Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«η ζωή μας είναι έρμαιο κάποιων σιωπών»

   

Έρημοι δρόμοι, στοιχειωμένοι από απουσίες, σκιές που ανασαλεύουν στο ημίφως, καγκελόπορτες προ πολλού κατεδαφισμένες, σπίτια νεκρών, διαδρομές που είναι άλλοτε φυγές και άλλοτε επιστροφές, και πάνω απ’ όλα, πρώτα απ’ όλα, το Παρίσι, κατοικημένο από αλησμόνητα φαντάσματα που σπινθηρίζουν στη μνήμη ενός νυχτερινού περιπατητή. Ο Πατρίκ Μοντιανό μεταστοιχειώνει τη μνήμη σε λογοτεχνία, ψηλαφώντας στο σκοτάδι τη μυθοπλαστική υφή της ανάκλησης. Η λογοτεχνία του επιμελείται αριστουργηματικά μια φανταστική τοπιογραφία, χαρτογραφημένη από λιγοστές, τις πλέον κρίσιμες, λέξεις. Καμία κλίμακα κανενός χάρτη δεν θα μπορούσε να χωρέσει την απέραντη, ονειρική επικράτεια μιας μνήμης που καλλιγραφεί τα περασμένα. Οι σελίδες του Μοντιανό είναι σπαράγματα του ατέρμονου παλίμψηστου του χαμένου χρόνου, ψήγματα πολύ προσεκτικά εξορυγμένα. Εικόνες αποσπασματικές, θολές και φευγαλέες, σημαδεμένες από έναν εσωτερικευμένο αντίκτυπο, πλαισιωμένες συχνά από ένα όνομα, έναν τόπο, μια χρονολογία, έτσι που να δημιουργούν την οφθαλμαπάτη του συγκεκριμένου, αναδύονται στο χαρτί αναδαυλίζοντας τετελεσμένες ιστορίες. Μόνο η μνήμη με τον ακαταλόγιστο μηχανισμό της γνωρίζει τη σημασία των ιστοριών που διαφυλάσσει. Ο συγγραφέας ακολουθεί σαν υπνοβάτης τον αχνό φωσφορισμό παλιών, από χρόνια σβησμένων οδοσήμων, κυλώντας προς την πρωταρχική κοίτη της μνήμης, την παιδική και την εφηβική ηλικία, τον χωροχρόνο των πρώτων μύθων.

Σημείο αναφοράς στο πρόσφατο αφήγημα είναι το καλοκαίρι του 1965. Ο εικοσάχρονος τότε Μοντιανό περπατούσε στο Παρίσι, αναζητώντας για πρώτη φορά στη ζωή του ένα κρησφύγετο. Μια αίσθηση απειλής τον καταδίωκε. Είχε δει ένα έγκλημα και αδυνατούσε να διαφύγει από την υπόνοια της ενοχής του. Νόμιζε πως στους δρόμους και τα καφέ του Παρισιού «αιωρούνταν η απειλή μιας σύλληψης». Ένιωθε πως το είχε παρατραβήξει, πως οι νυχτερινές του περιπλανήσεις τον είχαν φέρει πολύ πιο μακριά από όσο υπολόγιζε ή ήλπιζε. Φοβόταν πως στο επόμενο βήμα τον παραμόνευε η καταστροφή και κυριαρχημένος και πάλι από την τάση φυγής αγωνιούσε να φύγει από τον πάτο για να επιστρέψει στην επιφάνεια.

 «Για μένα ήταν μια φυγή πολύ πιο σημαντική από τις άλλες. Είχα πιάσει πάτο και έπρεπε να δώσω μια ώθηση για να ανέβω ξανά στην επιφάνεια».

Στις 28 Ιουνίου του 1965 έχασε την αυταπάτη της ασυλίας του ως νυχτερινού, λαθραίου παρατηρητή. Μέχρι τότε καταδυόταν στις αφώτιστες κατακόμβες του Παρισιού και περιπλανιόταν στις πιο μυστικές και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του, έχοντας την αίσθηση πως διέπλεε έναν τόπο ονείρου. Ακόμα και αν το όνειρο ξεσπούσε σε εφιάλτη, θα είχε πάντα τη δυνατότητα να ανοίξει τα μάτια και να επιστρέψει στην ασφάλεια του ξύπνιου, σωσμένος από τα δόκανα του ύπνου. Όμως δεν κοιμόταν, υπνοβατούσε. Απομακρυνόταν με ληθαργικά βήματα από τη ζωή του, εξερευνώντας μονοπάτια όπου ίσως συναντιόταν με τα δυνητικά είδωλα μιας άλλης ζωής. Και πάντα δίχως να ξέρει αν ο δρόμος ήταν ο σωστός.

«Αμέτρητοι σωσίες του εαυτού μας ακολουθούν τους αμέτρητους δρόμους που δεν πήραμε στα σταυροδρόμια της ζωής μας, ενώ εμείς νομίσαμε ότι υπήρχε μόνο ένας δρόμος».

Όσο πιο βαθιά καταδυόταν, τόσο πιο ολισθηρός αποδεικνυόταν ο κατήφορος. Στα καφέ της Μονμάρτρης αποζητούσε την άνωση. Είχε αφεθεί να παρασυρθεί από ένα επικίνδυνο ρεύμα, μολονότι υποψιαζόταν πως υπήρχαν πρόσωπα που «δεν ήξερες ώς πού θα τολμούσαν να σε παρασύρουν». Είχε εισδύσει σε ένα διαμέρισμα με νυκτόβια πλάσματα και είχε δει ένα από αυτά νεκρό στο χαλί. Στη βιβλιοθήκη υπήρχε ένα ρεβόλβερ. Και εκείνο το καλοκαίρι η Μονμάρτρη που φλεγόταν από τον ήλιο, ήταν φανταστική, ήταν ένας τόπος μυθοπλαστικός, φρουρημένος από την ασυλία της λογοτεχνίας.

Είκοσι χρόνια μετά από τον Ιούνιο του 1965, ο Μοντιανό αποτόλμησε να επεξεργαστεί μέσω της μυθοπλασίας, ή, αλλιώς, να κρύψει στη γραφή, τη ρήξη που επέφερε στη ζωή του εκείνη η καλοκαιρινή νύχτα, διερωτώμενος «[…] ποιο ήταν το χρονικό όριο μετά το οποίο η δικαιοσύνη δεν διώκει τους ενόχους ή τους συνεργούς τους, και ρίχνει οριστικά πάνω τους το πέπλο της αμνηστίας και της λήθης». Ακόμα και πλαστογραφώντας την ύπαρξή του, μεταπλάθοντάς την σε λογοτεχνία, ανησυχούσε μήπως «μια λεπτομέρεια πολύ ακριβής» θα μπορούσε ακόμα να τον βλάψει, «[…] και να προκαλέσει αυτό που ονομάζεται “συμπληρωματική έρευνα” για μια “υπόθεση” στην οποία είχα ενδεχομένως εμπλακεί».

Οι λεπτομέρειες χρειάζονται θάρρος. Ο Μοντιανό, αποδεχόμενος τη δειλία του, επιστρέφει επιφυλακτικά στις ημέρες της νιότης του και κυρίως στις ημέρες εκείνου του καλοκαιριού, που τα κατοπινά χρόνια τις συλλογιζόταν σαν «μια παρένθεση, ή μάλλον αποσιωπητικά». Ήταν ημέρες που προετοίμαζαν την έξοδο από τη νεότητα, ήταν το πρόπλασμα του ανθρώπου που ο ίδιος επρόκειτο να γίνει. Η τόλμη του φτάνει μόνο μέχρι την αναφορά κάποιων τοπογραφικών πληροφοριών και μερικών ονομάτων, για τα οποία αμφιβάλλει. Μπορεί τελικά αυτά τα πρόσωπα να μην λέγονταν έτσι, να είχαν άλλα ονόματα. Ίσως και άλλη όψη. Γράφοντας το 2017 για εκείνες τις ημέρες, ο Μοντιανό δεν κατατρύχεται ασφαλώς από καμία υπόνοια απειλής. Ωστόσο, αναρωτιέται αν επιζούσαν ακόμη μάρτυρες της νεότητάς του, μάρτυρες των ίδιων καιρών, και αν θα είχαν τη δυνατότητα να διακρίνουν στο πρόσωπό του τον νεαρό που περπατούσε στο Παρίσι τη δεκαετία του ’60. «[…] αναρωτιέμαι […] αν οι πιο πολλοί απ’ αυτούς θα έκαναν τη σύνδεση ανάμεσα σ’ αυτό που γίναμε και στη θολή εικόνα ενός νέου που δεν θα μπορούσαν να πουν ούτε το όνομά του».

Η σύνδεση ανάμεσα στο τότε και το τώρα παρεμποδίζεται από τις αναμνήσεις που είναι πάντοτε αναξιόπιστες και εν πολλοίς επινοημένες. Οι περισσότερες γέφυρες είναι γκρεμισμένες· έπρεπε άλλωστε να κοπούν. Επιστρέφοντας πίσω, στις αρχές της ζωής του, ο Μοντιανό έχει την αίσθηση πως περπατάει μέσα σε όνειρο και δεν είναι σίγουρος πως τα παραισθητικά βήματά του φέρουν τη δική του ταυτότητα. Διέλαθε την πραγματικότητα, σαν να διήλθε τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του κρυμμένος σε ψευδώνυμο. Ζούσε σε μεγάλη μοναξιά και σε μεγάλη σύγχυση. Σίγουρα τον γοήτευε από τότε η αλχημεία, η πρόσμειξη της φαντασίας στην πραγματικότητα. Σε κάθε του σελίδα ο Μοντιανό ανακαλεί μια λογοτεχνική ύπαρξη. Η αυτοπροσωπογραφία του μορφοποιείται από θολές, αμφίβολες λεπτομέρειες ενώ το μεγαλύτερο, το ουσιωδέστερο μέρος της παραδίδεται στη σκιά της αμφισημίας.

Αν και συνηθισμένος ήδη από την παιδική του ηλικία στις εξαφανίσεις, τον Μοντιανό τον συναρπάζει η εξαφάνιση, η απουσία. Το κενό ανοίγει χώρο σε ερεθιστικές εικασίες, η απώλεια αποκτά τη διάσταση της μαγείας, μεγεθύνεται σε μύθο. Γι’ αυτό δεν ξαφνιάζει που ο νεαρός Μοντιανό θέλοντας να ξεφορτωθεί έναν ενοχλητικό τύπο τον ξαποστέλνει σε μια φανταστική διεύθυνση με λογοτεχνικό ονοματεπώνυμο. Ο ανεπιθύμητος έγινε έτσι κάπως μυθικός, ένα φάντασμα ανάμεσα στα τόσα άλλα που τον κύκλωναν. Γράφοντας, ο Μοντιανό τον φαντάζεται να περπατάει με σηκωμένο γιακά μες στον βαρύ χειμώνα του Παρισιού, «αναζητώντας μια λεωφόρο που δεν υπήρχε. Κι αυτό, ώς την αιωνιότητα». Από την άλλη, δεν ξαφνιάζει ούτε η απογοήτευσή του, όταν κάποιες απουσίες έχαναν αίφνης τη σημασία τους, γιατί ανακάλυπτε πως οι απόντες είχαν απλώς μετακομίσει.

«Αυτά τα πρόσωπα που αναρωτιέσαι τι απέγιναν και η εξαφάνισή τους περιβάλλεται από μυστήριο, ένα μυστήριο που δεν καταφέρεις ποτέ να το ξεκαθαρίσεις, ε λοιπόν, θα εκπλαγείς μαθαίνοντας ότι απλώς κατοικούν σε άλλο Διαμέρισμα».

Η εργασία του Μοντιανό «γίνεται ψηλαφητά», γιατί επιχειρεί να ακραγγίξει κάτι που πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχθεί, την εικονοποιία του παρελθόντος του. Τα θραύσματα που ανασύρει από τον βυθό του χρόνου είναι κομμάτια του παζλ, της επίζηλης εικόνας, αλλά κάθε κομμάτι δείχνει απομονωμένο, καθώς λείπουν αυτά που αποκρυπτογραφούν την εικόνα. Τα κενά τα γεμίζουν τοπωνύμια, διευθύνσεις και ονόματα, μεμονωμένες ενδείξεις που υπαινίσσονται τον ιστό μιας αναπεπταμένης αφήγησης. Σκόρπια ονόματα και σύντομες φράσεις, ριγμένα όλα στο χαρτί με την ελπίδα ότι θα συναρμολογήσουν την ιστορία που ο συγγραφέας αρνείται να εξιστορήσει με την πρόφαση της έλλειψης επαρκών στοιχείων.

«Εύχομαι αυτά τα ονόματα, σαν τους μαγνήτες, να τραβήξουν κι άλλα ονόματα στην επιφάνεια, κι αυτές οι αποσπασματικές φράσεις να σχηματίσουν παραγράφους και κεφάλαια που θα διαδέχονται το ένα το άλλο. Περιμένοντας, περνάω τις μέρες μου σ’ ένα μεγάλο υπόστεγο που μοιάζει με τα παλιά γκαράζ, αναζητώντας χαμένα πρόσωπα και πράγματα».

Η δειλία του Μοντιανό πολύ περισσότερο από υφολογικό τέχνασμα είναι αβρότητα, διότι ενέχει την παραδοχή πως τα πρόσωπα και τα πράγματα που διακαώς αποζητάμε μένουν συνήθως ανέγγιχτα. Από το άλλο μέρος, πολύ συχνά οι μνημονικές εξορύξεις δεν είναι παρά τιμαλφή της φαντασίας. Έρχονται στο μυαλό εξαχνωμένες και πλανερές, σαν λέξεις ονείρου που ξεψυχούν με το ξύπνημα, και εγείρουν ερωτήσεις που χάνονται «χωρίς απάντηση στο σκοτάδι του χρόνου». Ο Μοντιανό ξέρει πως δεν απειλείται από την κατηγορία της ψευδορκίας. Η ενδεχόμενη ενοχή της παραχάραξης παραγράφεται διαμιάς από τη λογοτεχνική κατασκευή της ανάκλησης.

«Σκέφτομαι ότι πρόκειται για ένα παρελθόν τόσο μακρινό, που το καλύπτει αυτό που η δικαιοσύνη ονομάζει αμνηστία».

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παλινδρόμηση της γραφής του Μοντιανό ανάμεσα σε μια διαρκώς πάλλουσα εσωτερική ζωή και στην οχλοβοή των δημόσιων χώρων. Οι αιτιάσεις αυτής της ανήσυχης εσωτερικής ζωής τον σπρώχνουν έξω στους δρόμους. Τον καιρό των συναντήσεων, όπως αποκαλεί ο Μοντιανό το μακρινό παρελθόν της νεότητάς του, περνούσε τις περισσότερες μέρες του έξω, «στους δρόμους και στους δημόσιους χώρους, στα καφέ, στο μετρό, σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε αίθουσες κινηματογράφου». Στις συναντήσεις αυτές, τυχαίες, απρόσμενες, βραχύβιες, «συναντήσεις χωρίς μέλλον», πάντοτε υπήρχαν αφηγήσεις και ο Μοντιανό στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν μανιώδης συλλέκτης των διάσπαρτων, αδέσποτων ιστοριών που αντιβοούσαν στο Παρίσι. Και καθ’ έξιν λαθρακουστής. Είχε ακούσει πολύ «παράξενα λόγια πίσω από μισάνοιχτες πόρτες, από πολύ λεπτούς τοίχους δωματίων ξενοδοχείου, στα καφέ, στις αίθουσες αναμονής, στα νυχτερινά τρένα». Τα πρόσωπα μπορεί να εξαφανίστηκαν, να χάθηκαν στα μονοπάτια που τα διεκδικούσαν, τα ονόματά τους μπορεί να ξεχάστηκαν, αλλά τα λόγια τους δεν χάθηκαν για πάντα. «Έχουν γεμίσει πέντε τετράδια, με ημερομηνίες και αποσιωπητικά». Αρχειοθετώντας σε τετράδια το άναρχο, πολυσυλλεκτικό ιδιόλεκτο ανώνυμων, διασταυρούμενων φωνών, ο Μοντιανό μνημείωνε σε λέξεις τον ρέοντα και διαφυγόντα χρόνο της καθημερινότητας, διαστίζοντας το Παρίσι με νευραλγικά σημεία, με ίχνη που μαρτυρούσαν την πολυτροπία της ζωής, την απειρία των εκδοχών της. Οι λέξεις του φώτιζαν διανυσμένες διαδρομές, ήταν σαν τις φωτεινές γραμμές στους χάρτες του μετρό με τις στάσεις και τις ανταποκρίσεις, ένα δίκτυο σημείων στα σπλάχνα του Παρισιού. Ανατρέχοντας αργότερα σε αυτά τα τετράδια, ο Μοντιανό θα καθαρογραφούσε στις σελίδες των βιβλίων του τη λογοτεχνική ρυμοτομία της νεότητάς του.

Η γραφή του Μοντιανό αφοσιώνεται σε μια ατέρμονη επιστροφή. Την επιστροφή αυτή, που ουδέποτε τελειώνει, καθώς η μνήμη δεν έχει ούτε αφετηρία ούτε προορισμό, την αναρριπίζει μια ευχή της φαντασίας. Πώς θα ήταν αν είχαμε τη δυνατότητα να ξαναζήσουμε «την ίδια ώρα, στα ίδια μέρη και στις ίδιες συνθήκες αυτά που είχαμε ήδη ζήσει, αλλά να τα ξαναζούσαμε πολύ καλύτερα από την πρώτη φορά, χωρίς τα λάθη, τα απρόβλεπτα και τους νεκρούς χρόνους»; Θα ήταν, σκέφτεται ο Μοντιανό, «σαν να αντιγράφαμε καθαρά ένα χειρόγραφο γεμάτο μουντζούρες».

Αν η Μονμάρτρη του 1965 ήταν ένας τόπος κατάφλεκτος από τον καλοκαιρινό ήλιο, η επάνοδος σε εκείνον τον φανταστικό τόπο είναι επίμοχθη, καθώς ο συγγραφέας ανασκάπτει τα μυστικά και τα αποσιωπητικά του μυαλού του, πασχίζοντας να θραύσει «ένα λεπτό στρώμα χιονιού και λησμονιάς». Έχει μάλιστα την εντύπωση πως οι χειμώνες της δεκαετίας του ’60 «ήταν πολύ πιο δριμείς από τους σημερινούς». Ιδίως οι χειμώνες στην Άνω Σαβοΐα, στο οικοτροφείο όπου μάθαινε πως στη δική του ζωή δεν υπήρχαν γονείς που θα του παρείχαν «ηθική, συναισθηματική ή υλική στήριξη». Τις νύχτες του χειμώνα στην Άνω Σαβοΐα, «ανέπνεες έναν αέρα παγωμένο και καθαρό, μεθυστικό σαν τον αιθέρα». Μια ακόμα ναρκωμένη ανάμνηση που αφυπνίζει την αίσθηση του παγωμένου σκοταδιού, λίγο πριν την αυγή, στο χειμωνιάτικο Παρίσι. «Μια ανάπαυλα πριν από το ξημέρωμα. Ο χρόνος αβέβαιος και ένιωθε κανείς πιο ανάλαφρος απ’ ό,τι συνήθως».

Επιστρέφοντας στο καλοκαίρι του 1965 νιώθει σαν να ξύνει την κρούστα ενός τραύματος· «σαν ουλή μιας παλιάς πληγής, που ο πόνος της σε μεταφέρει στον χειμώνα ή στις βροχερές μέρες». Σπάζοντας με κόπο τον πάγο που κάλυπτε τον ήλιο του 1965, ο Μοντιανό καταφέρνει να δει τον ίδιο και τη «συνεργό» του να υποθάλπουν τα είκοσι χρόνια τους στα καφέ της Μονμάρτρης. Στην περίπτωσή τους το κλισέ «η ανεμελιά της νεότητας» κατατροπωνόταν, αλλά ένα άλλο, ότι είχαν όλο το μέλλον μπροστά τους, βρισκόταν σε πλήρη ισχύ.

«Οι κινήσεις μας ήταν πάντοτε οι ίδιες, στα ίδια μέρη, τις ίδιες ώρες και κάτω από τον ίδιο ήλιο. Κρατώ την ανάμνηση των έρημων δρόμων, τις μέρες του καύσωνα».

Ένα από τα αναγνώσματα που συντρόφευσαν την εφηβική ηλικία του Μοντιανό τη δεκαετία του ’60 ήταν ένα βιβλίο με τίτλο L’ Éternel Retour du même. Θα μπορούσε κανείς να του καταλογίσει πως τα βιβλία του πάσχουν από αυτήν ακριβώς την έξη τους να επιστρέφουν αδιάκοπα στο ίδιο, στα ίδια τοπία, στις ίδιες απώλειες και απουσίες. Ωστόσο, η γραφή του Μοντιανό είναι ισχυρότερη από τις εμμονές της. Εκείνη τους δίνει κατεύθυνση και μορφή, συστεγάζοντάς τες σε μια συναρπαστική, μυθοποιημένη σκηνογραφία. Και σε κάθε περίπτωση εκείνο που εντέλει μετράει είναι η χάρη του βηματισμού, η μετατόπιση από λέξη σε λέξη, το μέτρο και ο ρυθμός του διασκελισμού, η διάνυση των διάκενων όπως και η ανάδειξη του χάσματος των σιωπών και των αποσιωπητικών.

Μπορεί πράγματι η γραφή του Μοντιανό να είναι έρμαιο της σιωπής της μνήμης, αλλά την ίδια στιγμή απαιτεί από τη μνήμη να μιλήσει και από αυτή την απαίτηση, που είναι περισσότερο ικεσία, απορρέει η απαραγνώριστη γοητεία του λόγου του, ενός λόγου βαθιά συγκινημένου, που όμως αρθρώνεται μετά από τη φόρτιση της συγκίνησης. Το δράμα που περισσότερο αναστατώνει είναι εκείνο που αποσιωπάται. 

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular