Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Χάθηκε βελόνι, Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

«…στη μέση του δρόμου με ένα πιστόλι στο χέρι», αφήνουμε τον Σάντο Αλέξανδρο, λογοτεχνικό ήρωα/ «alter ego» (;)/ «ετερώνυμο» (;) του συγγραφέα Χρήστου Αρμάντο Γκέζου στη τελευταία σελίδα του  μυθιστορήματος «Η Λάσπη» (2014).  Αυτόν τον ίδιο Σάντο Αλέξανδρο – του οποίου ψιχία της ψυχής, ίσως έχουμε ψαύσει στην ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» (2012), και μάλλον σε διηγήματα της συλλογής «Τραμπάλα» (2016)-, ανταμώνουμε και στο τελευταίο μυθιστόρημα του Γκέζου το οποίο τιτλοφορείται: «Χάθηκε βελόνι» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», (2021).

Ετούτη τη φορά,  ο Αλέξανδρος βρίσκεται στη μέση του… χρόνου.

«… ο χρόνος τρώει τα παιδιά του.»

«… ο χρόνος εμένα με τιμώρησε αιωνίως στο μηδέν»

Βελονιές χαμένου (;) χρόνου, μνήμες που μοιάζουν με «έρημα σπίτια στην άκρη ενός λόφου»,  ίσκιους συκιάς, εαυτούς με διπλά ονόματα ή δυο πρόσωπα (εαυτούς-Ιανούς) και προγόνους-Κρόνους ψάχνει ο Γκέζος σ’ ετούτο το βιβλίο.  Ένα βιβλίο, στο οποίο, μάλλον κεντρική ηρωίδα είναι η ίδια η Γραφή. Γιατί μόνο Εκείνη, η λερναία, με τα πολλά της κεφάλια και τα ποικίλα ενδύματά της: κεντημένα κουρέλια και τρύπια άμφια, μπορεί να τα βγάλει πέρα με τέτοιες υποθέσεις…

Το βιβλίο απαρτίζεται από τρία (κυρίως) μέρη. Στο πρώτο μέρος πρωταγωνιστεί ένας ζωντανός- σκοτωμένος. Ο Βασίλης. Ο Βασίλης που ο «χρόνος κυλάει σαν ένα ποτάμι δίπλα του, κι αυτός, καθισμένος στην όχθη του, ούτε το δαχτυλάκι του ποδιού του δεν μπορεί να βουτήξει μέσα. Ο χρόνος βρίσκεται έξω απ’ αυτόν κι αυτός βρίσκεται έξω απ’ τον χρόνο».  Ο Βασίλης που σαν παιδί πίνει γάλα συκιάς, «και δεν μπορεί να μη σκέφτεται ότι είναι τόσο μακριά απ’ όλους τους άλλους. Νιώθει διαφορετικός και ξένος, σαν να τον έχουν βάλει τιμωρία να παίξει κάπου μακριά από τα υπόλοιπα φρόνιμα παιδιά. Και δεν τολμάει να ρωτήσει τον πατέρα του γιατί.»  Η ιστορία του πρώτου μέρους εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Δρεπένι, της Αλβανίας και ξεδιπλώνεται μεταξύ 1932 και 1989 –πτώση του Χότζα, «άνοιγμα» των «συνόρων». Μάλλον δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν η ιστορία εκτυλίσσεται στο Δρεπένι, στην Πράγα, στην Μαγνησία ή αλλού… Όσο για τον χρόνο, είπαμε…

Εκείνο που έχει σημασία είναι πως ο Βασίλης ήταν ένα παιδί που κάποτε ήθελε «να πετάξει». Αλλά δεν πέταξε. Έφταιγε άραγε ο τόπος; Τα κλειστά βουνά; Έφταιγε ο ασφυκτικός κλοιός της μακροϊστορίας; Αυτή πάντα μας σφίγγει στη δική της μέγγενη.  Έφταιγε μήπως η υποταγή του Βασίλη στην πατρική βούληση; Και ποιοί ακριβώς είναι οι πατέρες μας; Και πόσοι;

Με μικρά (σχεδόν) αποσπασματικά κείμενα τριτοπρόσωπης γραφής, κείμενα που μοιάζουν με καταγραφές ενός νοερού ημερολογίου αφηγείται ο Γκέζος την ιστορία του Βασίλη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι απ’ την … «βεντάλια» της αφήγησης που ανοίγεται μεταξύ 1932 και 1989, (σχεδόν) απουσιάζουν τα χρόνια του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου.  Είναι προφανές ότι αυτό που ενδιαφέρει τον Γκέζο είναι οι Μεγάλοι Πόλεμοι που συντελούνται στις ενδοχώρες ψυχών. Ή οικογενειών. «Μια οικογενειακή γιορτή – Το τέλος της γιορτής». Εδώ που τα λέμε, άλλωστε, τα πιο ενδιαφέροντα «δράματα» που έχουμε διαβάσει/δει/ακούσει από κτίσεως κόσμου, συντελέσθηκαν στο εσωτερικό δύο οικογενειών: των Λαβδακιδών και των Ατρειδών…

Ένα άλλο πολύ όμορφο «εύρημα» του Γκέζου είναι πως εκεί όπου απουσιάζει η γνώση για τα γεγονότα καλύπτεται απ’ το όνειρο ή την φαντασία… Θα το συναντήσουμε και στο τρίτο μέρος…

Πολλά τα «ευρήματα» του Γκέζου σε σχέση με τους «τρόπους» της Γραφής. Φλερτάρει απροκάλυπτα μαζί της. Με την γραφή…

Ο Βασίλης λοιπόν, ο παππούς του Σάντο- Αλέξανδρου «πρωταγωνιστεί» στο πρώτο μέρος, ο Βασίλης ο οποίος αν δεν είχε υποταχθεί (στην πατρική βούληση), εάν είχε «πετάξει», ίσως να άφηνε απογόνους μ’ ένα μόνο όνομα, μ’ ένα μόνο πρόσωπο ή  απλώς απογόνους που θα είχαν ασκηθεί, κάπως καλύτερα, στις πτήσεις.

Πόσα απ’ τα μικρά ετούτα κείμενα τελειώνουν με τη λέξη «πατέρα»; Και πόσες φορές η λέξη ετούτη ακολουθείται από ερωτηματικό; Μήπως πρόκειται για μικρά ανεπίδοτα γράμματα στον πατέρα…;  «Γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους».

Και: «Ο Φραντς

πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα

μ’ ένα μήλο στο στόμα».

Και: «Η μάνα,

μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο,

κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν

οι βόμβες στα κεφάλια μας».

Ο Μονόλογος της Μάνας.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου διαβάζουμε τον μονόλογο της Μάνας, της Τέτας- Ηλέκτρας, μάνας του Σάντο, νύφης του Βασίλη. Σπαράγματα του λόγου της μάνας είχαμε διαβάσει και στην «Λάσπη», μικρές εμβόλιμες προτάσεις. Εδώ όμως, στο «Χάθηκε βελόνι», ο Γκέζος ανεβάζει την μάνα στην σκηνή, της ρίχνει ένα «κανόνι» φωτός και την αφήνει να μιλήσει.

Λόγος κρουστός, μελωδικός. Εκφερόμενος στην ιδιόλεκτο του τόπου της. Ποιος ακριβώς όμως είναι ο «τόπος» της;

«Εγώ άμα με ρωτάγανε στην Ελλάδα τι είμαι έλεγα Ελληνίδα και

στην Αλβανία έλεγα Αλβανίδα. Όρεξη την είχα να μπλέκω με φασαρίες.

Τι ήμουνα, ούτε που ήξερα.

Δρεπενιώτισσα ήμουνα. Μάνα ήμουνα.»

Μάλλον πατρίδα της ήταν η γλώσσα.

«Μου λέγανε εμένα τα αφεντικά πού τα έμαθα έτσι τα ελληνικά. Α μωρέ κακοντέληδες, μου ΄ρχοτανε τα τους ειπώ, εγώ πού τα έμαθα τα ελληνικά ή εσείς;

Αλλά δεν ήλεγα τίποτις.»

«Μαρ τε λούμιτ», η μάνα.

Απ’ τον μονόλογό της μαθαίνουμε πόσο ερωτευμένα ήταν τα κορίτσια εκεί στα βουνά με τον Ενβέρη…

«Το ΄85 όμως πέθανε ο Ενβέρης.

Κλάμα που ρίξαμε όλοι, Αναϊα!

(…)

Μονάχοι μας εκλάψαμε, δεν μας έβαλε κανένας.»

Μέσα απ’ το μονόλογο της Τέτας-Ηλέκτρας ζούμε το… «ιστορικο-κοινωνικό» πλαίσιο… Μπαίνουμε με την Ηλέκτρα σε φορτηγό, δραπετεύουμε απ’ το Δρεπένι. Νύχτα. Κατηφορίζουμε προς Ελλάδα. Φθάνουμε στη Μεθενιά (φανταστικό χωριό) της Λακωνίας. Μαζεύουμε πορτοκάλια. Τρώμε κάθε μέρα φασολάδα. Άδειο ψυγείο. «Άραγε, θα πάει αύριο ο Σάντο στο σχολείο;»

Μετανάστευση. Ανέστιοι κι απάτριδες όλοι οι ήρωες του Γκέζου. Ξένοι. Ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο, ξένοι στην οικογένειά τους, ξένοι προς τον ίδιον τους τον εαυτό. Ο ξένος Ορέστης που φθάνει μια νύχτα στις Μυκήνες, ο ξένος Οιδίπους που φθάνει στη Θήβα, ο ξένος Οδυσσέας που αράζει στο νησί του. Α, ναι! Κι ο…  «ξένιος» Διας! –εκείνος ο πατέρας των Θεών που γλίτωσε απ’ τον πατέρα του.

   

«Electric blue»

Μπλε των εφιαλτών και των ονείρων; Μπλε του κυβιστή; Ή του τρελού Ολλανδού; Μπλε αστραπής Διός.   «Electric blue», τιτλοφορείται το τρίτο μέρος του βιβλίου, εκεί όπου ο Σάντο – Αλέξανδρος, εγγονός του  «σκοτωμένου»  Βασίλη και γιός της Ηλέκτρας κινεί ταξίδι μακρινό.

Η αίσθηση που έχω είναι πως τα δύο προηγούμενα «μέρη», τα νοερά ημερολογιακά αποσπάσματα του  «παππού»  Βασίλη και ο μονόλογος της μάνας είναι δυο ποταμοί που εκβάλλουν στο ίδιο σημείο: στο δέλτα εκείνο όπου γεννιέται ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος-Σάντο, πριν από όλα είναι Ποιητής, δηλαδή: Ξένος.  Τον τρώει ένα σαράκι γραφής:

«…τώρα το ξέρει: η ενασχόλησή του με το γράψιμο ήταν ίσως ό,τι χειρότερο του συνέβη ποτέ, ήταν εκείνη η σταγόνα που πέφτει αενάως επαναλαμβανόμενα, τικ τακ τικ, και μέχρι να το καταλάβεις έχει μετατραπεί σε έναν πελώριο σταλακτίτη που σου κρύβει το φως  του ήλιου και πάνω στον οποίο  χτυπάς το κεφάλι σου ή καρφώνεσαι. Το γράψιμο, αυτή η ανάδευση και το κλώσιμο του πόνου, έχει σταθεί η καλύτερη αφορμή που του είχε εμφανιστεί προκειμένου να μη ζει: όσο περισσότερο έγραφε τόσο λιγότερο ζούσε, κι όσο λιγότερο ζούσε τόσο περισσότερο έπρεπε ή ένιωθε ότι έπρεπε να γράψει….»

Ο Αλέξανδρος Σάντο «κουβαλά» μαζί του ένα μαύρο τετράδιο. Στην πρώτη σελίδα διακρίνουμε τον τίτλο: «Βρώμικο φως». Το τετράδιο περιέχει ποιήματα που κάποτε έγραψε ο Αλέξανδρος για μέλη της οικογένειάς του και για κάποια Άννα, «γι’ αυτούς τους λίγους που μπόρεσα να αγγίξω.»

Με έρμα και σκευή λοιπόν ετούτο το μαύρο τετράδιο, ο Αλέξανδρος ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι σε ξένη χώρα, σε ξένη ήπειρο γυρεύοντας ίχνη Χαμένου Αδελφού. Φθάνει στην Αμερική γυρεύοντας ίχνη του χαμένου αδελφού Νέλου- Μενελάου. (Κι ο Αγαμέμνων, εκείνος ο αγάς της Μνήμης, για τον αδελφό του, Μενέλαο μπλέχτηκε σε μεγάλη περιπέτεια – κι ας μας συγχωρηθεί η ρηχότητα αυτών των συνειρμών.)

Με μια τρισέλιδη πρόταση ο Γκέζος περιγράφει την Αμερική (του): την Αμερική της σχεδίας του Τομ Σόγιερ, της κιθάρας του Έλβις και των Μακ Ντόναλτς. Ό,τι και να γράψουμε για την πρόταση αυτή, θα είναι προδοτικό. Καλύτερα, να την διαβάσετε.

Γιατί όμως ο συγγραφέας επιλέγει αυτή τη χώρα για την … εκστρατεία του;

Ίσως γιατί:

 «… είναι η απουσία ιστορίας που χάνεται στους αιώνες’ φαντάζεται τη χώρα αυτή  σαν ένα πλάσμα άφυλο που με κάποιον τρόπο γεννήθηκε μονομιάς σχεδόν ενήλικο, κι έτσι, στερούμενο παρελθόντος, πορεύεται ανάλαφρα στο μέλλον, απαλλαγμένο από τη γελοία υποχρέωση της αναπόλησης και του αναμασήματος…»

Και γιατί γυρεύει τον Μενέλαο:

«Αχ Μενέλαε, είδωλό μου ανεστραμμένο και διογκωμένο…»

«…ο Μενέλαος έκανε αυτό ακριβώς που έπρεπε να κάνει, πιστός στη διάνοια, στην ατομικότητα και στο ένστικτο της επιβίωσης, χωρίς να (πρέπει να) λογαριάζει μάνα, πατέρα κι αδερφό- ποιος μας υποχρέωσε άλλωστε;»

Πολλά τα θέματα που θέτει ο Γκέζος σ’ ετούτο το βιβλίο – όπως άλλωστε και στα προηγούμενά του. Ταξίδια της ύπαρξης, μετανάστευση σε αλλότριες περιοχές εαυτού…

Κι ενόσω ο Χρήστος Αρμάντο καταβυθίζεται σε «κουνελότρυπες» της Μνήμης του, εκεί, στις Χώρες-των-Τραυμάτων του, ο Αλέξανδρος Σάντο περπατά πάνω στο χιόνι και περπατά και περπατά και κρατεί το μαύρο τετράδιο, εκείνο που γράφει πάνω του «βρώμικο φως», και κάποια στιγμή σηκώνει το χέρι του ψηλά κι εκσφενδονίζει το τετράδιο. Κι εκείνο στροβιλίζεται, στροβιλίζεται, ανυψώνεται. Κι εν τέλει βυθίζεται. Σε λίμνη.

«…αλλά το ποίημα δεν χάνεται»

Ναι. Το ποίημα δεν χάνεται. Αντίθετα με τους συμμετέχοντες α’ αυτήν την ιστορία που ίσως δεν κατάφεραν να διαβάσουν τι περιείχε εκείνο το μαύρο τετράδιο που εκσφενδονίστηκε σε λίμνη, εμείς οι αναγνώστες προλαβαίνουμε να το διαβάσουμε σ’ εκείνο το μέρος του βιβλίου που δεν έχει αριθμό, στίχους για συννεφένιες φτερούγες και συννεφένια παντελόνια, στίχους για δυο Σύλβιες: εκείνη που κάηκε σε φούρνο και την άλλη, στίχους, για την «Επίγνωση του Φοίνικα».

 

Στη μέση του χρόνου…

Γράψαμε στην αρχή πως ο Σάντο Αλέξανδρος βρίσκεται στη μέση του … χρόνου. Ναι, γιατί έχουμε την αίσθηση πως η ιστορία ετούτου του βιβλίου δεν τελειώνει εδώ…  Ίσως ο Γκέζος ανεβάσει στην σκηνή, την επόμενη φορά, τον Πέτρο, τον αγαπημένο μαθητή…, εκείνον που μιλά στο κεφάλαιο 0, και μας δίνει το νήμα της αφήγησης…  Ίσως γιατί ο ίδιος ο Αλέξανδρος συνεχίσει την αφήγηση. Περιμένουμε.-

                                               

                                        

Σημειώσεις:

[1]: O Τίτλος της κριτικής [Ο Χρήστος στη Χώρα των Τραυμάτων] είναι τίτλος ποιήματος του Χ. Α. Γκ.  από την συλλογή «Ανεκπλήρωτοι φόβοι». Όλα τα αποσπάσματα με  πλαγιογράμματη γραφή που ενσωματώνονται στο κείμενο είναι στίχοι/τίτλοι/φράσεις από το έργο του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Λεία που έχει «σπαραχθεί» άλλοτε βιαίως κι άλλοτε δικαίως.

[2]: Τίτλος ποιήματος του Γιώργη Παυλόπουλου, από την συλλογή «Πού πήγαν τα πουλιά;».

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular