Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Ο μικρός Γκοντάρ, Μαρία Γαβαλά, Εκδόσεις Πόλις

Ο μικρός Γκοντάρ, της Μαρίας Γαβαλά, (εκδόσεις Πόλις, 2022) είναι ένα πολυεπίπεδο, άκρως ενδιαφέρον μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αγγίζει καίρια ζητήματα του σύγχρονου κόσμου.

Η συγγραφέας μάς ταξιδεύει από τη Γαλλία μέχρι την Ελλάδα της Χούντας. Τα πρόσωπα, ο λόγος και η δράση τους, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Λουκίας Βακαρή, μιας σπουδάστριας κινηματογράφου στο Παρίσι την εποχή εκείνη, υφαίνουν ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι υπαρξιακό, φιλοσοφικό και βαθιά πολιτικό, θέτοντας ερωτήματα για τη ζωή, την ανθρώπινη φύση, την τέχνη, τον έρωτα, τον θάνατο. Και μεταξύ αυτών προκύπτουν ένα σωρό άλλα ερωτήματα, όπως η παθητική στάση του ανθρώπου απέναντι στη βία και την ανελευθερία: «Μας κουκούλωνε ένα τεράστιο μελανό σύννεφο, γεμάτο μολυσματική βροχή που πνίγει τους ανθρώπους μετατρέποντάς τους σε άβουλα όντα. Αν, προσπαθώντας να τους ξυπνήσεις, άρχιζες να τους ταρακουνάς και να τους ρωτάς ‘ξέρετε τι σημαίνει έχουμε δικτατορία;’ Κάποιοι δεν θα απαντούσαν τίποτα και κάποιοι άλλοι θα έλεγαν απλώς ‘εμείς κοιτάζουμε τη δουλειά μας και το σπίτι μας’. Αυτή ήταν μια πληγή εξίσου βαθιά και κακοφορμισμένη με εκείνες στα πέλματα των ανθρώπων που είχαν μαρτυρήσει στη φάλαγγα, που είχαν τολμήσει να σηκώσουν το κεφάλι και να πουν ‘όχι!’» (σελ. 80).

Στο ίδιο πλαίσιο, γεγονότα που δημιουργούν αγανάκτηση, όπως το ξυλοφόρτωμα μιας άστεγης από τον σύντροφό της, δεν οδηγούν την αφηγήτρια στη δυναμική αντίδραση, ώστε να αποτρέψει τη βία. Αντίθετα, στήνεται μια ολόκληρη κινηματογραφική σκηνή, με λεπτομερείς περιγραφές όπως ακριβώς θα φανταζόταν η πρωταγωνίστρια στα καλύτερα όνειρά της. Το να σταθεί σαν πραγματική ηρωίδα, σώζοντας τους αδύναμους, είναι ευσεβής πόθος που τελικά αποδεικνύεται μυθοπλασία, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε για παρόμοιες στιγμές που μας πνίγει το δίκιο, που θέλουμε να φωνάξουμε, ν’ αντιδράσουμε και παραμένουμε εκεί, άπραγοι κι ακινητοποιημένοι: «Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ασφαλείας κάθε που βουτάς στα βαθιά για να σώσεις κάποιον. Εκεί μέσα, στον βυθό, θα πάθεις ασφυξία, εκεί μέσα επιβιώνουν μόνον αυτοί που το λέει πραγματικά η ψυχή τους… η δική μου παρέμβαση στην ιστορία τους δεν χωρούσε πουθενά. Δεν είχε θέση ούτε καν στα περίφημα τετράδιά μου. Ήμουν παρείσακτη, νέτα σκέτα» (σελ. 176).

Κεντρικός χαρακτήρας του αφηγήματος, είναι ο Γκασπάρ Φρεντέλ, ένας φιλόδοξος κινηματογραφιστής, που θέλει να αποτυπώσει σε φιλμ τα πιο σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο. Τον Μάη του ’68, τα τραύματα του πολέμου της Αλγερίας, τη γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα, τους βίαιους εξισλαμισμούς στην Αφρική, τη Χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Ο Γκασπάρ σκιαγραφείται ως βαθιά ιδεολόγος, που φωνάζει και ντύνει με θεωρία την επαναστατικότητά του πολλές φορές χρησιμοποιώντας αποφθέγματα, όπως «δεν μ’ ενδιαφέρει η παρηγοριά μέσα από λόγια και δάκρυα, αλλά πώς θα συμβάλω ώστε οι σκιές των νεκρών να επιστρέψουν λιγότερο θλιμμένες στους τάφους τους» επαναλαμβάνοντας μια φράση του Μισελέ (σελ. 202). Πνεύμα ανήσυχο, ευμετάβλητο, επηρεάζει βαθιά την αφηγήτρια, κάνοντας τη ζωή της συναρπαστική και ταυτόχρονα ερωτική και οδυνηρή: «…είχε μάθει να επιβιώνει μέσα στο έρεβος, καμιά φορά μάλιστα το προκαλούσε ο ίδιος, να τα βάζει με όλων των λογιών τα τέρατα της αβύσσου, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που τον έφεραν στον κόσμο, και να βγαίνει στην επιφάνεια θρασύς και είρων καίτοι με σμπαραλιασμένα άκρα. Άλλωστε γι’ αυτό μου άρεσε τόσο πολύ…» (σελ. 305).

Στον αντίποδα του Γκασπάρ, η Ρασίντα, δίνει έμφαση στις λεπτομέρειες που περνούν απαρατήρητες, αλλά φανερώνουν αλήθειες της ψυχής. Η Ρασίντα από το υλικό της κρατάει «ανάσες, λυγμούς, αναστεναγμούς, σιωπές αμηχανίας, βηξίματα, συμπιεσμένες ανάσες…» (σελ. 183).

Σχετικά με τους άλλους χαρακτήρες της ιστορίας, αξίζει να σημειωθεί το τρίπτυχο μητέρας, πατέρα και του δίδυμου αδερφού του. Και οι τρεις προσωπικότητες περιγράφονται τόσο γοητευτικές μέσα στην παραδοξότητα και στις αντιφάσεις τους, μεμονωμένα, αλλά και σαν σύνολο, με τα δίδυμα αδέρφια σε απόλυτη αντίθεση μεταξύ τους και τη μάνα στη μέση, να υποφέρει, να φεύγει, να ξαναγυρνάει, προσπαθώντας να αποκαταστήσει την ισορροπία: «…τίποτα δεν είναι μόνο μαύρο και τίποτα μόνο άσπρο. Έτσι ακριβώς κι η μάνα μου, αφενός ήταν μια ζουρλοπαντιέρα, με τη βούλα… αφετέρου μια αποφασιστική και ευέλικτη παίκτρια, δίνοντας λύσεις σ’ αυτή την περίπλοκη και αργά εξελισσόμενη παρτίδα σκάκι» (σελ. 227).

Το ύφος της αφήγησης κυμαίνεται από δημοσιογραφικό σε ποιητικό με έντονο το στοιχείο της εικονοπλασίας, επιτρέποντας στον αναγνώστη να πάρει τον ρόλο του θεατή, αλλά και του κινηματογραφιστή: «Τα μαλλιά του ανέμιζαν ελαφρά στο αεράκι σαν ξέφτια καλοκαιρινού ρούχου, απλωμένου σε σχοινί» (σελ. 96).

Συνολικά, στην αφήγηση η Μαρία Γαβαλά χρησιμοποιεί ποικίλες τεχνικές, ενσωματώνοντας διαλόγους, φιλοσοφικές θεωρίες, θεωρίες για τον κινηματογράφο, γράμματα από τη μητέρα και τον εξόριστο από τη δικτατορία θείο, μεταφέροντας τον αναγνώστη από τις γειτονιές του Παρισιού σε γειτονιές της Αθήνας, ταυτόχρονα κάνοντας και φλας μπακ σε εικόνες της παιδικής ηλικίας, όχι μόνο της ίδιας της αφηγήτριας αλλά και των διδύμων, του πατέρα της και του θείου της: «Ο υποτονικός και άτολμος Μιλτιάδης Βακαρής, ο πατέρας μου…Καθισμένος οκλαδόν, στην άκρη του χωραφιού, ένα μικρό, παραπλανημένο, παρεξηγημένο σεραφείμ, που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την αδελφική ζήλια από τον αδελφικό θαυμασμό, την αδελφική αγάπη από την αδελφική έχθρα, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της διδυμίας και μονο-ζυγωτικότητας, επειδή όλα αυτά πήγαιναν πάντα μαζί, σφιχτά αγκαλιασμένα» (σελ. 304).

Όλες αυτές οι απότομες μεταβάσεις της αφήγησης, τα «ταξίδια» που θα μπορούσαν να δώσουν μια αποσπασματική αντίληψη της πλοκής και να κάνουν τον αναγνώστη να χαθεί, αντίθετα, δημιουργούν μια γοητεία που μας αρπάζει και μας κάνει να διαβάζουμε απνευστί.  Στη δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι περιγραφές του εξωτερικού τοπίου που αντανακλά τον ψυχισμό των χαρακτήρων, με κορυφαίο το γράμμα του θείου που περιγράφει το ξερονήσι σαν να απεικονίζει «τη δική του ξεραϊλα, την πνευματική και συναισθηματική αφυδάτωσή του, τον ίδιο του τον μαρασμό» (σελ. 231).

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου τίθεται ένα ερώτημα σχετικά με τον κινηματογράφο, αν έχει τη δύναμη να συλλαμβάνει με ακρίβεια τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων, ή αν αυτό είναι εν μέρει εφικτό. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, θα απαντούσαμε ότι αυτό είναι εφικτό με την καλή λογοτεχνία, όταν αυτή μέσα από την απόλαυση της ανάγνωσης, μας βοηθάει να εισχωρήσουμε βαθιά στον ψυχισμό τόπων, γεγονότων και χαρακτήρων, φυτεύοντας παράλληλα σπόρους ενδοσκόπησης και προβληματισμού σχετικά με τον ρόλο μας σ’ αυτόν τον κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular