Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

«Μην έχετε καμιά αμφιβολία, το σαπούνι δεν είναι παρά ένα πρόσχημα.

Καταφέρατε ποτέ να το φανταστείτε αλλιώς;» 

 

 

Ό,τι λέγεται για το σαπούνι, δεν αφορά το σαπούνι. Ο Φρανσίς Πονζ (Μονπελιέ, 1899-1988) γράφει την ιδιότυπη μονογραφία του το 1967. Πάνω από είκοσι χρόνια μετά την αποκάλυψη της τερατωδίας του Άουσβιτς. Ωστόσο, ήδη η πρώτη σελίδα του βιβλίου δεν αφήνει περιθώρια αγνόησης των σωρευμένων συντριμμιών του πολέμου. «Ο αναγνώστης, εκ προοιμίου, παρακαλείται (τάχιστα θα καταλάβει γιατί) –θέλουμε να πούμε: για την απογείωση- να προικιστεί, διά της φαντασίας, με γερμανικά ώτα».

Τραβώντας την ειρωνεία ακόμα πιο πολύ στα άκρα, ο Πονζ καλεί στην επόμενη σελίδα τον αναγνώστη να φανταστεί πως η αφηγηματική φωνή που του απευθύνεται, του μιλάει στα γερμανικά, απαγγέλλοντας ένα μεταφρασμένο κείμενο, αρχικώς γραμμένο στα γαλλικά. Ο αφηγητής φαίνεται να πιστεύει πως ιδίως οι Γερμανοί αποδέκτες του κειμένου του, έχουν να επωφεληθούν από τις ξεχωριστές ιδιότητες του σαπουνιού. Άλλωστε, όπως επανειλημμένα τονίζει, κάθε ενασχόληση με το σαπούνι έχει το μείζον ευεργέτημα ότι αφήνει τα χέρια απολύτως καθαρά. Αρχής γενομένης από αυτές τις μάλλον ύποπτες διασαφηνίσεις, ο Πονζ αποδύεται στην ελεγεία του σαπουνιού, εξαίροντας ιδιότητες που ακούγονται αμφίσημες καθώς επιτήδεια βουτούν στα πλανερά ύδατα του σαρκασμού.

Ο Πονζ χρονολογεί την απαρχή της ενασχόλησής του με το σαπούνι τον Απρίλιο του 1942. «Ήμασταν, λοιπόν, τότε, στην καρδιά του πολέμου, δηλαδή στην καρδιά των παντός είδους περιορισμών, και το σαπούνι, το αληθινό σαπούνι, ιδίως, μας έλειπε».

Η έλλειψη γίνεται η αφορμή μιας μεγαλεπήβολης πνευματικής εργασίας που στοχεύει στην ανάδειξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του σαπουνιού. Ο Πονζ υποπτεύεται πως πολλοί, οι περισσότεροι μάλιστα εκ των οποίων είναι πλέον σε θέση να αγοράζουν το σαπούνι τους, θα θεωρήσουν το θέμα της πραγματείας του λιποβαρές, στερημένο από φιλοσοφικό βάθος, εν ολίγοις ασήμαντο και αδιάφορο. Ασφαλώς ο ίδιος δεν συμμερίζεται διόλου τέτοιου είδους αιτιάσεις.

«Όλες οι κριτικές είναι ήδη έτοιμες στο στόμα σας για την ευτελή πλευρά αυτού του θέματος, για την ισχνότητά του, για τον κοινότοπο τρόπο μου να το πραγματεύομαι, θα διαψευστούν με τρόπο καταγέλαστο, θα βρεθούν έξαφνα, με κύματα εκτυφλωτικού φωτός, πολλαπλώς γελοιοποιημένες».

Ο Πονζ είναι ένας περιπαθής αφηγητής, γι’ αυτό στολίζει τη γλώσσα του με κάθε λογής εκφραστικά ποικίλματα προκειμένου να ψαύσει την ολοκάθαρη ψυχή του σαπουνιού, να διαρρήξει τη γριφώδη πυκνότητά του μέχρι να ακραγγίξει τις αποκαλυπτικές του διαστάσεις και να το ανοίξει εντέλει «στις ακτίνες του μειδιάματος και της ηδονής». Παίρνοντας στα χέρια του τη μαγική πέτρα, αυτό το περίεργο βότσαλο, στεγνό σαν σιγή, παρατηρεί ενθουσιασμένος την αρχική του συστολή και έπειτα τον παράφορο εναγκαλισμό του με το νερό και τον αέρα, τον ιριδίζοντα, «παρότι υπερνηφάλιος εν ψυχρώ», αναβρασμό του, την ευστροφία του στις εναιωρήσεις, την περιέλιξή του γύρω από ανάερα, εύοσμα πέπλα, την εξάχνωσή του μέσα σε «ένα γλαυκό νέφος αυτοδιάλυσης», τις θεσπέσιες χορογραφίες που επιβάλλει στα χέρια, χέρια ολότελα παραδομένα στην εξουσία του, «πρόθυμα, ευκίνητα, εύκαμπτα, ευήλατα», και πρωτίστως «πιο αγνά απ’ όσο πριν την απαρχή αυτής της άσκησης».

Το σαπούνι, διατείνεται ο Πονζ, διαθέτει ευφράδεια, «μαρμαίρουσα ευστροφία», ενόσω το στιλβώνει μια ασύλληπτη αξιοπρέπεια, ακόμη και όταν ενδίδει στη νομοτελειακή του φθορά, στην αυτοδιάλυση. Παραμένει χρήσιμο μέχρι και την τελεσίδικη εξάλειψή του. Δεν υπάρχει σ’ αυτό «ουδεμία αξίωση αυτόνομου είναι». Ούτε η ορθή σκέψη ούτε η έντιμη κρίση γίνονται περισπασμοί στο καθήκον του να ανταποκρίνεται στη χρησιμότητά του, να υπηρετεί και μοιραία να φθείρεται. Το σαπούνι διακρίνεται επίσης για τη σπάνια ευαισθησία του. Η ευλύγιστη, εύπλαστη φύση του τού επιτρέπει να μετεωρίζεται ανάμεσα στη συστολή και την έξαψη, ανάμεσα στη σιωπή και την ευφράδεια. Οι εξαίσιες, αδίκως αγνοημένες ιδιότητές του, μαρτυρούν «την τελειότητα και την ιδιαιτερότητα ενός όντος-από-όλες-τις-απόψεις». Ο φιλοπαίγμων, δολερός λόγος του Πονζ συστήνει πλαγίως το σαπούνι ως σύμβολο, για να το παραδώσει κατόπιν στην ολιστική κατάσταση του πράγματος, της ύλης. Ο υλιστικός του στοχασμός παίζει με το σύμβολο μόνο και μόνο για να το επαναφέρει στην ένυλη κυριολεξία. «Όλα αυτά είναι κάτι πολύ περισσότερο, νομίζω, από εξακολουθητικές μεταφορές».

«Τι εξαίσιο τρόπο του ζην μας δείχνει το σαπούνι!»

Ο πολύτιμος χαρακτήρας του σαπουνιού, έτσι όπως αποκαλύπτεται μέσα από τον παρελκυστικό λόγο του Πονζ, η αδιαμφισβήτητη αξία του εντέλει, θέτει σε δοκιμασία τη δική μας αξία. Ο Πονζ δεν έχει λόγια για να περιγράψει την αφάνταστη γενναιοδωρία του σαπουνιού στην αυτοπροσφορά. Έκθαμβος μπροστά σε αυτό το χάρισμα της αυτοθυσίας, φτάνει στο σημείο να οικτίρει τα χέρια που το καταχρώνται. Ένα τόσο ευγενές πράγμα. «Κι εμείς απ’ τη μεριά μας το εξαντλούμε, μέχρις εσχάτου ορίου… Αισθάνεστε ότι εδώ υπάρχει κάτι το διαστροφικό, ένα είδος αμοιβαίας κατάχρησης». Ωστόσο, αν τα χέρια το εγκατέλειπαν στο νερό, το σαπούνι «θα πέθαινε από σύγχυση». Δεν θα γινόταν ποτέ πράξη, δεν θα ανακτούσε τη σημασία του, το νόημα της ύπαρξής του.

Ένα στεγνό σαπούνι «σκληραίνει, ρυτιδώνεται, χαρακώνεται. Οι έγνοιες το χαρακώνουν. Ποτέ όμως δεν διατηρείται καλύτερα παρά έτσι αδρανές, λησμονημένο». Η αδράνεια το σώζει, παροδικά, από τη διαφθορά. Αν, όμως, αφεθεί στο νερό, αν τα χέρια μας δεν το τραβήξουν εγκαίρως έξω από αυτό, το σαπούνι κινδυνεύει να δαπανηθεί «σε μια κίνηση ανησυχητική, δεν παραμένει εκεί ατιμωρητί». Διότι δεν αντιστέκεται στο νερό. Αντιθέτως, «αποσυντίθεται σχεδόν αυτοστιγμεί». Η ποσότητα κατατροπώνει την ποιότητα. Με τέλεια παθητικότητα, το σαπούνι αφήνεται να ρευστοποιηθεί, «να διασπαρεί σε έρπουσες αιθάλες, σε αιθαλώδεις συρμές, που αργόσυρτα συγκινούνται και εξαφανίζονται». Δεν παραδίδει μόνο το πνεύμα αλλά και το σώμα. «Το σώμα του ολόκληρο παραδίδει το πνεύμα σε αιθάλες που αργόσυρτα διαλύονται. Ή μάλλον, παραδίδει το σώμα του μαζί με το πνεύμα του, και όταν αφήνει την τελευταία του πνοή, είναι μαζί και το τελευταίο ίχνος απ’ το σώμα του που έχει εξαφανιστεί». Η παραμικρή διάρρηξη της φύσης του, εξαντλεί το σαπούνι.

Από την άλλη, ούτε το νερό μένει ατιμώρητο. Η θολή, αναστατωμένη του όψη μαρτυρά τη συνέργειά του, συνιστά από μόνη της το ίχνος του εγκλήματος. Το ένοχο νερό κηλιδώνεται για την ατίμαση του σαπουνιού. Χάνει την πρότερη διαύγειά του, την υπέροχη διαφάνεια, την οποία οφείλει συνήθως στην ήσυχη συνείδησή του. Βαθιά ταραγμένο και βρώμικο, τιμωρείται τόσο για την ταπείνωση του σαπουνιού όσο και για την οίησή του. Όσο το σαπούνι διαλυόταν και λιγόστευε, βυθισμένο μέσα του, το νερό φαντασιωνόταν τον ουρανό. Αναμεμειγμένο με τις αιθαλώδεις συρμές του σαπουνιού, αφρίζει από αδημονία, το καταβρέχει η αξίωση της ανύψωσης. Αλλά και το σαπούνι, διόλου άμοιρο ματαιοδοξίας, γεύεται για λίγο το θαύμα του πετάγματος, καθώς οι φυσαλίδες «το παίρνουν μαζί τους ανυψούμενες υπό μορφήν αφρού ή υπό μορφήν αφρώδη».

«Το νερό, κορεσμένο από σαπούνι, αφρίζει με την παραμικρή χειρονομία. Θέλει να συνδεθεί με τον αέρα, αναρριχάται προς εκπόρθηση του ουρανού. Αρπάζει το μπράτσο του αέρα, αναρριχάται στα γόνατα του ουρανού… ρίχνεται στις αγκάλες του αέρα… αγκαλιάζει απ’ το λαιμό τον ουρανό… Εκδηλώνει μάλιστα ένα είδος αεροστατικής αξίωσης. Εκδηλώνει ένα είδος εξύψωσης, ακόμα μάλιστα και αεροστατικής αξίωσης. Γνωρίζει ενίοτε, σ’ αυτόν τον τομέα, κάποια θαυμαστή, περιφανή, εφήμερη επιτυχία».

Ενόσω το νερό αντικρίζεται με τον ουρανό, το σαπούνι, «ντροπαλό, υπεκφεύγον, διαφεύγον, κρυφό, ηρωικό, αναλώνεται με μια όψη ανησυχητική», όμως όταν στεγνώσει, θα το ξαναβρούμε «μικρότερο, μειωμένο, ενίοτε εξουθενωμένο, όσο το δυνατόν απισχνασμένο – αλλά με σώα την πάσα αξιοπρέπεια». Παρατημένο σε ένα πιατάκι, «το πιο απλό, καμιά φορά το πιο φθαρμένο του νοικοκυριού», το σαπούνι ανασυγκροτεί τις δυνάμεις του, ανατάσσει τον ευαίσθητο μηχανισμό της ύπαρξής του, συστέλλεται «ώστε να διαφυλάξει στον μέγιστο βαθμό τη δύναμή του να υπηρετήσει και πάλι», σιωπά και στεγνώνει, ζαρώνει, «συσπάται, μαζεύεται, ανακαλεί προς το κέντρο του τα μέρη του», φροντίζει να παραμείνει ομοιογενές και καθ’ ολοκληρίαν ο εαυτός του, και κυρίως προσπαθεί να σκληρύνει το πλέγμα των ιδιοτήτων του, που το καθιστούν εφάμιλλο της χρησιμότητάς του. «Μ’ αυτόν επίσης τον τρόπο είναι που μαζεύεται για τα μεταγενέστερα αφάνταστα άλματά του». Άλματα που μοιραία θα το οδηγήσουν στην αυτοδιάλυση, αλλά ο Πονζ επιμένει πως το σαπούνι χαίρεται και αγαλλιά ακόμη και τη στιγμή της έσχατης φθοράς, του ολοσχερούς αφανισμού. Διότι γνωρίζει πως ο αφανισμός είναι το πεπρωμένο του.

Βγάζοντας το σαπούνι από το νερό, ο Πονζ αποπειράται να εκτιμήσει την κατάσταση των αντιπάλων. «Το σαπούνι, άκρως μειωμένο, απισχνασμένο, όχι όμως στην ποιότητά του. Το νερό, ένας τεράστιος όγκος ταραγμένος, που του έπεσαν τα μούτρα. Ποιος είν’ ο νικητής;»

Ο Πονζ διακρίνει στο πρόσωπο του σαπουνιού τα σημάδια ενός δραματικού συμβιβασμού. Το σαπούνι θέλει να διαιωνιστεί, να διατηρηθεί και να διαρκέσει μέσα στη σιωπή και σε μια όλο και πιο τέλεια ξηρότητα. Ωστόσο, δεν μπορεί να αντισταθεί στη λειτουργία του, η οποία συνίσταται στο να φθείρεται. Δεν μπορεί να λησμονήσει το ύψιστο καθήκον του, να φθαρεί, δηλαδή, μέχρις εσχάτων. Το νερό το έλκει, καθώς του υπόσχεται την εκπλήρωση του αληθινού του προορισμού. Έτσι, το σαπούνι, ακόμη και παρατημένο στο πιατάκι του, υφίσταται μια δραματική εσωτερική σύγκρουση. Από τη μια συλλογίζεται την αυτοπροστασία της αδράνειας, που του εγγυάται την αιωνιότητα, και από την άλλη το χαρακώνει το πάθος του για το νερό. «Έχει την εσωτερική του πάλη, διότι δεν ξεχνά επ’ ουδενί το καθήκον του, το γιατί είναι φτιαγμένο».

Για το σαπούνι το χαλίκι αντιπροσωπεύει τον περατωμένο τύπο της τελειότητας. Αυτή η άφθαστη τελειότητα αντίκειται στη φύση του, μολονότι μοιάζουν μεταξύ τους. Και τα δύο διαθέτουν τις αρετές «της σταθερότητας, της επιφυλακτικότητας, της διακριτικότητας, της υπομονής, της αξιοπρέπειας, της ανθεκτικότητας». Ωστόσο, το σαπούνι είναι βροτό. Είναι εξαιρετικά ευαίσθητο τόσο στην ξηρασία όσο και στο νερό. Η κατ’ επίφαση σκληρότητά του μαλακώνει πολύ εύκολα, ενώ η σιωπή του δεν είναι παρά ένα απόθεμα από λόγια. Σε αντιπαραβολή με την περατωμένη τελειότητα του χαλικιού, θα μπορούσε κανείς να αποτιμήσει το σαπούνι «ως ένα χαλίκι εύκολο, δουλοπρεπές, μαλακό, οικιακό και ελλιποβαρές». Βέβαια, μας θυμίζει ο Πονζ, οι ελλείψεις, οι αδυναμίες και τα ελαττώματά του αντισταθμίζονται από τις πολύτιμες όσο και πολυσύνθετες θετικές του ιδιότητες, «τις άγνωστες στο χαλίκι». Συν τοις άλλοις, «το σαπούνι κατέχει μια ανθεκτικότητα στον αέρα σχεδόν ισοδύναμη με εκείνη του χαλικιού και, όταν διατηρείται στεγνό, δεν νομίζω ότι υπολείπεται εκείνου σε αιωνιότητα…»

Ο Πονζ δεν θαυμάζει περισσότερο το σαπούνι παρά όταν το βλέπει να παραδίδεται στις αναπότρεπτες ήττες του. «Πρόκειται βέβαια για ήττες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για νίκες, ιδιαίτερα αφρώδεις όμως, γοητευμένες, πλήρεις αγαλλιάσεως, περιλειχήσεων, περιτυλίξεων και εκτυλίξεων καταχρηστικών – και τελικώς καθαρτικών».

Πλησιάζοντας στην ολοκλήρωση του βιβλίου του, απομακρυσμένος πια από τις ζοφερές χρονολογίες του ’40, ο Πονζ τον Δεκέμβριο του 1964 στο Παρίσι, αισθάνεται αρκετά σίγουρος να αποκαλύψει στον αναγνώστη τον ηθικό χαρακτήρα της μελέτης του. Το Σαπούνι είναι ένα έμμεσο έργο ηθικής. Μέσα από ιριδίζοντες πομφόλυγες διαλάμπει μια ηθική παραίνεση που ουδέποτε ενδίδει στην ηθικολογία, διότι υποκινείται από την αφοσίωση σε ανθρωπιστικά ιδεώδη. Τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του Πονζ, ο Φιλίπ Σολέρς γράφει στην εφημερίδα Le Monde: «Η αηδία, η βίαιη απώθηση στην επαφή με την ανθρώπινη μεγαλορρημοσύνη και τις ανθρώπινες φρικαλεότητες, τον κάνουν ανθρωπιστή για καιρούς τρόμου».

Ο Πονζ υποστηρίζει πως η εποχή του κατέστησε επιτακτική την ανάγκη να αλλάξει ο άνθρωπος. «Όχι τόσο, είν’ αλήθεια, ν’ αλλάξει στο “είναι” του, όσο σ’ αυτό που επέλεγε να είναι, και να αποκαλύπτει ότι είναι, και να το κάνει να είναι».

Για τον Πονζ «η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος για ν’ απαρνηθείς την αυτοκτονία».

Δεσμώτης της ηθικής του απελπισίας, βρίσκει ενθάρρυνση στη φιλοσοφία του Επίκουρου: «παρότι ο κόσμος είναι αβίωτος, πρέπει να ζήσουμε». Την 1η Ιανουαρίου του 1982 έγραφε στην εφημερίδα Le Monde: «Ναι. Είμαι βαθιά απαισιόδοξος. Ο επικουρισμός μου συνίσταται στο να θέλω να ζω έχοντας ως βάθος πεδίου την απαισιοδοξία. Να ζούμε παρά ταύτα».

Μιλώντας για το σαπούνι, ο Πονζ μιλάει για την ανθρώπινη φύση, για την μοναδική ικανότητά της να συγκεράζει το καλό και το κακό, για τη θανάσιμη έλξη της από τη φενάκη της αθανασίας, για το ατέρμονο φαντασιοκόπημα ενός επουράνιου άλματος. Μέσα από την υπαινικτική, ελλειπτική γραφή του, σαρκοβόρα ειρωνική, το σαπούνι, ον εγγενώς ακάθαρτο τελικά, τείνει να συμβολοποιήσει την ανθρώπινη υπόσταση ως μονάδα εγκαταλελειμμένη στις φθοροποιές δυνάμεις ενός πανίσχυρου, διαβρωτικού σύμπαντος. Το νερό που διαφθείρει τη συμπαγή οντότητα του σαπουνιού, μπορεί, υπ’ αυτό το πρίσμα, να ιδωθεί σαν απειλή της ανθρωπινότητας, σαν απειλή ατίμωσης και ταπείνωσης.

Χωρίς το σαπούνι το νερό θα ήταν ανίκανο να επιτελέσει την κάθαρση. Όμως, υπό την καταλυτική του επενέργεια, το σαπούνι, ένα φθαρτό βότσαλο, επιρρεπές στο βούλιαγμα, μολύνεται με την αξίωση της ανύψωσης και ξεχνά τότε πάσα αξιοπρέπεια. Ο Πονζ στρέφει δολίως το βλέμμα των αναγνωστών του στα υδατογραφήματα της αλληγορίας, που υποφώσκουν σε κάθε φράση, τονίζοντάς τους πως αν παρατηρήσουν προσεκτικά «τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το σαπούνι συγχέεται με το υγρό», θα αισθανθούν τότε «τη δική [τους] κατωτερότητα μέσα στο πνεύμα των καιρών και στο ρεύμα των αιώνιων αιτιών».

Ακόμα και όταν παίζει με το σαπούνι, απολαμβάνοντας και εξερευνώντας τις άδηλες πτυχές της ευμετάβλητης οντότητάς του, ο συγγραφέας επιστρέφει σε ένα λεξικολογικό ζήτημα, που σημάδεψε το έργο του. Στο παρόν βιβλίο ο Πονζ επιμένει να κοιτάζει το σαπούνι ως πράγμα, συνεπώς ως κάτι αμιγώς ουδέτερο. Οι λέξεις του επιχειρούν να αποσπάσουν από την υποκειμενική θέαση του σαπουνιού την ουδετερότητά του, τον πυρήνα της υλικότητάς του, την ολότητά του. Η συγγραφική του οπτική προσηλώνεται στην ανώτερη παρουσία του πράγματος εντός του λόγου. Η συγγραφική του ηθική προσβλέπει σε μια οργασμική ταυτολογία, στη στιγμή όπου η λέξη συμφύρεται με την ουσία του πράγματος. Αυτή η ταυτολογία είναι για τον Πονζ η μέγιστη επίτευξη της γλώσσας, η τελείωσή της, ο οργασμός της. Η γλωσσική ηθική του συνίσταται επίσης στην απόσταση της γραφής του από κάθε ιδεολογία της επικαιρότητας. Πίστευε πως κείμενα απαλλαγμένα από οιοδήποτε ιδεολογικό φορτίο, μπορούσαν να είναι βαθιά ανατρεπτικά και συνάμα εμποτισμένα από τον πεσιμισμό της επικαιρότητας. «Οι ανατρεπτικές αξίες είναι εσωτερικές, δεν είναι ορατές».

Το πράγμα φανερώνεται μέσω της γραφής, όταν τα επιμέρους στοιχεία του δομηθούν με τέτοιο τρόπο, τεχνητό πάντα, συνεπώς συμβατικό, που να αναδεικνύουν μια επίπλαστη, αδιάρρηκτη ολότητα. Ο συγγραφέας επωμίζεται την ανάδειξη του μηχανισμού της υλικής πραγματικότητας, οραματιζόμενος μια γλώσσα που δεν θα παρερμηνεύει το πράγμα. Φυσικά το λεξικό παραμένει το δεσμωτήριο κάθε γλωσσικής δημιουργίας. Τίποτα δεν ονοματίζεται πέρα από τις λέξεις. Ο Πονζ, πιστός του λεξικού Λιτρέ και καθ’ ομολογίαν του «πατριώτης της γαλλικής γλώσσας», γνωρίζει πως αν και οι λέξεις είναι και αυτές υλικά στοιχεία, πράγματα στατικά και ακίνητα, αδιάτρητα, μπορούν με τη συναρμογή, τη διάρθρωση και την αλληλοδιείσδυσή τους να μεταφέρουν τη λειτουργία του κόσμου, υπενθυμίζοντας στο σημείο αυτό πως κάθε λειτουργία είναι ουδέτερη, ευεπίφορη τόσο στο καλό όσο και στο κακό. Για τον Πονζ το δημοκρατικό φρόνημα ενός δημιουργού όφειλε να είναι συναρτημένο με την πρόθεσή του «να ξαναδώσει δύναμη και κύρος στη γλώσσα».

Αποσαφηνίζοντας την έννοια της «διανοητικής τουαλέτας», θεμελιακής για τη σύλληψη και σύνθεση του Σαπουνιού, γράφει τον Ιούνιο του 1943 στο Κολινύ:

«Εάν ήθελα να δείξω ότι η καθαρότητα δεν αποκτάται με τη σιωπή αλλά με οποιαδήποτε άσκηση της ομιλίας (υπό ορισμένες περιστάσεις, ένα κάποιο γελοίο μικροαντικείμενο που κρατάμε στα χέρια), άσκηση ακολουθούμενη από αιφνίδια κατάλυση από καθαρό νερό […] Ποιο αντικείμενο θα ταίριαζε καλύτερα απ’ το σαπούνι;»

Ο Πονζ θεωρούσε πως το παιχνίδι του πνεύματος ασκείται πιο αποδοτικά, όταν εγκύπτει στα πιο απλά αντικείμενα, τα λιγότερο σημαντικά, ακόμα και τα πιο γελοία. Διότι τότε ο δημιουργός έχει τη δυνατότητα, με αφορμή το εκάστοτε αντικείμενο, «να αξιοποιήσει τις ιδιαίτερες απόψεις του με την ιδιαίτερη μορφή τους». Όσον αφορά τη συγγραφή, δεν του φαίνεται μόνον νόμιμη και χρήσιμη, αλλά και άκρως απαραίτητη, πολλώ δε μάλλον ευχάριστη, η ταύτιση έκφρασης και μορφής, η ταυτοσημία σημαίνοντος και σημαινόμενου.  

Τον Ιούλιο του 1946 στο Κολινύ, ο Πονζ, μετά από ένα διάστημα εγκατάλειψης της μελέτης του εξαιτίας του χειμώνα του 1944, ολόκληρου του 1945 και του πρώτου εξαμήνου του 1946, αποδύεται ξανά στην εταστική παρατήρηση της ερμητικής φύσης του σαπουνιού. Συνειδητοποιεί τότε πως προτού μιλήσει για αυτό, έπρεπε να απαλλάξει το αντικείμενο από το περιτύλιγμα. «Και πρώτα ας τσαλακώσουμε, ύστερα ας πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων κάθε πρόχειρο χαρτί που έχει πάνω του το αποτύπωμα του κακού γούστου που συνηθίζεται στα περιτυλίγματα του αντικειμένου… Ας το αρπάξουμε ολόγυμνο».

Το Σαπούνι ως δημιούργημα οφείλει την εκπληκτική γλωσσική του ετερογένεια ακριβώς στο όραμα του δημιουργού του για μια απόλυτη καθαρότητα της γραφής, για την περατωμένη τελειότητα της γλώσσας. Ο Πονζ ήθελε να πιάσει το χαλίκι και να το στύψει μέχρι να ξεχάσει τη λέξη και να μείνει στα χέρια του μόνο το πράγμα.

«Κι έτσι γλιστράμε απ’ τις λέξεις στις σημασίες, με μια νηφάλια μέθη, ή μάλλον μ’ έναν αναβρασμό, έναν ιριδίζοντα παρότι νηφάλιο εν ψυχρώ κοχλασμό, απ’ όπου άλλωστε βγαίνουμε με τα χέρια πιο καθαρά απ’ ό,τι πριν την έναρξη αυτής της άσκησης».

Όταν το σαπούνι αρχίσει να μιλάει το ίδιο για τον εαυτό του, τότε με την ολοκλήρωση της ομιλίας του θα έχει τελειώσει και οτιδήποτε άλλο θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί για αυτό. Ο Πονζ απαιτεί από το σαπούνι να μιλήσει μέχρι το πέρας της γλώσσας. Επιδίωξή του είναι κάθε φράση του Σαπουνιού να στηρίζεται «σε κάποια συγκεκριμένη έκφραση της πραγματικότητάς του», έτσι ώστε «να μην ισχύει παρά γι’ αυτό, να μη σημαίνει τίποτα για οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο». Θέλει τα χέρια του να μην εγκαταλείψουν ούτε στιγμή το σαπούνι ενόσω γράφουν, προκειμένου το σαπούνι να φτάσει ακέραιο στον αναγνώστη του, που τον φαντάζεται απόλυτο.

«Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν σχετικά με το σαπούνι. Ακριβώς όλα όσα το ίδιο αφηγείται για τον εαυτό του μέχρι πλήρους εξαφανίσεως, εξαντλήσεως του θέματος. Ιδού καθεαυτό το αντικείμενο που μου ταιριάζει».

Η «νέα ρητορική» που απασχόλησε τον Πονζ στην ποίηση, την πεζογραφία και τα δοκίμιά του, έγκειται στην πεποίθησή του πως οι λέξεις συνιστούν «μέρος του εξωτερικού κόσμου, του αισθητού κόσμου». Και η πιο διακαής συγγραφική του επιθυμία ήταν το «να κάνει να γεννηθούν τα πράγματα εν λόγω». Κοιτώντας κατάματα το πράγμα, κρατώντας γερά στα χέρια του το πιο γελοίο, ευτελές αντικείμενο, αναπόσπαστο από την πιο τετριμμένη καθημερινότητα, απογυμνώνοντας συνάμα το βλέμμα του από γλωσσικές κοινοτοπίες και εδραίες συμβάσεις, τον Πονζ τον ανέπαλλε η δυσφορία της εποχής του. Αυτή τη δυσφορία επιχειρούσε να μετατρέψει σε γλωσσική καινοτομία. Όταν μιλάει για το σαπούνι, δοκιμάζεται σε έναν λόγο υπεκφυγής και επάλληλων μετωνυμιών. Δεν νίπτει τας χείρας του. Δεν αποστρέφει το βλέμμα του από την οδύνη. Αναζητά τις κατάλληλες λέξεις για να την μετονομάσει.

«Άραγε πρέπει να μιλά κανείς για τα τουλάχιστον δυσάρεστα γεγονότα ή θεάματα που αναγκαστήκαμε να υποστούμε από τότε που ήρθαμε στον κόσμο; Επ’ αυτού έχω κάποιους ενδοιασμούς. Παρόλο που στ’ αλήθεια σκέφτομαι πως σε καμία εποχή δεν μπόρεσαν να βρεθούν πιο φρικτά, πιο βασανιστικά για την ευαισθησία πράγματα απ’ αυτά».

Ένας άνθρωπος, η διάρκεια ζωής του οποίου χώρεσε δύο παγκοσμίους πολέμους, στον δεύτερο εκ των οποίων πήρε μέρος στην Αντίσταση, δεν θα μπορούσε παρά είναι κάπως επιφυλακτικός απέναντι στα ανθρώπινα έργα, στις επινοήσεις του πνεύματος, όπου ασφαλώς περιλαμβάνονται τόσο οι πράξεις όσο και οι λέξεις. Διαβάζοντας το Σαπούνι, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως διαβάζουμε ένα αριστοτεχνικά συγκαλυμμένο ημερολόγιο πολέμου. Αναφέρω ενδεικτικά μια σελίδα όπου το σμίξιμο νερού και σαπουνιού, πλεγμένα μαζί με τα εύθραυστα αποκυήματά τους, τις σαπουνόφουσκες, ανακαλούν στον νου του συγγραφέα περίτεχνη χορογραφία μπαλέτου. Το ελεγειακό ύφος εμπνέει χαριτόβρυτες, αέρινες αναπαραστάσεις, πομφολυγώδη pas de deux, όπου τρεμίζουν διάφανα, υδάτινα πέπλα, «ιπτάμενες, περιστρεφόμενες, στροβιλιζόμενες εσάρπες, που φουσκώνουν, ξαναπέφτουν, τυλίγονται, ξετυλίγονται». Την εν λόγω σελίδα διατρέχουν «μπαλέτα της εναιώρησης και της εξάτμισης, του αερίου και της εξαέρωσης· μπαλέτα της διάλυσης».

«Μπαλέτα της έκρηξης, των αργόστροφων εκρήξεων σε ακραία αργή κίνηση, όχι σύμφωνα με ευθύγραμμες εκτινάξεις, μάλλον με καμπυλόγραμμες φαρδιές κορδέλες».

Η εξάτμιση, το αέριο, η εξαέρωση, η διάλυση, οι εκρήξεις και οι εκτινάξεις, μάλλον δεν συνάδουν με το μπαλέτο. Μας υποψιάζουν, ωστόσο, για τη συνέχεια. Δύο φράσεις αργότερα, το σαπούνι μπαίνει στην τροχιά του ζόφου. Λέει ο Πονζ: «Και τα σαπουνάκια δεν είναι μήπως κάτι σαν επιθετικές χειροβομβίδες, που εκρήγνυνται σε πολύ αργή κίνηση και ακολουθώντας την τροχιά μιας καμπυλόγραμμης κορδέλας;»

Στην τελευταία παράγραφο της σελίδας, η οποία γράφεται στο Παρίσι στις 29 Δεκεμβρίου του 1964, ο Πονζ αναγνωρίζει την παρείσφρυση στα μπαλέτα του μιας ανάμνησης («πολύ επεξεργασμένη ώστε να είναι αφηρημένη») «της εξόδου του 1940, όπως την είχα ζήσει μερικά χρόνια νωρίτερα».

Συνομιλώντας με τον Φιλίπ Σολέρς για το Σαπούνι, ο Πονζ αναφέρεται με δυσαρέσκεια στις κριτικές που δημοσιεύτηκαν για το έργο του, καθώς θεωρεί ότι παρόλο που ήταν πολύ επαινετικές για την εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική του, αγνόησαν το βαθύτερο νόημα του κειμένου, την επίμοχθη αποσιώπηση του τραγικού.

«Τέλος πάντων, μιλούν γι’ αυτό κάνοντας λόγο για περίπλοκη ή εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική, όμως δεν έχουν διαβάσει, τελικά, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα προβλήματα που τότε έζησα, είχαν περιληφθεί εκεί μέσα, είχαν περιληφθεί στην εν λόγω αρχιτεκτονική».

Ο κόσμος στον οποίο ζει ο Πονζ είναι ένας κόσμος κατειλημμένος από μανία, παράκρουση και απελπισία. Το Σαπούνι που εκρήγνυται, εξαερώνεται και εκτινάσσεται, εξαπολύοντας ριπές αφρού και αναδεύοντας σαπουνόφουσκες, που αναλώνεται σε νεφελώδεις στροβιλισμούς, που φλογισμένο από την εσωτερική του ματαιοδοξία εμπνέεται στομφώδεις ρητορικούς σχηματισμούς, που πνίγεται εξαιτίας του παροξυσμού του μέσα σε ένα «σάλιο ογκώδες και μαργαρώδες», φιλοδοξεί να μεταμορφωθεί στο γλωσσικό μεταίσθημα του οικουμενικού ορυμαγδού. Από τη μία η κοινωνία και το άτομο, και από την άλλη η γλώσσα, ενώπιον, την ίδια στιγμή, φρικτών, τραγικών θεαμάτων. 

«Το θέμα πάντως είναι πως η κοινωνία –και κάθε άτομο- έχουν ως προς αυτά φερθεί σαν τρελαμένοι, έχουν ριχτεί στην παράκρουση και την απελπισία. Κι έχει γίνει σαφές πως από μόνη της η αυτοκυριαρχία, η ψυχραιμία, η υπομονή και η ισορροπία δεν επαρκούσαν για ν’ ανορθώσουν τα πνεύματα και να ενδυναμώσουν τις ψυχές».

Παίρνοντας στα χέρια του το σαπούνι, ο Πονζ κατακυριεύεται από φρικτά, βασανιστικά για την ευαισθησία του θεάματα, θεάματα που μαεστρικά αναχαιτίζονται από τη γραφή. Μες στη γλωσσική ιλαρότητα μαίνεται ο δικός του πόλεμος, η διαπάλη με την αφωνία, η αγωνία να δώσει φωνή στον παγκόσμιο θόρυβο που τόσο λυσσαλέα είχε ξεσπάσει, καταδικάζοντας στην αιώνια σιωπή εκατομμύρια θύματα, παρασύροντας κάθε κιγκλίδωμα που προστάτευε τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Η πεισματική ευφροσύνη της γλώσσας εκρέει από τη χαρά του δημιουργού, που μετατρέπει την τραγωδία σε πεδίο αναμέτρησης των συγγραφικών του στοχεύσεων με τη λεξικολογική του εξάρτυση. Στην τραγωδία ενυπάρχει η προσμονή του παραδείσου και ο παράδεισος του συγγραφέα είναι το «χαρακείμενο», γλωσσοπλασία που αποδίδει τον οργασμό της γλώσσας όταν εκπληρώνεται τελείως, όταν αγγίζει την αγαλλίαση «να σημαίνει τον εαυτό της». «Χαρακείμενο» είναι το αντικείμενο το συνεπαρμένο από την έκφρασή του, επειδή ακριβώς δεν διαφοροποιείται καθόλου από αυτήν.

«Εκείνο που έχει σημασία είναι η αξιοθαύμαστη ομορφιά της τραγωδίας, όχι μόνο η κάθαρση, αλλά και η απόλαυση. Το ζήτημα δεν είναι ν’ αγνοήσουμε το τραγικό, αλλά να το διαπραγματευτούμε με τέτοιον τρόπο ώστε να είμαστε ευχαριστημένοι με το μορφικό αποτέλεσμα».

Η μορφή είναι το κιγκλίδωμα που στήνεται γύρω από τις λέξεις, η σημασιολογική τους οριοθέτηση, η περίφραξη του σημαινόμενου. Η γλώσσα, όπως το σαπούνι, συγκαταλέγονται «στα πιο τρέχοντα αντικείμενα ανθρώπινης κατασκευής που μας είναι απαραίτητα». Οι συγγραφείς είναι οι κατασκευαστές των κιγκλιδωμάτων, των σχημάτων της γλώσσας, και μέσω της άσκησής τους στους μηχανισμούς του λόγου, αποκτούν τη δύναμη να σφυρηλατούν «τα κλειδιά του κόσμου ή τα κιγκλιδώματα που μας επιτρέπουν ν’ αναγνωρίζουμε σ’ αυτά τον εαυτό μας και μ’ αυτά ν’ ανοίγουμε ή να κλείνουμε τις πόρτες της (… αν επιμένετε στη λέξη…) “ελευθερίας” μας».

Χωρίς τα κιγκλιδώματα ο κόσμος θα παρέμενε άμορφος, κερματισμένος στο χάος, «μέσα στο οποίο δεν θα βλέπαμε απολύτως τίποτα». Οι συγγραφείς εφαρμόζουν γλωσσικές σιδεριές στην αφηρημένη έννοια του κόσμου προκειμένου να καταστήσουν ορατά και αναγνώσιμα τα πράγματα εντός αυτής της προκατασκευασμένης έννοιας. Από τις σιδεριές, που οι ίδιοι εποίησαν, οι συγγραφείς γαντζώνουν λέξεις και ιδέες. Ο Πονζ αναγνωρίζει πως «όλα αυτά είναι συμβατικά αφ’ εαυτού τους». Δεν γίνεται αλλιώς. Είμαστε μέσα στις λέξεις με τον ίδιο τρόπο που είμαστε μέσα στον ανθρώπινο κόσμο, εν ολίγοις «είμαστε μέσα σε μια γλώσσα ήδη συμβατική αφ’ εαυτής». Η χαρά, η θυμηδία της γλώσσας για τις ίδιες της τις θαυματουργίες, εκπηγάζει από την ικανότητά της να παίζει με τις παραδοσιακές μορφές ρητορικής, εφευρίσκοντας νέες δομές, καινούργια κιγκλιδώματα για να συλλάβει και ονοματίσει τα πράγματα.

Η μορφική επεξεργασία φανερώνει την ταυτότητα της μορφής. Αυτή η φανέρωση προκύπτει από την αλληλεπίδραση ετερόκλιτων μέσων. Ο Πονζ εξαντλεί γλωσσικά το σαπούνι, ως μέσο, προκειμένου να το κάνει να παραγάγει το μέγιστο της απόδοσής του, την πληρότητα της σημασίας του. Το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ο καθαρισμός, προϋποθέτει τη συνέργεια δύο στοιχείων, του σαπουνιού και του νερού. Κατά παρόμοιο τρόπο η μορφή ενός ατόμου σχηματοποιείται μέσα από την τριβή του με τα αντικείμενα που την περιβάλλουν. Η αντιπαράθεση με τη μη ανθρωπινότητα του πράγματος, αναδεικνύει την ατομική ταυτότητα, τα έσω υλικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σύλληψη της προσωπικής ταυτότητας γίνεται εφικτή μέσω της προσπάθειάς μας να την αποσπάσουμε «απ’ αυτό που δεν είναι». Δεν θα καταφέρναμε να τη συλλάβουμε και να τη νοηματοδοτήσουμε, αν πρώτα δεν προσπαθούσαμε να την «ξεβρωμίσουμε». Υπό αυτό το πρίσμα, το Σαπούνι μπορεί να προταθεί σαν άσκηση αυτογνωσίας.

Σε μια κριτική του, δημοσιευμένη τον Δεκέμβριο του 1944, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ σημειώνει πως ο Πονζ υπερασπίζει μια «υλιστική αντίληψη για τη γλώσσα η οποία αρνείται να διακρίνει την Ιδέα από το Ρήμα». Στα έργα του εξερευνούσε «τις μυστικές χημείες των σημασιών» των λέξεων, επιζητώντας «να τις αιφνιδιάσει και να τις αρπάξει τη στιγμή όπου γίνονται πράγματα». Διότι πίστευε πως η λέξη η πιο ανθρώπινη, «η διαρκέστερα χειριζόμενη είναι πάντα, από κάποια άποψη, ένα πράγμα». Η προσπάθεια του Πονζ να μιλήσει «πέρα απ’ τη φαινομενική όψη του πράγματος», υποδηλώνει την πρόθεσή του να ανιχνεύσει, διά των λέξεων, το είναι του κάθε πράγματος, στατικού και απτού, έτσι ώστε να το οδηγήσει «προς την έκφραση, προς τη βέβαιη έκφραση μιας ορισμένης απόχρωσης της ξηρότητας, της αποσβόλωσης, της μεγαλοψυχίας, της ακινησίας». Γι’ αυτό ο Σαρτρ υπενθυμίζει πως ο Πονζ αποκαλούσε το έργο του «κοσμογονία». Δεν του αρκούσε να παρατηρεί το βότσαλο, ήθελε να εγκατασταθεί στην καρδιά του και να δει τον κόσμο με τα μάτια του. Ήταν, επί της ουσίας, ένας ποιητής του πράγματος. Στη «μη ανθρωπινότητα των πραγμάτων» καταζητούσε τις διαφυγούσες όψεις της ανθρώπινης φύσης, όλες τις «αναρίθμητες σημαίνουσες ατομικότητες» που στοιχειοθετούν τον αισθητό κόσμο.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, ο Πονζ ομολογεί τη ζωτικότερη επιθυμία που οιστρηλατεί τη γραφή του: «[…] ένιωθα μια βίαιη ανάγκη να σκύψω στο χώμα, ν’ αντλήσω νερό, να σκαλίσω τη γη, να συλλέξω τους καρπούς, να σκοντάψω στα αντικείμενα. Ιδού το μόνο που μου φαινόταν φυσικό και αξιοπρεπές». Αυτές τις «αρχές πνεύματος και ηθικής» μεταφέρει στο δοκίμιό του ο Σαρτρ, όταν υπογραμμίζει τη μέριμνα του Πονζ «να συλλάβει όλες τις λέξεις –μαζί και το νόημά τους- στην παράδοξη υλικότητά τους, με τη σημαίνουσα χωματίλα, με το απόρριμμα, το απόβλητο, που τις γεμίζουν».

Ο συγγραφέας του Σαπουνιού παίρνει σταθερά το μέρος των πραγμάτων, όπως «κι ο Προυστ παίρνει ο ίδιος το μέρος των πραγμάτων όταν μας αποκαλύπτει κάτι καινούργιο για τη γεύση της μαντλέν ή την άνθιση των λευκάγκαθων. Είναι πολύ μεγάλος μυθιστοριογράφος στο μέτρο που είναι πολύ μεγάλος ποιητής».

«Αναζητώντας το Χαμένο Σαπούνι», ο Πονζ προσμένει την επάνοδο του λόγου στην ποίηση. Κολινύ, 6 Αυγούστου 1946: «Είναι επίσης επειδή ήμασταν, τότε, ανελέητα, αδιανόητα, παράλογα στερημένοι από σαπούνι (όπως ήμασταν, την ίδια στιγμή, από πολλά βασικά πράγματα: ψωμί, κάρβουνο, πατάτες), που το αγαπήσαμε, το εκτιμήσαμε, το γευτήκαμε, μετά θάνατον λες, στη μνήμη μας, ευχηθήκαμε να το ξανακάνουμε ποίηση…»

Αν το σαπούνι είναι γενναιόδωρο, εύστροφο, ευφραδές και ανιδιοτελές, εξίσου προικισμένοι είναι και οι ποιητές, προπάντων χρήσιμοι. Διότι, όπως επισημαίνει ο Πονζ, σε «συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας, ηρεμίας, άνεσης, ισορροπίας», ή, αλλιώς, σε συνθήκες όπου το σαπούνι είναι άμεσα διαθέσιμο, οι ποιητές, όχι μόνον διαθέτουν αρκετή συστολή ώστε να αποκρύπτουν και να συγκαλύπτουν τη χρησιμότητά τους, αλλά και φροντίζουν να διατηρούν αμείωτη τη συγκίνησή τους για την πολυσημία των πραγμάτων, μεταφέροντας στο έργο τους «την έκπληξή τους, το θάμβος τους, το αίσθημά τους για το ανήκουστο, το μοιραίο, ακόμη και το τραγικό, παρούσης της καθημερινής πραγματικότητας». Η ποίηση είναι η ακραία μορφή του γλωσσικού παιχνιδιού, «το καθαρά λεκτικό παιχνίδι». Η υψηλότερη ποίηση είναι για τον Πονζ η αποστασιοποιημένη, η αυστηρά δομημένη, εκείνη που μεταγλωττίζει τη συγκίνηση σε ψυχρότητα, σε ψυχρή νηφαλιότητα. Μια τέτοια ποίηση, που ανυψώνεται στο «κατεξοχήν γλωσσικό παίγνιο», στην «κατεξοχήν γλωσσική άσκηση», μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλη της ηθικής, της ηθικής της συγγραφής.

Ο Πονζ ανατράφηκε σε μια προτεσταντική οικογένεια, η οποία του κληροδότησε την αυστηρότητα της ηθικής. Η αφοσίωση στην ηθικότητα, προεξάρχον στοιχείο της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, δεν βρήκε έρεισμα ούτε στη θρησκεία ούτε στον κομμουνισμό. Στο Σαπούνι προτείνει ως ιδανικότερο μέσο για τη «διανοητική υγιεινή» μια μικρή λεκανίτσα κάτω από μια βρύση, απ’ όπου το νερό τρέχει αδημονώντας «να λύσει τη στεγνή γλώσσα του σαπουνιού». Ένα μικρό κομμάτι σαπούνι, μια λεκανίτσα και, ω τού θαύματος!, επέρχεται η κάθαρση. Το νερό από μόνο του δεν ξεβρωμίζει. «Σε τίποτα δεν ωφελεί το να ζούμε κάτω απ’ την υδραντλία. Παρά μόνο να έχουμε λόξιγκα». Θα μείνουμε βρώμικοι, ακόμη κι αν καταδυθούμε «στο φρέαρ απ’ όπου αναβλύζει η αλήθεια!». Από την άλλη, ούτε η αυτοκτονία ούτε τα σταυροκοπήματα διώχνουν τη λέρα από την επιδερμίδα. Δεν χρειάζεται κανείς να πέσει να πνιγεί «μέσα στη σιωπή της πιο μαύρης και πιο ψυχρής πηγής». «Κι ο θρίαμβος του παραλόγου εν προκειμένω δεν είναι μήπως το να περιζώνεσαι από ένα νερό που τρέχει προς τη Νεκρά Θάλασσα, με τα χέρια σταυρωμένα;»

Μια μικρή λεκανίτσα, ένα μικρό κομμάτι σαπούνι και «η μνήμη κάθε βρωμιάς» διαλύεται, καταλύεται.

Όπως υποστηρίζει ο Πονζ, η αστική του παιδεία, την οποία θεωρεί περισσότερο από αστική ουσιωδώς ανθρώπινη, τον παρωθούσε όλη του τη ζωή να επιζητά και να υπερασπίζει δύο ύψιστες αξίες: το ωραίο και το λεπταίσθητο. Το 1919 εγγράφεται στο σοσιαλιστικό κόμμα και το 1937 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτοπροσδιοριζόταν ως «πατριώτης κι αριστερός». Η σύντομη πολιτική του στράτευση εκκινούσε από την επιθυμία του να δει τους πιο εξαθλιωμένους από τους συνανθρώπους του, τους ποδηγετημένους από κάθε λογής εκμεταλλευτές, να ανακτούν τη θεμελιακή για την ύπαρξη αξιοπρέπεια προκειμένου να καταφέρουν να εγκαθιδρύσουν τη ζωή τους πάνω στις υπέρτατες αξίες του ωραίου και του λεπταίσθητου. Εκείνο που κυρίως τον απωθεί στους εκμεταλλευτές (οιουδήποτε πολιτικού προσανατολισμού) είναι η αναισθησία τους «στο καλό και στις ιδιότητες του γούστου, της αβρότητας και του πνεύματος». Μολονότι εκ γενετής αστός, ο Πονζ δεν δυσκολεύεται να επιφυλάσσει στη «νεαρή καθαρή μπουρζουαζία», δηλαδή στη δική του κοινωνική θέση, όπου το σαπούνι κατέχει «χώρο αρκετά σημαντικό», ένα πικρότατο μειδίαμα.  

Μετά τον πόλεμο, το 1947, ο Πονζ εγκαταλείπει το Κομμουνιστικό Κόμμα, «επειδή δεν ήταν δυνατόν να υποτάξει την εργασία του στις εντολές της σταλινικής δημαγωγίας και βλακείας».

Κρατώντας πάντοτε το σαπούνι ανά χείρας, ο Πονζ νιώθει τη γλώσσα να γλιστρά από τα δάχτυλά του. Όσο και αν το στριφογυρίζει στα χέρια του, υποψιάζεται πως ενώ ο ίδιος λέει πάρα πολλά, το σαπούνι «δεν λέει ακόμα τίποτα». Από την άλλη, αναρωτιέται: «Ήδη όμως δεν λέμε πάρα πολλά για να μην πούμε τίποτα;» Φοβάται πως το έχει παρατραβήξει με τις αναλύσεις, τις παραλλαγές και τις έμμεσες αναφορές, έχει την εντύπωση πως η γλωσσική περιπλοκότητα έκανε το ύφος του κειμένου «σαπωνώδες, αφρίζον, αφρώδες», ενόσω επίσης διαπιστώνει πως «δεν υπάρχει ούτε μία λέξη που να μην αναπτύσσεται σε ποικίλες νύξεις». Κάθε λέξη διαχέεται «σε μια απροσδιόριστη αλληλοδιαδοχή από φούσκες». Φυσικά, μας λέει, το έκανε επίτηδες. «Ξέροντας ότι θα μου αρκούσε μία παράγραφος καθαρής λογικής (ή ειρωνείας) για να τα καθαρίσω, να τα διαλύσω και να τα ξεπλύνω όλα αυτά».

Όσο πιο επίμονα στοχάζεται το σαπούνι, τόσο βαθύτερα εμπλέκεται ο Πονζ σε ένα άλυτο γλωσσικό ζήτημα. Υπάρχουν τόσα πολλά, σχεδόν άπειρα, να πει για το θέμα του και όμως δεν κατορθώνει παρά να ψελλίζει. Τη λεκτική του έξαρση αντιπαλεύουν ασυναρτησίες και ψελλίσματα. «Τι πάει να πει ψελλίζω; Γελοιοποιούμαστε λίγο, γελοιοποιούμε λίγο τα λόγια». Παρ’ όλα αυτά, εντός παρενθέσεως προσθέτει: «Αυτή η εκδοχή, η λεγόμενη του “ψελλίσματος του σαπουνιού”, είναι της 3ης Ιουνίου ’43 στο Κολινύ».

Ο Πονζ αφοσιώνεται στη «διανοητική του τουαλέτα» για δύο περίπου δεκαετίες, δοκιμάζοντας τα πιο ανομοιογενή είδη έκφρασης. Φυλλομετρώντας το βιβλίο βλέπουμε το Σαπούνι να μεταλλάσσεται από ποίημα σε ημερολόγιο, από πραγματεία σε μονόπρακτο, από ακαδημαϊκή εισήγηση σε ραδιοφωνική εκφώνηση, από γερμανόφωνο διάγγελμα σε αυτοαναφορικό έργο ποιητικής. Στρογγυλεύοντας με το πνεύμα και τη συγγραφική του πνοή «λογοτεχνικές σαπουνόφουσκες» και κρατώντας «μια αρκετά ισότονη αναπνοή, όσο ακριβώς πρέπει επιτηδευμένη», συντονισμένη «με μια κίνηση της ψυχής συγχρόνως μετρημένη και επίμονη», ο Πονζ διερευνά υπομειδιώντας τις εκφραστικές δυνατότητες του σαπουνιού, μέχρι να το εναποθέσει ξανά στην πρότερη κατάσταση σιγής και να αρχίσει έτσι η πτώση του αντικειμένου στον «κοινό τόπο της λήθης»· πτώση που σημαίνει την επιστροφή του στην υλική φύση, τμήμα της οποίας είναι και οι λέξεις, που μέχρι τότε λέκιαζαν με μελάνι την άσπιλη λευκότητα του σαπουνιού.

Οι εκδόσεις Αντίποδες δεν θα μπορούσαν να βρουν ιδανικότερο χειριστή της ελληνικής γλώσσας για να αναμετρηθεί με τον αυτοαναλυτικό όσο και ακραία εσωστρεφή λόγο του Φρανσίς Πονζ, από τον Δημήτρη Δημητριάδη.

Lina Pantaleon

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular