Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο, Νίκος Μπακουνάκης, Εκδόσεις Πόλις

                                                                               La plume est plus forte que l’ epais”

                                                                                                             Πασίγνωστη ρήση

 

 

Κάθε «plume» προτού αρχίσει να ξιφουλκεί, έπεσε κάποτε σε κάποιο μελανοδοχείο. Εκεί, αντάμωσε: πλάνητες, πλανημένους, ξενιτεμένους. Και κερδισμένες σελίδες.

«Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο»  είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Νίκου Μπακουνάκη, το οποίο κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Πόλις», 2021.

Η …αρχή μάλλον έγινε σε κάποιο Κατάστρωμα.  Στο πλοίο της γραμμής Αίγινα – Πειραιάς, ο Νίκος Μπακουνάκης, – με δισκέτες στις …τσέπες, δισκέτες που περιείχαν μεταφράσεις για την σειρά «Η μεγάλη μουσική ΒΗΜΑ προς ΒΗΜΑ» – βρίσκεται στο κατάστρωμα και διαβάζει τις Βενετίες [Venices], 1971,  του Πολ Μοράν. Στέκεται στη φράση: «Ύστερα έπεσε μέσα στο μελανοδοχείο, όπου γράφει ακόμα τα απομνημονεύματά (του)». Είναι καλοκαίρι του 1996, ίσως Σεπτέμβρης, δηλαδή, λίγους μήνες πριν το ένθετο «ΒΙΒΛΙΑ» ανοίξει τις σελίδες του…

Στην παραπάνω φράση του Πολ Μοράν, οφείλει τον τίτλο του το βιβλίο του Ν. Μπακουνάκη, -ένα βιβλίο για τα «ΒΙΒΛΙΑ».

Στον «Πρόλογο» ο συγγραφέας καθιστά σαφείς τις προθέσεις του: «Άρχισα λοιπόν να γράφω για το ένθετο (…) έχοντας ξεκαθαρίσει απ’ την πρώτη στιγμή ότι δεν θα επρόκειτο για μια γραμμική, ανεκδοτολογική ιστορία. Με ενδιέφερε περισσότερο να περιγράψω την εκδοτική πολιτική ενός λογοτεχνικού ενθέτου –που είναι και πολιτική συνεργατών-, να αποκαλύψω τις επιρροές και τις επιδράσεις, να παρουσιάσω τα στοιχεία της δομής και της διάρθρωσής του και, φυσικά, να φωτίσω τη στάση, τη δράση και την αντίδραση αυτού του ενθέτου απέναντι στα ίδια τα βιβλία, τους συγγραφείς, τους εκδότες, και γενικότερα αυτό που ονομάζουμε εκδοτικό φαινόμενο».

Και:

«Η αφήγησή μου, κυρίως αυτοβιογραφική, στηρίζεται εν πολλοίς στα ημερολόγια μου, αλλά δανείζεται επίσης πολλά στοιχεία από τον δοκιμιακό λόγο, τη λογοτεχνική κριτική, το literary journalism και τη media history»

Μνήμη – Ημερολόγια – Λογοτεχνία – Τύπος.

Και μια πρόταση του Φελίνι, στον επίλογο του «Προλόγου»: «Η μνήμη είμαστε εμείς οι ίδιοι, που καλλιεργούμε και μετασχηματίζουμε συνέχεια κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι μας συνέβη με έναν ορισμένο τρόπο».

                                           

 «Τι είναι» – «Ποιος ήταν» – «Πώς γίνεσαι»

     Από τις πρώτες σελίδες  ο Μπακουνάκης αποτείνει ευγενικό χαιρετισμό σε «προγόνους»: Στον Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι και στον Βασίλη Βασιλικό. Για την έκδοση της αυτοβιογραφίας (1999) του Marcel Reich Ranicki, του εμβληματικότερου λογοτεχνικού κριτικού της μεταπολεμικής Γερμανίας, γράφει: «Η ζωή του Πολωνοεβραίου με τη γερμανική κουλτούρα γεφύρωνε ολόκληρο τον αιώνα (…) με τρόπο που όσον αφορά την αφήγηση συνδύαζε τον δοκιμιακό με το μυθιστορηματικό λόγο (…) Σε αυτή την αφήγηση ποταμό, πόλεμοι, αστική ζωή, γκέτο, κατασκοπεία, ναζισμός, σταλινισμός, βαρβαρότητα, προσωπικές αναζητήσεις στη λογοτεχνία και στη μουσική και βίαιες αντιπαραθέσεις συνέπιπταν στη ζωή ενός και μόνου ανθρώπου». Ενός ανθρώπου που δηλώνει πως: «Πατρίδα του είναι η Λογοτεχνία».

Και για τον Βασίλη Βασιλικό (έχοντας διαβεί ατραπούς Τρούμαν Καπότε και Νόρμαν Μέιλερ), γράφει: «Στο ρεύμα του non fiction novel μπορούμε να εντάξουμε τον Β. Βασιλικό, ιδιαίτερα με το μυθιστόρημα-ρεπορτάζ Ζ, (…) ένα από τα πιο επιτυχημένα μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, που αποτελεί επιπλέον συγχρονική έκφραση στα ελληνικά μιας αφηγηματικής πρωτοπορίας».

Αναφερόμενος στους δύο αυτούς «προγόνους»  ίσως δηλώνει/φωτίζει τις δυο ράγες, (ή δύο από τις ράγες) πάνω στις οποίες θα κινηθεί η δική του αφήγηση: το non fiction novel, και μια αυτοβιογραφία που γεφυρώνει.

Το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» απαρτίζεται από τρία μέρη. Το τρίτο μέρος «Τι είναι» μιλά για την ιστορία και τη φιλοσοφία  του ενθέτου «ΒΙΒΛΙΑ», μιλά για  τους συγγραφείς. «ήρωες κι αντιήρωες» του Μπακουνάκη, τους συγγραφείς που ήταν για εκείνον «αινίγματα» και «εικόνες», εκείνους «που του έδιναν κλειδιά, του άνοιγαν δρόμους». Για τους συγγραφείς που «πρέπει να τους ανακαλύπτεις κυριολεκτικά σαν ντετέκτιβ». Μιλά φυσικά και για τους συνεργάτες του ενθέτου.  Το δεύτερο μέρος «Ποιος ήταν» εστιάζει στην προσωπικότητα  ενός «citizen» του Τύπου, της Τέχνης, της Διανόησης.  Στο πρώτο μέρος «Πώς γίνεσαι» ξεφυλλίζει μνήμες, σελίδες χρόνου προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα ποιος εντέλει, ήταν εκείνος που σχεδίασε και υλοποίησε «ένα λογοτεχνικό ένθετο το οποίο επέφερε τόσο βαθιές αλλαγές στον κόσμο του βιβλίου;»

Ας πάρουμε λοιπόν, τα πράγματα απ’ την αρχή…  Εν αρχή ην:

«ένα σπιράλ τετράδιο» 

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, κάποτε…, κάπου, σ’ ένα συρτάρι, «ζούσε» ένα σπιράλ τετράδιο. Στο εξώφυλλό του έγραφε: «Μπακουνάκης Ν., Τάξις ΣΤ1»  Σ΄ εκείνο το τετράδιο ένας νεαρός μαθητής, κάτοικος Πάτρας, είχε καταγράψει («με τα βιβλιογραφικά στοιχεία τους») τα βιβλία  που διάβασε κατά το σχολικό έτος 1973-74.

«Ήταν τότε που πέρασα σχεδόν αυτόματα από τον Μίκυ Μάους, τον Μικρό Σερίφη, (…), τα Κλασσικά Εικονογραφημένα,  (…)στον Μύθο του Σίσυφου, την  Πανούκλα και τον Επαναστατημένο Άνθρωπο του Αλμπέρ Καμύ…»

Ήταν τα χρόνια του Γαλλικού Ινστιτούτου και της ντισκοτέκ «Μοσκίτο». Στον ίδιο δρόμο δυο τεμένη ενηλικίωσης.

Εκείνα τα χρόνια ο νεαρός μαθητής αγοράζει από ένα περίπτερο της Πάτρας τη γαλλική εφημερίδα Le Figaro, «δεν με ενδιέφερε η πολιτική τοποθέτηση της εφημερίδας. Ούτε είχα αναρωτηθεί ποτέ τι είδους θέσεις εξέφραζε…» Προερχόταν από αριστερή οικογένεια κι είχε «ακούσει πολλές ιστορίες με… σοβιετικά τρακτέρ». Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν οι λογοτεχνικές σελίδες της εφημερίδας. Μάλλον, άρχισε να τις συλλέγει.

Ο χρόνος κυλά. Στο σπιράλ μαθητικό τετράδιο στο νούμερο: 30, διαβάζουμε: Μηδέ ο Μαρξ μηδέ ο Χριστός, Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ, «ένα βιβλίο που με επηρέασε πολύ, περισσότερο από τα μαρξιστικά εγχειρίδια που ψυχαναγκαστικά διάβασα αργότερα, κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας μου στην  ΚΝΕ και στη συντακτική ομάδα της Πανσπουδαστικής, πρώτα, και του Οδηγητή αργότερα.»

Γυρνούν οι σελίδες. Ο μαθητής γίνεται φοιτητής. Νομική Σχολή Αθηνών: το πρώτο μεγάλο σχολείο. Το δεύτερο σχολείο: μια Ταινιοθήκη στην οδό Κανάρη: Γκοντάρ, Αντονιόνι, Πουντόβκιν, Κούνδουρος, Κακογιάννης. Το τρίτο μεγάλο σχολείο: Η Ελευθεροτοπία. Η εποχή του ουίσκι. Εκεί, στην Ελευθεροτυπία, σε μια ατμόσφαιρα όπου ο Γιάννης Μαρής συναντά τον Λυσιάν, τον γνωστό Λυσιάν, ο Νίκος Μπακουνάκης ανακαλύπτει τη «Le Monde», «Le Monde des Livres».

Κατά την αφήγησή του ο Μπακουνάκης αφήνεται στους συνειρμούς του.  Άλλωστε το έχει αναγγείλει πως δεν πρόκειται για μια γραμμική αφήγηση. Μεγάλες Παρεκβάσεις. Νομίζω πως είναι μάλλον απίθανο οι περισσότεροι αναγνώστες να μη βρουν σε κάποια/ες από αυτές τις παρεκβάσεις τόπους δικών τους αναμνήσεων. Προσωπικά με συγκίνησε ή απλώς μου άρεσε πολύ εκείνη η παρέκβαση για το βιβλιοπωλείο Kaufman- όλοι έχουμε τα φαντάσματά μας.

Κι  έπειτα ήρθαν μέρες «Συναισθηματικής αγωγής», «στα ένδοξα Παρίσια». Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales. To σεμινάριο της Ελένης Μπιμπίκου, «Η δικτατορία στην Ελλάδα έδωσε άλλη διάσταση στο σεμινάριο της Ελένης, μετατρέποντάς το  σε εστία υποδοχής κυνηγημένων Ελλήνων, ένα είδος καταφυγίου». Μαθήτρια του Διονυσίου Ζακυθηνού και του Φερνάν Μπρωντέλ η Ελένη Μπιμπίκου όταν έφτασε στο Παρίσι το 1946 έφερε στην σκευή της την γνώση για τις Annales.

Στο σεμινάριο της Ελένης…, λοιπόν, και…

Μελέτη, έρευνα, διαδρομές σε αρχεία, διαδρομές με το τρένο προς το Φοντενεμπλό, η πρώτη διεθνής δημοσίευση: «La vigne et la ville», και  η αναζήτηση του φινιρίσματος… «Το φινίρισμα ήταν εξίσου γοητευτικό.», «… ένα ποτήρι λευκό κρασί Σανσέρ ή ένα μπαλόν κόκκινο από το Μποζολαί, στο μπιστρό ‘Σοβινιόν’…» , «Αλλά το φινίρισμα στο Παρίσι ταυτιζόταν κυρίως με την κινηματογραφική αγωγή μου.», « Το Παρίσι για μένα ήταν κινηματογράφος ή, καλύτερα, σινεμά».

Στο μεταξύ, συλλέγει «ευλαβικά» το ένθετο «Le Monde des Livres». «Έφερνα τακτικά τα τεύχη στην Αθήνα, και τα έδινα για δέσιμο  στο βιβλιοδετείο (…)  στην οδό  Σίνα…»

«Le Monde des Livres» και η Ζακλίν Πιατιέ. Ας αφεθούμε στην «παρέκβαση» για την Ζακλίν Πιατιέ: Η Ζ.Π.   δεν ήταν ούτε συγγραφέας, ούτε κριτικός, ούτε καν φιλολογική ρεπόρτερ. Ξεκίνησε το 1945 ως υπεύθυνη αρχείου της Le Monde και το 1960 έγραψε την πρώτη της φιλολογική επιφυλλίδα. «Μέσα από τη στήλη της –που σιγά σιγά διευρυνόταν για να γίνει, εφτά χρόνια αργότερα, ένα ολόκληρο ένθετο-, υποστήριζε με πάθος το καινούργιο κάτω απ’ την κατεστημένη επιφάνεια, ‘‘Μικρή μου, παρασύρεστε πολύ εύκολα απ’ τη μόδα’’,  της είπε κάποτε ο μεγάλος επιφυλλιδογράφος Εμίλ Ανριό, μέλος της Ακαδημίας, επειδή εκείνη είχε γράψει ένα κείμενο υπέρ του Σάμιουελ Μπέκετ. Φυσικά, κανείς δεν θυμάται σήμερα τον Ανριό.»

Τι κληρονόμησε ο Μπακουνάκης από την Πιατιέ; Τους κανόνες της. « ‘‘Έρωτας για τα βιβλία, πάθος για τους συγγραφείς, αίσθημα ανεξαρτησίας’’, ήταν ο ένας (κανόνας).  ‘’Η κριτική μας θα κινείται πάντοτε από την πλευρά της υποδοχής και όχι από την πλευρά της άρνησης’’, ήταν ο άλλος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κριτικές της εφημερίδας δεν ήταν αυστηρές. Υποδοχή άλλωστε σημαίνει και επισήμανση των αρνητικών ή ατελών σημείων ενός λογοτεχνικού, ή άλλου έργου».

Και ξεφυλλίζουμε περιοδικά παρέα με τον Νίκο Μπακουνάκη… Το Times Literary Supplement. Μαθαίνουμε για τον Άρθρουρ Κρουπ, που για χρόνια το διεύθυνε. Γράφω τη λέξη «μαθαίνουμε», γιατί καθώς διαβάζω ετούτο το βιβλίο φέρνω στο νου μου εικόνες φοιτητών του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου. Φοιτητές που θέλουν να μάθουν.

Το Lit Supp,  λοιπόν…  «Φανταστείτε τι δοκιμασία θα αποτελούσε για τον εγωκεντρισμό μας η σκέψη ότι τακτικοί συνεργάτες του Lit Supp, όπως ο Χένρυ Τζέιμς στις αρχές του 20ού αιώνα, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τ.Σ. Έλιοτ στη δεκαετία του 1920, ο Τζορτζ Όργουελ και ο Άντονι Πάουελ στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, δημοσίευαν χωρίς υπογραφή.»

Και γυρνώντας σελίδες, φθάνουμε και στο 10ο όροφο του 52ώροφου πύργου της εφημερίδας Τhe New York Times. Από εκεί ατενίζουμε το ηλιοβασίλεμα προς τον ποταμό Χάντσον και κάνουμε σκέψεις για διαφάνεια. Ξεφυλλίζουμε το «Τhe New York Times Book Review”.

Όταν ο Ν. Μπακουνάκης το 1997 δέχτηκε την πρόταση για το ένθετο «ΒΙΒΛΙΑ» ήταν μάλλον «σαν έτοιμος από καιρό».

«Αισθανόμουν, λοιπόν, απόλυτα έτοιμος για την έκδοση του ‘‘δικού μου’’ ενθέτου, μολονότι άκουγα ότι ο μόνος που είχε αμφιβολίες για το νέο εκδοτικό εγχείρημα του Βήματος, για το αν η εκδοτική αγορά και οι αναγνώστες θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα τέτοιο ειδικό ένθετο, ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης».

«μια χειροκίνητη γραφομηχανή»

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου «ποιος ήταν» ο Νίκος Μπακουνάκης μιλά για τον Χρήστο Λαμπράκη (κι όχι μόνο). Μιλά για εκείνον που επικοινωνούσε με τους συνεργάτες του με σημειώματα «πάντοτε γραμμένα σε χειροκίνητη γραφομηχανή – μια Adler στην οποία έγραφε με μεγάλη ταχύτητα αλλά με δυο μόνο δάχτυλα…» Μιλά για εκείνον που σαν ήταν παιδί, όταν τον ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε: «μουσικός». Για εκείνον, που σύμφωνα με τη μαρτυρία της μητέρας του Έλζας , «Μαθητής ακόμη(…), είχε στη βιβλιοθήκη του βιβλία για άστρα και ουράνια σώματα, για ιστορία και γεωγραφία, καθώς και κάποια λιμπρέτα όπερας. Έκανε τα μαθήματά του ακούγοντας πάντα ραδιόφωνο…»

Τον Μπακουνάκη πάντα τον έθελγαν τα δημοσιογραφικά απομνημονεύματα, οι αυτοβιογραφίες, βιογραφίες εκδοτών…  Κι ένας Citizen Kane, ένας Όρσον Ουέλς, ένα έλκηθρο να κυλούν πάνω στα χιόνια μας.

Ένα σημαντικό ερώτημα που τίθεται στις σελίδες ετούτου του βιβλίου είναι: «Γιατί δεν υπάρχει ‘‘Ιστορία των Μέσων’’ σε κανένα από τα τρία Τμήματα Επικοινωνίας των ελληνικών πανεπιστημίων;»

Κι αφήνεται ο Μπακουνάκης στις παρεκβάσεις του. Διαβάζουμε για τον Νόμπερτ Ελίας και το… πιρούνι της πριγκίπισσας. Διαβάζουμε και για τη Μαρία Ρεζάν Μισραχή. Αφήνεται και στις μνήμες του. Και με έλκηθρο δικής μας μνήμης (με δική μας ευθύνη) κυλάμε σε απόλυτο λευκό και εικόνες βλέπουμε.

Εικόνες: Bλέπουμε το «Ρομάντσο»  στο κομοδίνο της μαμάς μας. «Μου δίνετε ένα ‘Ρομάντσο΄’, παρακαλώ», όπως έλεγαν κάποιοι: «Μου δίνετε, παρακαλώ μια Κολγκέιτ;». Κι εκεί, στο κομοδίνο της μαμάς, κάτω απ’ το αμπαζούρ με τα κρόσσια, παρέα με Ψαθά, Τσιφόρο, Ασημάκη Γιαλαμά, Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου και το «Όσα παίρνει ο άνεμος», σε μετάφραση Δημήτρη Ραυτόπουλου, με βυσσινί ή μπλε εξώφυλλο…  Και σελίδες Βίκτωρος Ουγκώ… «Μου δίνετε ένα ‘‘Ρομάντσο’’, παρακαλώ;» Από εκείνο το καλό, εκείνο με τη γελοιογραφία του Αρχέλαου και την άλλη, εκείνη με τη «λέσχη των βαρελόφρονων».

Αν το κομοδίνο της μαμάς είναι μνημείο για κάποιους, η Αναξαγόρα 5, οι οδοί, οι δρόμοι, οι οσμές τους είναι μνημείο για άλλους. Όπως και να έχει, η μνήμη παίζει τα παιχνίδια της, στα οποία συμμετέχουν συχνά, τυπωμένες σελίδες.

Και ξεφυλλίζουμε σελίδες του «Ταχυδρόμου», άρθρα για «φυλές». Υπογραφή: Ιάκωβος Περριέ. Η φυλή του «Ντόλτσε», μια ψίχα κάστανου. «Μον μπλαν», «ψευδο-κοινωνιολογίζοντα»  άρθρα που όμως, είχαν πίσω τους μια στέρεη βιβλιογραφική βάση. Βάση:  Ζυλ Λιποβετσκύ «L’ Ere du vide», «L’ Empire de l’ ephemere»…

Το εφήμερο και η διαχρονία.

«…πέρα από το εφήμερο υπάρχει επίσης η μεγάλη διάρκεια των ιδεών, της τέχνης και της επιστήμης, που το Βήμα δεν την ξεχνούσε ποτέ.»  Και τον Μπακουνάκη περισσότερο απ’ τον Λαμπράκη-δημοσιογράφο, τον ενδιαφέρει προφανώς ο Λαμπράκης-διανοούμενος, εκείνον που το Δεκέμβριο του 1963 δημοσίευσε στο περιοδικό Εποχές ένα δοκίμιό του για τον Βολταίρο, μαζί με την ανθολόγηση κειμένων του φιλοσόφου.

«Νομίζω, (..) ότι την καλύτερη και πειστικότερη έκφραση του διανοούμενου Λαμπράκη τη βρίσκουμε στο περιοδικό Εποχές, μια μηνιαία επιθεώρηση για τις ιδέες, τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, τις τέχνες, τις αναζητήσεις στο άγνωστο ακόμα πεδίο του ελληνικού Διαφωτισμού, τον διάλογο και την αντιπαράθεση Δύσης-Ανατολής, τη λογοτεχνία.»

Οι Εποχές κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1963, όταν ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν είκοσι εννέα ετών. Διευθυντής τους ο Άγγελος Τερζάκης και σύμβουλοι εκτός από τον ίδιο τον Λαμπράκη, οι: Σεφέρης, Δημαράς, Θεοτοκάς, Σκαλιόρας και Καραπαναγιώτης. «Ήταν μια επιθεώρηση αδογμάτιστη και ανοιχτή» Στις σελίδες του περιοδικού φιλοξενήθηκαν πλήθος νέοι συγγραφείς, όπως ο Βαλτινός, ο Κουμανταρέας, ο Βασιλικός, ο Ταχτσής, η Δημουλά «που ήταν τότε οι «πρωτοεμφανιζόμενοι» όπως θα λέγαμε σήμερα» Είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι οι Εποχές έχουν αγνοηθεί από την έρευνα, επισημαίνει ο Μπακουνάκης. Εκείνο μάλλον που είναι άξιο μνείας είναι πως η τελευταία φράση του κύριου άρθρου στο πρώτο τεύχος των Εποχών ήταν η εξής: «Τα νέα περιοδικά συνηθίζουν να λένε πως έχουν τη φιλοδοξία να καλύψουν ένα κενό. Προτιμούμε να φανεί πολύ αργότερα αν πραγματικά ανταποκρίθηκε σε κάτι η έκδοσή μας».

Ο Χρόνος κρίνει. Η Σιωπή απαντά.

«Η σιωπή των βιβλίων»

Όσο για το «τρίτο μέρος» του «¨Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο», εκείνο που τιτλοφορείται «Τι είναι» και μιλά για το ένθετο «ΒΙΒΛΙΑ», ας αρκεστούμε να παραθέσουμε μια παράγραφο του Νίκου Μπακουνάκη, στην οποία αναφερόμενος  στον Τζορτζ Στάινερ λέει: «Φυσικά, διαβάζω πάντα και το μικρό του δοκίμιο Η σιωπή των βιβλίων, προσπαθώντας να βρω στην σιωπή της ανάγνωσης ένα στοιχείο πολυτέλειας –ας πούμε, σαν τη βραδύτητα- και, βέβαια, να ξανακερδίσω τον χρόνο. Δεν πειράζει αν το βιβλίο δεν μπορεί να θρέψει τους πεινασμένους: είναι πάθος μας. Και το προνόμιο των παθών πρέπει να μπορούμε να το απολαμβάνουμε».

Η κερδισμένη ψευδαίσθηση. Η κερδισμένη βραδύτητα._

Αποκτήστε το βιβλίο

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular