Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Μυθολογικά τέρατα, Σίσσυ Δουτσίου, Eκδόσεις Κενότητα 

Ας ξεκινήσουμε από το αυτάκι του βιβλίου. Εκεί διαβάζουμε ότι η ποιήτρια έχει σπουδάσει αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ στην Αγγλία, αλλά και ηθοποιΐα στη Δραματική σχολή Δήλος. Είναι ιδρυτικό μέλος του +Ινστιτούτου [ Πειραματικών Τεχνών ] και συμμετέχει στη συλλογικότητα Κενό Δίκτυο. Μια αναρχική επιστήμονας, λοιπόν, μια ηθοποιός και ποιήτρια.

Υπό το φως της προσωπικότητας που διαφαίνεται από το αυτάκι, τα μυθολογικά τέρατα του πέμπτου αυτού βιβλίου της Δουτσίου μοιάζει να συνοψίζουν μια προσπάθεια υπονόμευσης των στερεοτυπικών αρχετύπων του ασυνειδήτου που έχουν φτάσει στις μέρες μας σαν μυθολογικές μορφές. Σε αυτή την εικασία συντείνει η προμετωπίδα του βιβλίου, μια ρήση του Κώστα Αξελού που ξεκινά με τη φράση: «Τα αποσπάσματα που είμαστε, και αυτό που δεν είμαστε, δεν τοποθετούνται και δεν ευνοούνται παρά μόνο σε σχέση με το παιχνίδι του κόσμου».

Εκάτη, λοιπόν, Εκάβη, Σεμέλη, Καλυψώ, Κασσάνδρα, Περσεφόνη και Γανυμήδης. Αυτά είναι τα μυθολογικά τέρατα, ψήγματα των οποίων υπάρχουν και μέσα μας σαν αρχετυπικά κομμάτια της ταυτότητάς μας ή σαν τα «αποσπάσματα που είμαστε». Με αυτά συνδιαλέγεται η ποιήτρια, προκειμένου να τα αναλύσει και εντέλει να τα αποδομήσει. Ας τα δούμε ένα-ένα χωριστά.

Πρώτη λοιπόν η Εκάτη, σκοτεινή μέσα στις χιλιετίες, παραδόθηκε στις μέρες μας σχετισμένη με τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης, δηλαδή τη μαγεία, τη γνώση των φαρμακευτικών αλλά και δηλητηριωδών βοτάνων, τα φαντάσματα και τη νεκρομαντεία. Η Δουτσίου γράφει:

«Γεννήθηκε η Εκάτη

Με δύο πυρσούς στα χέρια

Τυφλώνει τα βρέφη από νωρίς

[…]

Πήρε το λόγο μια μητέρα

Γιόρταζε τα γενέλθια της κόρης της

Χάιδευε την εορταστική τούρτα,

Δώδεκα κεριά χρώμα λευκό, βουτηγμένα στη ζάχαρη άχνη.

Μόνο αυτό έμεινε και το ανάλαφρο βήμα των αιθεροβαμώνων».

Τις στιγμές που η ψυχή ζει τη νύχτα της, που ψάχνει από κάπου να πιαστεί, ίσως ψάξει την Εκάτη με τα μάγια και «την παρηγοριά της νεκρομαντείας», ίσως ψάξει δηλαδή τον αθέατο κόσμο που κρύβεται μέσα σε αυτόν που όλοι γνωρίζουμε. Αντιθέσεις όπως αυτή στους παραπάνω στίχους (αθωότητα-φόνος) είναι προσφιλές σχήμα στα Μυθολογικά τέρατα. Η ποιήτρια τις χρησιμοποιεί για να υπογραμμίσει τη στάση της απέναντι στην εκάστοτε μυθολογική φιγούρα. Το ίδιο κάνει και με άλλα σχήματα λόγου, όπως οι μεταφορές: «Ο πόλεμος έγινε όργανο στο ανθρώπινο σώμα», δηλώνει στο επόμενο ποίημα που αναφέρεται στην Εκάβη. Η πολύτεκνη (18 παιδιά!) σύζυγος του Τρώα Πριάμου, υπόδειγμα μητέρας και συζύγου, παράδειγμα υποταγής, συναντά πολλούς αιώνες μετά το κριτικό βλέμμα της Δουτσίου:

«Εκάβη μου, ετοιμάσου.

Μπορείς να μην αγαπήσεις την πατρίδα σου.

Βάρβαροι στη θέση των βαρβάρων

[…]

Η σιωπή αγκάλιασε τα παιδιά.

Φόνος εν ψυχρώ. Η  πόλη θρηνεί τις έξι κόρες αυτού του κόσμου:

Την Αγαθοεργία

Την Προσήλωση

Την Υπομονή και τη Διαύγεια

Την Ηθική και

Τη Σοφία».

Μέσα από τις παραινέσεις της προς την Εκάβη, η Δουτσίου ασκεία δριμεία κριτική στην υποταγή των ανθρώπων που επιτρέπει να κυριαρχούν ο παραλογισμός του πολέμου και κάθε είδους άλλοι παραλογισμοί. Ο πόλεμος στοιχίζει τις ανθρώπινες αξίες, όπως οι έξι πιο πάνω, τη ζωή των ανθρώπων («η ερημιά της πόλης έθαψε τα παιδιά της στο αίμα»), φέρνει ερήμωση («τα πέτρινα σπίτια εγκαταλείφθηκαν από τα χελιδόνια») και τρόμο («οι εχθροί αφάνισαν τα καλοκαίρια/ οι μισθοφόροι πυροβολούσαν ασταμάτητα το φως των γιορτών»). Και όταν χάνεις το παιδί σου στα γρανάζια του, δεν χρωστάς υποταγή σε κανέναν.

Στο επόμενο ποίημα, Σεμέλη, γίνεται αναφορά στην κόρη του Κάδμου και μητέρα του θεού Διονύσου. Η Δουτσίου εφορμά από το διονυσιακό στοιχείο και γράφει ένα χειμαρρώδες ποίημα που μερικές φορές μοιάζει με παραλήρημα ή προϊόν αυτόματης γραφής:

«Η μάνα του Διόνυσου απαλλάσσει από τον πόνο

Την ιερή τρέλα. Φοβάται.

Η μάνα του Βάκχου

Άγρια φυτά λαμπυρίζουν

Σαν μαργαριτάρια κάτω από τις πατούσες της.

Η μάνα του Λυσσασμένου αντέχει τον έρωτα

Να της γεμίζει το σώμα με έκσταση».

Παραδομένη και η ίδια η ποιήτρια στη διονυσιακή φλόγα, δεν γράφει απλώς τα ποιήματά της, τα ζει. Ζει τα αρχέτυπα, σαν να τα ενσαρκώνει η ίδια σε μια αδιόρατη θεατρική παράσταση, όπου τα ποιήματά της είναι το σενάριο ή οι σημειώσεις του ηθοποιού για μια ερμηνεία ολκής. Η Σεμέλη, με τον τρόμο της «ραμμένο πάνω στο πρώτο αμπέλι» σκόρπισε τον έρωτα, το λάγνο βλέμμα και την άγρια χαρά «μέσα στους αιώνες». Η δημιουργικότητα έχει τις ρίζες της εδώ, στους ποταμούς που κύλησαν από το αίμα της Κάδμειας κόρης.

Ακολουθεί το ποίημα Καλυψώ, με θέμα του την αιώνια ερωμένη που μάτην καρδιοχτυπά για τον αγαπημένο της του οποίου η καρδιά είναι δοσμένη στη νόμιμη σύζυγό του:

«Το Λιβυκό Πέλαγος κρατάει στην αγκαλιά του

Το μελαγχολικό βλέμμα της όμορφης γυναίκας.

Αδικημένη Καλυψώ. Το άρωμά της ανασαίνει

Ανταλλάσσοντας λίμνες και άσπρα σύννεφα με

Τα βουνά της Ιθάκης.

[…]

Τα χάδια που είχαν περισσέψει μουρμούριζαν

Από δρόμο σε δρόμο μονολογούσαν

Την αθέατη Οδύσσεια μιας γυναίκας

Μιας πανέμορφης κάργιας

Μιας ερωμένης».

Οδύσσεια ο Οδυσσέας, Οδύσσεια και η Καλυψώ που τον ερωτεύτηκε πραγματικά και πέρασε τα χίλια κύματα για να τον πείσει να μείνει κοντά της, μάταια. Μα η Καλυψώ δεν ήταν ποτέ συμπαθής. Ήταν απλώς άλλος ένας παράγοντας που καθυστέρησε την πραγματοποίηση της ιερής επανένωσης. Κανέναν δεν ενδιέφερε το πόσο πραγματικός ήταν ο έρωτάς της. Κανείς δεν στάθηκε στον συνδυασμό έρωτα και λύπης που έζησε. Η Δουτσίου όμως την καταλαβαίνει: συμμερίζεται τις μυθολογικές μορφές που μας παρουσιάζει, την ίδια στιγμή που δεν τους χαρίζεται (γι’ αυτό άλλωστε την αποκαλεί «κάργια»). Μας τις παραδίνει έτσι σε μια βαθιά ανθρώπινη διάσταση, ενώ την ίδια στιγμή αμφιβάλλει για τη συμπαντικότητά τους.

Το επόμενο ποίημα, Κασσάνδρα, μιλά – με αφορμή τη γνωστή μάντισσα που την εκδικήθηκε ο Απόλλωνας δίνοντάς της κατάρα να μην πιστεύει κανείς τις προφητείες της – για τη γυναίκα και τη θέση της στην οικογένεια, την κοινωνία, τον πολιτισμό («ένα πυκνό υλικό στην επιφάνεια», όπως τον περιγράφει). Εστιάζει στην ανθρώπινη υπόσταση της μυθολογικής μορφής υπό τη συνθήκη της έλλειψης εμπιστοσύνης, εκείνη που συνοψίζει τη δυσπιστία του κόσμου απέναντι στην Κασσάνδρα, περιγράφοντας τα μελλούμενα που έβλεπε η μάντισσα:

«…η Κασσάνδρα κουβαλούσε νυχτερίδες και σπουργίτια

Τρέμει μέσα στο νερό

Αφουγκράστηκε το μακρινό,

Το άγνωστο

Άρπαξε το θάνατο χωρίς δισταγμό

Χωρίς παύση».

Η Κασσάνδρα είναι η μάσκα αυτού που ξέρουμε πως θα συμβεί αλλά δεν το δεχόμαστε. Είναι το προαίσθημα που αρνούμαστε να πιστέψουμε και θέλουμε να ξορκίσουμε. Είναι αυτό που επιθυμούμε να ξεριζώσουμε από μέσα μας, αλλά συνεχίζει να υπάρχει παρά τη θέλησή μας.

Μετά την Κασσάνδρα και πριν από την επόμενη μυθολογική μορφή, παρεμβάλλεται ένα ποίημα που τιτλοφορείται «Ω! Κράτος».

«Ω! Κράτος με το αήττητο εμπόριο

Και τα δαιμονισμένα δέντρα γύρω

Από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης

Ξέχασες να χαϊδέψεις τα όμορφα βυζιά

Της ελευθερίας – απ’ τη βιασύνη σου –

Τύφλωσες όλους τους αγγέλους της πόλης».

Το ποίημα μιλά για την παρακμή των κυβερνήσεων, την παρακμή του πολιτισμού, τον όλεθρο που συνεπάγεται ο καπιταλισμός, τα προβλήματα των φτωχών και των αδυνάμων, τους πολέμους. Είναι ένα βαθύ «κατηγορώ» για τον σύγχρονο, παράλογο τρόπο ζωής όπου οι δυνατοί επιβιώνουν και οι αδύναμοι αφήνονται στη μοίρα τους. Η θέση του συγκεκριμένου ποιήματος, μετά την Κασσάνδρα, είναι καίρια, γιατί μιλά για μια προφητεία που μπορεί να μην πιστεύουμε, αλλά θα πραγματοποιηθεί. Η προφητεία αφορά την επανάσταση:

«Επιτέλους,

Πάνω από τις στάχτες των καταπιεστών

Θα ανεμίζουν μαύρες σημαίες».

Ακολουθεί η Περσεφόνη και το ποίημα ξεκινά με την ανάβασή της από τον Άδη. Όσο όμως και αν αυτή η ανάβαση σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης, η Περσεφόνη παρουσιάζεται να μην μπορεί να απαλλαγεί από τα σκοτάδια και τις σκιές του Κάτω Κόσμου που την ακολουθούν στη σκέψη της, μαυρίζοντάς την. Η Δουτσίου κλείνει το ποίημα με τους ακόλουθους στίχους:

«Αυτή είναι η άνοιξη Περσεφόνη.

Μισό φως

Μισό σκοτάδι».

Αυτή είναι η ζωή στην πραγματικότητα, φτιαγμένη και από φως και από σκοτάδι. Το ένα βρίσκεται μέσα στο άλλο και έτσι υφαίνεται το υλικό της. Είναι δύο στοιχεία που πρέπει να συνυπάρχουν για να αντιληφθούμε την ουσία καθενός ξεχωριστά και που η συνύπαρξή τους δημιουργεί τον καμβά πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται ολόκληρος ο κόσμος.

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής αφορά μια ομοφυλόφιλη ανδρική φιγούρα, διάσημη για την ομορφιά της: τον Γανυμήδη. Αυτή την ομορφιά ζήλεψε ο ίδιος ο Δίας και τον πήρε στον Όλυμπο για να τον κάνει οινοχόο των θεών. Όμως η ομορφιά δεν αρκεί. Μολονότι κέρδισε την αθανασία, ο Γανυμήδης ήταν πάντα ένας υπηρέτης παραδομένος στην αποχαύνωση.

Στο ποίημα με το όνομά του, βλέπουμε ξεκάθαρα τη σκέψη της Δουτσίου πίσω από τα μυθολογικά τέρατα που μας παρουσίασε με τον δικό της τρόπο:

«Οι εχθροί μας

Οι πρόγονοί μας

Οι βασιλιάδες

Οι φτωχοί

Τα πριγκιπόπουλα και οι σκλάβες επιστρέφουν κάθε καλοκαίρι

Ξυπόλητοι απολαμβάνοντας τη γνώμη των σοφών για τις ζωές τους».

Γνώμες έχουμε όλοι, όχι μόνο οι σοφοί. Κοιτάμε τον μακρινό απόηχο των μυθολογικών μορφών, όπως έφτασε σε μας μέσα από τις χιλιετίες, εντυπωσιαζόμαστε μαζί τους, τις ενστερνιζόμαστε ή τις απορρίπτουμε σαν αρχέτυπα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούμε να τις απαρνηθούμε, αφού είναι κομμάτι της ιστορίας και του ίδιου του εαυτού μας. Η Δουτσίου το γνωρίζει αυτό, ίσως μέσα από τις αντανακλάσεις των άστρων, τη φυσική των οποίων σπούδασε. Τα ποιήματά της είναι ένα γοητευτικό μείγμα απόηχων από το παρελθόν και συνειδητοποιήσεων του παρόντος, με την ευχή για ένα καλύτερο αύριο. Είναι η ευχή που ελπίζουμε όλοι να πραγματοποιηθεί.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular