Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Το ξέρουμε πια, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια δυστυχεί με τον δικό της τρόπο. Η οικογένεια του εντεκάχρονου Ματιά υποφέρει από ψυχικές ασθένειες. Ο πατέρας του, διαγνωσμένος με σχιζοφρένεια, κρεμάστηκε στο ψυχιατρείο. Δύο χρόνια μετά, σε ηλικία επτά ετών, ο γιος αποπειράθηκε να κόψει τις φλέβες του. Η μητέρα τον έστειλε σε ψυχίατρο και αποποιήθηκε την ευθύνη της επιβίωσής του, αναθέτοντας την κηδεμονία του στον εικοσιτετράχρονο Ζε, που για καιρό υπήρξε συγκάτοικος του πατέρα του Ματιά στο ψυχιατρείο. Ο Ματιά μεγαλώνει μαζί με τον Ζε και τη σύντροφό του την Γκαμπριέλ, η οποία αποτυγχάνει επανειλημμένα να πεθάνει. Κάποιες φορές ο Ζε και η Γκαμπριέλ συγκρίνουν τα σημάδια στους καρπούς τους.

Η Κλοέ Μεντί (γεν. 1992) είναι πολύ νέα για να μην την έλκει η απελπισία. Η γραφή της δείχνει καταγοητευμένη από τη θέα του αίματος. Το μυθιστόρημα κλιμακώνεται από δράμα σε δράμα. Το αίμα του παρελθόντος διαρρέει τις ανοιχτές πληγές του παρόντος. Τα πρόσωπα του βιβλίου απελπίζονται έως θανάτου. Τα βλέμματά τους είναι αποκλεισμένα από κάθε είδους διέξοδο. Όλος ο κόσμος γύρω τους είναι σκέτη βρωμιά. Ο Ζε, η Γκαμπριέλ και ο Ματιά κλείνουν τα μάτια και συστρέφονται προς τα μέσα. Στο σπίτι τους βασιλεύει η σιωπή. Ο Ζε διαβάζει ποίηση, ναρκωμένος από την άηχη ομορφιά των γραπτών λέξεων, η Γκαμπριέλ κοιτάζει αποσβολωμένη πολέμους στην τηλεόραση, τρέφοντας την απόγνωσή της με δάνειες συμφορές, ο Ματιά, αποτραβηγμένος στην άκρη του δωματίου, κρυφακούει τις διαφορετικές ποιότητες της σιωπής. «Η σιωπή ορμά και μας συντρίβει με τον άμορφο όγκο της. Οι ώμοι μου λυγίζουν κάτω από το βάρος της».

Η σιωπή ιντριγκάρει τη λογοτεχνία. Δεν είναι χοάνη που καταπίνει τις λέξεις, αλλά θύλακας βαρύτιμων, δυσπρόφερτων λόγων. Οι σπουδαίοι συγγραφείς ξέρουν να συνομιλούν με τη σιωπή, καθιστώντας την αντηχείο του βαθύτερου νου. Υπάρχουν φράσεις που απομιμούνται δεξιοτεχνικά τη σιωπή, συντριπτικά ημιτελείς. Η Μεντί εμπιστεύεται ξεσπάσματα εσωτερικευμένης οδύνης σε ένθετα πλαγιογράμματα κομμάτια, όπου οιμώζουν οι καταπνιγμένες φωνές των ηρώων. Όσο για τη σιωπή, αντί να υπονοήσει την παρείσφρησή της στα διάκενα των λέξεων, επιλέγει να την προσωποποιήσει, προτείνοντάς την σαν μια ακόμη παρουσία των σελίδων, την πιο ισχυρή. Ο Ματιά φαντάζεται τη σιωπή σαν τερατόμορφο πλάσμα, που απομυζά τη ζωή από τον Ζε και την Γκαμπριέλ. Τη βλέπει τη σιωπή, την αισθάνεται. Αλλά ως μυθοπλαστικός ήρωας δεν μπορεί παρά να την αντιμετωπίσει με λέξεις.

«Σιωπή, ξανά. Τερατώδης, η σιωπή! Ένα τέρας με διχαλωτή ουρά, χωρίς γλώσσα, χωρίς δόντια, χωρίς ουρανίσκο, αλλά με χείλια για να μπορεί να γελάει μαζί μας».

«Παρατεταμένη σιωπή. Πάντα εκεί, η σιωπή, παραφυλάει στις απόμερες γωνιές του μισοσκόταδου».

«Σιωπή. Φοβερή σιωπή που μου κλείνει τον λάρυγγα».

Ο Ματιά συνειδητοποίησε πολύ νωρίς την ανεπάρκεια των λέξεων, τα όρια του λόγου. Προτιμούσε, λοιπόν, να σωπαίνει παρά να ρωτάει (καθότι ο λόγος στην παιδική ηλικία είναι πρωτίστως ερωτηματικός), αναγνωρίζοντας «πόσο αδύναμη είναι η γλώσσα μπροστά στο βάθος, την πολυπλοκότητα των πραγμάτων». Δεν πρόκειται για καμιά πρωτότυπη σκέψη, αλλά είναι μόνο έντεκα ετών.

«Νομίζεις ότι είσαι έξυπνος με το χάρισμα του λόγου που διαθέτεις αλλά, τελικά, δεν ξέρεις ποτέ τι να πεις όταν συμβαίνουν τα χειρότερα».

Στο κεφάλι του Ματιά παραδέρνουν οι ερωτήσεις, ερωτήσεις που «αντηχούσαν στα κατάβαθα της ψυχής» του. «Άκουγα τον μακρινό αντίλαλό τους, ουρλιαχτά μέσα σ’ ένα κοίλωμα απελπιστικά κενό». Σπάνιες οι αποκρίσεις, ολιγόλογες, μισερές. Μες στο κεφάλι του ανάδευε διαρκώς αναπάντητες απορίες. «Υπερβολικά πολλά πράγματα γυρίζουν και ξαναγυρίζουν εκεί μέσα, κι άλλες τόσες ερωτήσεις δίχως απάντηση».

Όλα τα ανείπωτα πρόβαλλαν σαν φαντάσματα στις κόρες των ματιών, στα δυσεξιχνίαστα βλέμματα των άλλων, που γυάλιζαν από απόγνωση. «Υπάρχουν ορισμένα πράγματα τόσο αχανή που δεν μπορούμε να τα κρατήσουμε μέσα μας».

«Και σιωπή, πάλι. Τη βλέπω εκεί, καθισμένη στον ώμο του Ζε, με το εφιαλτικό της χαμόγελο και το ατσάλινο δέρμα της, ύπουλο μηχάνημα, πολύ καλά λαδωμένο, τα γρανάζια του δεν τρίζουν ποτέ».

Ο Ματιά συλλογίζεται ότι «οι περισσότερες αδικίες είναι ανεπανόρθωτες, και γι’ αυτό τόσο ανυπόφορες». Πολλά κακά πράγματα συμβαίνουν, «και κανένας δεν είπε ότι αυτό είναι δίκαιο». Ο κόσμος είναι ένα δύσκολο μέρος, δύσληπτο. Ο Ματιά δεν τον καταλαβαίνει, ασφυκτιά από τη βρωμιά του. Προσπαθεί να τον αναπλάσει στο μυαλό του με τις απλούστερες λέξεις και σκέψεις, οι οποίες ποτέ δεν αρκούν για να αγγίξουν την κατανόηση. Οι ιστορίες της αληθινής ζωής δεν είναι φτιαγμένες για μικρά παιδιά, ο Ματιά, όμως, θέλει να τις μάθει όλες. Γι’ αυτό παραμονεύει τα λόγια των μεγάλων. Αλλά αυτοί δεν αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στα παιδιά.

«Τώρα είμαι δύσπιστος. Έμαθα να κοιτάζω πέρα από αυτό που θέλουν να μου δείξουν, αφού την ουσία, οι ενήλικοι την κρατούν πάντα για τον εαυτό τους».

Βέβαια, ούτε ο Ζε ούτε η Γκαμπριέλ έχουν την παραμικρή ιδέα για αυτή την ουσία. «Αγαπιούνται παράφορα κι είναι δυστυχισμένοι και οι δύο». Οι δύο φράσεις συνοψίζουν τις ζωές τους. «Ο έρωτας θα έπρεπε ν’ απαγορεύεται», σκέφτεται ο Ματιά. Ο Ζε, με μάτια βουλιαγμένα σε μαύρους κύκλους, σκοτεινιασμένα από σκιές, χαμένα σε απύθμενες αβύσσους, διαβάζει τους μεγάλους Γάλλους ποιητές, αναζητώντας τις λέξεις που θα μπορούσαν να πείσουν την Γκαμπριέλ να ζήσει. Φοβάται, όμως, πως δεν θα καταφέρει να την κρατήσει με το ζόρι στη ζωή, διότι «δεν φτάνει η αγάπη κάποιου για να σε κρατήσει στη ζωή».

Η επικείμενη αυτοκτονία της Γκαμπριέλ καθηλώνει τον Ζε στην οδύνη μιας άλλης αυτοκτονίας, που απέτυχε να αποτρέψει. Πίσω από τα βλέφαρά του το αίμα του λεκιάζει ακόμη την κιμωλία στον μαυροπίνακα. Όσο εκείνος διόρθωνε τη μαθηματική άσκηση μιας συμφοιτήτριάς του, εκείνη πήδηξε από το παράθυρο. Η γροθιά του στον πίνακα μάτωσε την εξίσωση. Λίγο μετά κατέληξε στο ψυχιατρείο και αργότερα στην κηδεμονία του Ματιά. Είχε γείρει «επικίνδυνα προς τη μεριά της τρέλας», αλλά είχε επιζήσει, εν μέρει χάρη στον Ματιά. «Αυτό το παιδί, ο Ζε το υποσχέθηκε στον εαυτό του την επομένη της απόφασης του δικαστή, αυτό το παιδί δεν θα το αφήσει να πηδήξει από το παράθυρο».

«Υπάρχουν μέρες που αναρωτιέται αν θα μπορέσει να κρατήσει την υπόσχεσή του».

Στην αρχή του μυθιστορήματος η Γκαμπριέλ βρίσκεται στο νοσοκομείο. Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κατάχλωμη, άλαλη, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι και τους καρπούς της τυλιγμένους σε επιδέσμους. Όταν επιστρέφει στο διαμέρισμα του Ζε, τα μάτια της συνεχίζουν να αντικαθρεφτίζουν το κενό, αλλά η οπτική γωνία εστιάζεται τώρα στην οθόνη της τηλεόρασης. Θεωρεί αδιανόητο να την πιέζουν να ζήσει, όταν καθημερινά βλέπει πράγματα που την πληγώνουν τόσο βαθιά, που την κυριεύει ναυτία με το που ανοίγει τα μάτια. Η Γκαμπριέλ «πονούσε υπερβολικά με τη βρωμιά του κόσμου».

Βοηθούμενος από τους δύο δυσλειτουργικούς κηδεμόνες του, ο Ματιά κλαίει τη μοίρα του. Έχει εξασκηθεί στην αυτολύπηση. Τις νύχτες ένα σκοτεινό πλάσμα πλακώνει το στήθος του, κόβοντάς του την ανάσα. Κάθε βράδυ νομίζει ότι θα τον σκοτώσει αυτός ο ακάλεστος επισκέπτης, πλασμένος όλος από σκοτεινή ύλη. Τα όνειρα δεν είναι καταφύγιο για εκείνον. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα ενεδρεύει ένα κάλεσμα θανάτου.

Αναλογιζόμενος την παγίδευσή του σε έναν βρώμικο, ανελέητο και άδικο κόσμο, ο Ματιά αποτραβιέται στην άκρη, γίνεται αόρατος. Νιώθει πως έχει χάσει την υλική του ύπαρξη, πως αιωρείται στο κενό σαν ένα ρεύμα αέρα. Η όψη του είναι διαπερατή από τα μάτια των άλλων. «Ούτε που ξέρω πώς καταφέρνω να με ξεχνούν τόσο πολύ. Αν ήταν εσκεμμένο, θα ήταν τέλεια. Ένα πραγματικό φάντασμα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν είμαι ζωντανός».

Την πενταετία που ο πατέρας του νοσηλευόταν στο ψυχιατρείο, ο Ματιά έτρεμε από φόβο κάθε φορά που δρασκέλιζε τους ψηλούς τοίχους του ιδρύματος. Φοβόταν πως θα κατέληγε και ο ίδιος εκεί μέσα· «άρχισα λοιπόν να κτίζω τους δικούς μου τοίχους». Φαντασιωνόταν πως ήταν θωρακισμένος πίσω από ένα απόρθητο τείχος, που τον κρατούσε ανέγγιχτο από τη βρωμιά του κόσμου και τα στοιχειά του μυαλού του. Η θλίψη τού είχε στερήσει τη μητέρα του. Τη μέρα που χρησιμοποίησε «εκείνο το καταραμένο το μαχαίρι», έχασε την αγάπη της. Είχε θελήσει να βάλει τέλος στην ανυπόφορη σιωπή, που απλώθηκε με τον θάνατο του πατέρα του, κάνοντάς την να επικρατήσει για πάντα. Το μαχαίρι «είχε μπηχτεί και στην καρδιά της -την καρδιά της μαμάς», που ποτέ δεν τον συγχώρησε. Τον εγκατέλειψε στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Ο Ματιά όφειλε να επιζήσει μόνος του.

«Πάει πόσος καιρός που πιέζει τον εαυτό του να διασχίζει τη ζωή χωρίς να την αγγίζει, σαν να είχε τη δύναμη να κρατήσει μακριά του την περιρρέουσα δυστυχία;»

Οπωσδήποτε, η παιδαγωγική μέθοδος του Ζε δεν ενδείκνυτο για τη μελαγχολία του Ματιά. Ο Ζε, γαλουχημένος στην πένθιμη κοσμοθεωρία του συγκάτοικού του στο ψυχιατρείο, υπενθύμιζε στο παιδί πως ο κόσμος είναι αηδιαστικός, πως «όλα είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να παραπατήσεις», και το συμβούλευε να μείνει έξω από τον κόσμο, διότι μόνο έτσι θα προστατευόταν από το κακό. Ο Ματιά δεν είχε καμία διάθεση να εγείρει αντιρρήσεις σε αυτή την κοσμοαντίληψη.

«Ποιος ξέβαψε πάνω στον άλλον, ο Ζε ή εγώ; Ποιος από τους δυο εγκαινίασε και συντήρησε αυτή την πολιτική συστηματικής βουβαμάρας; Θα ’λεγε κανείς ότι φτιαχτήκαμε για να ζήσουμε μαζί».

Ο Ματιά δεν παύει να ανησυχεί πως σύντομα θα βρεθεί και εκείνος πίσω από τους ψηλούς τοίχους του ψυχιατρείου, «από την κακή πλευρά του κιγκλιδώματος». Όταν μαζί με τον Ζε επισκέπτονται την Γκαμπριέλ στην κλινική, αποφεύγει να κοιτάξει στο απέναντι δωμάτιο, όπου ο Ζε είχε βρει κρεμασμένο τον πατέρα του. Παρ’ όλα αυτά, πασχίζει να εξοικειωθεί με τον χώρο, ανακαλύπτοντας σε αυτόν την έσχατη κατοικία του. «Έχω περάσει τόσο χρόνο εδώ που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας, αλλά δεν αισθάνομαι ακόμα σαν στο σπίτι μου».

Ο Ματιά μπορεί να καταλάβει την επιθυμία της Γκαμπριέλ να πεθάνει. Το να υποχρεώνεις διά της βίας κάποιον να ζήσει, του φαίνεται «τόσο σκληρό όσο κι ο φόνος». Υπάρχουν μάλιστα φορές που θεωρεί καθαρή τρέλα τη βούληση της επιβίωσης. Μια μέρα λέει στην ψυχολόγο του: «Καταλαβαίνω την Γκαμπριέλ και καταλαβαίνω τον πατέρα μου. Πρέπει να είναι τρελός κάποιος για να θέλει να ζήσει εδώ. Κανονικά θα έπρεπε να είμαστε εμείς στο ψυχιατρικό νοσοκομείο».

Αποφλοιώνοντας τον εαυτό του από ελπίδες και άσκοπες προσμονές, ο Ματιά χτίζει το μικροσκοπικό του σπίτι μέσα του, φωλιάζοντας περίλυπος σε μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας.

«Κάθε χρόνο που περνάει, έχω την εντύπωση ότι μου αφαιρούν ακόμα ένα κομμάτι του ενδιαφέροντός μου για το σύμπαν. Με αυτό τον ρυθμό, σε δύο χρόνια δεν θα είμαι πια παρά ένα άδειο όστρακο».

Ο Ματιά, ο Ζε και η Γκαμπριέλ μοιάζουν να έχουν παραπατήσει σε κάποιο από τα κενά, που συνδημιουργούν τον κοινωνικό ιστό. Τα βήματά τους δεν ήταν αρκετά σταθερά και βέβαια για να τους κρατήσουν πάνω στο δίχτυ. Εξακολουθούν να είναι γραπωμένοι από τα σχοινιά, αλλά δεν καταφέρνουν να ισορροπήσουν. Αυτή η μεταφορά γεννιέται στο μυαλό του Ματιά όταν αναλογίζεται τη ζωή του με τους δύο κηδεμόνες του. Φαντάζεται το δίχτυ «απλωμένο πάνω από την άβυσσο». Με το παραμικρό παραπάτημα επέρχεται το ανεπανόρθωτο γκρέμισμα. Φαντάζεται όλη την ανθρωπότητα να προχωράει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ξέροντας ότι το παραμικρό στραβοπάτημα μπορεί να είναι μοιραίο, «για σένα, αλλά και γι’ αυτούς που προηγούνται κι αυτούς που σε ακολουθούν». Αισθάνεται ότι ο Ζε και η Γκαμπριέλ τον παρασύρουν σε ένα μοιραίο γλίστρημα. Και οι τρεις μαζί, κρυμμένοι στο σπίτι, ξεγλιστρούν από τον κόσμο, περνώντας «ανάμεσα από τις θηλιές του γιγάντιου διχτυού».

Όσο, όμως, καλά κλεισμένος και αν είσαι στο σπίτι σου, ο κόσμος σε βρίσκει. Ο Ματιά κουβαλάει τον κόσμο στο σπίτι του Ζε. Δεν ξεχνά ότι ο κόσμος σκότωσε τον πατέρα του, έναν παιδαγωγό που δεν άντεξε τη δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου Άραβα από έναν αστυνομικό. Εκείνον τον Δεκέμβριο η γειτονιά είχε πυρποληθεί από τις εξεγέρσεις των κατοίκων. Ο αστυνομικός αθωώθηκε και οι αγανακτισμένοι ούρλιαζαν για δικαιοσύνη. Ο Ματιά τότε ακόμα δεν είχε γεννηθεί, αλλά όταν ήταν πέντε ετών και επισκεπτόταν τον πατέρα του στο ψυχιατρείο, διέκρινε τις φλόγες στα σβησμένα του μάτια. Δεν γνώρισε τον Σαΐντ Ζαϊντί, αλλά η μορφή του στοίχειωσε την παιδική του ηλικία. Έβλεπε παντού το πρόσωπό του, ζωγραφισμένο με σπρέι στους τοίχους της γειτονιάς και από κάτω τη λέξη δικαιοσύνη, νεκρή όσο και ο Σαΐντ.

Με τον θάνατο του πατέρα του, ο Ματιά υποδέχεται το Ισλάμ στη γαλλική ζωή του. Στέκεται πάνω από τον τάφο του και παρατηρεί την επιγραφή στο μάρμαρο. «Μια απλή πλάκα με ένα όνομα και δύο χρονολογίες, κι από πάνω η ισλαμική ημισέληνος». Εκείνος λεγόταν Λοροτζί και όχι Γιουνές. Είχε πάρει το επίθετο της μητέρας του, η οποία δεν ήθελε να επιβαρύνει τον γιο της με πρόσθετες δυσκολίες, τουλάχιστον όχι προτού τον εγκαταλείψει. Μπορεί να μην ήταν πιστός, αλλά ο Ριάντ Γιουνές είχε πεθάνει για χάρη ενός Άραβα και εξαιτίας ενός Γάλλου αστυνομικού. Έτσι, πριν τη γέννησή του ακόμα, ο Ματιά είχε εγκεντριστεί στο μείζον τραύμα της γαλλικής κοινωνίας.

Η συλλογική ιστορία παρεισφρέει στο βιβλίο και μέσω της Γκαμπριέλ, η οποία, προσηλωμένη στην επιθυμία της να πεθάνει, δείχνει περισσότερο εγωκεντρική από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Ωστόσο, η συγγραφέας, ενάντια στα φαινόμενα, δεν ενδιαφέρεται για τις ατομικές δυστυχίες, παρά μόνο στον βαθμό που μπορούν να αποδειχθούν απότοκες συλλογικών δεινών. Έτσι, η Γκαμπριέλ δεν είναι απλώς μια καταθλιπτική, που αποτυγχάνει διαρκώς να αυτοκτονήσει, αλλά μία πολίτις, απελπισμένη από τις διαρκείς αποτυχίες του κόσμου. Υποφέρει από τη δυστυχία των πολλών. «Δεν θα είναι ευτυχισμένη όσο θα υπάρχει έστω κι ένα άτομο δυστυχισμένο πάνω στη γη. Πράγμα που σημαίνει ότι τίποτε και κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να την κάνει να πιστέψει ότι τα πράγματα δεν πάνε και τόσο άσχημα, ούτε ο ψυχίατρος, ούτε τα φάρμακα, ούτε ο Ζε. Γιατί να δεχθεί ένα τέτοιο ψέμα;» Όταν δεν βλέπει πολέμους στην τηλεόραση, κοιτάζει το παράθυρο. «Εκείνη έχει αποσυρθεί από τη ζωή. Δεν ξέρει πια πώς ζουν οι άλλοι. Τους παρατηρεί από το παράθυρο με κάτι σαν ευγενική απορία».

Μολονότι εμφανίζεται σαν υπερασπιστής της ζωής (κυρίως της Γκαμπριέλ και του Ματιά), ο Ζε είναι εκείνος που εκδηλώνει τη μεγαλύτερη απέχθεια για τον θόρυβο και τις ακαθαρσίες του κόσμου. Απολαμβάνει να απαγγέλλει Βερλαίν και Ρεμπώ μπροστά στο παράθυρο, αλλά αδιαφορεί για ό,τι κείτεται πέρα από αυτό.

«Ο Ζε δυσκολεύεται να πάρει θέση μπροστά σε όλα αυτά τα καθημερινά ζητήματα. Δεν είναι πραγματικά παίκτης σ’ αυτό το παιχνίδι. Προσπαθεί απλώς να κάνει ό,τι μπορεί. Γι’ αυτόν. Για εκείνους που αγαπάει. Για να επιβιώσει, ορίστε, χωρίς να ξυπνήσει μια μέρα με τη μαύρη επιθυμία να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα».

Ενδεικτική της δυσφορίας του Ζε απέναντι στη δύστηνη κοινωνική πραγματικότητα είναι η αντιπάθειά του για την Τζίνα, τη μεγαλύτερη αδελφή του Ματιά. Η Τζίνα ενσαρκώνει την κοινωνική πρόνοια, στην πιο επαναστατική της μορφή. Εφορμά στο σπίτι του Ζε μαινόμενη, έξαλλη και εξεγερμένη με τα στραβά της ανθρωπότητας. Η Τζίνα θέλει να τα κάψει όλα. Θέλει να δώσει μια και να σπάσει «αυτό τον κακόμοιρο κόσμο, όπως έσπασαν οι μπάτσοι το κεφάλι» του Σαΐντ. Η οργή της την κάνει να περιδινείται σε μια αέναη φυγή, εποστρακίζοντάς την στα πέρατα του κόσμου. Από τη στιγμή που η παλιά της συνοικία, όπου μεγάλωσε μαζί με τον Σαΐντ και άλλα παιδιά μουσουλμανικών οικογενειών, ισοπεδώθηκε, υποτάχθηκε σε μια φυγόκεντρο δύναμη, που την απομάκρυνε ολοένα και πιο μακριά από τη γαλλική βρωμιά. «Μια πνοή ανέμου, η Τζίνα. Ένα ρεύμα αέρα». Το κορμί της σφύζει από τη μνήμη του Σαΐντ. Ήταν μόλις δέκα χρονών όταν τον σκότωσαν, αλλά τον αγαπούσε.

«Ορκίστηκα ότι θα έφευγα για κει όπου κανένας δεν θα προσπαθούσε να με κάνει να πιστέψω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να σωθεί σ’ αυτό τον ετοιμοθάνατο κόσμο».

Η Τζίνα επιστρέφει κατά καιρούς σαν εκδικητικό φάντασμα στην παλιά της γειτονιά, ένα απέραντο εργοτάξιο, ένας αχανής τάφος, όπου τις νύχτες προβάλλει ανάμεσα στα χαλάσματα το πρόσωπο του Σαΐντ, μέχρι να σβηστεί τα ξημερώματα από τα συνεργεία καθαρισμού. Μολονότι οι πύρινες εξεγέρσεις εκείνου του Δεκεμβρίου της δολοφονίας του δεκαπεντάχρονου Άραβα, έχουν από χρόνια καταπαύσει, η Τζίνα ατενίζει ακόμα «τις φλόγες που καταβροχθίζουν το τσιμέντο». Και ξαφνικά η φωτιά αναζωπυρώνεται. Ο Σαΐντ ανασταίνεται στους τοίχους.

Με την έλευση της Τζίνα στην αφήγηση, η ιστορία του Σαΐντ Ζαϊντί ξαναρχίζει έπειτα από δεκαπέντε χρόνια. Το ξανάνοιγμα της παλιάς υπόθεσης δεν είναι διόλου πειστικό μυθοπλαστικά. Η Κλοέ Μεντί επινοεί ένα αποδεικτικό στοιχείο περί της ενοχής του αστυνομικού, που φέρεται να είχε στην κατοχή του ο Γιουνές. Δεκαπέντε χρόνια μετά την αθώωση του Τομά Ρος, οι αστυνομικοί αρχίζουν ξανά να ερευνούν την ύπαρξη αυτής της ενοχοποιητικής απόδειξης, που απειλεί να κηλιδώσει τον κλάδο. Συν όλα τα άλλα, ο Ματιά ανακαλύπτει ξαφνικά ότι το επίθετο της Γκαμπριέλ είναι Ρος. Ναι, είναι η αδελφή του κακού μπάτσου.

Ο Ματιά από παθητικός παρατηρητής των οικιακών δρώμενων, υιοθετεί την ενεργητική ματιά ενός ντετέκτιβ και βγαίνει στον δρόμο, συντροφεύοντας την Τζίνα στις νυχτερινές της περιπόλους. Κάποιοι άγνωστοι τον παραφυλάνε στην έξοδο του σχολείου, κάποιοι κάνουν διάρρηξη στο σπίτι του Ζε, κάποιοι άλλοι τον καλούν για ανάκριση, η μητέρα του Ματιά εξαφανίζεται, ενώ ο Τομά Ρος επανεμφανίζεται αψήφιστα στην πόλη και επισκέπτεται τον τάφο του Σαΐντ. Η Τζίνα ετοιμάζεται για δράση, στο πλευρό νεαρών Αράβων συμμάχων. Ο Ματιά αποτραβηγμένος στην άκρη, κατασκοπεύει. Η Τζίνα και η Σιχάμ Ζαϊντί συνωμοτούν. «Τις κοιτάζω, την αδερφή του Σαΐντ κι εκείνη που τον αγαπούσε κρυφά, όπως μπορούν ν’ αγαπούν τα παιδιά. Δεν είναι δική μου αυτή η ιστορία, αποτελεί ωστόσο μέρος του εαυτού μου, κι έχω κάθε δικαίωμα να την ακούσω».

Με τεχνάσματα αποστασιοποίησης ο Ματιά προσπαθεί να προσεγγίσει την ιστορία του Σαΐντ. Ανάμεσα σε εκείνον και τον νεκρό παρεμβάλλεται ένα απόρθητο τείχος.

«Δεν είμαι παρά ένας ακροατής. Ένας όψιμος μάρτυρας».

«Κάνω όπως οι ντετέκτιβ στα βιβλία, προσπαθώ να συνδέσω όλα τα στοιχεία, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο και δεν καταφέρνω να καταλάβω τι γίνεται».

«Θα ’λεγε κανείς ότι παίζω σε κάποια γαμημένη ταινία κατασκοπίας».

Η Κλοέ Μεντί επιχειρεί να αντισταθμίσει τη συσσώρευση πολλών θλίψεων σε έναν μικρό χώρο, όπως το σπίτι του Ζε, απλώνοντας την αφήγηση πολύ πέρα από το κατώφλι του και προσδίδοντας στο μυθιστόρημα ένα κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο, που αντλεί τη σκηνογραφία του από τα διάπυρα γαλλικά προάστια. Αυτή η παράκαμψη, πέρα από το ότι γίνεται απότομα και άτσαλα, δεν έχει κανέναν απολύτως αντίκτυπο στις ζωές των ηρώων. Στο τέλος του βιβλίου τα κεντρικά πρόσωπα επανέρχονται στην αρχική τους θέση. Ο Ζε κοιτάζει μελαγχολικός την Γκαμπριέλ, που και πάλι ετοιμάζεται να φύγει, ενώ ο Ματιά συμβιώνει μαζί τους, απλησίαστος πίσω από το απόρθητο τείχος του. Η εξαφανισμένη μητέρα που εγκατέλειψε τον γιο της όταν εκείνος σε ηλικία επτά ετών πήρε ένα μαχαίρι για να σκοτωθεί, επιστρέφει σαν από μηχανής θεός για να εγγυηθεί με τη μεγαλόπρεπη αυτοθυσία της την κοινωνική ειρήνη. Και η σιωπή κατατροπώνει τους πάντες και τα πάντα. Όλα μοιάζουν σαν να έχουν ειπωθεί, ίσως χωρίς λόγο.

«Η σιωπή κερδίζει το έδαφος που της ανήκει, μας καταβροχθίζει ρουθουνίζοντας, χορτασμένη».

Η επάνοδος της μυθοπλασίας, μετά από μια έντονη αλλά σύντομη ταλάντωση, στην αρχική θέση ακινησίας, είναι συμβατή με την ιδιοσυστασία του ανήλικου αφηγητή. Ο Ματιά δεν πιστεύει στην αλλαγή. Στα μάτια του ο κόσμος δεν μετατοπίζεται από τη μία κατάσταση στην άλλη, αλλά απλώς αναπηδά επιτόπου, αναμοχλεύοντας πρόσκαιρα τη βρωμιά του. «Τίποτε δεν χάνεται, τίποτε δεν δημιουργείται». Κάθε μεταβολή δεν είναι παρά ψευδαίσθηση. Κάθε απόπειρα μεταβολής, ματαιοπονία.

«Τα πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ πραγματικά. Είναι απλώς μια ψευδαίσθηση γιατί η ζωή είναι κίνηση, γιατί η Γη γυρίζει. Και λοιπόν; Είναι σκατά. Ήταν πάντα σκατά. Τέλος της ιστορίας. Τι θέλεις ν’ αλλάξεις; Και πώς;»

«Τα πράγματα δεν αλλάζουν. Ποτέ. Αναπηδούν, απλώς, αλλά επιτόπου. Αυτό είναι το μόνο που έχω καταλάβει».

Έπειτα από την επιτάχυνση της πλοκής στα τελευταία κεφάλαια, το μυθιστόρημα ξεμπερδεύει με τη νουάρ πλευρά του, για να επικεντρωθεί ξανά σε ενδοστρεφείς αγωνίες, εστιασμένο τώρα στο πρόσωπο του Τομά Ρος, ο οποίος, συντονισμένος με το θυμικό των συμπρωταγωνιστών του, είναι βαθύτατα απελπισμένος. Η μετάθεση σε εκείνη την πόλη της Γαλλίας μόνο βάσανα του έφερε. Το Παρίσι ήταν πολύ μακριά. Κάθε μέρα αντιμετριόταν με το μίσος και την περιφρόνηση των κατοίκων. Η πικρία λίμναζε μέσα του. Τα σκληρά βλέμματα που τον σημάδευαν, συνέθλιβαν τις αντοχές του. Με κάθε του βήμα πλησίαζε ολοένα και περισσότερο στο χειρότερο. «Το χειρότερο συνέβη ένα βράδυ του Δεκέμβρη και είχε το όνομα Σαΐντ Ζαϊντί. Οι βρισιές, τα χτυπήματα και το αίμα, το αίμα, το αίμα».

Δεκαπέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Σαΐντ, ο Τομά επιστρέφει στην πόλη αναζητώντας την αδελφή του. Κατά σύμπτωση, η επιστροφή του συμπίπτει με τις έρευνες των αστυνομικών, που συνεχίζουν να δουλεύουν για την αθώωσή του. Όμως, η πιο δυναστική έγνοια του Τομά είναι η αδελφή του. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν καταφέρνει να ζήσει, τι της λείπει, τι την στενοχωρεί τόσο πολύ. Την ψάχνει για να την κλείσει στο ψυχιατρείο. Θα την κρατήσει στη ζωή ακόμα και παρά τη θέλησή της. «Μια μορφή υπερβάλλοντος θεραπευτικού ζήλου». Του είναι αδύνατον να σεβαστεί την επιθυμία της να πεθάνει. «Η ζωή είναι σκατά, κανένας δεν το αμφισβητεί, η ζωή σε σκοτώνει κάθε μέρα, και λοιπόν; Υπομένουμε, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν πηδάμε από το παράθυρο με το παραμικρό. Αλλιώς, δεν θα υπήρχε πια ψυχή πάνω στη γη». Αλλά ούτε ο Τομά διαθέτει ισχυρές αντιστάσεις μπροστά στην έλξη της απελπισίας.

«Περπατάει, με τα χέρια στις τσέπες του καστόρινου μπουφάν του -δώρο της αδερφής του από την εποχή που του μιλούσε ακόμα-, ψάχνοντας μέσα του έναν γαμημένο λόγο να συνεχίσει να παλεύει. Να παλέψει ενάντια σε ποιον, ενάντια σε τι; Ποτέ του δεν ήξερε πραγματικά».

Τελικά, ο Τομά με πόνο ψυχής στέλνει την αδελφή του στο ψυχιατρείο, καταδικάζοντάς την στην αφασία των φαρμάκων και στον περιορισμό σε ένα ελάχιστο κομμάτι κόσμου. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να πω πως μου φαίνεται κάπως ρομαντική η οπτική της Μεντί σχετικά με την ψυχική ασθένεια. Δείχνει να τη γοητεύουν οι ψυχικές παθήσεις των ηρώων της, που μοιάζουν να πλαταίνουν την προσωπικότητά τους με τρόπο σπαραξικάρδιο. Η έκδηλη συμπόνια της και η αμέριστη συμπάθεια την εμποδίζουν να δει την οδυνηρή, αποτρόπαιη πραγματικότητα που βιώνει ένας άρρωστος ψυχισμός, αλλά και τις δυνατότητες ίασής του. Η αποστροφή που προκαλεί στον Ματιά, στον Ζε και την Γκαμπριέλ το ψυχιατρικό ίδρυμα, επιτείνει τη ρομαντική θεώρηση της Μεντί. Για εκείνον που δυστυχεί, είναι ανέφικτη η θεραπεία. Ακόμη χειρότερα, είναι μια βασανιστική, ανώφελη δοκιμασία. Πιθανότατα η Μεντί δεν βάφτισε το ίδρυμα «Σαρκό» για να αποτίσει φόρο τιμής στον εμβληματικό Γάλλο νευρολόγο, αλλά μάλλον για να υπαινιχθεί τις αμφιλεγόμενες πρακτικές του διάσημου γιατρού. Όπως και να ’χει, στο Σαρκό οι άρρωστοι αρρωσταίνουν περισσότερο.

«Εδώ γερνάς πιο γρήγορα, στην καρδιά ενός συστήματος υγείας που σου αφαιρεί, κάθε μέρα που περνάει, και λίγο περισσότερη ουσία, θεωρώντας ότι αυτή η ουσία δεν μπορεί παρά να προκαλέσει πόνο».

Η σκέψη ανήκει στον Ματιά, αλλά δεν είναι εκείνος που ονοματίζει την κλειστή πτέρυγα του ιδρύματος πτέρυγα των Ορχιδέων, ούτε είναι εκείνος που βάζει ένα σμήνος κορακιών να πετάει πάνω από το ψυχιατρείο, όταν ο Τομά επισκέπτεται την αδελφή του. Μολονότι ο Ματιά επωφελείται από τις συνεδρίες με την ψυχολόγο του, επιμένει να σκέφτεται το ίδρυμα σαν ένα ζοφερό μέρος, «όπου οι ασθενείς κρεμιούνται με σεντόνια από τους κρίκους για τα φωτιστικά στο ταβάνι». Αναρωτιέται, επίσης, αν το να πέσεις από το δίχτυ που απλώνεται πάνω από την άβυσσο, «οδηγεί αναγκαστικά στο ψυχιατρείο, αν πρόκειται για αρρώστια, αν το μόνο γιατρικό είναι να πεθάνεις ή να ζεις κλεισμένος ανάμεσα σε τοίχους λευκούς ή γκρίζους».

Γενικότερα η Μεντί υποδέχεται με γενναιοδωρία τον μελοδραματισμό στην αφήγησή της. Για παράδειγμα, η εικόνα του καθημαγμένου Ζε, που απαγγέλλει Λαμαρτίνο στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ, δεν είναι τόσο σπαρακτική όσο ταπεινωτική για τον ίδιο. Από την άλλη, δεν νομίζω ότι ήταν απαραίτητο η μοναδική πολυκατοικία που έμεινε όρθια στη γειτονιά του Σαΐντ, να ορθώνεται «στην αλέα των Πικραλίδων».

Η Κλοέ Μεντί ποντάρει τα πάντα στο μαύρο. Και αν κρίνουμε από την αποδοχή του βιβλίου της στη χώρα μας, κέρδισε πανηγυρικά. Η λογοτεχνία αγαπά τη δυστυχία. Ίσως η Μεντί την αγαπά υπερβολικά. Δεν χρειάζεται να είναι όλα θεοσκότεινα για να αντηχήσει ο σπαραγμός. Τα πολλά δάκρυα κρύβουν το πρόσωπο που υποφέρει.

Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο της Κλοέ Μεντί δεν είναι κακό, αλλά είναι χειρότερο από αυτό που θα ήθελε να είναι. Είναι ένα πολύ συγκινητικό μελόδραμα, απλοϊκά γραμμένο με άλλοθι τη ματιά ενός εντεκάχρονου αγοριού, που αναμενόμενα βρήκε τη μεγάλη απήχηση που αποζητούσε, ικετεύοντας για αυτήν σε κάθε του σελίδα με δάκρυα στις λέξεις. 

 

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular