Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

«Κατά βάθος, κάθε αυτοκτονία βάζει τέλος σε κάτι παράλογο».

   

Ο Αυστριακός μουσικοκριτικός Ότο Στάινερ σκέφτεται για πρώτη φορά την αυτοκτονία στις 25/9/1939. Στις 20/12/1939 η σκέψη ξεκαθαρίζει, αλλά απομένει το ζήτημα του τρόπου. «Να τελειώνω. Αναρωτήθηκα πώς. Να μεθύσω και να πέσω σ’ ένα ποτάμι. Ολόγυμνος. Ή από το παράθυρο. Τα ποτάμια είναι παγωμένα αυτή την εποχή. Και το κτίριο δεν είναι αρκετά ψηλό, με όλο αυτό το χιόνι. Τότε την άνοιξη; Ίσως».

Στις 8/1/1940 η ενθύμηση της εβραϊκής του καταγωγής τον παρακινεί να σημειώσει στο ημερολόγιό του: «Ίσως δεν χρειαστεί ν’ αυτοκτονήσω. Τώρα τελευταία μιλάνε πολύ για ευθανασία». Ωστόσο, είκοσι ημέρες αργότερα βγαίνει από το κτίριο και ξαπλώνει στο χιόνι, κοιτάζοντας «τον ουρανό απ’ όπου έπεφτε το σεληνόφως». Στις 29/1/1940 γράφει στο ημερολόγιό του: «Αυτή η αυτοκτονία μού ’κανε καλό».

Στις 13/2/1940, την ώρα που τον εξέταζε ο γιατρός του σανατόριου, εκείνος είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο ντουλάπι-φαρμακείο. «Ούτε που να το σκέφτεστε, αγαπητέ κύριε», του λέει ο γιατρός. Ακόμα και μετά από ένα δεκαήμερο, στις 22/2/1940, ο Στάινερ συνεχίζει να θέλει να λεηλατήσει το ντουλάπι-φαρμακείο, αλλά παρ’ όλα αυτά περιμένει μέχρι τις 10 Μαρτίου για να αποτολμήσει την κλοπή. Σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα φτιάχνει ένα φίλτρο θανάτου. «Ωραία μέρα να πεθάνεις», σκέφτεται. Δύο ημέρες αργότερα μια έφοδος της Γκεστάπο ανατρέπει τα σχέδιά του. Ο Στάινερ τής αναγνωρίζει την οφειλή του γράφοντας στις 12/3/1940 στο ημερολόγιό του: «Κατά βάθος, η Γκεστάπο είναι αυτή που μ’ εμπόδισε ν’ αυτοκτονήσω».

Στο βιβλίο ξεχωρίζουν δύο συνταρακτικές ημερολογιακές σημειώσεις που αξίζει να διαβαστούν σε παραλληλία.

Ο Ότο Στάινερ πεθαίνει σε ένα σανατόριο στο Ζάλτσμπουργκ. Ο μυθοπλαστικός ήρωας του Raphaël Jerusalmy ζει την αλληγορική του ζωή σαν ένας Εβραίος που πεθαίνει σε ένα στρατόπεδο θανάτου. Γεννημένος στο Παρίσι το 1954, απόφοιτος της École normale supérieure, βετεράνος του ισραηλινού στρατού, ο Ραφαέλ Ζερουσαλμί ζει στο Τελ Αβίβ, όπου εργάζεται ως παλαιοβιβλιοπώλης. Στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα φαντάζεται έναν άντρα έγκλειστο σε ένα συλλογικό πεπρωμένο, το οποίο καταλύει κάθε αίσθηση περί ατομικότητας και στο οποίο παλεύει να αντιταχθεί. Ο Ότο Στάινερ δεν είναι καταδικασμένος επειδή είναι Εβραίος, αλλά επειδή είναι άρρωστος. Έχει φυματίωση. Η νόσος τον καθιστά προγραμμένο, ένα παράσιτο αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο, ένα βακτήριο που πρέπει κατεπειγόντως να καταπολεμηθεί. Η αρρώστια του έχει διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τη λοίμωξη που κατατρώει τα πνευμόνια του. Όλο το Ζάλτσμπουργκ νοσεί. Ολόκληρη η Ευρώπη νοσεί και μαζί ο πολιτισμός της. Ο Στάινερ είναι το μικρόβιο που μολύνει τον κόσμο, η λύμη που τον απειλεί. Πρέπει να εκτοπιστεί από τον υγιή οργανισμό και να εξουδετερωθεί, έτσι ώστε η μοναχική του ύπαρξη να μην καταλήξει επιδημία. Είναι, όπως και να το κάνουμε, σοβαρά άρρωστος. «Από δεισιδαιμονία, υποθέτω».

«Πονάει το στήθος μου. Λες και συρρικνώνεται. Η φυματίωση μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές, διάχυτη, μηνιγγική, πνευμονική, ανάλογα με το πού εντοπίζεται η λοιμώδης εστία. Μπορεί να εξαπλωθεί σ’ όλο τον οργανισμό αν δεν καταπολεμηθεί εγκαίρως. Πρέπει να εξουδετερωθεί από την αρχή, προτού να είναι πολύ αργά».

Η κλειστοφοβική μυθοπλασία, οριοθετημένη από τους γκρίζους, βρόμικους τοίχους του σανατόριου, προβάλλει σαν ζοφερό οδόσημο σε μια ασύλληπτη εκατόμβη. Με σπαρακτικό σαρκασμό, με αριστοτεχνικά φιμωμένο θυμό και με ειρωνεία που γδέρνει τις κοφτές φράσεις του Στάινερ, ο Ζερουσαλμί στοιχίζει τη μοίρα του ήρωά του με το μαρτύριο εκατομμυρίων θυμάτων. Ένας ίσον όλοι. Οφείλουμε να επιδώσουμε στους νεκρούς το πρόσωπό τους, το όνομά τους, τη φωνή τους. Το σανατόριο, όπου πεθαίνει ο Ότο Στάινερ, θα μπορούσε να ήταν μια γωνίτσα στο Άουσβιτς.

Ο Στάινερ αντιμετριέται με το Κακό. Δίνει τον δικό του πόλεμο. Εχθρός του είναι η αρρώστια. Μια ακατονόμαστη αρρώστια που μέρα τη μέρα λεηλατεί την ύπαρξή του, ακυρώνοντας μεθοδικά κάθε ανθρώπινο γνώρισμά του. Τον ταπεινώνει, τον σκοτώνει, τον εξορίζει ανέκκλητα από την πρότερη ζωή του. Ο εκτοπισμός του στο σανατόριο τον μεταστοιχειώνει σε φάντασμα στη μνήμη των ζωντανών. Δεν είναι παρά μια σκιά που τρεμοσβήνει αθέατη από τον κόσμο. «Οι υγιείς, οι φυσιολογικοί άνθρωποι, τα Ες Ες του δρόμου, του γραφείου, της πολυκατοικίας, αυτοί μ’ έβαλαν σε καραντίνα, αυτοί μ’ έκλεισαν στο κλουβί, μακριά τους. Κι εγώ, όντας άρρωστος, τους το επιτρέπω. Σαν να ’θελα να τους δώσω δίκιο».

Μες στο «κλουβί» δίνει «μια μάχη σώμα με σώμα». «Το δικό μου σώμα. Γιατί την πολεμάω την αρρώστια. Δεν υποκύπτω. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει όνομα. Ούτε καν το όνομα Φυματίωση. Κι όμως, ζω μαζί της κάθε μέρα. Κι αγωνίζομαι. Δίχως κράνος ή τουφέκι. Κι είναι σοβαρός εχθρός αυτή η αρρώστια. Δεν είναι κανένας δικτάτορας της πλάκας».

Ο άλλος πόλεμος, ο πραγματικός, αυτός με τα εκατομμύρια άνδρες, τα εκατομμύρια πάντσερ, τα εκατομμύρια βόμβες, τα εκατομμύρια νεκρούς, μαίνεται έξω από το σανατόριο. Στο δωμάτιο του Στάινερ δεν φτάνει παρά ένας στριγγός, ανατριχιαστικός απόηχος. Σε ολόκληρο το Ζάλτσμπουργκ, σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ναζί είναι πανταχού παρόντες, αλλά οι θηριωδίες τους παραμένουν ακόμη επί χάρτου. Δεν θα αργήσει ο καιρός που όλα θα «έχουν γίνει τεράστια». Στη νουβέλα του Ζερουσαλμί παρεισφρέουν μόνο μερικά εφιαλτικά προμηνύματα του Ολοκαυτώματος. Οι νύξεις αυτές, ιδωμένες υπό το πρίσμα της εκ των υστέρων γνώσης, έχουν έκτυπη βαρύτητα ανάμεσα στις ημερολογιακές καταγραφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του υπαινιγμού της φρίκης είναι ο άντρας που δουλεύει στους σιδηροδρόμους. Ένας υπαινιγμός της φρίκης, αλλά και της κρίσιμης σημασίας της ατομικής ευθύνης. Καθώς ο μηχανοδηγός προοδεύει στη δουλειά του, επεκτείνονται οι ράγες που θα οδηγήσουν στην πύλη του Άουσβιτς. Ο άντρας είναι ο σύζυγος της νοικάρισσας του Στάινερ. Ο τελευταίος μαθαίνει για την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου μέσω της νεαρής γυναίκας, που εξαρτά τη δυνατότητα πληρωμής του ενοικίου από τις αμαξοστοιχίες του Γ΄ Ράιχ.

Στις 4/12/1939 ο Στάινερ γράφει: «Πήρα ένα γράμμα απ’ τη νοικάρισσά μου. Ο άντρας της κατατάχθηκε στο στρατό. Τώρα οδηγεί τρένα προς τα ανατολικά. Η γυναίκα μού είπε πως δεν έχει πια χρήματα για να πληρώσει το νοίκι». Ωστόσο, στις 8/2/1940 τα νέα είναι πιο ενθαρρυντικά, καθώς ο άντρας της νοικάρισσας πήρε πριμ. «Οι Αυστριακοί Σιδηρόδρομοι συμφώνησαν ν’ αποζημιωθούν με βάση τον επίσημο τιμοκατάλογο για τα δρομολόγια μεταφοράς στρατευμάτων. Ιδίως γι’ αυτά που πάνε ανατολικά. Έχει προβλεφθεί ένα ειδικό κονδύλι για την παραγωγή καινούργιων ατμομηχανών που θ’ αυξήσουν την αποδοτικότητα και θα επιτρέπουν στους μηχανοδηγούς και στις μηχανές τους να ξεκουράζονται λίγο ανάμεσα στα ταξίδια». Ο Στάινερ δεν ξέρει περισσότερα, γιατί ο άντρας δεν μιλάει στη γυναίκα του για τον πόλεμο. «Ούτε καν για τη δουλειά του».

Όταν στις 20/2/1940 τον επισκέπτεται η νοικάρισσά του, ο Στάινερ δεν δυσκολεύεται να διακρίνει τον ενθουσιασμό της για τις επαγγελματικές επιδόσεις του συζύγου της. «Εκείνη είναι πολύ περήφανη γι’ αυτόν. Ο άντρας της δεν είναι ένας απλός μηχανοδηγός. Τα τρένα που οδηγεί είναι ειδικά».

Τρίτη 2 Απριλίου 1940: «Πήρα το νοίκι. Άντρας νοικάρισσας ξανάφυγε για Πολωνία, να οδηγήσει βαριά κονβόι με οικοδομικά υλικά για ένα μεγάλο συγκρότημα κοντά στην Κρακοβία. Μεγαλόπνοο έργο».

Παρασκευή 2 Αυγούστου 1940: «Πήρα το νοίκι». Αυτή είναι η έσχατη σημείωση στο ημερολόγιο του Ότο Στάινερ. Οι τρεις τελευταίες λέξεις του βιβλίου. Στη λακωνική διατύπωση βοά ο συριγμός των τρένων του θανάτου. Σε αυτή τη μικρότατη φράση πεθαίνει όχι μόνο ο Στάινερ, αλλά και εκατομμύρια άλλοι, Εβραίοι και μη Εβραίοι.

Μια ακόμα νύξη της τερατωδίας που απεργάζονται οι ναζί εντοπίζεται στην καταγραφή τής 31ης Αυγούστου 1939. Ο Στάινερ αναφέρεται στην ανακάλυψη ενός Γερμανού επιστήμονα μιας θεραπείας για διάφορες μορφές φυματίωσης, επισημαίνοντας ενοχλημένος την αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητάς της από τον γιατρό του σανατόριου, έναν μεγάλο θαυμαστή του Εθνικοσοσιαλισμού. Γράφει: «Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν κατακλυστεί με εντολές της κυβέρνησης για άλλα προϊόντα, πιο επείγοντα. Που κι αυτά θέλουν δοκιμή». Η φρικώδης σημείωση δεν μπορεί να μην πάει το μυαλό μας στο παρασιτοκτόνο Zyklon B, που διοχετευόταν στους θαλάμους αερίων, αλλά και στα ιατρικά πειράματα που γίνονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.

Να σώσουμε τον Μότσαρτ, μας προτρέπει ο Ραφαέλ Ζερουσαλμί στη νουβέλα του, προτάσσοντας την αναγκαιότητα της διαφύλαξης της ομορφιάς, του καλού. Ζούμε σε έναν κόσμο πολιορκημένο από το κακό και την ασχήμια, πνιγμένο στην κακοφωνία.

Στο βιβλίο ξεχωρίζουν δύο συνταρακτικές ημερολογιακές σημειώσεις που αξίζει να διαβαστούν σε παραλληλία. Στη μία από αυτές ο Στάινερ αναπολεί τις λιγοστές ημέρες της φιλίας του με έναν άλλο ασθενή, ο οποίος τελικά πέθανε. «Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Γκίντερ. Όσο κι αν προσπαθήσω, το πρόσωπό του δε μου φεύγει απ’ το μυαλό. Όπως του Χριστού, στο παρεκκλήσι. Αλλά όχι τόσο φλου».

Έξω από το σανατόριο, στο βάθος της αυλής, βρίσκεται ένα μικρό παρεκκλήσι. Πολλές από τις σελίδες του ημερολογίου του, ο Στάινερ τις γράφει κάτω από τον Εσταυρωμένο. Δεν προσεύχεται. «Είναι ενάντια στις αρχές μου». Πηγαίνει στο παρεκκλήσι γιατί εκεί έχει ησυχία. Οι άφατες προσευχές του αναλιγώνουν μες στις χειρόγραφες γραμμές, μες στη μουσική που μαγεύει το μυαλό του. Η θυσία του Θεανθρώπου τον φέρνει σε αμηχανία. Γράφει στις 2/3/1940: «Ο Εσταυρωμένος μού φέρνει ρίγη στη ραχοκοκαλιά. Στο μέτωπό του κυλάει ένα πολύ σκουρόχρωμο αίμα. Το αγκαθωτό στεφάνι του είναι φτιαγμένο από συρματόπλεγμα. Αποφεύγω να τον κοιτάζω. Σε φέρνει σε πολλή αμηχανία ο πόνος του άλλου. Σαν να σε μέμφεται. Εγώ, όμως, βλέπω καθημερινά ανθρώπους που υποφέρουν. Αληθινούς ανθρώπους, όχι ξύλινα αγαλματάκια. Δεν καταλαβαίνω».

Ο πόνος του διπλανού του, τα βογγητά και η απελπισία των αντρών που ψυχομαχούν στα κοντινά κρεβάτια, ο θάνατος του Γκίντερ, σημαδεύουν τον Ότο Στάινερ με την επίγνωση του χρέους του ως θνητού, του χρέους της μνήμης και της κληροδοσίας μιας αιματοβαμμένης ιστορίας. Το βάρος αυτής της ευθύνης κατισχύει του θρησκευτικού του αισθήματος. Στο τέλος της καταγραφής τού Σαββάτου 2 Μαρτίου 1940 στο «φλου» δράμα της Σταύρωσης επιβάλλεται μια άλλη θανάτωση, αν μη τι άλλο εξίσου αλγεινή, το πρώιμο τέλος του Μότσαρτ.

«Δε μου βγαίνει απ’ το μυαλό το Ρέκβιεμ σε ρε ελάσσονα. Ο Μότσαρτ πέθανε προτού το ολοκληρώσει, περίπου στην ίδια ηλικία με τον Ιησού».

Στην άρνηση της πίστης υποφώσκει το δέος για την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Ο Στάινερ δεν είναι ούτε χριστιανός ούτε αμιγώς Εβραίος. Ούτε άθεος. Η μητέρα του δήλωνε άθεη. Η εβραϊκή καταγωγή του πατέρα του, από την άλλη, δεν του κληροδότησε κάποια αίσθηση εβραϊκότητας. Κάθε άλλο. Κληρονομιά του ήταν ο θυμός για τον Θεό. Ο πατέρας του δεν ήθελε να είναι Εβραίος. Ήθελε να αλλαξοπιστήσει. Επέμενε να αποτεφρωθεί. Καθώς ο πόλεμος έξω από το σανατόριο παίρνει ασύλληπτες διαστάσεις, ο Στάινερ συλλογίζεται πως τελικά ο πατέρας του είχε δίκιο που προσπαθούσε να απαλλάξει την οικογένειά του «από το βάρος της θρησκείας». Χάρη σε εκείνον δεν είχε κάνει περιτομή. Χάρη σε εκείνον η Γκεστάπο δεν είχε ανακαλύψει την ενοχοποιητική του καταγωγή. «Ο πατέρας μου δεν έβλεπε κανέναν καλό λόγο να παραμείνει Εβραίος. Αλλά έβλεπε πολλούς κακούς. Κι είχε πολύ δίκιο». «Δεν είμαι ούτε Εβραίος ούτε μη Εβραίος. Και σ’ αυτό ευθύνεται λιγάκι».

«Είμαι Αυστριακός, φθισικού θρησκεύματος. Κι είμαι περήφανος γι’ αυτό».

Αιχμάλωτος ενός καθεστώτος που είχε εμμονή με τη διαλογή, ο Στάινερ αρνείται να περιχαρακωθεί σε κατηγοριοποιήσεις. Ήταν ο Ότο Στάινερ, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Όσο η ζωή του του ανήκε, εκείνος δεν θα ανήκε πουθενά. Δεν θα έκανε καμία επιλογή, ιδεολογική, βιολογική, θρησκευτική. Θα ζούσε κυλώντας (σ)τον χρόνο του. «Δεν είμαι ούτε γέρος ούτε νέος, αλλά ούτε ακριβώς ετοιμοθάνατος. Ζω σε θολά νερά. Σαν βότσαλο σε χείμαρρο. Ένα βότσαλο που κυλάει ακόμα».

Ο Στάινερ ήξερε πως ο πατέρας του «μιλούσε τέλεια τα γίντις». «Αλλά δεν τον ακούσαμε ποτέ να λέει έστω και μία λέξη, ούτε καν στον ύπνο του». Ποτέ δεν μιλούσε για τη ζωή του στη Σιλεσία. Αλλά η ομιλία του φυλούσε μια ιδιότυπη προφορά που ερχόταν σε αντίστιξη με τα εκλεπτυσμένα βιεννέζικα που επέμενε να μιλάει. Μόνο στο σανατόριο ο Στάινερ συνειδητοποιεί πόσο πολλοί Εβραίοι υπήρχαν στην Ευρώπη. Μόνο όταν ακούει μια εβραϊκή μελωδία να αναβλύζει από το ψυχορράγημα ενός ασθενή, θυμάται πως παλιά το Σάββατο ήταν Σάμπαθ και κάθε Παρασκευή αφιερωνόταν στην προετοιμασία για το εβραϊκό Σάββατο. Όταν στις 14/3/1940 πέθανε ο Γκίντερ, ο Στάινερ πήγε στο παρεκκλήσι. Σκέφτηκε το καντίς, «την προσευχή για τους νεκρούς, αυτήν που λένε οι Εβραίοι». Δεν την ήξερε. Ούτε τη χριστιανική ήξερε. Και πάλι όμως, ίσως θα ήταν δύσκολο τον Μάρτιο του 1940 να μαζευτούν δέκα Εβραίοι άνδρες για να ψάλλουν το καντίς.

Δεν γίνεται να σκεφτούμε το Άουσβιτς χωρίς να σκεφτούμε τον Θεό. Το Κακό ανακαλεί τον Θεό. Ο πόνος είναι ένα επαχθέστατο, ακαταδάμαστο σωματικό βάσανο, που εγείρει μια τυραννική μεταφυσική αγωνία. Όταν το σώμα του πονάει, ο Στάινερ νοσταλγεί την πίστη.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 1940: «Να προσευχηθώ, λοιπόν; Δεν ξέρω πώς».

Παρασκευή 24 Μαΐου 1940: «Σκέφτηκα τον Θεό. Αλλά επειδή πονάω».

Μολονότι η καρδιά του Στάινερ πλαντάζει από την ευχή της ιεροποίησης του ανθρώπινου πόνου, ο ίδιος διατηρεί αμφιβολίες για την αξία του ημερολογίου του, που όμως δεν είναι παρά ένα τραγικό πειστήριο θνητότητας, ένα χρονολόγιο οδύνης. «Τι νόημα έχει να κρατάω αυτό το καταραμένο ημερολόγιο; Πρέπει να το ξεφορτωθώ». Ήδη από την πρώτη σελίδα αμφιβάλλει «ότι είναι καλή ιδέα». Δεν είναι μόνο ένα τεκμήριο ενοχής, στο μέτρο που επιχειρεί την αποδοχή της καταγωγής, αλλά και ένα τεκμήριο παρακμής. Το ημερολόγιο είναι ένα κάτοπτρο που τον φέρνει αντιμέτωπο με την πιο εξαθλιωμένη όψη του εαυτού του. Ο Στάινερ δεν θέλει να είναι ο άντρας τον οποίο ιχνογραφούν οι χειρόγραφες σελίδες του. Αντιστέκεται σε αυτή την εικόνα που διαψεύδει την υπόστασή του. «Πρέπει να τα πολεμήσω όλα αυτά τα ψέματα». Αισθάνεται πως η αντανάκλαση που του στέλνει το ημερολόγιο είναι εξίσου στρεβλή με το είδωλο που αντικρίζει στον ραγισμένο καθρέφτη του διαδρόμου. Φρικιά στην ιδέα πως στα βλέμματα των άλλων αναβιώνει αυτό το ίδιο πανάθλιο είδωλο. Ένα μίασμα ανάμεσα σε τόσα άλλα. Κυκλωμένος από μια ορδή φαντασμάτων, από σκιές ανθρώπων που στοιχειώνουν τους θαλάμους, τις σκάλες και τους διαδρόμους του σανατόριου, ο Στάινερ φοβάται πως θα χαθεί ανάμεσά τους, φοβάται πως δεν έχει τη δύναμη να αποτρέψει τον συλλογικό τους αφανισμό. Σκελετωμένα πτώματα ριγμένα σε έναν ομαδικό τάφο.

«Όχι! Δεν είμαι εγώ αυτός που βλέπω στα βαμπιρικά τους μάτια, στον ραγισμένο καθρέφτη, σ’ αυτό το φαγωμένο τετράδιο. Με τίποτα δεν με αναγνωρίζω μέσα σ’ αυτές τις κοφτές προτάσεις, κι ας τις έγραψα με το ίδιο μου το χέρι. Κάπου κάπου τις ξαναδιαβάζω σαν να ’ταν τα Απομνημονεύματα ενός ξένου. Ή ενός φαντάσματος».

Στις σελίδες του ημερολογίου πεθαίνει μέρα τη μέρα. Το παρελθόν του τον καταδιώκει, τον σωριάζει στις γραμμές και τον σπαράσσει. Στις 17/1/1940 γράφει: «Το δικό μου παρελθόν μ’ έχει βρει στα σίγουρα, μετά από τόσον καιρό. Το εβραϊκό μου παρελθόν».

Αν ο Στάινερ πάσχιζε να λιποτακτήσει από το εβραϊκό του παρελθόν, ο γιος του ο Ντίτερ, ακολουθώντας αντίρροπη τροχιά, είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει από το «αστικό του παρελθόν» μεταναστεύοντας στην Παλαιστίνη. Ο πατέρας του δεν πιστεύει πως εκεί θα έβρισκε τον Θεό.

Στο ημερολόγιο του Ότο Στάινερ παρεμβάλλονται τρία γράμματα που γράφει στον γιο του. Και τις τρεις επιστολές βαρύνουν κρίσιμες εκμυστηρεύσεις, οι οποίες διαγράφουν την ψυχική μετατόπιση του επιστολογράφου από την επιθυμία του θανάτου στον πόθο της εκδίκησης, ισοδύναμο με τη σωτηρία της ψυχής του. Υπό μία έννοια τα τρία γράμματα μαρτυρούν τη μυθοπλαστική ωρίμανση του Ότο Στάινερ. Στο πρώτο προεξάρχει η απόγνωση, αλλά ήδη διαφαίνεται η βούληση της αντίστασης στην εκμηδένιση. Το άθλιο πεπρωμένο μετατρέπεται σε ξεχωριστή μοίρα, άξια να μνημειωθεί στον χρόνο. Ο πατέρας κληροδοτεί στον γιο του το ημερολόγιό του, βεβαιώνοντάς τον πως νιώθει περήφανος που η αρρώστια του τον απέκλεισε από τον έξω κόσμο, έναν κόσμο φρικτά άρρωστο, αποτροπιαστικό. Είναι περήφανος που η ύπαρξή του συνιστά κίνδυνο για «την υγεία των άλλων». «Τώρα πια, αυτοί είναι, οι απ’ έξω, αυτοί είναι που μ’ αηδιάζουν. Και η μουσική τους».

Η αργόσυρτη εξαθλίωση μέσα στο σανατόριο, ο οδυνηρός ξεπεσμός, η άκρα ταπείνωση, η πείνα και η βρομιά, οι ξεψυχισμένες, παγωμένες ημέρες, το βαθμιαίο ρήμαγμα της ψυχής και του σώματος, ο εξευτελισμός ακόμα και της παραμικρής ελπίδας, η μάταιη αναμονή που οδηγεί στον νεκροθάλαμο, κάνουν τον Στάινερ να εξεγερθεί ώστε να συλλάβει τη σημασία του ημερολογίου του. Δεν θα ήταν ένας τάφος, αλλά ένα σήμα. Ένα κειμήλιο για τον γιο του. «Είναι το δικό μου ρέκβιεμ, το δικό μου υμνολόγιο. Που σ’ το αφιερώνω με όλη μου την καρδιά. Γιατί σήμερα, βλέπεις, δεν ντρέπομαι πια που ανήκω στη χορεία των αρρώστων. Είμαι περήφανος γι’ αυτό».

Στην αρχή του γράμματος διαβάζουμε: «Κι όμως, δεν είναι η φυματίωση που με οδηγεί αργά αργά στο θάνατο, αλλά αυτό το ημερολόγιο. Εδώ μέσα πεθαίνω, σελίδα τη σελίδα, ανέκκλητα». Οι τελευταίες, ωστόσο, γραμμές δηλώνουν υπερηφάνεια για αυτόν το θάνατο, για αυτό το παράλογο, ανείπωτο μαρτύριο που κρύβεται από τη θέα του κόσμου.

Το δεύτερο γράμμα στον Ντίτερ, και το εκτενέστερο, περιγράφει τη ματαίωση ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου, της δολοφονίας του Χίτλερ. Η επιθυμία της αυτοκτονίας μεταστρέφεται αίφνης στην επιθυμία ανθρωποκτονίας. Είναι αξιοπρόσεκτο πόσο μακριά και την ίδια στιγμή πόσο κοντά βρίσκονται αυτές οι αυτοκαταστροφικές ενορμήσεις. Και οι δύο βάζουν τέλος στο ίδιο παράλογο, τη ζωή. Ο Στάινερ και ο Χίτλερ στέκονται στους αντίποδες, αλλά και των δύο η ζωή κυριαρχείται από έναν φονικό παραλογισμό. Στις πρώτες παραγράφους της επιστολής ο Στάινερ ανακαλεί το ξεκίνημα του πιο σημαντικού ταξιδιού του με τρένο και θυμάται πως έχοντας φυλάξει στην τσέπη του σακακιού του το φιαλίδιο με το δηλητήριο, φαντασιωνόταν έναν ένδοξο θάνατο. Η αυτοκτονία του δεν θα ήταν το ξεψύχισμα ενός αθλίου σε ένα σανατόριο, αλλά η δημόσια πράξη ενός γενναίου.

«Σκέφτηκα πως μου δινόταν μοναδική ευκαιρία να τελειώσω με μεγαλοπρέπεια. Ή, μάλλον, με φανφάρες. Να πεθάνω σε μια υπερταχεία, βλέποντας την εξοχή να τρέχει δίπλα μου. Ν’ αφήσω την τελευταία μου πνοή ενώ θα χάνεται μακριά ένα λιβάδι ή ένα δέντρο».

Δεν γίνεται να σκεφτούμε το Άουσβιτς χωρίς να σκεφτούμε ράγες. Ο Στάινερ, σε αντίθεση με τον συγγραφέα, δεν έμαθε ποτέ για τα τρένα του θανάτου. Εκείνος ήξερε μόνο τα τρένα που σε ταξιδεύουν στα πέρατα της γης. Μέσα στην υπερταχεία ονειρεύεται πως παίρνει επιτέλους το τρένο «για το πουθενά».

Ο Στάινερ ταξιδεύει με τη φιλαρμονική του Ζάλτσμπουργκ για μία συνάντηση κορυφής. Οι αμαξοστοιχίες του Χίτλερ και του Μουσολίνι θα διασταυρώνονταν στην αποβάθρα ενός μυστικού σταθμού, ενόσω η φιλαρμονική θα παιάνιζε, υπό την υψηλή επιστασία του Στάινερ, ένα διάτορο πανδαιμόνιο χάλκινων και πνευστών. Μέσα από τη βροντώδη κακοφωνία, που παροξύνουν οι σημαίες που πλατάγιζαν πάνω στα τρένα και οι βρυχηθμοί των μηχανών, μια μεταλλική μέγγενη που στραγγάλιζε τη μουσική, ο Ζερουσαλμί μεταφέρει την αποστροφή του ήρωα για τους δύο δικτάτορες, για τον πόλεμό τους. Μετά βίας στεκόταν όρθιος. Μετά βίας ανέπνεε μέσα στους καπνούς και τους ατμούς, στριμωγμένος ανάμεσα σε πηλήκια, μες στην ηχητική στραγγάλη των δύο τρένων, που έπνιγε την κλαγγή των χάλκινων και των τυμπάνων. Η καυτή μυρωδιά του ντίζελ τσιγάριζε τα πνευμόνια του και έκανε τα μάτια του να τσούζουν, προσδίδοντας στην όψη του τη δέουσα συγκίνηση. Ακινητοποιημένος στο θολό, εκκωφαντικό τοπίο της αποβάθρας, ο Στάινερ ντρεπόταν για αυτή τη μουσική, τον αηδίαζε.

«Το πράγμα ήταν γκροτέσκο. Ένας κακόηχος ντόρος. Η κακή μουσική τραυμάτισε τ’ αυτιά μου. Ένα πανδαιμόνιο. Όπως σ’ εκείνα τα επαρχιακά τσίρκα όπου σφυροκοπούν τα τύμπανα πριν μπουν οι ακροβάτες». Σκέφτεται πως «[…] όλα θύμιζαν καρναβάλι. Ώστε, λοιπόν, αυτή ήταν η μεγάλη Ιστορία; Μια προσκοπική παρέλαση;» Κάποια στιγμή βλέπει τους μουσικούς να γυαλίζουν μαζί με τα όργανά τους και τις μπότες τους. Είχε περάσει καιρός από τότε που πήρε τον ιερό όρκο να σώσει τον Μότσαρτ.

Μες στην παράκρουση της φιλαρμονικής, τους διάφωνους θούριους και τις παράχορδες φανφάρες που τον ξεκούφαιναν, ο Στάινερ επιλέγει αντί να αυτοκτονήσει να σκοτώσει. Η αυτοκτονία του θα ήταν μια έλλογη χειρονομία, θα είχε «όλα τα χαρακτηριστικά μιας τεκμηριωμένης και λεπτολογικά σχεδιασμένης πράξης». Όμως, η λογική του αντέκρουε τον φόνο. «Να σκοτώσω; Τι περίεργη λέξη. Ανύπαρκτη στο λεξιλόγιό μου. Μου ήταν αδύνατον να βρω μια –έστω αληθοφανή- εξήγηση για την απόφασή μου». Η σωτηρία του Μότσαρτ από τη μουσική των ναζί δεν έμοιαζε αληθοφανής λόγος. Κατά τραγική ειρωνεία, ο Στάινερ αγνοούσε πως το δηλητήριο στην τσέπη του σακακιού του δεν ήταν ελιξήριο ούτε ζωής ούτε θανάτου. Μες στο μπουκαλάκι λίμναζε ένα άδωρο ύδωρ.   

Το τρίτο γράμμα του Στάινερ στον γιο του είναι το πρελούδιο του επιλόγου. Είναι συνάμα ο έσχατος θρίαμβός του. Η σωτηρία του Μότσαρτ από την ομηρία των ναζί. Η επιστολή αναβιώνει με λεπτομέρειες μια από τις συναυλίες του «Πολιτιστικού καλοκαιριού» του 1940, που δόθηκε τον Ιούλιο στο πλαίσιο του Festspiele, του Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ. Μέσα στο Mozarteum, κατάφορτο με τα απαστράπτοντα σύμβολα του ναζισμού, παρείσδυσε, υπό την αυτουργία του Στάινερ, ανάμεσα σε μια συμφωνία του Τσαϊκόφσκι και ένα κοντσέρτο του Μότσαρτ, ένα παράξενο, χαρούμενο κομμάτι. Κανείς δεν το γνώριζε. «Ήταν διασκευή; Ήταν αυτοσχεδιασμός; Ήταν πρώτη εκτέλεση;» Μήπως ήταν «μια παλιά τιρολέζικη μελωδία», «ένα διαμάντι του τευτονικού φολκλόρ»; Όλοι ενθουσιάστηκαν και αφέθηκαν συνεπαρμένοι στον άγνωστο ρυθμό. Οι ναζί είχαν τρελαθεί από χαρά.

Μια μέρα ο Στάινερ ακούει ένα παράξενο παραμιλητό από το διπλανό κρεβάτι. Η φωνή του αρρώστου αντηχούσε στον θάλαμο σαν εμμελής ψίθυρος. Μια αγαλλιώσα μονωδία που ανέβλυζε από τα βάθη του χρόνου, της μνήμης. «Θα μπορούσα να γράψω ένα άρθρο γι’ αυτό, ένα δοκίμιο. Μουσική και μνήμη. Ή μια παρτίτα. Σονάτα για πνευστά και φθισικό λαρύγγι». Αργότερα μαθαίνει ότι ο σκοπός που γλιστρούσε από τα χείλη του ηλικιωμένου άντρα, ανάμεσα στα τραυλίσματα και τα αγκομαχητά του, ήταν εβραϊκός· μια μελωδία που παλιά οι Εβραίοι τραγουδούσαν στις γιορτές τους. Ο Στάινερ αγρυπνούσε στο κρεβάτι του, νιώθοντας τις νύχτες του ανέκκλητα στοιχειωμένες από αυτόν το σκοπό που δεν έλεγε να ξεψυχήσει. Η μελωδία είχε σφηνωθεί στο μυαλό του. «Σαν ιός που επωάζει. Που μου τον κόλλησε αυτός». Ένα βράδυ παρατήρησε πως το τραγούδι βοηθούσε τον άντρα να αναπνέει. Η μελωδική του ισχνοφωνία ήταν ο τρόπος του να παραμένει ζωντανός.

«[…] πρόσεξα πως αυτό το τραγούδι τον βοηθούσε ν’ αναπνέει. Βοηθούσε στην κυκλοφορία του αέρα. Απ’ το στόμα του. Αν σώπαινε, θα ’χαν κολλήσει τα χείλη του, θα ’χε παραλύσει το λαρύγγι του. Τη βρήκα καλή αυτή την τεχνική, μια άσκηση αναπνοής. Οπότε, έπιασα κι εγώ τη μελωδία, σε μουσικό κανόνα, κι ύστερα τους λαρυγγισμούς, με την προφορά του πατέρα μου. Πολύ χαμηλά. Αυτό, σιγά σιγά, καθάρισε και τα δικά μου πνευμόνια. Και με ηρέμησε λιγάκι».

Ο πατέρας του που δεν ήθελε να είναι Εβραίος, επανέφερε στα χείλη του τα γίντις για να τον γαληνέψει με τη μουσική τους. Τη νύχτα που πέθανε ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι, ο Στάινερ σκέφτηκε: «Δεν έπρεπε να σταματήσει το τραγούδι. Η σιωπή έφραξε τους βρόγχους του». «Η σιωπή με φοβίζει», έγραφε ο ίδιος στις πρώτες σελίδες του ημερολογίου του. Μόνο η προσμονή της μουσικής τον κρατούσε στη ζωή.

Τον ζόφο στη νουβέλα του Ραφαέλ Ζερουσαλμί σαρώνει η μουσική με την απροσμάχητη δύναμή της, με τη συναισθηματική θύελλα που σηκώνει μέσα μας, με την ανορθολογική της ικανότητα να διεγείρει τον νου και την καρδιά, να ανατάσσει τον ψυχισμό. Γι’ αυτό είναι εξαιρετική τύχη για το βιβλίο του που ευεργετήθηκε από τη μεταφραστική φροντίδα του Αχιλλέα Κυριακίδη, ενός συγγραφέα, ο οποίος εγκεντρίζει στη γραφή του τη μουσική με τόση τέχνη που λίγοι ομότεχνοί του διαθέτουν.

Ο Στάινερ απορεί που οι ναζί κατέκλυζαν τις αίθουσες συναυλιών του Ζάλτσμπουργκ. «Η ακοή τους είναι οξύτερη απ’ όσο χρειάζεται». Η αυστηρή προσήλωσή τους προσέβαλλε τη μουσική. Ο Στάινερ διατυπώνει την απορία του εξόχως φλεγματικά. «Περίεργο που οι Γερμανοί είναι τόσο φιλόμουσοι. Η μουσική είναι μια αέναη αοριστολογία…». Ο υπόγειος σαρκασμός της απορίας του ενέχει και μια σκληρή μομφή. Το βιβλίο του Ζερουσαλμί σφύζει από ονόματα μουσικών, συνθετών και διευθυντών ορχήστρας, που δεν αντιτάχθηκαν στο ναζιστικό καθεστώς και συνεπώς δεν διώχθηκαν από αυτό. Κάποιοι υπήρξαν προστατευόμενοί του. Ορισμένοι από αυτούς κατέδωσαν Εβραίους συναδέλφους τους. Αλλά η μουσική που έπαιζαν, παρέμενε μουσική.

Στις 7/1/1940 ο Στάινερ ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον Γκέμπελς να ενθαρρύνει τους πατριώτες του έθνους να μοχθήσουν υπέρ του Γ΄ Ράιχ, γράφει: «Οι Εβραίοι έχουν επιστρατευτεί. Και οι τσιγγάνοι. Συνεισφέρουν στον αγώνα. Όπως όλοι. Ακόμα και ο Κάραγιαν δίνει δωρεάν συναυλίες για τους στρατιώτες». Όταν, όμως, συλλογίζεται τη συναυλία που δόθηκε στη Βιέννη για τον εορτασμό της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, η ειρωνεία δίνει τη θέση της στην αποστροφή. «Θλίψη. Ύμνοι και εμβατήρια, ορατόρια και Λειτουργίες. Γιατί όλα αυτά πρέπει να γίνονται με μουσική συνοδεία;». «Να σιγήσουν τα όργανα. Οι τενόροι, οι βιολονίστες. Να μην είναι συνεργοί σ’ αυτό. Από σεμνότητα».

Όταν, πάλι, φαντάζεται τις συναυλίες που πρόκειται να δοθούν στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ το καλοκαίρι του 1940, σκέφτεται με περιφρόνηση: «Ένας υψιπετής, μεγαλεπήβολος λυρισμός εκπορεύεται πια από την μπαγκέτα του Μπεμ, του Φουρτβένγκλερ, του Λέχαρ. Κάτι σαν παροξυσμικός ρομαντισμός. Τευτονικότατος».

Ο Ζερουσαλμί θέτει ένα τεράστιο ηθικό ερώτημα. Η ομορφιά λοιδορείται από το Κακό ή η αυταξία της την καθιστά απρόσβλητη και άτρωτη, άσπιλη; Τι μπορεί να πει κανείς για τις ορχήστρες του Άουσβιτς; Για τους εκτοπισμένους που υποχρεώνονταν να τέρπουν με εμβατήρια τους δημίους τους, να δίνουν συναυλίες, να υποδέχονται εν χορδαίς και οργάνοις τα τρένα που κατέφθαναν, να σημαίνουν την έναρξη και τη λήξη της ημερήσιας καταναγκαστικής εργασίας και να συνοδεύουν μουσικά τις πομπές των συγκρατούμενών τους προς τα κρεματόρια; Εκείνες τις στιγμές η μουσική τούς έσωζε ή τους ταπείνωνε; Μήπως ήταν απλώς ζήτημα επιβίωσης; Αλλά η επιβίωση ποτέ δεν είναι απλή. Ιδίως για τους επιζώντες.

Ο Στάινερ νιώθει ντροπή που το καλοκαίρι του 1939 πήγε «στο Festspiele των ναζί». Αισθανόταν ότι είχε ξεπουλήσει τη μουσική του. Θεωρούσε ασυγχώρητη την παρουσία του στην αίθουσα συναυλιών. Ένιωθε ότι όφειλε να αποζητήσει εξιλέωση, άφεση. Όμως, τον επόμενο χρόνο επιστρατεύεται και ο ίδιος στον αγώνα του Ράιχ, επιμελούμενος το πρόγραμμα του «πολιτιστικού καλοκαιριού» του 1940. Τον εξοργίζει το ότι πρέπει να επιλέξει τα μουσικά κομμάτια με κριτήριο το ναζιστικό γούστο. «Αυτή η ανάμειξη των ναζί στον προγραμματισμό του Festspiele είναι απαράδεκτη. Εξοργιστική. Και η μετατροπή του Φεστιβάλ σε χυδαίο εργαλείο προπαγάνδας, σε ψυχαγωγία για το στράτευμα, είναι η χαριστική βολή. Να κρατάνε όμηρο τον Μότσαρτ. Να τον ταπεινώνουν έτσι. Μα δεν υπάρχει κανείς ν’ αποτρέψει αυτή την ύβρη;»

Παρ’ όλα αυτά, δεν ντρέπεται για την εργασία του. Παρασκευή 19 Απριλίου 1940: «Δούλεψα πολύ για το Festspiele αυτή την εβδομάδα. Μόχθησα, όπως είπε ο Γκέμπελς. Μέχρι και τους πόνους μου στο στήθος ξέχασα. Η δουλειά μ’ εξαντλεί και με στηρίζει ταυτόχρονα. Μ’ αναγκάζει να κρατηθώ όρθιος. Οι ναζί […] νομίζουν πως πασχίζω για χάρη τους, ή από το φόβο μου, ενώ είναι ένα απλό ζήτημα επιβίωσης. Ότι γαντζώνομαι από κάπου για να μη γλιστρήσω στο θάνατο».

Δουλεύοντας για το Φεστιβάλ, ο Στάινερ κερδίζει μια παράταση, μια αναστολή. Όπως οι μουσικοί στο Άουσβιτς. Στο τέλος της μουσικής ενεδρεύει η σιωπή, αυτός ο δεύτερος θάνατος που μόνο τους ήδη νεκρούς απειλεί.

Επιστρέφοντας στις 14 Αυγούστου 1939 από μια συναυλία, όπου είχε παραστεί μέχρι και ο Χίτλερ, η ντροπή ήταν ακόμα μακριά του. Θυμόταν την πολύ αισθητή παρουσία του Φίρερ να πλανάται στην αίθουσα και να σβήνει μόλις σηκώθηκε η αυλαία. Ο Φίρερ και όλος ο ερεβώδης συρφετός του βυθίστηκαν στο σκοτάδι, «μαζί με μας όλους». «Σύντομα […] η μεγαλοπρέπεια των σκηνικών, η ηχητική ένταση, η μουσική ιδιοφυΐα, παρασύρουν τα πάντα. Προς το εξαίσιο».

Δεν είναι η αίσθηση της ακοής αυτή που καθυποτάσσεται από τη μουσική. Ο αντίκτυπός της είναι υποδόριος, υπόκωφος· ένα αίσθημα ανυπότακτο στις γνωστές αισθήσεις, αόριστο, διάπλατο και καταλυτικό που διαχέεται μέσα μας από μελωδίες ασίγαστες, καλά φυλαγμένες στη μνήμη. Την ψυχή μας χορδίζουν ανήκουστα μέλη. Συγχορδίες από αέρα και όνειρα, θρήνους και χαμόγελα. Η μουσική είναι προσμονή και μαζί αναπόληση. Εξέγερση και καταλλαγή. Βακτηρία και ξίφος. Δέηση στα άλογα κινήματα της ψυχής. Στην πίστη, στο πένθος, στον πανηγυρισμό. Ο Στάινερ δεν χρειαζόταν το γραμμόφωνό του για να ακούσει το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μότσαρτ. Όταν τα ρίγη του πυρετού τον καθήλωναν στο κρεβάτι, το Κοντσέρτο του χάιδευε τ’ αυτιά. Αναριγούσε από ηδονή. «Ακούω κάθε δοξαριά, κάθε πνοή απ’ τα χάλκινα, ακόμα και το θρόισμα του χαρτιού όταν οι μουσικοί γυρίζουν σελίδα. Κι αυτό μου κάνει απίστευτο καλό».

Ο Μότσαρτ τον κρατούσε ζεστό. Ζωντανό.

«Ποτέ δεν κατάλαβα τη μουσική τόσο καλά όσο από τότε που έπαψα να την ακούω. Από τότε που αναγκάστηκα να τη στερηθώ. Όμως η μουσική βρίσκει τον τρόπο της ν’ ακουστεί. Δε χρειάζεται γραμμόφωνο. Ή παρτιτούρα. Μουσική είναι αυτή η ανάσα που διαπνέει τον Μαγικό αυλό πριν ακόμα ακουστεί η παραμικρή νότα. Είναι η αναμονή που προηγείται της ακρόασης. Είναι η ενέργεια, η στάση του σώματος, η συγκίνηση. Δεν έχει να κάνει με τις νότες».

Το μόνο που τον εμπόδιζε να ακούσει το Κοντσέρτο του Μότσαρτ ήταν το ωδικό μινύρισμα του νεκρού άντρα, που κυρίευσε το μυαλό του. Ο άντρας επέβαλλε την παρουσία του υποκαθιστώντας το απόν σώμα του με τη μουσική που άλλοτε το κρατούσε στη ζωή. Έχει σημασία πως οι δύο θάνατοι που συντρίβουν τον Στάινερ έχουν ως απότοκο τη μουσική. Πρόκειται για δύο νεκρούς που αρνούνται να σωπάσουν. Ένας ασθενής πεθαίνει και δωρίζει τους δίσκους και το γραμμόφωνό του στο σανατόριο. Ήθελε οι ζωντανοί να ακούν τη μουσική του. Οπότε οι υπόλοιποι άρρωστοι είχαν την ευκαιρία να ακούν Μπετόβεν στην τραπεζαρία του σανατόριου, σαβανωμένοι στις βρόμικες πιτζάμες τους. Στις 20/1/1940 ο Στάινερ γράφει: «Πού να το φανταστώ ότι μια μέρα θα σιχαινόμουν τον Μπετόβεν…». Το ηχητικό ίχνος του νεκρού, η επιμονή του να ακούγεται και μετά θάνατον, είναι ανυπόφορα για τον Στάινερ. «Αναγκάζοντας έτσι όλους να τον θυμούνται, έχει γίνει τελείως αντιπαθής».

Αργότερα πεθαίνει ο άντρας που ανάσαινε στο ρυθμό ενός εβραϊκού σκοπού. Στην καταγραφή τής Τρίτης 16 Ιουλίου 1940 διαβάζουμε: «Το πήρα απόφαση: αυτός ο γέρος, και νεκρός ακόμα, δε θα μ’ αφήσει σε ησυχία». Απαιτούσε να ακουστεί, να συνεχίσει να ακούγεται, να άδει στους αιώνες τη ζείδωρη μελωδία του. Αυτή τη φορά, ωστόσο, ο Στάινερ δεν εκνευρίζεται. Αντιθέτως, περιθάλπει την ύστατη επιθυμία του εκλιπόντος μεταγράφοντας το φασματικό του κληροδότημα, εγχάρακτο σε μια μνήμη που ξεψυχούσε, σε ένα αυτοσχέδιο πεντάγραμμο, και χάρη σε έναν βιρτουόζο του βιολιού ο οποίος συνεπήρε το Mozarteum, το επιθανάτιο χορικό ανέπαλλε το Ζάλτσμπουργκ, πρωτεύουσα του Ράιχ και της μουσικής. Το απρόσμενο ιντερμέδιο ανάμεσα στη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι και το Κοντσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα σε ντο μείζονα του Μότσαρτ, ήταν για τον Στάινερ σαν μια τελευταία υπόκλιση λίγο πριν πέσει η αυλαία, μια υπόκλιση από τις κουίντες, εκεί όπου διαδραματιζόταν ο επίλογος της ζωής του, ενόσω όλα ξεμάκραιναν και έσβηναν στο σκοτάδι. Ήταν η άφεσή του. Μπορεί να μην υπήρχαν πια Εβραίοι, ούτε στο Ζάλτσμπουργκ ούτε στην Ευρώπη, αλλά «η μουσική τους αντηχούσε τώρα εκεί, στο Festspiele, στο Mozarteum, και τρέλαινε τους ναζί». Ο Στάινερ σηκώθηκε όρθιος χειροκροτώντας στον ρυθμό της εβραϊκής μελωδίας και σιγοψιθύρισε «κουτσά στραβά, στα γίντις» τα λόγια του τραγουδιού. «Σαν προσευχή». «Για να ζητήσω συγχώρεση από εκείνους που το ’χαν τραγουδήσει κάποτε, σε γάμους και σε μπαρ μιτσβά».

Ίσως να μην έσωσε τον Μότσαρτ. Ίσως να μην κατάφερε να σώσει ούτε την ψυχή του. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο Ότο Στάινερ είχε εμποδίσει μία φωνή απ’ το να σιωπήσει. Και αυτό είναι το μέγιστο που μπορεί να κάνει κανείς για τους νεκρούς. «Μία φωνή, μόνη της μέσα σε πολλές χιλιάδες, αλλά μια φωνή που, αν είχε καταπνιγεί, θα σκότωνε τη μουσική μέσα μου. Κι όλη τη μουσική». Ο Στάινερ υπενθυμίζει στον γιο του πως «η απουσία μπορεί ν’ ακουστεί, παρ’ όλα αυτά».

Να σώσουμε τον Μότσαρτ, μας προτρέπει ο Ραφαέλ Ζερουσαλμί στη νουβέλα του, προτάσσοντας την αναγκαιότητα της διαφύλαξης της ομορφιάς, του καλού. Ζούμε σε έναν κόσμο πολιορκημένο από το κακό και την ασχήμια, πνιγμένο στην κακοφωνία. Η δυστυχία μας είναι πως δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την όμορφη όψη των πραγμάτων, την εύρυθμη ακουστική τους. Παραμένουμε νοσταλγοί της καλής, της πιο εξευγενισμένης εκδοχής της πραγματικότητας, μιας εκδοχής που αντιμετριέται αδιάκοπα με το ορμέμφυτο της βίας και της (αυτο)καταστροφής. Κάποια στιγμή ο Στάινερ σκέφτεται πως ίσως θα ήταν σωστότερο, ακόμη και δικαιότερο, να μην κάνει τον γιο του κληρονόμο του ημερολογίου του. Να του αποκρύψει το Κακό. Να τον αφήσει να θυμάται τις παλιές καλές, ευτυχισμένες μέρες, «πριν απ’ αυτή την έκπτωση», «τότε που όλα ήταν καλά», τότε που όλοι ζούσαν ακόμα. Όμως, δεν ενδίδει σε αυτή την ανωφελή καλοσύνη, γιατί καταλαβαίνει πως μόνο αν ο γιος του αποκτούσε συνείδηση της δυναστείας του Κακού, θα μπορούσε κάποτε να βρει τη δύναμη να εξεγερθεί εναντίον του. Το ημερολόγιό του, ωστόσο, δεν είναι μια στομφώδης υμνωδία στη μνήμη των νεκρών, στεντόρεια έτσι ώστε να τρυπήσει τα ώτα των ζώντων. Μέσα από το θρόισμα των σελίδων αναδύεται μια χαμηλότονη, ηδυμελής αρμονία, σαν το κράτημα της ανάσας λίγο πριν εκπνεύσει σε μουσική και αναληφθεί στους αιθέρες.

«Δεν πρόκειται για κανένα μήνυμα προς τις επόμενες γενιές. Ούτε για εκμυστηρεύσεις. Όχι· είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Μια καντιλένα, ίσως. Ή ένα αριόζο. Κάτι που ν’ ακούγεται, εν πάση περιπτώσει».

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular