Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Εκδόσεις Πόλις

 

«Η ιδέα που έχουμε για τον Θεό αντανακλά αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι»

 

Η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι αγωγή στα μυστήρια και τα αινίγματα της αληθινής ζωής. Ο καλός, δοκιμασμένος αναγνώστης δεν ανακαλύπτει απλώς στα βιβλία ό,τι δεν γνώριζε μέχρι τότε, αλλά και εδραιώνει, αναθεωρεί, επανεκτιμά, βαθαίνει χρόνιες, βιωμένες πεποιθήσεις του. Σε σπάνιες, ξεχωριστές στιγμές ξαφνιάζεται. Άλλωστε η λογοτεχνία είναι ένα απέραντο πεδίο γρίφων και διερωτήσεων και όχι ευρετήριο απαντήσεων. Η αναγνωστική δεινότητα του Σταύρου Ζουμπουλάκη μάς προσφέρει ένα διπλό αναγνωστικό όφελος, αφενός κατανοούμε στην ουσία τους τα υπό συζήτηση μυθιστορήματα και αφετέρου, ακριβώς χάρη σε αυτό τον εμβριθέστατο σχολιασμό, διεισδύουμε στην επίζηλη πνευματική υπόσταση του συζητητή. Το παρόν βιβλίο, μια συνάθροιση βιβλιοπαρουσιάσεων, έρχεται να συμπληρώσει ένα άλλο βιβλίο, μια ακόμα εκλεκτή σύναξη του Ζουμπουλάκη, το Υπό το φως του μυθιστορήματος (Πόλις, 2015). «Είναι γραμμένο στο ίδιο πνεύμα: σπουδάζω στις σελίδες των μυθιστορημάτων το βάρος και την ομορφιά του κόσμου».

Σπουδές, λοιπόν, τα αναγνώσματα στην άρρητη, αβάστακτη όσο και αμφίσημη αλήθεια της ζωής, στον βαθμό που συνιστούν απεικάσματα της πραγματικότητας. Ένα λογοτεχνικό έργο, ανάλογα ασφαλώς με την αισθητική του αξία, αντανακλά ένα αποκαλυπτικό είδωλο του κόσμου μας και επομένως και του εαυτού μας. Ωστόσο, ένα βιβλίο μεταμορφώνεται σε κάτοπτρο από τη στιγμή που το κοιτάζουμε, δηλαδή το διαβάζουμε. Όπως ο καθρέφτης δεν έχει νόημα αν δεν τον κοιτάζουμε. Διότι, στην κυριολεξία, δεν μπορούμε να μας δούμε με τα δικά μας μάτια. Διαβάζοντας τον Ζουμπουλάκη να διαβάζει, αντικρίζουμε τις δεσπόζουσες διανοητικές πτυχές του ειδώλου του, τις αρχές, τις απαρέσκειες, τις εμμονές, την κραταιή, όχι όμως άκαμπτη, κοσμοθεωρία του, την προσεκτικότητα του λόγου του, τη βαθύνοιά του, την ηθικότητα του βλέμματός του.

Η χριστιανική πίστη διαπερνά τόσο τον αναγνωστικό τρόπο όσο και τη γραφή του Ζουμπουλάκη. Έχω την εντύπωση πως δεν κατέβαλε ιδιαίτερο κόπο για να βρει τα λογοτεχνικά έργα που θίγουν, είτε πλαγίως είτε εμφατικά, είτε θερμά είτε απορριπτικά, το ζήτημα της πίστης. Προσωπικά δεν πιστεύω πως υπάρχει υψηλή λογοτεχνία που προσπερνά το απόρημα για τον Θεό. Τα διαβάσματα του Ζουμπουλάκη φανερώνουν τον πυρήνα της πίστης του, την πίστη του στη δυνατότητα της καλοσύνης και στο δικαίωμα της χαράς. Βέβαια, η λογοτεχνία δεν θέλγεται από την ευτυχία. Οι πιο συνταρακτικές σελίδες έχουν ως έμπνευσή τους το Κακό, τον πόνο και τη δυστυχία. Ίσως, όμως, δίχως το Κακό, να μην σκεφτόμασταν τον Θεό. Δίχως το Κακό, η καλοσύνη δεν θα ήταν, όπως γράφει ο Ζουμπουλάκης, ένα «θαύμα», ένα «σκάνδαλο» μες στον δύστηνο κόσμο. «Το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι το κακό -αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο-, το σκάνδαλο και το αίνιγμα είναι η καλοσύνη».

Διαβάζοντας την Τσίλι του Άαρων Άππελφελντ, ο Ζουμπουλάκης διαβλέπει ψήγματα του θείου στην ικανότητα της ηρωίδας να χαίρεται και να αγαπά. Ενόσω σπαράσσεται από το κακό και τη βία του κόσμου, η Τσίλι διεκδικεί αυθόρμητα και το κατακτά, παραμένοντας αθώα, το δικαίωμά της στην ευτυχία. Στην ενδεή της ύπαρξη υποφώσκει το «μυστήριο της αγιότητας». «Το αληθινό θαύμα είναι ότι δεν έχασε την καλοσύνη της, όταν γύρω της θρασομανούσε το μίσος». Η αγιότητα, θα τονίσει σε πολλά γραπτά του ο Ζουμπουλάκης, δεν απορρέει από το μαρτύριο και τη δοκιμασία του πόνου, τάχα εξαγνιστικού, αλλά από την ικανότητά της να δεξιώνεται τη χαρά, την καλοσύνη και την αλληλεγγύη.

«Πηγή της ευτυχίας της Τσίλι δεν είναι η μειωμένη της αντίληψη του πραγματικού, αλλά η καλοσύνη της: δεν νιώθει έχθρα για κανέναν, ούτε καν για εκείνους που της φέρθηκαν απάνθρωπα και την αντιμετώπισαν σαν ζώο, έχει τη χάρη να μπορεί να συγχωρεί και να αγαπάει τους εγγύς και τους μακράν».

Αντίθετα στη Σεροτονίνη του Μισέλ Ουελμπέκ έχει διαρραγεί κάθε δυνατότητα για ευτυχία. Ο ήρωας είναι έρμαιο του «εσωτερικού μηχανισμού της αυτοκαταστροφής και της δυστυχίας». Δυστυχεί δίχως λόγο αλλά και δίχως Θεό. Δεν είναι ευτυχισμένος γιατί δεν μπορεί να αγαπήσει. «Δεν μπορεί να αγαπήσει, επειδή δεν μπορεί να πιστέψει στον Θεό. Η άνευ όρων αγάπη έχει ανάγκη μια υπερφυσική πηγή». Υπό αυτό το πρίσμα, ο εξημμένος μηδενισμός του Ουελμπέκ μεταμφιέζει μια έκκληση, μια ικεσία για αγάπη.

Όταν ο Ζουμπουλάκης κάνει λόγο για αγάπη μιλάει για κάτι το απόλυτο, το υπέρτατο, που κατισχύει ακόμη και του θανάτου. Η άνευ όρων αγάπη είναι «εκείνη που δεν μπορεί να διανοηθεί τον θάνατο του άλλου, γιατί δεν μπορεί να διανοηθεί τον κόσμο και τη ζωή χωρίς αυτόν τον άλλο». «Η αγάπη δεν ξέρει από προφύλαξη, δεν υπάρχει υπό όρους. Η αγάπη είναι ασυμφιλίωτη με τον θάνατο του αγαπημένου […]».

Από την άνευ όρων αγάπη εκπηγάζει η τρομερή δέσμευση της ευθύνης, μια άνευ όρων υποχρέωση. Το ζήτημα της ανάληψης της ευθύνης του πλησίον επανέρχεται στα κείμενα του Ζουμπουλάκη. Δεν νοείται χριστιανική συνείδηση αποδεσμευμένη από αυτό το θεμελιακό χρέος, όπως δεν νοείται πίστη δίχως ανθρωπιά. Παρ’ όλα αυτά, την ηθική, μια άλλη λέξη για την ανθρωπιά, δεν δεσμεύει απαραίτητα η μεταφυσική ανησυχία. Δικαιώνεται ή αμαυρώνεται κατά την αναμέτρησή της με τα αναρίθμητα επίγεια άχθη. Ο γιατρός Ριέ, ο αφηγητής στην Πανούκλα του Καμύ, δεν πιστεύει στον Θεό, αλλά εξεγείρεται ενάντια στο παράλογο κακό που μαστίζει τον κόσμο. Η μόνη έμπρακτη απάντηση που έχει για την αρρώστια που μαίνεται ολόγυρά του είναι «η πράξη της αλληλεγγύης, της συμπάσχουσας, διαυγούς και απελπισμένης αλληλεγγύης».

Γράφοντας για τον Πρίμο Λέβι και τη μαρτυρία του για το Άουσβιτς (από τα πιο συγκινητικά κείμενα του βιβλίου), ο Ζουμπουλάκης έρχεται μοιραία αντιμέτωπος με την ντροπή και την ενοχή του επιζώντος. Ο Λέβι, ένας κατεξοχήν «ηθικός άνθρωπος», δεν μπορεί να παραθεωρήσει το βάρος της αμέλειας της ευθύνης για τον άλλο, ακόμα και σε αδιανόητα ακραίες συνθήκες, όπως τα στρατόπεδα εξόντωσης. Η ευθύνη για τον άλλο είναι χρέος απαράγραπτο, ακόμα και όταν ένας δαιμονικός μηχανισμός απανθρωποποίησης μεθοδεύει την υφαρπαγή καθετί ανθρώπινου από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό ο Ζουμπουλάκης διαβάζει με τόση διεισδυτικότητα, αν όχι και με ευγνωμοσύνη, το έργο του Λέβι. «Η ανάλυση του Λέβι αποτελεί την ισχυρότερη υπεράσπιση της ηθικής έννοιας της ευθύνης, πολύ ισχυρότερη από εκατοντάδες φιλοσοφικές σελίδες».

«Ο όμηρος του Άουσβιτς είναι -ακόμη και μέσα εκεί!- όμηρος του άλλου, με τη λεβινασιακή έννοια. Δεν υπάρχει εξαίρεση».

Ο επιζών του Λάγκερ, εκείνος που παραμένει υπόλογος στην ηθική, υποχρεώνεται να ζήσει στη σκιά των παραλείψεών του, των φευγαλέων στιγμών που απέστρεψε το βλέμμα από τον πόνο του διπλανού του, από την παρακλητική του παρουσία.

«Ναι, αυτός είναι ο λόγος της ντροπής, ότι δεν άκουσες τη φωνή του διπλανού, ότι αδιαφόρησες για το ικετευτικό βλέμμα του».

Με αφορμή το μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν Νόμος περί τέκνων, ο Ζουμπουλάκης επιμένει στην επιτακτικότητα της ευθύνης: «Ευθυνόμαστε […] για το κακό που βρίσκει τον άλλο, ακόμη και όταν είμαστε αθώοι».

Θα επανέλθει στο θέμα σχολιάζοντας τη συγκλονιστική Νύχτα του Ελί Βιζέλ. Το εν λόγω κείμενο τιτλοφορείται «Πατέρες και γιοι στο Άουσβιτς» και στο επίκεντρό του βρίσκεται ο ηθικός κίνδυνος που διατρέχει ο όμηρος του Άουσβιτς. Ο Ζουμπουλάκης δεν στέκεται στην οδύνη της αποστασίας από την πίστη, που σημαδεύει τον δεκαπεντάχρονο Ελιέζερ την πρώτη του νύχτα στο στρατόπεδο. Περισσότερο τον ενδιαφέρει η διαρκής, ακόμα και μετά θάνατον, αγωνία του γιου για τον πατέρα και ακόμα περισσότερο οι στιγμές όπου αυτή η ηθική, ιερή αγωνία κάμπτεται. Ο γιος θα επιζήσει, αλλά η ντροπή και η ενοχή για τις λιγοστές στιγμές παράλειψης της ευθύνης του προς τον πατέρα του θα μείνουν ανεξάλειπτες, δαγκωνιές στην ψυχή.

Στο κείμενό του για την Τσίλι του Άππελφελντ, ο Ζουμπουλάκης επαναλαμβάνει πως ακόμα και στο Άουσβιτς ο διπλανός ενσαρκώνει και μόνο με την παρουσία του μια παράκληση. «Ο Άππελφελντ ξέρει και έχει πει πολλές φορές ότι από αυτές τις ακραίες περιπέτειες δεν σώζεται κανείς, αν κάποιος άλλος δεν του απλώσει το χέρι του».

Αν η λογοτεχνία είναι το κάτοπτρο της αληθινής ζωής, η μαρτυρία είναι το κάτοπτρο μιας ανάμνησης, η εξιστόρηση εκείνου που βιώθηκε. Υπάρχει διαμεσολάβηση και αναπόφευκτα μεταποίηση. Όσον αφορά το Άουσβιτς, οι επιζώντες που έγραψαν για αυτό, όπως ο Λέβι και ο Βιζέλ, αναγνωρίζουν πως μόνο οι νεκροί μπορούν, έχουν το δικαίωμα να μαρτυρήσουν, εκείνοι που χάθηκαν φτάνοντας στον πάτο της αβύσσου. Εκείνοι μόνο είδαν. Όσο, όμως, και αν τις μαρτυρίες των επιζώντων σκιάζει η αναξιοπιστία της μνήμης, η σημαντικότητά τους είναι απροσμέτρητη. Μνημονεύουν αυτό που συνέβη και προειδοποιούν για να μην ξανασυμβεί. Επιβάλλουν στον αναγνώστη να γνωρίσει τις θηριώδεις διαστάσεις που μπορεί να λάβει το Κακό.

Ωστόσο, ο Ζουμπουλάκης έχει υπογραμμίσει πολλές φορές πως το Ολοκαύτωμα πρέπει να μείνει ακατανόητο, να παραμείνει ένα ακραία παράλογο κακό. Οφείλουμε να γνωρίζουμε, αλλά όχι να κατανοήσουμε. Διαφορετικά μπορεί να ξαναγίνει.

«Όχι, το Άουσβιτς πρέπει να μείνει παντοτινά ακατανόητο, κάθε φορά που ακούμε ή διαβάζουμε για αυτό να απορούμε και να σαστίζουμε, να επαναλαμβάνουμε κάθε μα κάθε φορά το “πώς ήταν δυνατόν;”»

Κεφαλαιώδες μέλημα της ζωής ενός πιστού είναι η προσευχή. Ικεσία, ευχαριστία, θεία κοινωνία, παράκληση, μετάληψη αγάπης, κατασίγαση του φόβου, ανακοπή του πόνου, ίσως πιο πολύ συνομιλία. Η προσευχή, «αυτή η κατεξοχήν ανιδιοτελής και σπαραχτικά ανήμπορη μορφή αλληλεγγύης», είναι η αναγνώριση της σταυρικής θυσίας του Χριστού.

«Η προσευχή και η πράξη της αγάπης είναι ο τρόπος ζωής όσων αποφάσισαν να ζήσουν πορευόμενοι επί τα ίχνη του Ιησού».

Ο Ζουμπουλάκης ξεχωρίζει μια σπάνια έκφανση της προσευχής, εκείνη που δεν ικετεύει παρηγοριά, αλλά παρηγορεί η ίδια τον Θεό, «για όσα παρέλειψε να κάνει», για όσους δεν έσωσε. Μια προσευχή που επωμίζεται την ευθύνη του Θεού. Στο σημείο αυτό έχει σημασία να θυμόμαστε πως ο Ζουμπουλάκης δεν περιορίζει την πίστη σε μια άτεγκτη τυπολατρία, υπαγορευμένη από τη θεσμική Εκκλησία. Η πίστη που προασπίζει εκθύμως είναι εκείνη «που μας καλεί να συναντήσουμε τον Θεό στο πρόσωπο του άλλου».

«Είναι η πίστη που δεν έχει διαρκώς το βλέμμα στραμμένο στην αιωνιότητα αλλά στον αναγκεμένο διπλανό, που δεν συμφιλιώνεται ποτέ με τον πόνο και τον θάνατο, αλλά εξεγείρεται εναντίον τους. Αυτή η πίστη δεν φορτώνει δυσβάστακτα φορτία και διλήμματα στους ανθρώπους, γιατί όλα αυτά τα σήκωσε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, είναι ταπεινή και χαρούμενη, όχι αλαζονική και σκυθρωπή, φυγόκοσμη ή απάνθρωπη, δεν είναι τρομαγμένη ούτε τρομοκρατική, δεν φοβάται τη λογική και την επιστήμη. Είναι η πίστη που έχει ως τρόπο ύπαρξής της την αγάπη και την ελπίδα. Τα υπόλοιπα, όσα βρίσκονται πέρα από την ανθρώπινη δυνατότητα, τα εναποθέτει προσευχητικά και με εμπιστοσύνη στα χέρια του κυρίου του αμπελώνος».

Από αυτή την έμφυτη θα λέγαμε ευλάβεια εμφορείται η Λάιλα, η ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος της Μέριλιν Ρόμπινσον. Μετά από χρόνια μακριά από τον Θεό, μπαίνει κατά τύχη σε μια εκκλησία, ελπίζοντας σε μια αόριστη παρηγοριά. Βαφτίζεται όψιμα και παντρεύεται έναν ηλικιωμένο πάστορα, ο οποίος τη μυεί στη θεολογία. Όμως η ίδια φαίνεται πως είχε ήδη διδαχτεί ανεπίγνωστα τα τρίσβαθα θεολογικά αιτήματα, διότι χάρη στην «αναλφάβητη» πίστη της συνυπήρχε συμπονετικά με τον κόσμο και τον εαυτό της.

«Η αθεολόγητη Λάιλα έχει καταλάβει το κύριο, πως όλα αυτά τα περίπλοκα περί αιωνιότητας και αιώνιας ζωής αποτελούν ουσιαστικά έκφραση της προσδοκίας για μια ζωή και έναν κόσμο δικαιοσύνης, καταλλαγής και αγάπης».

Όπως σημειώνει ο Ζουμπουλάκης, βασικό ψυχικό γνώρισμα της Λάιλα είναι η έγνοια της για τους αδικημένους, για το μαρτύριο των αθώων. Αυτή η λύπη για τον πόνο των άλλων, θεμέλιο της ηθικής της συνείδησης και της εγρήγορης συμπόνιας της, είναι συνάμα και η σοβαρότερη απειλή για την πίστη της. Η Λάιλα αναρωτιέται διαρκώς γιατί συμβαίνουν τόσα άσχημα πράγματα στον κόσμο, γιατί η χάρη του Θεού δεν κατατροπώνει το Κακό. Ο Ζουμπουλάκης διαβλέπει τον κίνδυνο και τονίζει: «Το ερώτημα είναι αναπάντητο σε τούτη τη ζωή, πρέπει απολύτως να μείνει αναπάντητο».

Γράφοντας για τον Χάινριχ Μπελ, ο Ζουμπουλάκης αναλογίζεται πόσο επώδυνο θα ήταν για τον συγγραφέα, έναν πιστό Καθολικό, που προσωποποιούσε την «ηθική συνείδηση της μεταπολεμικής Γερμανίας», να βλέπει τους δήμιους του Ολοκαυτώματος να μετατρέπονται σε «στυλοβάτες της μεταπολεμικής γερμανικής Δημοκρατίας». Χάρη στην πνευματική του λεπταισθησία όσο και στην πίστη του, ο Ζουμπουλάκης εντοπίζει το κέντρο της δυσφορίας μιας διάνοιας όπως του Μπελ.

«Όσον αφορά ειδικότερα τα ερωτήματα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη μια εγρήγορη χριστιανική συνείδηση, όπως του Μπελ, μετά το τέλος του πολέμου, σε έναν κόσμο που εξακολουθεί να είναι κόσμος ισχύος και αδικίας, αυτά δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας -ετούτα είναι τα εύκολα-, αλλά αγγίζουν τον πυρήνα της χριστιανικής πίστης, το ίδιο το νόημα της σταυρικής θυσίας του Χριστού».

Ενδεχομένως και ο Μπελ αναγκάστηκε να αφήσει το δύσκολο ερώτημα της αδικίας αναπάντητο.

Ο τρόμος, η απορία και ο θυμός για την ακατανόητη θεϊκή βούληση, ένα είδος ηθικής εξέγερσης, ανοίγουν την έξοδο από την πίστη. Ο Ζουμπουλάκης προκρίνει την πίστη που παραμένει ταπεινή, αφοσιωμένη στον διπλανό, εκδηλωνόμενη σε καθημερινές όσο και αδήριτες χειρονομίες, σε πράξεις βοήθειας και καλοσύνης. Δεν θεωρεί ότι το ουσιώδες ενυπάρχει μόνο στο μεγαλόπνοο και το υπερβατικό, έτι μάλλον στον μαξιμαλισμό. Γι’ αυτό αντιδρά αποδοκιμαστικά διαβάζοντας το Ημερολόγιο της εξορίας του Τρότσκι. «[Δεν] συμμερίζομαι το μεσσιανικό-αποκαλυπτικό πάθος να αλλάξουμε συθέμελα τον κόσμο, θεωρώ πολύ ευγενέστερη την προσπάθεια να τον συγκατοικήσουμε».

Ο Σκόμπι, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκρην Η καρδιά των πραγμάτων, πιστός Καθολικός, οδηγείται στην απελπισία λόγω του δυναστευτικού αισθήματος ευθύνης προς τους γύρω του. Στην πιο αλγεινή στιγμή του προσεύχεται, απευθυνόμενος στον Θεό εν είδει αποχαιρετισμού. Η προσευχή του δεν είναι ικεσία ούτε πράξη αγάπης. Είναι η αναγγελία της προδοσίας του. Προσεύχεται για να ανακοινώσει στον Θεό την πρόθεσή του να Τον εγκαταλείψει. Δεν θέλει πια να προσεύχεται, να εκκλησιάζεται, να εξομολογείται και να κοινωνάει. Θέλει να πεθάνει. Δεν αντέχει άλλο ούτε την πίστη ούτε την ευθύνη.

«Η κεντρική ιδέα της ζωής του Σκόμπι είναι η ευθύνη». «Ο Σκόμπι αισθάνεται υπεύθυνος για την ευτυχία των άλλων», αλλά, όπως επισημαίνει ο Ζουμπουλάκης, «δεν έχει καταλάβει ότι η ευθύνη για τη ζωή του άλλου, η μέριμνα για αυτόν, δεν είναι ευθύνη για την ευτυχία του». Άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο Σκόμπι είναι ευτυχισμένος. Δεν τον ενδιαφέρει να διεκδικήσει το δικαίωμά του στην ευτυχία. Είναι απόλυτα αφοσιωμένος στον Θεό και στις δύο γυναίκες που αγαπάει. Η αγάπη του, όμως, όπως και η πίστη του, είναι τυπική, η εκπλήρωση ενός καθήκοντος, γι’ αυτό αποτυγχάνει και με τις δύο. Αγάπησε τον Θεό, αμελώντας να ασκηθεί στην αγάπη εις εαυτόν.

«Μπορεί η πίστη του να είναι ραγισμένη, όπως το σπασμένο ροζάριό του, που όλο αμελεί να το φτιάξει, έχει μάθει όμως να δίνει λογαριασμό στον Θεό, να θέτει τον εαυτό του και τις πράξεις του ενώπιον του Θεού και της κρίσης Του».

Όταν, λίγο πριν το τέλος, πηγαίνει στην εκκλησία να προσευχηθεί, ο Σκόμπι έχει πάρει ήδη την απόφαση να αυτοκτονήσει. Νιώθει πως απέτυχε να διασφαλίσει την ευτυχία των δύο γυναικών που αγάπησε. Νόμισε ότι μπορούσε να αναλάβει την ευτυχία της συζύγου και της ερωμένης του, αλλά βρέθηκε στο χείλος της αιώνιας καταδίκης. Παρανόησε την έννοια της αγάπης, κουράστηκε να αγαπάει τον Θεό, δεν κατάφερε να αντεπεξέλθει στους πάμπολλους κανόνες Θεού και ανθρώπων. «Δεν έμαθε, όπως και πολλοί άλλοι χριστιανοί, ότι υπάρχει μια αγάπη για τον εαυτό που δεν είναι φιλαυτία».

Για να μπορείς να αγαπάς, να χαίρεσαι, να μετανοείς, να αμελείς, να αμαρτάνεις και να προσεύχεσαι, πρέπει πρώτα και κύρια να είσαι ζωντανός. Για τον Ζουμπουλάκη η μείζων εντολή είναι «Ζήσε!» Αυτό ακριβώς λέει ο Θεός στον Σκόμπι. Αυτό λέει και ο Ζουμπουλάκης στον εαυτό του: «Μου αρέσει να ζω». Κάθε μέρα που καταπιανόμαστε από την αρχή με τις απλές, στοιχειώδεις, αλλά και τις δυσκολότερες δουλειές της ζωής, μπορούμε να ανακαλύψουμε τις δυνάμεις και τις αδυναμίες μας. Το «Ζήσε» είναι αυτονόητο, αλλά και τρομακτικά δύσκολο. Είναι η αφετηρία κάθε δυνατότητας, ακόμη και της καλοσύνης και της αγάπης, η δίοδος ακόμα προς το μυστήριο και το αίνιγμα της εσωτερικής μας ζωής.

Για τη Λάιλα αυτό το «Ζήσε» είναι η πρώτη εντολή, την οποία τηρεί απλά, δίχως γογγυσμό και σκέψη. «Η ζωή μέρα τη μέρα, βράδυ και πρωί, πρωί και βράδυ».

«Η μετάνοια, με όλη την πολυδύναμη σημασία της λέξης, έχει ως πρώτη προϋπόθεσή της ότι είσαι ζωντανός». «Η ίδια προϋπόθεση ισχύει και για τα έργα της καλοσύνης».

Ο Ζουμπουλάκης ξαναδιάβαζοντας την Πανούκλα στη σημερινή συνθήκη της πανδημίας, τονίζει την επίταση της σημασίας της εντολής «Ζήσε», την οποία επιτείνει περαιτέρω «η ένταση της ευθύνης για τους άλλους».

Στις μέρες που ζούμε έχει κρισιμότατο νόημα η προτροπή του: «Τώρα προέχει να ζήσουμε σχεδόν όλοι. Ξέρω καλά τι τεράστια απόσταση πόνου χωρίζει το “όλοι” από το “σχεδόν όλοι” και μακάρι να μην ήμουν υποχρεωμένος σε αυτή τη διατύπωση».

Ωστόσο λέει και κάτι εξίσου σημαντικό, που είθε να ακουστεί στεντόρεια με όλη αυτή τη θανάσιμη ανευθυνότητα που βυσσοδομεί τώρα γύρω μας: «Είναι σημαντικό οι ζωντανοί, όταν πια θα έχει περάσει το κακό, να μην ντρέπονται για τη στάση τους τον καιρό της επιδημίας».

Έχει πολύ ενδιαφέρον το κείμενο «Η μυστική ώρα του Ξένου». Σχολιάζοντας το μυθιστόρημα του Καμύ, ο Ζουμπουλάκης υποσημαίνει, μέσω του τίτλου, πως κάποιες φορές το λογοτεχνικό έργο είναι αποκύημα μιας μυστηριακής διαδικασίας. Επίσης, συχνά ακόμη και ο δημιουργός δυσκολεύεται να κατανοήσει πώς τα διάσπαρτα, ασύνδετα υλικά του νου και της φαντασίας του πήραν τελικά μια συγκεκριμένη μορφή. Ο Ζουμπουλάκης υποπτεύεται πως ούτε ο Καμύ θα ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς τα επιμέρους στοιχεία του Ξένου συναρμόστηκαν σε μια τόσο εντελή σύνθεση. Όλα αυτά, τα σκόρπια, τα υποσυνείδητα, τα τυχαία, έγιναν «ο Ξένος γιατί είχε σημάνει η μυστική ώρα να δει το φως».

Αναλογιζόμενος την τεράστια απήχηση του Ξένου μέσα στα χρόνια, ο Ζουμπουλάκης δεν αναλώνεται σε φιλολογικές αναλύσεις για να εξακριβώσει τη λογοτεχνική αξία του έργου. Λέει απλώς ότι αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα μιλάει «στην ψυχή των ανθρώπων». Ο Μερσώ, ένας άνθρωπος συνηθισμένος, αλωνισμένος από άδηλα, άδυτα μυστήρια, ανακινεί μέσα μας το αίσθημα της «αποξένωσης από τον ίδιο μας τον εαυτό». Πλησιάζοντας τον Μερσώ για να παρατηρήσουμε καλύτερα το πρόσωπό του, «προσπαθούμε να κατανοήσουμε, όσο γίνεται, το μυστήριο της δικής μας ζωής».

Στις τελευταίες φράσεις του κειμένου του για το μυθιστόρημα Η καρδιά των πραγμάτων, ο Ζουμπουλάκης πλησιάζει τον Σκόμπι για να του πει ότι διαφωνεί μαζί του, αλλά τον καταλαβαίνει, γιατί τον συμπαθεί. Το ψυχικό του βάσανο δεν του είναι ξένο.

«Είμαι μαζί του, ακόμη και όταν με κάνει να θυμώνω, κάθε φορά που τον βλέπω να ενδίδει σε δαιμονικές αξιώσεις. Τον σκέφτομαι πολύ συχνά. Του τα είπα άλλωστε και του ίδιου σε μια νυχτερινή συνομιλία που είχαμε κατ’ όναρ. Έδειχνε να συμφωνεί. Εκ των υστέρων».

Τι να πει κανείς για αυτή την κατακλείδα! Είναι η αποθέωση της αγαπητικής, ολοζώντανης σχέσης του αναγνώστη με το βιβλίο που διαβάζει, υποδεικνύοντας την εσώκλειστη σε αυτό ζωή που ξαναρχίζει κάθε φορά που κάποιος το ανοίγει. Μια ζωή που περιμένει, θαρρείς, τη δική μας. Είναι σαν να μας λέει ο Ζουμπουλάκης πως η μυθοπλαστική ζωή δεν ακυρώνεται με τον θάνατο του ήρωα. Κάθε φορά που διαβάζουμε από την αρχή τη ζωή του, ο ήρωας έρχεται ξανά αντιμέτωπος με διλήμματα και προκλήσεις που μπορεί να αποβούν θανάσιμα, αλλά το τέλος του δεν σημαίνει τον αφανισμό του. Ακόμα και μετά την τελευταία σελίδα υπάρχει όχι μόνο το περιθώριο της μεταμέλειας, αλλά και της συνομιλίας, μιας ατέρμονης συνομιλίας. Ο Σκόμπι δεν πεθαίνει, διότι μετοικεί στην αναγνωστική μνήμη. Είναι πάντα εκεί για να τον σκεφτόμαστε και να του μιλάμε. Αυτό το ύστατο, αλλά διόλου τελεσίδικο, «εκ των υστέρων», τα λέει όλα.

Η ονειρική συνομιλία του Ζουμπουλάκη με τον Σκόμπι δείχνει τη θέρμη και τη λαχτάρα με την οποία προσφεύγει στη λογοτεχνία, υποδηλώνοντας την απώτερη επιθυμία του προϊδεασμένου αναγνώστη «να διευρύνει την ανθρώπινη εμπειρία του και να κατανοήσει καλύτερα τι του συμβαίνει, τι συμβαίνει μέσα του και στη σχέση του με τους άλλους και τον κόσμο».

Αν η προσευχή είναι η ιερουργική κοινωνία του θείου, η καταφυγή στη λογοτεχνία είναι μια έκκληση για νόημα. Συγγραφέας και αναγνώστης μετέχουν από κοινού στην προσπάθεια νοηματοδότησης των μυστηρίων, των αγωνιών και των αινιγμάτων της ζωής.

Το Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο του Ζουμπουλάκη μεγαλύνει την αναγνωστική λατρεία, τη μεταφυσική της λογοτεχνίας. Εκείνος που αγαπάει άνευ όρων το διάβασμα, δεν μπορεί να διανοηθεί τον θάνατο του λογοτεχνικού ήρωα. Σε αυτό τον θαυματουργό, απέραντο, φασματικό τόπο, που γεωγραφεί η μυθοπλασία, ο αναγνώστης ανοίγεται σε ατελεύτητες συζητήσεις με τα πρόσωπα των βιβλίων, σε μια αδιάλειπτη, διά βίου αναζήτηση του διαφεύγοντος, μυστήριου, κερματισμένου σε σελίδες ειδώλου του. Και αν μη τι άλλο, ο Ζουμπουλάκης είναι ένας διαπρεπής συζητητής.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular