Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

Πόσο εύκολο ήταν ν’ αλλάξεις τον κόσμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν’ αλλάξεις τον τρόπο που τον βλέπεις.

  

Τα παραμύθια μάς γιατρεύουν από την πραγματικότητα. Είναι τα ξόρκια που λέμε για να κατευνάσουμε τους επίγειους εφιάλτες. Μια επίδειξη εξουσίας της φαντασίας έναντι της αλήθειας. Όνειρα γλυκά ώστε να ζήσουν όλοι καλά και εμείς καλύτερα. Η ομορφιά, η επιείκεια, η ευρυχωρία και η γενναιοδωρία του φανταστικού εξημερώνουν τον πραγματικό κόσμο που βρίθει από πολύ άσχημες ιστορίες και ακόμα χειρότερες εκβάσεις. Στα παραμύθια κατατροπώνεται η αήττητη πραγματικότητα. Το καλό δικαιώνεται και οι καλοί πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δική τους κάνουν την ευτυχία. Αυτός ο θρίαμβος, βέβαια, προϋποθέτει τη μάχη ενάντια στο Κακό. Γι’ αυτό χρειάζονται οι γριές μάγισσες και ο κακός ο λύκος. Μέσα στη μαγική αχλή των παραμυθιών γιγαντώνονται οι τερατωδίες της αληθινής ζωής μόνο και μόνο για να φανεί πιο θριαμβική η νίκη της φαντασίας. Οι δυστυχίες της ανθρώπινης κατάστασης μεταμορφώνονται σε μορμολύκεια από καπνό και στάχτη που σκορπίζονται μες στη διάπυρη μαγεία των λέξεων.

Όπως όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά έργα, το μυθιστόρημα του Μίροσλαβ Πένκοφ (γεν. 1982) διηγείται άσχημες, σκοτεινές ιστορίες. Βαλκανικές ιστορίες διωγμού, λεηλασίας, σφαγής και εξορίας, στριμωγμένες στην κόγχη ενός βουνού της Βουλγαρίας. Η μυθοπλασία διαδραματίζεται στην Κλεισούρα, ένα φανταστικό χωριό στα σύνορα με την Ελλάδα και την Τουρκία, ψηλά στα βουνά της Στράντζας. Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής πως η μυθιστορηματική Κλεισούρα δεν έχει καμία σχέση με την ομώνυμη κωμόπολη της Δυτικής Μακεδονίας, που έμεινε στην Ιστορία για τα σκληρά αντίποινα των Γερμανών τον Απρίλιο του 1944 εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Διακόσιοι εβδομήντα άνθρωποι, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, σφαγιάστηκαν και πυρπολήθηκαν σε ένα από τα πιο στυγνά εγκλήματα των ναζί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη χώρα μας.

Ο ήρωας πηγαίνει στην Κλεισούρα, διακόπτοντας τη φοιτητική του ζωή στην Αμερική, για να συναντήσει μετά από δεκαπέντε χρόνια τον παππού του, ο οποίος ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο που έχει κάνει σπίτι του. Απώτερος στόχος του είναι να πουλήσει τη γη που ανήκε στον παππού του και κληρονομικώ δικαιώματι και στον ίδιο. Ωστόσο, αυτός ο άγνωστος τόπος τον παγιδεύει σε ένα πλέγμα επινοημένων και πραγματικών εξιστορήσεων και έτσι γίνεται ολοένα και πιο οικείος μέσα από τον απόηχο των ιστοριών που κάποτε του αφηγούνταν ο παππούς του. «Η φωνή του αγκάλιαζε την Κλεισούρα σαν δίχτυ ψαρέματος και σχεδόν ένιωθα πάνω στο δέρμα μου τους χοντρούς κόμπους του, από τους οποίους δεν μπορούσα να ξεφύγω».

Ο τόπος έθαλλε από θρύλους και δοξασίες, βρισκόταν επί χιλιετίες υπό τη σκέπη σλαβικών θεοτήτων, έλαμπε από τις σπίθες στις φορεσιές αρχαίων πυροβατών, τον ανέπαλλαν οι βρυχηθμοί των τυμπάνων και οι στριγκλιές της γκάιντας, οι ιαχές τρομερών πολεμιστών, το κροτάλισμα μιας μακριάς αλυσίδας δερβίσηδων και γενίτσαρων, τον περιδινούσαν ο οργιαστικός χορός των βακχευτριών, η διονυσιακή τους μανία και το πανδαιμόνιο των τελετουργικών θυσιών τους, τον λίκνιζαν οι γλυκόηχες ψαλμωδίες των ιμάμηδων, η θρηνωδία ενός μαντολίνου, οι επουράνιες συνομιλίες των κορυφογραμμών, τα κελαηδίσματα των πουλιών, τα τραγούδια έκπαγλων κοριτσιών, αλλά την ίδια στιγμή στη λασπωμένη γη του ρήμαζαν ερείπια, μουλιασμένα στο αίμα ξεχασμένων νεκρών. Στα κλαδιά των δέντρων φώλιαζαν κρανία. Ο αέρας φυλούσε την απόπνοια της καμένης γης, του μπαρουτιού. Ήταν μια γη εγκατεσπαρμένη με θησαυρούς και οστά. Και ο νεαρός Βούλγαρος φοιτητής ερχόταν εκεί για να διεκδικήσει διακόσια στρέμματα προκειμένου να αποπληρώσει τα φοιτητικά του δάνεια.

Ο Πένκοφ προσηλώνει την προσοχή του στη διχοστασία της γραφής ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο όνειρο και τον όλεθρο. Ακόμα και όταν η γλώσσα του καταγοητεύεται από την ειδυλλιακή φαντασμαγορία της παραμυθίας, διακρίνεται στο μελίρρυτο ηχόχρωμά της το σκληρό σαν δρεπάνι μειδίαμα της ειρωνείας. Ο Πένκοφ θερίζει παραμύθια την εποχή της απομάγευσης. Η βουκολική σκηνογραφία, ένα φθαρμένο, μουχλιασμένο σκηνικό, διάσπαρτο με κατερειπωμένα, καμένα σπίτια, μιζέρια και σκόνη, με αγκάθια και τσουκνίδες όπου ασπρίζουν ακόμη τα κόκαλα των νεκρών, έχει εδώ και δεκαετίες απαλλοτριωθεί για να στεγαστούν κατόπιν τα συντρίμμια της σε πολυκατοικίες σοβιετικής αρχιτεκτονικής. Τα φτερουγίσματα της φαντασίας συνθλίβονται στο χώμα της πραγματικότητας. Πούπουλα αποσυντίθενται στο έδαφος. Οι πελαργοί της Στράντζας φτεροκοπούν ανάμεσα σε ανεμογεννήτριες. Θηρία από ατσάλι που ευαγγελίζονται την ανάπτυξη στη μουσουλμανική γειτονιά, καθώς η χριστιανική παρέμενε και μετά την πτώση του κομμουνισμού κρατική περιουσία. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας ανήκαν στο κράτος, το οποίο είχε απαλλοτριώσει τη γη και την είχε μετατρέψει σε μεθοριακή, ουδέτερη ζώνη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι ξεσπιτωμένοι Βούλγαροι της Στράντζας έλαβαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα ως αποζημίωση για τη μετεγκατάστασή τους διαμερίσματα σε δύο πολυκατοικίες στο Μπουργκάς, «με θέα –σχεδόν- τη θάλασσα». Από τη βουλγαρική γειτονιά απέμεναν μόνο ερείπια και φαντάσματα. Συνεπώς, ο παππούς είχε υποσχεθεί στον εγγονό ένα ανύπαρκτο βασίλειο. «Για χρόνια ήμουν πεπεισμένος πως η εχθρότητά του προς το Κόμμα οφειλόταν στο γεγονός ότι το 1944, μαζί με τα ηνία της Βουλγαρίας, οι κομμουνιστές είχαν αρπάξει τη γη της οικογένειάς μας». Αλλά και αυτό δεν ήταν παρά ένας ακόμα μύθος που στόλιζε τη φαντασιακή εποποιία του παππού του.

Από την άλλη, ο προδότης κληρονόμος σκόπευε να πουλήσει μια γη που ποτέ δεν του ανήκε και μαζί να ξεπουλήσει τους θρύλους, τις θυσίες και τους θεούς αυτής της γης. Ερχόταν να πουλήσει αυτό το οποίο ο παππούς του «μαχόταν τόσο απελπισμένα να διασώσει». Δεν τον είχε αναζητήσει από νοσταλγία ή από την ανάγκη του να κλείσει ανοιχτούς συναισθηματικούς λογαριασμούς. Δεν είχε πεθυμήσει τη ζεστασιά του κοινού αίματος ούτε είχε πάει στην Κλεισούρα για να ζητήσει εξηγήσεις «για την οδυνηρή εξαφάνισή του». «Μακάρι να ήταν οι λόγοι της επιστροφής μου τόσο ευγενείς και τόσο αγνοί».

Το ταξίδι στα πάτρια προοιωνιζόταν μια ακόμα αποτυχία του. Νόμιζε πως με την επιστροφή του θα άφηνε πίσω του τη μπουχτισμένη, αποτυχημένη ζωή του ως μεταπτυχιακού φοιτητή. Θα ακουμπούσε τα πόδια του στα θεμέλια της ύπαρξής του και μέσα από το υπέδαφος της γενέτειράς του θα άκουγε τις ρίζες να βλασταίνουν και ν’ απλώνονται μες στο χώμα. Αλλά η τρομακτική αλήθεια διέφερε από την προσδοκία. Αμφίθυμος μεταξύ οργής και ντροπής, ο νεαρός ένιωθε τον θυμό για τον εαυτό του και τον παππού του να βαραίνει μέσα του και να τον εξαντλεί. «Ένιωθα αδύναμος και ζαλισμένος και μια στυφή, απαίσια γεύση ανέβαινε στον οισοφάγο μου και στεκόταν στον ουρανίσκο μου». «Ήταν η γεύση της προδοσίας του παππού» του αλλά και της δικής του προδοσίας απέναντί του. Ήταν θυμωμένος και την ίδια στιγμή ντροπιασμένος. «Επειδή αναζήτησα μια εύκολη και ανέντιμη λύση, επειδή επέτρεψα στον εαυτό μου να βρεθεί σε αυτή τη θέση εξαρχής – αδέκαρος και καταχρεωμένος, να διασχίζω τους ωκεανούς κυνηγώντας κάτι που δεν ήταν καν εκεί. Πηχτή και κολλώδης, η νύχτα έπεφτε γύρω μας και γέμιζε τα πνευμόνια μου, σαν βαλτόνερο, με κάθε εισπνοή».

Αλλά ούτε οι λόγοι της απομάκρυνσής του από τον παππού του ήταν ευγενείς και αγνοί. Τα παραμύθια δεν στάθηκαν ικανά να εμφυσήσουν πνοή στον παγωμένο δεσμό τους. Ούτε τηλέφωνα, ούτε γράμματα. Σιωπή, απόσταση. Δύο ζωές μη εφαπτόμενες, περιχαρακωμένες στους αντίποδες, χωρισμένες από έναν ωκεανό. «Και για ποιο λόγο;» αναρωτιέται ο αφηγητής και δεν διστάζει να απογυμνώσει την απάντησή του από κάθε ίχνος εξωραϊσμού: «Επειδή μου θύμιζε μια προηγούμενη, σκοτεινή ζωή την οποία δεν ήθελα να θυμάμαι; Κάθε άλλο. Τον είχα αποκηρύξει από τεμπελιά. Τόσο αξιοθρήνητο ήταν. Εξίσου αξιοθρήνητο με το να περνάμε δεκαπέντε χρόνια χωριστά επειδή ένα πολιτικό καθεστώς είχε καταρρεύσει κι ένα άλλο είχε προκύψει στη θέση του. Επειδή δεν υπάρχουν χρήματα για μια καλή ζωή στη Βουλγαρία. Επειδή ο πατέρας σου λέει: Πρέπει να πάμε στη Δύση! Κι έτσι πηγαίνεις. Χρήματα και τεμπελιά. Από όλους τους λόγους του κόσμου».

Αφήνοντας την «αμύθητη» ζωή της Αμερικής, ο εγγονός βρίσκεται εκτεθειμένος σε έναν τόπο που σβήνει σε στάχτες με τη μάταιη ελπίδα να αναγεννηθεί από την τέφρα του. Η χριστιανική πλευρά του χωριού είχε ανέκκλητα υποκύψει στην ερήμωση, η αστικοποίηση ήταν η τελευταία φωτιά που την είχε κάψει· «πέτρινοι τοίχοι που κατέρρεαν, αυλές γεμάτες αγριόχορτα και νεκρά δέντρα. Και στις καμινάδες των ρημαγμένων σπιτιών […] δεκάδες φωλιές πελαργών». Τα σπασμένα παντζούρια των άδειων σπιτιών «χτυπούσαν σαν καπάκια από φέρετρα που άνοιγαν κι έκλειναν». Στην αντίπερα πλευρά, στη μουσουλμανική γειτονιά, «σαν γκροτέσκο αντιστάθμισμα στον λευκό μιναρέ, εξείχε ένας άσχημος μαύρος μεταλλικός σκελετός». Ήταν ο «Πύργος της Κλεισούρας», η πρώτη ανεμογεννήτρια. Μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι και να φύγουν για τον Νότο οι πελαργοί, θα υψωθούν κι άλλες.

Λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, μήνες μετά τη μετανάστευση των πελαργών και την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών, παππούς και εγγονός, άρρωστοι από την απαλλοτρίωση των παραμυθιών, βλέπουν τις τεράστιες έλικες να εκτείνονται στον ουρανό σαν χέρια που αδημονούσαν να αρχίσουν να περιστρέφονται για να ενεργοποιήσουν την ενέργεια· χέρια που αδημονούσαν να αξιοποιήσουν τη «δύναμη των αέναων ριπών. Των αόρατων, άφθονων πνευμάτων», χέρια που λαχταρούσαν να παραγάγουν, να φέρουν τη ρημαγμένη γη στην τροχιά της ανάπτυξης. «Κάθε ανεμογεννήτρια, ένας γίγαντας με πολλά χέρια. Μεγάλοι θεοί από τους παλιούς καιρούς, βυθισμένοι σε βαθιές σκέψεις, δημιουργοί, την ίδια στιγμή, της ζωής και της καταστροφής».

Ήταν και οι δυο τους άρρωστοι, υπέφεραν. Οι μουχλιασμένοι τοίχοι του σχολείου τούς πάγωναν. «Το τσάι δεν αρκούσε για να διώξει τον πυρετό. Τα μέτωπά μας είχαν πάρει φωτιά· το μεδούλι στα κόκαλά μας έβραζε. Κι όμως πεθαίναμε απ’ το κρύο. Με τα δόντια να χτυπάνε, τους μυς να συσπώνται και με ρίγη να ανεβοκατεβαίνουν τη ραχοκοκαλιά μας σαν νερό από παγωμένο ρυάκι». Το κρύο νερό έσβηνε τη φωτιά των αρχαίων πυροβατών και μαζί τους μύθους. Μες στο έρημο σπίτι ακουγόταν μόνο το τριζοβόλημα των ξύλων που καίγονταν στη σόμπα και το σφύριγμα από τις ανάσες τους. «Εισπνοή και εκπνοή. Ένας παραληρηματικός ρυθμός που απλωνόταν μες στα όνειρά μου». Όνειρα αίφνης κατοικημένα από ψυχές φτερουγισμένες σε πολυκαιρισμένες ιστορίες. Στα όνειρά του συνωθούνταν αρχαία κρανία, ανακατεμένα με αβγά πελαργών, λασπερά ποτάμια, πυροβάτες και γενίτσαροι που έσφαζαν χριστιανούς ληστές και τους έσερναν από τους αστραγάλους στο χώμα. Έβλεπε τη Λενιώ που αναζητούσε την πλεξούδα της, τον Ναζάρ αγά που έψαχνε το κομμένο του κεφάλι και τον καπετάν Κόστα που τον κοιτούσε όρθιος πάνω σε ένα βαρέλι με μπαρούτι, με το πρόσωπό του μαύρο από τον καπνό της μάχης, ολόιδιο με το πρόσωπο του παππού του. Ο καπετάν Κόστα τον κοιτούσε ζητώντας πίσω το πιστόλι του, γιατί δεν ήξερε πως ο παππούς το φυλούσε τυλιγμένο στην πλεξούδα της Λενιώς. Οι νεκροί όργωναν τα βουνά του μυαλού του και του φώναζαν. «“Δώστε μας πίσω”, φώναζαν, “τα ονόματά μας, τα κόκαλά μας, το αίμα μας. Δώστε τα πίσω”».

«Ο κατάλογος των ονομάτων δεν τελειώνει ποτέ. Σαν ποτάμι, σαν άνεμος, σαν φλόγα, αλλάζει διαρκώς σχήμα. Κάτω όμως από αυτό το σχήμα, πάντοτε ρέει νερό, ρέει αέρας, ρέει φωτιά».

Όταν έστρεφε το βλέμμα στον ουρανό για να ακούσει τους πελαργούς που απογειώνονταν την αυγή και πετούσαν σε αθέατα ύψη, κρυμμένοι από τα σύννεφα, ο παππούς τού αφηγητή έβλεπε ένα ποτάμι. «Στο τέλος, όλα ήταν νερό που άλλαζε μορφή – από τη γη, σε ποτάμι, σε θάλασσα, σε σύννεφο, και ξανά στη γη, μια αέναη κίνηση».

Την εποχή της εκκοσμίκευσης ελάχιστοι μπορούν να δουν τη θεά Λάντα να πετάει ανεμίζοντας στο πέρασμά της την άνοιξη και την ομορφιά. Τα θαύματα και τα μάγια διώκονται και καταδικάζονται σε ισόβια διάψευση. Παρ’ όλα αυτά, στο βιβλίο του Πένκοφ μπορεί να βρέχει μελοδραματικά για μήνες. Επικίνδυνο όμως αυτό την εποχή της εκκοσμίκευσης, όπου τα δαιμόνια έχουν δώσει τη θέση τους στα μικρόβια. Ο πυρετός των αναστενάρηδων, ο πυρετός του αγίου Κωνσταντίνου και της μητέρας του της αγίας Ελένης, νόσος αρχαία και ιερή, που έκανε τις πιο ευλογημένες ψυχές να πλαντάζουν, τα κορμιά να συσπώνται και να αναριγούν από τον πόθο της φλόγας, δεν είναι πια παρά ένα βαρύ κρυολόγημα, που βρίσκεται σε έξαρση τους εαρινούς μήνες και εγκυμονεί παραισθήσεις. Βέβαια, αυτό δεν εμπόδιζε παππού και εγγονό να φαντασιώνονται πως φλέγονταν από τον πυρετό του αγίου και επειδή το πίστευαν αναζήτησαν γιατρικό στις παλιές τελετουργίες. Δεν είχαν τύμπανα, ούτε γκάιντα ούτε εικόνες. Μόνο χώμα και νερό. Αυτό ήταν το νάμα τους. Το ήπιαν κι έγιναν καλά. «Με μια γουλιά ο καθένας, ήπιαμε τη γη μας, τους παππούδες μας, τους νεκρούς μας. Και ήμασταν πια έτοιμοι για τη φωτιά». «Αρρώστια και έγνοια, ευτυχία κι ευφορία – η φωτιά τα καταβροχθίζει όλα». Κάτω από την πελώρια καρυδιά στην οποία οδηγούσε το ρεύμα ενός πανάρχαιου ποταμού, άναψαν μια καθαρτήρια πυρά και έριξαν μέσα ό,τι απέμενε από τους νεκρούς και τις ιστορίες τους, ό,τι τους κρατούσε δεσμώτες στο μυαλό τους. Μέσα στις φλόγες ο νεαρός διέκρινε ένα πρόσωπο να επιπλέει σε ένα ποτάμι και μετά να μπερδεύεται στα μαλλιά της Λάντας. «Ένα όμορφο, αγαπημένο πρόσωπο. Εκλιπαρεί να το ξεχάσουν. Απαιτεί να το αφήσουν να βρει γαλήνη».

Όταν παλιά, πριν τη μετανάστευση στην Αμερική, όλη η οικογένεια έμενε στο διαμέρισμα του παππού στην πόλη, εκείνος διηγούνταν στο αγόρι «ιστορίες για χάνους και τσάρους, για μεγάλους ήρωες». Ιστορίες θλιβερές και σκοτεινές, που μόλις που φωτίζονταν από τη φλόγα ενός κεριού, γιατί κατά την ατέρμονη χειμέρια νύχτα που σκέπασε τη χώρα μετά το 1989, ήταν συχνές οι διακοπές ρεύματος. Ο παππούς τού μιλούσε για το ποτάμι των μαλλιών της θεάς Λάντας, για την άνοιξη που απλωνόταν παντού ώς εκεί που έφταναν τα μαλλιά της, εκείνες οι ατελείωτες πλεξούδες μέσα στις οποίες είχε θάψει το φέρετρο του αγαπημένου της Αττίλα· του μιλούσε για τον τρομερό πατέρα της, τον Περούν, ο οποίος επειδή την ήθελε πάντοτε κοντά του, τύλιγε τα μαλλιά της σφιχτά, χιλιάδες φορές, γύρω από τη γροθιά του, βυθίζοντας όλη την πλάση στον χειμώνα, καταδικάζοντάς την σε έναν παγωμένο ύπνο. Η Λάντα έκλαιγε φυλακισμένη στη σπηλιά του πατέρα της, όταν ξαφνικά είδε «ένα σύννεφο στον ορίζοντα, ένα πέπλο μαύρου καπνού που πλησίαζε, με λάμψεις αστραπών να βράζουν στα σωθικά του. Ήταν –το καταλάβαινε- ένα αμέτρητο πλήθος καβαλάρηδων που όμοιό του κανένας θεός των Σλάβων δεν είχε ξαναδεί». Ο Αττίλας, ο αρχηγός των Ούννων, την έδειξε με το αστραφτερό του γιαταγάνι και η λύσσα του πόθου του τρύπωσε για πάντα στην καρδιά της Λάντας. Οι Ούννοι πετσόκοψαν τις πλεξούδες της με τις οπλές των αλόγων τους και έλυσαν τα δεσμά της. Η Λάντα, ελεύθερη, πετούσε πίσω από τον Αττίλα και από τα φτερά της ανέμιζε η άνοιξη.

Ήταν το 1991 και μες στο ημίφως του διαμερίσματος ο παππούς τού μιλούσε για ατελείωτους χειμώνες, για τη Στάροστ, την τρομακτική θεά των γηρατειών που είχε αδράξει στα θανατερά της δάχτυλα τον έρωτα της Λάντας και του Αττίλα, για το ατελεύτητο πένθος της θεάς Λάντας. «Όπου κι αν περιπλανιόταν η θεά Λάντα, ο Αττίλας ακολουθούσε, χωμένος μες στις πλεξούδες των μαλλιών της. Κάθε μέρα το βάρος του γινόταν μεγαλύτερο. Απορροφούσε την ομορφιά της. Απομυζούσε τη δύναμή της».

Ο παππούς τού έλεγε πως τότε «η αυγή δεν χάραζε πια», βασίλευε ο χειμώνας, και πως ο κόσμος ολάκερος ήταν ίδιος το βασίλειο του Βέλες, του άρχοντα του σκότους. «Τρελαμένη, η Λάντα περιπλανιόταν σε λιβάδια και δάση, με τις κραυγές του Αττίλα να τη βασανίζουν. Ό,τι κι αν περνούσε, το κατάτρωγε μια άνοιξη που βρωμούσε αποσύνθεση». Μόνο όταν άκουσε τα παράφορα άσματα των μαινάδων και είδε τον μανιασμένο χορό τους, μόνο όταν ένιωσε και η ίδια την παραφροσύνη της λατρείας τους για τον ξεχασμένο θεό Διόνυσο, η Λάντα βρήκε τη δύναμη να αποχωριστεί τον νεκρό που είχε θάψει στα μαλλιά της. «Όσο πιο μανιασμένα στροβιλιζόταν τόσο βαθύτερα βυθιζόταν ο Αττίλας στην καρδιά της». Και δεν φοβήθηκε να καταδυθεί στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Βέλες, τον οποίο εκλιπάρησε να αναστήσει τους Ούννους, τους μόνους ικανούς να σχίσουν με τις οπλές των αλόγων τους τις πλεξούδες της και να ελευθερώσουν το φέρετρο του Αττίλα, ο οποίος τελικά ενταφιάστηκε στα βράχια, εκεί που χόρευαν οι μαινάδες. Τι απέγιναν οι Ούννοι του Αττίλα; Τι συνέβη στις μαινάδες; ρωτούσε το αγόρι και ο παραμυθάς αποφάσιζε στη στιγμή πως σίγουρα έγιναν πελαργοί, σμήνη από λευκά και μαύρα πουλιά, που ακολουθούσαν τη Λάντα κάθε άνοιξη που αναδυόταν από τον Κάτω Κόσμο.

Τώρα, ξανά στο παιδικό του δωμάτιο, το οποίο ο παππούς του είχε μεταφέρει αυτούσιο από το διαμέρισμα στο παλιό σχολείο, ο εγγονός τον άκουγε να του μιλάει και πάλι για τη θεά Λάντα, που ενσάρκωνε την ομορφιά, την ατελείωτη ευτυχία και την αιώνια νεότητα, για τον Περούν, αφέντη του κεραυνού και της αστραπής, για τον Βέλες, τον άρχοντα του σκότους, κύριο του Κάτω Κόσμου, αλλά και για το τέρας, το Κομμουνιστικό Κόμμα, μια Λερναία Ύδρα, «με πολλά κεφάλια που όλα τους πετούσαν φλόγες». «Πώς ξαναχτίζει κάποιος τον εαυτό του, αναρωτιόμουν, αφού τον κάψει η Λερναία Ύδρα; Πώς μαθαίνει ξανά να ζει;»

Ο ηλικιωμένος μιλούσε και για έναν άντρα, επονομαζόμενο καπετάν Κόστα, θρυλικό πολεμιστή της Βουλγαρίας, ο οποίος πριν από τη φονική εξέγερση του 1903 εναντίον του οθωμανικού στρατού, είχε ποτίσει τους συντρόφους του κρασί με μπαρούτι. Κάθε φορά που ο παππούς του μνημόνευε τον καπετάν Κόστα, ο εγγονός είχε την εντύπωση πως επιχειρούσε έναν αφηγηματικό αντιπερισπασμό. Σαν να ήθελε κάτι άλλο να του πει. Το ίδιο υποψιαζόταν και όταν άκουγε την ιστορία των καλουσάρι, των αρχαίων πυροβατών, που τριγύριζαν στο βουνό και θεράπευαν τον τσαρικό πυρετό. «Κάτι άλλο προσπαθούσε να μου πει ο παππούς με την ιστορία του: μη λερώσεις τα χέρια σου με τις προλήψεις, μείνε μακριά από την τρέλα».

Ο εγγονός είχε δίκιο που πια δυσπιστούσε στα παραμύθια. Οι ιστορίες ενέχουν συνέπειες και υπόρρητες προειδοποιήσεις. Επιτάσσουν την αποκρυπτογράφηση ενός νοήματος, την αποτίμησή του. Αλλιώς δεν είναι παρά σκέτες λέξεις. Έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία στον ποιον απευθύνονται και πότε ακριβώς. Με άλλα λόγια κάθε ιστορία τοποθετείται σε ένα συγκείμενο, από το οποίο εξαρτά τη σημασία της. Όταν ο παππούς του τού μιλούσε για τον καπετάν Κόστα, τα λόγια έβγαιναν από τα χείλη του με δυσκολία, «[…] λες κι η κάθε λέξη του προκαλούσε πραγματικό πόνο. Κι όμως ένιωθα πως, παρά τον πόνο, απολάμβανε την ευκαιρία να μοιράζεται την ιστορία ενός ανθρώπου που είχε πιστέψει πως δεν θα ’φευγε ποτέ από τις σελίδες». Ο καπετάν Κόστα ενσάρκωνε τη δυνατότητα του ηρωισμού, της αντίστασης και της αυθυπέρβασης· ενσάρκωνε την ελπίδα πως η ανθρώπινη φύση μπορούσε να ανορθωθεί σε ασύλληπτα, ουράνια ύψη. Ο πόνος στις λέξεις του παππού απέρρεε από την επίγνωση πως αυτή η δυνατότητα και αυτή η ελπίδα αποδεικνύονταν απελπιστικά ασθενικές όταν αντιμετριόνταν με την αληθινή ζωή, στις μικρές, καθημερινές, ευτελείς μάχες της επιβίωσης. Ενδεχομένως, ο πόνος να ήταν και πένθος για έναν άνθρωπο που δεν είχε ζήσει παρά μόνο στη φαντασία του.

Μείζον στοιχείο των παραμυθιών είναι η παραβολή, δηλαδή η διδαχή, ο παραλληλισμός και ο παραδειγματισμός, που καλύπτονται από ένα ελκυστικό περιτύλιγμα. Ο αφηγητής του βιβλίου το γνωρίζει καλά και ας συντρίβεται από τη βεβαιότητα της ανειλικρίνειας στις ιστορίες που κληρονομεί. Από τη στιγμή που αφηγείται παραχαράσσει, πλαστογραφεί, οικειοποιείται στοιχεία και ταυτόχρονα υπονοεί και επινοεί άλλα. Η αναδιήγηση των παραμυθιών που νανούριζαν την παιδική του ηλικία όπως και η αναδιήγηση της βιογραφίας του παππού του, εγκιβωτίζουν μια παραβολή για τη χώρα του, αλλά και για κάθε ζωή που λαχταρά να πλανηθεί. Η επίγνωση του ψέματος, δεν απομειώνει την αναγκαιότητά του ούτε το μερίδιό του στην αλήθεια. Μπορεί το ενήλικο βλέμμα του αφηγητή να το στεγνώνει η απομάγευση, αλλά τα θρυλικά πάθη που ανακαλούσαν οι ιστορίες του παππού του παρέμεναν ένα γοητευτικό ψέμα, το οποίο δεν άντεχε πάντα να εκθέτει στον απαρηγόρητο, περιφρονητικό σαρκασμό του. Άλλωστε καμία ιστορία δεν είναι φτιαγμένη μόνο από αλήθειες. Ιδίως οι ιστορίες που επιμένουμε να πιστεύουμε.

«Οι ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς ελάχιστα βασίζονταν σε ιστορικά γεγονότα· η επιμονή μου τον έκανε να επινοεί ένα σωρό πράματα κι έτσι καταλήξαμε να έχουμε έναν δικό μας κώδικα, που τον ονομάζαμε Νομινάλια των Φανταστικών Χάνων».

Ο καπετάν Κόστα, έλεγε ο ηλικιωμένος άντρας, είχε ριζώσει μέσα στη Στράντζα, είχε βαφτίσει το αίμα του στο χώμα του βουνού. Μιλούσε «την παλιά γλώσσα, τη γλώσσα των πουλιών. Όταν σφύριζε, η σκιά του έβγαζε φτερά». Γι’ αυτό μπορούσε να μιλάει με το βουνό. «Και το βουνό, λένε, απαντούσε».

Και ο ίδιος, όμως, ο παππούς τού αφηγητή, «είχε μάθει λίγα πράγματα για αυτή τη γλώσσα των πουλιών» που μιλούσαν οι χωριανοί διασχίζοντας τα βουνά της Στράντζας. Τώρα που είχε ξανά κοντά του τον εγγονό του, ήθελε να τραντάξει τις βουνοκορφές με τις ιστορίες του, να τις ακούσει να αντηχούν από πλαγιά σε πλαγιά σαν τις κουδούνες των προβάτων. Ο Θεός, έλεγε στον εγγονό του, μπορεί να κατέχει το μέλλον, το οποίο είναι αβέβαιο και άγνωστο, αλλά ο γέρος κατέχει το παρελθόν που είναι βέβαιο και κανένας θεός δεν μπορεί να το καλέσει κοντά του και να το ξαναφτιάξει κατά βούληση. «Ο γέρος μπορεί. Ένας γέρος βαδίζει από πλαγιά σε πλαγιά και χτυπάει τις κουδούνες και με τον ήχο τους φέρνει πίσω τις παλιές ξεχασμένες μέρες – και μια μέρα πενήντα χρόνια πριν ακούγεται εξίσου δυνατά όσο μια άλλη από την οποία δεν έχουν περάσει ούτε δυο βδομάδες. Κι έτσι οι θεοί αρχίζουν να ζηλεύουν τον γέρο. Προσφέρουν το Κύπελλο της Λήθης στα διψασμένα χείλη του. Κι εκείνος μπαίνει στον πειρασμό να πιει. Τα πόδια του χάνουν τη δύναμή τους κι αρχίζει να κουτσαίνει πηγαίνοντας από πλαγιά σε πλαγιά. Τα πόδια του λυγίζουν. Πάει η δύναμη του γέρου, δεν αντέχει πια να χτυπάει τις κουδούνες». Όμως, τώρα ολόκληρη η Στράντζα θα κουδούνιζε ξανά από πλαγιά σε πλαγιά από τον αντίλαλο των παλιών, ξεχασμένων ημερών.

Στα βουνά της Στράντζας η μόνη ανάμνηση της Λάντας, της θεάς της νιότης και της αέναης άνοιξης, είναι ονοματολογική. Αναδύεται από τη σκόνη που σηκώνει στο πέρασμά του το σαραβαλιασμένο Λάντα του ιμάμη. Με αυτό το Λάντα οδηγεί η Ελίφ, η κόρη του ιμάμη, τον νεαρό Βούλγαρο στον τόπο όπου τελούνταν οι μυσταγωγικοί χοροί των μαινάδων. Εκεί όπου η Λάντα κατέφυγε αλλόφρων από τα ουρλιαχτά του Αττίλα, που την ικέτευε να τον ξεχάσει και να τον απελευθερώσει από το ποτάμι των μαλλιών της. Και μόνο όταν μπήκε στον διονυσιακό χορό των μαινάδων και ήπιε το γλυκό κρασί τους, οι κραυγές και οι ικεσίες του αγαπημένου της μαλάκωσαν την καρδιά της. Τώρα η Ελίφ και ο καινούργιος της φίλος πίνουν ρακή και χόρτο καταμεσής αρχαίων ερειπίων, «περιστοιχισμένοι από ογκόλιθους και απομεινάρια αρχαίων τειχών», από βράχους και πέτρες βυζαντινών κάστρων, ανάμεσα σε βωμούς θυσίας και γούρνες για την ανάμειξη του κρασιού. Στα πόδια τους καίει μια φωτιά που είναι ο κατάλληλος φωτισμός για την παρωδιακή τους βακχεία. Η Ελίφ φαίνεται να συνειδητοποιεί την ειρωνεία της σκηνής, «γιατί το χαμόγελο σχημάτιζε στα χείλη της ένα δρεπάνι». Τη νυχτερινή μυσταγωγία αποθεώνει ένα καλάσνικοφ. Μιας και δεν μιλούσε τη γλώσσα των πουλιών, ο νεαρός Βούλγαρος πίεσε τη σκανδάλη και μίλησε μες στο σκοτάδι με τους πελαργούς που κροτάλιζαν τα ράμφη τους στον ρυθμό των εκπυρσοκροτήσεων.

Στους σύγχρονους καιρούς οι πιο μαυλιστικές τελετουργίες είναι καλλιτεχνικά πρότζεκτ. Όταν έρχεται η γιορτή του αγίου Κωνσταντίνου και της αγίας Ελένης, η γιορτή των αναστενάρηδων, η Ελίφ και ο φίλος της πηγαίνουν σε μια παραλία για να απολαύσουν μια τουριστική ατραξιόν. Άλλωστε φτάνουν εκεί οδηγημένοι από τον τουριστικό χάρτη του νεαρού φοιτητή. Μεταφερμένες στο σήμερα, οι παγανιστικές τελετές των αρχαίων πυροβατών μοιάζουν με ρέιβ πάρτι. Πριν από έξι αιώνες, θυμόταν ο εγγονός τα λόγια του παππού του, ο Μουράτ ο Θεϊκός, ο πρώτος μεγάλος σουλτάνος, εκείνος που εδραίωσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έθεσε το μεγαλύτερο κομμάτι των Βαλκανίων υπό την ηγεμονία του, ακολουθώντας ένα μεγάλο ποτάμι που χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα, είχε πλησιάσει με βάρκα στην ακτή, όπου τώρα στέκονταν ο ίδιος και η Ελίφ, μια ακτή κατάμαυρη που τη λόγχιζε ένα πάλλευκο δέντρο, και εξαντλημένος από τις κατακτήσεις και τις λεηλασίες περίμενε να δει όμορφα κορίτσια να χορεύουν ξυπόλυτα στη φωτιά. Όταν έπεσε η νύχτα ένα τύμπανο άρχισε να χτυπάει και μια γκάιντα το συνόδευε. Τότε ο Μουράτ αντίκρισε κορίτσια να ανυψώνονται μέσα από τις φλόγες, να πηδάνε, να χτυπιούνται και να κρώζουν σαν πουλιά, λες και τα είχε καταλάβει «ένα σατανικό τζίνι», κουβαλώντας στα χέρια τους τις εικόνες των απίστων. Ανάμεσά τους έλαμπε ένα κορίτσι με λευκά μαλλιά. Η απόκοσμη, εκστατική μορφή της μάγεψε τόσο τον σουλτάνο που πήρε αιώνιο όρκο πως θα προστάτευε όσους χριστιανούς ζούσαν στις περιοχές απ’ όπου θα περνούσε χορεύοντας το κορίτσι με τα λευκά μαλλιά.

Ο νεαρός Βούλγαρος πλησίασε τον πυρωμένο κύκλο και περίμενε τους αναστενάρηδες. Αναρωτιόταν ποιο δέντρο να είχε αντικρίσει ο Μουράτ ο Θεϊκός από τη βάρκα του, έξι αιώνες πριν. «Να ήταν αυτό το δέντρο ή το κορίτσι με τα λευκά μαλλιά ή μήπως ήταν απλώς ένας βράχος σμιλεμένος από τους ανέμους και τα κύματα;»

Τα παπούτσια και οι κάλτσες του βυθίζονταν σε μια άμμο με χοντρούς κόκκους, περισσότερο βρώμικη και γκρίζα παρά μαύρη, γεμάτη μπουκάλια και γόπες τσιγάρων. Ο πάταγος των τυμπάνων και τα στριγγλίσματα της γκάιντας πνίγονταν από τις σφυρίχτρες των θεατών που επευφημούσαν τα κορίτσια και τους άντρες που περπατούσαν στα κάρβουνα κουβαλώντας εικονίσματα, αλλά και από τις στριγγλιές εκείνων που βουτούσαν στη θάλασσα. Όλα ήταν «μια χαοτική φασαρία που την πετούσε ο θαλασσινός αέρας σαν άμμο με τις χούφτες». Τη νύχτα διέστιζαν τα φλας των φωτογραφικών μηχανών και οι φωσφοριζέ ράβδοι που κράδαιναν παιδιά με πολύχρωμα μαλλιά. «Δεν ήταν κάποιο αρχαίο μυστήριο αυτό του οποίου ήμασταν μάρτυρες, αλλά ένα σόου για τους τουρίστες – τόσο παράξενο κι εξωτικό όσο ήθελαν εκείνοι να το δουν».

Τι άραγε έδειχναν οι φλόγες εκείνο το βράδυ; Το περιγέλασμα κάθε ιερού την εποχή της εκκοσμίκευσης; Την άσβεστη, ανέσπερη φλόγα της παραμυθίας; «Τι έδειχναν σε μένα;» Αυτός ήταν η φωτιά, αυτός έπρεπε να αποφασίσει τι θα έκαιγε, τι θα διέσωζε από τις φλόγες. Γιατί το ήξερε ήδη. «Η φωτιά δεν επέστρεφε εκεί απ’ όπου είχε κάποτε περάσει. Η φωτιά δεν έκαιγε πηγαίνοντας προς τα πίσω».

Ο ήρωας του Πένκοφ γεννήθηκε το 1981, οκτώ χρόνια πριν την πτώση του κομμουνισμού στη Βουλγαρία και δέκα χρόνια πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μόνο μια δεκαετία έζησε το όνειρο. Μετά τη διάλυση του ονείρου η παιδική ηλικία εκτυλίχθηκε σε έναν ατελείωτο χειμώνα. Μέχρι τότε, όμως, όλα ήταν ονειρικά. Η περιγραφή των όλβιων χρόνων της παιδικότητας είναι ενδεικτική της υποκριτικής τεχνικής της αφήγησης, της σαρκαστικής της παλινδρόμησης ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη.

Ο αφηγητής «θυμάται» τα κοσμοδρόμια που υπήρχαν στα σχολεία, «θυμάται» πως κάθε μαθητής για να αποφοιτήσει από την πρώτη τάξη έπρεπε να ξέρει να πιλοτάρει τον δικό του πύραυλο και να μπορεί να μπει σε τροχιά γύρω από τη Γη και αν κάποιος από τον αντίποδα της Δύσης τολμούσε να αντικρούσει τις αναμνήσεις του, θα του έλεγε, ακόμη και τώρα: «Τα λέγκο σας είναι για να φτιάχνετε κάστρα ενώ τα δικά μας για να φτιάχνουμε όπλα. Κάθε πρωί στο σχολείο, πριν πιούμε το γάλα μας, στοιχιζόμασταν σε ολόισιες σειρές, βγάζαμε τα καλάσνικοφ από τις τσάντες μας, τα λύναμε και τα ξαναδέναμε σε λιγότερο από σαράντα δευτερόλεπτα. Η χώρα μας ήταν απίστευτα εύφορη – φράουλες στο μέγεθος μήλων και μήλα στο μέγεθος πεπονιών. Πεπόνια μεγάλα σαν αυτοκίνητα. Τα αυτοκίνητά μας ήταν τανκ. Μάζευαν ήλιο τη μέρα και έλαμπαν τη νύχτα, σαν χιλιάδες ηρωικοί ήλιοι. Ο ήλιος δεν θα έδυε ποτέ στην πατρίδα μας».

Και όταν κάποτε ο πατέρας του τού είπε πως έπρεπε να πάνε στη Δύση, είχε την αίσθηση πως ο χειμώνας είχε κρατήσει χρόνια ολόκληρα. «Οι ουρές για ψωμί και τυρί μέρες ολόκληρες». Ο ήλιος έδυσε στην πατρίδα του. «Ζούμε στον καιρό των λύκων» έλεγε ο παππούς του. Ο Περούν είχε τυλίξει πολύ σφιχτά στη γροθιά του τις πλεξούδες της πολυαγαπημένης του κόρης, της Λάντας. Η άνοιξη θα αργούσε. «Η γη έτρεμε, οι ουρανοί σκοτείνιασαν, και τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο». Τους δρόμους της πόλης συννέφιαζε ένα έξαλλο, εξαγριωμένο σμήνος. «Εκεί που κάποτε βρίσκονταν μανάδες, πατεράδες, αδερφές και αδερφοί, τώρα ξεχυνόταν ένας απρόσωπος όχλος».

Ένα βράδυ οι γονείς του τον ξύπνησαν και του είπαν να φτιάξει βαλίτσα. «Όχι, όχι, είπαν, όχι καλάσνικοφ, όχι χειροβομβίδες – μόνο ρούχα και παπούτσια». Και έτσι εκείνος έφτιαξε τη βαλίτσα, αποχαιρέτησε τον παππού του, μπήκε στον πύραυλό του και εκτοξεύτηκε στην Αμερική. «Από ψηλά είδα χίλιους άλλους πυραύλους να φεύγουν, με τις μηχανές τους σαν ανθισμένες παιώνιες στο σκοτάδι». Από τότε τα ψέματα του φαίνονταν πάντα πιο γοητευτικά από την αλήθεια.

«Η Λάντα ήταν ελεύθερη. Με κοντά μαλλιά, πετούσε πίσω απ’ τον Αττίλα κι από τα φτερά της ανέμιζαν η Άνοιξη κι η Ομορφιά. Απ’ όπου περνούσαν οι Ούννοι, τους ακολουθούσε όμορφος ο θάνατος. Κι από τις νεκρικές πυρές άνθιζαν φωτεινές παιώνιες». Όμως, μετά από καιρό, κάποτε, η Στάροστ, η αποκρουστική θεά των γηρατειών, που φθονούσε τη Λάντα για την αειθαλή νεότητα και ομορφιά της, πέταξε με το άρμα της μακριά από το βουνό για να χαλάσει τον έρωτά της με τον Αττίλα και «[…] γρήγορα, οσμίστηκε τα ίχνη από παιώνιες που καίγονταν, τον καπνό της μάχης». Από τη στιγμή που δέχτηκε το μοιραίο φιλί της θεάς Στάροστ, τελείωσαν όλοι οι πόλεμοι για τον Αττίλα. «Τέρμα οι λεηλασίες, αγάπη μου. Είναι ώρα να ξεκουραστούμε» είπε στην αγαπημένη του και καταδύθηκε στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Βέλες. Η Λάντα του είπε ψέματα πως εκεί κάτω υπήρχε ένα δέντρο φορτωμένο καρύδια, εκεί θα τον περίμενε για να πυρπολήσουν μαζί τον Κάτω Κόσμο και να τον δουν να καίγεται. Ακόμα και οι ήρωες των παραμυθιών ψεύδονται.

Η Ελίφ είπε στον νεαρό Βούλγαρο πως έξω από το χωριό υπήρχε μια γιγάντια καρυδιά και πως παλιά από κάτω της άναβαν φωτιές και χόρευαν οι χριστιανοί. Εκεί έφτιαχναν τις φωλιές τους οι πελαργοί και εκεί «την ακούς από το χόρτο, τουλάχιστον δυο φορές πιο πολύ». Ήταν η καβάτζα της. Όταν έφτασαν στο λιβάδι, το «Αμερικανάκι», όπως τον φώναζε η Ελίφ, αντίκρισε ένα πελώριο δέντρο με τεφρά κλαδιά. «Το δέντρο ήταν νεκρό. Δεν είχε σημασία όμως, άνθιζε με ογκώδη άνθη από κάρβουνο που βάραιναν τα κλαδιά του, από πάνω έως κάτω». Ορθωνόταν από το έδαφος σαν γιγάντια τεφροδόχος. Ανάμεσα στα κλαδιά ήταν θαμμένα κρανία, λείψανα που οι αναστενάρηδες, όσοι λιγοστοί είχαν επιζήσει της σφαγής των Τούρκων, περιέφεραν στα βουνά της Στράντζας, αναζητώντας ένα μέρος για να αναπαύσουν πεφιλημένους νεκρούς. Όμως οι χριστιανοί τούς φοβούνταν και οι Τούρκοι τούς έδιωχναν. Γι’ αυτό έκρυψαν τους νεκρούς τους στα δέντρα και κουβαλώντας τα εικονίσματά τους και τα ιερά τους νταούλια σκορπίστηκαν στις πλαγιές του βουνού, άλλοι στη Βουλγαρία, άλλοι στην Τουρκία, ελπίζοντας να βρουν μια γη για να ονομάσουν πατρίδα.

Βαθιά μέσα στα καρβουνιασμένα φυλλώματα φώλιαζαν, πέρα από τα κρανία των πυροβατών, το πλαστικό σακουλάκι με το χόρτο αλλά και ο «πνευματικός» της Ελίφ, ένα κρανίο στο οποίο εξομολογούνταν τα βάσανά της. Παίρνοντας τζούρες εναπέθετε στις χαίνουσες τρύπες της νεκροκεφαλής τα αβγά του Σατανά που έσκαγαν στο μυαλό της, τα μαχαίρια που ονειρευόταν τις νύχτες. Ακουμπούσε τα χείλη της στο άνοιγμα των ματιών και ψιθύριζε τα μαρτύρια και τα κρίματά της. Το μίσος της για τον Αλλάχ και τον πατέρα της. Ένα μίσος θολωμένο από αγάπη. Και όσο εκείνη ελάφραινε, τόσο περισσότερο βάραινε το κρανίο από τους δαίμονές της. Δύσκολο να καταλάβεις την Ιστορία με νηφαλιότητα.

«Δεν μπορούσα να την καταλάβω αυτή την ιστορία. Ένα αρχαίο χωριό, πατρίδα των πρώτων πυροβατών, μέρος της Τουρκίας, όπου οι χωρικοί δεν ήταν εντελώς Βούλγαροι ούτε εντελώς Έλληνες, μα μείγμα και των δύο. Και Τούρκοι, εκεί που τώρα ήταν η Βουλγαρία, που είχαν δώσει καταφύγιο στους μισούς από τους πρόσφυγες και έδιωξαν τους υπόλοιπους. Και Έλληνες, εκεί που τώρα ήταν η Τουρκία, που είχαν δώσει καταφύγιο στους υπόλοιπους».

Δύσκολο επίσης είναι να καταλάβεις την Ιστορία σε μια ξένη γλώσσα. Από την άλλη πλευρά του ωκεανού οι ιστορίες της Ελίφ και του παππού ακούγονται στο «Αμερικανάκι» υπερβολικά εξωτικές, σουρεαλιστικές, σχεδόν αστείες· οι φωνές τους έμοιαζαν να ταριχεύουν έναν χαμένο κόσμο που είχε από καιρό σιωπήσει. Έμοιαζε αστείο, αλλά φυσικά δεν ήταν. Η δική του φωνή μετά βίας θυμόταν τα βουλγαρικά. Ήταν σαν να είχε βουτήξει τη γλώσσα του στο Κύπελλο της Λήθης, που ο παππούς του θεωρούσε ως την υπέρτατη κατάρα, άξια μόνο για κομμουνιστές. Γι’ αυτό δεν δυσκολευόταν να πιστέψει τον παππού του, όταν του έλεγε πως οι χωριανοί της Κλεισούρας μιλούσαν τη γλώσσα των πουλιών. Τόσο αλλόκοτο τού ακουγόταν «αυτό το μείγμα βουλγάρικων, ελληνικών, τούρκικων, όπου κάθε συλλαβή αποδιδόταν με διαφορετική νότα».

Στην Αμερική είχε μάθει να ονοματίζει αλλιώς την πραγματικότητα. Ποιο κυριλλικό αλφάβητο; Δεν ήξερε από τέτοια γράμματα. Είχε μάθει αγγλικά λέγοντας ψέματα. Καθώς στην πρώτη σελίδα περιμένει το λεωφορείο που θα τον μεταφέρει στην Κλεισούρα, μια φοβερή αμμοθύελλα συνταράζει το σταθμό. Τα τζάμια σπάνε και τα κουβαριασμένα σώματα καλύπτονται από τη σκόνη. Έξω από τα παράθυρα, στο βάθος του ορίζοντα, «ένα τείχος κόκκινης σκόνης έπεφτε από τον ουρανό, βίαιο, όλο λάσπη», θάβοντας μες στη λαίλαπά του θρακικούς τύμβους και ανεμογεννήτριες. Μέσα στο σταθμό τα κορμιά φάνταζαν αρχαία και γέμιζαν με αχλή την αίθουσα αναμονής, αναδίδοντας ιδρώτα σαν πάχνη που πύκνωνε τον καπνό των τσιγάρων.

Όμως, εκείνο που κυρίως τρόμαζε τον νεαρό ξένο ήταν η προοπτική να μιλήσει τη μητρική του γλώσσα, μια γλώσσα που είχε χρόνια να προφέρει. Είναι αξιοθρήνητα «αυτά τα δήθεν βουλγάρικά σου», του φώναζε ο παππούς του και ακαριαία οι ιστορίες κομματιάζονταν στην αμνησική του γλώσσα. Όλοι «οι δυνατοί δραματικοί λόγοι», οι δύσκολες εκμυστηρεύσεις, οι δριμείες κατηγόριες και τα παρακαλετά της μεταμέλειας, που είχε προετοιμάσει για την κρίσιμη συνάντησή τους, κατέρρεαν στο χείλος των χειλιών του. «Τη στιγμή […] που άνοιγα το στόμα μου, οι λέξεις κυλούσαν έξω κουτσουρεμένες». Και υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε εξάπαντος να ειπωθούν. «Σαν ηλεκτρικό ρεύμα οι λέξεις διέτρεχαν τη γλώσσα μου, μα στα αγγλικά».

Κι όμως κάτι από τη γενέθλια γη επιζούσε στη μνήμη του. Μια μυρωδιά και ένα νανούρισμα. Οι πυρές των αναστενάρηδων που εθιμοτυπικά έκαιγαν ακόμα στη Στράντζα τού έφεραν στο μυαλό τη μυρωδιά καμένου και σε μια αναλαμπή είδε τα μαλλιά του να καίγονται από το κερί που προσπαθούσε να στερεώσει στην άμμο στο μανουάλι της εκκλησίας. Μικρό παιδί, απρόσεχτο, είχε κρατήσει τη φλόγα πολύ κοντά του. Όταν, πάλι, άκουσε μια μέρα τον παππού του να σφυρίζει έναν σκοπό, η μελωδία τού φάνηκε γνώριμη και δεν άργησε να θυμηθεί πως ήταν το τραγούδι με το οποίο παλιά τον νανούριζε. «Μου ήρθαν και τα λόγια του τραγουδιού. Προτίμησα όμως να τα αγνοήσω».

Η αμμοθύελλα που μαίνεται στις εισαγωγικές σελίδες του μυθιστορήματος, είναι ο προθάλαμος ενός ανεμόδαρτου κόσμου. Το βλέμμα του ήρωα δυσκολεύεται να βρει κατευθυντήριες οδούς σε αυτή την τόσο παλαιική, τόσο μπερδεμένη και πολύπαθη γεωγραφία, τόσο αρχαία όσο και ο χάρτης του κόσμου που κρεμόταν πάνω από το μικρό γραφείο στο παιδικό του δωμάτιο. Ο τουριστικός του χάρτης περιφρονούσε την ενταφιασμένη γεωγραφία. Μετά από τόσες νύχτες που είχε περάσει ακούγοντας τον παππού του να του λέει «ιστορίες για βασιλιάδες και τσάρους και επαναστάτες», ήξερε πλέον με βεβαιότητα πως νέα σύνορα όριζαν καινούργιες επικράτειες, όπου η ζωή ακολουθούσε τροπή διαφορετική από εκείνη που κάποιες στιγμές υπαγόρευαν η μνήμη και οι ευχές της φαντασίας. Όμως, η Ελίφ συνεχίζει να ζει στον παλιό κόσμο, έναν κόσμο βίαιο, χωμάτινο και τραχύ, γεμάτο αγκάθια και τύμβους. Οδηγώντας το Λάντα του πατέρα της προβάλλει στους σκονισμένους δρόμους σαν κακέκτυπο της θεάς Λάντας. Τα μαλλιά της είναι κομμένα κοντά και το νεότατο κορμί της διάστικτο από ουλές. Στη μουσουλμανική γειτονιά όπου ζει, θεωρείται ακραία επαναστατική πράξη να χώνεις τη μαντίλα στην τσέπη του τζιν. Χρειάστηκε να χαρακώσει το σώμα της για να της επιτρέψει ο ιμάμης να το φορέσει.

Η Ελίφ ελπίζει να οδηγήσει τη ζωή της προς μια διαφορετική ιστορία από εκείνη που προδιαγράφει ο τόπος. Καταρχάς θέλει να ζήσει με άλλο όνομα. Γιατί όταν αλλάζει το όνομα, καθετί αλλάζει υπόσταση. Η κουβέρτα γίνεται ωκεανός και έτσι ένας ωκεανός σκεπάζει τα σώματα των νεαρών εραστών, όταν το αγόρι λέει στο κορίτσι πως έτσι λέγεται η κουβέρτα στα αγγλικά και έπειτα πιάνοντας μια τούφα από τα μαλλιά της τη βαφτίζει ποτάμι. Εκείνο το βράδυ οι λέξεις της αγγλικής γλώσσας έδιναν άλλη διάσταση στον κόσμο γύρω τους. Για να επιτευχθεί η κοσμογονία, η Ελίφ έπρεπε απλώς να πιστέψει τις λέξεις, να τον εμπιστευτεί. «Πόσο εύκολο ήταν ν’ αλλάξεις τον κόσμο». Λέξεις θαυματουργές μπορούσαν να τον μεταμορφώσουν σε έναν άλλο κόσμο. «Νιώθαμε σαν τους πρωτόπλαστους, δίνοντας πρόσωπο στα απρόσωπα». Βέβαια, ο εγγονός θυμόταν τον παππού του να του τονίζει πως μόνο μια λεπτή γραμμή χωρίζει «τον θαυματοποιό από τον απατεώνα».

Η Ελίφ ήθελε ένα βουλγάρικο όνομα. Όχι τουρκικό ούτε ρωσικό. Είχε γεννηθεί στη Βουλγαρία και ήθελε ένα όνομα που να το αποδεικνύει. Πάνω απ’ όλα, ονειρευόταν να γίνει ένα άλλο, ολοκαίνουργιο κορίτσι. Μια αποπνικτική νύχτα της άνοιξης η Ελίφ διηγήθηκε στο αγόρι της την ιστορία του ονόματός της. «Το κόμμα άρχισε να αλλάζει ξανά τα ονόματά μας τη χρονιά που γεννήθηκα. Το 1984. Μέσα σε ένα χειμώνα άλλαξαν ένα εκατομμύριο ονόματα. Το δικό μου το άλλαξαν όταν ήμουν δύο. Αν πρέπει να είναι βουλγάρικο, είχε πει η μητέρα, ας είναι τότε της αγίας Ελένης. Ποιος να το ’ξερε; Ίσως να μην την πείραζε την αγία Ελένη που είχα γεννηθεί Τουρκάλα».

Το 1991 τα μουσουλμανικά ονόματα αποκαταστάθηκαν. Εκείνη τη χρονιά η Ελίφ και η οικογένειά της επέστρεψαν από τη «Μεγάλη Εκδρομή» στην Τουρκία, όπου δεν μπόρεσαν να φτιάξουν ένα καινούργιο σπίτι. Επέστρεψαν στο παλιό, στη Βουλγαρία. Εκείνη τη χρονιά ένα μικρό αγόρι εκτοξεύτηκε με τον πύραυλό του στην Αμερική. Όταν χρόνια αργότερα συναντήθηκαν οι δυο τους σε έναν τόπο που δεν ένιωθαν δικό τους, φαντάστηκαν ένα ειδύλλιο που δεν γινόταν να καρποφορήσει σε εκείνη τη γη, όλη στάχτη και ερείπια.

«Όπου κι αν πετούσε η Λάντα, ο Αττίλας την ακολουθούσε, παγιδευμένος στο ποτάμι των μαλλιών της». Η Ελίφ πέταξε ένα άδειο μπουκάλι μπίρας στην παραλία του Μπουργκάς. Μέσα είχε βάλει μια φωτογραφία των δυο τους. Έτσι, οι δύο ερωτευμένοι θα ζούσαν για πάντα μαζί στον βυθό της θάλασσας.

Η πενθήμερη εκδρομή τους στο Μπουργκάς υπήρξε η πιο αληθινή στιγμή του έρωτά τους. Η στιγμή μιας θαυμαστής εγγύτητας της ψευδαίσθησης με την εκπλήρωσή της. Καθώς το λεωφορείο κατέβαινε το βουνό της Στράντζας, το τζάμι του παραθύρου αντανακλούσε την εικόνα ενός ευτυχισμένου ζευγαριού και η εικόνα αυτή ήταν «λεπτή σαν φάντασμα, διάφανη, ξένη». «Ήταν λες και κάποιο άλλο αγόρι, κάποιο άλλο κορίτσι κρατιούνταν χέρι χέρι, αιωρούμενοι πάνω από τον κόσμο με κάθε στροφή του λεωφορείου. Πότε σε μια μακρινή πλαγιά, πότε ψηλά σε μια γωνιά του ουρανού, το αγόρι και το κορίτσι κάθονταν μαζί, όμορφοι, γαλήνιοι».

Όταν, όμως, κατέβηκαν από το λεωφορείο κατρακύλησαν σε έναν θορυβώδη, χαοτικό κόσμο. Η πραγματικότητα είχε ξαναγίνει ένα μέρος γεμάτο φασαρία. Η Ελίφ, φοβισμένη, κρατούσε τον φίλο της σφιχτά απ’ το μπράτσο και το βλέμμα της χαμηλά στο πεζοδρόμιο. «Μερικές πλάκες κάτω από τα πόδια μας είχαν χαλαρώσει και κουνιόντουσαν». Μόνο όταν βρέθηκαν μπροστά στη θάλασσα, ο κόσμος κύλησε ξανά στο όνειρο. «Οι σκιές μας ήταν μία και μόνο σκιά, η οποία εκτεινόταν τόσο μακριά που τελικά ακουμπούσε τη θάλασσα και, άφοβη, συνέχισε να πηγαίνει πιο βαθιά».

Η Ελίφ δεν κρατήθηκε αιχμάλωτη στον Κάτω Κόσμο. Δεν θρήνησε τον εραστή της, ούτε αναγκάστηκε να τον αναζητήσει εκεί κάτω. Έκοψε τα μαλλιά της που είχαν μακρύνει και χάθηκε στην Τουρκία. Μια ιστορία διαφορετική από εκείνη που είχε ονειρευτεί, τη διεκδικούσε. Φαντασιωνόταν τη μέρα που θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης, χωρίς να αφήσει ίχνη, «σαν καπνός στον αέρα, σαν φλόγα στον άνεμο». Και μια μέρα πήγε μια μεγαλύτερη εκδρομή στην Τουρκία.

Τα παραμύθια αναλιγώνουν από την ευχή της εκπλήρωσης ενός ανέφικτου ονείρου. Κάθε αδυναμία της ανθρώπινης φύσης την περιθάλπει μια μαγική δύναμη. Δεν υπάρχουν επιπλοκές, ούτε επιπτώσεις. Μόνο ατρόμητες, άτρωτες υπάρξεις. Στα όνειρά της η Ελίφ αναγεννάται σε μια στίλβουσα, ανιστορική και αιώνια, μορφή. Στα όνειρά του το αγόρι της μεταμορφώνεται σε θηριώδη πυροβάτη.

«Στα όνειρά μου είμαι δυο μέτρα ψηλός. Το πουκάμισό μου είναι λευκό σαν τα κόκαλα και δυο πορφυρά μαντίλια ανεμίζουν στο στήθος μου σαν φτερά. Ασημένιοι κεραυνοί είναι κεντημένοι στο παντελόνι μου· χάλκινα κουδούνια στολίζουν τις μπότες μου. Δυο μαχαίρια φωλιάζουν στο ζωνάρι μου και στο χέρι μου κρατάω ένα ρόπαλο. Ένα δαμασκηνό τριαντάφυλλο στ’ αυτί μου. Ένα κλαδί άγριου γερανιού στα δόντια μου. Μυρίζω ροδόλαδο, και ιδρώτα σαν σωστός άντρας. Στα πόδια μου η γη τραγουδάει. Απ’ όπου περνάω, ο αέρας αρχίζει να βράζει».

Η φαντασίωση αυτής της ανδρείας όψης εκπηγάζει από τις ιστορίες του παππού του για τους φοβερούς καλουσάρι, τους παλιούς πυροβάτες που περιδιάβαιναν τα βουνά της Στράντζας και θεράπευαν τον τσαρικό πυρετό. «Διώκτες της αρρώστιας, κυνηγοί του θανάτου». «Άντρες σαν τα ψηλά βουνά. Με κουδούνια στα σανδάλια τους για να κάνουν φοβερό σαματά και να διώχνουν τα δαιμόνια». Ασημένιες κλωστές «άστραφταν σαν κεραυνοί» στις βράκες τους, τα πουκάμισά τους ήταν «λευκά σαν πούπουλα χήνας», «στα στήθη τους φτερούγιζαν μαντίλια στο κόκκινο του αίματος», είχαν μαχαίρια στα ζωνάρια τους, ξίφη και γιαταγάνια στα χέρια τους, φρεσκοκομμένα βοτάνια στα γούνινα καπέλα τους. Η κορμοστασιά τους «μια ατσάλινη λεπίδα, που τη σκληραίνουν οι φλόγες». Οι γυναίκες λίγωναν στη θέα τους, οι υπόλοιποι υποτάσσονταν μαγεμένοι. Μόνο η χωροφυλακή αντιμετώπιζε με επιφύλαξη αυτή την τρομερή στρατιά, γιατί ανησυχούσε μήπως «αυτό το τσίρκο είχε κάποια σχέση με τους παρτιζάνους».

Μετά από καιρό, έμαθε το αγόρι, το ίδιο έργο επωμίστηκε και ο παππούς του ως βεκιλίν, ως φύλακας των πυροβατών, «η γέφυρα ανάμεσα σ’ εκείνους και τον κόσμο των ανθρώπων». Η ιστορία ελαφρώς παραλλαγμένη τώρα. Εκείνος τριγύριζε στο βουνό ανάμεσα σε καλουσάρι μεταλλαγμένους σε αντάρτες και αν κάποιος του ζητούσε να θεραπεύσει τον χριστιανικό πυρετό με τα μάγια που έκαναν οι καλουσάρι, του απαντούσε πως όλα αυτά ήταν «όπιο για τις μάζες». Ήταν μικρά παιδιά, οπλισμένα και ανόητα, κυριευμένα από ενθουσιασμό και έξαψη. Τους φλόγιζε ένας νέος πυρετός, ο κομμουνισμός. Ακολουθώντας τους κομμουνιστές αντάρτες στις πλαγιές του βουνού, ο παππούς θεράπευε τους αρρώστους, λεηλατούσε στάνες με πρόβατα, έκλεβε αρνιά και προβιές, έβαζε φωτιά σε σπίτια και αχυρώνες, πετούσε μαχαίρια σε εχθρούς και συντρόφους, έκανε ολοένα και πιο αιματηρές θυσίες στους αγίους των χριστιανών ώστε να τον θυμούνται για πάντα. Μες στο παλιό σχολείο, σβησμένος από το φως της λάμπας, ο παππούς ξαναγινόταν «ένα νεαρό αγόρι έτοιμο να πηδήξει πάνω απ’ τη φωτιά».

Χρόνια μετά το τέλος των παραμυθιών, το αγόρι αναρωτιόταν αν «μόνο τις ντροπιαστικές ιστορίες» δεν του είχε πει ο παππούς του. «Κι αν ήταν όντως έτσι, ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν είχε ποτέ αναφέρει τους αναστενάρηδες και το δέντρο με τα κρανία τους στα κλαδιά;» Γιατί αγωνιούσε τόσο πολύ να διασώσει τους νεκρούς, όταν είχε προδώσει τόσους ζωντανούς και άλλους τόσους είχε καταδικάσει σε θάνατο;

Ωστόσο, επέμενε να πιστεύει την όμορφη εκδοχή της ιστορίας. Γι’ αυτό πίστευε τον παππού του, όταν του έλεγε πως δεν τον έθελγε η φωτιά ούτε τον τυραννούσε ο πυρετός, αλλά τον ζεμάτιζαν τα μαύρα μαλλιά της Λενιώς, που αντίκρισε έκθαμβος όταν οι Έλληνες ήρθαν στην Κλεισούρα από τη μεριά της Τουρκίας για να περπατήσουν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. «Θα φρόντιζε όλους τους πυροβάτες αυτού του κόσμου, αν αυτό σήμαινε πως η Λενιώ θα ήταν τριγύρω». Μετά το τέλος της γιορτής, οι Έλληνες επέστρεφαν στο χωριό τους και ο παππούς του περνούσε τις νύχτες του χειμώνα χτυπώντας τις χορδές ενός μαντολίνου, περιμένοντας την άνοιξη. «[…] κάθε νότα μια συλλαβή που έστελνε μες στη νύχτα, πέρα από τα σύνορα και τις πλαγιές. Έτσι μιλούσε με τη Λενιώ».

Αργότερα, αφού την έκλεψε από τους Έλληνες, η Λενιώ καθόταν δίπλα του στη βεράντα παίζοντας μαντολίνο και τραγουδώντας του παλιές, αιμοσταγείς ιστορίες. Του εξιστορούσε τους διωγμούς των αναστενάρηδων, οι οποίοι μετά τη μεγάλη σφαγή που εξαπέλυσε εναντίον τους ο Ναζάρ αγάς, τριγύριζαν στη Στράντζα αναζητώντας καταφύγιο. Ο Ναζάρ αγάς είχε βάλει φωτιά στο χωριό, είχε αποκεφαλίσει τους περισσότερους αναστενάρηδες και είχε κάνει στάχτη όλα τους τα εικονίσματα, εκτός από δύο, ένα του αγίου Κωνσταντίνου και ένα της μητέρας του, της αγίας Ελένης. Μετά έκοψε το ίδιο του το κεφάλι. Ο Ναζάρ αγάς ήταν γενίτσαρος και όταν την προηγουμένη της σφαγής μπήκε στον πυρωμένο κύκλο και ένιωσε στα χείλη του την υφή του ξύλου από τις ιερές εικόνες με τους αγίους των χριστιανών, θυμήθηκε μεμιάς -όπως είχε θυμηθεί και ο αφηγητής τη μητέρα του να τον σηκώνει στην αγκαλιά της για να ανάψει ένα κερί- την παλιά του πίστη και σε μια αναλαμπή άκουσε τη μητέρα του να τον φωνάζει από μακριά, «τραγουδώντας το παλιό του όνομα. Το όνομά του. Του αγίου». Και μετά από αυτό δεν υπήρχε παρά μόνο φωτιά.

Τις νύχτες του χειμώνα ο παππούς έλεγε στη Λενιώ «ιστορίες για το πού θα την πήγαινε μόλις ερχόταν η άνοιξη» κι ας ήξερε πως το Κόμμα δεν θα τον άφηνε να πάει πουθενά. Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, ταξίδευαν οι δυο τους ελεύθεροι στα όνειρά τους, «μακριά από κόμματα, βουνά και αγίους».

Ξαφνικά ο εγγονός ανακαλύπτει την αιτιοκρατία που κυβερνούσε τη δική του ιστορία. Είχε διασχίσει τον ωκεανό και είχε φτάσει στην Κλεισούρα μόνο και μόνο για να είναι μαζί με την Ελίφ. Το Αμερικανάκι φαντασιωνόταν πως φορώντας τη μαγική φορεσιά των καλουσάρι θα πήγαινε να κλέψει την Ελίφ από τον ιμάμη, όπως είχε κλέψει ο παππούς του τη Λενιώ από τους Έλληνες. Βέβαια, η επανάληψη της ιστορίας δεν είναι ποτέ ένδοξη. Η λυρική χειρονομία καταλήγει πανωλεθρία. Το θαυμαστό καινούργιο μέλλον που θα απέθετε στα πόδια της Ελίφ, δεν ήταν τελικά παρά ένα σχέδιο που αποδείχτηκε «κοτσάνα». Ο περίλαμπρος γαμπρός σπεύδει να κρυφτεί στο παιδικό του δωμάτιο και γίνεται μούσκεμα από εντελώς αντιηρωικά κλάματα.

«Το όνειρο που είχαν πλάσει οι ιστορίες του παππού, ένα όνειρο που είχαμε ονειρευτεί και οι δύο σαν να ήμασταν ένα, είχε γίνει ξαφνικά στάχτες. Για μια ακόμη φορά είχα ξυπνήσει».

Απομονωμένοι στο ερημωμένο σχολείο παππούς και εγγονός μεθούσαν «με φαντάσματα και μέρες περασμένες». Όσο ο ένας θυμόταν τη Λενιώ, «που είχε αναδυθεί από το ποτάμι του μυαλού του», και τους αναστενάρηδες που την είχαν κάψει, «τόσο περισσότερο βούιζε πεινασμένη η φωτιά που καταβρόχθιζε το μυαλό του». Όσα περισσότερα μάθαινε ο άλλος για τη Λενιώ, τόσο πιο βασανιστική γινόταν η σκέψη της Ελίφ. «Με κάθε λέξη τα σύνορα κατέρρεαν· οι επικράτειες των καρδιών μας επεκτείνονταν, αλληλεπικαλύπτονταν και γίνονταν μία. Η επιθυμία του παππού ήταν και δική μου. Η δική μου λύπη είχε γίνει δική του. Κι εκείνο το χαμένο νεανικό κουράγιο του έρεε τώρα ζωντανό στο αίμα μου, παράτολμο, ανήμερο, ανίκανο να ξεθωριάσει».

Ωστόσο είχε προ πολλού περάσει ο καιρός του θάρρους, της φωτιάς και του ηρωικού χαμού. Οι άνθρωποι ερωτεύονταν και πέθαιναν χωρίς να τραγουδούν αντάρτικα τραγούδια.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος ενηλικιώνεται σε καιρούς κουρασμένους, αφόρητα πληκτικούς, απελπιστικά αντιηρωικούς. Όμως, η πλήξη παρηγορείται με φαντασιοκοπήματα. Στις εξιστορήσεις του παππού του επιζούσαν τα ανδραγαθήματα σπουδαίων ανδρών και η θαυματοποιία παντοδύναμων θεών, οι όμορφοι, πάνσεπτοι πόλεμοί τους, που ποτέ δεν είδαν το φως του ήλιου. Σε χαρτιά κιτρινισμένα, μουχλιασμένα από την υγρασία, ο παππούς του αποδελτίωνε τις συμφορές της Κλεισούρας, τις καταστροφές της και τα θύματά τους, νεκρούς και εκτοπισμένους, σφαγές και εμπρησμούς, ζημίες και απώλειες. «Πόλεμος. Αγώνας. Ελευθερία και θάνατος». «Σελίδες επί σελίδων, αλυσίδες από λέξεις. Ιστορίες εξορίας και θανάτου. Βούλγαροι, Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι. Η Στράντζα, να καίγεται ξανά και ξανά, να γίνεται κάρβουνα, στάχτες. Κι ύστερα να ξεσηκώνεται, ξανά και ξανά, η Στράντζα, ίδια πυροβάτης, μια αναστενάρισσα».

«Θράκες, Έλληνες και Ρωμαίοι, Σλάβοι, Βούλγαροι και Τούρκοι – μόνο όσοι δεν πέρασαν ποτέ από τη Στράντζα δεν άφησαν πίσω τους ερείπια». Όταν έκλεινε τα μάτια του, μόνο αυτό έβλεπε ο παππούς του, «φωτιά να καίει, άγρια, να κατακαίει τα πάντα». Όταν έπιανε το μολύβι ή όταν μιλούσε στον εγγονό του, μια σπίθα άναβε στο μυαλό του, η σπίθα γινόταν φλόγα και η φλόγα φωτιά.

Η εικόνα της καταστροφής «φλεγόταν ολόφωτη» στο μυαλό του εγγονού, όταν διέτρεξε τις πολυκαιρισμένες σελίδες, και θα του έκαιγε τα μάτια, αν δεν υπήρχε στα χαρτιά η ιστορία του καπετάν Κόστα. «Τη βρήκα να αργοκυλάει στα περιθώρια όπως το κρύο νερό κυλάει πιο αργά κάτω από ένα αγριεμένο και καυτό ρεύμα».

Ήταν αντιγραμμένα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του πολεμιστή, ο οποίος το 1903 υπερασπίστηκε τη Βουλγαρία ενάντια στον οθωμανικό στρατό. Με την εξέγερσή του ήλπιζε σε μια νέα, μεγάλη, ελεύθερη Βουλγαρία. Η ελπίδα του δεν ευοδώθηκε, αλλά για είκοσι ημέρες ανακήρυξε τη Στράντζα αυτόνομη δημοκρατία και ανέγειρε σαν σύμβολο της ελευθερίας της ένα σχολείο, χτισμένο μέσα σε δεκαπέντε μέρες από Βούλγαρους και Έλληνες, το «Άγιος Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη», το πρώτο σχολείο της Κλεισούρας, που έμεινε όρθιο για εφτά ημέρες μέχρι που ο οθωμανικός στρατός το μετέτρεψε σε στάχτες. Στη θέση του σχολείου ένα σωρό στάχτες είχε βρει και ο παππούς τού αφηγητή, όταν το Κόμμα τον εξόρισε στην Κλεισούρα, «ως τιμωρία για τη σκανδαλώδη κατάθεση της κομματικής του ταυτότητας», για να αναλάβει καθήκοντα δασκάλου. Το σχολείο ξαναχτίστηκε και τώρα, σαράντα χρόνια μετά, παππούς και εγγονός συγκατοικούσαν σε αυτό, αναζητώντας στα θεμέλιά του πανάρχαιες ρίζες και το αίμα που τις διέρρεε.

Το κακοπαθημένο γραπτό του παππού τού ήρωα δεν είναι ούτε χρονικό ούτε ιστοριογραφική μελέτη. Είναι ένα μύθευμα μπολιασμένο με ιστορικά στοιχεία. Όπως το μυθιστόρημα του Πένκοφ. Ένα σύμφυρμα μύθων και γεγονότων, ένα αμάλγαμα μαγείας και βίας, χειμέριου ψύχους και εαρινών ανθοβολημάτων. Το χειρόγραφο φιλοδοξούσε να γίνει μνημείο, αναθηματική στήλη για ό,τι είχε ανέκκλητα ερειπωθεί, «ένα μνημείο από λέξεις για τους ανθρώπους της Στράντζας». Ωστόσο, ο δημιουργός του ανησυχούσε πως το συγγραφικό του εγχείρημα θα κατέληγε «ένα μνημείο ματαιοδοξίας». Διότι σε εκείνα τα χαρτιά υπερασπιζόταν τη δική του, άγραφη ιστορία, την ιστορία που ο ίδιος ήθελε να αφηγηθεί, να αξιωθεί. Και όταν αντιλήφθηκε την ιδιοτέλεια της γραφής του, παράτησε το μολύβι. Ο καπετάν Κόστα που δοξαζόταν στα περιθώρια των σελίδων, έδινε στην ουσία τον αγώνα εκείνου που κρατούσε το μολύβι. Γιατί όπως είχε κάνει ο περιβόητος πολεμιστής το 1903 και εκείνος είχε επιστρέψει στη Στράντζα, χρόνια μετά την κατάρρευση του Κόμματος, για να την προστατεύσει από τον αφανισμό, για να τιμήσει τη μνήμη της Λενιώς, για να εμποδίσει να χτιστεί το αιολικό πάρκο στο οποίο είχε επενδύσει ο ιμάμης, για να σώσει τους πελαργούς από τις ανεμογεννήτριες. Ο Βούλγαρος και ο Τούρκος ξανά αντιμέτωποι, ξανά εχθροί.

Σπανίως η συγγραφή της Ιστορίας εμφορείται αποκλειστικά από ευγενείς, αγνούς σκοπούς. Ακόμα σπανιότερα από αμεροληψία. Ίσως, πάλι, ο παππούς τού αφηγητή να μην πίστευε πια το αφήγημα που εκτυλισσόταν στις ιδιόγραφες σελίδες. Γι’ αυτό μαχαίρωνε με νέες, ακονισμένες λέξεις τις παλιές που είχαν στομώσει. Κάθε του λέξη, μια μαχαιριά στην καρδιά των πιο τρυφερών παραμυθιών. Τώρα τα βράδια δεν νανούριζε με παραμύθια τον εγγονό του. Χόρδιζε το μαντολίνο και οι ιστορίες στρίγκλιζαν. Οι νύχτες είχαν γίνει επίφοβες και οι δυο τους φοβόντουσαν πως η επόμενη «θα έφερνε κάτι χειρότερο από την προηγούμενη», κάτι από το οποίο κανείς από τους δύο δεν θα έβγαινε αλώβητος. Όταν το διαμέρισμά τους στην πόλη τυλιγόταν στο σκοτάδι, άναβαν ένα κερί και μες στην αχλή του πύρωνε το όνειρο. Τότε, εκείνες τις νύχτες, ο παππούς τού «είχε πει ψέματα με τέτοια γλυκύτητα» που τώρα έκανε τις ιστορίες να ηχούν εξωφρενικές, απίστευτες. Μια «βρώμικη φλόγα» τρεμόπαιζε στα μάτια του παππού του καθώς τον βεβαίωνε: «Αλήθεια όλα». «Η νύχτα έζησε, γέρασε και τώρα πέθαινε».

Από τις παραβολικές ιστορίες που διηγιόταν ο ηλικιωμένος άντρας, ξεχωρίζει εκείνη για το σφυρί και το μαχαίρι, καθώς έχει καθολική, υπερχρονική ισχύ. Για να φτιαχτεί από το μέταλλο μαχαίρι, έλεγε, πρέπει να σκληρύνει, να βουτηχτεί στη φωτιά και στο νερό, να χτυπηθεί με το σφυρί. Κάθε ζωή την κοπανάει ένα σφυρί. Σφυροκοπάει τα κόκαλα και τα κάνει μαχαίρια. Όλη τη ζωή αυτά τα μαχαίρια μαχαιρώνουν. «Μόλις κλείσει μια πληγή, ανοίγουν μια άλλη». Ο εγγονός διακρίνει στην παραβολή ένα ανησυχαστικό δίλημμα. Τον απωθεί η ιδέα «πως κάθε δυσκολία στις ζωές μας είναι ένα σφυροκόπημα που έχει σκοπό να κάνει πιο σκληρό το σκελετό μας».

«Μου μοιάζει πως δύο αντίθετες δυνάμεις αντιμάχονται να ελέγξουν τη θέλησή μας. Το κορμί πασχίζει για ανακούφιση και παρηγοριά. Μη με πληγώσεις, φωνάζει, κι αν ένα μαχαίρι μαχαιρώσει, παλεύει να γιατρέψει την πληγή, γιατί, πληγωμένο, το κορμί καταλήγει. Μαχαίρωσέ με, φωνάζει και παλεύει ώστε κάθε πληγή να συνεχίσει να ματώνει, γιατί, μες στην ανακούφιση και την παρηγοριά, το πνεύμα μαραζώνει. Εκεί μέσα, έχω καταλήξει, βρίσκεται το δίλημμα του ανθρώπου που κρατάει το μαχαίρι – να μαχαιρωθεί ή όχι;»

Μπορεί τα ψέματα να ήταν πολλά, αλλά το μαχαίρι παρέμενε αληθινό, γιατί πάντα βρίσκει τον δρόμο του στην αληθινή ζωή. Όπως και αν έχει, το αγόρι είχε ξυπνήσει για τα καλά. «Μου είπε ψέματα γλυκά, όπως λες ψέματα σ’ ένα μικρό παιδί – πολύ εύπιστο για να αντιληφθεί την απάτη ή πολύ αδύναμο για να διαχειριστεί τα πράγματα όπως είναι στ’ αλήθεια».

Δεν υπήρχε γριά μάγισσα. Μόνο μια καμπουριασμένη γερόντισσα με παγωμένα κόκαλα που έπλεκε κοντά στο τζάκι νήματα από ξηλωμένα πουλόβερ. Όπως έπλεκε και ξήλωνε ο παππούς του τις παλιές, ξεχειλωμένες ιστορίες. Δεν ήταν Ερινύα παρά το ξόανο μιας ερωτευμένης γυναίκας που είχε προδοθεί. Η σκοτεινή της δύναμη εκλυόταν από τη ραγισμένη καρδιά της. Ο παππούς την αρνήθηκε για χάρη της Λενιώς κι ας του έταζε εκείνη εκατό λευκά πρόβατα, κι ας του έφερνε κάθε πρωί στο κατώφλι του έναν κεσέ πηχτό γιαούρτι, κι ας του έλεγε πως όταν ήταν μικρό κορίτσι έγνεθε δίπλα στη φωτιά μαλλί «άσπρο σαν τη γενειάδα του Θεού». Τώρα η γριά ετοιμαζόταν να πάει εκεί που πήγαν και οι αναστενάρηδες, εκεί που πήγαν η Λενιώ και τα άσπρα πρόβατα. «Ο ένας μετά τον άλλο, σαν ξηλωμένα πουλόβερ».

Δεν υπήρχε ιερή γραμμή αίματος που να κληροδοτεί στον ιμάμη θέση σε ένα πάνθεον πνευματικών ηγετών. Καμία σπουδαία πνευματική παράδοση δεν διαφέντευε τη γραμμή του αίματός του. Η νομοτέλεια του νεποτισμού που του διασφάλισε το ιερατικό του αξίωμα, αποσιωπούσε ιστορίες βίας, ατιμίας και προδοσίας. Όσο γλυκά και αν καλούσε πέντε φορές την ημέρα τους πιστούς σε προσευχή, δεν έπαυε να είναι ένας σκληρός σύζυγος και πατέρας. Μπορεί όντως ο Αλλάχ να τον κρατούσε μες στην πολυέλεη παλάμη του, αλλά η δική του παλάμη έπεφτε ανελέητη πάνω στην Ελίφ.

Δεν υπήρχε ούτε ο καλός δάσκαλος που το Κομμουνιστικό Κόμμα τον τιμώρησε εξορίζοντάς τον σε μια ζώνη παραμεθόριο και ο οποίος παρ’ όλα αυτά βρήκε το κουράγιο να φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια ένα σχολείο που είχε βρει στάχτες. Ο δάσκαλος, που μέχρι να χτιστεί το σχολείο, δίδασκε το κυριλλικό αλφάβητο σε ένα περιβόλι με κερασιές, λέγοντας επίσης ιστορίες για χάνους και τσάρους και αντάρτες, ενόσω τα παιδιά τον κοιτούσαν εκστατικά, «λες και κοιτούσαν ένα βουνό από ζαχαρωτά». Οι χωριανοί της Κλεισούρας δικαίως δεν τον πίστευαν, όταν τους διαβεβαίωνε πως μόνο γράμματα και αριθμούς θα μάθαινε στα παιδιά τους. Διότι εκείνος ο δάσκαλος ήταν στην πραγματικότητα ένας κατηχητής, ο οποίος ακολουθώντας τις εντολές του Κόμματος είχε πάει στην Κλεισούρα για να προετοιμάσει «τα πράγματα γι’ αυτό που αργότερα θα αποκαλούσαν Διαδικασία Αναγέννησης» και να κατηχήσει τους μουσουλμάνους του χωριού, τους οποίους το Κόμμα ήδη υποχρέωνε να αλλάξουν τα μουσουλμανικά τους ονόματα σε ρωσικά. Ο δάσκαλος έπρεπε να μεριμνήσει για την αποκατάσταση του φρονήματός τους. «Να φροντίσει να μεγαλώσουν αποκομμένοι από τις ρίζες τους· να τους κάνει να πιστέψουν πως ήταν πραγματικά Βούλγαροι».

Δεν υπήρχε ούτε ο «γέρος που προστάτευε ένα ιστορικό χωριό, που πολεμούσε τους άπληστους πολιτικούς μέχρι θανάτου»· ο γέρος που αντιστεκόταν σθεναρά στις συνωμοσίες ξένων εταιρειών που ήθελαν να εμβολίσουν μια γη αρχαία με ένα σύμπλεγμα από ανεμογεννήτριες. Εκείνος ο άντρας, χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, δεν είχε επιστρέψει στην Κλεισούρα για να αποδυθεί σε μια ηρωική εξέγερση υπερασπιζόμενος τα ερείπια, τα χαλάσματα, τις πέτρες και τους θάμνους, τις φωλιές των πελαργών και τους τάφους ξεχασμένων μαρτύρων, αλλά για να εξαπολύσει έναν δικαστικό αγώνα με σκοπό την ανάκτηση άκυρων τίτλων ιδιοκτησίας· μια δίκη την έκβαση της οποίας με δόλο και τεχνάσματα καθυστερούσε.

Δεν υπήρχε, από την άλλη, ούτε ο καλός εγγονός που η αγάπη και ο νόστος τον έφεραν ξανά κοντά στον παππού του, αλλά ένα Αμερικανάκι που ήθελε λεφτά για να ξεχρεώσει τραπεζικά δάνεια.

Ωστόσο, ακόμα και τον καιρό της απομάγευσης, οι απογοητεύσεις γιατρεύονται με ψευδαισθήσεις. Μπορεί ο καπετάν Κόστα να μην υπήρξε ποτέ ένας ηρωικός επαναστάτης και να μην ήταν παρά ένας αντάρτης κομμουνιστής που πυρπολούσε σπίτια, λεηλατούσε στάνες και έκλεβε πρόβατα και προβιές. Μπορεί ο παππούς του να μην υπήρξε ποτέ βεκιλίν, φύλακας των πυροβατών, αλλά ένας υποτακτικός του Κόμματος, που είχε έρθει στην Κλεισούρα για να αναμορφώσει τους μουσουλμάνους. Μπορεί από τη Λενιώ να μην απέμενε παρά μια πλεξούδα τυλιγμένη σε ένα πιστόλι παλιότερο κι από τον Βαλκανικό Πόλεμο. Μπορεί, πάλι, η Ελίφ να ήταν όντως μια καμπούρα Τουρκάλα με δόντια λύκου που διψούσε για χριστιανικό αίμα και να είχε δίκιο όταν τον προέτρεπε να φύγει μακριά της γιατί αλλιώς θα του ροκάνιζε τα κόκαλα και θα του καταβρόχθιζε την καρδιά. Κανένα άλλο κορίτσι δεν τον είχε πληγώσει όπως εκείνη. Τίποτε απ’ αυτά, όμως, δεν είχε σημασία για τη φαντασία. Ο νεαρός αφηγητής θέλει να βάλει το δικό του τέλος στην ιστορία. Θέλει κι εκείνος να δοκιμάσει τη σούπα της μάγισσας, που ο παππούς του έλεγε πως δηλητηρίαζε τις αφύλακτες ψυχές, τις γραπωμένες από το χέρι του Σατανά, και να αφήσει τον νου του έκθετο, βορά στα δαιμόνια· να δοκιμάσει κι αυτός λιγάκι από τη σούπα που πρώτη φορά μαγείρεψε μια από τις μάγισσες που καίγονταν στο Σάλεμ.

Καθώς τα παλιά παραμύθια σαπίζουν μέσα στα σαθρά θεμέλια του σχολείου, ο νεαρός Βούλγαρος νιώθει μια «βαριά αίσθηση αποσύνθεσης» να τον παρασύρει σε ένα «κύμα ναυτίας». Ήταν άρρωστος. Αρρώστησε με την ύστατη ελπίδα να βγουν αληθινά τα παραμύθια.

«Είμαι χίλια μέτρα ψηλός. Ο ουρανός ισορροπεί σταθερά στο στέμμα μου, μα αν γνέψω ελαφρά, ο ουρανός θα καταρρεύσει. Κρατάω τους ανέμους και τα σύννεφα στο αριστερό μου χέρι, μα αν το σφίξω λίγο πιο σφιχτά – θα γίνουν κατακλυσμός. Στη δεξιά μου παλάμη ξεκουράζεται ο ήλιος. Κλείνω τη γροθιά μου και πέφτει σκοτεινιά. Η Ελίφ και ο παππούς, ο ιμάμης και οι πελαργοί, η Κλεισούρα και η Στράντζα, κείτονται μπρούμυτα στα πόδια μου και στο έλεός μου. Είμαι χίλια μέτρα ψηλός, εδώ στη φωλιά του πελαργού».

Συντετριμμένος και μαστουρωμένος είχε βγάλει το κρανίο από τη φωλιά και του εξιστορούσε τα βάσανά του, την πίκρα του για τα παραμύθια που δεν έλεγαν να γίνουν αλήθεια, για τα αβγά του κακού που εκκολάπτονταν το ένα μετά το άλλο. Παρά την απελπισία του αισθανόταν υπερήφανος που αφηνόταν να τον συνεπάρει η φόρτιση αυτής της εξομολογητικής μυσταγωγίας. Την ίδια στιγμή και παρά την ολοφάνερη συγκίνησή του, ήξερε πως ήταν αξιοθρήνητος που ενέδιδε σε τέτοιο μελοδραματισμό. «Ψιθυρίζεις τα βάσανά σου μέσα σ’ ένα ανθρώπινο κρανίο και στα πόδια σου βρίσκονται κόκαλα, τα κόκαλα Θρακών, Ελλήνων και Ρουμάνων, Σλάβων, Βούλγαρων και Τούρκων, σαν σκαλιά στα οποία πατάς για να σε οδηγήσουν στον εαυτό σου. Ή, τουλάχιστον, έτσι θες να τα βλέπεις. Πάνω στα κόκαλά τους είσαι χίλια μέτρα ψηλός. Πάνω στα δικά σου όμως; Πες ειλικρινά. Κανένας ουρανός δεν ισορροπεί στ’ αλήθεια στο στέμμα σου. Δεν κρατάς κανέναν άνεμο ή σύννεφο ή ήλιο. Γείρε το κεφάλι όσο θες· σφίξε τις γροθιές σου και συνοφρυώσου. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί. Εκτός από το ότι, σε εξήντα χρόνια, το πολύ, θα αφήσεις ένα κρανίο σαν όλα τα άλλα».

Όταν κατρακύλησε χίλια μέτρα και έπεσε στη γη, ψηνόταν στον πυρετό. Πάνω ψηλά, στη φωλιά του πελαργού, μυριάδες αηδιαστικά ζωύφια που σέρνονταν στο ακάλυπτο δέρμα του και γίνονταν μια μαυριδερή γλίτσα καθώς μανιασμένα τα έλιωνε με την παλάμη του, είχαν ενθαρρύνει φιλοσοφικούς στοχασμούς περί του ακατάβλητου της ζωής. Πυρετώδεις σκέψεις διέτρεχαν τον νου του καθώς έβλεπε τη σάρκα του αλειμμένη με αυτό τον πολτό από μικροσκοπικά, γλοιώδη κουφάρια. «Το δέρμα μου γυάλιζε, μαύρο από τον άψυχο πολτό, μα ακόμα και τότε τα υπόλοιπα επίμονα και αεικίνητα πλάσματα συνέχιζαν την αεικίνητη και επίμονη πορεία τους, λησμονώντας αυτό που είχε συμβεί. […] Όχι επειδή τα ζωύφια ήταν έξυπνα ή χαζά, δειλά ή θαρραλέα, αλλά επειδή ήταν ζωντανά. Γιατί αυτό έκανε η ζωή· συνέχιζε να ζει».

Όταν επέστρεψε στο σπίτι του παππού, μια φωτιά τον έκαιγε σύγκορμο και τον έριξε για μέρες στο κρεβάτι. Παραληρούσε από τον πυρετό. Ένα πλήθος από άντρες και γυναίκες που είχαν πεθάνει χρόνια πριν, παραστεκόταν στο προσκεφάλι του. Τους έβλεπε να αιωρούνται γύρω του και τους άκουγε να θρηνούν. Έβλεπε άντρες και γυναίκες να ακονίζουν μαχαίρια, οι άντρες στα ζωνάρια τους, οι γυναίκες στις μαντίλες τους. «Κόκκινες σπίθες σκορπίζονταν προς κάθε κατεύθυνση και, από στιγμή σε στιγμή, το χωριό θα έπιανε φωτιά». Μακριά μαύρα μαλλιά ανέμιζαν ανάμεσα σε ασημένια σύννεφα, ένα κορίτσι «αδύνατο σαν μαύρο φιτίλι» χτυπούσε μανιασμένα τα φτερά του για να πετάξει, «μα δεν μπορούσε». Από το κρεβάτι του άκουγε τα ράμφη των πελαργών να κροταλίζουν, σαν μέταλλο πάνω σε μέταλλο, σαν τις ριπές ενός καλάσνικοφ, και τις βαριές καμπάνες που πια δεν υπήρχαν στη χριστιανική γειτονιά, να ολολύζουν, αφήνοντας στο στόμα του τη γεύση από «τον πικρό τους χαλκό». Οι νεκροί άνθιζαν ολόγυρά του «σαν ροδόδεντρα». Η αρρώστια τον μυούσε στην «αρχέγονη τάξη του ανθρώπινου πόνου». Είχε επιτέλους μπει μες στο παραμύθι. Υπέφερε από τον ιερό και αρχαίο πυρετό των πυροβατών. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως τον είχε απλώς τσιμπήσει ένα τσιμπούρι.

Χρόνια πριν και ο παππούς του είχε ονειρευτεί μια αρρώστια λυρική, την οδύνη της ραγισμένης καρδιάς, να τον σκοτώνει. Είχε νομίσει πως ο σεβντάς του για τη Λενιώ ήταν ο πυρετός που τον έλιωνε και έσκιζε τα σωθικά του, μέχρι που διαγνώστηκε με ελονοσία.

Όμως, σε κάθε ιστορία παρεισδύει η αλληγορία. Γι’ αυτό καθώς αργόσυρτα ανάρρωνε, ο νεαρός συνειδητοποιούσε πως ο ίδιος ήταν η φωτιά που τον κατάκαιγε. Αυτός ο ίδιος ήταν η αρρώστια του. Η Ελίφ ακόνισε στη μαντίλα της το μαχαίρι, έκοψε τα μαλλιά της για να μην τον κουβαλά στο κεφάλι της και αποκόπηκε από τη ζωή του χτυπώντας τα φτερά της για να πετάξει παραδίπλα, στην Τουρκία. Και εκείνος έπεσε να πεθάνει. Το μυαλό του φλόγιζαν οι σπίθες παραμυθιών που γίνονταν στάχτη. Δεν άντεχε τόση πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, αγνοώντας τον πυρετό του, ο παππούς επέμενε να του λέει άσχημες, θλιβερές, πολύ σκοτεινές ιστορίες, βεβαιώνοντάς τον: «Αλήθεια όλα». Και εκείνος ήθελε να του φωνάξει να σταματήσει, να μην του πει τίποτε άλλο γιατί δεν άντεχε πια να ακούει. Όμως, δεν μιλούσε και έτσι ο παππούς του δεν σταματούσε να του μιλάει.

Ο νεαρός φοιτητής από την Αμερική χρειάστηκε να μείνει αρκετό καιρό στην Κλεισούρα για να καταλάβει γιατί ο παππούς του μαχαίρωνε με τόση βία τις παλιές, καλές ιστορίες. Η τωρινή συντριβή του χρειαζόταν άλλη γιατρειά και όχι παραμύθια. Ο παππούς του προσπαθούσε να τον βγάλει από την απάθεια μιλώντας του για τα πάθη, τις συμφορές και τους ακατάπαυστους πολέμους της αληθινής ζωής, για τις αχρειότητες και τα ασύγγνωστα λάθη της επιβίωσης, για ασίγαστους πόθους που καταλήγουν στο αίμα, για τα μαχαίρια που κραδαίνει το μυαλό. Βέβαια, ακόμα και αυτή η βάναυση τακτική της ομοιοπαθητικής, της θεραπείας της πραγματικότητας με περισσότερη πραγματικότητα, προσομοίαζε σε μυσταγωγία. Ο παππούς τού έλεγε ιστορίες τόσο κοφτερές που τον έκαναν να αιμορραγεί. Κοβόταν για να πιει ο εγγονός του το αίμα του και να γίνει καλά. Το ίδιο γινόταν και παλιά, όταν η κυριολεξία δεν χρειαζόταν τη μεταφορά. Γιατί η παιδική ηλικία είναι το βασίλειο της κυριολεξίας. Το μικρό αγόρι έτρεμε το αίμα και κάθε φορά που χτυπούσε αναπλήρωνε το χυμένο αίμα βυζαίνοντας το κομμένο δάχτυλο του παππού του.

«Όλο αυτόν τον καιρό, νόμιζα πως ο γέρος μου διηγούνταν την ιστορία του για να ανακουφιστεί. Όλο αυτόν τον καιρό έκανα λάθος. Για μια ακόμη φορά είχε κοπεί για χάρη μου. Για μια ακόμη φορά έδινε το αίμα του για να αναπληρώσει το δικό μου».

Και τότε καταλαβαίνει πως δεν είχε πάει στην Κλεισούρα για να βρει την Ελίφ ή τον εαυτό του. Είχε πάει για να ανακαλύψει τον παππού του· «έτσι ώστε, για πρώτη φορά στη ζωή μας, να μπορέσουμε να γίνουμε ένα».

«Τουλάχιστον αυτό ήθελα να πιστέψω τώρα, καθώς τον έβλεπα να κλαίει. Κι επειδή το πίστευα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ήταν έτσι».

Ο παππούς τού μαγείρευε τη σούπα της μάγισσας και τον τάιζε το δηλητήριό της. Οι αληθινές ιστορίες, φαρμάκι στο αίμα. Παρόλο που ο εγγονός αρρώσταινε από την τόση αλήθεια, η μαγεία ανασταινόταν. Τα σύνορα κατέρρεαν και μπορούσε πια να απλώσει το χέρι του στη Λενιώ για να την τραβήξει από την τραγική ιστορία της. «Τα σαγόνια του χρόνου έχουν κλείσει. Η μεγάλη άβυσσος έχει σβηστεί και τίποτα δεν στέκει ανάμεσά μας». Εκείνος ήταν πια ο αφηγητής και με την εξουσία της φαντασίας του μπορούσε να πάρει τη Λενιώ μακριά από την καρυδιά, μακριά από τη φωτιά, μακριά από τα μαχαίρια που την παραμόνευαν. Καθώς την πλησιάζει, δεν ξέρει αν ακούει τον χτύπο της δικής της καρδιάς ή τη δική του που «δεν σταματά να χτυπά δυνατά». Θέλει να της τραγουδήσει το δικό του τραγούδι, να της χαρίσει ένα όμορφο, ευτυχισμένο τέλος. «Αλίμονο. Αυτό το τέλος δεν είναι το δικό της». Με «ανελέητη καθαρότητα» τη βλέπει να δραπετεύει από την ιστορία που φαντάστηκε για χάρη της, να επιστρέφει στον τετελεσμένο της θάνατο και να ξαπλώνει πάνω στα σβησμένα κάρβουνα, σε μια λίμνη από αίμα. «Το αίμα είχε μετατρέψει τη στάχτη σε λάσπη, κρύα και κολλώδη».

Κάθε άνοιξη οι πελαργοί επέστρεφαν. Μαζί τους έφερναν την ομορφιά. Γιατί αυτό ήταν για τον γηραιό δάσκαλο της Κλεισούρας τα σμήνη των πελαργών, ατόφια, ανόθευτη ομορφιά. Η ομορφότερη ιστορία της ζωής του. Τίποτα, καμία άλλη συγκίνηση, δεν μπορούσε να συγκριθεί για εκείνον με τον ήχο των πελαργών που απογειώνονται την αυγή. Ο θόρυβος που έκαναν εξαφανίζοντας τον ουρανό, ήταν «σαν τη ροή ενός ουράνιου ποταμού που δεν θα τον μόλυνε κανένα ανθρώπινο μάτι». «Όταν οι πελαργοί απογειώνονταν, ο ήλιος κρυβόταν, ο ουρανός εξαφανιζόταν, η γη διαλυόταν και απέμεναν μόνο ήχοι». Αυτή η ομορφιά τον συνέθλιβε και τον έκανε να κλαίει από οργή, γιατί κάτω από τα αθέατα σμήνη νοσταλγούσε όλα τα όμορφα πράγματα που δεν θα κατάφερνε ποτέ να δει.

Για να δεις το όνειρο, πρέπει να κλείσεις τα μάτια. Παππούς και εγγονός βρίσκονται στο διαμέρισμά τους στην πόλη. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει ωκεανός, παρά μόνο ένα κερί. «Το φιτίλι τσιτσιρίζει, η φλόγα τρεμοπαίζει και οι σκιές μας λικνίζονται στον τοίχο και στο ταβάνι». Η Στάροστ είναι ακόμα πολύ μακριά τους, τα θανατερά της δάχτυλα δεν μπορούν να τους αγγίξουν, ενόσω εκείνοι ατενίζουν πίσω από τα χαμηλωμένα βλέφαρα ονειρώδη πετάγματα, φτερά θεσπέσιων πλασμάτων απ’ τα οποία ανεμίζουν η άνοιξη κι η ομορφιά.

«Με μάτια κλειστά, ονειρευόμαστε. Και ποιος μπορεί να πει τι θα συμβεί όταν ανοίξουμε τα μάτια μας; Και ποιος μπορεί να πει πως δεν είμαστε ακόμη εδώ, γύρω από εκείνο το τραπέζι της κουζίνας, να ονειρευόμαστε;»

«Η ζωή είναι όνειρο» μας παρηγορεί ο Καλντερόν. Και τα όνειρα, όνειρο του ονείρου. Και η ζωή μια χίμαιρα, μια αυταπάτη, μια σκιά. Ο Πένκοφ τον πιστεύει τον Καλντερόν. Αλλιώς δεν θα έγραφε: «Μια ζωηρή φαντασία μπορεί να κάνει τα πράγματα να υπάρξουν». Από την άλλη υπάρχει και ο Πιραντέλο: Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.

Ο νεαρός Βούλγαρος συγγραφέας, που κέρδισε την προσοχή του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με τη συλλογή διηγημάτων του Ανατολικά της Δύσης (μτφρ. Άκης Παπαντώνης, Αντίποδες, 2016), φαντάζεται στο πρώτο του μυθιστόρημα την αναμέτρηση του ονείρου με την αλήθεια. Με γραφή επιδέξια, διόλου όμως επιδεικτική, και με ειρωνεία που δεν της λείπει η τρυφερότητα, συνυφαίνει την παυσίλυπη αληθοφάνεια του παραμυθιού με τις εξωφρενικές, αδιανόητες λύπες της πραγματικότητας. Η Ιστορία φτεροκοπά στις σελίδες σαν κατάμαυρο όρνεο, αλλά κάτω από τις ζοφερές φτερούγες της ανασαλεύουν θρύλοι και θαύματα. Και αυτό είναι που αξίζει να κρατήσουμε από το βιβλίο του Μίροσλαβ Πένκοφ, πως η πραγματικότητα, ακόμα και αν διαρρέει τις μέρες μας σαν παγωμένο ποτάμι, δεν καταφέρνει να σβήσει τη φλόγα της φαντασίας. Η ζωή συνεχίζει να ζει, όχι όμως μόνο επειδή είναι πεινασμένη για ψωμί και τυρί, όχι μόνο επειδή η πείνα «βάζει όλα τ’ άλλα για ύπνο», όπως σκέφτεται ο ήρωας χίλια μέτρα ψηλά, στη φωλιά του πελαργού. Και το όνειρο μας βάζει για ύπνο. Και συνεχίζεις να ζεις τη ζωή γιατί ονειρεύεσαι τις σπίθες που έστω για λίγο θα τη φωταγωγήσουν.

Lina Pantaleon

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular