Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 Με το Διωγμό στην ψυχή, Λίμπυ Τατά Άρσελ, Εκδόσεις Κέδρος

Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής σε τρεις γενιές

 Το θύμα συγχωρώντας επουλώνει το τραύμα, αλλά δελησμονεί

 

Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα φέτος, λόγω της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την Καταστροφή, εκδόθηκαν και συνεχίζουν να εκδίδονται σημαντικά βιβλία που προσεγγίζουν το γεγονός από διαφορετικές οπτικές γωνίες και προθέσεις. Ανάμεσά τους, το βιβλίο της Λίμπυ (Ελευθερίας) Τατά Αρσέλ (1930-2018) καθηγήτριας Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης, αν και εκδόθηκε το 2014, κατέχει ξεχωριστή θέση. Επειδή αποτελεί ίσως τη μοναδική εκτεταμένη επιστημονική προσέγγιση του τραύματος που  προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή σε ατομικό, συλλογικό και πολιτισμικό επίπεδο.

Έχοντας μάλιστα ως δεδομένο ότι περίπου το 30 με 35% των Ελλήνων είναι κατιόντες συγγενείς προσφύγων, γίνεται κατανοητό ότι το βιβλίο αφορά μεγάλο αριθμό Ελλήνων και αξίζει να διαβαστεί σήμερα με αφορμή τη θλιβερή επέτειο.  Γιατί όπως μας λέει η συγγραφέας στη λίαν κατατοπιστική εισαγωγή της για τη φύση του τραύματος,  «η αποσιώπηση, η μυστικότητα, η έλλειψη συμβολισμού και διεργασίας είναι αυτά που διαιωνίζουν το τραύμα σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο και όχι ο λόγος, η συνειδητή γνώση και η συνειδητή επαφή με το τραυματικό παρελθόν».

Η εργασία που επιχείρησε στο συγκεκριμένο βιβλίο η Τατά Αρσέλ αποτελεί εκ των πραγμάτων «διεργασία» του εθνικού μας τραύματος. Ταυτόχρονα, παραδίδει σ΄ όλους  εμάς που έχουμε κάποιο πρόγονο πρόσφυγα από τη Μικρασία ένα εργαλείο – οδηγό, που θα μας βοηθήσει να επιχειρήσουμε και τη δική μας «θεραπεία» αλλά και να διακρίνουμε τις οβιδιακού χαρακτήρα μεταμορφώσεις του «προσφυγικού τραύματος» στην πολιτική μας ζωή. Γιατί, όπως μας δείχνει η συγγραφέας το τραύμα της προσφυγιάς εντοπίζεται ακόμα και σε άτομα τρίτης γενιάς προσφύγων, ενώ στο συλλογικό – εθνικό επίπεδο συχνά αποτελεί ή μετατρέπεται σε αντικείμενο εκμετάλλευσης λαϊκιστών – εθνικιστών πολιτικών, που το αναπαράγουν – αναζωπυρώνοντάς το στο διηνεκές επιδιώκοντας κομματικά κέρδη.

Υπάρχει όμως θεραπεία από το συγκεκριμένο τραύμα και αν ναι, ποια είναι αυτή; Η Λίμπυ Τατά Αρσέλ απαντά ξεκάθαρα σ’ αυτό και μάλιστα από τον πρόλογο του βιβλίου της. Πρόκειται για την θεραπεία που πέτυχε η Τασίτσα Τατά, μητέρα της Λίμπυ και πρόσφυγας από το Τσανταρλί της Περγάμου, ένα χωριό που οι περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους του δολοφονήθηκαν το ‘22. Μια θεραπεία που στάθηκε δυνατό να ολοκληρώσει το 1986, όταν αισθάνθηκε έτοιμη να επισκεφτεί το «χωριό» της, αυτό όπου γεννήθηκε το 1910 και εγκατέλειψε δυο φορές στη ζωή της. Την πρώτη το 1914 στον πρώτο διωγμό με το πρώτο    προσφυγικό κύμα από τη Μικρασία. Κάτι που σήμερα λίγοι  γνωρίζουν στην Ελλάδα και ακόμα λιγότεροι μνημονεύουν. Τότε η Τασίτσα, νήπιο ακόμα, ακολούθησε την οικογένειά της στην απέναντι ελληνική γη, στη Μυτιλήνη. Τη δεύτερη φορά το 1922 ανεπιστρεπτί, για να επιστέψει και πάλι στη Λέσβο που έκτοτε έγινε η νέα της πατρίδα. Πρόκειται για μια θεραπεία που η ίδια συμπύκνωσε σε δυο της λέξεις. Αυτές που είπε στη Λίμπυ, όταν η κόρη με τις δυο άλλες δυο αδελφές της συνόδεψαν τη μητέρα τους στο ταξίδι «επιστροφής» στον γενέθλιο τόπο. Πρόκειται για ένα ταξίδι, που η επιθυμία πραγματοποίησής του, δεν διέκρινε αποκλειστικά και μόνο την πρώτη γενιά προσφύγων, μας λέει η Τατά Αρσέλ, αλλά και τις επόμενες, τη δεύτερη και την τρίτη, πιθανώς δε και τις επόμενες. Επειδή πλέον ο αυτοπροσδιορισμός «Μικρασιάτης» αποτελεί επιμέρους στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας και μια σειρά πολιτιστικές δράσεις και «ταυτίσεις» τον συνοδεύουν και τον διατηρούν ζωντανό παρά το πέρασμα του χρόνου. Ένα ταξίδι που πολλοί πρόσφυγες ονειρεύονταν να κάνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους (ανάμεσά τους και η γιαγιά μου, σύμφωνα με διηγήσεις του πατέρα μου), αλλά λίγοι το πραγματοποίησαν. Η Τασίτσα ήταν μια από αυτούς. Έτσι, όταν τελικά αναγνώρισε το «σπίτι» και την «αυλή» της οικογένειάς της στο Τσανταρλί μετά από ώρα περιπλάνησης στο «χωριό» της, στράφηκε στη Λίμπυ που ήταν πλάι της και της δήλωσε: «Τους συγχώρεσα».

«Ποιους μαμά;». «Τους Τούρκους. Τους συγχώρεσα που σκότωσαν τον μπαμπά μου». «Έτσι απλά, χωρίς έπαρση», σχολιάζει η Τατά Αρσέλ, «μου μετέδωσε το απαύγασμα της εσωτερικής της πάλης». Γιατί όπως διδάσκει η Ψυχολογία, το επιστημονικό εργαλείο που χειρίζεται άριστα η συγγραφέας, «με τη συγχώρεση το θύμα ανακτά τη δύναμη και ξανακερδίζει την αξιοπρέπειά του – αφού αυτό αποφάσισε να συγχωρέσει ή όχι». Πρόκειται για μια συγχώρεση «χωρίς κυριαρχία» και προϋποθέσεις – σύμφωνα με τον Ντεριντά -, που η Τασίτσα διαισθανόμενη να πλησιάζει το τέλος αισθάνθηκε την ανάγκη, ίσως και με γνώμονα τη δική της χριστιανική ηθική ή ορθότερα με τη βόηθειά της, να δώσει στους θύτες. Γιατί μόνο το θύμα μπορεί να συγχωρέσει για να επουλώσει την τραυματική μνήμη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το τραύμα εξαφανίζεται. Το τραύμα μένει πάντα εκεί. Αλλά επουλωμένο πλέον επιτρέπει στο θύμα του βίαιου ξεριζωμού από την γενέθλια γη να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του εν γαλήνη.

Η Λίμπυ Τατά Αρσέλ μας πληροφορεί μέσα από ποιες επαγγελματικές και ψυχικές διαδρομές οδηγήθηκε η ίδια στο εγχείρημα ενασχόλησης με το δια – γενεαλογικό  τραύμα που προκαλεί η βίαια απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο και η προσφυγιά που αναγκαστικά την ακολουθεί. Με την ιδιότητα της κλινικής ψυχολόγου θήτευσε για σειρά ετών ως επιστημονικός σύμβουλος διεθνών οργανισμών με αντικείμενο ενασχόλησης τις ψυχολογικές επιπτώσεις που προκαλεί ο πόλεμος και ο ξεριζωμός (π.χ. εξεταστική Επιτροπή της Κοινής Αγοράς “Warburton Mission” για τους βιασμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία την περίοδο 1991-1992). Επίσης, ως διευθύντρια ψυχοκοινωνικών προγραμμάτων για την περίθαλψη προσφύγων στην πρώην Γιουγκοσλαβία (1992-1995), διηύθυνε κέντρα θεραπείας και αποκατάστασης θυμάτων πολέμου και βασανιστηρίων στο Ζάγκρεμπ και στο Σεράγεβο (1996-2002). Έτσι, η επιστημονική και επαγγελματική της ταυτότητα συνδυάστηκε με το προσωπικό «βιογραφικό» της. Την τραγική ιστορία της  οικογένειάς της, παρόμοια μ’ αυτή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ιωνίας. Έτσι, με πρωταρχικό υλικό τη διήγηση –  εξιστόρηση της μητέρας της αλλά και τις μαρτυρίες των μελών δύο γενεών κατιόντων συγγενών της Τασίτσας (κόρες, γιός, εγγόνια) προχώρησε σε μια μεθοδική ψυχολογική ανάλυσης της βιογραφίας της μητέρας της και των μαρτυριών των απογόνων της για το πώς βίωσαν και βιώνουν ως και σήμερα τα συγκεκριμένα γεγονότα. Έτσι, κατόρθωσε να αναδείξει μύχιες πλευρές του ψυχισμού των Μικρασιατών προσφύγων, καθώς και ισχυρά στοιχεία της ταυτότητάς τους, που λειτούργησαν κι ως μηχανισμοί επιβίωσης και προόδου τους στην Ελλάδα. Όσα και ό,τι τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν την προσφυγιά, αλλά και να περάσουν όψεις της με ρητούς, άρρητους τρόπους κι από «μυστικές» διαδρομές στις επόμενες γενιές μέσα από διηγήσεις, διατηρώντας έτσι ζωντανή την ταυτότητα του «Μικρασιάτη» και μετατρέποντας το «τραύμα», άλλοτε πλήρως θεραπευμένο και άλλοτε όχι, σε «ιδιότητες» – στοιχεία της ταυτότητας και της Ιστορίας του έθνους μας.

Με δυο λόγια, το βιβλίο «Με το Διωγμό στην ψυχή» αποτελεί έναν ευφυή συνδυασμό ψυχολογικής ανάλυσης βιογραφίας, ιστορικής αφήγησης -όπου και όταν κάτι τέτοιο κρίνεται αναγκαίο από τη συγγραφέα – ή αλλιώς μια ευαίσθητη ψυχολογική, πολιτική και κοινωνιολογική προσέγγιση των προσφύγων και της «προσφυγικότητας». Μάλιστα, επειδή ως εκπαιδευμένη επαγγελματίας αναλύτρια η ίδια γνωρίζει ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα, δηλαδή, το να είναι κάποιος ταυτοχρόνως υποκείμενο και αντικείμενο της μελέτης του, κρύβει ιδιαίτερους κινδύνους για την ποιότητα και αρτιότητα της προσέγγισής του, αναλύει συστηματικά στην Εισαγωγή τα «εμπόδια» που όφειλε να ξεπεράσει για να πραγματοποιήσει το συγκεκριμένο εγχείρημα.

Έτσι, εισάγει τον όρο «υπερευαισθησία», ως χαρακτηριστικό της δεύτερης γενιάς για τα βάσανα που πέρασαν οι πρόσφυγες γονείς τους και έζησαν κι αυτοί μερικώς ως παιδιά στην νέα πατρίδα. Πρόκειται για ένα είδος «κληρονομικού» πόνου, που μεταφέρεται στα παιδιά των προσφύγων μέσω της ‘’ταύτισης’’ και εν συνεχεία της ‘’εσωτερίκευσης’’, όταν το τραύμα της πρώτης γενιάς μετατρέπεται σε «ψυχολογικά σενάρια καλά θαμμένα» στον ψυχισμό της δεύτερης. Και του έθνους; Αναλογιζόμαστε εμείς..

Τι εννοούμε όμως όταν κάνουμε λόγο για ατομικό ή συλλογικό «τραύμα» προσφυγιάς. Είναι εντυπωσιακό, επισημαίνει η συγγραφέας, το γεγονός ότι ενώ ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως από σειρά μελετών και αναφορών στη Μικρασιατική Καταστροφή ουδέποτε προσδιορίζεται η χρήση του από τους συγγραφείς τους. Η ίδια ορίζει το συγκεκριμένο «τραύμα» ως εξής: «Όταν μιλώ για τραύμα, λοιπόν, δεν αναφέρομαι σε μια ψυχολογική διαταραχή του ατόμου, αλλά σε μια ψυχική βαθιά πληγή, ένα κενό που σημαδεύει για πάντα ένα ’’μέρος’’ του εαυτού του κάθε πρόσφυγα, το οποίο όμως δεν επηρεάζει αναγκαστικά την ικανότητα συνολικής λειτουργίας του». Ένα αίσθημα «μετέωρου», όταν κάποιος αισθάνεται ότι είναι «χωρίς άγκυρα αλλά και χωρίς φτερά».

Βέβαια, μας ειδοποιεί η συγγραφέας ,η ανάλυση μιας ή περισσότερων βιογραφιών μπορεί να μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τον ψυχισμό των προσφύγων και των απογόνων τους εν γένει, καθώς και για τις συνολικές τελετουργίες και πρακτικές που αναδείχθηκαν ως εργαλεία επεξεργασίας και ολικής ή μερικής επούλωσης του προσφυγικού τραύματος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κοινωνιολογική και ψυχολογική έρευνα βάθους, συνεπώς ντοκουμέντο μεγάλης επιστημονικής αξιοπιστίας. Η πραγματοποίηση μιας παρόμοιας έρευνας μεγάλης κλίμακας πάντα εκκρεμεί, ενώ η σπουδαιότητά της για την κατανόηση του ψυχισμού των Ελλήνων θα ήταν σημαντική. Η συγγραφέας ορθά και με απόλυτη επιστημονική αυστηρότητα το διευκρινίζει. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν στερεί σε τίποτα την «απόλαυση» που αισθάνεται ο αναγνώστης, ακολουθώντας την πρωτογενή διήγηση της Τασίτσας που περιγράφει αριστοτεχνικά και με ιδιαίτερο ταλέντο αφηγητή τα καθέκαστα της ζωής της. Καθώς και τις λίαν διαφωτιστικές ψυχολογικές, ιστορικές και κοινωνιολογικές παρεμβάσεις – διευκρινήσεις της Λίμπυ Τατά Αρσέλ που φωτίζουν τη διήγηση της Τασίτσας και αναδεικνύουν απολύτως τα λεγόμενά της.

Τι θα συμβεί στο μέλλον; Πώς θα προσεγγίζεται και θα κατανοείται η Μικρασιατική Καταστροφή από τις γενιές που ακολουθούν, ώστε να μην εκπέσει σε πολιτικό «εργαλείο» διαχείρισης της κοινής γνώμης από λαϊκιστές και εθνικιστές πολιτικούς, εργαλείο αναπαραγωγής μίσους και ως τέτοιο επικίνδυνο για το άτομα και κυρίως για τη χώρα; Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της Λίμπυ Τατά, όπου εξετάζεται το προφίλ και η ταυτότητα της τρίτης γενιάς, η συγγραφέας ανάμεσα στα εγγόνια της Τασίτσας, όπου επιθυμία για γνώση της ζωής της γιαγιάς και η στάση απέναντι στο πρόσωπό της και κατ’ επέκταση την ταυτότητα του πρόσφυγα ποικίλει από το ενδιαφέρον ως την πλήρη αδιαφορία, διακρίνεται ένα πρόσωπο – ταυτότητα  με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι αυτό που η ανάλογη βιβλιογραφία για το Ολοκαύτωμα ορίζει ως «memorial candle». Δηλαδή, «το παιδί που φροντίζει να είναι αναμμένο το καντήλι της μνήμης». Γιατί, συγχωρώ, σημαίνει επουλώνω το τραύμα και παύω να μισώ, άρα να αναλώνομαι σε μια αδιέξοδη και ψυχοφθόρα ατομικά και συλλογικά «καθήλωση» στο τραύμα, αλλά σημαίνει επίσης ότι δεν λησμονώ. Γιατί η γνώση απελευθερώνει, ενώ η «αγνόηση» καθηλώνει.

Υ.Γ. Η Λίμπυ Τατά Αρσέλ αφιερώνει το βιβλίο της «στους απογόνους της Καταστροφής και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου». Αναμφίβολα, θύματα ξεριζωμού υπήρξα εκατέρωθεν, αν λάβουμε υπόψη και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε την Καταστροφή. Σε καμιά περίπτωση όμως στην άλλη πλευρά ο ξεριζωμός δεν συνοδεύτηκε από διωγμό, εκατόμβες νεκρών και τόνους αίματος. Ξεριζωμός ναι, αίμα όχι. Η αφιέρωση, λοιπόν, της συγγραφέως μπορεί να εκληφθεί ως μέρος της διαδικασίας επούλωσης του τραύματος της προσφυγιάς εκ μέρους του θύματος. Από την άλλη, όμως, μας υπενθυμίζει ότι και ο θύτης μπορεί να εκμεταλλευτεί την επίκληση του τραύματος που έχει προκαλέσει στο θύμα για να συνεχίσει να το χειραγωγεί. Στο ατομικό επίπεδο παρόμοιες συμπεριφορές παρατηρούνται ιδιαίτερα σε συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας, όταν οι θύτες απειλούν τα θύματά τους ότι αν «αντισταθούν» στην κακοποιητική συμπεριφορά τους «θα πάθουν χειρότερα». Ομοίως και στο συλλογικό επίπεδο και στο βαθμό που το τραύμα αφορά  σχέσεις δυο χωρών – που ομολογουμένως προκάλεσαν πόνο η μια στην άλλη- οι αναφορές στο τραύμα της Καταστροφής αποτελούν εργαλείο στα χέρια εθνικιστών και λαϊκιστών ηγετών του θύτη για την χειραγώγηση του θύματος στο διηνεκές διαμέσου του φόβου. Ιδιαίτερα, αν το τραύμα του θύματος, μη έχοντας τύχει επαρκούς «διαπραγμάτευσης» εκ μέρους του, εξακολουθεί να του προκαλεί αποδιοργανωτικά αισθήματα φόβου. Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, ότι η επίτευξη «συλλογικής θεραπείας» του έθνους – θύματος πραγματοποιείται με παρόμοιο τρόπο μ’ αυτό που μας υποδεικνύει η Λίμπυ Τατά Αρσέλ για το ατομικό τραύμα. Με την σε βάθος διαπραγμάτευση και γνώση των ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών και πολιτικών αποφάσεων που οδήγησαν στην πρόκληση του τραύματός του. Είθε τα εκατό χρόνια από την Καταστροφή να σταθούν αφορμή για να συζητήσουμε ως έθνος αυτές τις συνθήκες σε βάθος, με ψυχραιμία και χωρίς άγονες και επικίνδυνες εθνικιστικές κορώνες.

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular