Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.
 Οι δαίμονες του Αρέτσο, Αλέκα Πλακονούρη, Εκδόσεις Κέδρος

 

 Οι δαίμονες του Αρέτσο, Αλέκα Πλακονούρη, Εκδόσεις Κέδρος

Δεκαπέντε διηγήματα με κέντρο τον ίδιο τον Άνθρωπο και δομημένα με λέξεις που κεντούν σαν χρώματα τον λευκό καμβά, γράφει η συγγραφέας και θεατρολόγος Αλέκα Πλακονούρη στο τελευταίο της βιβλίο της, Οι δαίμονες του Αρέτσο, δανειζόμενη για τον τίτλο του τον τίτλο ενός από τα διηγήματά της.

Πρόκειται για διηγήματα που ακροβατούν ανάμεσα στη Λογοτεχνία και το Θέατρο, τις ειδικότητες, δηλαδή, με τις οποίες ασχολείται η συγγραφέας, αλλά και με την τέχνη των εικαστικών, αφού τα διηγήματα του βιβλίου ομαδοποιούνται σε υποενότητες με τίτλους από την εικαστική τέχνη: Νωπογραφίες, Κολάζ, Graffiti. 

Όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα σε μακροπερίοδο λόγο με πολλά κόμματα και μεγάλες φράσεις, το καθένα από αυτά όμως διατηρεί τις δικές του αποχρώσεις και τη δική του ιδιαιτερότητα πάνω στον συγγραφικό καμβά. Άλλα είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό και άλλα σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Άλλα αφορούν βιώματα άγνωστων ανθρώπων και άλλα βιώματα της ίδιας της συγγραφέως. Σε κάποια από αυτά η υπόθεση διαδραματίζεται σε παρελθόντα χρόνο, ενώ άλλα εκτυλίσσονται στο παρόν. Κάποια δε, επικεντρώνονται στο μέλλον. Εκεί η συγγραφέας μοιράζεται με τον αναγνώστη το περίφημο “Τι θα γινόταν αν…”

Κάθε ένα από τα διηγήματα του βιβλίου επικεντρώνεται στην οπτική ενός μονάχα ατόμου- ή ενός ζευγαριού, την οποία μεταφέρει η συγγραφέας στον αναγνώστη. Υπάρχει, δηλαδή, θα λέγαμε μονάχα ένας πρωταγωνιστής ή ένα ζευγάρι πρωταγωνιστών. Μόνο στο τελευταίο διήγημα όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι και πρωταγωνιστές αναιρείται αυτός ο κανόνας.

Στην πρώτη υποομάδα, τις νωπογραφίες, ανήκουν τα διηγήματα με την πιο ξεκάθαρη και δομημένη υπόθεση, όπως ακριβώς, δηλαδή, είναι και οι ίδιες οι νωπογραφίες, δηλαδή με μία σαφήνεια για το θέμα το οποίο απεικονίζουν. Στο πρώτο διήγημα ταξιδεύομε μαζί με τον κεντρικό ήρωα Χρίστο Π. από τη Μεσσηνία στην Αμερική το 1911 και μαθαίνουμε την ιστορία του. Πρωταγωνίστρια, όμως, εδώ είναι στην πραγματικότητα η ίδια η θάλασσα:

“Δεν την φοβόταν τη θάλασσα, κι ας μην ήξερε να κολυμπάει. Αγαπούσε την απεραντοσύνη της, τον ορίζοντα που άλλαζε χρώματα, το υπόκωφο νανούρισμα του κύματος μαζί με τον βόμβο των μηχανών, ενώ ταξίδευαν ζαρωμένοι στα βάθη του τεράστιου κύτους, σε κάτι κρεβάτια που τους εξασφάλιζαν ελάχιστο χώρο, μονάχα όσο δύο φέρετρα στοιβαγμένα”.

Η συντροφιά των κομμουνιστών στο “Σωματείο” δρα σε απροσδιόριστο τόπο και χρόνο στο επόμενο διήγημα, με τους άντρες του σωματείου να ταλαντεύονται ανάμεσα σε πολλά συναισθήματα και να αναρωτιούνται για την ίδια τη ζωή, η οποία πολλές φορές τους προδίδει. Στο τέλος, οι άνθρωποι ωθούνται:

“Να αγκαλιαστούν δακρυσμένοι και να πουν ένα ξεχασμένο τραγούδι εξέγερσης που ποτέ δεν ψέλλισαν, κάτι στίχους που κάποτε στοίχειωναν τις νύχτες τους και φρόντιζαν να ξεχνούν τις ημέρες”.

Ακολούθως, συναντάμε την άλλη Ελένη, παραπονιάρα, νεραϊδοπαρμένη και, σίγουρα, επιβλητική μορφή:

“Κι ύστερα έβριζε τη σπορά των προγόνων της, άρχιζε τις βαριές κατάρες για όσους ήταν υπαίτιοι, για όσους την πρόδωσαν, για όσους με γητείες και με μάγια την έφεραν σε τούτη τη θέση…”

Ύστερα, βλέπουμε μνήμες πολέμου εγκλωβισμένες σε έναν κήπο:

” Ένα παλιό κράνος και μια ξιφολόγχη τι κίνδυνο έκρυβαν τάχα;”

Μετά η ίδια η συγγραφέας και οι αναμνήσεις της από ένα φωτογραφείο παίρνουν τη σκυτάλη, σε μία αφήγηση σε πρώτο ενικό πρόσωπο:

“Παρατηρούσα καθηλωμένη όλα εκείνα τα πρόσωπα γύρω μου, γιατί ο φωτογράφος μπορεί να είχε δουλειά στο σκοτεινό σπήλαιό του κι αργούσε να ‘ρθει-κάπως έτσι το φανταζόμουνα, έναν παραμυθένιο τόπο αλχημείας, όπου όλοι εμείς γινόμασταν κάτι άλλο στα άδυτα κάποιου εργαστηρίου, στα υπόγεια του σπιτιού του…”

Δεύτερη ενότητα με Κολάζ με πολλών διαφορετικών σκηνών, προσώπων και συναισθημάτων, αρχής γενομένης από ένα απόγευμα του Antonius L., ο οποίος ακροβατεί μεταξύ του αντιθετικού ζεύγους της φύσης και της τεχνολογίας:

“Η πόρτα έκλεισε με δύναμη μπροστά μου. Σκοτάδι γύρω μου πηχτό… Μια οθόνη τρεμόσβηνε στο βάθος…”

Το προσωπικό βίωμα επανέρχεται-τουλάχιστον αυτή η αίσθηση του προσωπικού περνάει στον αναγνώστη -με ένα διήγημα-ύμνο στον νεκρό αδελφό, έναν αδελφό που χάθηκε τρεις μήνες μετά από τη γέννησή του:

“”Αχ, δεν έχεις κι εσύ τον αδελφούλη σου να σε υπερασπίζεται”,μουρμούρισε η γιαγιά. Ωραία λοιπόν, το πήρα απόφαση, δεν τον είχα ανάγκη, θα γινόμουν εγώ ο μεγάλος αδελφός του εαυτού μου”.

Οι δαίμονες του Αρέτσο, μέσα από μία νωπογραφία του Τζότο, αποτελούν το πιο αισθαντικό και το πιο εσωτερικό διήγημα του βιβλίου, το οποίο μας μιλάει για την φθινοπωρινή εκδρομή ενός ζευγαριού στην Ασίζη:

“Αγαπάω τον θρήνο σου, ήθελε να της πει, όταν σε βλέπω έτσι συρρικνωμένη, ξέρω ότι με θέλεις. Χρειάζομαι την αγάπη σου, κι εσύ γίνεσαι ξένη και αιχμηρή”.

Το μαύρο λουλούδι, ακολούθως, μας αφηγείται για την απώλεια της παιδικής ανεμελιάς και για το πως καταντάμε όταν μας λυγίζει η ίδια η ζωή:

“Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα, κρατώντας σφιχτά κάτω απ’ τη μασχάλη το μικροσκοπικό της τσαντάκι, λες και βιαζόταν να προφτάσει τη μαύρη γόνδολα που την περίμενε για το ταξίδι της στους λειμώνες του χρόνου”.

Στα τρελά νερά, μία δεκατριάχρονη η οποία “έχει βρει πολλούς μηχανισμούς διαφυγής” θα συνομιλήσει στο Σύνταγμα με τον Γιάννη Σκαρίμπα.

Στην τρίτη και τελευταία υποενότητα με τον τίτλο Graffiti, τα θέματα των διηγημάτων είναι πιο σύγχρονα. Με ελαφρότητα αντιμετωπίζεται -ή την ελαφρότητα αντιπροσωπεύει- ο μυστηριώδης θάνατος ενός πενήνταδυάχρονου, του Νικηφόρου. Ήταν “ένας άντρας με γαλάζια μάτια κι ανάστατα μαλλιά, με άσπρο πουκάμισο, βυθισμένος σε μια κόκκινη πολυθρόνα, να κρατά χαλαρά ένα τσιγάρο στο δεξί του χέρι…”

Στο επόμενο διήγημα, το πιο επίκαιρο ίσως του βιβλίου, ο Ευτύχιος Αναγνώστου απευθύνει στις αρχές της χώρας ένα γράμμα το οποίο δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του και αγανακτεί:

“Γι’ αυτό τον λόγο ίσως υποχρεωθώ να επανέλθω. Και πάλι τα σέβη μου”.

Όσο για τον κύριο ο οποίος υπηρετεί ως σκληροτράχηλο μέλος των ΜΑΤ, αυτός, όπως μας λέει ο ίδιος, δεν είναι παρά “…μία μηχανή και άμα παίρνω μπρος, δεν καταλαβαίνω τίποτα, δεν βλέπω ούτε τη μάνα που με γέννησε, που λέει ο λόγος, ακούς, ούτε την μάνα μου την πουτάνα, χα,χα χα!”.

Κατόπιν, μια θηλάζουσα μητέρα αντιμέτωπη με το φάσμα της ανεργίας, κάνει σκέψεις από την ταράτσα της πολυκατοικίας της, το μόνο μέσο διαφυγής της από την πεζή καθημερινότητα:

“Κάποτε χάζευα από δω και με μια φανταστική γομολάστιχα έσβηνα όσα κτίρια με ενοχλούσαν…”

Τέλος, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι που ζουν μαζί, άνθρωποι που μοιράζονται τόσο ίδια, αλλά, συγχρόνως, και τόσο διαφορετικά συναισθήματα, άνθρωποι οι οποίοι θα κάνουν τελικά τον Παππού να μονολογήσει, αναλογιζόμενος την περίτεχνη φύση του: “Ο άνθρωπος”, απαντώντας σε εκείνη της Σοφίας “Πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος”.

Ο άνθρωπος λοιπόν. Ο νέος, ο γέρος, ο αδύναμος, ο δυνατός, ο ταλαιπωρημένος, ο ερωτευμένος, ο απελπισμένος. Αυτός είναι το επίκεντρο πάνω απ’ όλα στα διηγήματα της Πλακονούρη.

Οι δαίμονες του Αρέτσο, Αλέκα Πλακονούρη, Εκδόσεις Κέδρος

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular