Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Όμηρος και ο Πυθαγόρας βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των πιο διάσημων ανθρώπων των τελευταίων 6000 ετών σύμφωνα με έρευνα του Tεχνολογικού Iνστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ).

Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο φορέα, σε έρευνα για τους πιο γνωστούς συγγραφείς παγκοσμίως μετά την πρωτιά του Ομήρου στους πρώτους εκατό εμφανίζονται οι: Σοφοκλής (5η θέση), Αίσωπος (7η θέση), Σαπφώ (11η θέση), Αισχύλος (12η θέση), Ευριπίδης (14η  θέση), Αριστοφάνης (15η θέση), Ησίοδος (18η θέση), Πίνδαρος (35η θέση) και Μένανδρος (88η θέση). Μη νομίσετε ότι η λίστα αυτή περιέχει μόνο αρχαίους συγγραφείς καθώς συναντώνται και σύγχρονοι. Ενδεικτικά αναφέρω τους: Hermann Hesse (34η θέση), Gabriel García Márquez (47η θέση), Stephen King (58η θέση), Umberto Eco (71η θέση).  Από Έλληνες συγγραφείς (εκτός αρχαίων) εμφανίζονται μετά την 300η θέση οι Νίκος Καζαντζάκης, Γιώργος Σεφέρης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Οδυσσέας Ελύτης και μάλλον ή έκπληξη της λίστας Δημήτριος Βικέλας υποθέτω περισσότερο λόγω της εμπλοκής του με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896.

Ένα πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται από όλα αυτά; Εστιάζοντας στο λογοτεχνικό πεδίο παρατηρούμε ότι η ελληνική λογοτεχνία χαίρει άκρας αναγνώρισης από το παγκόσμιο στερέωμα αλλά κυρίως μέχρι την ελληνιστική εποχή ενώ εμφανίζονται και τέσσερα ονόματα απολύτως αναμενόμενα από την πιο σύγχρονη παραγωγή. Από κει και πέρα μάλλον είμαστε αόρατοι στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Φυσικά, δε χρειάζονται έρευνες τέτοιου τύπου[1] να μας το αποδείξουν. Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις αναγνώρισης ή παροδικά σημάδια ανάκαμψης λάμπει δια της απουσίας της εκτός των τειχών. Πού είναι η σύγχρονη παραγωγή στο εξωτερικό; Ποιος μιλάει για ελληνική λογοτεχνία χωρίς να αναφέρεται αποκλειστικά στους κολοσσούς του παρελθόντος; Ποια είναι η θέση μας στο λογοτεχνικό σύμπαν της σύγχρονης εποχής; Πού είναι η διαρκής και δυναμική συμμετοχή μας σε εκθέσεις βιβλίου και σε παγκόσμια φόρουμ;

Οι αιτίες της υποτονικής μας παρουσίας πολλές και διαχρονικές. Συνοπτικά αναφέρω την έλλειψη συνεπούς πολιτιστικής πολιτικής για το βιβλίο, την πολυδιάσπαση του ελληνικού εκδοτικού χώρου (πληθώρα σωματείων και φορέων), τις εγγενείς αδυναμίες του πεδίου (περιορισμένη αγορά λόγω γλώσσας, χαμηλή αναγνωστική κουλτούρα του ελληνικού κοινού) και τη χαμηλή εξωστρέφεια του κλάδου που επικεντρώνεται μόνο στις ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Τέλος, η οικονομική κρίση θεωρώ πως απλώς επιδείνωσε ένα προβληματικό τοπίο. Φαίνεται ότι το ελληνικό βιβλίο βρίσκεται εκτοπισμένο στον τόπο του και άφαντο στον κόσμο.

Δυστυχώς ή ευτυχώς η κρατική πολιτική δίνει το ρυθμό και στον εκδοτικό χώρο ως μαέστρος μιας ορχήστρας. Αν είναι αρμονική ή ασυντόνιστη αυτή η ορχήστρα ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ασκούμενη πολιτική τόσο στο εκπαιδευτικό όσο και στο πολιτιστικό πεδίο. Σχετικά με το εκπαιδευτικό σύστημα δε χρειάζεται να ειπωθεί κάτι περισσότερο από το γεγονός πως περισσότεροι μελλοντικοί αναγνώστες χάνονται παρά κερδίζονται με τον αποστεωμένο τρόπο διδασκαλίας και τη λογική τους ενός βιβλίου. Όσον αφορά την εκδοτική πολιτική στο χώρο του βιβλίου είναι ακόμα νωπές οι υπογραφές για την κατάργηση της ενιαίας τιμής αλλά και της παύσης του ΕΚΕΒΙ με τη μεταφορά μέρους των αρμοδιοτήτων του στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού (Ε.Ι.Π.). Υπενθυμίζω ποια ήταν η στρατηγική για το βιβλίο και την ανάγνωση δύο δεκαετίες πριν. Αυτή βασιζόταν σε τρεις θεμελιώδεις προτεραιότητες[2]: α) ίδρυση ινστιτούτου βιβλίου απαραίτητο για την άσκηση πολιτικής, β) νόμος για τη σταθερή τιμή του βιβλίου και γ) ανάληψη δημιουργικής πρωτοβουλίας για τον εκσυγχρονισμό και την οργάνωση δικτύου λαϊκών βιβλιοθηκών. Σήμερα είμαστε στο σημείο μηδέν καθώς καμία από αυτές τις τρεις συνθήκες δεν ισχύει. Το ζήτημα της σημασίας της ενιαίας τιμής του βιβλίου διατυπώθηκε δυναμικά από πολλούς φορείς και οι περισσότεροι συμφωνούν στη χρησιμότητα της ύπαρξής της. Το παράδειγμα του Βελγίου από το μακρινό 1981 είναι χαρακτηριστικό και όπως λέει ο Κάσσος[3], όταν καταργήθηκε το σύστημα των επιβαλλόμενων τιμών, που ίσχυε από το 1949 και εγκαθιδρύθηκε η πλήρης απελευθέρωση στην τιμή του βιβλίου ο τομέας των βιβλιοπωλείων υπέστη ένα αληθινό σοκ. Έκλεισε σχεδόν το 60% από αυτά. Για να μην αναφερθούμε και στις ολέθριες συνέπειες που είχε η κατάργηση της ενιαίας τιμής για τα μικρά βιβλιοπωλεία της Μ. Βρετανίας. Από την άλλη πλευρά, ενώ η διατήρηση της ενιαίας τιμής είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για την εκδοτική και πολιτιστική πολυμορφία δεν αρκεί για να ενδυναμωθεί η αναγνωστική διαδικασία. Μόνο μια υγιής εκδοτική αλυσίδα που θα δημιουργήσει μια πολυάριθμη κοινωνία συστηματικών αναγνωστών στο εσωτερικό θα μπορέσει να διεκδικήσει δυναμική παρουσία και στο παγκόσμιο περιβάλλον.

Ερχόμαστε τώρα στους συγγραφείς, τον πυρήνα του εκδοτικού οικοσυστήματος. Οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι είναι σχεδόν αδύνατο στην Ελλάδα κάποιος να βιοπορίζεται από τη συγγραφική τέχνη. Οι αιτίες είναι πολλές και έχουν να κάνουν τόσο με το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό αλλά και με τις εσωτερικές εκδοτικές συνθήκες. Το οξύμωρο είναι πως σήμερα ενώ παράγεται περισσότερη λογοτεχνία από ποτέ και μάλιστα κυκλοφορούν ποιοτικά έργα από τους Έλληνες συγγραφείς, εντούτοις δε φαίνεται η παραγωγή αυτή να εξαργυρώνεται με όρους απήχησης ή πωλήσεων στο εξωτερικό. Για ποιο λόγο η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και κατ’ επέκταση οι συγγραφείς δεν απολαμβάνουν εκτός κάποιων εξαιρέσεων μια στοιχειώδη αναγνώριση στο εξωτερικό; Είναι μόνο ζήτημα γλώσσας ή περιορισμένης προβολής από τους εκδοτικούς οίκους; Έλλειψη μεταφραστικών εγχειρημάτων από το κράτος; Ανάλωση σε θεματολογία ανοίκεια για τους αναγνώστες εκτός Ελλάδος ή και ατολμία των ίδιων των συγγραφέων που δεν αξιοποιούν τα σύγχρονα επικοινωνιακά εργαλεία για διασυνδέσεις και προώθηση της δουλειάς τους;

Δε νομίζω ότι χρειάζονται μεμψιμοιρίες. Γνωρίζουμε ότι έχουμε μια γλώσσα περιορισμένης διάδοσης και αυτό δεν αλλάζει. Απαιτούνται, όμως, ενέργειες βραχυπρόθεσμες αλλά και στρατηγικού χαρακτήρα για να λάβει η σύγχρονη ελληνική εκδοτική παραγωγή (λογοτεχνία, επιστημονικό βιβλίο, κόμιξ κ.λπ.) το μερίδιο που της αναλογεί στο παγκόσμιο εκδοτικό τοπίο. Απαιτείται η βούληση των επίσημων κρατικών φορέων: υπουργείων, ιδρυμάτων, εκπαιδευτικών οργανισμών αλλά και η συστράτευση της εκδοτικής αλυσίδας που δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιμένει τα πάντα από το κράτος. Η αλλαγή μοντέλου καθίσταται επιτακτική σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Απαιτείται η μετάβαση από τον κρατισμό σε δικτυωμένες συνέργειες, η δυναμική αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών, η κινητοποίηση των Πανεπιστημίων (τμήματα φιλολογικών και πολιτισμικών σπουδών κ.ά.), η επιλογή τίτλων για προώθηση σε ξένους εκδότες που μπορούν να «μιλήσουν» στους αναγνώστες άλλων χωρών και η ίσως μια πιο κοσμοπολίτικη ματιά από την πλευρά των ελλήνων συγγραφέων.

Πιο συγκεκριμένα, για να αποκτήσει υπόσταση αλλά και πολύ περισσότερο να αφήσει το αποτύπωμά της η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή στην παγκόσμια αρένα του βιβλίου απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες δράσεις. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιες από αυτές: επιδότηση και παραγωγή αξιοπρεπών μεταφράσεων σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας (μετά το 1945) με κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας-πολυφωνίας και καμπάνιες προώθησης της μοναδικότητας και της ιδιαιτερότητας της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής από τον Όμηρο ως σήμερα καταδεικνύοντας τη συνέχεια της γλώσσας μας. Επίσης, η αξιοποίηση ξένων συγγραφέων που χρησιμοποιούν ελληνική θεματολογία ή έχουν ελληνική καταγωγή θα προσέδιδε έναν διαφορετικό αέρα στη λογοτεχνία μας. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρεσβευτές της ελληνικής κουλτούρας συγγραφείς όπως οι: Victoria Hislop, Steven Pressfield, Valerio Massimo Manfredi, Anne Zouroudi, Frank Miller, Jeffrey Eugenides, David Sedaris κ.λπ. Ακόμα, είναι απαραίτητο να δίνονται διαλέξεις Ελλήνων συγγραφέων στις εναπομείνασες έδρες νεοελληνικών σπουδών και να επενδυθούν χρήματα στην έρευνα για θέματα που αφορούν τη μεταβαλλόμενη εκδοτική βιομηχανία και τις πολιτικές προώθησης της ανάγνωσης. Τέλος, η κινητοποίηση της νέας γενιάς Ελλήνων μεταναστών υψηλού μορφωτικού επιπέδου θα μπορούσε να λειτουργήσει ευεργετικά για την προώθηση της σύγχρονης παραγωγής μέσω στοχευμένων δράσεων σε πανεπιστήμια και στις κοινότητες που δρουν και εργάζονται.

Ας εφαρμόσουμε, εντέλει, στο βαθμό του εφικτού κάτι από το εκδοτικό μοντέλο των Σκανδιναβικών χωρών. Μικρές χώρες με γλώσσες περιορισμένης απήχησης εμφανίζονται δυναμικά στο λογοτεχνικό πεδίο. Επενδύουν στον πολιτισμό βλέποντάς τον ως οργανικό κομμάτι της χώρας τους και ως μέσο άσκησης διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Η καλλιτεχνική δημιουργία και η εκδοτική παραγωγή υποστηρίζονται δυναμικά από τα υπουργεία πολιτισμού. Ενδεικτικό είναι το πρόγραμμα DIVA όπου δημιουργοί των γραμμάτων και των τεχνών από άλλες χώρες επισκέπτονται τη Δανία και ενημερώνονται για την πολιτιστική παραγωγή μέσα από πολύπλευρες δράσεις. Επιπρόσθετα, επιδοτούν μεταφραστικά προγράμματα, οι συγγραφείς θεωρούνται πολιτιστικό κεφάλαιο για τις χώρες αυτές ενώ οι εκδοτικές εταιρείες διαθέτουν λογική εξωστρέφειας, διοργανώνουν συνέδρια και μάλιστα στα αγγλικά, συμμετέχουν σε εκθέσεις βιβλίου, επιδιώκουν συνέργειες και επενδύουν στην καινοτομία αξιοποιώντας τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας.

Η κουλτούρα της συνεργασίας, της πολυφωνίας και της εξωστρέφειας αποτελεί διαχρονικό ζητούμενο για την ελληνική πολιτιστική παραγωγή. Η απαρχή μπορεί και πρέπει να υπάρξει μέσα από τον χώρο των εκδόσεων και του βιβλίου, διαχρονικούς φορείς ιδεών, γνώσεων και πολιτισμού. Πιστεύω πως η αναμόρφωση και η ανάπτυξη του χώρου μπορεί να συντελεστεί, αρχικά, εκ των έσω δηλαδή από τους ανθρώπους που επιχειρούν, που εργάζονται, που γνωρίζουν, που συγγράφουν, που διαβάζουν και όχι μέσα από αποστειρωμένες πολιτικές και παράγοντες που δε σχετίζονται με τον χώρο ή πολύ περισσότερο επιδιώκουν την ολοκληρωτική του απαξίωση. Μια ισχυρή εκδοτική αλυσίδα ενδυναμώνει το σύνολο των συντελεστών και καλείται να υπηρετήσει κοινούς στόχους που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: βιωσιμότητα-ανάπτυξη του χώρου, διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού και διάχυση του ελληνικού γραπτού πολιτισμού στο εξωτερικό. Συνεπώς, απαιτείται μια διαφορετικού τύπου εκδοτική στρατηγική μακριά από κοντόφθαλμες λογικές με όραμα, εξωστρέφεια, φαντασία και ευρηματικότητα στοιχεία που εκ των πραγμάτων θα πρέπει να διαθέτουν οι άνθρωποι του βιβλίου. Χρειάζεται με άλλα λόγια να πάρουν την τύχη στα χέρια τους, να αλλάξουν το ριζικό τους και κατ’ επέκταση τη μοίρα των ελληνικών γραμμάτων στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

  

Έρευνα:  http://goo.gl/Jr6M15

πιο γνωστούς συγγραφείς παγκοσμίως  http://goo.gl/UjMHNH

 

 


[1] Η μεθοδολογία των ερευνών βασίζεται κυρίως στις εμφανίσεις των ονομάτων στη Wikipedia (σύνολο εκδόσεων της Wikipedia σε διάφορες γλώσσες, αριθμό των page views κ.λπ.).

[2] Συλλογικό (1994), Εθνική Πολιτική Βιβλίου, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα.

[3] Κάσσος  Βαγγέλης, «Ενιαία τιμή βιβλίου» στο Συλλογικό (1994), Εθνική Πολιτική Βιβλίου, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα.

Panagiotis Kapos

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular