Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Πιστή στην προτίμησή της στους σύντομους, περιεκτικούς τίτλους – είναι ενδεικτικό ότι η πλειονότητα των προηγούμενων συλλογών της τιτλοφορείται με μία φράση αποτελούμενη από δύο μόνο λέξεις – η Αγγελική Σιδηρά συστήνει το νέο της ποιητικό βιβλίο υπό τον αρχαιοπρεπή τίτλο Οίμοι, λέγουσα. Ήδη, η χρήση της αρχαιοελληνικής μετοχής «λέγουσα», που συνδέεται ευθέως και καταδεικνύει το ποιητικό υποκείμενο, δίνει ένα πρώτο στίγμα των προθέσεων της ποιήτριας η οποία φαίνεται πως, και σε αυτή τη συλλογή, κινείται προς την κατεύθυνση της αυτοαναφορικότητας, της ποιητικής δηλαδή μετουσίωσης προσωπικών εμπειριών και βιωμάτων. Το επιφώνημα «οίμοι», από την άλλη, που σημαίνει «αλίμονό μου! σε μένα!» ενισχύει την εντύπωση της αυτοαναφορικότητας και διαφωτίζει σχετικά με τη θεματική, το κλίμα και την ατμόσφαιρα των ποιημάτων, ένα κλίμα πόνου, δυστυχίας και θλίψης, ένα κλίμα θανάτου.

Ο θάνατος, ως ποιητική αφετηρία, υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα προσφιλή θέματα των ποιητών, οι περισσότεροι από τους οποίους τον προσέγγιζαν και τον μετέπλαθαν ποιητικά προκειμένου να αποτολμήσουν ένα είδος συμφιλίωσης μαζί του ή, έστω, αποδοχής του τελεσίδικου. Η περίπτωση της Σιδηρά είναι, εν μέρει, διαφορετική. Γιατί η ποιήτρια δεν προσεγγίζει το ζήτημα του θανάτου αυστηρά «καλλιτεχνικά», με διάθεση δηλαδή να τεχνουργήσει τα ποιήματά της πάνω στη βάση μίας προβληματικής που στέκεται, κατά βάση, σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά καθαρά βιωματικά, διαισθητικά και συγκινησιακά. Από την άποψη αυτή, η ποίησή της, σαφώς προσωπική, προσεγγίζει τα δημοτικά τραγούδια του θανάτου, τα γνωστά μοιρολόγια, που πλάθονταν από τον ανώνυμο λαϊκό δημιουργό προκειμένου να αποτελέσουν το λεκτικό «κατευόδιο» του νεκρού. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η φράση «οίμοι, λέγουσα» παρηχεί, όχι μόνο στο επίπεδο των ήχων, αλλά και σε αυτό των σημασιών, τη λέξη μοιρολόγια, εντάσσοντας έτσι τη συγκεκριμένη ποιητική απόπειρα μέσα στο κλίμα και τη διάθεση αυτή.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύνολο είκοσι πέντε ελευθερόστιχων ποιημάτων, μικρής έκτασης, γραμμένων με αφορμή το θάνατο του γιου της ποιήτριας, Αλέξη. Το πραγματικό αυτό γεγονός δεν αποτελεί απλώς και μόνο την αφορμή, αλλά γίνεται ο πυρήνας της ποιητικής δημιουργίας της Σιδηρά, το κέντρο από το οποίο πηγάζει και στο οποίο κατευθύνεται ο λόγος. Οι στίχοι της δονούνται εμφανώς από το πάθος του θανάτου, νοούμενο ως συμφορά, και εμφορούνται από τη σπαρακτική της διάθεση και την παραδοχή της αδυναμίας της να ελέγξει τον πόνο. Κλαίει το σώμα μου./ Κι όσο για την ψυχή μου;/ Οι λυγμοί της σκάβουνε/ τα σπλάχνα μου. Χτίζουν εντός μου/ σταλακτίτες, σταλαγμίτες.// Μεταμορφώνομαι αργά αργά/ σε πέτρα. («Μετάλλαξη»)

Η ομολογία του πένθους και της οδύνης είναι καταλυτική και συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε μία άνευ όρων και ορίων συμ – πάθεια, στην ενσυναίσθηση, σε μία διαδικασία μετάγγισης του πόνου με αγωγό το ποίημα. Ο πόνος αυτός έχει πολλές αποχρώσεις, σε κάθε περίπτωση όμως έχει τη δύναμη και τη δυναμική να διαποτίζει με τρόπο αξεδιάλυτο τους στίχους, έτσι που ποίηση και πόνος γίνονται ένα, ταυτίζονται και συναποτελούν μία ύπαρξη ταυτόσημη και ενιαία. Η ταύτιση αυτή σηματοδοτεί μία σημαντική στιγμή στο νεοελληνικό ποιητικό τοπίο από την άποψη ότι προκρίνει μία διαφορετική προσέγγιση του ποιητικού γεγονότος, μία προσέγγιση που εκκινεί και καταλήγει στο θυμικό, στο συναίσθημα, στη βούληση, τοποθετώντας σε δεύτερη θέση το λογιστικό που προεξάρχει στη, μάλλον νοησιαρχική, ποίηση του καιρού μας.

Στενά συνυφασμένη με την έννοια του πένθους και την ποιητική του μετουσίωση είναι, βέβαια, η μνήμη που έρχεται με μία στόχευση διττή· να απαλύνει τον πόνο με την επιστροφή στο ευτυχισμένο και ξέγνοιαστο παρελθόν ή, αντίθετα, να βαθύνει ακόμα περισσότερο το τραύμα. Τα κάλαντα έλεγες σαν ήσουνα παιδάκι./ Φορούσες παντελόνι με τιράντες/ κι ένα πουκαμισάκι πάλλευκο, λινό./ Η φωνή σου διαπερνά δεκάδες χρόνια/ κι άλλοτε με χαϊδεύει,/ άλλοτε μου τρυπάει/ ανελέητα τ’ αυτιά. («Τρίγωνα κάλαντα») Η μνήμη αποκτά το χαρακτήρα ενός σφυροκοπήματος που ταλανίζει την ποιήτρια και λειτουργεί σαν ένας ανεξάντλητος Γολγοθάς και ένα βάρος που ίσως τελικά μονάχα η ποίηση μπορεί να σηκώσει.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η μετάπλαση του άφατου πόνου της ποιήτριας σε στίχους οδηγεί σε διαφορετικά, κάθε φορά, αποτελέσματα. Έτσι, πέρα από τα τυπικά ποιήματα ορισμένης μορφής, συναντά κανείς τα ποιητικά στιγμιότυπα, τα πεζόμορφα ή περιγραφικά ποιήματα, αλλά και τα ποιήματα στοχασμού, μία ποικιλία δηλαδή ποιητικών μορφών και μορφοποιήσεων εντός των οποίων ο θάνατος σχηματοποιείται σε διάφορους ποιητικούς τύπους, γεγονός ενδεικτικό του πολύπλευρου και απροσπέλαστου χαρακτήρα του. Η γλώσσα είναι απλή, λιτή, ρέουσα, ουσιαστική, έτσι ακριβώς όπως την υπαγορεύει η καθηλωτική δύναμη του γεγονότος. Οι στίχοι άλλοτε κοφτοί, ασθματικοί, σπασμωδικοί, όπως ακριβώς είναι και ο θρήνος, ακόμα κι όταν ο λόγος αυτός γίνεται ποίημα ή τραγούδι, και άλλοτε αφηγηματικοί, όταν η διάθεση και η βούληση της ποιήτριας την σπρώχνουν να διηγηθεί τις στιγμές, τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις.

Είναι ίσως από τις λίγες φορές που μία ποιητική συλλογή επικεντρωμένη σε ένα θέμα η γεγονός κατορθώνει να αποτελέσει ένα οργανικό σύνολο, ταυτόχρονα όμως και ένα απάνθισμα ποιητικών στιγμών που προσεγγίζει τον θάνατο από διάφορες πλευρές με τέτοιον τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι τον «πολιορκεί». Ο θάνατος βέβαια είναι παρόν και παντοδύναμος, είναι ανίκητος, η εναγώνια όμως προσπάθεια της ποιήτριας να τον πλησιάσει και να προσπαθήσει να τον ξεγελάσει με μέσα όπως η ανάμνηση, η υποκατάσταση, το όνειρο είναι αξιοσημείωτη και καταξιώνει τον αγώνα της. Γι’ αυτό τον λόγο αγαπώ/ την ασυνέχεια των ονείρων./ Πότε παιδί, άλλοτε άντρας,/ μωρό στην κούνια σου μετά/ και πάντα να υπάρχεις. Πίνω το χάπι μου:/ Καλώς να ’ρθεις, αγόρι μου./ Κλείνω τα μάτια μου/ και μ’ αγωνία σε προσμένω. («Ασυνέχεια»)

Πάνω απ’ όλα όμως καταξιώνει την ίδια την ποίηση ως διαμαρτυρία και όπλο ενάντια στην κατάργηση και κατάλυση της ίδιας της ζωής. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για τις καβαφικές «δοκιμές νάρκης του άλγους», αλλά κυριολεκτικά για δοκιμασίες μέσα από τις οποίες νικήτρια βγαίνει η Ποίηση συμπαρασύροντας σε ένα πολύ μικρό έστω βαθμό, όσο το ποίημα διαρκεί, και την ίδια τη δημιουργό. Η ίδια άλλωστε δεν εγκαταλείπει τον αναγνώστη της ούτε εγκαταλείπεται στο πένθος. Μ’ ένα έξοχο στην ποιητικότητα και τη συγκινησιακή του διάσταση «γύρισμα» που πραγματοποιεί στο τέλος της συλλογής φωτίζει την ελπίδα και αντλεί δύναμη από την αληθέστερη και γνησιότερη μορφή ποίησης που δεν είναι άλλη από τα λόγια ενός μικρού παιδιού. Ώσπου ένα δεκάχρονο αγόρι/ μου πέρασε ένα σημειωματάκι/ που έγραφε έτσι απλά:/ Γιαγιά μου, μην αφήνεις τη λύπη/ να σου επιτήθετε. Κάνε άμυνα./ Πολέμησέ την. («Έτσι απλά»)

Efstathia Dimou

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular