους αρμούς της ιστορίας. Αβίαστα το δράμα αναπαρίσταται. Η αναζήτη-ση της ταυτότητας, η κυρίαρχη ιδέα του μυθιστορήματος, καταφαίνεται πλέον ευκρινώς. Η συνάντηση του εαυτού επομένως και η αποκάθαρση, ώστε να μπορέσει ο ήρωας, ο καθένας μας, μια επανεκκίνηση, να στρίψει στην Σεφερική κόγχη.

Μέσα από την ρέουσα αφήγηση, φιλοσοφικές ιδέες και ποιητική ενατένιση, παρεισφρύουν απαλά, διακριτικά. Όποιος αναγνώστης είναι ικανός, όποιος «το΄χει», όπως λέμε σήμερα, χαμογελά συγκαταβατικά, μελαγχολικά, και προχωρεί στην ανάγνωση, περισσότερο ένθερμος. Ο Ρήγας, τόσα χρόνια δάσκαλος, δεν διδάσκει. Το ξέρει το μάθημά του.

Ο χώρος επίσης του μοναστηριού, κυρίαρχο σκηνικό της δράσης στο νησί. Κι αυτό το σκηνικό ο Ρήγας το κατέχει επίσης άριστα. Γι’ αυτό κι εδώ συναρπάζει η αφήγησή του. Κι έρωτας, και μυστήριο, και οι απώλειες. Παλιά και νέα δράματα. Και πρόσωπα τραγικά αναδύονται, σαν τον Ηγούμενο Επιφάνειο, που ο ήρωάς μας ανακαλύπτει την ύπαρξη και το ρόλο του απροσδόκητα. Κάτι σαν το «Όνομα του Ρόδου». Μια τέτοια αίσθηση. Νόμιμη επίκληση διακειμενικής συνδρομής. Ένα συγγενικό μυθιστορηματικό σκηνικό. Αυτά, ως το 38ο κεφάλαιο, όπου δένεται στέρεα η ιστόρηση και δικαιολογείται η προοικονομία και η όλη αφηγηματική διαχείριση.

Η ιστορία, το δράμα πλέον, εκτυλίσσεται κατά το εικώς και το αναγκαίο ως το τέλος. Παρά τον καταιγισμό των αλλεπάλληλων συμπτώσεων και των πολλαπλών συμβάντων που συνιστούν το χαρακτήρα του μυθιστορή-ματος ως αστυνομικού.

Ο έρωτας τραγικός σ’ όλες τις περιπτώσεις κι απατηλός πάντα. Φαντασία βιτριολική. Βέβαια, όλα αυτά δηλώνονται. Δεν προκύπτουν. Η αστυνομική λογοτε-χνία περιγράφει, δύσκολα εκμαιεύει. Κι ο καθείς ερμηνεύει σύμφωνα με «τα όπλα του».

«Ελάτε, θα σας πάω στον Ηγούμενο… Ο καλόγερος, ψηλός και λιγνός μέσα σε ένα ράσο που έφτανε να τυλίξει δύο σαν κι αυτόν, με τα μακριά γένια του ν’ ανεμίζουν στον αέρα και να γυρίζουν ατίθασα στους ώμους του, προπορεύονταν κουνώντας τα χέρια του μπρος-πίσω σαν δρομέας του βάδην κι ανοίγοντας τα μεγάλα κανιά του σε τεράστια βήματα. Πίσω του ο Παύλου αναγκαζόταν να τρέχει κάθε τόσο για να καλύψει την απόσταση που μεγάλωνε διαρκώς ανάμεσά τους» (477).

Μια τυχαία εικόνα, χαρακτηριστική για το ρυθμό και το ύφος της αφήγησης. Στο τέλος, ο συγγραφέας αποφαίνεται. Καταθέτει τη φιλοσοφική του θεώρηση της ζωής. Η όποια εμμονική επιθυμία αναζήτησης της απόλυτης αλήθειας, ενέχει ως τίμημα το θάνατο, συστήνοντας έτσι έμμεσα ο συγγραφέας τη λήθη και τη στωϊκή αποδοχή των πραγμάτων.

Αλήθεια και ψέματα επομένως, δεν έχει νόημα να αναζητούνται, εκτός κι αν είναι κανείς αποφασισμένος να πληρώσει τίμημα ακριβό. Η υπέρβαση των προσωπικών μας ορίων και του μέτρου μας, συνιστά την ύβρη. Γι’ αυτό κι ο Μιχαήλ πληρώνει. «Αν θέλεις ν’αρχίσεις ιστορίες, γίνε δάσκαλος. Αν θέλεις να τις τελειώσεις, γίνε μπάτσος», συμβουλεύει ο Προυστ. Μια τέτοια πορεία μου φαίνεται πως ακολουθεί ο Α.Ρ., ακολουθώντας τη συμβουλή του μεγάλου συγγραφέα.

Εγώ του εύχομαι να σταθεί τυχερός και να βρίσκει πάντα τους δολοφόνους. Το «δάσκαλος», κανείς δεν του το αμφισβητεί. Να του ευχηθώ τώρα εγώ «καλός μπάτσος», σαν να παραπάει.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular