Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 «Είναι αυτή η δυσδιάκριτη θλίψη που ενυπάρχει στα πάντα και θολώνει την άκρη του ματιού». 

 

Η Άλμα είναι ένα κορίτσι που γεννιέται σε έναν απόκοσμο τόπο. Η γέννησή της είναι γεγονός, εξονυχιστικά μάλιστα καταγεγραμμένο στις σελίδες, ο χρόνος, όμως, δεν την ορίζει. Μόνον ο χώρος. Εκεί όπου χωρά. Ζει μέσα σε επτά αγκαλιές, «όπως τα έμβρυα ζουν μέσα στη μήτρα». Δεν γνωρίζει άλλον κόσμο, πέρα από τα χέρια που την αγγίζουν και τη θερμαίνουν. Τρέφεται με χάδια. Αναδύεται στην πρώτη σελίδα σαν απολύτως αρραγής ύπαρξη, «απολύτως αυτάρκης», η σπανιότητα της οποίας έγκειται στην ικανότητά της να εφάπτεται στα σώματα των άλλων σε σχήμα αγκαλιάς. «Η επαφή, το άγγιγμα, το χάδι». Στην αφή κορυφώνεται η ζωή της. «Δέρμα με δέρμα». Οι άλλοι δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν φέρνουν «τα ακροδάχτυλά τους να ακουμπήσουν στα χείλη» της. Είναι εύθραυστη, «όπως ένα πεσμένο φύλλο στο χώμα». «Η ζωή της κρέμεται από μια κλωστή». Η Άλμα δεν μεγαλώνει, αλλά ζει σε έναν τόπο σωρευμένης θνητότητας. Εμφανίζεται σαν ζείδωρη, ιαματική οντότητα σε μια επικράτεια θανάτου. Θάλλει, αλώβητη και άτρωτη, σε έναν θόλο ασθένειας. Τα σώματα που τη θάλπουν, υπομένουν μια δυσεξιχνίαστη, εσωτερικευμένη καταδίκη. Κάθε φορά που οι άλλοι την ακουμπούν προσεκτικά στο στήθος τους, συντονίζοντας την ανάσα τους στον παλμό της καρδιάς της, νιώθουν θεραπευμένοι. Η αγκαλιά της Άλμα γίνεται νευραλγική αρτηρία, λώρος, που μεταγγίζει στα πάσχοντα κορμιά τους το ζωτικό στοιχείο που στερούνται, «περίσσια αγάπη». Τη «θερμαίνουν με το κορμί και την ανάσα τους» και εκείνη τους επιστρέφει ένα πλεόνασμα τρυφερότητας. «Είμαι ό,τι πιο πολύτιμο για εκείνους».

«Υποδέχτηκαν το παιδί όπως υποδέχεσαι έναν άγγελο».

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι δεξιοτέχνης στη μετάπλαση του οικείου σε ανοίκειο. Στα βιβλία του η πραγματικότητα υφίσταται μια αδιόρατη, ακραία ωστόσο, στρέβλωση, η οποία εκβάλλει σε επιμέρους παραμορφώσεις και μετατοπισμούς. Κάτι δεν στέκεται καλά στους τόπους όπου βηματίζουν οι ήρωές του. Υποπτεύεσαι πως το έδαφος κάτω από τα πόδια τους είναι σαθρό και εύθρυπτο, πως δεν προσφέρει παρά μια παραίσθηση ισορροπίας. Ρωγμές παραμονεύουν τα βήματά τους. Οι χώροι που ιχνηλατούν είναι, θαρρείς, η εξωτερική έκφανση μιας ενδότατης χωροταξίας. Το από μέσα διαστρέφει το απέξω. Στη σκηνογραφία δεσπόζει επίσης η αντίστιξη ανάμεσα στο εκτεθειμένο και το μύχιο. Οι ήρωες του Χρυσόπουλου μοιάζουν να ζουν σε έναν γυάλινο κόσμο, διάφανο και την ίδια στιγμή αδιαπέραστο. Ο βηματισμός τους στον αυστηρά οριοθετημένο χώρο υποτάσσεται σε μια κεντρομόλο δύναμη, που αποκλείει τις μακρόπνοες φυγές. Ένα βαρυτικό πεδίο, διαχεόμενο από ένα απροσμάχητο κέντρο βάρους, τους κρατά χαμηλά, στον πυθμένα της ύπαρξης. Κανένας από τους τόπους όπου αποσύρονται και αναδιπλώνονται οι ζωές τους, δεν είναι ασφαλής, όχι όμως επειδή έχει μείνει αφρούρητος, αλλά, αντιθέτως, επειδή είναι αδιέξοδος, γερά σφαλισμένος, κατάφρακτος. Η επιθυμία της εξόδου, αν πότε ανακύψει, γίνεται εφιάλτης, μια δοκιμασία του νου και της ψυχής.

Στην Άλμα τα οκτώ δραματικά πρόσωπα κατοικούν σε έξι διαμερίσματα μιας νοσοκομειακής Μονάδας, που θα μπορούσε να είναι μια αδιευκρίνιστη υγειονομική υπηρεσία, γηροκομείο ή ακόμα και φυλακή ή φρενοκομείο. Οι δύο υπεράριθμοι είναι η Άλμα και ο Επισκέπτης. Η Άλμα ανασαίνει ανάμεσα σε επτά αγκαλιές. Ο Επισκέπτης φιλοξενείται σε ένα ράντζο. Η γυναίκα που ονομάζεται «Εκείνη», η μητέρα της Άλμα, δεν συμπεριλαμβάνεται στον τρέχοντα πληθυσμό της Μονάδας, μολονότι μετά τον τοκετό μετοικεί και Εκείνη εκεί. Φαίνεται να κυοφορεί στα σπλάχνα της όλες τις μορφές του βιβλίου, όλους τους χρόνους των ενοίκων.

Η Μονάδα εντάσσεται στη μαιευτική πτέρυγα του νοσοκομείου. «Μοιάζει με κιβωτό που ξεχάστηκε καταμεσής του νοσοκομείου». Οι ένοικοι δεν δέχονται την παραμικρή θεραπευτική φροντίδα. Επιβιώνουν χάρη σε μια απρόσωπη, μηχανιστική και αδιατάρακτη γραφειοκρατική μέριμνα, που αναλαμβάνει τις στοιχειώδεις διεκπεραιώσεις της συντήρησής τους. «Ζουν μόνοι. Ο καθένας αποτραβηγμένος στο νεφέλωμα του δικού του νοητού κόσμου. Στο θραύσμα της δικής του ύπαρξης». Είναι έγκλειστοι στη μονάδα που συνιστά η ιστορία τους. Δεν έχουν ονόματα, παρά μόνον από μια αφήγηση, ένα σχολαστικά αποθησαυρισμένο, αναπαλλοτρίωτο απόθεμα λέξεων. Μια ανίατη εσωστρέφεια αποστρέφει το βλέμμα τους από τις ζωές των άλλων. «Καθένας εκεί ζει μόνος». Παραμένουν κλειστοί και αδιάρρηκτοι, απαραβίαστοι από κάθε άλλη παρουσία. Είναι ολότελα εγκαταλελειμμένοι στον εαυτό τους. «Ακόμα και οι ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάσσουν θυμίζουν μονολόγους, ή μάλλον, ανύσματα απευθύνσεων που χάνονται στο άπειρο, δίχως να τέμνονται με τον λόγο κάποιου άλλου προσώπου». Όσοι θυμούνται ακόμη τις περιστάσεις της άφιξής τους, το σημείο μηδέν του εγκλεισμού τους, έχουν φροντίσει να ξεχάσουν κάθε «αλλού». Για εκείνους δεν υπάρχει παραπέρα. Η σκέψη της εξόδου δεν τυραννά το μυαλό τους. Καμία απαγόρευση δεν αποτρέπει τη φυγή. Απλώς αυτό το ενδεχόμενο έχει πάψει να υφίσταται για εκείνους. «Για την ακρίβεια, η έξοδος δεν συζητείται ποτέ. Οι μόνες ιστορίες που ακούγονται αφορούν την άφιξη. Την είσοδο. Την καταγωγή. Την αναχώρηση δεν την αναφέρει κανείς».

Ο μόνος χρόνος που αντιλαμβάνονται οι τρόφιμοι της Μονάδας, είναι εκείνος που αναπολούν ή εξιστορούν. Όταν ανάμεσά τους βρέθηκε η Άλμα, ο χρόνος απέκτησε τη στίλβουσα όψη ενός διαρκούς, άπλετου παρόντος. Η Άλμα ήταν η αδόκητη ίαση της αδιάγνωστης νόσου τους.

«Αυτό είναι όλο;»

Η Άλμα απογοητεύεται από τον κόσμο στον οποίο κατέφτασε. Νοσταλγούσε κάτι καλύτερο. «Έχουν όλα στερέψει, θα έπρεπε να δούμε κάτι και δεν υπάρχει τίποτα εδώ για να δούμε».

Ο Επισκέπτης, ανέκκλητα γονατισμένος, προ καιρού εκμηδενισμένος, θέλοντας να παρηγορήσει την απογοήτευσή της αλλά και να κατευνάσει τη λαχτάρα της για κάπου αλλού, της είπε πως έξω από τη Μονάδα δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από τον ήλιο, και φυσικά κανείς δεν ζει εκεί, μες στο φως. Η Άλμα, που μόλις πριν από μία ώρα είχε αντικριστεί για πρώτη φορά με μια λάμπα φθορισμού στον θάλαμο του χειρουργείου, του ομολογεί με ενήλικη απόγνωση πως αυτό που επιθυμούσε ήταν κιόλας νεκρό. «Ναι, αυτό που ήθελα πέθανε πριν από περίπου μια ώρα».

«Η διάταξη των χώρων συνιστά ένα πανοπτικό σύστημα, μέσω του οποίου επιτηρούνται οι μεταβάσεις από το ένα σημείο στο άλλο». Οι πόρτες στα έξι συνδεδεμένα διαμερίσματα μένουν πάντοτε ανοιχτές. «Οι πόρτες ανοίγουν, μα κανένας δεν βγαίνει». Η μοναχική ζωή δεν προστατεύεται ποτέ επαρκώς από τα βλέμματα των άλλων. Κάθε χειρονομία, με εξαίρεση τις ερμητικές κινήσεις της σκέψης, καθίσταται άμεσα οφθαλμοφανής. Ο διαφορετικός προσανατολισμός των δωματίων μετατρέπει τη θέα έξω από τα παράθυρα σε ένα εξωφρενικό κολάζ, ένα ξεγέλασμα της όρασης. Οι συνάψεις μεταξύ των ετερόκλητων όψεων δεν διαθέτουν συνοχή. Δεν υπάρχει «σύνδεση ή ολότητα». Τα τοπία προβάλλουν λειψά, ημιτελή, σαν να είχε «παραλειφθεί ανάμεσα στα κομμάτια ένα μέρος του κόσμου». Οι ραφές με τις οποίες είχε συναφθεί η μία όψη με την άλλη, ήταν υπερβολικά έκτυπες, σαν ράμματα. Θύμιζαν το μαύρο γαζί γύρω από το σακάκι που κρεμόταν στο δωμάτιο Εκείνης-των-πέντε, εκείνης που ζούσε πέντε χρόνια στη Μονάδα και την οποία η Άλμα φώναζε Τομή, ίσως επειδή υποψιαζόταν πως η ζωή της ήταν γεμάτη τομές.

«Η παρουσία του δεν είναι ευχάριστη. Μοιάζει περισσότερο με ένα εμπρόθετο έκθεμα. Ένα σήμα. Μια υπενθύμιση ή ίσως μια υπόδειξη. Υπάρχει κάτι πένθιμο σε αυτό το κρεμασμένο ρούχο. Σαν άνθρωπος με τα χέρια κατεβασμένα. Κάτι πεθαμένο που τοποθετήθηκε επιμελώς εκεί».

Το σακάκι συμβολοποιούσε, θαρρείς, μες στην πένθιμη ακινησία του, την ιστορία που αδημονούσε να ζήσει Εκείνη-των-πέντε. Η ζωή της έμοιαζε με την ασυνάρτητη θέα έξω από τα παράθυρα. Ένα συνονθύλευμα δίχως ειρμό. Η κόρη που δεν ήθελε να είναι, μια μητέρα που τη φθονούσε και την οποία ήθελε να σκοτώσει, ένας άντρας που δεν ήταν παρά ένα λευκό πουκάμισο και μαύρα κυματιστά μαλλιά, ένα κορίτσι που «υπήρχε ήδη κάπου αγέννητο» και ονειρευόταν να το γεννήσει. «Κάπως έτσι μοιάζει να ζει: με ετερόκλητα πράγματα που, αν τα βάλεις μαζί, γίνονται κάτι άλλο».

Η καλειδοσκοπική απεικόνιση που προτείνουν τα παράθυρα, αποκαλύπτει έναν κόσμο κερματισμένο, σπασμένο και παράλογα συγκολλημένο. «Αυτό στην αρχή σε μπερδεύει επειδή το τοπίο είναι ασυνεχές και παράλογο, σαν σουρεαλιστικός πίνακας». Διηθημένο μέσα από τα τζάμια των παραθύρων, «το κολάζ του κόσμου μοιάζει εύθραυστο, έτοιμο να καταρρεύσει ή να παρασυρθεί από τον άνεμο». Η σκηνογραφία της μυθοπλασίας είναι ένα σύνθεμα από οφθαλμαπάτες που αχνοφέγγουν στο ημίφως. Οι φωτοσκιάσεις, οι αιφνίδιες λάμψεις που δραπετεύουν από το θρόισμα μιας κουρτίνας, η σκουρόχρωμη μπογιά σε κάποια δωμάτια, η αιωρούμενη σκόνη που διαχέουν τα αντικείμενα καθώς εκπνέουν, το νεφελώδες ανακάτεμα φυσικού και τεχνητού φωτός, καθετί εκεί μέσα υποθάλπει τις χωροταξικές πλάνες· μοιάζει με αποκύημα μιας παραφρονημένης γεωμετρίας. Τα πάντα είναι παραπλανητικά. Ακόμα και οι ιστορίες των ενοίκων. Όπως οι ίδιοι οι ένοικοι, οι ιστορίες τους ρέουν μες στις σκιές, ανάμεσα σε σιωπές, κυλούν στις ρωγμές του μυαλού, στάζουν σε μισόλογα.

«Όλα εκεί μοιάζουν διαφορετικά. Η αντίληψη δυσκολεύεται να βάλει σε τάξη τις σκέψεις που γεννιούνται με καταιγιστική ταχύτητα και σχεδόν όλες καταλήγουν σε ένα ερωτηματικό. Δεν επιχειρείς να κατανοήσεις, δεν έχεις καν τον χρόνο να εκλογικεύσεις. Αισθάνεσαι βαθιά μέσα σου –ανομολόγητα- ότι βρίσκεσαι σε μια θέση αλλότρια. Έχεις πλέον διαβεί όποιο σύνορο σηματοδοτούσε την ασφάλεια του οικείου τόπου […]. Τι μπορείς να κάνεις τότε για να καθησυχάσεις το μυαλό σου που τρέχει; Τι μπορείς να κάνεις για να σταματήσεις το μυαλό σου που τρέχει;»

Ο εγκλεισμός στη Μονάδα είναι βασανιστικός. Η ζωή εκεί είναι μια διαρκής αναμέτρηση με αναπάντητες απορίες και αλυσιτελείς εκλογικεύσεις· μια αδιάκοπη πολιορκία από ανησυχαστικά ερωτηματικά. «Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τη ζωή, επειδή δεν είναι ό,τι φαίνεται και το μυαλό σου αναζητά διαρκώς τη φυγή». Η υπαρξιακή συνθήκη που περικλείεται στους τοίχους αυτού του παράλογου οικήματος, θα μπορούσε να αποδειχθεί «ένα κατασκεύασμα της φαντασίας». Όμως, η υλική υπόσταση της Μονάδας παρέμενε απελπιστικά απτή. Ήταν αδύνατον να αμφισβητηθεί. «Οπότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Πού βρίσκεται το ψέμα και ποιος ψεύδεται; Πώς φτιάχνεται η πλάνη και ποιος ξεγελιέται;»

«Κανείς δεν φαντάζεται ότι μέσα σε ένα μαιευτήριο βρίσκεται ένας τόπος σαν αυτόν».

«[…] βαθιά στο υπογάστριο του μαιευτηρίου, εκεί όπου γεννιέται η νέα ζωή, στριμωγμένη στη γωνία –ή μάλλον σφηνωμένη σαν ακίδα στα σπλάχνα- η Μονάδα ζει τη δική της παρασιτική, περίκλειστη ζωή. Όσοι ενοικούν εκεί αγνοούν τον επώδυνο αγώνα που εκτυλίσσεται καθημερινά, πίσω από τους τοίχους, στις αίθουσες τοκετού. Όπως και οι γυναίκες που στενάζουν στο μαιευτήριο αγνοούν ότι δίπλα τους, στον λαβύρινθο εκείνων των δωματίων, ο χρόνος κυλά αντίστροφα. Κάποιοι επιστρέφουν στην αρχή, ενώ οι αντικαταστάτες τους αφικνούνται».

Στη Μονάδα εκτυλίσσεται μονότονα και ακατάπαυστα ένα σουρεαλιστικό ψυχόδραμα. Οι τρόφιμοι, αποκλεισμένοι από την οργασμική αναγέννηση της ζωής, νοσούν από τον επερχόμενο θάνατό τους. Βρίσκονται τόσο μακριά από τη ζωή τους που φαίνονται φασματικοί, απισχνασμένοι, ψεύτικοι. «Είναι, θαρρείς, δισδιάστατοι, πεπλατυσμένοι. Φιγούρες κομμένες από χαρτόνι. Σχεδιάσματα σε ένα φύλλο χαρτί».

«Θυμίζουν κομπάρσους. Τα πάντα εκεί μοιάζουν ψεύτικα. Θεατρικά. Οι τοίχοι είναι χάρτινοι. Φοβάσαι να ανεβείς στη σκηνή γιατί φαίνεται εύθραυστη, έτοιμη να υποχωρήσει κάτω από το βάρος του πρώτου βήματος. Ο ουρανός έξω από το παράθυρο είναι μια γαλάζια τεντωμένη ζελατίνα. Η ζωή θυμίζει επιτραπέζιο παιχνίδι για επτά παίχτες».

Όταν ήρθε η Άλμα, η ζωή τους ανέκτησε την τρίτη της διάσταση. Ο σφυγμός του χρόνου άρχισε ξανά να τρικυμίζει το τοπίο. Η Άλμα τους έδειξε την παράξενη θέα των παραθύρων. Εκείνη μόνο τόλμησε να φανταστεί ένα αλλού, κι ας μην είχε ζήσει καθόλου εκεί μέσα. Μέχρι τότε η ζωή τους ήταν «γυάλινη, φυλακισμένη μέσα σε ένα φύλλο γυαλί». Όταν η Άλμα έστρεψε το βλέμμα της στο τζάμι των παραθύρων, είδαν και εκείνοι με έκπληξη τον κόσμο που είχαν λησμονήσει.

Έξω από τα παράθυρα της Μονάδας, ο κόσμος αποκαλυπτόταν στα μάτια της Άλμα σαν μέσα από ένα κλείστρο που ανοιγόκλεινε δαιμονικά, τυφλώνοντάς την με τις ανελέητες ριπές του. Κοιτούσε έκθαμβη αυτή τη φαντασμαγορία της κοινοτοπίας, που εποστρακιζόταν πάνω στα παράθυρα. Ήταν ένα παράδοξο θέαμα, ένας παραλογισμός, ένας σωρός παράξενων πραγμάτων και πλασμάτων, στον οποίο δεν φανταζόταν πως ήδη ανήκε. «Δες πώς ενώνονται τα κομμάτια εκείνου του κόσμου με τέτοιο περίεργο τρόπο… Πού είναι τα κομμάτια του που λείπουν;»

«Στα μάτια της Άλμα η θέα αυτή μοιάζει με απίστευτο όνειρο. Δεν μπορεί να καταλάβει πώς έχουν γεννηθεί όλα αυτά, με ποιον τρόπο κινούνται, πού πάνε όταν χάνονται από το βλέμμα της. Ο κόσμος την ενθουσιάζει παροδικά και την ίδια στιγμή τη φοβίζει. Ο πραγματικός κόσμος είναι σίγουρα εδώ μέσα, στα χέρια που την κρατούν, στις ανάσες που τη φροντίζουν. Σίγουρα όλα τα άλλα είναι ο κόσμος κάποιου άλλου».

Όταν η Οδύνη την έφερε στη Μονάδα, Εκείνη, ανάλαφρη πια από αναμνήσεις, φόβους και προσδοκίες, πίστεψε πως αυτό ακριβώς ήταν η μητρότητα, να ζεις «σε έναν λαβύρινθο από δωμάτια». Με την άφιξή της ήταν σαν να είχαν εκπληρωθεί διαμιάς όλα όσα εκκρεμούσαν. Κάθε υπόσχεση έχασε τη σημασία της. Ξέχασε πως κάποτε ήθελε να μεταμορφωθεί σε καλάμι για να απαλλάξει το παιδί της από το κληροδότημα της απώλειάς της. Η κόρη της είχε ήδη ένα όνομα, την έλεγαν Άλμα. «Την αγαπούσαν. Θα ζούσε…». Τίποτε άλλο δεν μετρούσε.

«Πίστεψε λοιπόν ότι αυτό σημαίνει να φέρνεις στον κόσμο ένα παιδί. Ότι θα ζεις σε έναν λαβύρινθο από δωμάτια. Ότι γύρω σου θα υπάρχουν νέοι, άγνωστοι άνθρωποι. Ότι καθένας θα έχει τη δική του παράξενη ιστορία. Ότι θα κρατούν το παιδί σου στην αγκαλιά τους κι εκείνο θα τους μιλά με τις προσφιλείς τους φωνές. Ότι ο κόσμος θα θρυμματιστεί και τα κομμάτια του θα συγκολληθούν εκ νέου, με τρόπο που θα μοιάζει παράλογος. Πίστεψε ότι όλα εκπληρώθηκαν καθώς έπρεπε».

Η μοναδική επιθυμία της Άλμα, την οποία φανέρωνε «γυρνώντας παρακλητικά το βλέμμα προς το παράθυρο», ήταν να την πηγαίνουν κάθε τόσο κοντά στο τζάμι «για να κοιτάζει τον παράξενα ραμμένο κόσμο έξω από τη Μονάδα». Θα ζούσε για πάντα εκεί μέσα, εξόριστη από τον χρόνο, κλεισμένη μέσα σε επτά αγκαλιές, αλλά ήθελε να θυμάται τον ήλιο εκεί έξω.

Οι τρόφιμοι της Μονάδας αποστρέφονται «το βασανιστικό φως». Η ανάμνηση του ήλιου φυλακίζεται στο πρίσμα των παραθύρων. Κάποια στιγμή το βράδυ, τα φώτα σβήνουν συγχρονισμένα, απροειδοποίητα. «Βυθίζοντας τα πάντα σε ένα σκοτάδι ευεργετικό και θεραπευτικό. Μπορεί άραγε κανείς να φανταστεί ένα σκοτάδι υγρό; Έτσι μοιάζουν τα βράδια εκεί. Λες και η Μονάδα πλέει καταμεσής μιας ακύμαντης νυχτερινής λίμνης».

Σε ένα υγρό σκοτάδι βυθίζει τις ημέρες του Εκείνος-του-ενός, εκείνος δηλαδή που διαμένει μόλις έναν χρόνο στη Μονάδα και τον οποίο η Άλμα αποκαλεί Ωλένη, γιατί της άρεσαν οι όμορφες θηλυκές λέξεις. Οι αλλόκοτες ονοματοθεσίες της Άλμα υποσήμαιναν, ανεπίγνωστα, παρενδυσίες του απογυμνωμένου πόνου.

Εκείνος-του-ενός προτιμά να περνά τα πρωινά στο κρεβάτι. Δεκάδες γλάστρες με οργιώδεις αγαύες αναθάλλουν σε κάθε γωνιά του διαμερίσματός του, σκοτεινιάζοντας τον χώρο με το βαθυπράσινο χρώμα τους. Εκείνος-του-ενός, οστεώδης και αιχμηρός όπως τα δαιμονιώδη, οξύληκτα φυτά με τα οποία συζούσε, έκρυβε τη ζωή του ανάμεσα στα αγκαθωτά φυλλώματα, σαν να είχε βουλιάξει σε έναν υποβρύχιο κόσμο, όπου αργόσυρτα πνιγόταν. Το ημίφως, διάστικτο και πυκνό από τα θεριεμένα πλοκάμια και τις ακάνθινες απολήξεις των φυτών, έδινε την εντύπωση πως «έχεις καταδυθεί στον πάτο κάποιου σκοτεινού ενυδρείου». Οι αγαύες έδειχναν «απειλητικές, ασύδοτες στην εμμονική τους αφοσίωση προς εκείνον», που τις φρόντιζε με υιική αγάπη και ο αφηγητής συλλογίζεται πως Εκείνος-του-ενός κινδύνευε να αφανιστεί από μια ειμαρμένη παρόμοια με εκείνη του Πενθέα, τον οποίο κατασπάραξε η μητέρα του η Αγαύη στον Κιθαιρώνα, όπου βάκχευε κατειλημμένη από τη θεϊκή μανία του Διονύσου.

Όταν Εκείνη-των-πέντε μίλησε στον Επισκέπτη, η ιστορία της ακούστηκε σπασμένη σε μισόλογα. Τα μισόλογα έβαζαν αποσιωπητικά στα λόγια της. Υπαινίσσονταν απαντοχές, που Εκείνη-των-πέντε ευχόταν να μετουσιωθούν στη ζωή της. «Αισθανόταν ότι εκείνος είχε κατανοήσει όλα όσα του είχε αποκαλύψει υπόρρητα, κρυμμένα ανάμεσα στις λέξεις».

Στην ιστορία Εκείνου-του-ενός τα πιο σπουδαία πράγματα «είναι αυτά που παραλείπει». «Μπορεί κανείς να τα καταλάβει ανάμεσα στις λέξεις. Από τις παύσεις του». Οι παύσεις του χρονομετρούσαν τη ροή «της εσωτερικής του κλεψύδρας», όπου κυλούσαν ανείπωτες οι λέξεις που απέκρυπτε. Ασάλευτος, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο μαξιλάρι, διέφευγε από την αφήγησή του, και με το βλέμμα του στυλωμένο σε όσα ποτέ δεν θα έλεγε, έπαιζε στα κάτισχνα δάχτυλά του το αγκάθι μιας αγαύης. «Κοιτά ευθεία μπροστά, με τα μάτια ορθάνοιχτα, σαν να ζει μέσα στο μυαλό του όλα εκείνα που παραλείπει από την ιστορία του».

Η ζωή στη Μονάδα ισούται με το άθροισμα των ιστοριών εκείνων που την κατοικούν. Η ζωτικότερη λειτουργία της μονάδας επιμερίζεται «στην αφήγηση της κάθε ιστορίας». «Αυτή η ιστορία δεν αλλάζει ποτέ και δεν επιτρέπεται να διαψευστεί». Οι έξι μόνιμοι κάτοικοι της Μονάδας ασφυκτιούν από τις ιστορίες που λένε ακατάπαυστα, χωρίς να αλλάζουν ούτε λέξη. Γνωρίζουν τόσο καλά ο ένας τον άλλο που συχνά πνίγονται από την παρουσία του. Υπάρχουν μέρες που το εμβαδόν της Μονάδας φαντάζει ελάχιστο για να στεγάζει τόση σάρκα. Η συνύπαρξη καταντά μαρτύριο. Όσο ο χώρος συστέλλεται στο μυαλό τους, τόσο πιο λίγη φαντάζει η ζωή τους. Άδεια, κενή, σφηνωμένη «μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα». «Τότε δυσφορούν. Ο χώρος καταλαμβάνεται όλος από σάρκα. Πνίγονται».

«Λαχταρούν να μιλήσουν σε κάποιον άγνωστο. Να ακούσουν μια άλλη ιστορία, μια άλλη φωνή. Να αφηγηθούν με κάποιον διαφορετικό τρόπο το ποιοι είναι, ποια είναι η δική τους ιστορία. Να την επινοήσουν ξανά από την αρχή, αυτή τη μυθοπλασία που τους αναλογεί. Με καινούριες λέξεις».

Επειδή κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν οι ιστορίες των ενοίκων είναι αληθινές, κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να τις λιχνίσει από τα ψέματα. Το ψέμα στη Μονάδα ήταν ανυπόστατο, διότι δεν λεγόταν στον αντίποδα μιας διακριτής, αναγνωρίσιμης αλήθειας. Ήταν χωνεμένο στις λέξεις που ο καθένας επέλεγε για να ορίσει τον εαυτό του. Από την άλλη, το ενδεχόμενο ψέμα δεν ήταν πάντοτε μια συνειδητή απόκλιση από το τετελεσμένο, αλλά αποτελούσε αυτό καθεαυτό μια αφήγηση, σφιχτοπλεγμένη με προσδοκώμενα βιώματα, άφατες επιθυμίες και ελπίδες, άγρυπνα όνειρα, χάσματα της λήθης και φαντασιοκοπήματα της μνήμης. Άλλωστε, όλοι γνώριζαν πως «η ζωή δεν είναι αυτό που φαίνεται». Οπότε δεν γίνεται να καταλογιστεί ανειλικρίνεια στην αφήγησή της. Γι’ αυτό, ακόμα και όταν η πραγματικότητα ακουγόταν παραχαραγμένη, κανείς δεν εξεγειρόταν. «Όλοι […] γνώριζαν ότι η πραγματικότητα δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Υποκρίνονταν».

«Δεν υπάρχει αλήθεια, παρά μόνο ο στυγνός υπολογισμός της λογικής που απομένει».

Μέσα από ατέρμονες αναδιηγήσεις, οι ιστορίες των εγκλείστων παγιώνονταν σε μια αναλλοίωτη, απαράλλαχτη στις λεπτομέρειές της, αφήγηση, που ήταν η μοναδική που απαντούσε στο ερώτημα «Ποιος είσαι;». Κανείς δεν είχε δικαίωμα να παρεκκλίνει από τα λόγια που ο ίδιος είχε επιλέξει να αντιστοιχήσει με τον εαυτό του. Απαγορεύονταν οι αντιφάσεις. Τίποτε άλλο δεν όριζε τη ζωή του, παρά μόνον η ιστορία που έλεγε για τον εαυτό του. «Η ζωή στη Μονάδα δεν περιέχει διαψεύσεις». «Μόνο συνήθεια και επανάληψη».

Μολονότι γερά προσαρτημένη στις ράγες μιας απαρέγκλιτης, νομοτελειακής τυποκρατίας, η ζωή στη Μονάδα γίνεται συχνά αφόρητη για τους τροφίμους, «επειδή η ζωή τους δεν τους επιτρέπει πλέον να γίνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Έχουν καταστεί ο καθένας μια ιστορία και αυτό είναι τελεσίδικο. Έχουν ο καθένας ένα πρόσωπο και αυτό δεν αλλάζει». Ζουν μόνοι, επειδή μισούν τα βλέμματα των άλλων που τους καθηλώνουν σε ένα απαράλλαχτο πρόσωπο· επειδή οι άλλοι δεν ξεχνούν ποτέ την ιστορία που εκείνοι τους αφηγούνται, επαναληπτικά, εμμονικά, σαν να συναινούν στην αυτοπαγίδευσή τους.

Εκείνος-του-ενός παρέθετε από στήθους ένα γράμμα του πατέρα του, στο οποίο τον παρηγορούσε για την επικείμενη απουσία του. Στο γράμμα ο πατέρας του τού έλεγε: «η ζωή είναι δύσκολη, αυτό είναι μια γιγάντια στεναχώρια, η μεγαλύτερη στον κόσμο». Και επέμενε στη θλίψη, την αιτία της φυγής του: «Στη σκέψη ξέρω ότι συχνά θα έχω δάκρυα για αυτό ή για εκείνο». Την ελάχιστη πιθανότητα της ευτυχίας τη συναρτούσε όχι με την προσμονή όσων θα έφερνε ο χρόνος, αλλά με τη μέλλουσα νοσταλγία όσων του είχε ήδη φέρει: «Έχω πάρα πολλά καλά πράγματα μέσα μου που θα με κάνουν ευτυχισμένο από αναμνήσεις στο μέλλον».

Εκείνος-του-ενός θυμόταν τον πατέρα του να πεθαίνει σε ένα νοσοκομείο, σε έναν ρυθμό δριμύτερο του τέλους. «Πέθανε σύντομα, πολύ σύντομα». Θυμόταν να τον κοιτάζει και να του λέει: «Δεν είναι τίποτα, μπαμπά, δεν είναι τίποτα…». Και εκείνος λίγο προτού σβήσει, του ψιθύρισε: «Δεν είναι τίποτα, αλλά αυτό είναι όλο…».

«Αυτό είναι όλο;»

«Αυτή η εμπειρία ήταν πολύ δύσκολη για μένα. Ο πατέρας μου αποτελεί μέρος εκείνων που συνήθως δεν με αφήνουν. Θα ήθελα να τον κρατήσω έτσι ώστε να μην ξεθωριάσει μέσα μου ή τουλάχιστον ας γίνει αργότερα, όσο το δυνατόν αργότερα…».

Οι ένοικοι των έξι διαμερισμάτων της Μονάδας, ζουν μόνοι. «Αναπολώντας όλα όσα έχουν πλέον χαθεί».

Κανένα από τα βράδια που πέρασε εξιστορώντας «την τόσο ολιγόλογη ιστορία» του, Εκείνος-του-ενός δεν ομολόγησε πως ο πατέρας του δεν μπόρεσε ποτέ να του γράψει εκείνο το γράμμα, ούτε πως ποτέ δεν του ψιθύρισε πεθαίνοντας: «Δεν είναι τίποτα, αλλά αυτό είναι όλο…».

Εκείνος-του-ενός δεν έλεγε ψέματα. Η ιστορία του ήταν αληθινή, γιατί του έπαιρνε κάθε φορά ένα ολόκληρο βράδυ για να τη διηγηθεί, χωρίς ούτε σε μία λέξη να τη διαψεύδει, μέχρι να φτάσει σε εκείνη τη φράση που ουδέποτε εκστόμισαν τα χείλη του πατέρα του, σε «εκείνα τα ύστατα λόγια, που είναι, θαρρείς, η αιτία για όλη την ιστορία». Όμως η ιστορία ήταν δική του στο μέτρο που απαντούσε σε ένα μύχιο ερώτημα· πλήρωνε μια ανείπωτη απώλεια. Την ένιωθε βυθισμένη μέσα του. Με την ίδια χροιά της φωνής, με τον ίδιο τόνο, τις ίδιες φράσεις και τις ίδιες παύσεις, χάραξε βαθιά μέσα του αυτή την εξιστόρηση, αποθησαυρίζοντας κάθε της λέξη στον νου του «με τόση επιμέλεια, ώστε πλέον τη νιώθει σαν να είναι δική του ιστορία».

«Δεν είναι πλέον η δική του ζωή που χαρίζει μορφή στην ιστορία. Είναι η εξιστόρηση που δίνει τον τελευταίο λόγο στη μνήμη του».

Μόνο η Άλμα έμαθε, όταν Εκείνος-του-ενός την πήρε στην αγκαλιά του και από μέσα του ανέβλυσε η φωνή του πατέρα του, πως ο πατέρας του δεν του έγραψε ποτέ το γράμμα που του όφειλε, διότι οι λέξεις τον μπέρδευαν, δεν μπορούσε να τις βάλει σε τάξη και φοβόταν ότι το νόημα θα ήταν άλλο από αυτό που είχε στο κεφάλι του. «Αν μπορούσα όμως θα σου το έγραφα ακριβώς όπως το ζητούσες. Δεν θα άλλαζα ούτε λέξη».

Η Άλμα τον άκουσε ακόμα να λέει στον γιο του πως τον θυμόταν, θυμόταν τον χρόνο στην ολότητά του, κάθε στιγμή στην οποία συνυπήρξαν, και πως αν πέθαινε και πάλι, δεν θα ξεχνούσε να του ψιθυρίσει «αυτό ήταν όλο». Τελικά, η γιγάντια στεναχώρια του δεν νίκησε τη νοσταλγία: «Και χαμογελάω για αυτό που υπήρξε». Μετάνιωνε μόνο που δεν τον μύησε στην αγάπη του για τους αθάνατους, φυτά που θεριεύουν στις ξέρες «και πετάνε κάτι μεγάλα αγκαθωτά φύλλα σαν λόγχες».

«Αν μπορούσα να πάρω πίσω λίγες στιγμές θα σε πήγαινα να δούμε τους αθάνατους. Αυτό μόνο το μετανιώνω…».

Η Άλμα, παιδί και την ίδια στιγμή μητρική, δεν είχε εμφανιστεί στη Μονάδα για να ζήσει την παιδική της ηλικία, αλλά για να επιστρέψει στους ενοίκους την παιδικότητά τους. Το ηχόχρωμα της Μονάδας δεν συνθέτουν μόνο οι μεταλλικοί συριγμοί των ιατρικών ανακοινώσεων, η πνιχτή ηχώ χρόνιων ασθενειών, οι απελπισμένοι στεναγμοί των ετοιμόγεννων, ο αδιάκοπος βόμβος των τροφίμων, ο υπόκωφος θόρυβος της ζωής που ξοδεύεται και αναγεννάται, η τριβή των στοιβαγμένων σωμάτων. Τον χώρο αναρριπίζει επίσης μια χαρούμενη, ανέμελη επωδός, που διαχέεται σαν διάτορο άρπισμα τρεις φορές στα διάκενα του βιβλίου: «Όταν πια μεγαλώσεις, όταν γεράσεις, επιστρέφει σαν μια αθώα τρέλα η ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας».

Στο μικροσκοπικό σώμα της Άλμα, που ποτέ δεν πατούσε στη γη, εγκιβωτίζονταν οι παιδικές ηλικίες των εγκλείστων, τα γονεϊκά σφάλματα που τους πλήγωσαν και αμέλησαν να συγχωρήσουν, ενθύμια βίας, εγχάρακτα στον νου, δωμάτια αδειανά και σκοτεινά, εγκαταλελειμμένα προ καιρού από κάθε ίχνος παιδικότητας, θολές εικόνες λησμονημένης χαράς, το ανεπαίσθητο ρίγος ληγμένων χαδιών, αλγεινοί αποχωρισμοί, μια χωμάτινη υφή στην ψυχή, αυτή της μισοθαμμένης οδύνης, ωχρά χνάρια αθετημένης αγάπης. Η Άλμα θεράπευε τους απορφανισμένους, μεταγγίζοντάς τους μέσω της αφής τα ανεξόφλητα λόγια που τους χρωστούσαν οι νεκροί γονείς. Η θεραπευτική ιδιότητα της Άλμα συνοψιζόταν στη λύση της ακατάληπτης σιωπής των απόντων.

«Η Άλμα τους θεραπεύει. Όσα χρωστούσαν τα χείλη που πλέον χάθηκαν, τα ξεπληρώνει τώρα για λογαριασμό τους ένα παιδί που κρατούν στην αγκαλιά. Κάθε φορά που καθένας τους την κρατά στα χέρια του, η Άλμα του μιλά με μια φωνή που ενδόμυχα λαχταρά να ακούσει. Είναι το πεπρωμένο της Άλμας. Είναι το πεπρωμένο του παιδιού να απαντά για εκείνους που χάθηκαν».

Μετατρέποντας σε αντηχείο της μεταμέλειάς τους το σώμα της Άλμα, οι γονείς των ενοίκων μετοικούν παροδικά από το επέκεινα στη Μονάδα. Χαϊδεύοντας με λόγια τα παιδικά κορμιά των παιδιών τους όπου φωλιάζει η Άλμα, οι πεθαμένοι γονείς απολογούνται, παρηγορούν, καταθέτουν ομολογίες αγάπης και ακατάλυτης στοργής, τους εμπιστεύονται εκκλήσεις άφεσης και ελπίδες εξιλέωσης, εκλιπαρούν για συγχώρεση, ικετεύοντας, στην ουσία, μια ισόβια εκεχειρία. Όταν Εκείνος-των-οκτώ, που η Άλμα βάφτισε Ουλή, πήρε στα χέρια του το κορίτσι, άκουσε τους γονείς του να τον βεβαιώνουν πως ο χωρισμός τους δεν τους απέτρεψε ποτέ από την προσπάθεια να κάνουν και οι δύο «το καλύτερο δυνατό» για εκείνον. «Θέλαμε κάποια στιγμή να βρισκόταν τρόπος και λίγος χρόνος για να ζήσουμε μαζί και οι τρεις σε κάποιο μέρος, μα δεν τα καταφέραμε. Δεν πειράζει, όμως, έχουμε και οι δυο την ελπίδα ότι μας συγχώρεσες».

Όταν Εκείνη-των-πέντε ακούμπησε στο στήθος της την Άλμα, μπορεί να ξαφνιάστηκε από το παρακλητικό ηχόχρωμα της μητέρας που κάποτε ήθελε να σκοτώσει. Η μητέρα της, η οποία είχε καταστρέψει από ακατάσχετη αγάπη την παιδική της ηλικία, της ζητούσε συγγνώμη για τον λάθος τρόπο με τον οποίο την αγαπούσε, για τον απρόσφορο τρόπο με τον οποίο την προστάτευε. Μετάνιωνε για την ολιγωρία της απέναντι στις επιθυμίες της κόρης της, αλλά και για τον χρόνο που είχε κυλήσει ανεπίστρεπτα, αφήνοντάς την αμετανόητη, μέχρι που ήταν πλέον πολύ αργά για οποιαδήποτε λέξη ανάμεσά τους. Ανάμεσά τους εκτεινόταν μια απόσταση αδιάνυτη από τη γλώσσα.

«Θέλω να σου πω ότι από τη στιγμή που έφυγες δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, έπρεπε να σε ξεχάσω ελπίζοντας ότι το δίκιο θα ήταν με το μέρος σου και ότι θα έβρισκες μόνη σου την ευτυχία, ότι τα λάθη μου δεν θα σε βάραιναν, έστω κι αν εγώ –η μητέρα σου- ήμουν πλέον για πάντα απούσα».

Ό,τι Εκείνος-των-οκτώ θυμόταν από τους γονείς του ήταν «μια ετεροχρονισμένη επινόηση της μνήμης». Είχε ξεχάσει το άγγιγμά τους, την εγγύτητα των σωμάτων τους. Ακόμα και το μέρος όπου συντελέστηκε η παιδική του ηλικία, «ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό δωμάτιο», ήταν ένα σπίτι της ενήλικης ζωής του, το οποίο μετέφερε και εγκατέστησε σε εκείνα τα χρόνια, επειδή δεν άντεχε «μια κενή παιδική ηλικία». Όταν ενηλικιώθηκε, έζησε για λίγο με τον πατέρα του. Ξαναέγινε παιδί γιατί ήθελε να έχει ξανά έναν πατέρα. Κοντά του ο χρόνος μετατράπηκε σε αναχρονισμό· «οι αποστάσεις εκμηδενίστηκαν και ζούσε ταυτόχρονα ως παιδί και ως ενήλικας». Αργότερα ο πατέρας του αρρώστησε και άρχισε να πεθαίνει. Και Εκείνος-των-οκτώ «στρίμωξε όλες τις αναμνήσεις από τον πατέρα του στον σύντομο χρόνο που απέμενε ως τον θάνατο». Μετά από το σπίτι όπου για λίγο έζησαν μαζί, «δεν υπήρξε άλλος τόπος για αυτόν. Δεν υπήρξε παρακάτω…».

«Μετά υπάρχει κενό. Όχι κάποια μικρή παύση που μπορεί κανείς εύκολα να παραλείψει. Ένα κενό που θα μπορούσε κανείς να το γεμίσει με τη φαντασία του όπως νομίζει. Θα μπορούσε να βρει αφορμή σε κάποια σημάδια στο δεξί του μπράτσο. Στις διακλαδώσεις των ρυτίδων που είχαν χαραχτεί στο πρόσωπό του. Στο ελαφρύ τρεμούλιασμα της παλάμης».

Το μόνο που μετρούσε στην ιστορία του ήταν εκείνο που δεν μπορούσε να πει. «Ήθελε να πει ότι κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να πάει παρακάτω».

Η Οδύνη «έχει κάτι γήινο». «Είναι μια αίσθηση αμμώδης. Το χρώμα που κυριαρχεί γύρω της είναι η ώχρα. Μερικές φορές νομίζεις ότι ζει στην έρημο. Κοντά ολόλευκα μαλλιά, σταρόχρωμο δέρμα, υπεροπτική διάθεση».

Η ιστορία της Ένα, η οποία θα έπρεπε να λέγεται Εκείνη-των-δέκα και την οποία η Άλμα βάφτισε Οδύνη, ήταν μια ιστορία αέναης επιστροφής. Κάθε μέρα στεκόταν στη μεθόριο της Μονάδας, σε ένα από τα σύνορα με το μαιευτήριο, και μισάνοιγε την πόρτα προς την άλλη ζωή. Ποτέ δεν αποτόλμησε το άλμα. Ένα μόνο βήμα. Το κράτημα του χερουλιού, μια ελαφρότατη ώθηση και μετά το «εκτυφλωτικά ψυχρό νοσοκομειακό φως». Κάθε άλλη κίνηση «φαινόταν αδιανόητη». Έπειτα από εκείνη την παροδική περιέργεια, η οποία αφυπνιζόταν κάθε πρωινό, η Ένα επέστρεφε στο διαμέρισμά της. Οι «ίδιες χορογραφημένες κινήσεις» την οδηγούσαν πίσω στη μονάδα της.

«Κάθε φορά αυτή η ταλάντωση που την οδηγούσε στο όριο της εξόδου και κατόπιν την επέστρεφε μέσα από την ίδια διαδρομή στη Μονάδα. Αυτή ήταν η ιστορία της. Η αέναη επιστροφή».

Η Ένα ζούσε χωρίς να μιλά. Ήταν ολοσχερώς συστραμμένη στην ιστορία που αποσιωπούσε. Η δεκαετής διαμονή στη Μονάδα την είχε ακρωτηριάσει από την επιθυμία τόσο των άλλων όσο και του αλλού. Καμία φωνή δεν την ανέπαλλε, εκτός από αυτήν που αντηχούσε στον εσωτερικό της μονόλογο. Οι φράσεις που η Ένα απέφευγε να πει φωναχτά στους άλλους, οι φράσεις που, αν και άφατες, κατέκλυζαν τον έσχατο τόπο κατοικίας της, την αφήγησή της, μιλούσαν για την αιτία της αέναης επιστροφής, τον φόβο.

«Ήθελε απλώς να πει ότι δεν υπήρχε άλλο εμπόδιο από τον εαυτό της.

Ήθελε να πει ότι δεν είχε καταφέρει να απαλλαγεί από τον φόβο.

Ήθελε να πει ότι δεν υπήρχε έξοδος.

Ήθελε να πει ότι για κάποια πράγματα είναι αδύνατον κανείς να μιλήσει».

Το άλμα που δεν μπορούσε να κάνει η Ένα, το αποτολμά ο Επισκέπτης. Η μορφή του υπόκειται στην κινησιολογία ενός παρατηρητή. Περιπλανιέται ανάμεσα στα έξι διαμερίσματα, μπαίνει στα δωμάτια και κατόπιν στις ιστορίες των ενοίκων, περισυλλέγει εντυπώσεις και απορίες, αρχειοθετεί τα ένυλα αποτυπώματα του εγκλεισμού, απομνημονεύει την τελετουργία του ωρολόγιου προγράμματος, τον βασανίζει η ανάγκη της κατανόησης, ενόσω επίσης δείχνει να τον απασχολεί η μέθοδος μιας σχολαστικής απογραφής, και παρόλο που μιλά με τους τροφίμους, μένει αποστασιοποιημένος, σαν η ελάχιστη παραβίαση της δέουσας απόστασης ανάμεσά τους να κινδύνευε να αλλοιώσει τη διάγνωση των ζωών τους. Θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με τον αφηγητή, αν ο τελευταίος δεν διέθετε μια αυξημένη εξουσία εποπτείας όλων των δραματικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του Επισκέπτη.

Ο Επισκέπτης έχει την ψευδαίσθηση πως η παραμονή του στη Μονάδα ήταν μια εφήμερη συνθήκη. Ένα μεταβατικό στάδιο όπου θα προετοίμαζε τη μετατόπισή του προς έναν διαφορετικό τόπο ύπαρξης. Είχε βρεθεί εκεί επειδή κάποια ανύποπτη στιγμή γκρεμίστηκε σε μια αθέατη ρωγμή του καθημερινού του βίου και έτσι «χάθηκε απροειδοποίητα» από τη ζωή. Ούτε εκείνος μπορούσε να πάει παρακάτω. «Μπήκε πρώτη φορά στη Μονάδα με ένα βήμα που θύμιζε άλμα στο κενό». Τη μέρα που προηγήθηκε της εισόδου του, τη σκεφτόταν σαν το μηδέν.

Μέσα στη Μονάδα επιδεινώθηκε η αίσθησή του για τη ζωή, ότι εκτυλισσόταν πάνω «σε έναν γιγάντιο καθρέφτη σφηνωμένο στον βυθό». Το στερέωμα έμοιαζε να είναι από γυαλί και η πλάση ένα παλίμψηστο αντανακλάσεων. Κανένα βήμα δεν βάθαινε τη ζωή στη Μονάδα. Οι ωροδείκτες δεν χάραζαν στο ελάχιστο την επιφάνειά της. «Κάθε τόσο νομίζεις ότι διακρίνεις ένα ελάχιστο βάθεμα, μα είναι μόνο μια απατηλή εντύπωση». Ο Επισκέπτης είχε την αίσθηση πως βάδιζε στα ρηχά νερά μιας ασάλευτης λίμνης. Καθρεφτισμένος πάνω στην επιφάνεια του νερού, ο ουρανός αποκτούσε παράλογη όψη. «Ο ουρανός ήταν σπασμένος σε κομμάτια». Ο κόσμος ήταν το αποκύημα μιας παράκρουσης του βλέμματος· γεννιόταν στο βλέμμα από το αντίκρισμα δύο κατόπτρων. Η Μονάδα εξουδετέρωνε «κάθε αίσθηση προοπτικής». «Ήταν όλα παράλογα». Τίποτα δεν ήταν λογικό, αλλά και τίποτα δεν αμφισβητούνταν. «Η ζωή ήταν πλέον μια εικόνα στον σπασμένο καθρέφτη».

Αποστομωμένος από απορίες που μεγέθυναν τον παραλογισμό ολόγυρά του, ο Επισκέπτης πάσχιζε να χαθεί μες στον χώρο. Κάθε θραύσμα της παρανοϊκής γεωμετρίας παρείσδυε «στο παλίμψηστο του νου» του και έσμιγε με αίολες εντυπώσεις, αναμνήσεις, παρανοήσεις, «λάθη και φαντασίες», «δημιουργώντας ένα ετερόκλητο, νέο τοπίο». Και έτσι εκείνος πάλευε να καταλαγιάσει τη σύγχυση που ρήμαζε τη σκέψη του και να ελαχιστοποιήσει την αναπνοή του, να εξαϋλωθεί ανεπαίσθητα, ώστε να μην διαταράξει την επαπειλούμενη ευστάθεια της χωροταξίας, που έδινε την εντύπωση πως ανά πάσα στιγμή κινδύνευε να καταποντιστεί στον βυθό.

«Ο Επισκέπτης προσπαθεί όσο μπορεί να ησυχάσει, ακόμα και την αναπνοή του να την κάνει σιγανότερη και να γίνει –νοητά- κι εκείνος ένα μόριο σκόνης ανάμεσα σε αυτά που αιωρούνται στον ακίνητο αέρα μέσα στα κλειστά δωμάτια».

Δεν το γνώριζε, αλλά ο κόπος της αναπνοής του αντέγραφε την προσπάθεια της Άλικης, η οποία και εκείνη ήλπιζε να εξαχνωθεί σε ένα μόριο σκόνης. Κανείς δεν ήξερε πριν από πόσο καιρό εισήχθη στη Μονάδα. Ήταν η εγγύτερη στον θάνατο.

«Κάθεται στη συνηθισμένη θέση της. Κάθεται εκεί και προσπαθεί όσο μπορεί να ησυχάσει, ακόμα και την αναπνοή της να την κάνει σιγανότερη και να γίνει –νοητά- ένα μόριο σκόνης ανάμεσα σε αυτά που αιωρούνται στον ακίνητο αέρα μέσα στα κλειστά δωμάτια…».

Όταν η Άλικη πήρε στα χέρια της την Άλμα, άκουσε τον πατέρα της να της ζητά συγγνώμη για τις επώδυνες ημέρες του παρατεταμένου θανάτου του. Όμως, της ζητούσε συγγνώμη και για το μεταθανάτιο, πρόσβαρο κειμήλιο που της κληροδοτούσε, την απέραντη ευγνωμοσύνη. «Σου χρωστάω τόση ευγνωμοσύνη που είναι σχεδόν άδικο να τη χρωστάς στο παιδί σου». Η Άλμα τη φώναζε Παλάμη, ίσως επειδή η αγάπη της Άλικης εκχυνόταν από τα χέρια της. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ιαματικό από μια παλάμη που ακουμπά ένα άρρωστο σώμα.

Στο αιμάτινο όνομα της Άλικης έρρεε το νήμα της ιστορίας του πατέρα της. Η Άλικη είχε πεθάνει δύο φορές. Ο θάνατος του πατέρα της ήταν η πρώτη φορά που πέθανε. Αν μπορούσε να του μιλήσει, θα του έλεγε ότι «ο δεύτερος θάνατος ήταν ο δικός της». Ο δεσμός τους συνέχιζε να αιμορραγεί ακόμα και μετά τους δύο θανάτους. Πεθαίνοντας, ο πατέρας της μετουσιώθηκε σε μια ματωμένη ανάμνηση.

«Το χώμα μου θυμίζει την ηρωίνη. Και η ηρωίνη μου θυμίζει σύριγγα και αυτή τον πατέρα μου. Ίσως επειδή τον τελευταίο καιρό προτού πεθάνει, του έκανα δυο ενέσεις κάθε μέρα. Είναι, επίσης, που στο τέλος αιμορραγούσε κι εγώ δεν άντεχα το αίμα, ούτε να ακούω το όνομά μου όταν με φώναζε…».

Ένα παλιό διαβατήριο διατηρούσε σε ένυλη μορφή την ανάμνηση της μητέρας Εκείνου-των-τεσσάρων. Η ένθετη ασπρόμαυρη φωτογραφία απαθανάτιζε τη φυγή της. Είχε αφήσει τον πατέρα του και διέπλευσε τον ωκεανό για να πάει κάπου αλλού όπου γέννησε το παιδί τους. Όταν Εκείνος-των-τεσσάρων κράτησε στην αγκαλιά του την Άλμα, άκουσε τον πατέρα του να του ομολογεί πως ποτέ δεν θέλησε να διασχίσει τον ωκεανό. Φρόντισε να ξεχάσει και τη γυναίκα και τον γιο της. Δεν ήθελε να ζήσει μαζί τους. Η φωνή του ακούγεται ανέγγιχτη από την παραμικρή μετάνοια, σε μια προσπάθεια να αποσύρει τη λύπη από τα λόγια του. Στο σκληρό, απερίφραστο ηχόχρωμα διακρίνεται αμυδρά ένα καθησυχαστικό νεύμα προς το παιδί που αρνήθηκε να γνωρίσει.

«Θέλω να σου ευχηθώ να πάνε όλα καλά. Μερικές φορές λυπάμαι. Έχω τύψεις. Μα εσύ είσαι παιδί, δεν χρειάζεται να τα γνωρίζεις αυτά. Πίστεψε αυτά που σου λέω… Είναι για το καλό σου».

Η Άλμα φώναζε Εκείνον-των-τεσσάρων Λαγόνα, ίσως επειδή η δική του παιδική ηλικία είχε μόνον θηλυκό γεννήτορα. Ήταν όλος φτιαγμένος από μητέρα.

Τη μοναδική φορά που ο Επισκέπτης ακούμπησε στο στέρνο του την Άλμα, αποσπώντας την από το σώμα της μητέρας της, καμία φωνή δεν διατάραξε το αγκάλιασμά τους. Δεν έμενε τίποτε άλλο να ειπωθεί. Η Άλμα του είχε ήδη προσφέρει «τη λύση που επιζητούσε». Και εκείνος είχε εκπληρώσει τη μόνη υπόσχεση που είχε σημασία, ότι θα ζούσε. «Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος».

Κλεισμένος στον τόπο της τελευταίας κατοικίας του, της άρρητης αφήγησής του, ο Επισκέπτης απηύθυνε νοερά στην Άλμα τα λόγια που ποτέ δεν θα της έλεγε.

«Ήθελε απλώς να της πει ότι θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.

Ήθελε να της πει ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος.

Ήθελε να της πει ότι θα την αγαπούσαν.

Ήθελε να της πει ότι θα ζούσε».

Μέχρι να συναντήσει την Άλμα, ο Επισκέπτης νόμιζε ότι υπήρχε έξοδος. Ζούσε «σε μια κατάσταση νομαδικής αβεβαιότητας». Μέρα με τη μέρα, ωστόσο, βάραινε ολοένα μέσα του η επίγνωση της βαρυτικής έλξης της Μονάδας. Ολοένα εκμηδενιζόταν. Ήταν έτοιμος να γονατίσει.

«Ο Επισκέπτης όμως δεν είχε ακόμα πέσει αρκετά χαμηλά, δεν είχε γονατίσει ακόμα, ώστε να μπορεί να σαρκάσει τη θέση του. Δεν απείχε όμως πολύ από εκείνη τη στιγμή όταν τα γόνατά του θα ακουμπούσαν στο έδαφος. Το αισθανόταν μέρα με τη μέρα ότι λύγιζε. Ούτε τον φόβιζε το πέσιμο. Άλλωστε, το γνώριζε, δεν απείχε πολύ. Δεν στεκόταν πολύ ψηλά. Απέμενε η ελάχιστη απόσταση ενός αστείου».

Αν και βρισκόταν μόλις μια εβδομάδα στη Μονάδα, ο Επισκέπτης κεντριζόταν από την επιθυμία της εξόδου. Θυμόταν ακόμη το αλλού. Νοσταλγούσε «τον παράξενα ραμμένο κόσμο έξω από τη Μονάδα».

«Τι θα συνέβαινε άραγε αν κάποιος αποφάσιζε να βγει από τη Μονάδα και να χαθεί στο μαιευτήριο; Τι θα γινόταν αν ξαφνικά έριχνε τον εαυτό του ακριβώς στη ραφή του τοπίου; Τι σήμαινε να χάνεσαι στις ρωγμές; Ή, ακόμα απλούστερα, γιατί να μην άνοιγε απλώς την πόρτα και να έφευγε; Ποιος θα τον σταματούσε αν, δίχως να πει τίποτα, έφευγε από τη Μονάδα;»

Την όγδοη ημέρα του εγκλεισμού του, ο Επισκέπτης αποφάσισε να καταδυθεί στους διαδρόμους του μαιευτηρίου. Η κατηφορική κλίση του δαπέδου έδινε στο βάδισμά του μια επίφαση ανεμελιάς. Ένιωθε σαν να τον ωθούσε «μια ανεξήγητη αίσθηση αμεριμνησίας και ελαφρότητας». Το σώμα του κυλούσε στους διαδρόμους σαν να το τραβούσε «ένας προσεκτικά ρυθμισμένος μαγνήτης». Μια κεντρομόλος δύναμη καθοδηγούσε τα βήματά του, αλλά αγνοούσε το κέντρο στο οποίο κατευθυνόταν. Βήμα το βήμα, η πορεία του στο μαιευτήριο απέκτησε μια φαύλη κυκλική τροχιά, που έπαιρνε το σχήμα βρόχου. Οι σκέψεις του γίνονταν βρόχος. Η ακαταμάχητη κεντρομόλος τον έσυρε μες «στον καθημερινό συρμό της ζωής». Οι αλλεπάλληλες στροφές της διαδρομής τον περιέσφιγγαν ολοένα και σφοδρότερα, θυλακώνοντας στην πνιγηρή περιστροφή την ανία, την κούραση, την πίκρα, τη ματαιοπονία, όλη την περιπέτεια της θνητότητας, τον αχό και το άχθος της. Ένας νυγμός απόγνωσης σπίθιζε στο βλέμμα του Επισκέπτη, καθώς περιέτρεχε τα δωμάτια όπου αντιβοούσε ο αδιάκοπος μόχθος της ζωής.

«Του αποκαλύφθηκε εκείνο το ρεύμα της ματαιότητας που τρέχει μέσα στην ακατάπαυστη ροή της ζωής. Πίσω από τα παραβάν. Παράλληλα με τη χαρά. Ταυτόχρονα με την ελπίδα. Τη στιγμή της κορύφωσης. Είναι αυτή η δυσδιάκριτη θλίψη που ενυπάρχει στα πάντα και θολώνει την άκρη του ματιού. Νομίζεις ότι βλέπεις τα πάντα καθαρά, ότι κατανοείς, ότι πιστεύεις… και μόνο αν κάποια φορά τύχει να γυρίσεις το βλέμμα στην ακρότατη γωνιά του οπτικού σου πεδίου αντιλαμβάνεσαι ότι τα είδωλα εκεί σταδιακά θολώνουν και παραμορφώνονται».

Όταν πια η μετατόπιση στον χώρο, όπου ακατάπαυστα έστριβε η ζωή του, είχε χάσει κάθε δυνατότητα νοήματος, ο Επισκέπτης βρήκε την Άλμα στην αγκαλιά Εκείνης. Τότε όλα στο βλέμμα του καταλάγιασαν, γαλήνεψαν. Η όψη του κόσμου αποκαλύφθηκε σαν πεπρωμένο. Έμοιαζαν όλα τελεσίδικα, και ήταν μια αίσθηση βαθύτατα παρηγορητική. Παίρνοντας την Άλμα στα χέρια του, ο Επισκέπτης ένιωσε λυτρωμένος από το βάρος της ακαταληψίας. Κατανοούσε πως στο μηδέν που τον είχε φέρει στη Μονάδα, κυοφορούνταν η υπόσχεση ενός σκοπού, ο οποίος εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με την Άλμα στα χέρια του, εκπληρωνόταν. Η παρουσία του στη Μονάδα νοηματοδοτούνταν στην εντέλεια από την άφιξη της Άλμα εκεί.

Όταν Εκείνη συνήλθε από τον τοκετό, βρέθηκε εγκαταλελειμμένη στον θάλαμο του χειρουργείου. «Κρατούσε την κόρη της στα χέρια».

«Δεν θα ήταν ποτέ πια μόνη. Το πιο φυσικό και το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο».

Κρατώντας την κόρη της στα χέρια, άρχισε να περπατά στους διαδρόμους του μαιευτηρίου, σαν την έλκυε η ίδια κεντρομόλος που τραβούσε προς το μέρος της τον Επισκέπτη. Τα βήματά της τα ελάφραινε μια ψευδαίσθηση αμεριμνησίας, ένα παροδικό ξεγέλασμα της απελπισίας. «[…] Εκείνη κυλούσε αθόρυβα μέσα στο ερημωμένο κτίριο σαν να γλιστρούσε πάνω σε πάγο». Καθώς βάδιζε αμέριμνη, «δίχως σκέψη», νόμιζε πως το μωρό βάραινε αφύσικα στα χέρια της. Αποκτούσε ολοένα ένα βάρος που τη συνέθλιβε. Κάθε επόμενο βήμα την εξαντλούσε, αποστράγγιζε τις δυνάμεις της. Όταν είδε τον Επισκέπτη καθισμένο σε ένα μεταλλικό παγκάκι, ακούμπησε δίπλα του αποκαμωμένη, συντετριμμένη. «Κατέφυγε σε αυτόν από απόγνωση».

Την εβδομάδα που ο Επισκέπτης ιχνηλατούσε την παράξενη ρυμοτομία της Μονάδας, χορογραφώντας με τον βηματισμό του την αλυσιτέλεια ενός φαύλου κύκλου, το νόημα του οποίου δεν βρισκόταν στην περίμετρο, αλλά στο κέντρο του, Εκείνη υπέτασσε τα βήματά της σε βραδινές, εφελκυστικές περιφορές γύρω από το μαιευτήριο, «αφήνοντας τη βαρύτητα να τραβήξει το παιδί προς τη γη, χιλιοστό το χιλιοστό, μέσα από τη μήτρα της». Οι στροφές γύρω από το μαιευτήριο γίνονταν ολοένα πιο κλειστές, σαν να υπήρχε στον πυρήνα του κτίσματος ένα μαγνητικό πεδίο που προοικονομούσε τον προορισμό της.

«Περπατά διαγράφοντας κύκλους γύρω από το μαιευτήριο και σκέφτεται ότι κάθε περιστροφή είναι ένα χιλιοστό συντομότερη, εγγύτερη προς το κέντρο. Μια δύναμη κεντρομόλος τραβά εκείνη και το μωρό της προς την αίθουσα όπου θα συντελεστεί ο διαχωρισμός».

Οι επιμέρους ιστορίες των ενοίκων της Μονάδας εστιάζονται στον αναστοχασμό της σχέσης με τους γονείς τους. Εκείνη έρχεται στις σελίδες για να προσδώσει μια πλατύτερη διάσταση στα άδηλα, απόκρυφα συναισθήματα, που σοβούν στην απροϋπόθετη αγάπη· τη φωνή της χορδίζει η απάνθρωπη έκφανση της απόλυτης αγάπης. Η μορφή της σημασιοδοτείται τόσο από την Άλμα όσο και από τους νεκρούς γονείς της, που τη συντροφεύουν κατά τη διάρκεια του τοκετού. Η κυοφορία της Άλμα είναι δοκιμασία για Εκείνη. Είναι καταβύθιση σε μια εξοντωτική νοητική και ψυχική σύγχυση. Όλα έτρεμαν μες στο μυαλό της. Η σκέψη της παρέλυε μπροστά στον ερχομό της κόρης της. Την τρόμαζε ο επικείμενος αποχωρισμός τους. Θα ήθελε να ζήσουν μαζί. Αδιαχώριστες. «Δέρμα με δέρμα». Καθηλωμένη στην κλίνη του τοκετού, παράλυτη, εγκλωβισμένη στο σώμα της, ισοπεδωνόταν από τον ίλιγγο του χρόνου, από τη ζαλιστική, καθοδική τροχιά του. Όλη της η σκέψη έσβηνε σε μια σπείρα, συρρικνωνόταν στην «κέρινη μπάλα που κινούνταν αργά μέσα της, παραμερίζοντας τα σπλάχνα και τα οστά σε μια αναπότρεπτη πορεία εξόδου».

Με τη γέννηση της Άλμα, ο κόσμος που γνώριζε Εκείνη, θρυμματίστηκε, έγινε κομμάτια. «Ο κόσμος τεμαχιζόταν σε ολοένα μικρότερα αποτμήματα. Οι λέξεις είχαν εξαρθρωθεί σε αταίριαστα, ακατανόητα κομμάτια».

«Η λογική της δεν ήταν επαρκής για να ξεπεράσει τον φόβο της».

Εκείνη μιλούσε στην αγέννητη κόρη της, αδιάκοπα, μυστικά. Παραμέριζε τον φόβο και στεκόταν στην αγάπη. «Της απευθυνόταν δίχως όνομα». Μεταβόλιζε τον τρόμο της σε λόγια αναλγητικά, σαν να μάλαζε τρυφερά το πλάσμα που ανάσαινε κάτω από το δέρμα της. Τα λόγια της τη βύθιζαν βαθιά μέσα της. Μιλούσε στην κόρη της και την ίδια στιγμή την ένιωθε να «αιωρείται στον ουρανό μέσα της».

«Ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό της, αλλά μιλούσε στον νου που φτιαχνόταν μέσα της και ήταν σαν ο δικός της νους να είχε διαιρεθεί στα δυο κι ένα του κομμάτι να έγινε ένα άλλο πρόσωπο. Από εδώ και πέρα δεν θα ήταν ποτέ ξανά μόνη».

Ο Χρυσόπουλος αφιερώνει τα πιο συνταρακτικά κομμάτια του βιβλίου στις σκέψεις Εκείνης, όταν αποσύρεται στον δικό της τόπο κατοικίας. Γεννώντας την κόρη της, ξαναέγινε κόρη η ίδια. Μέσα από τις φασματικές συνομιλίες της με την αγέννητη κόρη της, επέστρεφε στην παιδική της ηλικία, όπου και πάλι την παραμόνευαν οι γονείς της. Η μνήμη διαστρέβλωνε τις μορφές τους. «Ο πατέρας της έχει αποκτήσει το σχήμα ενός τρωκτικού. Η μητέρα της έχει ένα φτερό σφηνωμένο στον γοφό της». Στη μεταθανάτια εμφάνισή τους στις σελίδες, οι γονείς της έμοιαζαν βγαλμένοι από τους εφιάλτες του Δανιήλ Χαρμς. Η δεύτερη παιδική ηλικία Εκείνης εκτυλισσόταν «σε έναν τρομακτικό ζωολογικό κήπο». Σε εκείνον τον ζωολογικό κήπο, η αγάπη εκδηλωνόταν με βία. Ενόσω πονούσε για την Άλμα, που αργόσυρτα εγκατέλειπε τον ουρανό των σπλάχνων της, οι γονείς της, τερατώδεις μες στον ζωομορφισμό τους, της διηγούνται στιγμιότυπα από τη συνύπαρξή τους. Εκείνη πρωταγωνιστεί στις αναμνήσεις των γονιών της σαν αποσοβημένη απειλή. Σκυμμένοι πάνω από το κρεβάτι της στο μαιευτήριο, της μιλούν για την επιθετικότητα που έκρυβε απέναντί τους. Τη βεβαιώνουν ότι η ενόρμηση της βίας δεν καταλύει την αγάπη.

Εκείνη πάλευε να εξωθήσει τον σάρκινο σβόλο που κατεβαίνοντας άφηνε μέσα της ένα ρήγμα και την ίδια στιγμή άκουγε τους γονείς της να της μιλούν για μια παλιά οικογενειακή επίσκεψη στο ενυδρείο. Της θυμίζουν πως δεν φανέρωνε ίχνος ενθουσιασμού. Έδειχνε μάλλον αδιάφορη. Μες στους γυάλινους θαλάμους αργοκινούνταν και αιωρούνταν «γλιστερά πλάσματα» που ο τεχνητός φωτισμός τα έκανε να μοιάζουν νεκρά. Άλλα υδρόβια όντα, εξώκοσμα, σαν εκτοπλάσματα, αιχμάλωτα σε γυάλινους κλωβούς, έμοιαζαν με «αγέννητα έμβρυα». Όταν έφτασε η ώρα του ταΐσματος και μπάλες τροφής άρχισαν να ποντίζονται μέσα στα ενυδρεία, τα ψάρια τρελάθηκαν, εξαγριώθηκαν. Έγιναν μια φονική μάζα. Έπεφταν μανιασμένα, ανήμερα, πάνω στην τροφή, σπαράσσοντας το ένα το άλλο, «κόβοντας ζωντανή σάρκα». Πίσω από το γυαλί μαινόταν ένα όργιο κανιβαλισμού, ένα μακελειό. «Το ενυδρείο ήταν ένα θέατρο διαμελισμού». Οι γονείς απομάκρυναν το παιδί από το αποτρόπαιο θέαμα, αλλά Εκείνη παρέμενε ατάραχη. Το βλέμμα της ήταν ψυχρό και διεσταλμένο, καλυμμένο από μια υδροχαρή γυαλάδα, παρόμοια ίσως με εκείνη πίσω από την οποία κοιτούσε Εκείνος-του-ενός τον υποβρύχιο μικρόκοσμό του. Ίσως ένα αδιόρατο μειδίαμα να ριγούσε στο πρόσωπό της, διότι φαινόταν «με κάποιον υποδόριο τρόπο ευτυχισμένη». Από εκείνη την επίσκεψη στο ενυδρείο, οι γονείς της κράτησαν την υποψία της εκδίκησης. Είχαν την εντύπωση πως η κόρη τους χάρηκε με τον τρόμο τους.

Η άλλη ανάμνηση που ανακαλεί η μητέρα Εκείνης, ήταν πιο απροκάλυπτα βίαιη. Είχε χάσει την κόρη της και την έψαχνε γύρω από το σπίτι, όταν την ξάφνιασε ο κρότος μιας πέτρας. Η πέτρα τη σημάδευε και η φορά της ήταν απότοκη του χεριού της κόρης της. Η κόρη της την πετροβολούσε. Στάθηκε ακίνητη και περίμενε την επόμενη βολή. Ο φόβος της για τις πέτρες που στόχευαν το κορμί της, εντεινόταν από υπόγειους φόβους, που σημάδευαν και τραυμάτιζαν τη μητρική της υπόσταση. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να αφήσει την κόρη της να την πληγώσει. Στον βρόχο των ερωτηματικών εγκλείεται η άφατη δριμύτητα της μητρικής αγάπης. Η βιαιότητα της ορμής της. Η αιχμή του πόνου. Η σαρκοβόρα έγνοια. Η ακοίμητη αγωνία.

«Ήταν σαν να σε δοκίμαζα λίγο, ή μάλλον, σαν να δοκιμαζόταν εκείνη τη στιγμή ο εαυτός μου ως μητέρα. Θα είχες άραγε τη δύναμη να με σημαδέψεις με μια πέτρα; Θα μπορούσες ποτέ να χτυπήσεις την ίδια σου τη μάνα; Έτσι σε είχα μεγαλώσει; Και τι θα σήμαινε αυτό; Να ήταν άραγε κάτι άσχημο ή κάτι καλό; Αν είχες το κουράγιο να με χτυπήσεις, θα είχα άραγε αποτύχει ως μάνα; Ή μήπως –αντίθετα- ο ενδεχόμενος φόβος σου να ήταν μεγαλύτερη αποτυχία για μένα; Και να ήταν άραγε καλό δείγμα για σένα αν είχες τη δύναμη να με χτυπήσεις, ασχέτως αν θα το κατάφερνες ή όχι; Ή θα ήταν καλύτερα να είχες μόνο αγάπη για μένα και καθόλου φθόνο; Τι θα προτιμούσα από όλα αυτά για μένα και τι για σένα;»

Έπειτα πήρε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε στην κόρη της. Μητέρα και κόρη άρχισαν να παίζουν πετροπόλεμο, γελώντας ανέμελες. Ένας εκατέρωθεν αναμάρτητος λιθοβολισμός.

Ο πατέρας Εκείνης φύλαξε εκείνες τις πέτρες σε ένα συρτάρι. Ενδεχομένως, όταν Εκείνη άδειαζε το πατρικό της από κάθε λογής κειμήλια, τα οποία μεταβίβαζε στο ενεχυροδανειστήριο, να θέλησε να απαλλαγεί και από τις πέτρες. Ίσως, πάλι, ο πατέρας της να τις είχε πάρει μαζί του στη μετοικεσία του και να τις της επέστρεψε στην επίσκεψή του στο μαιευτήριο. Πάντως είναι παράξενο που ο Επισκέπτης, κατά την περιφορά του στους διαδρόμους του μαιευτηρίου, βρίσκει πέτρες πεταμένες σε έναν κάδο απορριμμάτων.

Η Άλμα βασάνιζε το σώμα της εγκαταλείποντάς το και Εκείνη παραδιδόταν, ολοσχερώς λυγισμένη, στη δίνη της οδύνης, στη σκοτοδίνη του μυαλού της. Θα ήθελε να γεννήσει μόνη, σε ένα άδειο δωμάτιο του νεκρικού πατρικού της. Έτσι φανταζόταν τη γέννα: «ένα γυμνό σώμα που κυοφορεί στο μέσο του κενού χώρου». Θα στεκόταν όρθια, καταμεσής του κενού, και καθώς οι πόνοι θα πύκνωναν και το σώμα της θα λύγιζε, θα γονάτιζε στενάζοντας κι έπειτα θα τραβούσε «η ίδια με τα χέρια της το μωρό μέσα από τα σπλάχνα της».

Τη γονάτισε, όμως, το βάρος που κυοφορούσε. Η κεντρομόλος δύναμη την επέστρεψε στο μαιευτήριο και την ξάπλωσε στο κρεβάτι, όπου για ένα ολόκληρο βράδυ, όσο κρατά μια αφήγηση, εκτυλίχθηκε μια καθοδική πορεία που ώρα την ώρα επιδεινωνόταν. Στον σάρκινο σβόλο των σπλάχνων της ανάσαιναν όλοι οι χρόνοι της. Το βράδυ του τοκετού «κάτι άλλο είχε πάρει τη θέση του μωρού». Στην κολλώδη σφιχτή μάζα μέσα της, που πίεζε, για να υπάρξει, καθετί ζωτικό που τη συνιστούσε, διαστελλόταν αλλόκοτα ο χρόνος. «Ο κέρινος σβόλος του εμβρύου είχε ενσωματώσει όλες της τις ηλικίες. Θα γεννούσε τον εαυτό της ως παιδί, ως έφηβη, ως ερωμένη, ως μάνα». Το μυαλό της δονούνταν από «έναν παρανοϊκό αναχρονισμό που συμπυκνωνόταν σε ένα σκούρο σφαιρικό αντικείμενο μέσα της». Τον κέρινο σβόλο, που αργοκινούνταν στο σκοτεινό ενυδρείο μέσα της, βάραιναν όλες οι ζωές, όλες οι προσδοκίες, όλες οι ανησυχίες, όλες οι επιθυμίες, όλες οι παραισθήσεις, όλες οι επιφυλάξεις, η οργή, η μνήμη, η αγάπη, η επιθετικότητα, το φως και το σκοτάδι, εν ολίγοις όλες οι ιστορίες.

Η φωνή της έπασχε από αιφνίδια, δυσεξιχνίαστη αλλογλωσσία. Συσσωμάτωνε όλες τις φωνές που είχαν σημασία για Εκείνη. Η Άλμα, οι νεκροί γονείς της, ο Επισκέπτης, όλοι μιλούσαν μέσα της, σε ένα υβριδικό ιδίωμα που παραβίαζε το σώμα της εκφοράς του και διαχεόταν στο σώμα της, το οποίο αντηχούσε από τις φωνές τους. Γέννησε την κόρη της σαν να γεννούσε όλους τους χρόνους που θα μπορούσε ποτέ να δεξιωθεί στα σωθικά της. Καθώς αποχωριζόταν την Άλμα, η ζωή της κερματιζόταν σε τερατώδεις αναχρονισμούς.

«Την ύστατη στιγμή ο φόβος γίνεται αφόρητος…».

Ενδεχομένως αυτός να ήταν ο λόγος που Εκείνη ήθελε να υποδεχθεί μόνη της το παιδί της. Χρειαζόταν τη μοναξιά, την ηχώ του κενού χώρου, ώστε το πρώτο πράγμα που θα έλυνε τον φιμωμένο πόνο να ήταν «η φωνή της νέας ζωής».

«Το απώτατο παρελθόν και το πιο μακρινό μέλλον συνωθούνταν στον νου της».

Μια ώρα αφότου γεννήθηκε, η Άλμα είπε, «με τη φωνή Εκείνης», στον Επισκέπτη πως μέσα της χτυπούσαν πολλά ρολόγια μαζί. «Ακούω να χτυπάνε οι σκέψεις μου στο μυαλό όπως όλα τα ρολόγια, αν ήταν ένα ρολόι, τικ τακ, τικ τακ».

Προτού γεννηθεί η Άλμα, Εκείνη είδε τους νεκρούς γονείς της και την αγέννητη κόρη της να συνομιλούν σε μια παιδική χαρά. Αντάλλασσαν ιστορίες για Εκείνη, σαν και οι τρεις τους να είχαν ζήσει σε έναν χρόνο που δεν ήταν ο δικός τους, λες και ο χρόνος ήταν ένα κληροδότημα, ένα μεταβιβάσιμο αντικείμενο, όπως αυτά από τα οποία Εκείνη άδειαζε το πατρικό της για να κάνει χώρο στην Άλμα. Η κόρη μιλούσε στο πεθαμένο ζευγάρι σαν να ήταν εξαρχής «παρούσα στον βίο της μητέρας της».

«Μιλούν λοιπόν και οι τρεις –οι πεθαμένοι γονείς και η αγέννητη κόρη της- για αυτό που υπήρξε η ίδια και μόνο εκείνη γνωρίζει».

Η Άλμα δεν είχε γεννηθεί και όμως ήδη γνώριζε όλα τα μυστικά της μητέρας της. Τα παιδιά γνωρίζουν. Στο επιμύθιο του βιβλίου ο Χρυσόπουλος παραθέτει Γιόζεφ Ροτ: «Γνωρίζουν περισσότερα από τους γονείς τους. Αντιλαμβάνονται με τόση σαφήνεια και ευθύτητα, ώστε είναι οι γονείς εκείνοι που μοιάζει να έχουν μια ανάρμοστη παιδική αθωότητα στο βλέμμα τους. Τα παιδιά γνωρίζουν – και οι ενήλικες δίπλα τους φαίνεται να μην έχουν ιδέα…».

Στην παιδική χαρά, η μητέρα Εκείνης παραδέχτηκε, «με τη φωνή του πατέρα»: «Υπάρχουν πολλά μυστικά στον κόσμο των μεγάλων. Δεν τα γνωρίζουμε όλα. Τα παιδιά ξέρουν πράγματα που εμείς δεν καταλαβαίνουμε».

Αν Εκείνη-των-πέντε δεν αποσιωπούσε τα σημαντικότερα λόγια από την ιστορία της, θα έλεγε στον Επισκέπτη πως η αγέννητη κόρη της δεν την άφησε ποτέ. Ακόμα και αν ποτέ δεν το γέννησε, το παιδί της «υπήρχε ήδη κάπου αγέννητο». «Ήθελε να του πει ότι εκείνο το παιδί το γνώρισε στα αλήθεια».

«Ο πατέρας ήταν μια φιγούρα που εμφανιζόταν κάθε τόσο στο σπίτι και όσο ο ίδιος μεγάλωνε, τόσο εκείνη η φιγούρα μίκραινε στα μάτια του».

Ίσως ο πατέρας Εκείνου-των-οκτώ να είχε δώσει στον εαυτό του μια υπόσχεση παρόμοια με αυτήν που απηύθυνε Εκείνη στην αγέννητη ακόμη κόρη της. Απευθυνόμενη στο πλάσμα που έπλεε στο σκοτεινό στερέωμα των σπλάχνων της, του δώρισε μια υπόσχεση αφανισμού. Υποσχέθηκε στην κόρη της ότι η αγάπη θα την αφάνιζε. Δεν θα υπήρχε στη ζωή της παρά σαν το χνάρι μιας σκιάς. Θα απαλειφόταν απροσδόκητα και ανεπαίσθητα, δίχως πόνο για καμία από τις δύο.

Εκείνη, με μάτια βουρκωμένα, μιλά στην αγέννητη Άλμα «για το χάσιμο που γίνεται στην αγάπη». Καμία βία εναντίον της δεν θα έμενε ασυγχώρητη από την αγάπη της. Εκείνη-των-πέντε ήθελε να σκοτώσει τη μητέρα της, επειδή θα ήθελε να μην ήταν κόρη. Εκείνη της Άλμα δίνει η ίδια στην κόρη της το μαχαίρι.

«[…] είμαι δική σου όπως ένα μαχαίρι που έχει χαραγμένο πάνω στη λάμα του τη λέξη εγώ, κι έτσι, αν είχες ήδη γεννηθεί και βρισκόσουν ήδη εδώ, θα σου έλεγα ότι είμαι ένα μαχαίρι στα χέρια σου, έτοιμο να κόψω με την ατσάλινη ακμή μου, κι αν ποτέ στρέψεις αυτό το μαχαίρι σε μένα, τότε θα κοπώ η ίδια από μένα, ματωμένη από τη λάμα που έγινα, ατσάλι εγώ, καρφωμένο στα σπλάχνα μου».

Η μεγαλύτερη επιθυμία, η μόνη ικεσία που Εκείνη εναπόθετε στην κόρη της, ήταν να την ξεχάσει. Κάθε της σκέψη για την Άλμα, απέληγε στο σχεδίασμα του χαμού της.

«Σχεδιάζω το τέλος μου. Φαντάζομαι εσένα εν τη απουσία μου και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνομαι το παράλογο: αυτή η σκέψη δεν μπορεί να γίνει ποτέ. Σε αγαπώ αλλά δεν με νοιάζει να το γνωρίζεις. Το μεγαλύτερο δώρο σου το έχω ήδη κάνει. Η ανταμοιβή μου θα είναι να με ξεχάσεις ολότελα, να μην υποπτευθείς καν την παρουσία μου. Να ζήσεις απολύτως ανεξάρτητη από μένα. Δεν θέλω τίποτα από σένα. Θέλω να μη σκεφτείς για μένα τίποτε. Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου για σένα».

«Θα χάνω λίγο λίγο τη σφριγηλότητά μου, θα ισιώνω. Ώσπου θα φτάσει εκείνη η ώρα που το κορμί μου θα ρίχνει τη σκιά που αφήνει ένα καλάμι σφηνωμένο στο χώμα».

Σε αυτό το όραμα που Εκείνη τείνει σαν δωρεά προς την Άλμα, βλέπει τον εαυτό της να περπατά σε μια έρημη έκταση και σε κάποιο σημείο να στέκεται και να καρφώνεται στη γη. Από εκείνη τη στιγμή της έσχατης ακινησίας, το κορμί της θα αρχίσει να χάνει σταδιακά την ένσαρκη υπόστασή του, μέχρι να καταστεί «μια κατακόρυφη γραμμή». «Θα μοιάζω όλο και περισσότερο με καλάμι». Το σώμα της θα αποσχιστεί από τη σάρκα. Ο σκελετός της «θα μοιάζει να κρέμεται όλος από μια χορδή». Τα κόκαλά της θα τα αναπάλλουν οι τριγμοί από τον παλμό της καρδιάς της, μόνο και μόνο για να καθησυχάζει την Άλμα πως είναι ακόμη ζωντανή.

Όμως, η Άλμα θα χρειαστεί κάποτε να τραβήξει το καλάμι από τη γη και να πορευτεί μόνη της. Όταν τα βήματά της θα γίνονται αβέβαια, όταν το έδαφος θα τη δυσκολεύει, θα μπορεί να στηρίζεται στο καλάμι, μέχρι να αντιληφθεί πως πια δεν το χρειάζεται.

«Κι όταν θα καταστώ πλέον περιττή, σε παρακαλώ να με πετάξεις με μια κίνηση και να με αφήσεις πίσω σου. Εγώ θα είμαι, άλλωστε, ήδη από καιρό, ευτυχισμένα χαμένη».

Λίγο προτού γεννηθεί, η κόρη απευθύνει σε Εκείνη μια παράκληση. Της ζητά μια αφήγηση. Μια αφήγηση που να περικλείει τα πάντα, ακόμα και αν το νόημά τους μείνει ερμητικό. Αυτή η ιστορία των πάντων σημαίνει για την κόρη το ύψιστο μητρικό χρέος. Ήταν η μοναδική προσδοκία που βάραινε τη γέννησή της.

«Μπορείς να μου υποσχεθείς ότι ένα βράδυ θα σταθείς υπομονετικά δίπλα μου και θα μου μιλήσεις για όλα; Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι τόσα πολλά αυτά που χωράνε στο όλα, θα προλάβεις να μου τα διηγηθείς μέσα σε ένα βράδυ».

Άλλωστε, και Εκείνος-του-ενός δεν χρειαζόταν παραπάνω από ένα βράδυ για να αφηγηθεί την πιο σημαντική ιστορία της ζωής του, το γράμμα που δεν του έγραψε ο πατέρας του.

Σαν ανταμοιβή για τη ζωή που της χάρισε Εκείνη, η Άλμα αφότου γεννήθηκε, σταμάτησε να μεγαλώνει, αίροντας τον χειρότερο τρόμο της μητέρας της, τον χρόνο. «Από τη στιγμή που η Άλμα σταμάτησε να μεγαλώνει, η ανησυχία της έπαψε». Μεταξύ Εκείνης και της Άλμα η αγάπη δένεται, θαρρείς, με έναν όρκο ανυπαρξίας.

Σε συνέντευξη που έδωσε στον Γρηγόρη Μπέκο στην εφημερίδα το «Βήμα» («Βιβλία», 24.11.2019), ο Χρυσόπουλος επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι σημαίνει να αποκτάς ένα παιδί;» και δίνει μια απάντηση που, αν και αφόρητα κυριολεκτική, διαρρέει το αλληγορικό υπέδαφος της Άλμα. «Σημαίνει να κληροδοτείς πράγματα χωρίς να το θέλεις, να κληροδοτείς πρωτίστως το τραύμα του αποχωρισμού που μοιραία κάποια στιγμή θα συντελεστεί». Εκείνη και η Άλμα παίρνουν την απόφαση του αυτοαφανισμού για να γλιτώσουν, για χάρη η μία της άλλης, την οδύνη αυτού του τραύματος. Η μητέρα απισχναίνεται μέχρις εσχάτων ώστε να μετουσιωθεί σε μια κατακόρυφη γραμμή, σε έναν κάτισχνο ίσκιο, που θα πέφτει αδιάλειπτος αλλά αβαρής πάνω στην κόρη της, ενώ η Άλμα σταματά να μεγαλώνει, διασώζοντας τη μητέρα της από τον φόβο, σωσμένη, όμως, και η ίδια από τα άλγη του χρόνου, προστατευμένη σε ένα διαρκές, αχανές παρόν. 

Υπάρχει κάτι το ζοφώδες στην αγάπη. Ιδίως στην αβάσταχτη γονεϊκή αγάπη. Ένας δεσμός ακατάλυτος, που αψηφά το χώμα και επανέρχεται στη μνήμη, άλλοτε με τη βία μιας ανεξόφλητης ενοχής και άλλοτε με την παραμυθητική επενέργεια μιας πάρωρης ανακωχής. Η Άλμα είναι το μετείκασμα του ήλιου μες στο έρεβος. Είναι ένα ξέφωτο σε έναν απελπιστικά στενόχωρο, αδιέξοδο τόπο. Της δόθηκε το μεγαλύτερο δώρο, η ζωή. Η μητέρα της τής υποσχέθηκε πως θα την άφηνε ασκίαστη από την αγάπη της. Της επέτρεψε όχι μόνον τη λήθη, αλλά και τη λάμα. Χάρη στις αγκαλιές όπου ανέπνεε, δεν γνώριζε την τυραννία της βαρύτητας. Σε αντίθεση με τη μητέρα της και τον οιονεί πατέρα της, τον Επισκέπτη, εκείνη δεν θα γονάτιζε ποτέ. Ωστόσο, η Άλμα καταδικάζεται να ζήσει στη Μονάδα, ανάμεσα στα κάγκελα δεκατεσσάρων χεριών, μέσα σε ένα ακάνθινο πλέγμα αδιάρρηκτου αγγίγματος, ασπαίρουσας αφής. Η ύψιστη χάρη που της δωρίστηκε, ήταν να ζήσει πέρα από τον χρόνο. Δεν ξέρουμε, όμως, αν γεννήθηκε νεκρή ή αθάνατη.

«Υποδέχτηκαν το παιδί όπως υποδέχεσαι έναν άγγελο». Διότι η Άλμα είχε έρθει να επωμιστεί τον πόνο τους, για να τους βγάλει από τους περίκλειστους τόπους κατοικίας τους και να εναποθέσει τις φωνές τους στο άγλωσσο σώμα της. Πατώντας μία μόλις φορά στη γη, πλάτυνε τον χρόνο και τον χώρο, και κατίσχυσε του θανάτου. Η άφιξή της στη Μονάδα ήταν μια κεραυνοβόλα θεραπεία που ίανε διαμιάς τους επτά πάσχοντες. Η μοναδική εκπλήρωση που τους χαρίστηκε. «Η παρουσία της έχει πληρώσει τα πάντα».

«Δεν θα είναι ποτέ ξανά μόνοι».

«Δέρμα με δέρμα». Στο άγγιγμα ενεδρεύει αμείλικτη, ανύποπτη βία. Είναι χάδι και μαζί πληγή. Ένα ανεπούλωτο, ανεξάλειπτο τραύμα. Είναι γιάτρεμα και μαζί μαχαίρωμα. Η Άλμα συνταράζει, διότι υποχρεώνει το βλέμμα του αναγνώστη να βυθιστεί σε απύθμενες παύσεις, τις οποίες διαπερνά η κόψη στεντόρειων συναισθημάτων. Στις νεκρικές σιγές των αφηγήσεων συρίζουν όλα εκείνα που είναι αδύνατον να ειπωθούν, όλα εκείνα που βρίσκονται επέκεινα των λέξεων.

Σφυροκοπώντας λέξη τη λέξη τη γραφή του, ο Χρυσόπουλος δημιουργεί ένα υπερκόσμιο, αποπνικτικά νοσηρό τοπίο. Τίποτα στη γραφή δεν ξεστρατίζει, ούτε εξεγείρεται ούτε παροξύνεται, κι ωστόσο οι φράσεις ακούγονται αιχμηρές, κοφτερές, ακονισμένες, γεμάτες αγκάθια, ακίδες και ακμές, σαν τις αγαύες-μαινάδες Εκείνου-του-ενός.

Οι τόποι του Χρυσόπουλου είναι τόποι απόκοσμοι, άφεγγοι και επτασφράγιστοι, αναπόδραστοι και τελεσίδικοι, παρανοϊκά περιγεγραμμένοι, υποκείμενοι σε αδόκητες στρεβλώσεις, σε υπόγειους κλυδωνισμούς, σε ανατριχιαστικούς τριγμούς, σε παραλυτικούς παραλογισμούς, σε εναλλασσόμενες συστολές και διαστολές, που κάνουν εκείνους που τους κατοικούν να υποφέρουν. Τους κόσμους του τίκτουν οι πιο σπάνιες τερατογενέσεις του μυαλού. Η Μονάδα είναι μακράν το πιο ανήκουστο, το πιο ερεβώδες, οικοδόμημα της πεζογραφίας του. Δεν γίνεται να διαφύγεις από την εφιαλτική αρχιτεκτονική της. Οι ιστορίες που χτίζονται μέσα της, εκρήγνυνται στον νου σε θραύσματα. Κόβουν σαν κομμάτια γυαλί, τα οποία εποστρακίζονται, θαρρείς, στους αμφιβληστροειδείς, μέσα από το ανελέητο ανοιγοκλείσιμο του κλείστρου φωτογραφικού φακού. Σύντομες, ελλειπτικές και κατάστηθα ευθύβολες, οι ιστορίες αστράφτουν στο βλέμμα και καρφώνονται στο μυαλό ακαριαία, μοιραία, σαν εκπυρσοκρότηση. Η Άλμα είναι η ζωή που εγκιβωτίζει το ιδιόλεκτο του θανάτου. Η διά βίου παιδική φωνή της μιλά μετά θάνατον. Αναβλύζει από τον βυθό του χρόνου και ραίνει τα θνητά σώματα που την αγκαλιάζουν με την επουλωτική, υπερχρονική χροιά της. 

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular