Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.
Ντελικάτη γυναίκα, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Εκδόσεις Πόλις

 

Ντελικάτη γυναίκα, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Εκδόσεις Πόλις

Το πρόσφατο ποιητικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Μπακονίκα έρχεται για να διευρύνει ακόμα περισσότερο το πεδίο του ποιητικού προβληματισμού που άνοιξε και στο οποίο περιηγήθηκε η ποιήτρια με την αμέσως προηγούμενη συλλογή της, Ο κόσμος απροκάλυπτα (2018). Στο βιβλίο εκείνο η Μπακονίκα πραγματοποίησε μία στροφή ή, μάλλον, μία έξοδο στο κοινωνικό γίγνεσθαι, εστιάζοντας τον ποιητικό της φακό και κατευθύνοντας τη γραφίδα της στον σύγχρονο άνθρωπο και στην ποικιλία των χαρακτήρων που μπορεί κανείς να συναντήσει μέσα σε μία κοινωνία. Στον ίδιο αυτόν προσανατολισμό, σε ένα δηλαδή ευρύτερο άνοιγμα στον άνθρωπο και την ψυχοσύνθεσή του, φαίνεται πως κινείται και η τελευταία της ποιητική απόπειρα, όπως και ο τίτλος – Ντελικάτη γυναίκα – το καταδεικνύει. Το επίθετο «ντελικάτη», που συνοδεύει το ουσιαστικό «γυναίκα», αναφέρεται και αποτυπώνει τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά χαρακτηριστικά και μπορεί να χαρακτηρίζει εξίσου έναν χαρακτήρα, την ποιήτρια ή ακόμα και την ίδια την τέχνη της ποίησης πάνω στη βάση της ευαισθησίας, του ευάλωτου και του εύθραυστου της υπόστασής της.

Η συλλογή αποτελείται από σαρανταέξι ελευθερόστιχα ποιήματα, μικρής κατά κανόνα έκτασης, που χαράσσουν ευκρινέστερα τη γλωσσική, μορφική και ρυθμική ιδιοτυπία του ποιητικού λόγου της Μπακονίκα. Η ιδιαιτερότητα αυτή του λόγου της, που συνίσταται στην πεζολογική έκφραση και έκθεση, στον κουβεντιαστό και ταυτόχρονα αιχμηρό, ευθύβολο και ευθύ τόνο και σε έναν ρυθμό κρουστό, στακάτο και κοφτό, επικυρώνεται και σε αυτό το βιβλίο, παρόλο που μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποια ποιήματα που εκτρέπονται προς έναν ιδιότυπο λυρισμό. Ο λυρισμός αυτός, μάλιστα, φαίνεται πως είναι στενά συνυφασμένος και προκύπτει, ως λεκτικό αποτέλεσμα, από την ποιητική διερεύνηση και αποτύπωση του ερωτισμού, μία εκδήλωση και τάση γνωστή στην ποίηση της Μπακονίκα από τα πρώτα κιόλας ποιητικά της φανερώματα, με τη διαφορά όμως ότι, στη συγκεκριμένη συλλογή, ο ερωτισμός αυτός είναι μάλλον λιγότερο χειροπιαστός και συγκεκριμένος, κινείται δηλαδή σε ένα πιο αφαιρετικό ή, καλύτερα, φαντασιακό επίπεδο: Σε είδα στο όνειρό μου/ και περιλούστηκα από την αύρα σου,/ τον πόθο που με διέλυε./ Ξύπνησα και ναρκώθηκα,/ δεν αποχωριζόμουν το όνειρο./ Πώς να αντισταθώ,/ έμπλεη, πλημμυρισμένη ήμουν από την αύρα σου. («Φωτεινοί αιθέρες»)

Χαρακτηριστική, άλλωστε, αυτής της μεταστροφής είναι, μεταξύ άλλων, και η εμπλοκή της μνήμης στην μεθόδευση της ανάκλησης και της πρό(σ)κλησης του ερωτικού αισθήματος όπως αυτό σαρκώνεται στην αγαπημένη μορφή: Είναι άνοιξη, τα χρώματα γητεύουν με τον παροξυσμό τους./ Η φαντασμαγορία, οι διακυμάνσεις, η πολυπλοκότητα,/ τα μυστήρια της εφηβείας μου/ μόλις αρχίζουν. («Χρώματα») Πρόκειται για μία διαφορετική οπτική στο φαινόμενο του έρωτα ο οποίος, πια, προσεγγίζεται με τους όρους μίας εμπειρίας υπερβατικής που εκκινεί από το εδώ και το τώρα, τη σάρκα και την αίσθηση, ξεφεύγει όμως και εξακτινώνεται σε ένα υψηλότερο, υπερκόσμιο επίπεδο όπου συντελείται ένα είδος μέθεξης, όχι μόνο συγκινησιακής, αλλά στην κυριολεξία συνειδησιακής, υπό την έννοια ότι για την βίωσή του συστρατεύονται και συντίθενται όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου, ακριβώς για να μπορέσουν να ελέγξουν ή, έστω, να συλλάβουν τη δύναμη και τη δυναμική αυτή, που έχει το χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός καταλύτη πάνω στην ανθρώπινη ζωή: Είναι σπάνιο το απόλυτο πάθος,/ η απόλυτη αγάπη,/ ώστε διαστέλλεται/ σ’ έναν κόσμο μαγεμένο, μυθικό,/ αυτόκλητα μυθικό. («Το σπάνιο») Μέσα από αυτή τη μεθόδευση, η ποιήτρια παρουσιάζει τον έρωτα στην εξιδανικευμένη του μορφή, τον συλλαμβάνει στην κυριολεξία σαν «θεό», όπως θεό τον ήθελε η αρχαία ελληνική αντίληψη και πίστη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο έρωτας απεκδύεται τα γήινα χαρακτηριστικά του. Ίσα ίσα παραμένει να αφορά, να εκδηλώνεται και να κεντρίζει το σώμα και τις αισθήσεις του, να κατακτά ολοκληρωτικά το κορμί, να ελέγχει τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Μόνο που τώρα ο έρωτας αποκτά ή, έστω, δείχνει και την άλλη όψη του, αυτή που τον θέλει να αποτελεί μία δύναμη ή, καλύτερα, μία ενέργεια που απευθύνεται και ενοποιεί κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης –το σώμα, το νου, την καρδιά, την ψυχή, τη συνείδηση – ίσως, μάλιστα, να είναι και η μόνη δύναμη που, μαζί με την τέχνη, μπορεί να το κατορθώνει αυτό.

Το αντίπαλον δέος του έρωτα είναι η ανθρώπινη κακία και μικροπρέπεια. Η ποιήτρια φαίνεται να οδηγείται στο συμπέρασμα πως όσο ψηλά υψώνεται ο άνθρωπος με την ώθηση που του δίνει η ερωτική ορμή, τόσο χαμηλά πέφτει όταν υπακούει στα ταπεινά ένστικτα της ανθρώπινης φύσης. Σε μία σειρά ποιημάτων με θέμα τους τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου φθόνου και μίσους, η Μπακονίκα ανατέμνει την ανθρώπινη μοχθηρότητα όπως αυτή εκδηλώνεται στις σχέσεις και την συμπεριφορά: Μέχρι τον λαιμό χώθηκα στο ζέον παράλογο/ και την ασχήμια του κόσμου./ Απόκτησα γνώσεις για το φαινόμενο/ που λέγεται άνθρωπος.// Τον κόσμο είτε τον πλησιάζεις είτε δεν τον πλησιάζεις. («Μέχρι τον λαιμό») Στενά συνυφασμένο με το θέμα της ανθρώπινης κακίας είναι και αυτό της αλαζονείας, του υπερφίαλου τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και εξυψώνει τον εαυτό του, ναρκισσεύεται και αυτοθαυμάζεται για να οδηγηθεί αναπόφευκτα στην τύφλωση και την ύβρη: Η οίηση προκαλεί,/ κι εσύ αποτελείς ακραία περίπτωση,/ η οίησή σου άκαμπτη/ σαν βράχος από γρανίτη. («Άκαμπτη») Στο σημείο αυτό η Μπακονίκα ανακαλεί ευθέως και ασυναίσθητα την αρχαία ελληνική θυμοσοφία και πίστη γύρω από το θέμα της ανθρώπινης αλαζονείας, όπως αυτό έγινε αφορμή και αφετηρία πολλών λογοτεχνικών έργων, αλλά και μύθων. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την παρουσίαση του έρωτα ως της απόλυτης δύναμης στη ζωή του ανθρώπου, ως της εκδήλωσης εκείνης που ανατρέπει τα καθιερωμένα, τα δεδομένα, τα βέβαια και τοποθετεί τον άνθρωπο σε άλλο πλαίσιο και σε άλλο χωροχρόνο, ανακαλεί σε μεγάλο βαθμό την αρχαία ελληνική θυμοσοφία και τέχνη που επικεντρώθηκε ακριβώς σε αυτές τις δύο δυνάμεις της ζωής, τον έρωτα και την ύβρη, που μετεωρίζονται και ακροβατούν ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο, ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό, ανάμεσα στο άπιαστο και το χειροπιαστό. Η Μπακονίκα πιάνει, με τον δικό της τρόπο, το νήμα από την παράδοση αυτή η οποία εκβάλλει στην ποίησή της και της δίνει έναν καθαρά ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό, εμποτίζοντάς την μάλιστα με μία διάθεση απολογητική, φιλοσοφική, αποφθεγματική.

Ο τρίτος μεγάλος θεματικός άξονας που συσπειρώνει γύρω του αρκετά ποιήματα είναι ο θάνατος που έρχεται για να συμπληρώσει το τριπλό σχήμα το οποίο έχει στο ένα άκρο του τον έρωτα, στη μέση τον άνθρωπο και στο άλλο άκρο τον θάνατο. Διαμορφώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μία τριμερής δομή που εναγκαλίζεται τους τρεις βασικούς θεματικούς πυλώνες από τους οποίους τροφοδοτείται η ποίηση. Ο θάνατος στα ποιήματα της Μπακονίκα προσεγγίζεται με άκρα ψυχραιμία, ταυτόχρονα όμως με μία θέρμη και μία συγκίνηση που δεν εντοπίζεται στην επιφάνεια, αλλά στο βάθος του ποιήματος: Νιάτα στον ανθό της ηλικίας τους/ βασανιστικά παραδίνονται στον θάνατο.// Ληστρικός μακελάρης ο θάνατος. («Στον ανθό της ηλικίας») Οι πικρές και σκληρές διαπιστώσεις της ποιήτριας, οι ρεαλιστικές περιγραφές, οι απογυμνωμένες σκηνές και στιγμιότυπα των ανθρώπων που πάσχουν γίνονται το όχημα για να μπορέσει η ποιήτρια να αγγίξει το στόχο και το ζητούμενο που δεν είναι άλλος από την αποφόρτιση: Θηλιά το σινιάλο του θανάτου,/ ασφυκτικό το πείσμα του./ Σαν τον κακούργο έρχεται απρόσκλητα,/ χαρακιές κι εγκοπές αφήνει στο σώμα. («Σινιάλο») Πρόκειται για μία δεδηλωμένη πίστη στην αποτελεσματικότητα της θαρραλέας και θαρρετής ματιάς απέναντι στο οριακό αυτό γεγονός, αλλά και απέναντι στην τραγικότερη, ίσως, και από το θάνατο βίωση ή θέαση της αρρώστιας που οδηγεί σε αυτόν. Είναι δε από τις λίγες φορές στη νεοελληνική ποίηση που ένας ποιητής καταπιάνεται με τέτοια αμεσότητα και ευθύτητα με το θέμα της αρρώστιας, αλλά και με τους ανθρώπους που την αντιμετωπίζουν και, εν τέλει, ηττώνται από αυτήν.

Η τριπλή θεματική εξακτίνωση του ποιητικού βιβλίου της Μπακονίκα, λοιπόν, αποτελεί μία μεθόδευση με στόχο την ανθρώπινη συνθήκη που ορίζεται και προσδιορίζεται από τον έρωτα και από τον θάνατο. Είναι μάλιστα τόσο αναπόδραστη η δοκιμή και η δοκιμασία στις δύο αυτές συγκυρίες που, τελικά, η ανθρώπινη ζωή και πορεία μοιάζει σφραγισμένη ανεξίτηλα από αυτές, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο άνθρωπος «μικραίνει» τόσο πολύ μπροστά τους, μέχρι το σημείο του εκμηδενισμού. Στην πραγματικότητα όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Κάθε άλλο μάλιστα. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις – του έρωτα και του θανάτου – η ανθρώπινη αξία αναδεικνύεται αλώβητη, είτε έχοντας αξιωθεί την ερωτική εμπειρία, είτε έχοντας ηρωικά αντιμετωπίσει την εμπειρία του θανάτου. Αντίθετα, το στοιχείο εκείνο που σηματοδοτεί την εκμηδένιση του ανθρώπου είναι σαφώς η ροπή του προς το κακό, ό, τι κι αν αυτό σημαίνει ή με ό, τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Αυτές είναι οι πραγματικές «Συμπληγάδες» που καλείται να περάσει και να βγει δικαιωμένος και όχι ο έρωτας ή ο θάνατος που, ίσως, να είναι οι «Ιθάκες» του.

Ντελικάτη γυναίκα, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Εκδόσεις Πόλις

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular