Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ, Λάζλο Κρασναχορκάι

«πόσο στενόχωρα είναι όμως όλα αυτά» 

 

Σε μια μικρή μαγική πόλη της Βουδαπέστης, οι κάτοικοι ανάστατοι αναμένουν την επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ. Αυτό το εξέχον μέλος της κοινότητάς τους είχε φυγαδευτεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αργεντινή, ενόσω διατηρούσε συγγενικές σχέσεις και στη Βιέννη, στους κόλπους μιας επιφανούς οικογένειας της πόλης. Όλοι προσμένουν να γιορτάσουν ενθουσιωδώς την επιστροφή του, αν και κανείς δεν γνωρίζει το παραμικρό για το ποιόν του βαρόνου. Ελπίζουν μόνο ότι στις εσχατιές της ζωής του αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά του κομίζοντάς της μια ζείδωρη δωρεά. Βέβαια, το ερείπιο που καταφθάνει στο σταθμό των τρένων δεν έχει πια τη δύναμη να αντέξει το βάρος ουδεμιάς ελπίδας, ούτε καν της δικής του.

Ο Λάζλο Κρασναχορκάι συνωθεί σε ένα αμελητέο γεωγραφικό μήκος και πλάτος τα πιο ρυπαρά και λοιμώδη υλικά της ανθρώπινης φύσης. Σε κάθε δρομάκι, σε κάθε πάροδο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε πάρκο, σε κάθε καταγώγιο, βυσσοδομούν η αχρειότητα, η ωμότητα, η βία και η μισαλλοδοξία. Κάθε καλή πρόθεση δεν είναι παρά το προσωπείο ενός αποτρόπαιου προσώπου. Έρμαια ενός έρημου ουρανού, απ’ όπου κάθε επίκληση εποστρακίζεται, τα μυθιστορηματικά πρόσωπα ενδίδουν στην εξαχρείωση της απόλυτης γύμνιας. Αυτή τη γύμνια παλεύουν να καλύψουν με παντοειδείς μεθοδεύσεις, συνήθως υφαρπάζοντας τα ιμάτια κάποιου λιγότερο γυμνού. Καθυποταγμένοι στο ορμέμφυτο της επιβίωσης, οι κάτοικοι της πόλης διαπρέπουν σε ήσσονα και μείζονα ανοσιουργήματα. Καμία χαρά δεν αντιμάχεται την κακία τους. Καμία υπερβατική μέριμνα δεν συντρέχει την αγωνία τους. Είναι υπερβολικά μόνοι, εγκαταλελειμμένοι σε έναν άξενο, ακατανόητο τόπο, παγωμένοι από έναν παρατεταμένο χειμώνα. Δεν έχουν ούτε τη βούληση ούτε την αντοχή να αντιμετρηθούν με την ηθική του καλού.

Τα μεγαλειώδη μυθιστορήματα του Κρασναχορκάι θεμελιώνονται στην απελπισία για την οικτρή ήττα του ανθρωπισμού, την πτώση του από την ηθική τάξη. Ο κόσμος που εγκαταβιώνει στις σελίδες του είναι ένας κόσμος νικημένος, κατερειπωμένος, διαλυμένος, αποσαρθρωμένος, εκ θεμελίων κακός, ριζικά διαβρωμένος από τα δαιμονικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Οι άνθρωποι, δεσμώτες του αποτυχημένου κόσμου τους, παραδίδονται στις ατραπούς του παραλογισμού και της ακαταληψίας. Δεν έχουν να αντιτάξουν καμία νοητική άμυνα στο άλογο που τους κατατροπώνει. Δεν καταφέρνουν να επινοήσουν καμία πειστική εξήγηση για τα ερωτήματα που τους εξουθενώνουν. Έχουν προ πολλού ξεχάσει τις προσευχές που κάποτε απηύθυναν στον ουρανό. Είναι αθύρματα μιας υπέρμετρης καταστροφικής δύναμης, που τους εξαθλιώνει αργόσυρτα μέχρι να τους εκμηδενίσει. Το μυαλό, μια ασθενική πνοή του θνήσκοντος πνεύματος, χρησιμεύει μόνο για να παραζαλίζονται, αφασικοί και παντελώς ανίσχυροι, από τη δίνη που τους ταπεινώνει και τους αφανίζει.

Ο Κρασναχορκάι προσωποποιεί τα χειρότερα γνωρίσματα του ανθρώπινου γένους στο σκιαγράφημα της ουγγρικής ψυχής. Στο μέρος του μυθιστορήματος που επιγράφεται «Προς τους Ούγγρους», παρατίθενται αποσπάσματα ενός ανώνυμου λιβέλου κατά του ουγγρικού έθνους. Σε κανένα άλλο βιβλίο του ο Κρασναχορκάι δεν ήταν τόσο ευθύς στις επιθέσεις του. Η αριστοτεχνική χρήση της ειρωνείας αναλάμβανε να ακονίσει τα οξύληκτα βέλη της κριτικής του οπτικής. Τώρα, όμως, η φαρμακεία της ειρωνείας δεν του αρκεί, είναι μια λεκτική αβρότητα που δεν ταιριάζει στους ήρωές του. Γι’ αυτό επιτρέπει στον ανώνυμο συγγραφέα του άρθρου να μιλήσει για την αβάσταχτη οδύνη, την ανείπωτη ντροπή τού να είναι κανείς Ούγγρος. Κάθε επεισόδιο και κάθε στιγμιότυπο της μυθοπλασίας πρέπει να διαβαστεί στον απόηχο αυτών των στεντόρειων, παροξυσμικών, απεγνωσμένων σελίδων. Υπό το πρίσμα αυτού του απηνούς κατηγορητηρίου, κάθε Ούγγρος του βιβλίου συστήνεται σαν μετωνυμία του φασισμού. Ο Ούγγρος στον οποίο απευθύνεται το υβρεολόγιο, ενσαρκώνει και διαιωνίζει τις πιο επονείδιστες στιγμές της ουγγρικής ιστορίας. Και οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι κάθε λέξη του Κρασναχορκάι είναι ένας λίθος κατά του ολοκληρωτισμού, ισοπεδωτικού για όλες τις δυνητικές εκπληρώσεις που κυοφορεί μια ύπαρξη.

«Τέτοιος απωθητικός λαός σαν εσάς δεν έχει πατήσει ποτέ στη γη, ενώ και με τα άλλα που βλέπουμε πάνω σε τούτη τη γη δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου ενθουσιασμένοι, αλλά πιο απαίσιους ανθρώπους από εσάς δεν έχω συναντήσει ποτέ, κι επειδή ανήκω σ’ εσάς, άρα βρίσκομαι κοντά σας, είναι δύσκολο να βρίσκω αμέσως τις σωστές λέξεις για να προσδιορίσω σε τι ακριβώς κρύβεται αυτό το απωθητικό χαρακτηριστικό, το οποίο σας υποβιβάζει χαμηλότερα από κάθε άλλο έθνος […]».

Ταξιδεύοντας από τη Βιέννη στη Βουδαπέστη, ο βαρόνος Βένκχαϊμ βλέπει καθώς το τρένο πλησίαζε στη γενέτειρά του, μια γυναίκα και ένα μικρό αγόρι να τρέχουν πέρα δώθε πάνω στις ράγες. Η γυναίκα προσπαθούσε να στήσει το παιδί κάτω από ένα ξέφωτο φωτός για να το φωτογραφήσει, αλλά ο ήλιος έσβηνε μόλις περνούσε πάνω από το αγόρι. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσε η λύπη των ματιών του. Μέσα από τον φακό η γυναίκα δεν έβλεπε παρά αυτά τα δύο λυπημένα μάτια, που την αποπροσανατόλιζαν, γι’ αυτό δυσκολευόταν να βρει λίγο φως για να τοποθετήσει μέσα του το αγόρι. Στο φόντο του κάδρου οι ράγες «άνοιγαν σαν βεντάλιες σ’ έναν διαστελλόμενο ρυπαρό χώρο», από πάνω τους απλωνόταν ένα απέραντο δίκτυο καλωδίων και πιο ψηλά ένας συννεφιασμένος, παγερός ουρανός, απ’ όπου ξεπρόβαλλαν λωρίδες φωτός από τις χαραμάδες των σύννεφων που διαλύονταν. Όμως, οι αχτίδες του ήλιου που χύνονταν μέσα από τις χαραμάδες των σύννεφων, «γίνονταν πολύ γρήγορα φωτεινές κι άλλο τόσο γρήγορα έσβηναν κιόλας, ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς πού γεννιόταν κάπου μια κηλίδα ηλιόφωτος και για πότε εξαφανιζόταν».

«[…] η γυναίκα προφανώς ήθελε να βγάλει το παιδί μια φωτογραφία, και γι’ αυτό χρειαζόταν να σταθεί το παιδί σ’ ένα σημείο που ο ήλιος θα φώτιζε σε μια συμπαγή κηλίδα, μόνο που ο ήλιος τούς έκανε πλάκα και μετακινούνταν συνεχώς, εμφανιζόταν μια κηλίδα ήλιου σ’ ένα σημείο, αλλά μέχρι να βγει η φωτογραφία έπεφτε σκιά στο παιδί, τότε πήγαιναν σε μια άλλη, άρτι εμφανισθείσα κηλίδα ήλιου, αλλά έσβηνε κι εκεί το φέγγος προτού προλάβουν να τελειώσουν τη δουλειά, ο βαρόνος δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω τους, κοιτούσε το παιδί, που πήγαινε πειθήνια τη μια προς τα εδώ και την άλλη προς τα εκεί, μερικές φορές η γυναίκα τον κατέβαζε ακόμα κι ανάμεσα στις ράγες, τον έστηνε στο φως, αλλά το φως πάνω του όλο κι έσβηνε […]».

Προτού ακόμα η εικόνα χαθεί από το παράθυρο του τρένου, τα μάτια του βαρόνου είχαν γεμίσει δάκρυα. Αυτό το ανέλπιδο κυνηγητό του φωτός ήταν το προοίμιο της επιστροφής του, λες και το τρένο είχε ξεκινήσει «για κάποιο σκοτεινό και δυσοίωνο μέρος». Ο βαρόνος επέστρεφε σε μια πόλη ρημαγμένη, τεφρή, πνιγμένη στα νέφη, παγωμένη καθώς οι αχτίδες του ήλιου δεν έφταναν μέχρι εκεί κάτω, τόσο χαμηλά. Τίποτα απολύτως δεν φώτιζε εκείνη την πόλη που έβαζε τα καλά της για να τον υποδεχτεί. Στα τέλη της ζωής του ο βαρόνος είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το Μπουένος Άιρες, όπου για πολλά χρόνια είχε βρει καταφύγιο (όπως πολλοί αξιωματούχοι και υπαξιωματικοί του Γ΄ Ράιχ), «και να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του, στον τόπο απ’ όπου είχαν ξεκινήσει όλα, όπου όλα τού φαίνονταν ακόμα τόσο όμορφα, αλλά όπου από εκεί κι ύστερα όλα εξελίχθηκαν τόσο, μα τόσο δυσάρεστα».

«[…] το να είσαι Ούγγρος δεν σημαίνει ότι ανήκεις σε ένα έθνος, αλλά είναι μια ασθένεια, μια ανίατη, αηδιαστική αρρώστια, μια λοιμώδης νόσος, που προκαλεί σε όλους τους παρατηρητές τάση για εμετό […]».

Μέσα στο βαγόνι που τον πήγαινε στη γενέτειρά του, ο βαρόνος ήταν ολότελα παραδομένος στο ρίγος του φόβου. Φοβόταν ότι ξεκινούσε μια βασανιστική περιπέτεια χωρίς καμιά βοήθεια. Μάταια οι Αυστριακοί και οι Ούγγροι ελεγκτές πάλευαν να καταπραΰνουν την ανησυχία του, καθώς αναγνώριζαν στον ηλικιωμένο άντρα, ένα «ραμολί που το ανέβασαν στο τρένο κάπου μεταξύ ενενήντα και θανάτου για μια τελευταία φορά», μια υψηλή προσωπικότητα, κυριολεκτικά, λόγω του ασυνήθιστου ύψους του ανδρός, απροσδιόριστης, ωστόσο, σπουδαιότητας και ταυτότητας. Μάταια οι Αυστριακοί τον βεβαίωναν πως η υπερταχεία, που από διεθνής γινόταν μετά τα σύνορα τοπική, θα συνέχιζε απρόσκοπτα την πορεία της, καθώς οι Ούγγροι συνάδελφοί τους προσπαθούσαν κι εκείνοι να προσαρμοστούν στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Και σαν να επιβεβαίωνε τα αφεντικά του, το τρένο δεν έκοβε ταχύτητα, «μόνο συνέχιζε όλη αυτή την τρεχάλα, αυτή την αλλοπαρμένη πορεία προς την Ανατολή».

Ατενίζοντας έξω από το παράθυρο την πατρίδα του που πλησίαζε, ο βαρόνος είχε την αίσθηση πως πάνω από την αφιλόξενη γη, τα οργώματα, τα αγροκτήματα, τα ελικωτά μονοπάτια, το λασπωμένο χώμα, ο ουρανός φαινόταν χαμηλότερος. Όμως, παρά την εγκατάλειψη και την απέραντη παραλυσία, που απλώνονταν σε τούτη τη γωνιά της πλάσης, στο μυαλό του επέστρεφαν γλυκιές αναμνήσεις, «όλες οι θύμησες από τούτη την περιοχή, οι ραγισμένες εικόνες των ταξιδιών όταν ήταν παιδί, η θαλπωρή του καλοκαιρινού καύσωνα και των χιονοπτώσεων του χειμώνα, κόλλησε πάνω στο παράθυρο σαν να τον τραβούσε μαγνήτης και χάζευε το φτωχό θέαμα έξω, διότι γι’ αυτόν ήταν αγαπημένο και συγκινητικό, και καθώς προχωρούσαν όλο και πιο μέσα σε τούτο το φτωχό, ψυχρό και άξενο τίποτα, είπε μέσα του, Θεέ μου, νά με πάλι εδώ, […] καθ’ οδόν προς το σπίτι μου – όπου, για δες, όλα είναι όπως παλιά, διότι εδώ στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτα».

Ωστόσο, ο βαρόνος δεν ήταν στ’ αλήθεια προετοιμασμένος για την επαναγνωριμία του με την πατρίδα που είχε εγκαταλείψει. Φτάνοντας στον Ανατολικό Σταθμό της Βουδαπέστης, όπου έπρεπε να αλλάξει αμαξοστοιχία, μπλέχτηκε μέσα σε ένα αλλοπρόσαλλο και αλλόφρον πλήθος, που αναζητούσε εξαγριωμένο κάποιον προορισμό. Ήταν μια ζούγκλα, «όλα φάνταζαν πολύ άγρια», «ήταν όλα τόσο περίπλοκα». Ένας άγνωστος, ανήμερος κόσμος ταλαντευόταν γύρω από τον βαρόνο, ο οποίος φοβόταν ότι «αυτό το ταλαντευόμενο άγνωστο ενείχε κάποιον κίνδυνο». Όταν μετά από πολλή φρίκη και τρόμο κατάφερε να διασχίσει το πλήθος, «μεγάλο μέρος του οποίου δεν αποτελούσαν οι νέοι επιβάτες που επρόκειτο να επιβιβαστούν, αλλά η συνήθης συμμορία από συνήθεις πρόσφυγες που ετοιμαζόταν για έφοδο», και κάθισε στο βαγόνι του, καθηλώθηκε από την αποφασιστικότητα με την οποία μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρο μαντίλι και καλάθι στα χέρια, διεκδικούσε τη θέση της στο τρένο. Σπρώχνοντας το «βρομερό μπουλούκι», όπου είχε σφηνωθεί, έδινε σοβαρό αγώνα να φτάσει στα σκαλοπάτια. Με κάθε όπλο του σώματός της παραγκώνιζε καλάθια, βαλίτσες και σάκους από τη Ρουμανία, αλλά και διαμαρτυρίες («Δεν είμαστε ζώα εμείς, που να πάρει ο διάβολος, ούτε και κανένας ταλαίπωρος όχλος, άνθρωποι»), μέχρι να προωθήσει το κορμί της μέσα στο τρένο και να το απιθώσει στη θέση που του αναλογούσε, την καταδική της θέση, την οποία τελικά κατέλαβε χάρη στην πείρα, την πίεση και την επιμονή της, με το καλάθι στην αγκαλιά. Το πρόσωπό της βούλιαζε στο ξεδοντιάρικο, βαθουλωμένο στόμα που ακουμπούσε στον κόμπο του μαντιλιού της και μια πίκρα το σκοτείνιαζε, γιατί να γίνεται πάντα έτσι, «σαν τα ζώα όταν τα βάζουν στον στάβλο, ε, γιατί να μη γίνεται όμορφα, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, όλοι κερδισμένοι θα έβγαιναν, μη μου πείτε όχι».

«[…] αν πούμε, σιχαμένε Ούγγρε, εσύ που είσαι η επιτομή του φθόνου, της μικροπρέπειας, της ευτέλειας, της τεμπελιάς, της ύπουλης αναξιοπιστίας, της ξεδιάντροπης δειλίας, της ατιμίας, της διαρκούς ετοιμότητας για προδοσία, και ταυτόχρονα εκείνος που απαντά με αλαζονεία στη δική του άγνοια, στη δική του αμορφωσιά, στη δική του αναισθησία, […] όχι, αυτά όλα δεν φτάνουν, διότι δεν αγγίζουν το βάθος του χαρακτήρα σου […]».

Το τρένο σερνόταν στις ράγες «με ρυθμό επαρχιακό», ούτε κατά διάνοια δεν προσέγγιζε την ταχύτητα ενός δρομολογίου «Ιντερσίτι», «ούτε για ένα δευτερόλεπτο ούτε κατά λάθος, διότι ήταν ανίκανο να το κάνει λόγω πολύπλοκων τεχνικών προβλημάτων, τα οποία δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ». Οι επιβάτες, όμως, αξιέπαινα στωικοί, δεν ενοχλούνταν από τη βραδυπορία, καθώς συνήθιζαν να μην επιβαρύνουν τις δυσάρεστες καταστάσεις με απορίες και αιτιολογίες. Στην πατρίδα τους μικροατυχίες, όπως η δυσλειτουργία των σιδηροδρομικών σταθμών, γίνονταν αποδεκτές με μοιρολατρία, με την κατάνευση στο αναπόφευκτο. Έτσι, δεν βασανίζονταν με άσκοπα ερωτήματα, τα οποία, ούτως ή άλλως, θα αποτύγχαναν να απαντήσουν. Σε τούτα τα μέρη «οι άνθρωποι είχαν την τάση να ερμηνεύουν τα γεγονότα με τρόπο ώστε, όταν κάτι ήταν έτσι ή αλλιώς, αυτό αποτελούσε απλό χαρακτηριστικό, ήτοι κάτι το οποίο συνέβαινε ως αποτέλεσμα ποιος ξέρει ποιων πολύπλοκων συναρτήσεων, κι είναι προτιμότερο να μην ψάχνει κανείς το “για ποιον λόγο όμως” και το “από πού κι ώς πού”».

Εκείνο που πρωτίστως καταλογίζει ο Κρασναχορκάι στην ανθρώπινη φύση είναι η ελλιπής αντιληπτική της ικανότητα. Από αυτή την έλλειψη εκπηγάζουν ολέθριες έξεις, με σοβαρότερη την αλαζονεία της γνώσης. Γι’ αυτό ο Κρασναχορκάι παγιδεύει τους ήρωές του σε ένα τρομακτικά παράλογο σύμπαν, υποκείμενο σε μια δύναμη αυτοαφανισμού. Μπορεί να τους οικτίρει ως τους κύριους υπεύθυνους της πλήρους ταπείνωσής τους, αλλά στην περιφρόνησή του διακρίνεται υπόκωφος ο πόνος του συμπάσχοντος. Διότι πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο συγγραφέας υποφέρει από την αδυναμία κατανόησης των άλογων δυνάμεων που διέπουν το σύμπαν. Οι Ούγγροι είναι οι συγκάτοικοί του σε έναν κόσμο αποψιλωμένο από γνώση και Θεό. Ο βαρόνος Μπέλα Βένκχαϊμ είναι ένας ηλίθιος, γιατί ουδέποτε μελαγχολεί από την ανικανότητά του να αντισταθεί στο κακό που τον ταπεινώνει.

«[…] κατά κάποιον τρόπο ξεπερνάει τις δυνατότητές μου να πιάσω τον Ούγγρο από τη ρίζα του, το μόνο για το οποίο θα ήμουν ικανός είναι να ξεριζώσω αυτή τη ρίζα αφού την έχω αρπάξει, δεν μπορώ όμως να την αρπάξω, διότι όλα όσα παρατίθενται σε αυτό το κείμενο, όλα αυτά μαζί, ταυτόχρονα, σχηματίζουν τη βάση του ουγγρικού χαρακτήρα, γι’ αυτό δεν βρίσκω το κλειδί της κατανόησης του Ούγγρου, διότι κάθε ατέλεια που θεωρείται ανθρώπινη δεν την περιέχει απλώς, αλλά τις περιέχει όλες συσσωρευμένες, και όχι μόνο τις περιέχει, αλλά συγχρόνως όλες και η κάθε μία ξεχωριστά αποτελούν την ουσία του […]».

Οπωσδήποτε, όσο ανησυχητική και αν ήταν η δυσκολία με την οποία το τρένο κυλούσε πάνω στις ράγες, ο βαρόνος δεν θα έπρεπε να αγωνιά για την έκβαση του ταξιδιού του, από τη στιγμή που οι συγγενείς του στη Βιέννη είχαν φροντίσει για τα πάντα, από τον ρουχισμό και τα εισιτήρια μέχρι τους παρατρεχάμενους. Πρωτίστως είχαν μεριμνήσει για την εκ νέου φυγάδευσή του, εξαιτίας ενός ανεξόφλητου χρέους σε τυχερά παιχνίδια, «και χάρη στις καλλιεργημένες από το 1944 άριστες σχέσεις με την Αργεντινή κανόνισαν να εξαφανιστεί και το επίσημο κατηγορητήριο του καζίνου κάπου στα συρτάρια των δικαστηρίων του Μπουένος Άιρες».

Η μόνη απαίτηση που είχαν από εκείνον οι συγγενείς εκ Βιέννης ήταν να μην κηλιδώσει άλλο πια το όνομα Βένκχαϊμ, το οποίο είχε διαπρέψει επί πολλές γενιές σε διαγωνισμούς σχετικά με τον αφρό της μπίρας. Όπως άλλωστε είχε την ευκαιρία να δει ο Ούγγρος φιλοξενούμενος Βένκχαϊμ στη βιεννέζικη έπαυλη, η βιβλιοθήκη δεν κοσμούνταν από βιβλία, αλλά από τρόπαια κάθε λογής, «που είχαν κερδηθεί ως καρποί της εργασίας ολόκληρων γενεών στην ονομαστή οικογενειακή επιχείρηση», η οποία διακρινόταν «για τις επιδόσεις υψηλού επιπέδου σ’ έναν ανελέητο αγώνα με θέμα τον αφρό της μπίρας». Η οικογένειά του στην Αυστρία, λοιπόν, που «είχε φροντίσει τόσο καιρό για την ευγενική ανάμνηση αυτού του ονόματος, και θα εξακολουθούσε να φροντίζει μέχρι τον αιώνα τον άπαντα», τον παρακαλούσε να μην την ξαναντροπιάσει και να μην σύρει ποτέ ξανά το όνομα Βένκχαϊμ «στον βρομερό ρύπο των παλιοφυλλάδων και των υπονόμων».

Στους υπονόμους των παλιοφυλλάδων, τόσο στους αυστριακούς όσο και στους ουγγρικούς, ο βαρόνος παρουσιαζόταν σαν ένας ευγενής από το Περού, που χάρη στην οικογένειά του είχε διαφύγει από τα νύχια της τοπικής μαφίας κοκαΐνης. Είχε μάλιστα φυλακιστεί, διότι τον είχαν εμπλέξει «σε χρέη από χαρτοπαιξίες για να τον αποτελειώσουν». Άλλοι, πάλι, διάβαζαν πως «ο χαρτοπαίκτης βαρόνος από τα νησιά της Χαβάης», είχε πάρει τον δρόμο του γυρισμού για την πατρίδα του μέσω Βιέννης. Οι δε Βένκχαϊμ, μολονότι δεν γνώριζαν το παραμικρό για αυτό τον μακρινό συγγενή, δεν δίστασαν να του προσφέρουν τη γενναιόδωρη βοήθειά τους, καθώς ακόμα και αν οι διαδόσεις αλήθευαν, πως ήταν «ένας χασομέρης που έγινε χαρτοπαίκτης» ή «ένας απατεώνας που ανήκε στο πάνθεον των εξαχρειωμένων μελών της οικογένειας», το πιθανότερο ήταν πως δεν επρόκειτο παρά για έναν βλάκα, έναν καινούργιο ηλίθιο στην οικογένεια, κάτι που δεν ενοχλούσε κανέναν· «εδώ είχαμε τόσους αυτού του είδους, έχουν περάσει τόσοι κρετίνοι από δω μέσα, που ένας παραπάνω πραγματικά δεν κάνει διαφορά, στην Αυστρία ζούμε».

Σκλαβωμένος από την αυστριακή φιλοξενία, ο βαρόνος Βένκχαϊμ υποσχέθηκε στους συγγενείς του να τιμά στο εξής το ευγενές όνομά του, τιμώντας στην ουσία εκείνους, στους οποίους χρωστούσε τη ζωή του, «ή, σωστότερα, έναν πιο ευπρεπή θάνατο». Είχε, όπως τους είπε, «πλήρη συνείδηση ότι ήταν βλάκας, αλλά ακόμα και σ’ αυτή την κατάσταση ήταν ικανός να καταλάβει τι του λένε». Μέσω της ίδιας του της οικογένειας, «είχε λάβει τη θεία χάρη, πώς να μην καταλάβαινε λοιπόν τα πάντα». Θα εγκατέλειπε το υπέροχο παλάτι των Βένκχαϊμ στη Βιέννη και δεν θα ξανάκουγαν ποτέ πια γι’ αυτόν, διότι είχε ζητήσει εισιτήριο «μόνο προς μία κατεύθυνση, μόνο προς τα εκεί». Αναγνώριζε πως ήταν βλάκας, αλλά «δόξα στον Ύψιστο, καταλάβαινε αυτά που του έλεγαν».

«[…] κι οτιδήποτε κακό κι αν σκεφτείς φτάνεις πάλι στον Ούγγρο, κυρίως όμως είσαι μέσα, κυρίως τον πετυχαίνεις διάνα όταν πεις απλώς ότι ο Ούγγρος είναι ένα αρχίδι, αυτό είναι το τέλειο χτύπημα, μόνο που έχει σημασία σε ποιον το λες, διότι στον ίδιο είναι μάταιο […]».

Ήθελε να αγοράσει έναν καλόγερο. Αυτή η αγορά κυριαρχούσε στη σκέψη του Ούγγρου ελεγκτή, που γυρόφερνε τον εκλεκτό επιβάτη για ένα καλό φιλοδώρημα. Και μολονότι υποψιαζόταν ότι ο επιβάτης ενδιαφερόταν μόνο για το θέαμα του παραθύρου, που μόλις είχε δρασκελίσει τα σύνορα Αυστρίας και Ουγγαρίας, δεν έπαυε να του μιλάει για το ένδοξο ουγγρικό παρελθόν, την Εποχή Κάνταρ, το απόγειο του ουγγρικού κομμουνισμού, όπου δεν υπήρχε τίποτα, αλλά παρ’ όλα αυτά μπορούσε κανείς να ζήσει. Διότι υπήρχαν απ’ όλα, απλώς λιγοστά. Δεν έβλεπε κανείς αυτή την απερίγραπτη φτώχεια που κουβαλούσαν τώρα μαζί τους οι Τσιγγάνοι της Ρουμανίας, καταλαμβάνοντας κάθε γωνιά της χώρας τους. Και συνέχιζε να προειδοποιεί τον αμίλητο επιβάτη πως στον Ανατολικό Σταθμό θα δει στίφη από δαύτους, Τσιγγάνους, πρόσφυγες, ζητιάνους, έναν εσμό επαιτών, «[…] είναι όλοι τους σαν ζητιάνοι, δεν έχουν ούτε μια πατρίδα ούτε ένα κεραμίδι, όπως λένε, πράγματι πάνω απ’ το κεφάλι τους, κι έρχονται εδώ και χρόνια κι έρχονται, και ξαπλώνουν παντού, μη μου πείτε ότι δεν τους λυπάστε, τους λυπάστε, αλλά μόνο από μακριά, διότι έτσι και τους πλησιάσετε, τέτοια βρόμα, τέτοια, κύριε, δεν μπορείτε, δεν θα μπορούσε ούτε να φανταστεί κανείς, διότι κάτι τέτοιοι δεν πλένονται, είναι ψωριάρηδες, κι αυτή η μυρωδιά από κάτουρο, ξερνάς τ’ άντερά σου, πραγματικά, κι είναι φίσκα οι πόλεις από δαύτους, κυρίως οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, κυρίως οι υπόγειες διαβάσεις, και κυρίως ο Ανατολικός Σταθμός […]».

«[…] δεν μπορεί να φανταστεί κανείς άλλον τόσο αδιάφορο λαό σαν τους Ούγγρους, είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς, κάποτε ένας βρομερός πόλεμος διεξαγόταν πλησίον τους, αλλά ήδη είκοσι-τριάντα χιλιόμετρα από εκεί, στους Ούγγρους, η ζωή περνούσε ζάχαρη, σαν να μη συνέβαινε τίποτα πέρα από εκείνα τα σύνορα στα είκοσι-τριάντα χιλιόμετρα […]».

Η ατυχής συνδιαλλαγή του βαρόνου με τον ελεγκτή είναι μια από τις πολλές παρεξηγήσεις που εισρέουν στην αφήγηση. Ευχαριστημένος που είχε εισπράξει από τον επιβάτη το ποσό που χρειαζόταν για την αγορά του καλόγερου, ο ελεγκτής αισθανόταν καθήκον του να τον ψυχαγωγήσει σε ανταπόδοση του φιλοδωρήματος. Ο βαρόνος, αν και ενοχλημένος από τη φλυαρία του που τον αποσπούσε από το μαγευτικό θέαμα του παραθύρου, δίσταζε να τον αποδιώξει, καθώς αναγνώριζε τις αγαθές προθέσεις του ελεγκτή. Ο τελευταίος, πάλι, αμήχανος από τη σιωπή του επιβάτη, ο οποίος το μόνο που επιθυμούσε ήταν να «συνεχίσει να βλέπει όλα όσα είχαν συμβεί έξω στη γη και στον ουρανό», πολυλογούσε όλο και πιο παθιασμένα, θέλοντας να τον διασκεδάσει, διότι ήταν καθήκον του, ένα καθήκον που του υπενθύμιζαν διαρκώς τα χρήματα στην εσωτερική τσέπη της υπηρεσιακής πουκαμίσας του. Όμως, η αμίλητη φιγούρα απέναντί του, που είχε απόλυτη ανάγκη τη σιωπή και από την οποία έρχονταν «ματιές γεμάτες ευγνωμοσύνη» κάθε φορά που εκείνος έπαυε να μιλάει, του προκαλούσε αυξανόμενη αμηχανία, διότι ο ελεγκτής διείδε δυσαρέσκεια στο βλέμμα που παρέμενε προσηλωμένο προς τα έξω και στο στόμα που παρέμενε σφιγμένο προς τα μέσα, «ένα σημάδι δίκαιης δυσαρέσκειας, με λίγα λόγια, στο κουπέ επικρατούσε η απόλυτη παρεξήγηση».

Μια άλλη παρεξήγηση, μακράς όμως διάρκειας, συντελείται όταν στο βαγόνι εισβάλλει ο Ντάντε, λίγο από διάβολος λίγο από παλιάτσος. Δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα του Δάντη, αλλά ήταν δεινός στην κωμωδία. Γονατιστός στο δάπεδο του κουπέ, παρακαλούσε «τον γέρο κυριούλη να τον προσλάβει ως οτιδήποτε».

«[…] θα κάνω τα πάντα για σας, κύριε, πείτε μόνο ναι, διότι εμένα μου φτάνει να ρίξω μια ματιά σε κάποιον και ξέρω αμέσως τι του χρειάζεται, κι εγώ σας κοίταξα και ήξερα αμέσως ότι έχετε τα πάντα εκτός από μένα, διότι για μένα είναι τελείως ξεκάθαρο ότι εσείς με χρειάζεστε, χωρίς εμένα θα βρεθείτε μπλεγμένος, μάλιστα είστε ήδη μπλεγμένος, όπως έχω ακούσει, σας χρειάζεται ένα στήριγμα, μια σκιά, ένα παντοτινό βοηθητικό αόρατο δεξί χέρι, στο οποίο θα μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε, κι εγώ είμαι εδώ […]».

«[…] ας αφήσουμε το παρελθόν και την παλιά μας δόξα, δηλαδή ας τ’ αφήσουμε κατά μέρος, ας μην πολυπειράζουμε τα αίσχη του παρελθόντος και τις ανάκατες ψευδολογίες περί δόξας, μας φτάνει να επιπλεύσουμε με κάποιον τρόπο στην επιφάνεια του βάλτου […]».

Ο βαρόνος δυσκολευόταν να καταλάβει ακριβώς την προσφορά του Ντάντε, αυτού αυτόκλητου υπηρέτη, διότι η προσοχή του παρέμενε στραμμένη στο παράθυρο και έτσι ήταν ευδιάκριτη στο πρόσωπό του η ακατανοησία για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στο κουπέ. Δεν ήταν μόνο ότι δεν καταλάβαινε, κατά βάθος φοβόταν, καθώς και ο ίδιος ανησυχούσε πως είχε μπλεχτεί σε μια περιπέτεια που υπερέβαινε καταφανώς τις δυνάμεις του. Τα πράγματα ήταν πολύ μπερδεμένα γύρω του και γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα, από ένα σημείο κι ύστερα «άρχισε να μην καταλαβαίνει τελείως τι και για ποιον λόγο τού συνέβαινε». Παράξενοι, άκρως αλλόκοτοι, άνθρωποι τον περιτριγύριζαν και έδειχναν να θέλουν κάτι από εκείνον, «ενώ εκείνος δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει σε τίποτα». Όπως ομολόγησε στον υποχρεωτικό συνεπιβάτη του, ένιωθε πως του είχαν χαρίσει «μια κασετίνα με κοσμήματα», διότι αυτό ακριβώς ήταν η γενέθλια πόλη του για εκείνον. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο βαγόνι, εκπληρωνόταν ο πιο διακαής του πόθος, να ξαναδεί την Ουγγαρία, «τη χώρα που σχεδόν παιδί, περίπου σαράντα έξι χρόνια πριν, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει». Ο καινούργιος φίλος του βαρόνου τον άκουσε να του λέει συναισθηματικά φορτισμένος πως «[…] εδώ και πολλές ώρες ταξιδεύω και παρατηρώ το τοπίο, τη μαγευτική σας χώρα, και δεν προλαβαίνω να θαυμάζω τη γη, τον ορίζοντα και το φως, δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός, αλλά όλα αυτά σημαίνουν πάρα πολλά για έναν γέρο σαν εμένα, […] η Ουγγαρία, η πατρίδα μου, είναι μια παραμυθένια χώρα, είναι ακριβώς όπως τη φανταζόμουν, κι έτσι περιμένω με μεγάλη αγωνία να δω και τη γενέθλια πόλη μου, κι εκεί κυρίως ένα πρόσωπο απ’ τα παλιά […]».

Από το άλλο μέρος, ο Ντάντε φοβόταν πως πόνταρε σε λάθος άλογο, αμφέβαλλε ολοένα και περισσότερο πως μπορούσε να βγάλει οποιοδήποτε κέρδος από εκείνο το ερείπιο, καθώς έβλεπε πως «τούτος εδώ ο βαρόνος δεν ήταν παρά ένα μάτσο χάλια». Εκείνος, πάλι, πριν από κάθε επιχείρηση ήθελε να ξέρει το πιθανό κέρδος, «[…] εκείνος ήθελε να μάθει πόσα μπικικίνια υπήρχαν στην άκρη και πού τα είχε, ήταν περίεργος να μάθει ονόματα τραπεζών και αριθμούς λογαριασμών, συγκεκριμένα σχέδια, δηλαδή τι στον διάβολο γύρευε στην πραγματικότητα τούτος ο γερο-διάβολος στον σκουπιδότοπο, σε αυτή τη χώρα δηλαδή […]».

«Ο άνθρωπος είναι ένα τέρας, […] πράγμα το οποίο και ο ίδιος γνωρίζει καλά, μάταια ψεύδεται αδίστακτα προς όλες τις κατευθύνσεις, επιπλέον ένα αληθινό τέρας που μερικές φορές έχει κακές στιγμές, όταν κατά λάθος πέφτει πάνω σε καλές προθέσεις μέσα του, αλλά ξεχνάει γρήγορα, κι αυτές γίνονται πια μόνο μια ανάμνηση, πάνω της όμως αυτός θα χτίσει, διότι είναι ένα τέρας πεπεισμένο ότι η μοίρα τον έχει κατά βάθος επιλέξει για κάτι καλό […]».

Συγκινημένος από το γεγονός της επιστροφής του, ο βαρόνος ακουμπούσε το πρόσωπό του στο τζάμι του παραθύρου, μαγεμένος από τις δέσμες από ηλιαχτίδες που κατέβαιναν από τον ουρανό στην έρημη γη. Αυτός ο επουράνιος καταιονισμός φωτός τού θύμισε τα φωτοστέφανα στις αγιογραφίες, που πουλούσαν στο Μπουένος Άιρες, στα παζάρια γύρω από την εκκλησία του Σαν Πανταλεόν. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο «και δεν μπορούσε να χορτάσει το θέαμα, ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε αυτά που δεν ήλπιζε πια να ξαναδεί ποτέ, ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε και πάλι να είναι ευτυχισμένος, χάζευε και θαύμαζε, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, και σκέφτηκε ότι τελικά τώρα έφτασε σπίτι του».

«Ίσως ήταν τα δάκρυά του η αιτία που δεν του έκανε εντύπωση η απουσία του Σαν Πανταλεόν, κι επειδή ήταν τόσο απόκοσμα όμορφα όλα όσα έβλεπε, για ποιον λόγο να του περάσει απ’ τον νου ότι γενικά: εκείνο του οποίου όλα αυτά θα μπορούσε να είναι το φωτοστέφανο, εκείνο δεν υπήρχε πουθενά στη γη».

Στο απώτερο τέρμα του συρμού, η μικρή μαγική πόλη της Ουγγαρίας ανέβαζε πυρετό καθώς ετοιμαζόταν για την υποδοχή του πολυθρύλητου βαρόνου και την αμύθητη δωρεά του. Σκιαγραφώντας με πρόσβαρο σαρκασμό τα εκλεκτότερα δείγματα της πόλης, ο Κρασναχορκάι γελοιογραφεί τα καμώματα ενός παρδαλού τσίρκου που αγωνιά να δώσει την καλύτερή του παράσταση. Σε μια πόλη όπου ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα απολύτως, η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ ήταν ένα γεγονός ανυπολόγιστης κρισιμότητας, μια αποκάλυψη. Γι’ αυτό ο Δήμαρχος συγκαλεί διευρυμένη συνέλευση, εφιστώντας την προσοχή των αρχών για την άψογη διεξαγωγή των εορτασμών. Δεδομένης της επιβαρυμένης ψυχολογικής κατάστασης του βαρόνου, η ακατάσχετη δακρύρροια του οποίου τον έστελνε κατά καιρούς σε σανατόρια, ο Δήμαρχος ήθελε η υποδοχή του να ξεχωρίζει για τον ευφρόσυνο χαρακτήρα της. Ήθελε η υποδοχή να είναι «ένα ολόκληρο φεστιβάλ», όπου η πόλη καταχαρούμενη θα μιλούσε «για ευθυμία, για γαλήνη, για μια κιβωτό πολύχρωμων, πλούσιων, πολιτισμικών προσφορών».

Συνεπικουρώντας την ψυχική ευεξία του βαρόνου, η ψυχολογία του οποίου είχε επιδεινωθεί από το λεγόμενο «σύνδρομο τυχερών παιχνιδιών», ο Δήμαρχος διέταξε έναν ηλικιωμένο δημοτικό σύμβουλο να επιτάξει όσα φορτηγά χρειάζονταν για να απαλλάξουν τα ποτοπωλεία από τους κουλοχέρηδες. Ο εν λόγω σύμβουλος είχε αποδείξει τις διοικητικές του ικανότητες την εποχή της Μεγάλης Αλλαγής, «τότε που έπρεπε ν’ αλλάξουν τα ονόματα των οδών και δεν έβρισκαν ικανοποιητική εναλλαγή για τον Λενινόλακκο», μέχρι που ο ίδιος πρότεινε την προσφυή μετονομασία του σε Λενονόλακκο.

«[…] ας ονομάσουμε ολόκληρη την ουγγρική ιστορία, το πολυμνημονευμένο ένδοξο παρελθόν των πατεράδων μας, ιστορία της ντροπής, αφού σ’ αυτήν περισσεύουν η προδοσία, η εξωμοσία, η δόλια ραδιουργία, η επονείδιστη ήττα, η αιτιολογημένη αποτυχία, η δόλια εκδίκηση, τα απάνθρωπα αντίποινα, η κτηνωδία που δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε από την υποκρισία […]».

Στη γενική ευφορία θα συνεργούσαν και οι Τοπικές Δυνάμεις, μια συμμορία νεοναζί, που είχαν εξοπλίσει τις μοτοσικλέτες τους με κόρνες εξτρά ηχητικής, που θα προσέδιδαν στο άσμα από την Εβίτα, αυτό «το υπέροχο αριστούργημα της Αργεντινής», τον αρμόζοντα βρόντο. Τη μουσική επένδυση των μηχανών είχε επιμεληθεί ένας έμπιστος μηχανολόγος, φιλόμουσος προφανώς, καθώς στο παρελθόν τούς είχε προμηθεύσει αντίτυπα του Μάιν Καμπφ. Όπως έλεγε ο αρχηγός της συμμορίας στους υποτακτικούς του για να τους εμψυχώσει «[…] έρχεται μεγάλη άνθηση, μια νέα ουγγρική ζωή την οποία μόνο στα όνειρά μας βλέπαμε μέχρι τώρα, αλλά ήρθε, δηλαδή θα έρθει, απλώς θα πρέπει να πατήσουμε εκείνη την αναθεματισμένη κόρνα, και στην ώρα της, και ταυτόχρονα, σαν ένα σώμα, μια ψυχή, το πατάς και το κρατάς πατημένο, και νά η άνθηση, και νά η νέα ουγγρική ζωή, γιατί ελπίζω όλοι να καταλάβατε τι παίζεται εδώ πέρα».

«Καθαρή καρδιά και ίσια ράχη» αυτά μετρούσαν για τις Τοπικές Δυνάμεις, όπως έγραφαν στο κείμενο της στρατολόγησης στην ιστοσελίδα τους. Το σύνθημά τους ήταν «ΚΑΘΑΡΗ ΑΥΛΗ, ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ». Ο καθαρισμός της πόλης ήταν ο άξονας του λειτουργήματός τους. Γι’ αυτό, όποιος συμμεριζόταν τις ιδέες τους και αισθανόταν διατεθειμένος να χύσει ιδρώτα και αίμα για να τις υπερασπίσει, έπρεπε εξάπαντος να εισέλθει στους κόλπους τους. Δεν είχε σημασία τι μοτοσικλέτα οδηγούσε το επίδοξο μέλος. Αν διέθετε άρια καρδιά και άκαμπτη σπονδυλική στήλη, τότε δικαίως θα αξίωνε την προσχώρησή του στη συμμορία. Αν είχε ευθύτητα, ιδανικά και αίσθηση καθήκοντος θα μπορούσε να συμβάλει δραστικά στο μεγαλόπνοο έργο εκκαθάρισης, που είχαν αναλάβει οι Τοπικές Δυνάμεις, οι οποίες αναζητούσαν τον «αγνό άνθρωπο». Η ιδρυτική συνθήκη αυτού του, τρόπον τινά, «αμυντικού ομίλου», ήταν «ένας κοινός πόνος κι ένα κοινό ενδιαφέρον». Πονούσαν κι ενδιαφέρονταν για την άμοιρη πόλη τους, επιτελούσαν έργο, δεν έκαναν απλώς βόλτες με τις μοτοσικλέτες, με τα δερμάτινα, τα τατού και τα κράνη τους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το επίδοξο μέλος όφειλε να λάβει υπόψη του ότι προσχωρούσε σε μια ομάδα που απαιτούσε δύναμη, τιμωρητική και εκδικητική, «[…] εδώ έχουμε να επιτελέσουμε έργο, διότι για να φτάσουμε τον στόχο μας θα πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε τον δρόμο μέσω του οποίου θα αναζητήσουμε την καθαρή ανθρωπιά και την τιμή, διότι αναζητούμε καθαρούς ανθρώπους, και αναζητούμε τον δρόμο, και γι’ αυτό καλά θα κάνεις να το σκεφτείς προτού προσχωρήσεις […]».

«[…] πόσο, μα πόσο απαίσια ράτσα είναι οι Ούγγροι […]».

Μολονότι το διάσημο από τη Μαντόνα τραγούδι «Don’t cry for me Argentina» δυσκόλευε πολύ τις κυρίες της τοπικής χορωδίας, που δεν είχαν ξανακούσει αυτό το δυσπρόφερτο μέρος, ήταν πρόθυμες να εξασκηθούν σε αυτό, ακόμη και με τη συνοδεία του θορύβου των Τοπικών Δυνάμεων, τις οποίες σιχαίνονταν, επειδή πάμπολλες φορές τούς είχαν καταστρέψει τις πρόβες μαρσάροντας τις μηχανές τους κάτω απ’ τα παράθυρα του πολιτιστικού κέντρου. Αλλά και πάλι, αυτή η Αρζεντίνα ήταν μια λέξη τόσο ξένη για εκείνες, «σαν να τη φτιάξανε στο φεγγάρι». Από την άλλη, το βιβλιόφιλο κοινό της πόλης, θέλοντας να θεραπεύσει την άγνοιά του, συνωστίστηκε στη Βιβλιοθήκη αναζητώντας οποιοδήποτε βιβλίο μιλούσε για την άγνωστη Αργεντινή. Θεωρούσαν χρέος τους να διαβάσουν τα πάντα για τη μακρινή πατρίδα του ευγενούς συμπολίτη τους.

Σε μια ιδιωτική συνάντηση με τον Δήμαρχο, η Μάρικα, το πρόσωπο απ’ τα παλιά που νοσταλγούσε ο βαρόνος, αρνιόταν κατηγορηματικά να βγάλει λόγο για να καλωσορίσει τον αγαπημένο της. Ξαφνικά είχε γίνει διάσημη, καθώς όλοι στην πόλη είχαν μάθει για τα δύο γράμματα που της είχε στείλει ο βαρόνος. Ήταν η επίσημη αγαπημένη του, συνεπώς έπρεπε να είναι η πρωταγωνίστρια της μεγάλης γιορτής. Όμως, για τη Μάρικα ο έρωτας των δεκαεφτά της χρόνων ήταν το μυστικό της καρδιάς της, η πιο μύχια υπόθεσή της. Όταν έβγαινε από το σπίτι έβαζε τα δύο γράμματα στην εσωτερική τσέπη του παλτού της και ένιωθε σαν να τα φυλούσε μες στην καρδιά της, μια καρδιά απελπιστικά εύθραυστη, έτοιμη να σπάσει.

Η Μάρικα δίσταζε να πιστέψει στο θαύμα που είχε αίφνης ελεήσει τη ζωή της, που πάντοτε μέχρι τότε συρόταν από απογοήτευση σε απογοήτευση. Τα «τόσο λεπτά συναισθήματα», οι «τόσο απέραντα λεπτές εκφράσεις» που ανάβλυζαν από τα γράμματα του βαρόνου, την έκαναν ευτυχισμένη. Όμως, διαισθανόταν ότι αυτή η ευτυχία ήταν θνησιγενής. Ένιωθε γριά, κατάκοπη από τα εξήντα εφτά χρόνια της, οι ώμοι της έπεφταν μπροστά, η πλάτη της τσακιζόταν από τη μέση της που όλο πονούσε, ποιο όνειρο πίστευε ακόμη πως θα μπορούσε να εκπληρώσει ο Μπέλα, που και αυτός ήταν γέρος;

Ωστόσο, τα δύο υπέροχα γράμματα που τη ζέσταιναν κατάσαρκα, αναχαίτιζαν κάθε λύπη. Και όταν πήγε στο ταχυδρομείο για να στείλει στον εφηβικό της έρωτα μια καρτ ποστάλ, με μόλις δύο λέξεις στο πίσω μέρος της κάρτας («Σας περιμένω»), χαμογελούσε, ολοκληρωτικά ξεγελασμένη από την ελπίδα, «διότι μέσα της σιγοτραγουδούσε πλέον μια φωνή, σαν να το έπαιζε κάποιος στο τσέλο, είμαι έτοιμη, ναι, έτοιμη για έρωτα».

Ο αίολος έρωτας της Μάρικα και του βαρόνου είναι η πιο τραγελαφική ιστορία παρεξήγησης του βιβλίου. Η παρεξήγηση ξεκινά ήδη με τα ονόματά τους. Κανένας δεν είναι σίγουρος πώς λέγεται ο άλλος. Ο βαρόνος στα γράμματά του προσφωνεί την αγαπημένη του Μάριετα, όνομα που τελικά η Μάρικα υιοθετεί, καθώς της αρέσει περισσότερο από το δικό της. Αλλά και εκείνη δεν τα πήγαινε καλύτερα με τα ονόματα. Όταν πήρε τον πρώτο φάκελο στα χέρια της και διάβασε «δρ Μπέλα Βένκχαϊμ», δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο αποστολέας. Χρειάστηκε να ανοίξει το γράμμα και να διατρέξει αρκετές αράδες, μέχρι να διακρίνει ένα ψηλό, αδύνατο αγόρι να αχνοφέγγει στην ομίχλη της μνήμης της. Ο ωραίος γραφικός χαρακτήρας τής θύμισε τον πάλαι ποτέ μικρό της καβαλιέρο, που από τότε έκανε υπέροχα γράμματα. Κι έτσι θυμήθηκε ακόμα πως σε παλιά κουτιά φύλαγε τα γράμματα που της είχε γράψει ο δεκαοχτάχρονος Μπέλα, γράμματα που πάντα της έφερναν δάκρυα στα μάτια.

Φιλοξενούμενος στη βιεννέζικη έπαυλη, ο βαρόνος παλεύει να γράψει ένα γράμμα στην αγαπημένη του. Επί μία ολόκληρη εβδομάδα γράφει ένα και μοναδικό γράμμα. Μόλις το ταχυδρομεί, τον πιάνει απελπισία. Μέμφεται τον εαυτό του που εξαπέλυσε τόση αισθηματολογία σε μια ξένη, έντιμη γυναίκα. Ένιωθε ότι οι άτοποι συναισθηματισμοί του την είχαν προσβάλει. Του φαινόταν αδιανόητο ότι είχε τολμήσει να της εξομολογηθεί τον πόνο με τον οποίο τη νοσταλγούσε, «[…] με τον οποίο αναπολώ την πόλη και μέσα της Εσάς, Μάριετα, τώρα που πέρασα τα εξήντα πέντε χρόνια ζωής, ίσως μου επιτρέπεται να ομολογήσω ότι τη δική μου ζωή αυτά τα δύο πράγματα την κράτησαν στον αφρό, ότι δηλαδή ήξερα μια πόλη και ότι μέσα της γνώριζα Εσάς, και δεν επιθυμώ να Σας κρύψω πως αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο απ’ το ότι δεν αγαπούσα τίποτα περισσότερο σ’ αυτή τη ζωή από τούτη την πόλη και μέσα της Εσάς […]».

Μόλις το γράμμα έφυγε για το ταχυδρομείο, αυτές οι λέξεις μεταστοιχειώθηκαν σε σκέτη φρίκη και ντροπή. Ο βαρόνος βρισκόταν «σε φριχτή ψυχολογική κατάσταση». Ήταν βέβαιος πως με τα ξεδιάντροπα λόγια του είχε κατατρομάξει την ευαίσθητη Μάριετα, η οποία ποτέ δεν θα συγχωρούσε την αποκοτιά του. Γι’ αυτό άρχισε να γράφει ένα δεύτερο γράμμα, όπου παρακαλούσε την αγαπημένη Μάριετα να δεχθεί την ειλικρινή μεταμέλειά του και να τον συγχωρήσει που τόσο βάναυσα της είχε επιτεθεί με τα αισθήματά του, τα οποία, ωστόσο, δεν έκαιγαν μέσα του «με μικρότερη φλόγα απ’ ό,τι τότε, δεκατόσων χρονών». Για εκείνον η Μάριετα παρέμενε «η παλιά του αγάπη».

«[…] άρχισε με το πόσο στενοχωρήθηκε που την είχε αιφνιδιάσει με το πρώτο του γράμμα, και ότι μπορεί να φανταστεί πόσο μεγάλη συναισθηματική αναταραχή τής προκάλεσε μ’ αυτό, αλλά ας τον πιστέψει, τον στενοχωρεί πλέον τόσο αυτή η αποκοτιά του, ώστε, αν μπορούσε, με κάποιον μαγικό τρόπο, θα κατέκαιγε από εδώ μακριά εκείνο το φριχτό γράμμα, θα ήθελε να το καταστήσει μη γενόμενο, δεν είναι όμως κατορθωτό κάτι τέτοιο, οπότε τώρα, με τούτο το καινούργιο γράμμα του, παίρνει το θάρρος να την ξαναενοχλήσει για να την παρακαλέσει να το ξεχάσει, να θεωρήσει το πρώτο γράμμα εξομολόγηση ενός ανόητου, πανούργου, εγωιστή, ανελέητου ανθρώπου, που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε ακουστεί […]».

Καθώς τα ζώα του τσίρκου που είχαν συγκεντρωθεί στην αποβάθρα του σταθμού, αποθηριώνονταν όλο και περισσότερο, η Μάρικα δεν φαινόταν πουθενά, ήταν αποτραβηγμένη στην άκρη, αλλά συμμετείχε ολόψυχα στη γενικευμένη συγκίνηση. «[…] μονάχα που στην περίπτωσή της όλα διαδραματίζονταν μέσα, μέσα στις δύο τσέπες του παλτού της, όπου είχε χωμένα τα χέρια της, διότι εκεί μέσα αυτά τα δυο χεράκια δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν και κουνιούνταν λιγουλάκι και τα δυο, ακριβώς στον ίδιο ρυθμό που τίναζε τα χέρια του το πλήθος, ελάχιστα μόνο πάλλονταν αυτά τα δύο χέρια, ενώ η καρδιά, λίγο πιο πέρα από τα δύο εξημμένα χέρια, χτυπούσε, χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, και παλλόταν, και παλλόταν, διότι εκείνη η καρδιά ένιωθε ότι πλησίαζε, ότι έμπαινε κροταλίζοντας, ότι φρέναρε ήδη και σταμάτησε αργά».

Οι δύο εραστές δεν συναντήθηκαν ούτε με το βλέμμα. Όταν η αμαξοστοιχία σταμάτησε, ο βαρόνος στάθηκε κατατρομαγμένος στα σκαλοπάτια, εμβρόντητος μπροστά στην κοσμοσυρροή που χτυπιόταν και ούρλιαζε, στραμμένη όλη καταπάνω του. Οι Τοπικές Δυνάμεις βαρούσαν τις κόρνες, οι κυρίες της τοπικής χορωδίας παρακαλούσαν την Αργεντινή να μην κλαίει, ενώ ο Δήμαρχος, ο Διοικητής της Αστυνομίας και ο Γυμνασιάρχης έβγαζαν λόγους, ικετεύοντας τα λεφτά του. Η παραζάλη του βαρόνου από την ασυμμάζευτη αναμπουμπούλα, επιτάθηκε από την καταναγκαστική νυχτερινή ξενάγηση του Δημάρχου, ο οποίος τον φόρτωσε σε μια άμαξα και τον περιέφερε σε μια θεοσκότεινη πόλη. Ο Δήμαρχος ήταν εκτός εαυτού, «σαν να ένιωθε ότι βρισκόταν εν μέσω μιας καταστροφής, αλλά ήταν πλέον αργά να βγει από εκεί, γι’ αυτό και χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα της, έτσι ώστε μιλούσε και μιλούσε, κι έδειχνε από δω κι έδειχνε από κει, και ήταν απολύτως σαφές ότι ο εγκέφαλός του δεν είχε καταγράψει ότι έδειχνε πέρα-δώθε μέσα σε μια πόλη σκοτεινιασμένη», την οποία αδυνατούσε να αναγνωρίσει εκείνος που την αναπολούσε με τόση θέρμη, διότι δεν έβλεπε τίποτα από αυτή την πόλη. Τίποτα απ’ όσα φυλούσε στη μνήμη του δεν του αποκάλυπτε η πόλη, η οποία φωτιζόταν αραιά και πού από κάποια λάμπα που τύχαινε να δουλεύει.

«Τούτη δεν είναι η ίδια πόλη», σκεφτόταν ο βαρόνος. Σαν να ήταν ένα άτεχνο αντίγραφο εκείνης που είχε στο μυαλό του. Και μάταια πάσχιζε να λύσει το αίνιγμα που τον τυραννούσε, «διότι πώς θα έβρισκε τη διαφορά ανάμεσα στο ότι έπρεπε να φύγει αμέσως από εκεί και το ότι επιτέλους είχε φτάσει εκεί όπου λαχταρούσε τόσον καιρό, και όπου θα ήθελε να τα ξαναδεί όλα αυτά που του είχαν αρπάξει κάποτε η ιστορία και η προσωπική του ατυχία […]».

Στο τέλος αυτής της περιήγησης στο απόλυτο σκότος και στο χάος της πλάνης, ο βαρόνος εγκαταλείφθηκε στο έρημο Ορφανοτροφείο, εκκενωμένο εγκαίρως από τα ορφανά της πόλης. Μέσα σε ένα άθλιο, παγωμένο δωμάτιο, που προσομοίαζε σε κρεβατοκάμαρα, συλλογιζόταν εκείνη για την οποία είχε φτάσει μέχρι εκεί. Ξαπλωμένος σε ένα ξύλινο κρεβάτι, αδέξια βιδωμένο, κάτω από κλινοσκεπάσματα που έζεχναν, κοιτούσε τη φωτογραφία της δεκαεφτάχρονης Μάριετα, «ένας Θεός ξέρει για ποια φορά στον μακρύ βίο του, διότι αυτή η φωτογραφία ήταν συνεχώς μαζί του, δεν την αποχωριζόταν ποτέ, συνεχώς και πάντα μαζί του». Και, ενόσω βασανιζόταν και κρύωνε, αγωνιούσε να πάει στην ταχυδρομική διεύθυνση όπου έμενε εκείνη, για χάρη της οποίας είχε κάνει αυτό το τόσο επώδυνο ταξίδι. Την ίδια στιγμή έφερνε στον νου του τα δρώμενα του φρικαλέου εορτασμού της επιστροφής του καθώς και τις ασυναρτησίες των αρχών της πόλης και αναρωτιόταν μήπως το επίζηλο όνειρο είχε ανέκκλητα μετατραπεί σε εφιάλτη. Είχε την αίσθηση ότι «ένα δυσοίωνο απρόοπτο διασταυρώθηκε με τα σχέδιά του».

Καθισμένη σε μια πολυθρόνα, βυθισμένη στο σκοτάδι του διαμερίσματός της, η Μάρικα αναλογιζόταν με φρίκη τη φαρσοκωμωδία που είχε εκτυλιχθεί στον σταθμό και μέσα της δικαιολογούσε απόλυτα τον βαρόνο, ο οποίος αρνήθηκε να της απευθύνει έστω και μία λέξη ή τουλάχιστον ένα νεύμα. Όλα ήταν τόσο φριχτά εκεί πέρα που καταλάβαινε γιατί εκείνος δεν θέλησε καν να την πλησιάσει. Εκείνος, το ήξερε καλά η Μάρικα, ήταν φτιαγμένος για τα «πιο λεπτά συναισθήματα και μόνο». Δεν του άξιζε αυτός ο ταπεινωτικός εορτασμός. Και μολονότι ακόμη δυσπιστούσε στον έρωτα που είχε διαμιάς ανθίσει στην καρδιά της, ήξερε πως όπως δεν μπορούσε να φανταστεί το «ναι», άλλο τόσο δεν μπορούσε να υποφέρει το «όχι».

Είχε πια σκοτεινιάσει τελείως και η Μάρικα «[…] έφτασε στο σημείο όπου δεν μπορούσε πια να λέει όχι μέσα στο σκοτάδι που είχε κατακαθίσει πάνω της, κι άφησε να πλημμυρίσουν το πρόσωπό της τα δάκρυα που όλο κι έτρεχαν σ’ αυτό το ταλαιπωρημένο πρόσωπο, αλλά δεν έβγαλε ούτε ένα μαντίλι, μόνο τα άφησε να τρέχουν, διότι δεν της έμενε δύναμη ούτε ν’ απλώσει το χέρι της να πάρει ένα μαντίλι, ούτε καν τόση».

Το μόνο που πραγματικά επιθυμούσε ο βαρόνος να δει στη γενέθλια πόλη του ήταν εκείνη η ταχυδρομική διεύθυνση στην καρτ ποστάλ. Και μολονότι άργησε μια μέρα, καθώς τον είχε εμποδίσει εκείνη η γελοία γιορτή, έφτασε τελικά μπροστά στην πολυπόθητη πόρτα και όταν του άνοιξε η Μάρικα, το μόνο που κατάφερε να πει ήταν: «Καλημέρα σας, κυρία, θα ήθελα τη Μάριετα».

Αυτή η τραγική αστοχία του βαρόνου δυναμιτίζει όλο το μυθιστόρημα, επισπεύδοντας την προοιωνιζόμενη συντέλεια. Η αποσβολωμένη γυναίκα ακούει τον άντρα που με τόση αγωνία περίμενε να έρθει, να της λέει πως ο μοναδικός του πόθος από τότε που έφυγε από το Μπουένος Άιρες ήταν να δει τη Μάριετα, διότι η πρώτη επίσκεψη «ανήκε στη Μάριετα, όλα τ’ άλλα θα έπονταν αυτής». Μάλιστα την ευχαριστούσε θερμά για τη γενναιοδωρία της να αφήσει να μπει στο σαλόνι της ένας ξένος. Και θέλοντας να της εξηγήσει το επείγον της συνάντησης, της εξομολογήθηκε τον βαθύχρονο έρωτά του για τη Μάριετα, η οποία τον κράτησε στη ζωή όλα τα χρόνια της εξορίας του, καθώς εκείνη υπήρξε το μοναδικό σημείο στο οποίο παρέμενε παντοτινά προσηλωμένος. Δεν υπήρξε μέρα, ομολογεί ο βαρόνος στη Μάρικα, που δεν έφερε την εικόνα της μπροστά του, και για να της αποδείξει την αλήθεια των λόγων του έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία της Μάριετα δείχνοντάς την.

Παραλυμένη από την οδύνη της σύγχυσής της, η Μάρικα κοιτούσε στη φωτογραφία τον δεκαεφτάχρονο εαυτό της και συνάμα αναρωτιόταν μήπως είχε πάθει κάτι το μυαλό του Μπέλα. Αυτός που της είχε γράψει «εκείνα τα εξαίσια ευγενικά λόγια από την άλλη πλευρά του ωκεανού», αυτός «ο παγκοσμίως γνωστός, η φημισμένη προσωπικότητα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων», που διέσχισε για χάρη της τον κόσμο ολάκερο, μόνο και μόνο για να βρεθεί στο σαλόνι της, αυτός ο Μπέλα, λοιπόν, «τα χαρακτηριστικά του οποίου αναγνώριζε καθαρά και με το παραπάνω σε τούτο το ηλικιωμένο πρόσωπο», καθόταν απέναντί της και της μιλούσε για τα αισθήματά του για τη Μάριετα, την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή η Μάρικα ταύτιζε με τον εαυτό της.

Ο βαρόνος, προβληματισμένος από την ταραγμένη σιωπή της άγνωστης γυναίκας, προσπαθούσε να ανακαλύψει ποια σχέση θα μπορούσε να έχει με τη δική του Μάριετα. Πιθανότατα θα ήταν «η μητέρα της Μάριετα, ή το πολύ πολύ κάποια θεία της». Οι ομοιότητες δεν ήταν ευδιάκριτες, μπορούσε ωστόσο με τη φαντασία του να καλύψει το χρονικό χάσμα που μεσολαβούσε ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, την άγνωστη γυναίκα και την αγαπημένη Μάριετα. Αλλά δεν κατάλαβε γιατί η γυναίκα απέναντί του ξέσπασε ξαφνικά σε κλάματα και το μόνο που τόλμησε να κάνει για να μην την ταράξει κι άλλο ήταν να σηκωθεί, να πάρει τη φωτογραφία της και να φύγει από το διαμέρισμα.

Η Ίρεν, επιστήθια φίλη της Μάρικα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι της είχε συμβεί, τι έγινε και η συνάντηση που περίμενε τόσο πολύ, τη διέλυσε ολοσχερώς. Διότι η όψη της ήταν διαλυμένη, ρημαγμένη, σαν να είχε γεράσει δέκα χρόνια. Σίγουρα «είχε συμβεί κάτι φρικιαστικά κακό». Ήταν παντελώς ακατανόητο πώς το μεγάλο όνειρο κατέληξε σε «τόσο μεγάλη λύπη», «σ’ ένα τόσο μεγάλο δράμα». Η Μάρικα, το ήξερε καλά η Ίρεν, ήταν ρομαντική, ευαίσθητη φύση, φτεροκοπούσε πάντα «στους ουρανούς, κάπου πάνω απ’ τα σύννεφα». Και της άξιζε να βρίσκεται εκεί ψηλά, «ανάμεσα στα σύννεφά της», διότι ήταν «εξαίρεση, ήταν μια αγία, μια γνήσια ρομαντική, που ζούσε ακόμα μέσα στα όνειρα». Γι’ αυτό ήλπιζε η Ίρεν πως ο βαρόνος, αναγνωρίζοντας πόσο γλυκιά και καλόκαρδη παρέμενε η αγαπημένη του, θα της φερόταν με καλοσύνη και αγάπη. Ποτέ, όμως, δεν θα φανταζόταν η Ίρεν πως ο διάσημος, φιλάνθρωπος βαρόνος, που ισοδυναμούσε με το παν για τη Μάρικα, ήταν ένας κακός άνθρωπος, ικανός για τόσο πόνο, ένας «κακορίζικος τιποτένιος», που όρμησε από το άγνωστο για να καταρρακώσει τη φίλη της.

Η μόνη διέξοδος για εκείνην, για να γλιτώσει από την αβάσταχτη ντροπή της, ήταν να φύγει από την πόλη. Σαστισμένη και λυπημένη, η Μάρικα τριγύριζε ανάμεσα στις γεμάτες βαλίτσες της, άδειαζε την ντουλάπα της και στοίβαζε ρούχα, αλλά δεν ήξερε τι θα της χρειαζόταν σε αυτή την έσχατη μετοικεσία. «[…] ας της έλεγε τώρα κάποιος, και κοίταξε πάνω, προς το χαμηλό ταβάνι στο καθιστικό, και στο πρόσωπό της, σ’ εκείνο το βασανισμένο γερασμένο πρόσωπο, διακρινόταν πραγματική απελπισία, άραγε αυτό άξιζε λοιπόν ύστερα από μια ολόκληρη ζωή, αυτό;»

Γιατί έπρεπε να γίνονται πάντα έτσι τα πράγματα; Αυτό το «γιατί» απηύθυνε η Μάρικα «στο μεγάλο γενικό κάτι», «το μεγάλο άπαν». Είχε ζήσει μια ταπεινή και ήρεμη ζωή, «παραιτούμενη από τα μεγάλα όνειρα, ή, αν όχι τελείως παραιτούμενη, πάντως καταπνίγοντάς τα μέσα της», μόνο και μόνο για να ανέχεται ταπεινώσεις και απογοητεύσεις. Ο σπουδαίος βαρόνος, ο αγαπημένος της Μπέλα, δεν είχε έρθει κομίζοντας ένα θαύμα, αλλά την ύστατη συντριβή. Για πολύ λίγο είχε νομίσει πως «ο φαρισαϊκός κόσμος» μέσα στον οποίο ζούσε, είχε αναγνωρίσει τη μοναδικότητά της. Ήταν κάποια, η μοναδική στη μικρή μαγική τους πόλη, «για χάρη της οποίας μπορεί να διασχίσει κανείς, και διέσχισε πράγματι, τον κόσμο όλο». Όλοι τη θαύμαζαν και τη ζήλευαν. Τώρα, όμως, από τη ζήλια δεν είχε μείνει παρά σκέτη περιφρόνηση. Όπως, άλλωστε, συνέβαινε πάντα. Διότι αυτή ήταν η μοίρα της Μάρικα στη μικρή μαγική της πόλη. Δεν είχε γνωρίσει τίποτε άλλο πέρα από πόνο, χλευασμό και ειρωνεία.

Επιβαρύνοντας την ταραχή του ψυχισμού της, ο Κρασναχορκάι στέλνει στο σπίτι της τον Ντάντε, ο οποίος μετά την αδόκητη εξαφάνιση του βαρόνου, συνέχιζε να ψάχνει τα «μπικικίνια» του. Ο Ντάντε εμφανίζεται στην πόρτα της Μάρικα σαν εκτελεστής της τελευταίας επιθυμίας του βαρόνου, που ήταν, όπως της δήλωσε, να παραδώσει σε εκείνον οτιδήποτε της είχε τυχόν δωρίσει. Κι ενώ στην αρχή η Μάρικα πίστεψε ότι ο πιεστικός άντρας που στεκόταν στην πόρτα της, λέγοντάς της πως μπροστά της «η Δουλσινέα του Τομπόσο απ’ το γνωστό μυθιστόρημα δεν είναι παρά ένα ξεφτισμένο αντίγραφο του πρωτοτύπου», είχε πράγματι να της μεταφέρει ένα σπουδαίο «συναισθηματικό μήνυμα», «την έκφραση μιας τελευταίας επιθυμίας», έναν ύστατο λόγο από εκείνον, κατάλαβε πως είχε και πάλι πέσει θύμα αίολων προσδοκιών. Όταν, επιτέλους, συνειδητοποίησε πως εκείνος ο παλιάτσος δεν είχε τίποτα να της δώσει, ούτε δωρεά ούτε μήνυμα, αλλά αντίθετα αγωνιούσε να αρπάξει κάτι που νόμιζε ότι εκείνη είχε στην κατοχή της, τον ξαπόστειλε, μένοντας ξανά μόνη της να φιλονικεί με το φάντασμα του βαρόνου.

Ο βαρόνος δεν ήταν τελικά διόλου καλύτερος από όλους εκείνους τους άντρες που την έκαναν να ελπίζει σε όνειρα και υποσχέσεις, για να την παραπετάξουν έπειτα «σαν μια μεταχειρισμένη απόλαυση». Μάλιστα εκείνος ήταν πολύ χειρότερος, διότι είχε ταπεινώσει τη θηλυκότητά της, είχε δώσει μια ξεγυρισμένη κλοτσιά στη γυναικεία της υπόσταση. Εντέλει το γεγονός που μετρούσε ήταν πως εκείνη «μετά τα μεγάλα συναισθήματα, μετά τις μεγάλες ελπίδες, μετά τα μεγάλα όνειρα, έμεινε σύξυλη». Γι’ αυτό θα πήγαινε στη Βουδαπέστη, όπου κανείς δεν γνώριζε την ντροπή της.

Η Μάρικα δεν το έμαθε ποτέ, αλλά και ο αγαπημένος της, μετά τη θλιβερή τους συνάντηση, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει διά παντός τη μικρή μαγική τους πόλη. Αφού το ερωτικό του πάθος είχε καταλήξει σε ένα ολέθριο λάθος, ήθελε τουλάχιστον να δει για τελευταία φορά το μέρος, όπου είχε εκκολαφθεί το άλλο μεγάλο του πάθος, η χαρτοπαιξία. Έτσι, πήγε στο Καζίνο, «με το οποίο τον συνέδεαν μοιραία γεγονότα», το οποίο, όμως, υποκύπτοντας στο εμπορικό δαιμόνιο των καιρών, είχε μετατραπεί σε κινέζικη επιχείρηση. Παραμερίζοντας πελώριες ντάνες ρούχων, ο βαρόνος κατόρθωσε να σχηματίσει ανάμεσά τους ένα μονοπάτι και να φτάσει στο μπαλκόνι, απ’ όπου ατένισε το ποτάμι της γενέθλιας πόλης. Κάθισε σε μια καρέκλα και τράβηξε και μια άλλη προς το μέρος του, σαν να προσκαλούσε το φάντασμα της Μάριετα να τον συντροφεύσει στη ρέμβη του.

«[…] ένιωσε ότι είχε αρχίσει πάλι να ψιλοπέφτει στάλα στάλα η βροχή, αλλά εκείνος καθόταν στην καρέκλα του ακλόνητος, δίπλα του η άλλη, άδεια, την οποία τώρα τράβηξε λίγο πιο κοντά του, και κρύωνε, κι έτρεμε, αλλά δεν σάλεψε, παρά μόνο συνέχισε να κάθεται πλάι στην άδεια καρέκλα, και κοίταζε από το ύψος της βεράντας τις κλαίουσες στις όχθες του Κέρες που είχαν χάσει το φύλλωμά τους, έπειτα από λίγη ώρα πρόσεχε μόνο τον άνεμο καθώς έσπρωχνε, έσπρωχνε πέρα-δώθε τα μακριά, πυκνά, γυμνά κλαδιά των ιτιών, έτσι που εκείνα χτένιζαν ψυχρά ξανά και ξανά τα παγωμένα νερά του μικρού ποταμού».

Φεύγοντας από το Καζίνο, αποφάσισε να κάνει έναν τελευταίο μεγάλο περίπατο στο δάσος, όπου φώλιαζαν οι πιο ειδυλλιακές αναμνήσεις της νιότης του. Περπατώντας ανάμεσα στα δέντρα, ο βαρόνος Βένκχαϊμ, συντετριμμένος από την ερωτική του ανοησία, από την προδοσία των ίδιων του των συναισθημάτων, προσπαθούσε να συλλάβει το νόημα της ζωής του, πάλευε να καταλάβει για ποιον λόγο είχε ζήσει μέχρι τότε. Ένα πελώριο «γιατί» τον συνέθλιβε. «Το θέμα δεν είναι ότι ήταν περιττό, σκέφτηκε, πώς θα μπορούσα να το κρίνω εγώ αυτό, αλλά ότι δεν ξέρω για ποιον λόγο έπρεπε να γίνει, διότι κάποιο νόημα θα έχει ακόμα κι αυτή η ζωή που είναι η δική μου, μάταια όμως ρωτούσε ποιο ήταν αυτό […]».

Προχωρώντας βαθύτερα μέσα στο δάσος, αδημονούσε για την απάντηση αυτού του έσχατου ερωτήματος, αλλά δεν έδινε πλέον ούτε στη γη ούτε στον ουρανό μεγάλο χρονικό περιθώριο απόκρισης, διότι μόλις θα έβρισκε τις γραμμές του τρένου, η ζωή του, με ή χωρίς νόημα, δεν θα μετρούσε καθόλου, θα ήταν ήδη χαμένη. Ο βαρόνος, σαστισμένος από ντροπή για την αποτυχία του να εκπληρώσει το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής του, για την πλήρη αδυναμία του να επιβάλει τη θέλησή του στη διαμόρφωση των γεγονότων, για το ότι «είχε συμπεριφερθεί πάλι σαν πραγματικός κρετίνος», είχε αποφασίσει ότι «έπρεπε να προηγηθεί του θανάτου, αφού δεν μπορούσε να τον περιμένει, έπρεπε, διότι δεν μπορούσε να εκτεθεί σ’ ένα καινούργιο φιάσκο, σε τούτο το αναπόφευκτο τελικό δράμα της ζωής του δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να παρεμποδιστεί από κάτι ανάρμοστο».

Έτσι, ο βαρόνος βάδιζε προς τις γραμμές του τρένου, «έτοιμος μέχρις εσχάτων γι’ αυτή τη στιγμή», του τελικού δράματος, προχωρώντας στο ίδιο μονοπάτι, όπου κάποτε, στα νιάτα του, είχε περάσει όμορφες ώρες μοναξιάς και ονειροπολήσεων. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά δεν ήταν τα άρρωστα εκείνα δάκρυα που προμήνυαν το πάθος, για το οποίο νοσηλευόταν κατά καιρούς σε σανατόρια και ιδρύματα. Ήταν δάκρυα ευγνωμοσύνης, ένιωθε «[…] τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη για τη μοίρα του που τον οδήγησε πάλι εκεί, που του επέτρεψε να φτάσει μέχρι εκεί, να τελειώσει στο ίδιο μονοπάτι στο οποίο είχε ξεκινήσει, και πάλι μονάχος […]».

Ωστόσο, το ερώτημα περί του νοήματος της ζωής του συνέχιζε να κεντρίζει τη σκέψη του και μολονότι είχε εδώ και χρόνια ξεχάσει τον Θεό, συνειδητοποίησε ότι μόνο στον Θεό μπορούσε να απευθύνει ένα τέτοιο ερώτημα. Γι’ αυτό συλλογιζόταν με ποιον τρόπο έπρεπε «να εμφανιστεί ενώπιον του καλού Θεού για να του θέσει με πιο ευγενικό τρόπο αυτό στο οποίο ζητούσε απάντηση».

«[…] αφού ήταν τόση ανάγκη να υπάρξει, τότε ας του φώτιζε το μυαλό τις τελευταίες αυτές στιγμές, κι ας του εξηγούσε τι νόημα είχε να τον φέρουν και να τον κρατήσουν στη ζωή, αφού αποδείχτηκε τόσο, μα τόσο άχρηστη αυτή η ζωή, αφού τι είδους ζωή ήταν η δική του, αναρωτήθηκε, αλλά πολύ δυνατά έστω κι από μέσα του, ώστε να τον ακούσει καθαρά και ο καλός Θεός εκεί πάνω, τι είδους ζωή είναι αυτή, στην οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, εκτός του ότι υπάρχει ένας κόσμος, κι εκεί μέσα ένας έρωτας, μέσα σ’ έναν κόσμο ένας έρωτας, η απατηλή ύπαρξη του οποίου μόνο στο τέλος της ζωής του αποκαλύφθηκε, ότι δηλαδή ήταν απατηλός, ότι δεν υπήρχε, κι ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ […]».

Ενδεχομένως ο πιο κατάλληλος τρόπος απεύθυνσης να ήταν η ικεσία, αλλά εκείνος είχε δυστυχώς τόσο καιρό να προσευχηθεί που δεν του ερχόταν ούτε μία λέξη. Εδώ και πολύ καιρό «δεν μπορούσε πια να δει τον καλό Θεό πάνω απ’ τα πράγματα». Από την άλλη, φοβόταν μήπως δεν είχε θέσει σωστά την απορία του και γι’ αυτό η αγωνία του δεν εισακούονταν, καθώς «ο Κύριος απαντά μόνο σε ερωτήσεις που του τίθενται σωστά». Περπατώντας στην ευθεία που όριζαν οι ράγες, περίμενε, όλο και πιο ανήσυχος, τις απαντήσεις σε δύο ερωτήσεις. Αφενός ρωτούσε τον καλό Θεό εκεί πάνω τι νόημα είχε η ζωή του και αφετέρου ρωτούσε τους στρωτήρες κάτω απ’ τα πόδια του, «για ποιον λόγο δεν ερχόταν εκείνο που έπρεπε να έρθει».

Ο βαρόνος προχωρούσε ήρεμα πάνω στις ράγες, περιμένοντας υπομονετικά μια απάντηση, αλλά «[…] το ότι περίμενε υπομονετικά δεν σήμαινε ότι παραιτούνταν από την αξίωση να έχει τελικά μια απάντηση στο ερώτημά του, μια απάντηση με την οποία, ψυχικά ήσυχος πια, θα μπορούσε να ριχτεί στον θάνατο […]». Και τότε ξαφνικά όλα, τα πάντα πάνω στον ουρανό και εκεί κάτω στη γη, φωτίστηκαν με εκτυφλωτική διαύγεια. Το ερώτημα εγκιβώτιζε την απάντηση, συνεπώς ήταν ένα ερώτημα δίχως υπόσταση. Στην απουσία νοήματος της ζωής, στην οποία κατέφασκε το ερώτημα, η απάντηση, ήδη δοσμένη, δεν ήταν ο θάνατος. Ο βαρόνος έπρεπε να ζήσει για τη Μάριετα, για να ζητήσει συγγνώμη από εκείνη την παλιά αγάπη που είχε προσβάλει τόσο ανόητα.

Σε τροχιά φυγής βρίσκεται και το άλλο εμβληματικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο Καθηγητής, ο οποίος αναζητά μια κρυψώνα για να γλιτώσει από τη συμμορία των νεοναζί. Είναι κι αυτός θύμα μιας δεινής παρεξήγησης. Παλιά, όταν ζούσε στη συνοικία της Γερμανούπολης, είχε κάνει το λάθος να υπερασπιστεί το έργο των Τοπικών Δυνάμεων, λέγοντας δημόσια «[…] ότι σ’ αυτή την πόλη, τώρα που στην πρωτεύουσα η κεντρική διακυβέρνηση είναι πλέον σχηματική, όταν κάθε χωριό σε τούτη την πτωχευμένη, άμοιρη χώρα έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του, όταν είμαστε στο έλεος απατεώνων, κλεφτών, ληστών και δολοφόνων, θα πρέπει κανείς μάλλον να χαιρετίζει τη δημιουργία και τη δραστηριότητα μιας τέτοιας ομάδας […]».

Έκτοτε ο Καθηγητής είχε μεταστραφεί, αλλά οι ναζί δεν είχαν ξεχάσει την υποστήριξή του και συνέχιζαν να τον αντιμετωπίζουν «σαν κάποιο πνευματικό σημείο αναφοράς». Όταν έξω από το προσωρινό καταφύγιό του στάθηκε με ένα πλακάτ η κόρη του, καταγγέλλοντας την εγκληματική του απουσία του κατά την ενηλικίωσή της, ένα σμήνος δημοσιογράφων την κύκλωσε για να στηρίξει τη διαμαρτυρία της. Η αδικημένη κοπέλα έφερε άνω κάτω τις αρχές της πόλης, προκειμένου να προσδώσει στην ιδιωτική της υπόθεση δημόσιο χαρακτήρα. Με τις λοιδορίες της σκοπό είχε να καταστήσει σε όλους γνωστό πόσο αχρείος ήταν ο πατέρας της. Ήταν ένας σιχαμένος άνθρωπος που έπρεπε να τον κλείσουν σε ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς ή να τον στείλουν να σαπίσει στη φυλακή.

Ο Καθηγητής μάταια πάσχιζε να κατανοήσει τη σημασία της παρουσίας της κόρης του έξω από την καλύβα του. Γιατί είχε έρθει; Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γύρευε από εκείνον αυτή η νεαρή που κρατούσε το πλακάτ και ούρλιαζε στον τηλεβόα, ηγερία ενός σμήνους εξημμένων δημοσιογράφων. Στόχος της ζωής του ήταν να μην τυραννά με ερωτήσεις το μυαλό του και βρισκόταν ήδη σε καλό δρόμο ως προς την εκπλήρωση αυτού του ζωτικού στόχου, αλλά σε έκτακτες περιστάσεις, όπως η προκείμενη, απλώς δεν μπορούσε «ν’ αποδιώξει τον ηλίθιο καταναγκασμό να ρωτάει ξανά και ξανά τον εαυτό του γιατί». Ήταν προφανές πως παρέμενε ανίκανος να εμποδίζει μέσα του «τον αρρωστημένο καταναγκασμό» του σκέπτεσθαι. Απηυδισμένος από την αλυσιτέλεια των διανοητικών του προσπαθειών, ο Καθηγητής πήρε τελικά ένα όπλο κι άρχισε να σκορπάει σφαίρες ενάντια στο πλήθος που απειλούσε την καλύβα του.

Ενθουσιασμένοι από την πολεμοχαρή του διάθεση, οι ναζί έφτασαν στην πόρτα του για να του προσφέρουν, εκείνοι αυτή τη φορά, τη συμπαράστασή τους. Ο Καθηγητής αρνήθηκε έντρομος την αρωγή τους και οι ναζί, αγανακτισμένοι από την αχαριστία του, άρχισαν να προετοιμάζουν την εκδίκησή τους. Προτού γίνει η προσβολή, όταν ήταν φίλοι ακόμη με τον Καθηγητή, είχαν πάρει στο κατόπι την κόρη του, η οποία ετοιμαζόταν να φύγει από την πόλη, ουρλιάζοντάς της πως δεν ήταν καθόλου σωστό να διαπομπεύει έναν τόσο σεβάσμιο, πνευματικό άνθρωπο. Η κόρη του Καθηγητή είδε, καθώς προχωρούσε προς τον σταθμό, τους περίεργους τύπους που τη συνόδευαν, και αμέσως τους αναγνώρισε, διότι ήταν και αυτή μέλος μιας παρόμοιας ομάδας, του ΚΠΝΚ, «Κάτι Πρέπει Να Κάνουμε». Σε αντίθεση με «πολλούς δειλούς σκατάδες, όπως ονόμαζε τους πολίτες της χώρας, εκείνη Κάνει Κάτι».

«[…] εφόσον θεωρήσουμε ασθένεια και αρρώστια και ανίατη επιδημία τον Ούγγρο, τότε μπορούμε να επιχειρήσουμε επίσης να ονομάσουμε την αιτία της ασθένειας και αρρώστιας και επιδημίας, πράγμα που είναι παιχνιδάκι, αφού είναι προφανές ότι η αιτία βρίσκεται στην ηθική κατάπτωση, ότι ο Ούγγρος έχει φτάσει στο χαμηλότερο σημείο ηθικής, και τέρμα, τόσα δηλαδή φτάνουν κιόλας, το κατώτατο σημείο, το “δεν υπάρχει παρακάτω” του ηθικού ξεπεσμού ταυτίζεται με τον Ούγγρο […]».

Αν ο βαρόνος Βένκχαϊμ φυγαδεύτηκε από το Μπουένος Άιρες για να μην καταλήξει σε ψυχιατρείο ή στη φυλακή, ο Καθηγητής αυτοεξορίστηκε από το σπίτι του εξαιτίας της ανίατης απογοήτευσης για την πνευματική ένδεια της ανθρωπότητας. Έχοντας χάσει το κέφι για τη μέχρι τούδε ζωή του, έθεσε τον εαυτό του σε διαδικασία απόσυρσης από τα εγκόσμια. Σε ένα άξενο, χέρσο, βαλτώδες κομμάτι γης, που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «Βάτα», σε έναν σωρό «σκορπισμένων, άχρονων σκουπιδιών», ανάμεσά τους και μερικοί στραπατσαρισμένοι Εσταυρωμένοι από τενεκέ, είχε βρει κομμάτια φελιζόλ από τα όποια έφτιαξε το νέο του σπίτι, επέκεινα των εγκοσμίων. Θέλοντας να αποδώσει έναν απώτερο συμβολισμό στη μετοικεσία του, την αποκαλούσε «η εγκατάσταση των Ούγγρων στη νέα τους πατρίδα», διότι έτσι κάπως φανταζόταν πως έγινε, πρώτα υπήρχαν τα φελιζόλ, που έγιναν τα θεμέλια, κι ύστερα κατέφθασαν τα ζιζάνια, δηλαδή οι Ούγγροι, κι έπειτα τη φθορά και τον ξεπεσμό ανέλαβαν τα βάτα και τα αγριόχορτα.

Η Καθηγητής εγκαταβίωνε, λοιπόν, σε μια ουτοπία από φελιζόλ, σε έναν μη τόπο, καθώς εκείνο το βόρειο προάστιο, «όλη η περιοχή πέρα από τη λεωφόρο Ημετέρων, απλούστατα δεν είχε περιληφθεί ποτέ στον ζωντανό συνειδησιακό χάρτη των κατοίκων». Οι κάτοικοι απέφευγαν την περιοχή, διότι φοβούνταν πως εκεί «ήταν δυνατόν να συμβεί οτιδήποτε». Τα Βάτα επανέρχονταν στη συνείδησή τους μόνο αν τύχαινε να καταληφθούν από τίποτα Τσιγγάνους, που περνούσαν τα ρουμανικά σύνορα. Τότε όλοι φώναζαν «απέλαση», «έξω όλοι αυτοί οι αχρείοι», «όλοι οι βρομεροί Τσιγγάνοι», μέχρι να εκδιωχθούν οι καταπατητές και έτσι έβγαινε από την ημερήσια διάταξη (διαταγή) και το θέμα των Βάτων, «δηλαδή μετατοπιζόταν και πάλι στις παρυφές των συνειδήσεων».

«[…] σε οποιοδήποτε χαρακτηριστικό με το οποίο μπορούμε να περιγράψουμε τον Ούγγρο υπάρχει μια συνδετική ουσία, ένα ανάδεμα σαν μύξα, που συνδέει την ύπουλη ποταπότητα με το βαρβαρικό ποιος αν όχι εγώ, τον υστερικό φθόνο με την ικανότητα για ατιμία, και αυτό το ιδιαίτερα αποτρόπαιο μείγμα αδιακρισίας, το οποίο γνωρίζει και κατανοεί στ’ αλήθεια μόνο όποιος ανήκει σ’ εμάς, αυτό το αιώνιο πέδικλο του αγελαίου των ζώων, που μυρίζει ξινή ιδρωτίλα, είναι μια αναθυμίαση που συνδέει Ούγγρο με Ούγγρο […]».

Απομονωμένος στα Βάτα, ο Καθηγητής μπορούσε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο σημαντικότερο έργο της ζωής του, την καθ’ ολοκληρία απάρνηση του κόσμου. Η διασημότητά του στους πολιτιστικούς κύκλους της πόλης οφειλόταν στην πολυετή μελέτη του πάνω στα βρύα, ο μικρόκοσμος των οποίων δεν είχε πλέον για εκείνον μυστικά. Επίτευγμα χθαμαλό, που όμως του είχε χαρίσει κύρος, σεβασμό και παγκόσμια φήμη. Αλλά η απελπισία του για την ανθρώπινη ηλιθιότητα, απέναντι στην οποία αισθανόταν ανήμπορος, τον είχε κάνει να σταματήσει το επιστημονικό του λειτούργημα και να παραιτηθεί από την επιστημονική έρευνα, διότι είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τα βρύα.

Πέρα από τον Καθηγητή, υπηρέτες του πνεύματος στη μικρή μαγική πόλη ήταν ένας αρχιφύλακας με λατρεία στους Λατίνους συγγραφείς και, όπως είναι ευνόητο, ο Διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Χωμένος σε ένα μουχλιασμένο υπόγειο του αστυνομικού τμήματος, λουσμένος στο νοσοκομειακό φως από λάμπες φθορισμού, ο αρχιφύλακας έσκυβε περιπαθής πάνω από τόμους του Κικέρωνα, του Τάκιτου και του Καίσαρα. Μολονότι είχε μόνο ένα απολυτήριο λυκείου, κάποτε, «στα χρόνια της δόξας», υπήρξε ο μοναδικός που είχε διαλέξει τα λατινικά ως μάθημα επιλογής στο γυμνάσιο και έτσι στις εξετάσεις τού έπεσαν τόσο λίγες ασκήσεις που τις ήξερε όλες απέξω, και τα έντεκα θέματα. Γι’ αυτό θεωρούσε απερίγραπτη αδικία της μοίρας το ότι έπρεπε να κατεβαίνει κάθε πρωί σε εκείνο το υπόγειο, που «ήταν γι’ αυτόν σαν να κατέβαινε στον Κάτω Κόσμο», και να συντάσσει τους λόγους του Διοικητή. Τότε, δυστυχώς πολύ παλιά πια, είχε αφήσει έκθαμβη την εξεταστική επιτροπή, «[…] κι αν ήθελε, έτσι θα μπορούσε ν’ αφήσει σήμερα έκθαμβους τους πάντες, όσους θα βρίσκονταν μπροστά του, διότι ποτέ δεν ξέχασε εκείνα τα έντεκα θέματα, απλώς δεν είχε όρεξη ν’ αφήσει κανέναν έκθαμβο, ποτέ δεν είχε κέφι για κάτι τέτοιο, διότι δεν ήταν ακροβάτης του τσίρκου, […] αλλά το θύμα μιας μεγάλης παρεξήγησης, και δεν θα έπρεπε να κάθεται εκεί, στην κρύα αποθήκη του υπογείου, και δεν θα έπρεπε να γράφει στα κρυφά τους λόγους του αφεντικού, αλλά κάτι που να αρμόζει στις μεγάλες εκείνες πράξεις που τον εμψύχωναν από τον Κικέρωνα και τον Τάκιτο μέχρι τον Καίσαρα […]».

Ο έτερος προεστός του πνεύματος, ο Διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, λάτρευε τους χιλιάδες τόμους της ιδιωτικής του βιβλιοθήκης, που του διασφάλιζαν διαρκή και αταλάντευτη αυτοπεποίθηση για την πνευματική του ικμάδα. Πέρα από τα σημαντικά έργα των αρχαίων συγγραφέων, τα βιβλία φιλοσοφίας και ιστορίας, αισθανόταν απέραντη περηφάνια που η βιβλιοθήκη του διέθετε σχεδόν τα άπαντα για τη μηχανική του αυτοκινήτου. Ήταν πεπεισμένος πως στην τεχνολογία των μηχανών αυτοκινήτων κρύβονταν τα σπουδαία μυστικά του σύμπαντος. Όταν δεν έβλεπε τηλεόραση, διάβαζε μανιωδώς, είτε στο κρεβάτι είτε στην πολυθρόνα, ενόσω χώνευε την απίστευτη ποσότητα φαγητού, που χορηγούσε ημερησίως στον εαυτό του. Τελευταία το ανάγνωσμα που απορροφούσε όλη του την προσοχή, ήταν εκείνο το κατάπτυστο άρθρο που απευθυνόταν στους Ούγγρους. Ο Διευθυντής διάβαζε πρόταση με πρόταση «το δυσοίωνο άρθρο» και προσπαθούσε να ανακαλύψει ποιος το είχε γράψει, γιατί αυτό ήταν το μείζον ερώτημα, από κει κι έπειτα θα εξηγούνταν όλα. Μόνον εκείνος, «λόγω της μόρφωσής του, λόγω της κατάρτισής του και, γενικά, λόγω της φυσικής ανθρώπινης εξυπνάδας του», ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσει την υπογραφή του λιβελλογράφου. Παρ’ όλα αυτά, του ήταν αδύνατον να καταλάβει από πού κι ώς πού ο συγγραφέας του άρθρου τολμούσε να τον αποκαλεί, αυτόν που ήταν η επιτομή του διανοούμενου, «αρχιδόβλαχο».

Αηδιασμένος από τις «κουφιοκέφαλες, αυτάρεσκες φάτσες» που τον περιέβαλλαν, από την κακομοιριά του τόπου, τη φτώχεια και τη σαπίλα του, ο Καθηγητής είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν είχε κανένα νόημα να ασχολείται με τα βρύα, τα βρύα ουδόλως νοιάζονταν αν τα κοίταζε ή όχι, απλώς υπήρχαν, όπως κι αυτός ο ίδιος. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, ολόκληρη η ύπαρξη θεμελιωνόταν σε μια άνευ όρων κατάφαση, αποκαθαρμένη από ερωτήσεις, καθώς κάθε ερώτηση οδηγούσε στην ακατανοησία. Γι’ αυτό απογύμνωσε τη ζωή του και την έστησε ανάμεσα σε κομμάτια από φελιζόλ, αφήνοντας μόνο ένα μικρό άνοιγμα, εν είδει παραθύρου, για να εποπτεύει τον κόσμο, που καραδοκούσε απέξω.

Η αδόκητη έλευση της κόρης του και των ναζί είχε διασαλεύσει τη σχετική τάξη που είχε δημιουργήσει εδώ και κάποιο διάστημα και που, όπως συνειδητοποίησε μετά τους πυροβολισμούς, θα ήταν πολύ δυσκολότερο να τη διατηρήσει απ’ όσο πίστευε αρχικά. Η κατάσταση περιπλεκόταν έτσι περαιτέρω από τις σφαίρες με τις οποίες είχε σκοτώσει το Μικραστέρι, τον γιγαντόσωμο υπαρχηγό της συμμορίας. Ο Καθηγητής καταλάβαινε πως έπρεπε να φοβάται το πένθος των ναζί. Έπρεπε να βρεθεί κατά το δυνατόν μακρύτερα από εκείνο τον όχλο από φασίστες με τις μοτοσικλέτες και τα κράνη τους, να εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, διότι διαφορετικά κάθε διαφυγή θα ήταν μάταιη.

Έτσι, αφότου μάζεψε τους σκόρπιους κάλυκες σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα εκ Ρουμανίας, έσπευσε να εγκαταλείψει την καλύβα του και άρχισε την περιπλάνησή του στα αφώτιστα μονοπάτια της πόλης, αναζητώντας ασφαλείς κρυψώνες, αλλά αποφεύγοντας το κατερειπωμένο Αστεροσκοπείο, η κορυφή του οποίου απαιτούσε το ανέβασμα αναρίθμητων σκαλιών. Αργότερα, κρυμμένος σε έναν απόμερο σιδηροδρομικό σταθμό, ο Καθηγητής θα επιδιδόταν στη θεογνωσία μακριά από το πανύψηλο κτίριο. Βέβαια, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς, ένα βράδυ επιστρέφει στα Βάτα για να ανοίξει έναν λάκκο, που προοριζόταν για το άταφο Μικραστέρι, και να πυρπολήσει απ’ άκρη σ’ άκρη τον χερσότοπο. Τρεις χιλιάδες λίτρα ντίζελ και δεκαπέντε μπιτόνια βενζίνη επέφεραν την τέλεια καύση.

Στο πρόσωπο του Καθηγητή ο Κρασναχορκάι υποστασιοποιεί τη νικημένη διάνοια. Βέβαια, όπως είδαμε, ο εν λόγω ήρωας δεν κραδαίνει το σκήπτρο της σοφίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ο μοναδικός διανοούμενος που εκκόλαψε ο τόπος, ή, αλλιώς, το θνήσκον πνεύμα του τόπου. Σαρκάζοντας την ασθενική φλόγα της διάνοιάς του, ο Κρασναχορκάι τον βάζει να απελπίζεται από τη ματαιοπονία κάθε εγκεφαλικής δραστηριότητας. Το έσχατο πνευματικό έργο του Καθηγητή είναι ο ακρωτηριασμός του μυαλού του, διότι κάθε αξίωση αυτού του μυαλού απέληγε είτε σε πλάνες είτε σε σοφίσματα. Η ήδιστη ευδαιμονία της ύπαρξης συνίστατο στην αποποίηση κάθε πνευματικού μόχθου. Μόνο ο άνθρωπος που κατάφερνε στον απόλυτο βαθμό να μην σκέφτεται, είχε ελπίδα να αντικρίσει μια γωνιά του Παραδείσου και, γιατί όχι, τον Θεό. Στην επαγγελία των ουρανών κατέφασκε ένα απαστράπτον «Ναι», που ακτινοβολούσε «με φοβερή ένταση προς τα έξω, προς το πάντοτε ατελές Σύμπαν».

Κρυμμένος από τους διώκτες του σε διάφορες πρόχειρες κρυψώνες, ο Καθηγητής στοχάζεται τα ανθρώπινα. Ο ημερήσιος αναστοχασμός δεν ξεπερνάει τις δύο ώρες, διότι μεγαλύτερο μέλημα από τη σκέψη είναι για τον Καθηγητή η κατάργηση της σκέψης. Θεωρούσε την ολοήμερη σκέψη επιζήμια για τον οργανισμό, ένα πάθος που δεν οδηγούσε πουθενά. Τις δύο ώρες κατά τις οποίες έθετε σε εντατική λειτουργία το μυαλό του, τις αποκαλούσε ασκήσεις πνευματικής αποφόρτισης. Ωστόσο, η επιδιωκόμενη αποφόρτιση κατέληγε μάλλον σε υπερφόρτωση, καθώς το μυαλό του Καθηγητή δεν μπορούσε να αποβάλει τη συνήθειά του να σωρεύει ερωτήσεις και να αποτιμά τις πιθανές απαντήσεις. Το να αναλογίζεται το ουσιώδες στα ανθρώπινα πάθη, σήμαινε ότι καταβυθιζόταν «στην καταστροφική παγκόσμια ιστορία των παρεξηγήσεων, στο νόημα των παρεξηγήσεων, όμως συγχρόνως και στην ωφέλειά τους».

Έχοντας βρει καταφύγιο σε μια παγωμένη αίθουσα αναμονής ενός περιφερειακού σιδηροδρομικού σταθμού, ο Καθηγητής αποδυόταν ξανά στο δύσκολο εγχείρημα της απαλοιφής του μυαλού του. Μετά από χρόνιους στοχασμούς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η απελευθέρωση από το σκέπτεσθαι θα γινόταν κατορθωτή «με τη μέθοδο της κατάργησης της σκέψης διά του σκέπτεσθαι». Ο σωστός τρόπος απάλειψης της σκέψης ήταν «μια κατάσταση στάσιμη», που ήταν και η θεμελιώδης στάση, «η ασάλευτη προσοχή». Όμως, παρά την ακινησία της, η προσοχή ενός έλλογου όντος συνέχιζε να αποσπάται από κάθε λογής ερωτήματα, τα οποία με τη σειρά τους μπλέκονταν σε ένα κουβάρι από σημασίες και έννοιες και ύστερα ερχόταν η αμφισβήτηση των εννοιών, από την οποία δεν έμενε παρά ένας νους άρρωστος από τον ίλιγγο, το άλγος της σκέψης.

«[…] διότι έτσι και τραβήξουμε σε τέτοιον βαθμό το χαλί κάτω από τις έννοιές μας, τότε θα βρεθούμε γρήγορα εκεί όπου δεν θα μπορούμε να πούμε πια τίποτα, παρά μόνο να ξερνάμε τις λέξεις τη μία μετά την άλλη, και να ξερνάμε, να ξερνάμε, να ξερνάμε, ενώ όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε με πολύ μικρότερο κόπο, παραδείγματος χάριν, να μην αρχίσουμε να σκεφτόμαστε καθόλου περί σκέψης, αλλά να αφεθούμε να παρασυρθούμε μέσα στην ύπαρξη […]».

Μολονότι περίπλοκα διατυπωμένο, το σκεπτικό του Καθηγητή θεμελιώνεται στο δεσπόζον αξίωμα ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι υπερβολικά δύσκολη και υπερβολικά δυσνόητη, είτε τη σκεφτόμαστε είτε όχι. Το πραγματικό πρόβλημά μας με ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία είναι ότι δεν την καταλαβαίνουμε. Από αυτό ακριβώς το σημείο όφειλε να ξεκινήσει τις διερευνήσεις του ένας σκεπτόμενος νους, αν ήθελε να εκμηδενίσει εν τη γενέσει της κάθε περαιτέρω σκέψη. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η ανθρώπινη ιστορία και από την άλλη το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνουμε αυτή την ανθρώπινη ιστορία. Από εκεί και πέρα, προέκυπτε το ζήτημα της άσκοπης ερωτηματοθεσίας. Κάθε ερώτηση αποδεικνυόταν λανθασμένη, στον βαθμό που απέκλινε από το ακτινοβόλο, άνευ όρων, «Ναι».

Ο Καθηγητής πίστευε πως ο λεγόμενος σκεπτόμενος άνθρωπος, που παρά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του επέμενε να σκέφτεται, καταδίκαζε σε εξόντωση τον ίδιο του τον εαυτό, διότι κάθε συλλογιστική εκκινούσε μοιραία από λάθος αφετηρία. Κάθε αφετηρία ήταν λάθος από τη στιγμή που υποδεικνυόταν από μια εκ των προτέρων υπόθεση, η οποία συνιστούσε εξαρχής μια «θανατηφόρα δόση του βακτηριδίου της αμάθειας». Όλες οι εκκινήσεις ήταν λανθασμένες, στο μέτρο που οδηγούσαν σε παρερμηνείες και προϋπέθεταν εκ των προτέρων εδραιωμένες πεποιθήσεις. Η λάθος αφετηρία προοικονομούσε μια λανθασμένη κατεύθυνση, «όλα αυτά είναι η κόλαση η ίδια, απ’ όπου δεν ξεκινά δρόμος για αλλού, παρά μόνο προς λανθασμένες κατευθύνσεις».

Η μοναδική λύση, πανάκεια για κάθε προς επίλυση εξίσωση, ήταν ο αδιάλειπτος εκμηδενισμός του νου, η «[…] συνεχής και αδιάκοπη εκκαθάριση, αυτό πρέπει να είναι το δικό μας έργο, ένα συγύρισμα που δεν τελειώνει ποτέ, επειδή δεν μπορεί να τελειώσει ποτέ, διότι πρέπει να καθαρίσουμε κάθε πείρα και κάθε ισχυρισμό, πρέπει να πετάξουμε απ’ το μυαλό μας κάθε εκ των προτέρων υπόθεση […]». Το συγύρισμα και το ξεκαθάρισμα πρέπει να είναι πλήρη και αδιάλειπτα. Ο σκεπτόμενος νους δεν έπρεπε ούτε στιγμή να αφήνει το μυαλό να βρει διαφυγή, όφειλε να λογοδοτεί διαρκώς στο «ερωτηματικό βλέμμα αυτού του μυαλού, δηλαδή το μυαλό κοιτάζει τον εαυτό του, και το κοίταγμα αυτό αποτελείται από σκέτη καχυποψία». Ο ιδεατός εγκέφαλος ήταν για τον Καθηγητή εκείνος που επικεντρωνόταν μόνο σε ένα πράγμα, «στο να καθαρίζει οτιδήποτε θα περνούσε από μέσα του, και μ’ αυτό τον καθαρισμό να εξολοθρεύει κιόλας, διότι ως τι άλλο θα μπορούσαμε να εκλάβουμε την έννοια καθαρισμός, και γενικά καθαρός, παρά ως κάτι που είναι καθαρό όταν δεν υφίσταται πια […]».

Στο σημείο αυτό ο Κρασναχορκάι αναδαυλίζει μαεστρικά την αλλοτινή ερωτοτροπία του Καθηγητή με τις Τοπικές Δυνάμεις. Έχει σημασία το επεισόδιο που προηγείται του εγκεφαλικού παραληρήματος του Καθηγητή. Δύο ορφανά, δύο έφηβοι που βρέθηκαν ανέστιοι μετά την εκκένωση του Ορφανοτροφείου, αναζητούν καταφύγιο στη συμμορία των ναζί, δηλώνοντας «μέσα σ’ όλα». Ο προσηλυτιστής τους, λοιπόν, τους βάζει να μελετήσουν το καταστατικό της οργάνωσης, λέγοντάς τους να χτυπήσουν στον υπολογιστή «KathariIdea τελεία hu».

Προτρέχοντας, ας σημειωθεί πως τα δύο ορφανά απογοητεύονται γρήγορα από τις Τοπικές Δυνάμεις. Δεν ήταν σοβαρή ομάδα αυτή, «διότι τούτοι δω δεν ήταν παρά μαλάκες επαρχιώτες, κάνουν τους έξυπνους, βαράνε σφαλιάρες κι αυτό είν’ όλο». Δεν θα πρόκοβαν στο πλευρό τους και γι’ αυτό έπρεπε να δοκιμάσουν κάτι μεγαλύτερο, το οποίο μόνο στην πρωτεύουσα θα έβρισκαν. Έπρεπε, λοιπόν, να φύγουν αμέσως για τη Βουδαπέστη. Κρυμμένοι σε απόσταση ασφαλείας από το κτίριο του σταθμού, οι δύο νεαροί περίμεναν ένα τρένο που δεν ερχόταν. Ο ένας προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον άλλο, λέγοντας ότι σύντομα θα είχαν τρένο και μετά θα είχαν και Βουδαπέστη, «και μετά Βουδαπέστη, γαμώτο, κι αν έχουμε Βουδαπέστη, έδωσε μια στην πλάτη του άλλου για να τον ενθαρρύνει, τότε δεν αργεί κι η Χαναάν».

Καιρός, όμως, να επιστρέψουμε στην αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου ο Καθηγητής περιμένει και αυτός ένα τρένο να τον πάει στη Βουδαπέστη. Παρά τη στυγνή ειρωνεία με την οποία σφυροκοπά ο Κρασναχορκάι την πνευματικότητα του Καθηγητή, είναι προφανές ότι του δείχνει τη μεγαλύτερη επιείκεια. Δεν υπάρχει ωραιότερο δώρο που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας στον ήρωά του από το να του προσφέρει τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου του. Σε αυτές τις συγκλονιστικές σελίδες, οι οποίες διαπνέονται από την ουσία της αποφατικής θεολογίας, την αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας να συλλάβει τη φύση του Θεού, ο Καθηγητής προτείνει τον φόβο ως θεμέλιο της ύπαρξης, του πολιτισμού και της θρησκείας.

Ο φόβος είναι «ο Βασικός Νόμος, ο φόβος είναι το θεμέλιο του Συντάγματος της Ύπαρξης». Ο φόβος «προσδιορίζει την απόλυτη ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης». Όταν ο νους καταφέρει να σταθεί ασάλευτος και πλήρης σε ένα περίλαμπρο, εκτυφλωτικό και αποστομωτικό «Ναι», σε μία δίχως ενστάσεις κατάφαση, τότε μόνο θα λυτρωθεί από τον φόβο. Κάθε προσπάθεια μέχρι αυτή τη μεταφυσική λύτρωση, που συνιστά τη λύση σε μια υπαρξιακή εξίσωση, είναι αγώνας αποδέσμευσης από τον φόβο, ο οποίος ενυπάρχει στη ρίζα της ύπαρξης. Όταν ο Καθηγητής μιλάει για τον προπατορικό φόβο, εννοεί τον φόβο «ότι δεν θα υπάρχει ύπαρξη, και μάλιστα ότι δεν θα υπάρχει πάντα σε μια ορισμένη περίπτωση». Ο «φόβος της διακοπής της ύπαρξης είναι μια δύναμη τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μετρηθεί, διότι δεν έχουμε και ποτέ δεν θα έχουμε μέσο για να παραστήσουμε μια τόσο συγκλονιστικά μεγάλη δύναμη».

Ο φόβος της μη ύπαρξης απλώνεται σε ένα βάθος, «που παραείναι βαθύ για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πραγματικά πόσο βαθύ είναι». Το μόνο που έχει σημασία να προσεγγιστεί κατά το δυνατόν είναι η απροσμέτρητη δύναμη αυτού του φόβου, ο οποίος αποτελεί τη μήτρα κάθε μεγάλου ή μικρού δημιουργήματος, αναχώματα όλα στην αγωνία της ανυπαρξίας. Όπως συλλογίζεται ο Καθηγητής, «[…] το λίκνο του πολιτισμού δεν είναι η κοιλάδα του Κίτρινου Ποταμού ούτε η Αίγυπτος ούτε η Μεσοποταμία ούτε η Κρήτη ούτε οι αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη ούτε οι Άγιοι Τόποι και τα λοιπά, αλλά ο φόβος […]».

Συνεπώς ο φόβος του θανάτου μετατρέπεται σε δημιουργική δύναμη, επινοεί θεούς και ανεγείρει πολιτισμούς. Η κοσμοϊστορικής σημασίας δύναμη του φόβου τίκτει τον Θεό, διότι κανένας πολιτισμός δεν μπόρεσε να τον απαρνηθεί. Η λύση κάθε αγωνίας ενυπάρχει σε ένα «σχήμα τελείως ασυνήθιστο, θεϊκής διάστασης», ένα σχήμα-στοίχημα για κάθε επίνοια του πνεύματος. Έτσι, όμως, ο πολιτισμός και η θρησκεία θεμελιώνονται στην υπέρτατη πλάνη, αναγορεύοντας τον φόβο σε δύναμη απελευθερωτική και ανυψωτική, υποσχετική, ενώ στην ουσία ο φόβος, αθέατος και αδιάκοπος, παντοδύναμος, ροκανίζει τα φθαρτά θεμέλια, υφαίνει φενάκες, ξεγελώντας τους ανθρώπους πως μπορούν με τεχνάσματα, επίγεια και επουράνια, να τον υπερκεράσουν. Το θνητό ον που αποτολμά να απλώσει τη ματιά του στο απέραντο βασίλειο του φόβου, δεν γίνεται να μην αναριγήσει από την ανάγκη της πίστης «σ’ ένα μονοθεϊστικό Ον». Και σε αυτή τη συνθήκη το βάρος δεν πέφτει στον Θεό, αλλά στην ανάγκη της πίστης. Άλλωστε, ως αντίσταση σε αυτή την ανάγκη εκδηλώνεται η άρνηση του Θεού. Είτε αρνούμαστε είτε κατανεύουμε στην άρνηση του Θεού, δοκιμαζόμαστε με το αδύνατο, την απελευθέρωση από τα ερωτήματα. Και όσο κι αν ο ανθρώπινος νους είναι ικανός να κινείται μόνο σε έναν περιορισμένο κύκλο απαντήσεων, επιμένει να ρωτάει, υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός.

Ας προσεχθεί εν παρόδω ότι η έλευση του Θεού στο μυθιστόρημα προαναγγέλλεται από έναν σαρωτικό φόβο, που παραλύει ακαριαία τη ζωή στην πόλη. Αυτός ο άλογος, δίχως νόημα και αιτία, συγκλονιστικός φόβος, καθιστά τον Θεό αντιληπτό στους κατοίκους. Οι συνειδήσεις τους ραγίζουν, κατειλημμένες αίφνης από κάτι το ανείπωτα, τρομακτικά μεγαλειώδες, το οποίο τους συντρίβει και τους ταπεινώνει, καθώς ο άντρας εκείνος που τους αποκαλύφθηκε σαν κύριός τους, διήγειρε μια διάθεση προσφοράς και εμπιστοσύνης, που ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα για τους ανθρώπους.

Ο άνθρωπος, σκέφτεται ο Καθηγητής, οδηγήθηκε στον πολιτισμό και στον Θεό εξαιτίας της αδυναμίας του να αποδεχθεί ότι το άπειρο είναι ένα μέγεθος απρόσιτο στη συνείδησή του. Το άπειρο δεν είναι παρά «απλή αφαίρεση», ένα εγκεφαλικό επινόημα για να εξεικονιστεί ό,τι για τη διάνοια παραμένει άφθαστο. Ο Καθηγητής εξαγριωνόταν από τη συνήθεια του νου να αρπάζεται από όψεις του απείρου, από τη στιγμή που ήταν φτιαγμένος για «αποκλειστικά πεπερασμένες ποσότητες». Ο άνθρωπος ήταν «ένα ον ικανό να αντιλαμβάνεται αποκλειστικά και μόνο το πεπερασμένο». Στο σύμπαν όπου ζει και πεθαίνει ο άνθρωπος, τα πάντα «έχουν αρχή, έχουν και τέλος, τουλάχιστον για έναν νου όπως ο ανθρώπινος».

Η ανθρώπινη ιστορία υπερβαίνει την ανθρώπινη σκέψη. Στο σύμπαν, όχι αυτό το οποίο έχτισε ο άνθρωπος για σπίτι του, αλλά το άλλο, εκείνο που εκτείνεται πέρα από τη διάνοια, «γεγονότα συμβαίνουν σε μια τρελή ακολουθία και σε σύμπτωση μεταξύ τους», ένα ασύλληπτα μεγάλο σύνολο γεγονότων, και καμία σχέση αιτιότητας δεν μπορεί να ανιχνευθεί, διότι «έτσι έτυχε», δεν υπάρχει αιτία, μόνο το γεγονός καθαυτό. Όλα τα άλλα εμπίπτουν στην τυχαιότητα. Τυχαιότητα και φόβος εξακοντίζουν τον άνθρωπο στην τρομερή απροσδιοριστία του χάους. Και μέσα σε αυτό το χάος, ο σκεπτόμενος νους αναζητεί στηρίγματα, κούτσουρα για να αρπαχτεί, που επιπλέουν μαζί με άλλα ξεβρασμένα παρακλάδια του πνεύματος, «στη δαντελωτή όχθη στην ιστορία του μεγάλου ποταμού της πνευματικής πλημμύρας».

«[…] ο κόσμος δεν είναι παρά μια σκέτη φρενίτιδα γεγονότων, μια φρενίτιδα δισεκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων γεγονότων, και τίποτα σταθεροποιημένο, τίποτα περιχαρακωμένο, τίποτα χειροπιαστό, όλα ξεγλιστρούν όταν θελήσουμε να τα αρπάξουμε, διότι χρόνος δεν υπάρχει, και μ’ αυτό εννοούμε επίσης ότι δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για ν’ αρπάξουμε οτιδήποτε, διότι ξεγλιστράει συνεχώς […]».

Κατά την αναμέτρησή του με ποιότητες και ποσότητες που ξεπερνούν την πεπερασμένη αντιληπτική του ικανότητα, ο άνθρωπος καταφεύγει σε δύο υπερδυνάμεις, την επιστημονική γνώση και τον Θεό. Όμως, ο Καθηγητής απέρριπτε και τα δύο ως ξεγελάσματα του νου. Την επιστημονική σκέψη στιγμάτιζαν οικτρές ήττες και υπεκφυγές, απότοκες της λειψής δικαιοδοσίας της, ενώ ο Θεός ήταν «ο μοναδικός θανάσιμος, ο μοναδικός αληθινός, ο μοναδικός ιός», που μόλυνε την ανθρωπότητα με μια ανίατη, εκφυλιστική ασθένεια, την προσμονή της απαλλαγής από το σκέπτεσθαι. Ο Θεός αποκαλυπτόταν στο απόλυτο «Ναι», «γιατί μόνο το ΝΑΙ υπάρχει», όμως αυτό το «Ναι» δεν ήταν αρκετό στον άνθρωπο, ήθελε να το επεκτείνει και κάθε «επέκταση είναι μια διαδικασία του μυαλού μας», συνεπώς μια ακόμη πλάνη. Ο άνθρωπος συνέθετε τη μακραίωνη ιστορία του θέτοντας ερωτήματα, δίνοντας απαντήσεις και παίρνοντας αποφάσεις, παλινδρομώντας ανάμεσα στην έπαρση και τη μεταμέλεια, αρνούμενος να δει πως τίποτα απ’ όσα έπραττε δεν επηρέαζε το συμπαντικό Όλον. Συνδιαλεγόταν με το άπειρο, ενώ δεν ήταν παρά ένα απειροστό μέρος του Όλου, με περιορισμένες αρμοδιότητες. Όπως ήξερε εξ ιδίων ο Καθηγητής, ήταν παντελώς «μάταιη η προσπάθεια εκμηδένισης του σκέπτεσθαι, η αδιάκοπη, φρικτή, ισχυρή προσοχή με την οποία εμποδίζουμε συνεχώς τον εαυτό μας να φτάσει σε κάποιο αποτέλεσμα στη σκέψη, απ’ αυτήν ποτέ, ούτε μια στιγμή, δεν κατάφερε ν’ απαλλαγεί ο νους».

Μάταιες, όμως, στάθηκαν και οι απόπειρες των άθεων να καταργήσουν τον Θεό. Οραματίστηκαν την «εποχή της άθεης ύπαρξης», μια εποχή νικηφόρα, σαρωτική και θριαμβική, η οποία κατά βάθος αποδείχθηκε «μια απλή ιστορία ντροπής». Οι άθεοι, μονολογεί ο Καθηγητής, δείλιασαν να εκτιμήσουν «τι είχαν επινοήσει λέγοντας, δεν υπάρχει Θεός». Είχαν νιώσει, είχαν συλλάβει «τη βασική αίσθηση», αλλά δεν βρήκαν ούτε τις λέξεις ούτε τις έννοιες για να το εκφράσουν. Τους έλειπε η γενναιότητα και γι’ αυτό δεν κάθισαν να αναλογιστούν «πόσο εκπληκτικά σημαντικό ήταν το γεγονός που είχαν ανακαλύψει». Αν άξιζαν την περιφρόνηση ήταν εξαιτίας της δειλίας τους. Πρόφεραν «τη μεγάλη πρόταση», κι «αμέσως μετά τα ’καναν πάνω τους απ’ αυτό που είχαν πει έτσι απλά». Αρνούμενοι τον Θεό, διεκδικούσαν την ευθυκρισία, αγνοώντας τις ασυνέπειες και τις παρερμηνείες που εγκυμονούσε η αξίωσή τους.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως σε όλα του τα έργα ο Κρασναχορκάι επιμένει πως ένας κόσμος δίχως Θεό είναι αβάσταχτα μελαγχολικός, αξιολύπητος. Όπως λέει τώρα ο Καθηγητής, «[…] η άρνηση του Θεού είναι απλώς ένα κελί μελλοθανάτου, πηγάζει από τον θυμό, από την αλαζονεία, από την άρνηση της μεγαλοσύνης, και κρύβει τη ζήλια για τη μεγαλοσύνη, είναι γελοίο, ακούς εκεί ευθυκρισία, αφού ακόμα και το να κρίνουμε ευθέως, ακόμα κι αυτή η επιθυμία, μαζεύει τα πολεμοφόδιά της από μια παρεξήγηση, γιατί, τι θα έπρεπε να κάνουμε με τη θέλησή μας για ευθυκρισία, τι, θα σας πω εγώ, να πάρουμε είδηση πόσο ενδιαφέρον είναι το λάθος, πόσο ιδιαίτερα ενδιαφέρον λάθος είναι να επιθυμούμε την ευθυκρισία, διότι πώς θα μπορούσαμε να κρίνουμε ευθέως σε οποιαδήποτε περίπτωση, είτε στην υπόθεση του απείρου είτε της υπερβατικότητας, αφού αυτά δεν είναι υποθέσεις, αυτά είναι τα όντως ανύπαρκτα […]».

Ο Καθηγητής δεν άντεχε να πιστέψει πως ζούσε σε ένα πεπερασμένο σύμπαν, όπου δεν υπήρχε κανενός είδους θεός· «αν πω ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο χωρίς θεό, κι εγώ ο ίδιος θα βρεθώ σε γλιστερό έδαφος». Αρνούνταν, επίσης, να πιστέψει ότι «ολόκληρος ο πολιτισμός χτίστηκε σε ψεύτικα θεμέλια, θεμελιώθηκε πάνω σε μια πίστη, τρεφόταν μάλιστα απ’ αυτή την πίστη, και γεννήθηκαν αριστουργήματα». Ήταν ανυπόφορη η σκέψη ότι όλα τα αμίμητα έργα του δημιουργικού ανθρώπινου νου στηρίζονταν σε μια φαντασίωση, «και φύτρωσαν μέσ’ από εκεί». Όπως επίσης ήταν ανυπόφορη η συνειδητοποίηση ότι «εκείνος ο Θεός που μας δόθηκε σίγουρα δεν υπάρχει». Αυτό δεν ήταν απλώς δυσάρεστο, ήταν εξοντωτικό.

Τρέμοντας από το κρύο, που κρατούσε παρά τα ξύλα που έριχνε σε μια σόμπα και παρά τον πυρετό των σκέψεών του, αναρωτιόταν, «τι κατάρρευση θα είναι εκείνη, Θεέ μου, […] όταν θα καταλάβουμε ότι ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι θεμελιωδώς ψεύτικος, πόσο στενόχωρα είναι όμως όλα αυτά […]». Δεν ήθελε να φανταστεί έναν κόσμο, που θα γνώριζε με βεβαιότητα «ότι δεν υπάρχει Θεός, και ούτε υπήρξε και, καταπώς φαίνεται, δεν θα υπάρξει και ποτέ», διότι αυτός ο κόσμος θα ήταν στ’ αλήθεια «φριχτά αξιολύπητος», αφόρητα, ανείπωτα θλιβερός.

Ο Καθηγητής στοχάζεται τον φόβο θανάτου και τον Θεό σε μια παγωμένη, έρημη αίθουσα σιδηροδρομικού σταθμού, ελπίζοντας ότι μετά το δίωρο της πνευματικής αποφόρτισης κάποιο τρένο θα ερχόταν και θα τον έπαιρνε μακριά από την άθλια πόλη. Είχε, όμως, πέσει θύμα της δυσλειτουργίας των σιδηροδρόμων, όπως και ο βαρόνος, ο οποίος σκοτώθηκε τελικά από μια αμαξοστοιχία άλλη από αυτή που περίμενε, τη στιγμή μάλιστα που είχε αποφασίσει να ζήσει για να ζητήσει συγγνώμη από τη Μάριετα. Μια ακόμη μοιραία παρεξήγηση.

Ο μόνος που παρευρέθηκε στην κηδεία του βαρόνου ήταν ο ιερέας που τέλεσε την ταφή. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε την παγωνιά που παραλύει τόσο τον εν λόγω ιερέα όσο και τον Καθηγητή. Όταν ο τελευταίος έριξε μερικά ξύλα στη σόμπα, άρχισε να τρέμει, «διότι έτρεμε καθώς έβγαινε από μέσα του το κρύο». Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τη σκέψη. Όσο περισσότερο σκεφτόταν ο άνθρωπος, θέλοντας να ζεστάνει τις ακάλυπτες πτυχές της ύπαρξής του, τόσο εντονότερα ένιωθε το κρύο, τον παγετό του απείρου και το ανατρίχιασμα από την ερμητικότητα της υπερβατικότητας. Γι’ αυτό, όσο και αν ο Καθηγητής παίδευε το μυαλό του με τις ασκήσεις πνευματικής αποφόρτισης, καθόλου δεν θερμαινόταν, απλώς «η μια πλευρά του σχεδόν καιγόταν, ενώ η άλλη ήταν σχεδόν παγωμένη». Το ίδιο παγωμένο άφηνε τον ιερέα η άσβεστη φλόγα της πίστης του.

Ξυλιασμένος από το κρύο, ο ιερέας με δυσκολία εγκατέλειψε τη σόμπα που ζέσταινε το μικρό δωμάτιο στο έρημο παρεκκλήσι, «στο ορθόδοξο νεκροταφείο της Μικρορουμανούπολης», όπου έθαβαν τους άπορους, και βγήκε έξω στην παγωνιά για να πάει στον νεκροθάλαμο και να παραδώσει στον Θεό τον νεκρό, τον οποίο κανείς δεν είχε έρθει να αποχαιρετήσει. Μέσα στον νεκροθάλαμο, όπως και κάθε άλλη φορά που ο Κύριος τον πρόσταζε να υπηρετήσει τους δούλους του, ο ιερέας έτρεμε από το κρύο παρά τις στρώσεις των μάλλινων ρούχων που φορούσε κάτω από τα άμφια. Κρατώντας στο ένα χέρι το θυμιατήρι και στο άλλο το Βιβλίο των Βιβλίων, όρθιος πίσω από το φέρετρο, έψελνε ύμνους, αποδίδοντας σε εκείνον τον άτυχο κακομοίρη την τελευταία τιμή από την πλευρά της Εκκλησίας, ενόσω πάγωνε όλο και περισσότερο, γι’ αυτό δεν περίμενε τους νεκροθάφτες να αποτελειώσουν τη δουλειά, αλλά έτρεξε πάλι πίσω στο παρεκκλήσι, «[…] μπήκε γρήγορα μέσα στη ζέστη, έπλεξε τα δάχτυλά του, έκλεισε τα μάτια του και ικέτεψε για συγχώρεση του ίδιου και του νεκρού, και όλων των πλασμάτων της Δημιουργίας, κυρίως των στερημένων, των εγκαταλειμμένων, όσων έμεναν μόνοι στον κόσμο, αλλά όχι στον ουρανό, είπε μέσα του ο ιερέας, ποτέ στον ουρανό, αφού εκεί είναι μαζί τους ο Κύριος. Ύστερα έριξε άλλο ένα ξύλο στη φωτιά».

Προτού ακόμη το φέρετρο παραχωθεί στη γη, η πόλη είχε βαλθεί να εξαλείψει κάθε ίχνος του βαρόνου από τους δρόμους της. Το βάρος είχε πέσει στην τέταρτη εξουσία, τον Τύπο, ο οποίος είχε επιδοθεί σε ένα τεράστιο έργο διαγραφής κάθε στιγμιότυπου του επαίσχυντου εορτασμού. Κανένα φωτογραφικό ενσταντανέ, κανένα πλάνο του ενθουσιώδους τσίρκου, καμία ηχογράφηση της Εβίτα, κανένα απόσπασμα χαιρετιστήριου λόγου, τίποτα απολύτως δεν μαρτυρούσε το πέρασμα του βαρόνου από την πόλη. Όλοι ήθελαν να ξεχάσουν τη φριχτή ανακατωσούρα και τον χαλασμό που είχε ξεσπάσει στον σταθμό της μικρής μαγικής τους πόλης. Αφού μάλιστα είχε καταστεί σαφές ότι ο βαρόνος ουδεμία περιουσία είχε στην κατοχή του, ο Δήμαρχος βεβαίωνε τους συμπολίτες του ότι ουδέποτε είχε βγάλει λόγο προς τιμήν του, εκφράζοντάς του την ευγνωμοσύνη του «που δώριζε τόσα κι άλλα τόσα στην πόλη». Είχε απλώς καλωσορίσει έναν ξένο που επέστρεφε στην πατρίδα μετά την πάροδο δεκαετιών.

Χάρη στη συνέργεια των δημοσιογράφων, που πρόθυμα δέχτηκαν να παραλλάξουν τα γραφόμενά τους για το καλό της πόλης, αλλά και προκειμένου να διατηρήσουν τα πρωτεία του συμπολιτευόμενου Τύπου, ο Δήμαρχος μπορούσε άνετα να ισχυρίζεται πως ποτέ δεν τους είχε δηλώσει ότι η υποδοχή στον σιδηροδρομικό σταθμό έπρεπε να χαρακτηριστεί «έως και μεγαλοπρεπέστατη», πως ποτέ δεν τους είχε υποδείξει να αποδώσουν τα εύσημα στους άριστους ρήτορες, στον κύριο Διοικητή της Αστυνομίας και στον κύριο γυμνασιάρχη, «οι οποίοι και έδωσαν στη γιορτή τον υψηλόφρονα τόνο» («θα μπορούσατε κι αυτό να το γράψετε με τις ίδιες λέξεις», τους είχε πει λίγες μέρες πριν), ούτε ποτέ τους είχε παροτρύνει να εξάρουν «την προσπάθεια των υπέροχων νέων του μοτοποδηλατικού συνδέσμου ελευθέρου χρόνου», που έφτιαξαν με τις κόρνες τους «μια χαρούμενη ατμόσφαιρα για τον κύριο βαρόνο». Επίσης, καλό θα ήταν οι δημοσιογράφοι να ξεχάσουν πως ο Δήμαρχος είχε φτάσει στο σημείο να τους υπαγορεύσει την κατάργηση της δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από τη λέξη «ιδιοκτησία». Διότι από τη στιγμή που ο βαρόνος επέστρεψε στην πόλη τους, τους είχε πει κάποτε, αυτός ήταν κύριος των πάντων, ο απόλυτος ιδιοκτήτης τους.

«[…] ο Ούγγρος είναι αυτός που ζητάς αν ψάχνεις για κάποιον που δεν έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον, αλλά, θα συμπλήρωνα τώρα, και επικαλούμαι όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, ούτε παρελθόν, ούτε κι αυτό έχει, διότι λέει γι’ αυτό τόσα ανάκατα ψεύδη, ώστε ουσιαστικά το εκμηδενίζει, βεβαίως και το εκμηδενίζει, διότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν κάτι φοβερότερο από το να αντιμετωπίσει το πώς ήταν ο ίδιος κάποτε, διότι τότε θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει το πώς είναι τώρα, και επίσης το πώς θα είναι αύριο, και όλο αυτό είναι τόσο ανέλπιδο και τόσο τρομακτικό, ώστε προτιμά να λέει ψέματα εδώ κι εκεί, και στον εαυτό του και στον κόσμο, μόνο και μόνο για να ξεφύγει από την αντιμετώπιση […]».

Φυσικά ούτε ο γυμνασιάρχης θα παραδεχόταν ποτέ πως είχε πει εκεί στον σταθμό, ενώπιον όλων, ότι «ντρέπεται πάρα πολύ που στα νιάτα του δίδασκε στην Ανωτάτη Σχολή του Κόμματος τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ». Από την πλευρά του, ο Διοικητής της Αστυνομίας τόνιζε πως ποτέ δεν παρακάλεσε την οικονομική συνδρομή του βαρόνου για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας, την οποία, ούτως ή άλλως, εγγυόνταν οι Τοπικές Δυνάμεις. Κάποιοι, βέβαια, τότε είχαν γελάσει, «αφού είναι γελοίο να ζητάς χρήματα για κάτι που δεν υπάρχει καν».

Μες στην παγωνιά του έρημου σταθμού, ο Καθηγητής συλλογίζεται την ανάγκη της αυθεντίας, που ποδηγετούσε την ανθρώπινη ψυχή. Είτε ήταν οι αρχές της πόλης, είτε ο Δήμαρχος, είτε ο Διοικητής της Αστυνομίας, είτε ο επαρχιακός εφημέριος, είτε ένα παντοδύναμο μονοθεϊστικό Ον, ο άνθρωπος αποζητούσε την κηδεμονία μιας αυθεντίας. «Εν Αρχή ην η ΠΙΣΤΗ και το ΜΑΤ», σκεφτόταν ο Καθηγητής. Αξίζει να προσεχθεί ότι τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, έρμαια ενός ακέφαλου κόσμου, επικαλούνται εξακολουθητικά επί ματαίω τον Κύριό τους. Αυτή η επίκληση που εμφανίζεται εν τη ρύμη του λόγου, φανερώνει τον διαρκή φόβο που υποκινεί κάθε τους λέξη και έργο. Δεν πιστεύουν ούτε σε θεό ούτε σε άνθρωπο, αλλά θα τρόμαζαν να αναλογιστούν ότι τα λόγια και οι πράξεις τους ουδέποτε βρίσκονταν υπό τη σκέπη μιας οποιασδήποτε, τοπικής ή υπερβατικής, πρόνοιας, ότι, αντιθέτως, ανέπνεαν, αβοήθητοι, άνοες και ξεγελασμένοι, κάτω από έναν άδειο, όζοντα ουρανό. Η επίκληση των θείων επανέρχεται στα χείλη, εκβάλλοντας από τη δόλια απόπειρα μιας δοσοληψίας, της ιδιοτελούς σύναψης ενός εφήμερου συμβολαίου.

«[…] ο Ούγγρος χριστιανός, αυτός ο μεταμφιεσμένος παλιάνθρωπος, φοράει το πιο αγαθό προσωπείο του και πάει να πάρει το μερίδιό του από την εξουσία και τα προνόμια, ό,τι γίνεται μετά από αυτά στην εκκλησία είναι ιεροσυλία, […] αυτή είναι η αληθινή ιεροσυλία, διότι, με όποιον τρόπο κι αν εισέλθει, και ήδη ο τρόπος με τον οποίο εισέρχεται αποτελεί αυτοκαταδίκη, εξέρχεται σαν να μη συνέβη τίποτα, οι μαφιόζοι αναμεταξύ τους, αυτή είναι η ουσία της σχέσης μεταξύ ιερέα και πιστού σε μια ουγγρική εκκλησία […]».

Η υποκρισία των ευσεβών κατοίκων της Ουγγαρίας εξεικονίζεται γλαφυρά σε ένα επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στη Βουδαπέστη. Ένας ρωμαιοκαθολικός φιλάνθρωπος, με την αρωγή κι άλλων φιλεύσπλαχνων, μοιράζει με ένα φορτηγάκι ρούχα στους αστέγους, θέλοντας τους χαροποιήσει, μιας και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Οι εθελοντές πέταξαν από το φορτηγό έναν μπόγο με ρούχα, διότι απέφευγαν να πλησιάζουν τους αστέγους εξαιτίας της βρόμας που ανέδιδαν. «[…] αλλά μιλάμε για τέτοια μπόχα, εξηγούσαν, που κάποιος που δεν είχε κάνει αυτή τη δουλειά δεν θα την πίστευε ποτέ, διότι απλούστατα ήταν αδύνατον να την αντέξει κανείς, επομένως ούτε και να τη συνηθίσει, τούτο το ξινό και σε πολλές περιπτώσεις χρόνιο ανακάτεμα που δημιουργούσαν οι μυρωδιές κάτουρου, σκατού και ξερατού δεν υπήρχε άνθρωπος να το υποφέρει, και δεν είναι που ήταν φτωχοί, απολογούνταν για την πιθανότητα να τους κατηγορήσουν για ασπλαχνία, και που δεν είχαν στέγη, έξω στον δρόμο, και που κρύωναν όποτε είχε παγωνιά, και άλλα τέτοια, αλλά αυτή την μπόχα, αυτήν, όσο μπορούσαν, απέφευγαν να την εισπνέουν […]».

«[…] είναι τόσο απωθητικός ο χριστιανός, και κυρίως ο Ούγγρος χριστιανός, αυτός είναι πράγματι ο πάτος όλων, διότι, όταν ο Ούγγρος που περιγράψαμε προηγουμένως δηλώνει και χριστιανός, τότε προστίθενται στα αρχικά χαρακτηριστικά του και η ποταπότερη δουλοπρέπεια και αλαζονεία […]».

Οι άστεγοι παραξενεύτηκαν με τη δωρεά των εθελοντών, διότι τέτοια ρούχα, τόσο πλουμιστά και τόσο υπερμεγέθη, δεν είχαν ξαναδεί. Κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να τα φορέσει, εκτός και αν ήταν αφύσικα ψηλός, αλλά, ασφαλώς, «δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος». Χωρίς να βιαστούν, πλησίασαν τον μπόγο και με μετριασμένη περιέργεια άρχισαν να περιεργάζονται τα ρούχα. Διότι, όπως συνήθιζε να λέει μια ομοιοπαθής γυναίκα με γούνινο σκούφο, «υπάρχει και ανθρώπινη αξιοπρέπεια στον κόσμο, κι εκείνοι δεν ήταν τίποτα λιμασμένοι Σύροι που ορμάνε στα πακέτα τροφίμων που τους πετούν πάνω απ’ τα συρματοπλέγματα των συνόρων». Την έκπληξη, που ανέκοπτε η αξιοπρέπεια, διαδέχτηκε η οργή, καθώς υποψιάζονταν πως οι ευεργέτες τους τούς είχαν στήσει φάρσα, ειρωνευόμενοι τη δυστυχία τους και τσαλαπατώντας την αξιοπρέπειά τους. Αμέσως, όμως, μετά παρατήρησαν τα εκλεκτά υφάσματα και βάλθηκαν να υπολογίζουν την αξία τους. Άρχισαν όλοι τότε να τραβολογούν από τον μπόγο σακάκια, παντελόνια, παπούτσια και πουκάμισα, «λες κι όλη η υπόθεση σε τούτο το σημείο είχε αποκτήσει νόημα». Γρήγορα οι διεκδικήσεις αγρίεψαν, οι άστεγοι μετατράπηκαν σε μανιασμένο όχλο, που χτυπιόταν και άρπαζε, «κι όλο αυτό θα συνεχιζόταν μέχρι το μπουνίδι, μέχρι την τελική νίκη», αν ένας άντρας με επιβλητικό παλτό δεν τους έλεγε ότι όλα κείνα τα ρούχα ήταν γελοία υφάσματα που δεν χρησίμευαν σε τίποτα· «διότι θα μας περάσουν για ηλίθιους αν προσπαθήσουμε να πουλήσουμε σε κάποιον αυτές τις φορεσιές τσίρκου».

Αυτές οι φορεσιές τσίρκου, τα ιμάτια που διαρρηγνύουν οι άστεγοι, ήταν η ενδυματολογική σκευή με την οποία είχαν εφοδιάσει οι συγγενείς από τη Βιέννη τον βαρόνο. Οι άστεγοι, όμως, που δεν είχαν ακούσει τίποτα για την περίφημη άφιξή του ούτε για την τραγική αναχώρησή του, δεν δίστασαν να βάλουν φωτιά σε εκείνα τα παλιόρουχα. Έτσι, από την χριστεπώνυμη πρωτοβουλία του ρωμαιοκαθολικού εθελοντή, αλλά και τον βαρόνο Βένκχαϊμ, δεν έμεινε παρά ένας σωρός στάχτες. Αλλόφρονες από ενθουσιασμό, οι άστεγοι ξέσπασαν σε χαχανητά για την εκδικητική τους πυρά, μέχρι που η γυναίκα με τον γούνινο σκούφο έσκισε το στριγκό γέλιο τους, ουρλιάζοντας: «γαμώ τα Χριστούγεννά σας, βρομιάρηδες!».

«[…] έτσι λοιπόν γίνονται τα πράγματα στην Ουγγαρία, έτσι γίνονται στην τεθλιμμένη Ουννία, έτσι γίνονται τα πράγματα ανάμεσα στους ύπουλους γκάνγκστερ κάτω απ’ τον σταυρό, και δεν τους πέφτουν τα μούτρα, όχι βέβαια, αυτοί μάλιστα αποτελούν οργανικά μέρη της κοινωνίας, αλλά το χειρότερο είναι πως όλα αυτά τα κάνουν επικαλούμενοι το όνομα του Ιησού, ορίζοντας τον εαυτό τους ως μοναδικό καταφύγιο των αθώων, των απόβλητων, των ανυπεράσπιστων, και ήδη το γεγονός ότι η αμαρτία τους δεν αντιλαλεί στους ουρανούς, […] ότι δεν γκρεμίζονται πάνω στα κεφάλια τους όλες οι εκκλησίες, […] δείχνει ότι δεν έχουν θεό, ότι η πίστη τους είναι δόλια προμελέτη, ότι δεν έχουν καν χαθεί μέσα στον μεγάλο κοινό ανθρώπινο φόβο […]».

Αδίκως ο Διοικητής της Αστυνομίας περίμενε από τον αξιωματικό υπηρεσίας να του δώσει μια απάντηση στο πρόβλημα που συνιστούσαν οι εννέα βαλίτσες του βαρόνου. Τίποτα το σημαντικό δεν είχαν βρει μέσα τους, ούτε ντοκουμέντα ούτε προσωπικά αντικείμενα, μόνο κάτι παρδαλά ρούχα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας κοιτούσε τρομαγμένος τις βαλίτσες, διότι δεν γνώριζε τι συμπέρασμα έπρεπε να βγάλει από το περιεχόμενό τους. Τελικά, ο Διοικητής έδωσε τη λύση, αποφαινόμενος ότι αυτές οι εννέα βαλίτσες δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως και λέγοντας στον υφιστάμενό του: «αυτές τις εννέα βαλίτσες […] μπορείτε να τις πετάξετε στου διαόλου τον πάτο».

Τη στιγμή που στους δρόμους της Βουδαπέστης ετοιμαζόταν να ξεχυθεί μια τρομακτική δύναμη, επαλήθευση του χειρότερου φόβου του ασυνειδήτου και του φαντασιακού, η μικρή μαγική πόλη κυβερνούνταν από τον νόμο της εντροπίας. Μετά την περιδίνηση στην αταξία και το χάος, μετά από την έκλυτη έκλυση της δυναμικής της, άδειαζε από ενέργεια και ενόσω προσπαθούσε να επανέλθει στην προτέρα θέση της, οδηγούνταν στην αυτοδιάλυση. Τα βιβλία για την Αργεντινή επέστρεφαν σωρηδόν στα ράφια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, οι άστεγοι και οι ζητιάνοι άρχισαν να ξαναπλημμυρίζουν τους δρόμους, οι κουλοχέρηδες στόλιζαν ξανά τα ποτοπωλεία, ο ξυλουργός ξεβίδωνε τις βίδες από το κρεβάτι, όπου είχε κοιμηθεί το πρώτο βράδυ ο βαρόνος, σιχτιρίζοντας τις αρχές, που καθυστερούσαν την αμοιβή του, διότι το ταμείο του δήμου ήταν παντελώς άδειο, ενώ οι Τοπικές Δυνάμεις ξανάπιασαν το κυνηγητό του Καθηγητή.

«Όλοι, ένας προς έναν, είναι δουλοπρεπείς, […] επειδή ένα από τα βαθύτερα στοιχεία αυτής της απωθητικής ουγγρικής ψυχής είναι η δουλικότητα, οπισθοχωρεί πάντα απέναντι στην ισχύ, και δεν έχει σημασία τώρα ποια ισχύ εννοούμε, μπορεί να είναι, παραδείγματος χάριν, η μεγαλοσύνη, η μεγαλοφυΐα, ακόμα και η μεγαλοπρέπεια, γι’ αυτόν το ίδιο κάνει, χαμηλώνει το κεφάλι, αλλά στην πραγματικότητα όλο αυτό διαρκεί μόνο μέχρι που να νιώσει ότι τώρα μπορεί να δαγκώσει σαν λυσσασμένος σκύλος, και τότε δαγκώνει, και κυρίως αυτό που είναι μεγάλο, ό,τι είναι αμέτρητα μεγάλο, που είναι τεράστιο, που είναι ευφυές, που είναι γιγαντιαίο, που υψώνεται πάνω από εκείνον, διότι δεν μπορεί να υποφέρει το μέγεθός του […]».

Ο επικεφαλής των ναζί διαβεβαίωνε τους υποτακτικούς του πως όσο ευφυής και αν ήταν ο Καθηγητής, δεν θα κατάφερνε να ξεφύγει από το εκδικητικό τους μένος. Όπως κάθε φορά που εξαπέλυε ανθρωποκυνηγητό, ο αρχηγός της συμμορίας είχε καταληφθεί από απερίγραπτη χαρά, «[…] διότι ένιωθε πόσο δυνατοί ήταν όλοι τους, ενώ εκείνος που κυνηγούσαν δεν είχε καμία πιθανότητα, αυτή η απουσία πιθανότητας του προκαλούσε απέραντη ευτυχία, και γι’ αυτό άξιζε η πάρα πολλή δουλειά που απαιτούσε όλη τούτη η ομάδα […]». Αν ο ίδιος είχε αποδειχθεί τόσες φορές δεινός θηρευτής, αυτό οφειλόταν στην ικανότητά του να ενστερνίζεται τη λογική του θηράματος, να νιώθει ακριβώς όπως εκείνος, τον οποίο ήθελαν να παγιδέψουν. Έτσι, και αυτή τη φορά ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την ευτυχή έκβαση του κυνηγιού. Πόσο μάλλον που τώρα είχαν να κάνουν με «έναν τέτοιο φαντασμένο κόπανο, έναν τέτοιο φρικαλέο προδότη, ένα τέτοιο σκουπίδι, απόβρασμα, ο οποίος με τόσο ποταπό τρόπο είχε εκμεταλλευτεί τα πιο ευγενικά τους συναισθήματα». Ο αρχηγός έδειξε τον δρόμο και ύστερα όλοι ανέβηκαν στις μηχανές τους και ξεκίνησαν για εκεί, «για όπου τους προόριζε ο Θεός».

«[…] αυτή λοιπόν είναι η δουλοπρέπειά του, την οποία μπορούμε να μελετήσουμε κυρίως σε τούτη την πόλη και στα πιο πρόχειρα δυνατά παραδείγματα, διότι δεν υπάρχει μέρος σε τούτη την απέραντα απογοητευτική χώρα, που είναι η δική μας, όπου θα μπορούσαμε να κοιτάξουμε τόσο βαθιά μέσα στο άπατο βάθος τής εν λόγω ουγγρικής ψυχής, σ’ αυτό τον γκρεμό που είναι σκοτεινός και άδειος […]».

Προτού ριχτεί στο κυνηγητό του Καθηγητή, ο αρχηγός των ναζί μίλησε με «εκείνον με τον οποίο συνεννοούνταν πριν από κάθε μείζονα δράση», τον Διοικητή της Αστυνομίας, ο οποίος ως συνήθως ενθάρρυνε διακριτικά την απόφασή τους. Όταν, όμως, τα Βάτα βρέθηκαν ολοσχερώς καμένα, ωσάν την Καιόμενη Βάτο, και σε μια άκρη ένας καψαλισμένος λάκκος με ένα πτώμα μέσα, ο Διοικητής ενημέρωσε τους συνεργάτες του πως ήταν πλέον μάταιη η καταδίωξή τους. Όπως φαινόταν, ως μόνη λύση διαφυγής ο Καθηγητής είχε επιλέξει να σκάψει ο ίδιος τον λάκκο του. Έξαλλος από θυμό, ο αρχηγός των Τοπικών Δυνάμεων δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο κυνηγημένος είχε τελικά διαφύγει, στήνοντας «μια λίγο μπλεγμένη σοφιστεία», έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει εγκαίρως πως δεν θα ξέφευγε ποτέ «από εκείνη την ποντικότρυπα» και πως θα «ήταν προτιμότερο να ξεκάνει ο ίδιος τον εαυτό του». Όπως και αν είχε, ο αρχηγός δεν φανταζόταν ότι ο Καθηγητής θα μπορούσε να καταφύγει σε μια τόσο τέλεια λύση, από τη στιγμή μάλιστα που καταδιωκόταν από μια τέτοια ομάδα, «με αστυνομικό υπόβαθρο».

Μιλώντας με τον Διοικητή της Αστυνομίας στο τηλέφωνο, ο αρχηγός των ναζί τον άκουσε να ωρύεται πως η υπόθεση του Καθηγητή θα έμπαινε στο αρχείο και τον ρωτούσε ουρλιάζοντας αν το είχε καταλάβει, «[…] τον καταλάβαινε, ρώτησε απειλητικά αυτόν που τον είχε καλέσει, έπειτα πάλι τι σόι συνεργασία, τότε όμως ούρλιαζε πια και πετάχτηκε απ’ την καρέκλα, και ούρλιαζε έτσι, για ποια συνεργασία τολμούσε να του μιλάει, αν δεν το βούλωνε το βρομόστομά του, θα τους έκλεινε κι αυτόν κι όλη τη συμμορία του μέσα αμέσως, κατάλαβε, περίμενε την απάντηση που ήταν σύντομη και σαν να τον ικανοποίησε αυτό που άκουσε, βλέπετε, λοιπόν, είπε αρκετές φορές, φυσικά και είναι μόνο θεωρία, και ως τέτοια έχει την αξία της, εσείς κάντε τη δουλειά σας με τους ανθρώπους σας, ναι, του είπε ηρεμώντας, αυτό το κάνετε καλά, και γι’ αυτό λαμβάνετε πάντοτε τους επαίνους της Αστυνομίας, άντε τώρα, καλά, φτάνουν τα λόγια […]».

Επειδή του ήταν να αδύνατον να ξεπεράσει την ντροπή αυτού του φιάσκου, ο αρχηγός πήρε τη συμμορία του και επέστρεψαν στα Βάτα για να ατιμάσουν τον τάφο εκείνου του βρομιάρη του προδότη, που δεν είχε διστάσει να σκοτώσει το πολύτιμο για αυτούς Μικραστέρι. Όλοι στάθηκαν πάνω από τον λάκκο «[…] και κρατούσαν τα όπλα τους προς τα κάτω, και κοίταζαν τον αρχηγό, ο οποίος για ένα λεπτό ακόμα τους πρόσταξε να μη βγάλουν άχνα, ύστερα έδωσε σήμα, μα εκείνος τράβηξε πρώτος τη σκανδάλη, οι άλλοι τον ακολούθησαν, και τότε άρχισαν και δεν έβγαλαν πια τα δάχτυλά τους από τις σκανδάλες, μόνο πυροβολούσαν μέσα σ’ αυτό τον συφοριασμένο λάκκο, πυροβολούσαν, πυροβολούσαν όσο είχαν φυσίγγια στους γεμιστήρες, επειδή ήθελαν να λιώσουν στο πυροβολητό το σίχαμα, και τον έλειωσαν, διότι σκέφτονταν όλοι ότι ύστερα από την έρευνα των μπάτσων σίγουρα θα ’χε μείνει πίσω τουλάχιστον μια χούφτα στάχτη του, κι αυτή τη διέλυσαν στο πυροβολητό, ενώ εκείνος έβλεπε μέσα στον βόθρο το σίχαμα, εκείνο το ερπετό, διπλωμένο σαν έμβρυο εκεί κάτω, και στόχευε με ακρίβεια, ακριβώς στο κεφάλι του, και του έριχνε τις σφαίρες, και του έριχνε, και του έριχνε, μέχρι που τελείωσαν και τα δικά του πυρομαχικά».

Οι ομοβροντίες των ναζί σηματοδοτούν μια ακόμα αριστοτεχνικά σχεδιασμένη παρεξήγηση του μυθιστορήματος. Παραλλάσσοντας τη βιβλική παράδοση της Καιόμενης Βάτου, μέσα από την οποία ο Θεός φανερώθηκε στον Μωυσή για να του υποδείξει τον δρόμο προς την άγια γη της Χαναάν, ο Κρασναχορκάι διασώζει τον Καθηγητή από την πυρά που ο ίδιος είχε σπείρει στα Βάτα και τον φυγαδεύει στη Βουδαπέστη. Στον λάκκο, όπου οι ναζί αδειάζουν τους γεμιστήρες των όπλων τους, ο Καθηγητής είχε θάψει το Μικραστέρι. Και πράγματι, από τον Καθηγητή δεν απομένει παρά μια χούφτα στάχτη, αυτή που σωρεύτηκε στη σόμπα του έρημου σιδηροδρομικού σταθμού.

Προετοιμάζοντας τη συμμορία του για την ταφή του Μικραστεριού, ο αρχηγός υπογραμμίζει πως η ουσία της τελετής ήταν η ίδια η αξιοπρέπεια, «[…] διότι έπρεπε να αποδοθεί με αξιοπρέπεια η τελευταία τιμή, και όχι σαν να είχε φύγει απλώς ένας άνθρωπος, και δεν ήταν απλώς ο μικρός του αδελφός, αλλά και μέλος αυτής της αδελφότητας, που είχε χτιστεί με αίμα και τιμή […]».

Έχοντας βρει έναν μεθύστακα, που περιστασιακά δούλευε σαν νεκροθάφτης, για να του σκάψει τον λάκκο, ο Καθηγητής τον άκουγε απηυδισμένος να φλυαρεί για τις δυσκολίες της δουλειάς του και για το λασπωμένο χώμα στο Νεκροταφείο των Καλβινιστών. Ωστόσο, ο άντρας που έσκαβε, τράβηξε την προσοχή του Καθηγητή, όταν άρχισε να μιλάει για την επικείμενη κατάργηση του νεκροταφείου, τις βιαστικές εκταφές και τα χιλιάδες οστά που έμεναν στα αζήτητα.

Κανένας από τις Τοπικές Δυνάμεις δεν είδε το Μικραστέρι στο φέρετρο. Μες στον νεκροθάλαμο το φέρετρο, σκεπασμένο με λουλούδια, είχε στηθεί πάνω σε έναν σιδερένιο σκελετό. Στη θέση όπου οι τεθλιμμένοι μοτοσικλετιστές υπέθεταν πως βρισκόταν το κεφάλι, οι υπεύθυνοι του νεκροταφείου είχαν τοποθετήσει ένα μεταξωτό μαξιλάρι και πάνω εκεί την κάσκα του Μικραστεριού. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που κανένας από τη συμμορία δεν κατάλαβε πότε οι τέσσερις μεθύστακες, που παρίσταναν τους νεκροθάφτες, έβαλαν την κάσκα μέσα στο φέρετρο κι έπειτα κάρφωσαν εν ριπή οφθαλμού το καπάκι, για να το παραχώσουν μες στο λασπωμένο χώμα.

Ενόσω στέκονταν όλοι γύρω από τον τάφο του Μικραστεριού, υπομένοντας τις ψαλμωδίες του ιερέα, ο αρχηγός, πιστός στην ευλαβική αξιοπρέπεια, με την οποία ήθελε να αποχαιρετίσει τον αδελφό του, παραμέρισε τον ψάλτη και διέταξε τους συντρόφους του να πουν τον Ύμνο, εκείνοι, όμως, μπερδεύτηκαν, «διότι δεν ήξεραν ποιον ύμνο εννοούσε, της Ουγγαρίας ή τον δικό τους». Αφότου έψαλαν τελικά τον δικό τους ύμνο, ο αρχηγός έβγαλε έναν συγκινητικό λόγο, «έναν τόσο, μα τόσο όμορφο λόγο, όπως ποτέ άλλοτε», «διότι, εκτός από τα συνηθισμένα θέματα, όπως αδελφότητα και ιδανικά και τίμιος άνθρωπος και απώλεια, αυτή τη φορά πρόσθεσε και την πατρίδα, αλλά μιλούσε τόσο, μα τόσο όμορφα για τούτη την πατρίδα».

«[…] εμείς που παρουσιάζουμε την πιο σιχαμερή ράτσα του κόσμου, ας παραδώσουμε την κρίση για τον εαυτό μας, προτείνω, στο γονίδιο, […] ας κρίνει λοιπόν το γονίδιο, ας είναι εκείνο ο κρίνων τα πάντα δικαστής, στο μεταξύ όμως θα ήθελα να του ζητήσω να μην είναι απλώς ο δικαστής, αλλά να είναι και ο ίδιος ο δήμιος, και να μας εξαφανίσει, να μας αποσύρει, άλλωστε περισσεύουν τόσες απωθητικές ράτσες του ανθρώπινου είδους, να μας σβήσει, τους πιο μισητούς της εξέλιξης, να μας θεωρήσει ένα λάθος […]».

Μόνο ο καθηγητής και οι μεθυσμένοι νεκροθάφτες γνώριζαν πως θαμμένα στην κάσα ήταν ανώνυμα οστά από τον νεκροθάλαμο στο Νεκροταφείο των Καλβινιστών, το οποίο λόγω του επικείμενου κλεισίματός του (σε έναν κόσμο που είχε εκπέσει από την πίστη στην παντοδυναμία του Θεού, ο λόγος του Καλβίνου είχε επίσης εκπέσει) άδειαζε τους τάφους και στοίβαζε τα οστά σε σωρούς, τον έναν σκελετό πεταμένο πάνω στον άλλο.

Τρεις είναι οι πιο θεαματικές παρεξηγήσεις του μυθιστορήματος. Τις δύο, την ιλαροτραγική συνάντηση του βαρόνου με τη Μάρικα και τον πυροβολισμό του λάκκου του Μικραστεριού από τους συντρόφους του, τις έχουμε ήδη εξετάσει αναλυτικά. Η τρίτη εκτυλίσσεται στη Βουδαπέστη και αφορά μια ακόμη ανεπιτυχή αναγνώριση, του Καθηγητή από τη Μάρικα. Είναι πρόδηλο ότι σε αυτές τις τρεις σκηνές, ο Κρασναχορκάι παραφράζει τον θεμελιώδη ρόλο της αναγνώρισης στην αρχαία τραγωδία. Ενώ στην τραγωδία η σκηνή της αναγνώρισης γίνεται η θρυαλλίδα του μύθου, που οδηγεί στη λύση του, εδώ η ματαίωσή της αφήνει τα πρόσωπα παγιδευμένα στην άγνοια και την ακαταληψία. Καμία τραγική μεταβολή δεν συντελείται. Δεν υπάρχει πέρασμα από την άγνοια στη γνώση, από τη δυστυχία στην ευτυχία, και αντίστροφα, διότι οι ήρωες αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν στον κατ’ επίφαση ξένο το πρόσωπο που έχει γι’ αυτούς τη μεγαλύτερη σημασία. Η αποτυχία της αναγνώρισης οφείλεται στη διάλυση της σχέσης ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Ο νόμος της αιτιότητας έχει διά παντός καταλυθεί στα έργα του Κρασναχορκάι.

Η Μάρικα βλέπει σε μια πλατεία της Βουδαπέστης έναν άντρα που παρακολουθεί μια νεαρή γυναίκα να μιλάει, εν τω μέσω μιας διαδήλωσης. Της κάνει εντύπωση το παλτό του, διότι της θυμίζει το παλτό του Καθηγητή. Είναι, όμως, βέβαιη πως ο άντρας που το φορούσε δεν ήταν ο Καθηγητής και απορούσε «με ποιον τρόπο και διά ποίας οδού απέκτησε αυτός ο κάποιος τούτο το παλτό που ανήκε στην αποτρελαμένη διασημότητα της πόλης τους». Ήταν ανίκανη να καταλάβει «ποιος συγχρονισμός τυχαίων γεγονότων χρειάστηκε για να καταλήξει εδώ, πάνω σ’ έναν παντελώς άγνωστο». Ο άντρας ήταν ξένος, μόνο το παλτό του ήταν γνωστό. Εκείνο που είχε σημασία για τη Μάρικα ήταν το παλτό καθαυτό, ως απομεινάρι της πόλης, που μόλις είχε εγκαταλείψει. Εκείνο το παλτό «τής έφερε μια ανάμνηση που έκανε την καρδιά της ν’ αναριγήσει, δηλαδή ότι κάποτε είχε πατρίδα κι αυτό το παλτό προερχόταν από κει». Το «εκεί» φάνταζε ήδη στο μυαλό της σαν «μια νησίδα γαλήνης, ηρεμίας, ησυχίας, όλων όσα εκείνη αγαπούσε τόσο πολύ».

Από την άλλη, μολονότι η Μάρικα αναγνώρισε χωρίς δυσκολία το κασκόλ της ομιλήτριας, καθώς κάπου το είχε ξαναδεί, δεν μπόρεσε να θυμηθεί την κόρη του Καθηγητή, η οποία πριν από λίγες ημέρες είχε καταφθάσει μαινόμενη στη μικρή μαγική τους πόλη για να καταγγείλει τον πατέρα της. Στο μέσον της πλατείας, εκτεθειμένη ξανά στο βλέμμα του πατέρα της, η κόρη αγόρευε, διότι, όπως πάντα, εκείνη Έκανε Κάτι.

Κάπου εκεί αποκαλύπτεται η παντελής ματαιότητα των πάντων, ρίζα των μείζονων φόβων, του φόβου του Θεού και του φόβου του θανάτου, καθώς στους δρόμους της Βουδαπέστης κάνει την εμφάνισή της μια αυτοκινητοπομπή που διαστίζει τον πραγματικό χρόνο σαν ραγισματιά. Σε εκείνη τη ραγισμένη στιγμή, που απλώθηκε από τη Βουδαπέστη μέχρι τη μικρή μαγική πόλη, όλοι οι Ούγγροι πάγωσαν από τρόμο. Κανένας δεν τον είδε, αλλά όλοι παρέλυσαν μπροστά στην καταλυτική, πλεοναστική, χαοτική παρουσία του άντρα, που ηγούνταν της αυτοκινητοπομπής. Στην υπόνοια της θέας του οι πάντες κοκάλωσαν, δεσμώτες ενός φόβου, η αιτία του οποίου παρέμενε στο σκοτάδι. Με την εμφάνιση εκείνου του άντρα άρθηκε κάθε ελεύθερη βούληση, «[…] κι ό,τι ήταν ελεύθερο δεν ήταν πλέον, διότι ακριβώς αυτό, η ελεύθερη ροή των πραγμάτων και των όντων, η δυνατότητα των ελεύθερων ξεκινημάτων και των ελεύθερων ορμών, κατέστη μεμιάς αδύνατη, το δυνατό και το πραγματικό δεν ήταν πλέον δυνατό και πραγματικό, η δυνατή ροή κλάταρε, διότι εμφανίστηκε η αυτοκινητοπομπή που φάνταζε ατέλειωτη, και στην πομπή ήταν εκείνος πάλι καθισμένος […]».

Η παρουσία εκείνου του ουρανοκατέβατου άντρα συνιστούσε από μόνη της μια «εξαιρετικά, γιγαντιαία, απίστευτα τεράστια υπόθεση». Την ίδια στιγμή, αυτή η απίστευτα τεράστια υπόθεση «δεν είχε καμία ουσία, δεν εμπεριείχε κάποιο νόημα, όχι, απ’ αυτή την υπόθεση είχε αποκλειστεί κάθε νόημα, όπως ακριβώς και κάθε αιτία, είχε αποκλειστεί και η αιτία, καθώς και οποιοσδήποτε στόχος». Σε έναν κόσμο που καταπλακωνόταν από έναν χαμηλό, βαρύ απ’ το κενό, ουρανό, η Επιφάνεια ήταν το κατεξοχήν α-νόητο γεγονός, συνεπώς το πιο τρομακτικό γεγονός.

Κανένας δεν τον είδε και κανένας δεν τον άκουσε, αλλά υπήρχε διάχυτη η αίσθηση των λόγων του, «σαν να είπε το νεκρό πρόσωπο που ήδη μια φορά είχε εμφανιστεί εδώ»: «είναι λάθος να με χωρίζετε στα δύο, διότι είμαι ένας και εκτός από εμένα δεν υπάρχει άλλος κύριος, διότι δεν είμαι ούτε δημιουργός ούτε καταστροφέας, διότι εγώ βρίσκομαι βαθύτερα μέσα στην ύπαρξη, στο ασύλληπτο, νυν και αεί – για το οποίο δεν μπορείτε πια να πείτε: αμήν».

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο άντρας εκείνος τους επισκεπτόταν. Καταμεσής των φρενιτιωδών προετοιμασιών για την υποδοχή του βαρόνου, ο χρόνος είχε αίφνης ραγίσει, σαν να έκανε χώρο σε μια αδήριτη, αδιανόητη παρουσία. Η εμφάνιση της αυτοκινητοπομπής, στην κεφαλή της οποίας ορθωνόταν εκείνος, το «κέντρο των πάντων», σηματοδότησε «μια διακοπή στη στοιχειώδη γνώση και στη στοιχειώδη ερμηνεία». Η ζωή σταμάτησε και τη θέση της πήρε ένας φόβος «πρωτόγνωρα βαθύς, πρωτογενής, κατακλυσμιαίας δύναμης, και δεν έμοιαζε με κανέναν προηγούμενο φόβο που νωρίτερα άνθρωποι και πράγματα μπορούσαν να φανταστούν και να υπομείνουν».

Η αυτοκινητοπομπή διεμβόλισε αστραπιαία σαν φονικός κομήτης την πόλη και τις ιστορίες που διαδραματίζονταν εκεί. Ήταν σαν να ερχόταν από το υπερπέραν, «αυτά τα ατελείωτα οχήματα […] έμοιαζαν πιο πολύ με κάποιο εξωγήινο στράτευμα παρά με πραγματικό καραβάνι αυτοκινήτων». Η «μεγαλειότητα, η απίστευτη, η ακατανόητη, η μνημειώδης μεγαλοπρέπεια που εξέπεμπε» ο άντρας που προπορευόταν, διέλυσε τα μυαλά των ανθρώπων. Στον συνταρακτικό, ξεγυμνωτικό φόβο που κατέλαβε τους πάντες, ενυπήρχε θαυμασμός, ένας ενθουσιώδης αλλά και ταπεινωτικός θαυμασμός, διότι όποιος τον αντίκρισε, ή νόμισε ότι βρέθηκε κοντά του, «[…] δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να τον θαυμάζει και να τον θαυμάζει, διότι ήταν ανείπωτα τρομακτικός, αλλά μ’ έναν τρόπο που οι άνθρωποι και τα πράγματα ευχαρίστως θα έπεφταν, και πράγματι έπεφταν, στα πόδια του μέσα σε τούτο τον θαυμασμό και τούτη την εκτίμηση, διότι όλα τα συνεπήρε, όλες τις υπάρξεις κι όλα τα πράγματα […]».

Αυτή η εμφάνιση, το νόημα της οποίας ήταν απρόσιτο για τις συνειδήσεις τους, ήταν οπωσδήποτε μια υπόθεση εξαιρετική, «ανυπολόγιστα σημαντική», μόνο που κανείς δεν ήταν ικανός να συλλάβει το νόημά της. Η ανεύρετη σημασία αυτής της υπόθεσης έγκειτο στον ακαριαίο φόβο που είχε διαρρήξει τις υπάρξεις τους. Μέσα από τη ραγισματιά του χρόνου είχε αποκαλυφθεί «ένας βαρύς, σκοτεινός, φριχτός φόβος». «[…] όλα σταμάτησαν, σταμάτησαν φοβισμένα, σταμάτησαν λόγω φόβου, που σάρωσε την πόλη, κι ενώ κανείς δεν έχασε τα λογικά του, αυτός ο φόβος που τους κατέβαλε ήταν ακατανίκητος, κι όλοι κοιτούσαν λοξά προς τα πάνω ψάχνοντας κάποια εξήγηση για το τι συνέβαινε, αλλά εξήγηση δεν υπήρχε, μόνο ο φόβος υπήρχε, ο γυμνός φόβος για κάτι το άγνωστο, και κανείς και τίποτα δεν γνώριζε πού θα έβγαζε».

Εκείνος μόνο για μια στιγμή βγήκε από το αυτοκίνητο, «[…] έριξε μια ματιά γύρω με το δικό του νεκρό βλέμμα και μια παγωμένη πλήξη, κι έπειτα γρήγορα, σαν να βιαζόταν, ξαναμπήκε στο αμάξι, διότι δεν τον ενδιέφερε αυτή η πόλη κι αυτές οι ιστορίες, ήταν κακός – κακός, άρρωστος και παντοδύναμος».

Σε αυτή τη θεϊκή στιγμή του μυθιστορήματος, ο Κρασναχορκάι βάζει τον Θεό να κατέρχεται από τον ουρανό στην Ουγγαρία και να αποστρέφει το βλέμμα. Η ένθεη απάρνηση πυροδοτεί τη συντέλεια, την τελείωση της πτώσης. Ο θάνατος, ο τρόμος, η κατάρρευση, ο ανεπανόρθωτος μαρασμός και το πυρ το εξώτερον, κυριεύουν τη μικρή μαγική πόλη, από την οποία δεν απομένουν παρά αποκαΐδια. Οι κάτοικοι, αποτρελαμένοι και έντρομοι, πάλευαν να γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα, αναζητώντας κάποιον προορισμό, ακόμα και τον πιο παράλογο ή δυσπέλαστο. Πρώτοι απ’ όλους έτρεξαν να κρυφτούν οι ναζί, ψάχνοντας την πιο κρυφή γωνιά για να τρυπώσουν, διότι, όπως τους είπε ο αρχηγός τους, «έτσι έκαναν κι οι δικοί μας ιεροί πρόγονοι, όταν ένιωθαν να πλησιάζει μεγάλος κίνδυνος».

«[…] κι όταν μιλάω για σας, μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά δεν πρόκειται για μίσος προς τον εαυτό μου, δεν μισώ τον εαυτό μου, όχι, απλώς σκέφτηκα να κάτσω λίγο να κουβεντιάσω με το γονίδιο που είναι υπεύθυνο για τους Ούγγρους, και να του πω με τη σειρά το ένα μετά το άλλο, πώς αλήθεια έχουν τα πράγματα με τους Ούγγρους, ε λοιπόν έτσι έχουν […]».

Αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, από τον Δήμαρχο και τον Διοικητή της Αστυνομίας μέχρι τον Διευθυντή της Τοπικής Βιβλιοθήκης, από τον αρχισυντάκτη του συμπολιτευόμενου μέχρι τον αρχισυντάκτη του αντιπολιτευόμενου Τύπου, από την υπάλληλο του άδειου τουριστικού γραφείου μέχρι τον πανικόβλητο εφημέριο, όλοι ένιωθαν επιτακτική την ανάγκη να ξεγλιστρήσουν από το κακό που τους κυνηγούσε. Αγωνιούσαν να αποδράσουν από την τρομερή στιγμή που τους αφάνιζε, αλλά δεν τα κατάφερναν, τρέκλιζαν, έχαναν την ισορροπία τους, ξαφνικά πηδούσαν προς τα πάνω, προς τον ουρανό, σαν να έψαχναν εκεί και όχι κάτω στη γη, τη σωστή κατεύθυνση, και αμέσως μετά σωριάζονταν καταγής, πλατσουρίζοντας μπρούμυτα «στην επιφάνεια του βάλτου». Η στιγμή, «που ήδη είχε αρχίσει γι’ αυτούς», «τους είχε ήδη τραβήξει μέσα της, τους είχε περικυκλώσει, τους είχε απομονώσει, είχε στριμωχτεί πάνω στο κορμί τους – και απελευθέρωση δεν θα υπήρχε πια». Η τελική κρίση είχε επιβληθεί και «η καύση αποδείχτηκε τόσο, μα τόσο τέλεια».

Όλοι οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν διαμιάς σε ένα παραμύθι τρόμου και κανείς δεν επέζησε για να το διηγηθεί. Έτσι, όχι μόνο οι άνθρωποι και τα πράγματα, αλλά και οι ίδιες οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους, «τούτες οι λέξεις, που δεν θα μπορέσει πια να προφέρει κανείς, δεν θα λέγονταν καν, διότι δεν έχουν τον χρόνο να εμφανιστούν και να σχεδιάσουν μια ιστορία για την καταστροφή». Η πόλη σκεπάστηκε από μαύρο σκοτάδι, «λες και όλα εξαρτώνταν από έναν και μοναδικό διακόπτη», «διότι εκείνη τη στιγμή έσβησε ο έτσι κι αλλιώς ελάχιστος και περιστασιακός δημόσιος φωτισμός», ενώ είναι σίγουρο πως θα έσβηναν μεμιάς και οι φλόγες των καντηλιών, αν ακόμη έκαιγαν, από τον παγωμένο άνεμο που σύριζε ανεμπόδιστος ανάμεσα στις ραγισμένες στιγμές. Μόνο ο σκελετός του πανύψηλου Αστεροσκοπείου έμεινε όρθιος, αν και απανθρακωμένος, για να θυμίζει σε όσους τυχόν επέζησαν ή θα ακολουθούσαν, ότι κάποτε ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα και ακτινοβόλες, αειφανείς επαγγελίες.

«[…] φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι δεν νιώθω πίκρα όταν σκέφτομαι όλα αυτά με τα οποία μας έχω χαρακτηρίσει, αν και μάλλον θα χρησιμοποιούσα πιο εύστοχα όχι τη λέξη πίκρα, αλλά τη λέξη λύπη, νιώθω απέραντη λύπη για σας και για μένα, που είμαι αυτός, και που είστε αυτοί, που είμαι έτσι, και που είστε έτσι, αδέλφια μου Ούγγροι […]».

Λίγο πριν γίνουν παρανάλωμα του ολέθρου, όλοι θυμήθηκαν τον συγγραφέα που τους λοιδορούσε. Ποιος, επιτέλους, είχε γράψει εκείνο το ρυπαρογράφημα που, όπως αποδείχθηκε, προοικονομούσε τον χαμό τους;

Ο ανώνυμος συγγραφέας του άρθρου «Προς τους Ούγγρους», υπέγραφε το κείμενο ως «ο βαρόνος σας». Βέβαια, οι Ούγγροι, που έσπευσαν να θάψουν τον βαρόνο τους, ήξεραν πως δεν είχε γράψει αυτός το λιβελλογράφημα. Αλλά κανένας δεν υποπτεύθηκε τον Καθηγητή, όπως προτρέπει ο Κρασναχορκάι τον αναγνώστη να κάνει. Τα δύο εξέχοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος δεν συναντιούνται ποτέ. Ωστόσο, ο Κρασναχορκάι υποδηλώνει την ψυχική τους σύνδεση, η οποία εδράζεται στην απελπισία. Η βλακεία του βαρόνου από τη μία και η σοφία του Καθηγητή από την άλλη, συγκλίνουν στην επονείδιστη αποτυχία του πνεύματος. Επιπρόσθετα, έχουν και οι δύο ανανήψει από ένα ντροπιαστικό παρελθόν. Τόσο ο βαρόνος με τις χαρτοπαιξίες του στο Μπουένος Άιρες (που υπαινίσσονται άλλα, ανομολόγητα αίσχη) όσο και ο Καθηγητής με τη βραχύβια φιλία του με τους ναζί, δεν μπορούν να εναβρύνονται για το ηθικό τους ανάστημα. Από το άλλο μέρος, και οι δύο αντιμετωπίζονται με καχυποψία από τους συμπολίτες τους ως φορείς του κακού.

Με το παράλογο δυστύχημά του ο βαρόνος και με την πυρπόληση των Βάτων ο Καθηγητής, συνασπίζονται, θαρρείς, για την εξόντωση της πόλης. Διότι, πράγματι, μετά από αυτά τα δύο γεγονότα, το τραγικό τέλος του βαρόνου και την «απολύτως εγκληματική, τρελή και κατά βάθος ακατανόητη και ανεξήγητα αινιγματική πράξη» του εμπρησμού, πυροδοτείται η συντέλεια. Συνεπώς, δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι ο Καθηγητής, υιοθετώντας την προσωνυμία «ο βαρόνος σας», προσφώνηση ενός πολυαναμενόμενου, εωσφορικού, ωστόσο, μεσσία, απευθύνεται στους Ούγγρους εν είδει τελευταίου αποχαιρετισμού.

 «[…] και τώρα απευθύνομαι ξανά άμεσα στο γονίδιο, σβήσε όλα όσα είναι ουγγρικά, άκουσες όσα σου παρουσίασα εδώ, το ξίφος είναι στο δικό σου χέρι, με παρακάλια σ’ το ζητώ, χτύπησέ μας, μη διστάσεις, μη στοχαστείς, και κυρίως μην το αναβάλεις, διότι είμαστε επικίνδυνοι για όλο το ανθρώπινο είδος, κι έτσι σήκωσέ το, σήκωσέ το, σήκωσέ το αυτό το ξίφος, πιο ψηλά, και χτύπα αυτό το άθλιο έθνος».

Η γραφή του Κρασναχορκάι αποτελεί αναγνωστική πρόκληση. Αφενός παρουσιάζεται εξαιρετικά απλή στη διάρθρωσή της και αφετέρου αποδεικνύεται εξουθενωτικά δύσκολη στην πρόσληψή της. Ο μακροπερίοδος λόγος, οι διαρκείς εναλλαγές της οπτικής γωνίας, οι ταυτόχρονες εστιάσεις της αφήγησης, οι μετατοπίσεις στον χώρο και τον χρόνο, οι αναρίθμητες νύξεις της ειρωνείας, οι υπαινιγμοί που υποδηλώνουν τη νοηματική διπλοτυπία των αφηγούμενων, το εκπληκτικό σμήνος των κομπάρσων, η πρόσμειξη του ευτελούς με το ουσιώδες, το ανακάτεμα προφορικής πολυλογίας και βραδυκίνητων φιλοσοφικών παλινωδιών, όλα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια απαιτούν την τεταμένη προσοχή του αναγνώστη, ο οποίος οφείλει φυσικά να δώσει τα συγχαρητήριά του στη Μανουέλα Μπέρκι. Η άψογη μετάφρασή της (συνεπικουρούμενη από την απαραίτητη επιμέλεια του Δημήτρη Αθηνάκη) αναδεικνύει την υφολογική ιδιοτυπία του Κρασναχορκάι, επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε την πολυσημία και τις υπόγειες στοχεύσεις της γραφής του.

Παρόντες με τα φτωχά όργανά τους σε μια συμπαντική συναυλία, οι ήρωες του Κρασναχορκάι παλεύουν να πιάσουν μια στοιχειώδη συγχορδία. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι των κεφαλαίων, που στη σύνθεσή τους παραπέμπουν σε ένα μουρμούρισμα μελωδίας (ΡΑΜ, ΠΑΜ, ΠΑΜ, ΠΑΜ, ΧΜΜΜ, ΡΑΡΙΡΑ, ΡΙ, ΡΟΜ ΡΑΜ, ΠΑΜ, ΠΑΜ, ΠΑΜ, ΧΜΜΜ, ΡΑΡΙΡΑ, ΡΙ, ΡΟΜ ΡΑΜ – ΠΑΡΙΡΑ, ΡΙΡΑΡΟΜ). Θα μπορούσε να είναι εμβατήριο ή παιδικό τραγουδάκι. Όπως και να ’χει, αυτή η ηχητική δεν ξεπερνά τον μουσικό αντίκτυπο μιας τρίλιας εν σχέσει με τη μουσική των σφαιρών.

Στο μυθιστόρημα ο από μηχανής θεός δεν εμφανίζεται την κρίσιμη στιγμή, αλλά πολλές στιγμές πριν τη συντέλεια -στην οποία, όπως είδαμε, θα είναι απών και αμέτοχος- ενανθρωπισμένος σε έναν μαέστρο, ο οποίος προειδοποιεί τους θνητούς οργανοπαίχτες για την ανωφέλεια κάθε προσπάθειας. Κρατώντας ένα μήλο στο χέρι, υποσημαίνοντας το ανεξάλειπτο στίγμα του προπατορικού αμαρτήματος, ο μαέστρος τονίζει στους μουσικούς πως, παρά την προδικασμένη αποτυχία τους στο έργο που τους ανατέθηκε, εκείνοι όφειλαν να χειριστούν με όποιο τρόπο έκριναν καλύτερο τα μουσικά τους όργανα, προκειμένου να κάνουν κάτι, το οτιδήποτε, να ακουστεί. Καθώς ο ίδιος είχε «πληρέστατη γνώση των πάντων», ήταν σε θέση να τους βεβαιώσει πως τίποτε από όσα θα έκαναν ή δεν θα έκαναν, δεν είχε την παραμικρή σημασία. Το έργο, προαποφασισμένο ερήμην τους, θα παραγόταν στο ακέραιο ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τους. Άλλωστε, εκείνοι δεν ήταν παρά «μια ομάδα παραγωγής τριξιμάτων, μια φύρδην μίγδην συμμορία, όπου ο καθένας κακοποιεί αδέξια το άτυχο όργανό του και δεν θα φέρει καμιά ευθύνη για το όλον».

Το όλον ξεπερνούσε ακόμα και τους βιρτουόζους, πόσο μάλλον αυτούς. Το όλον θα ακουγόταν, όπως ακριβώς έπρεπε εξαρχής να ακουστεί, άσχετα με το πώς εκείνοι θα έσερναν το δοξάρι πάνω στις χορδές ή με το πώς θα βαρούσαν τα πλήκτρα. Γι’ αυτό, ο μαέστρος προειδοποιούσε τους μουσικούς να παραιτηθούν από κάθε ερώτημα ή διάθεση εξέγερσης. Δεν είχε κανένα νόημα να εξεγερθούν εναντίον του, όπως δεν είχε νόημα η υποβολή ερωτημάτων. Τον έπιανε ρίγος, τους ομολόγησε, «όταν σκέφτεται την αξιοθρήνητη πιθανότητα της πληθώρας των ερωτήσεων». Θα «παίξετε μουσική όπως θα σας σφυρίζω εγώ και, πιστέψτε με, μιλώ εκ πείρας, δεν συμφέρει να τα βάζετε μαζί μου». Εκείνος που γνώριζε τα πάντα εκ των προτέρων, συνεπώς γνώριζε και κάθε απειροελάχιστο τρέμουλο, που θα δυναμίτιζε την προσπάθειά τους, τους καθησύχαζε πως όπως δεν υπήρχε πρόβα, έτσι δεν θα υπήρχε και λάθος, διότι «δεν μπορεί να υπάρξει». Αλλά δεν θα υπήρχε ούτε χαρά ούτε παρηγοριά, καμία ανταμοιβή, κανένα έπαθλο για την αξιοθρήνητη συμμετοχή τους σε αυτή τη μία και μοναδική παράσταση.

Ο μαέστρος μιλάει για την οδύνη, για την παντελή έλλειψη χαράς σε αυτή την ελάχιστη, μηδαμινή δημιουργία ενός κονσέρτου, που θα αποδεικνυόταν, όπως ήδη γνώριζε, μια άνευ λόγου επίμοχθη, επώδυνη εργασία. Οι μουσικοί έπρεπε να τη θεωρήσουν «ήδη από την αρχή αρχή οδύνη, μια κάποια κοπιαστική εργασία, διότι τους περιμένει πράγματι οδύνη, πικρή, εξαντλητική, βασανιστική εργασία, όταν σε σύντομο διάστημα, ως μοναδικό, έστω και αθέλητο, επίτευγμα της ορχήστρας τους, θα εισαγάγουν στην Πλάση εκείνο για το οποίο κλήθηκαν».

Επισφραγίζοντας την αξιολύπητη συνεργασία τους, ο μαέστρος παραδέχεται στους μουσικούς πως ούτε ο ίδιος αντλούσε χαρά ή παρηγοριά από το όλο εγχείρημα. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει, «ώστε ποτέ να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο». Δεν αγαπούσε τη μουσική, «[…] δηλαδή αυτό που θα καταφέρουμε όλοι μαζί εδώ, σας το ομολογώ, δεν το αγαπώ καθόλου, διότι εγώ είμαι απλώς εκείνος που εδώ επιτηρεί τα πάντα, εγώ είμαι εκείνος που δεν δημιουργεί, αλλά απλώς παρίσταται πριν από κάθε μία φωνή, διότι εγώ είμαι εκείνος που, μα τον Θεό, περιμένει μονάχα να τελειώσουν όλα αυτά».

Όσον αφορά τη σελιδοποίηση, η «Προειδοποίηση» του μαέστρου προτάσσεται της ταυτότητας του βιβλίου. Σαν να θέτει ο Κρασναχορκάι και το δικό του εγχείρημα στο πλαίσιο αυτής της μίας και μοναδικής παράστασης, που καλούνται να δώσουν οι θνητοί ενώπιον του Θεού. Αναμφίλεκτα τα έργα του Κρασναχορκάι συνομιλούν με τον ουρανό, απευθύνοντάς του ένα βλέμμα απερίγραπτης αγωνίας. Οι λέξεις του κοιτάζουν κατάματα το σημείο που άφησε κενό ο Θεός και συντρίβονται στο χώμα, στην «επιφάνεια του βάλτου». Ο αναστοχασμός αυτής της νομοτελειακής συντριβής ως ηθικής αδικίας, προσδίδει στα έργα του το ιλιγγιώδες βάθος τους. Η συντριπτική, επώδυνη και ντροπιαστική αδυναμία που βιώνουν οι άνθρωποι στις σελίδες του, είναι απόρροια της ενατένισης του ουρανού. Η γύμνια τους είναι η δορά της αλαζονείας τους. Η οδύνη τους, έκφυμα της προπατορικής πλάνης τους. Ωστόσο, ο Κρασναχορκάι συγκινείται βαθιά από τη ματαιοπονία της ανύψωσης και την αιώνια ιστορία της πτώσης. Υπό το πρίσμα της «Προειδοποίησης», αλλά και της απροκάλυπτης περιφρόνησης του επικεφαλής της αυτοκινητοπομπής, η αποτυχία των ανθρώπων να αντικριστούν με τον Θεό, δεν οφείλεται αποκλειστικά στις εγγενείς τους μειονεξίες και την επίκτητη αχρειότητά τους, αλλά και στην απαρέσκεια του δημιουργού τους, που τους εγκατέλειψε ολομόναχους σε έναν κόσμο δίχως χαρά και παρηγοριά, δίχως νόημα.

Ενδεχομένως, η βασιλεία των ουρανών να ανήκει πράγματι στους πτωχούς τω πνεύματι, γι’ αυτό ο Καθηγητής δοκιμαζόταν τόσο σκληρά με την κατάργηση του σκέπτεσθαι. Στην τελευταία σελίδα, ένα «Βλακόμουτρο», ένα από τα αδέσποτα ορφανά, κρεμασμένο στα κούφια παράθυρα του πανύψηλου, απανθρακωμένου Αστεροσκοπείου, κουνάει τα πόδια του πάνω από το απέραντο κενό, στον ρυθμό μιας μελωδίας. Έπειτα, στρέφει τα μάτια στον ουρανό και σαν να ήταν μαέστρος σήκωσε τα δυο του χέρια, δίνοντας το πρόσταγμα για το ξεκίνημα του κονσέρτου.

Λίγο ψηλότερα από την κορυφή του Αστεροσκοπείου, μπορούμε να διακρίνουμε τον Λάζλο Κρασναχορκάι να αφήνει από τα χέρια του το μήλο και την μπαγκέτα, κυκλώνοντας με ένα βλέμμα άφεσης τα αποκαΐδια της μικρής μαγικής πόλης. Όταν η ύψιστη τεχνική ευλογείται με την ύψιστη ευαισθησία, η λογοτεχνία επιτυγχάνει ένα «σχήμα τελείως ασυνήθιστο, θεϊκής διάστασης», εφάμιλλο της αθανασίας.

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular