Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Είμαι από εκείνους τους αναγνώστες που λατρεύουν τα δυστοπικά βιβλία για τον ίδιο λόγο που προσεγγίζω με απέραντο σεβασμό την Αποκάλυψη του Ιωάννη στην Αγία Γραφή: επειδή όλα αυτά τα βιβλία εμπεριέχουν καίρια στοιχεία για την εξήγηση της ζωής όπως τη ζούμε, διαμέσου της αμφισβήτησης και της επαπειλούμενης αναίρεσής της. Και, πριν ακόμη από αυτό, επειδή με συγκινεί ο διάλογος της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα (γιατί και την Αγία Γραφή την προσεγγίζω σαν ένα εξαιρετικά συμβολικό λογοτεχνικό βιβλίο υψηλού ύφους) και μένω έκθαμβη μπροστά στους πολλούς, συχνά αναπάντεχους, τρόπους που η πρώτη επιστρατεύει για να καθρεφτίσει τη δεύτερη.

Το Μαύρο νερό του Μακρόπουλου είναι ένα πολύ δυνατό βιβλίο 76 μόλις σελίδων. Η ίδια η αφήγηση, το πραγματολογικό δηλαδή επίπεδο, περιέχει συγκλονιστικά στοιχεία: η μόλυνση του νερού και συνακόλουθα της φύσης που υπονομεύει τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιζήσει σ’ αυτήν, η επιμονή μιας χούφτας ανθρώπων να μην εγκαταλείψουν τη γη με την οποία είναι συνυφασμένη η μνήμη και εντέλει η ύπαρξή τους, η αγάπη ενός πατέρα για το παιδί του που ξεπερνά και τα δυσκολότερα εμπόδια, η ενεργητική εγκατάλειψη του μέλλοντος στη μοίρα.

Πρόκειται για στοιχεία που είναι εν πολλοίς ξένα στον αστικό τρόπο ζωής και λειτουργούν σαν υπενθύμιση ενός άλλου, ξεχασμένου πια, τρόπου ο οποίος συνεπάγεται τη συνύφανση του ανθρώπου με τον κόσμο γύρω του (αντί να είναι απλός επισκέπτης μέσα του, όπως συμβαίνει σε όσους ζούμε στην πόλη) και που τον τοποθετεί χωρίς δεύτερη σκέψη μέσα στη μεγάλη ροή της ζωής (την οποία απλά ακολουθεί, πηγαίνοντας με το ρεύμα, αντί να την αντιμάχεται και να προσπαθεί ολοένα να της πάει κόντρα για να τη φέρει στα μέτρα του).

Επομένως, ακόμη και στο πρώτο επίπεδο, το πραγματολογικό, το Μαύρο νερό μάς φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας και τις επιλογές μας. Και το κάνει αυτό επειδή μας βάζει να διερωτηθούμε για τις πράξεις και τις επιλογές των χαρακτήρων, οι οποίοι παρουσιάζονται μέσα σε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής. Διαβάζω στο αυτάκι του βιβλίου ότι ο Μακρόπουλος περνά μεγάλα διαστήματα σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, όπου άλλωστε διαδραματίζονται και αρκετές από τις νουβέλες του. Έχοντας περάσει κι εγώ προσωπικά κάποια καλοκαίρια στα ίδια μέρη, έχω κατανοήσει από πρώτο χέρι την ετυμολογία της λέξης «Ήπειρος»: Άπειρος χώρα. Η αίσθηση του καθαρού αέρα στο υψόμετρο, η θέα των βουνών που έχουν από πίσω τους άλλα βουνά μέχρι εκεί που σβήνει η γραμμή του ορίζοντα, το ορμητικό νερό που αφρίζει στα ποτάμια, οι φωνές των πουλιών που συμπλέκονται με το θρόισμα των φύλλων στην πλούσια βλάστηση γύρω γίνονται η μαγική πύλη που μπορεί να μεταφέρει τον άνθρωπο σε μια διαφορετική διάσταση, μια πραγματικότητα απροσπέλαστη για όσους ζούμε στην πόλη. Καίτοι διαφορετική, παραμένει απτή πραγματικότητα, γι’ αυτό και η έλλειψή της (σε όσους π.χ. ζουν στην πόλη) μπορεί να πληγώσει.

Χαρακτηριστικό αυτής της πραγματικότητας είναι το απόσπασμα που συνοδεύει την απόφαση ενός από τους χωριανούς να φύγει από τη μολυσμένη γη και να πάει να εγκατασταθεί στα νέα σπίτια που έχουν ετοιμαστεί αλλού για τους κατοίκους του χωριού: «Οι χωριανοί ένιωσαν τα λόγια του σαν θάνατο· ίσως περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε αρρωστήσει και πεθάνει. Φεύγοντας να πάει στα καινούργια σπίτια στον Κατσικά, θα αφανιζόταν με τρόπο που δεν μπορεί κανένας θάνατος να αφανίσει τον άνθρωπο. Φεύγοντας, το παλιό χαρακωμένο τραπέζι στο σπίτι του, κείνη η κουτσή καρέκλα που όλο έλεγε να τη φτιάξει κι ολοένα το αμελούσε, το παλιό στρώμα που το κορμί του το ‘χε βαθουλώσει με το βαθύ αποτύπωμα του μοναχικού του ύπνου, η ραγισμένη τσιάφκα όπου έπινε το τσάι του, όλα θα έχαναν το νόημά τους – και τότε ο Γιάννης Πάντος δεν θα είχε υπάρξει ποτέ».

Η ζωή του ανθρώπου διαχέεται στον χώρο στον οποίο ζει και στα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιεί. Επιπλέον, η ζωή διαπλέκεται με τη μνήμη, η οποία δεν ξεχωρίζει πια από το βίωμα. Γι’ αυτό η μνήμη διαποτίζει ολόκληρο το βιβλίο και μετουσιώνεται σε πανίσχυρη νοσταλγία. Είναι κάτι κατανοητό, γιατί και των ανθρώπων της πόλης η ύπαρξη διαχέεται στον προσωπικό τους χώρο, το σπίτι τους, στα αγαπημένα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν από αγαπημένους ανθρώπους και είναι φορτωμένα με μνήμες, στο καθετί που αντανακλά ένα κομμάτι της πρότερης ζωής η οποία τους έχει κάνει αυτό που είναι σήμερα.

Εδώ όμως πρόκειται για μυθοπλασία, υπάρχει επομένως και ένα δεύτερο επίπεδο που δεν μπορεί να αγνοηθεί, το συμβολικό. Το ανάπηρο παιδί είναι καθρέφτισμα του ίδιου του πατέρα και οι δυο τους είναι καθρέφτισμα καθενός από εμάς: όλοι σέρνουμε στην πλάτη μας ένα έρμα από ακρωτηριασμένες προσδοκίες, επιθυμίες και όνειρα που ωστόσο μας προσδιορίζουν και μας κάνουν αυτό που είμαστε: «Ο Χριστόφορος […] τον φώναζε Πατέρα πάντα. Του άρεσε τόσο αυτό το “Πατέρας”, που ‘χε αρχίσει να λέει κι ο ίδιος έτσι τον εαυτό του στις σκέψεις του κι όποτε μονολογούσε». Πραγματικά είμαστε πατεράδες κάθε ονείρου μας που ηττήθηκε, κάθε επιθυμίας μας που έπεσε στις λάσπες, κάθε στραβοτιμονιάς που μας οδήγησε αλλού. Αυτά που θελήσαμε και δεν καταφέραμε μας ακολουθούν σιωπηλά μέσα σε κάθε επόμενη πράξη, σε κάθε επόμενη κίνηση και καθορίζουν τον τρόπο που κοιτάμε, τον τρόπο που περπατάμε, το καμπούριασμα ή την ευθυτενή μας στάση, εντέλει τον τρόπο που είμαστε.

Ωστόσο, ακόμη κι αυτός ο ακρωτηριασμένος εαυτός μας μπορεί να μεταμορφωθεί: στο τέλος του βιβλίου ο Χριστόφορος, γιος του κεντρικού ήρωα, καταφέρνει να βρει λύση για τα ανάπηρα πόδια του («άχρηστα και λεπτά σαν κλαράκια») σε ένα άλογο. Καβαλώντας το, «ο Χριστόφορος μεμιάς μεταμορφώθηκε από μισερός άνθρωπος σε Κένταυρο, με την όψη του εκστατική και με το κορμί του να πάλλεται από το αναγάλλιασμα». Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μεταμόρφωση του αδύναμου ανθρώπου σε Κένταυρο. Την ξανασυνάντησα σε ένα άλλο δυστοπικό βιβλίο, Τα τελευταία μου λόγια του Santiago Amigorena, όπου επίσης  ο επίλογος γράφεται με έναν Κένταυρο. Αλλά ήταν ο Guérin  που έγραψε, στα τέλη του 18ου αιώνα, το υποβλητικό έργο «Κένταυρος» από το οποίο βλάστησαν όλα τα επόμενα. Η ελπίδα, όπως είχα γράψει για το βιβλίο του Amigorena, βρίσκεται και πάλι στον μύθο.

Ότι ο Χριστόφορος είναι μια συμβολική ύπαρξη στο βιβλίο, επιβεβαιώνεται από το όνομά του και την ιστορία που το συνοδεύει. Χριστόφορος λοιπόν στο Μαύρο νερό είναι μαζί ο Πατέρας και ο γιος, με τον γιο να γίνεται μια μεταμόρφωση του Χριστού που καταλήγει σε Κένταυρο, σύμβολο της διττής ανθρώπινης φύσης (υλική-πνευματική). Το βιβλίο τελειώνει με μια μικρή παύση πριν το αμετάκλητο τέλος που είναι ο θάνατος. Πατέρας και γιος συναντούν μια γυναίκα με άλογα και κοντά της βρίσκουν τη θαλπωρή.

Έναν χρόνο μετά, ο Μακρόπουλος γράφει ένα δεύτερο δυστοπικό βιβλίο, εξίσου σύντομο (73 μόλις σελίδων), τη Θάλασσα. Ξανά το υδάτινο στοιχείο έρχεται στο προσκήνιο, μέσα από την επιθυμία ενός κοριτσιού να αντικρύσει την απεραντοσύνη της αλμύρας του… Το κορίτσι είχε γεννηθεί κι αυτό σε ένα ορεινό χωριό και μόνο άκουγε να μιλούν για τη θάλασσα, προτού η ανθρωπότητα μολυνθεί από έναν άγνωστο ιό. Μπορούσαν να σωθούν μονάχα όσοι είχαν μετάλλαξη σε μια συγκεκριμένη σειρά γονιδίων, μία από αυτούς και η ηρωίδα, οι οποίοι και αποτραβήχτηκαν σε υπόγειες πόλεις.

Στην αρχή βλέπουμε το κορίτσι να ζει στο χωριό του. Η γραφή του Μακρόπουλου γίνεται ο μεγεθυντικός φακός μέσα από τον οποίο η ζωή του κοριτσιού στέκεται σε μικρές, σημαντικές όμως, λεπτομέρειες: ο χαρακωμένος  λουλουδάτος μουσαμάς του τραπεζιού της κουζίνας, τα χέρια της μητέρας που καθάριζαν ροδάκινα με χειρουργική ακρίβεια, τα κουκούτσια στο πιάτο.

Η ανάμνηση και σε αυτό το βιβλίο γίνεται η νοσταλγική βροχή που πέφτει πάνω στα πράγματα και τα μουσκεύει μέχρι τον πυρήνα. Οι αναμνήσεις είναι το μόνο που απομένει στην ηρωίδα μετά τη μετεγκατάστασή της στην υπόγεια πόλη. Όπως εκμυστηρεύεται η ίδια, το στενό δωματιάκι της εκεί «ποτέ δεν ήταν στ’ αλήθεια δικό μου και ποτέ, μέσα του, δεν ήμουν στ’ αλήθεια εγώ». Όπως είδαμε ήδη στην ανάλυση του προηγούμενου βιβλίου, χώρος μας είναι εκεί που η μνήμη μας μπορεί να ζήσει: «Υπήρχα μόνο στα λιγοστά πράγματα που ήταν αραδιασμένα στο γραφείο, σ’ ό,τι άχρηστο κι ωστόσο πολύτιμο είχα καταφέρει να χωρέσω μέσα στις δεκάχρονες τσέπες μου κι ανάμεσα στα χρήσιμα πράγματα στον παλιό σάκο που πήρα μαζί μου φεύγοντας: στην πέτρα, σ’ ένα κουτάκι μ’ ένα δόντι μέσα, στο ντύμα ενός τζιτζικιού…».

Ωστόσο, το περιβάλλον της υπόγειας πόλης, απουσία φυσικών ερεθισμάτων, αλλοιώνει τη μνήμη: «στο βυθό της πόλης οι μνήμες ήταν σαν τυχαία κομμάτια που ξεκολλούσαν από τον πυθμένα». Ακόμη κι αυτά τα τυχαία κομμάτια μνήμης όμως έχουν τη δύναμη να γίνουν άγκυρες της πραγματικότητας που περιστρεφόταν εντέλει γύρω τους: συνδεδεμένα με μικρά καθημερινά πράγματα και συνήθειες, είναι εύθραυστα, πολύ εύθραυστα και φευγαλέα. «Στον μικρό ήλιο που ‘ριχνε το λαμπερό νερό στο μουσαμά ήταν σκορπισμένα λίγα ψίχουλα από το φύλλο της λαχανόπιτας που είχε φτιάξει η μητέρα. […] Πού και πού ο πατέρας ξέπλεκε τα δάχτυλα, έπιανε αφηρημένος ένα ψίχουλο και το έβαζε στο στόμα, κι αυτή του η κίνηση ήταν σχεδόν άυλη σαν τα μαλλιά της μητέρας· έμοιαζε με σκέψη που δεν την έκανε με το μυαλό αλλά με το χέρι, αναζητώντας μια απάντηση σε κάθε ψίχουλο…».

Είναι φανερό ότι, σε αντίθεση με το Μαύρο νερό, τα ηνία στη Θάλασσα παίρνει η καλλιέπεια. Είναι ίσως απαραίτητο, επειδή η ιστορία δεν είναι τόσο φορτισμένη με νοήματα και σύμβολα, είναι μάλλον καταδηλωτική των σημασιών που περιέχει. Είναι ένα ισχυρό καταφατικό νεύμα. Στη Θάλασσα υπάρχει μόνο μια παντοδύναμη λαχτάρα και η νοσταλγία που ακολουθεί τη μνήμη. Ο χώρος (η υπόγεια πόλη) δεν μπορεί να καθρεφτίσει τον άνθρωπο, όπως γινόταν με δυναμικό τρόπο στο Μαύρο νερό. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται αποσυνάγωγος του εαυτού του. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία που ωθεί την ηρωίδα να βγει από την υπόγεια πόλη στην επιφάνεια. Επειδή θυμόταν πώς είναι να αντανακλάται η ύπαρξή της στον χώρο: «Ένιωθα πως ήμουν παντού, μοιρασμένη στα πάντα, και ταυτόχρονα στεκόμουν απέναντι σε καθετί σαν αντίκρυ σε καθρέφτη· μα, αν αυτό ήταν εγωισμός, ήταν εξίσου νοιάξιμο, γιατί αναγνώριζα έτσι στα πάντα ένα βάθος».

Μαζί με τη φίλη-σύντροφό της Ιωάννα, λοιπόν, βγαίνουν έξω και αρχίζουν να περπατούν. Περνούν από εγκαταλελειμμένα χωριά, ποτάμια, δάση, βροχές, φτάνουν επιτέλους στα βουνά, φτάνουν και στο σπίτι της ηρωίδας. Η μητέρα της έχει αφήσει ένα σημείωμα για κείνη μέσα στο σπίτι. Τέλος, η κατηφόρα προς τη θάλασσα. Εκεί οι κοπέλες βρίσκουν κι άλλους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει νωρίτερα από εκείνες την υπόγεια πόλη κι έχουν εγκατασταθεί σε κείνο το σημείο. Συγκινητικός είναι ο τρόπος που η ηρωίδα εκπληρώνει τη λαχτάρα της, ο τρόπος που μπαίνει μέσα στη θάλασσα κι εκείνη την υποδέχεται, αποκαλύπτοντας τα μυστικά της: «Ήταν πια χειμώνας και το νερό κρύο, αλλά η μέρα ήταν ηλιόλουστη, χωρίς αέρα· λίγα σύννεφα στέκονταν ασάλευτα στον ουρανό και οι αχτίδες φώτιζαν σχεδόν ως τον πυθμένα, όπου φαίνονταν σκόρπια χαλάσματα και σμάρια ψαριών να κολυμπούν ανάμεσά τους – το κάθε ψάρι μια ασημιά αναλαμπή». Αρχικά απλώς κολυμπούσε, μετά άρχισε να βουτάει. Στον βυθό, όταν πια καταφέρνει να φτάσει, βρίσκει κάτι που σηματοδοτεί την ελπίδα: η ζωή μπορεί να συνεχιστεί. Με αυτήν την ελπίδα κλείνει το βιβλίο. Αν το Μαύρο νερό ήταν η κάθοδος σε ένα απέλπιδο τέλος, η Θάλασσα είναι αντίθετα η άνοδος σε έναν κόσμο ελπίδας. Πιθανώς ο Μακρόπουλος να ένιωσε ότι το όφειλε στους αναγνώστες του και στον εαυτό του. Εμείς είμαστε απλώς ευγνώμονες που το έκανε.-

Christina Linardaki

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular