Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Πες της, Χρήστος Οικονόμου, Εκδόσεις Πόλις

«Δική της ιδέα ήταν, να μιλάμε, να ξεχνιέμαι, κάνει καλό να μιλάς, μου λέει, άμα μιλάς ο πόνος λιγοστεύει. Από μίλημα άλλο τίποτα, της λέω. Ναι, δεν εννοώ να μιλάς με τον εαυτό σου. Αυτό δεν πιάνεται. Γιατί; Γιατί έτσι. Κι έτσι λοιπόν τις Δευτέρες μιλάμε. Παραμιλάμε δηλαδή…».

Αυτά μας αποκαλύπτει ο Χρήστος Οικονόμου για την «κοινωνική» ζωή της ανώνυμης ηρωίδας του, της αφηγήτριας του τελευταίου βιβλίου του με τον γριφώδη τίτλο «Πες της». Μια γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας (πιθανόν μεταξύ τριάντα και σαράντα), που αυτοαποκαλείται κούριερ. Όχι ταχυμεταφορέας, κούριερ. Γιατί η χρήση της ελληνικής λέξης με τα διπλάσια γράμματα αυτής της αγγλικής δεν είναι επιθυμητή στο χώρο των επιχειρήσεων. Αν οι εργαζόμενοι μιλούν πολύ, η παραγωγικότητά τους πέφτει και δεν συμφέρει…

Μόνο τις Δευτέρες και προφανώς εν αγνοία της εταιρείας, η ανώνυμη κούριερ συνοδεύεται στις διανομές από την επιστήθια φίλη της, την κομμώτρια Λένα. Και σπάνια κάποια βράδια ανεβαίνουν παρέα στην ταράτσα του κομμωτηρίου για να χαζέψουν τον ουρανό…

Κάπως έτσι θα μπορούσε να εξελισσόταν ένα μπονσάι διήγημα του πολυβραβευμένου διηγηματογράφου, αν η πένα του δεν μεταμόρφωνε τον ασθματικό, θρυμματισμένο λόγο της ηρωίδας στο καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο παρατηρεί και καταγράφει τις ιστορίες όσων αυτή συναντά από πόρτα σε πόρτα. Στην Αθήνα, στον Πειραιά, σε κάποιο απομονωμένο ορεινό χωριό της χιονισμένης Κρήτη και, τέλος, στο παγωμένο Πήλιο. Και μέσα από τις ιστορίες τους εικονογραφείται η πραγματικότητα μιας χώρας λαβωμένης από την Κρίση…

Η κούριερ ανυψώνεται σ’ ένα είδος φασματικής, αεικίνητης ύπαρξης. Ένα αερικό που τριγυρνά από τόπο σε τόπο, από συνοικία σε συνοικία, από δρόμο σε δρόμο. Όλες τις εποχές του χρόνου. Με καύσωνα και χιόνια, ήλιο και βροχές, μέρες και νύχτες. Κι όχι μόνο παρατηρεί τους ανθρώπους με περισσή ικανότητα – τόση όσοι ελάχιστοι και άρτια εκπαιδευμένοι ειδικοί διαθέτουν – αλλά καταγράφει και τη ζωή τους. «Καμιά φορά πρόχειρα – στο κινητό, στο τάμπλετ, σε τίποτα χαρτάκια», ακόμα και στα χέρια της «με κώδικες μυστικούς… τόσο μυστικούς που συχνά συμβαίνει να μην μπορώ να βγάλω άκρη».

Γυρίζοντας σπίτι περνά τα σημειώματά της σ’ ένα τετράδιο. Όπως και τους περίεργους και πρωτότυπους καταλόγους που συνθέτει με αστείους και περίεργους συνδυασμούς επιθέτων, ονομάτων, οδών και επαγγελμάτων που για να πείσει τη φίλη της ότι υπάρχουν φωτογραφίζει με το κινητό της.

Οι ιστορίες που καταγράφει πολύχρωμες όσο το ανθρώπινο πλήθος. Πότε αστείες και πότε  τραγικές. Ξεχειλίζουν απόγνωση, παραίτηση, υποταγή, πόνο, τρέλα, εμμονές, θυμοσοφία, αρλούμπες, βία, παραληρήματα. Ό,τι χαρακτηρίζει μια κοινωνία πληγωμένη… Ομοίως κι οι πελάτες της κάθε λογής. Κάποιους ξέρει καλά, τους παραδίδει συχνά πακέτα, κάποιους θα δει μια και μόνη φορά στη ζωή της, άλλους ποτέ, μόνο τη φωνή τους θα ακούσει πίσω από μια κλειστή πόρτα. Μια κυρία θα της ανοίξει έχοντας στο κεφάλι μια χαρτοσακούλα μανάβη υπό το φόβο της πανδημίας και την έλλειψη μάσκας! Η κούριερ διηγείται τα διάφορα «κουλά» που ακούει και της συμβαίνουν στον εαυτό της και στη Λένα κι αυτή γελώντας της λέει ότι έχει «λωλωμαγνήτη»…

Γιατί όμως κάνει καταγράφει και κρατά αρχείο των ιστοριών της; Εδώ ο Οικονόμου μας δίνει μια ιδέα και μόνο από τον «εσωτερικό» κόσμο της ηρωίδας του: «Τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ, όταν πονάω μέσα έξω, όταν φοβάμαι μην αρχίσω πάλι να μετράω ζωντανούς και πεθαμένους…, όταν θέλω να πιώ μέχρι να ΄ρθει το μεγάλο μαύρο…, τέτοιες νύχτες κάθομαι και ξεφυλλίζω το τετράδιο και γεμίζω τα κενά και αδειάζω τα γεμάτα, μπορεί λέω η μόνη αλήθεια να είναι εκείνο το κάτι που φτιάχνεις απ’ το τίποτα».

Είναι, λοιπόν, η ανώνυμη ηρωίδα του Οικονόμου ακόμα ένα τσακισμένο ανθρώπινο πλάσμα, όπως πολλοί από τους πελάτες της, που ξεφυλλίζοντας το τετράδιο με τις σημειώσεις της επιχειρεί να ανασυνθέσει το παρελθόν ώστε να προκύψει μια ουσιαστική Ουτοπία στο μέλλον; Γιατί «πώς θα αλλάξεις το αύριο αν δεν αλλάξεις το χτες, αν δεν φανταστείς αλλιώς το παρελθόν πώς θα φανταστείς αλλιώς το μέλλον» όπως της είχε πει «ο τρελοκαπελάς στη Φιλοκτήτου». Μήπως θα μπορούσαμε να δούμε την ηρωίδα του Οικονόμου ως μια αντίστροφη Αλίκη, που πέφτοντας στην κουνελότρυπα ήρθε στον δικό μας κόσμο για να μας τον δείξει  όπως ακριβώς είναι, βλέποντάς τον με τα δικά της μάτια; Γιατί αν δεν πονάς, πώς μπορείς να δεις;

Ο Χρήστος Οικονόμου ακούει στ’ αυτί του τη φωνή της ηρωίδας του και τη μεταφέρει στο χαρτί ξεκινώντας από μια σκηνή ανάβασης. Η κούριερ με τη φίλη της Λένα που κρατά μια παράξενη τεφροδόχο στην αγκαλιά – εφτά χρόνια μετά την τελευταία της ανάβαση σ’ ένα άλλο χιονισμένο βουνό κάπου στην Κρήτη – ανεβαίνουν στο Πήλιο. Αποστολή τους η παράδοσή της στάχτης μιας 27χρονης κοπέλας στη μάνα της, που ζει κρυμμένη στο βουνό των Κενταύρων παρέα με την πολύτιμη εγγονή, την κόρη της νεκρής που της απέμεινε. Ένα ακόμη ξωτικό, που η συνάντησή της με την κούριερ θα λύσει το μυστήριο μιας από τις φράσεις κλειδιά που αφήνει πίσω του ο συγγραφέας κατά την εξέλιξη της διήγησης, ώστε ο αναγνώστης να οδηγηθεί και πάλι, μετά την περιπλάνησή του στην «κουνελότρυπα» στον πραγματικό κόσμο:

«Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω».

Γιατί δεν είναι βέβαια τυχαίο, ούτε αποτελεί παιχνίδι με τη δομή του κειμένου, το γεγονός ότι αυτό ολοκληρώνεται, όταν ο αναγνώστης παρακολουθήσει στις τελευταίες σελίδες της διήγησης το τέλος της συγκεκριμένης ανάβασης. Τη στιγμή που «τρεις γυναίκες και μια που θα γίνει», η Λένα «κρατώντας ένα βάζο με στάχτες, η Μαρίνα με την καραμπίνα περασμένη στον ώμο», για να προστατέψει πάντα τη μικρή εγγονή της, καθώς και ανώνυμη ηρωίδα θα βγουν στην αυλή του πηλιορείτικου σπιτιού. Την ώρα που το χιόνι «θα κοιμίσει όλους τους ανέμους και ανάλαφρα θα αναδευτεί ψηλά στα βουνά και στις χαράδρες, η πελώρια κάτασπρη καρδιά του κόσμου» για να «απλωθεί μέχρι εκεί που φτάνει το φως από το δίβουλο φεγγάρι» και πέρα μακριά πάνω στη θάλασσα «που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να της αφήσει σημάδι».

Ο Χρήστος Οικονόμου περπατά δίπλα μας στο χιόνι. Η σιωπή της νύχτας είναι εκκωφαντική. Ακούμε μαζί τους την ανάσα των τεσσάρων γυναικών και ξέρουμε ότι στην τεφροδόχο υπάρχει η στάχτη μιας πέμπτης.     

«Πού πάει όλος αυτός ο πόνος;»

«Κοιταχτήκαμε όπως έχω κοιταχτεί με πολλούς ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια»

Τα πετραδάκια που η ηρωίδα του πέταξε στο κείμενο όσο χανόταν μέσα στον κόσμο των ανθρώπων έρχονται στον νου μας, για να γαληνέψουν και τη δική μας ψυχή, όπως γαληνεύει και η ψυχή της ηρωίδας του με το ξεφύλλισμα των ιστοριών που καταγράφει τα δύσκολα βράδια. Όταν ο ύπνος είναι αδύνατος, γιατί ο πόνος ξυπνά και μαζί του οι νεκροί και οι ζωντανοί μας.

Υ.Γ. Διαβάζοντας το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου «Πες της» ξεχνάς, αλλά ούτε και σε ενδιαφέρει, αν είναι διήγημα, νουβέλα ή μικρό μυθιστόρημα, αφού πριν και πάνω απ’ όλα είναι Λογοτεχνία. Δηλαδή φάρμακο ψυχής και άσκηση μυαλού.

Αν δεν το διαβάσετε θα είστε φτωχότεροι για πάντα.     

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular