Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια, Κυριακή Καρσαμπά

Η σοφία της ισόβιας παιδικότητας, η μαγική Σιωπή και η γυμνή Αλήθεια

Η Κυριακή Καρσαμπά είναι από εκείνες τις παρουσίες στον πληθωρικό χώρο των κοινωνικών δικτύων, που αφήνουν ένα ισχυρό – αλλά όχι ηχηρό- αποτύπωμα, από εκείνες τις ποιητικές φωνές που αποκαλύπτονται όχι μόνο ως δημιουργοί αλλά και ως προσωπικότητες μέσα από το έργο τους με διαύγεια περισσή.

Αρχικά μας συστήνεται με τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου της. Η αλήθεια στο κέντρο του λόγου και του βιώματος, αυτή η πολύτιμη, πολυπόθητη και πολυσήμαντη αλήθεια από την ποιήτρια ορίζεται και προσδιορίζεται από το επίθετο «γυμνή». Η αλήθεια που μας υπόσχεται η Κυριακή Καρσαμπά είναι «σχεδόν γυμνή», απαλλαγμένη από εκείνα τα ψιμύθια και τα ενδύματα που θα την έκρυβαν ή θα την αναιρούσαν.

Η αλήθεια, που «απεριόριστη και τίμια» ήταν ο κύριος στόχος του Τσέχωφ και κάθε αυθεντικής και μεστής λογοτεχνικής φωνής, μοιάζει να είναι ο στόχος της ποιητικής συλλογής αλλά και της ίδιας της βιοτής της ποιήτριας.

Ο ποιητικός λόγος της Κυριακής Καρσαμπά αφήνει σαφή ίχνη για να φτάσουμε στην προσωπικότητα της ποιήτριας, αρχικά αποκαλύπτοντας το ίδιο το γενεσιουργό αίτιο και συνάμα το κίνητρο της ύπαρξής του:

«Κύριε, σ΄ ευχαριστώ που άφησες

ανέπαφη την παιδική μου καρδιά

στον μυστικό μου κήπο για

να μπορώ ακόμα να εκπλήσσομαι

και να θαυμάζω!»

Παιδί για πάντα λοιπόν, με ματιά αμόλευτη από τον χρόνο και τα γεννήματά του, με μια αθωότητα καλά προφυλαγμένη εντός, ικανή και αναγκαία συνθήκη όπως ομολογεί για να μπορεί να εκστασιάζεται και να εκπλήσσεται. Η παιδικότητα αυτή, είναι πιθανότατα ένας από τους  πιο καθοριστικούς για την ποίηση καταλύτες, και θα την δούμε συχνά να αναδύεται στον ποιητικό λόγο και στο έργο της ποιήτριας.

Για την αμιγή διαδικασία της γραφής μιλάει αλλού άμεσα:

«Και πριν καλοξυπνήσω,

στο αίμα μου ήδη αναδεύονται οι λέξεις.

Πάνε, έρχονται, συγκεντρώνονται,

κάθονται σε παγκάκια,

συσκέφτονται,

άλλες αποχωρούν…

Εντέλει, να το!

Με μια αγκαλιά ορθάνοιχτη

φωνάζει απ’ το χαρτί το ποίημα!

διαβάστε με!»

Η μεταμορφωτική δύναμη της ποίησης όμως δεν εξαντλείται στα φυσικά της όρια, στα όρια του λόγου. Η ποιήτρια, λακωνικά περιγράφει την  οργανική σχέση της με την ποίηση και τις συνέπειες της σχέσης αυτής που συμπαρασύρουν ακόμη και στοιχεία της φύσης:

«Έγινε στόχος μου το ποίημα.

Κι από τότε ο αέρας του βουνού

κατηφορίζει ως το στήθος μου!»

Έτσι ο ρόλος του λόγου επαναδιαπραγματεύεται στο ποιητικό σύμπαν της Καρσαμπά, διυλίζεται, επαναδιυλίζεται μέχρι τελικής αποστάξεως της βαθύτερης ουσίας του.

«Ακόμα και τα δίστιχα τα βρίσκω φλύαρα.

Ψάχνω να βρω δυο λέξεις που να τα λένε όλα.»

Και αλλού αμφισβητείται ευθέως ο πρωταρχικός ρόλος του:

«Όχι άλλα λόγια, όχι άλλα λόγια

Τα μάτια μόνο θέλω να κοιτάζω πια.

Εκεί διαβάζω τη ζωή σου, σαν βιβλίο.»

Η ποίηση της Κυριακής Καρσαμπά έχει έναν τόνο εξομολογητικό και συνάμα διαπνέεται από έναν βαθύ, φιλοσοφικό στοχασμό. Μοιάζει σαν το πολύτιμο απόσταγμα μια διαδρομής, σαν η κοπιώδης σταχυολόγηση των θέσεων, στάσεων αλλά και αναζητήσεων μιας ζωής. Είναι η καθαρά προσωπική θέαση των ανθρώπων, των αδυναμιών και των αρετών τους, του Θεού, των αξιών, των μικρών και των μεγάλων, του έρωτα, της σοφίας, της ποίησης, της ισορροπίας, της ευτυχίας, του χρόνου, της ύπαρξης, της απώλειας, της ζωής και του θανάτου. Είναι σαν η ποιήτρια να τείνει απλωμένα τα χέρια της στον αναγνώστη γεμάτα με τους καρπούς της σοφίας μιας ολόκληρης ζωής για να τους μοιραστεί γενναιόδωρα μαζί του.

Αυτή η σοφία είναι η ίδια εκείνη σοφία που έρχεται και σε βρίσκει μια αθώα καλοκαιρινή νύχτα, αν είσαι ανοιχτός, με κεραίες τεντωμένες για να δεχτείς το κάλεσμα, μια σοφία μάλιστα που σου δωρίζεται σχεδόν σωματικά. Μια σοφία που δε χρήζει εξηγήσεων.

«Βράδια καλοκαιρινά

που η φλυαρία των άστρων

μας βρίσκει σιωπηλούς απέναντι στο Μυστήριο!

Βράδια που η Σοφία ήρεμα κυλάει

Κατευθείαν στο κύτταρο

Χωρίς επεξηγήσεις!»

Γιατί αυτή η πολυπόθητη Σοφία, η ουσία των πραγμάτων, που απορρέει και δικαιώνεται από την αλήθεια, που είναι το «ζητούμενο» και το «μέγιστο» διαχρονικά, συχνά δεν εμπερικλείεται στα λόγια και τις σκέψεις των σοφών με έξωθεν καλή μαρτυρία ή οφίκια, δεν απαντάται πάντα εκεί όπου οι πιθανότητες υποδεικνύουν:

«Μα πώς να ομολογήσεις

ότι ζήσαμε το μέγιστο δίπλα

σε κάποιον αγράμματο γέροντα

ακούγοντας λιγομίλητες σταγόνες

να πέφτουν απ’ το γείσο

του φτωχικού του υπόστεγου

και το μηδαμινό

δίπλα σε επαΐοντες, γνώστες

κι αφεντικά του κόσμου αυτού;»

Αυτές οι αποκαλύψεις αυτάρκειας και πληρότητας αναδύονται στις στιγμές δημιουργικής μοναξιάς μας, σε στιγμές στοχασμού ή οικείωσης με τη φύση που μας περιβάλλει. Και μέσα σ’ αυτήν την πολύτιμη μοναξιά η ποιήτρια μας λέει πως:

«Συχνά στη μοναξιά μου

την ήρεμη εσωστρέφεια των δέντρων αναγνώρισα

και την περήφανη αυτάρκεια των βράχων.»

Μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά, μέσα από «τα καθάρια νερά της», η αλήθεια «βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα», όπως ο Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει.

Η Κυριακή Καρσαμπά δίνει σε αρκετά σημεία την εντύπωση ότι έχει επιλέξει ενός είδους αποστασιοποίηση από τις ανθρώπινες χαρές, αδυναμίες και ματαιότητες, μια αποστασιοποίηση που της δίνει τη δυνατότητα της προοπτικής στη θέαση του κόσμου και της ζωής, μια αποστασιοποίηση που χωρίς να την αποστραγγίζει από συναισθήματα και στοχασμούς την προστατεύει από τους επικίνδυνους κλυδωνισμούς των ανθρώπων στη δίνη των θέλω, των εμμονικών αναγκών τους, της περιορισμένης γεωγραφίας του εγώ τους.

Ένα εγώ γίνεται κάποιες φορές ο μέγιστος παραμορφωτικός καθρέφτης.

Όχι όμως για την Κυριακή Καρσαμπά που μας παρουσιάζει έναν άλλον καθρέφτη, έναν καθρέφτη διαφορετικό, που μας μαθαίνει ό, τι έπρεπε να μάθουμε, αφού αντικρίσουμε το Απόλυτο Κενό «…χωρίς κραυγές, χωρίς συντριβή, χωρίς πια ανώφελες προσδοκίες, χωρίς καμιά απολύτως απαίτηση, μα και χωρίς παραίτηση απ’ τη ζωή…». Ο καθρέφτης αυτός μας οδηγεί με απλότητα στο Μυστήριο που παρά τους μικρούς και μεγάλους τρικυμισμούς, θα μας χαρίσει την απόλαυση.

Η ποιήτρια στοχάζεται και στοχαζόμενη αντιλαμβάνεται πως οι αποστάσεις ανάμεσα στις έννοιες και στους ανθρώπους κατασκευάζονται ή μεγεθύνονται από τους ίδιους τους ανθρώπους, γιατί αισθάνονται πιο έντονα την ύπαρξή τους μέσα σε ένα πλέγμα ισχυρών αντιθέσεων.

Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα;

Η ποιήτρια αναρωτιέται.

Πόσο μακριά είναι τελικά «το μεγάλο μυστικό» και η αυτογνωσία του καθενός μας;

Πόσο μακριά είναι οι νίκες από τις ήττες -που η Κυριακή Καρσαμπά πιο πολύ αγάπησε για το δώρο της αλήθειας που κόμιζαν-;

Εξάλλου, «μόνο ένας νικημένος άνθρωπος βρίσκει πέρασμα για το Απέραντο».

Πόσο μακριά είναι η χαρά και η λύπη, που λίγο κρατούν πια στη ζωή της

«κι ούτε που ξέρω αν πρέπει να λυπηθώ ή να χαρώ γι’ αυτό» όπως λέει;

Πόσο μακριά είναι η ομορφιά από τη θλίψη;

«Έχετε προσέξει πως πάντα τα πρόσωπα τα όμορφα αποπνέουν μια κάποια θλίψη;»

Πόσο μακριά είναι η νομιμότητα απ’ την παρανομία;

«Είτε είσαι νόμιμος είτε παραβάτης την ίδια αλήθεια υπηρετείς.»

Πόσο μακριά είμαστε από τους άλλους;

«Με ποιον να αντιδικήσω,

Όταν τους βλέπω όλους μέσα μου;»

Έτσι οι αντιθέσεις αποδομούνται και δεν την αφορούν πια, έτσι δεν ξέρει «τι να κυνηγήσει».
Εκεί, σε αυτό το καινούριο σύμπαν, όπου οι αντιθέσεις λειαίνονται, οι έννοιες μαλακώνουν, τα πρόσωπα γλυκαίνουν και όλος ο κόσμος απαλλάσσεται από το εξωτερικό του περίβλημα, τις στρεβλώσεις και τις παραμορφώσεις του, ακόμη και η απουσία μπορεί «να βλασταίνει φως», η νύχτα να είναι ελπιδοφόρα, ο ουρανός να γυρίζει την ταινία απ’ την αρχή, οι λεπτές ευτυχίες να μας δίνουν ζωή, τα όνειρα να μας εξοικειώνουν με το ανέφικτο, η μνήμη να είναι μια «καταπληκτική μοδίστρα».

Κι όλη αυτή η μυσταγωγία συντελείται μέσα στη Σιωπή, η Σιωπή είναι το φυσικό περιβάλλον για την αλήθεια της ποιήτριας «φέτος τα αηδόνια τραγουδάνε με σιωπή», «έλα να μιλήσουμε σιγανά», «σιωπηλά την νύχτα ταξιδεύω», «Στις αγρύπνιες τη σιωπής άνοιξε ο ουρανός και είδα», «άνοιξε, ξεκλειδώθηκε η σιωπή», «η μακάρια, η ενδόμυχη Σιωπή», «για να συλλάβω την Αιώνια Σιωπή», «λούστηκε η ψυχή μες στη Σιωπή», «σε γυάλινη τσουλήθρα γλιστρώ ανάμεσα χρόνου άχρονου. Αθόρυβα», «δεν έχω καμιά επιθυμία ή κραυγή». Άλλοτε απόλυτα συμβολοποιημένη και με κεφαλαίο Σ, άλλοτε με μικρό σ, ως διευκρινιστική και όχι κεντρική έννοια, η (Σ)σιωπή αυτή ταυτίζεται περισσότερο με την απουσία περιττών και ανούσιων θορύβων και δεν αποκλείει τη  μουσική, «Rachmaninoff ή Bach;», τον ήχο των νερών, το θρόισμα από «λυγαριές και καλαμιές», το φύσημα του αέρα, το τραγούδι των πουλιών, τους ήχους της ίδιας της Φύσης. Γιατί η Φύση, απ’ την πλευρά της, δεν αποτελεί απλώς σκηνικό αλλά και απάντηση στη ματαιότητα, όπως στο ποίημα «Η άνοιξη», όπου η παρουσία της εποχής αυτής συνιστά εξ εαυτού αντίκρουση της υπόθεσης δημιουργίας του κόσμου από …λάθος.

Μικρά διαμαντάκια βρίσκονται φωλιασμένα παντού στην ποίηση της Καρσάμπα, μικροί αφορισμοί, αποφθέγματα, φιλοσοφικοί στοχασμοί.

Κι όσο και αν εμείς πιστεύουμε πως με ενάργεια μας αποκαλύπτεται μέσα από την ποιητική της κατάθεση, η ποιήτρια μας κλείνει το μάτι, παίζει μαζί μας κρυφτό σαν παιδί, αφήνει μετέωρη την πιθανότητα να μη βρίσκεται όπου νομίζουμε πως είναι, να βλέπουμε μόνο σκιές και εκείνη να γλιστράει «στις παύσεις, στ’ αποσιωπητικά…» και να ψιθυρίζει «λέξεις δυσανάγνωστες».

Και αυτή είναι η μόνη αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα για την Κυριακή Καρσάμπα, πως είναι πραγματικά «ένα μεγάλο παιδί με ονειροπόλα μάτια», ένα παιδί που επιμένει να φοράει στη δύση της ζωής «το κόκκινο, προκλητικό φόρεμα», «με ανέπαφη παιδική καρδιά», ένα σοφό παιδί, που εφιστά την προσοχή μας από την υπόκλιση της χειμωνιάτικης πεταλούδας στο ρίγος του δέντρου, από τον χορό των συντριβανιών στο χειροκρότημα της καταιγίδας στο άγνωστο και από την ακύμαντη λίμνη στο παιχνίδι του τοίχου με το διπλανό του δέντρο. Εφιστά την προσοχή μας «στην πληρότητα της στιγμής», στο «παιχνίδι της αποκάλυψης» της κρυμμένης τελειότητας της ζωής. Ένα σοφό παιδί που μας ξυπνάει μαλακά από τη νάρκη μας, επιμένει να διαβάσουμε τα ποιήματα των πεταλούδων ανάμεσα στα φύλλα, να αφεθούμε στο ταξίδι του ανέμου της ζωής και στην ευεργετική δύναμη της αγάπης.

«Κι αν ήταν κάτι που μας έσωσε

ήταν η αγάπη που αναδύθηκε.»

Μας συστήνει σε έναν Θεό που θα μας σώσει από τα «μεγάλα» και θα μας αφήσει τα μικρά.

«Άφησε δικό μου το μικρό ανθρώπινο εγώ.

Το μικρό μου πρόσωπο.»

Μας μιλάει για τους αγαπημένους απόντες της που είναι πάντα παρόντες, για μια μοναχικότητα που θυμίζει την αυτάρκεια του θεού και πιότερο είναι για εκείνη χάρη παρά οδύνη ή κατάρα, για το ανυπόφορο κάποιες φορές της Ομορφιάς, μας παροτρύνει να μιλήσουμε για τα ανείπωτα, υπομένοντας …το τίποτα, βγαίνοντας έξω από τον φόβο του θανάτου, με το αυτί «στο αθόρυβο πέλμα του Θεού», ακόμη αναρωτιέται αν Αριάδνες και μίτους για τον γυρισμό απ’ τη Μεγάλη Νύχτα, συναντάς και έξω απ’ τα παραμύθια.

Η Κυριακή Καρσαμπά είναι μια ισόβια και μυθική θα’ λεγε κανείς ερευνήτρια της ζωής και των μυστικών της, που έζησε και ζει ως το μεδούλι, γεύτηκε και γεύεται χαρές, λύπες, μικρές και μεγάλες αποκαλύψεις, πέρασε από ζώνες σιωπής, αγάπες και απώλειες, μέσα από το δίκαιο και το άδικο, μέσα από τις «νεκρές ζώνες» της ίδιας της ζωής της, έζησε στη σκιά και στο φως του Θεού, ψάχνοντας επίμονα για την αλήθεια της κι εκεί που έψαχνε βρήκε την ποίηση και μέσα από την ποίηση κοινωνεί την αλήθεια της, σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια κι η ίδια μέσα στην ποίησή της πραγματικά.

 ***Η Ρία Φελεκίδου κατάγεται από την Κατερίνη, είναι έγγαμη με δύο παιδιά και ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.  Σπούδασε Νομική στο ΑΠΘ και Δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ, ολοκλήρωσε το πρόγραμμα ‘’Διαδρομές’’  του ΚΕΓ για τη διδασκαλία των ελληνικών ως ξένης/δεύτερης γλώσσας  και το Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Η διπλωματική της ήταν εστιασμένη σε θέματα θεατρικής γραφής και το δημιουργικό της κομμάτι κατέληξε στη συγγραφή και στο ανέβασμα θεατρικού έργου με τίτλο «Βαβέλ – Υπόγειο – Θεός νεκρός». Εργάστηκε ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε μέλος της Ομάδας Διαχείρισης, Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης Προσφύγων του Υπουργείου Παιδείας με αρμοδιότητα τον συντονισμό της ένταξης στην εκπαίδευση των προσφυγόπουλων σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Σήμερα δουλεύει ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε σχολεία και διοικητικές θέσεις.

Έχει εκδώσει εννιά παιδικά βιβλία, τρεις ποιητικές συλλογές και μία νουβέλα, συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες πεζών ή ποιητικών λογοτεχνικών κειμένων αλλά και στην επιμέλεια δύο ποιητικών ανθολογιών. Κείμενά της φιλοξενούνται σε έντυπα ή διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά και λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Γράφει θεατρικά κείμενα και παραμύθια, τα οποία παρουσιάζει ή αφηγείται σε σχολεία, μουσεία και άλλους χώρους. 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular