Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Στα 86 του χρόνια, ο Günter Grass παραμένει ο «παράξενος» του γερμανικού έθνους – και ο σπουδαιότερός του συγγραφέας. Μία συζήτηση γύρω από το φιλί της μούσας, τις κριτικές που οργιάζουν και το λόγο για τον οποίο συνεχίζει να γράφει, ενώ μάλλον δεν θέλει να ξαναδημοσιεύσει.

Μία συνέντευξη στον Christof  Siemes

 

«Ο άνθρωπος είναι ένα κυρτό ξύλο που σπάει όταν το λυγίσεις»

DIEZEIT: Στην αρχή της καριέρας σας ήσαστε γενικά περισσότερο αισιόδοξος;

Günter Grass: Έχω παραμείνει ένας εύθυμος πεσιμιστής. Γνωρίζω, σε ελεύθερη απόδοση του Καντ, ότι ο άνθρωπος είναι ένα κυρτό ξύλο. Και ότι αυτό το κυρτό ξύλο, όταν το λυγίσεις, κατά κανόνα σπάει. Γι’ αυτό, πρέπει να πορευόμαστε προσεκτικά. Το να προκαλείς αλλαγές στους ανθρώπους είναι ένας μακρύς μεν, διαβατέος δε δρόμος.

ZEIT: Σε σχέση με 50 χρόνια πριν, είστε σήμερα περισσότερο επιφυλακτικός, όσον αφορά την επίδραση που ασκεί η λογοτεχνία;

Grass: Αν η λογοτεχνία ασκεί κάποια επίδραση, αυτή είναι μακροπρόθεσμη. Αλλά ποιος κάνει χρήση αυτής της επίδρασης; Η πολιτική το έχει πράξει σε ορισμένους τομείς. Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας είναι σαφώς μία πρόοδος, η οποία ανάγεται στη λογοτεχνία του Διαφωτισμού. Αλλά πόσο έχει διαρκέσει! Και πολύ αμφιβάλλω αν αυτό θα ήταν δυνατό σήμερα, που οι επιφυλλίδες προσπαθούν να στερήσουν το μέλλον από τα βιβλία. Είναι σαν να πριονίζεις το κλαδί στο οποίο κάθεσαι. Και αυτό συμβαίνει και στην εφημερίδα σας.

ZEIT: Από ποια άποψη; Παρέχουμε λίγη ενημέρωση για θέματα σχετικά με τη λογοτεχνία; Ή παρέχουμε λάθος ενημέρωση;

Grass: Με το να βλέπει κανείς το μέλλον μόνο στα νέα μέσα, καταστρέφεται με θρασύ τρόπο μία ανεπτυγμένη βιβλιοκουλτούρα.

ZEIT: Κι αυτό δεν είναι, όμως, η αντίδραση σε μια αναγνωστική συμπεριφορά που έχει αλλάξει, μία άλλη σχέση απέναντι στη λογοτεχνία; Πάρτε για παράδειγμα τα «Σκυλίσια χρόνια»: θα μπορούσε άραγε ένα τόσο σύνθετο βιβλίο, με τόσο πολλά προαπαιτούμενα να βρει σήμερα έναν εκδοτικό οίκο και έναν αναγνώστη;

Grass: Με τον εκδοτικό οίκο Steidlέχουμε μόλις δημοσιεύσει μία τρίτομη έκδοση. Από την εμφάνιση του βιβλίου το 1963 είχα μια συνεχή, έντονη επιθυμία να βρω κάποια στιγμή λίγο χρόνο και να τολμήσω εικονογραφήσεις στα «Σκυλίσια χρόνια». Μετά από περίπου 50 χρόνια, έφτασε η στιγμή. Βρισκόμουν στη Δανία, είχα πάει με το σκύλο στο δάσος και σκεφτόμουν: με τι είδους τεχνική; Τέντωσα τα χέρια μου, τα κοίταξα. Αν έτρεμαν; Δεν ήταν αυτό το ζήτημα. Τότε κατέληξα στη χαλκογραφία. Ήταν μια υπέροχη εποχή! Όμως, πέρα από μερικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου κριτικές. Θα επιβιώσω, όμως, από αυτή την περιφρόνηση της δουλειάς μου. Δεν με ξαφνιάζει, αλλά δεν την ξεχνώ. Αυτό χρειάζεται στο επάγγελμά μου: να μην ξεχνάς. Μέχρι εδώ η προσπάθεια για την απάντηση στην ερώτησή σας σχετικά με το ποιος δοκιμάζει ακόμα και σήμερα το ρίσκο ενός τέτοιου βιβλίου.

ZEIT: Και με τους συγγραφείς και τους αναγνώστες τι γίνεται; Είναι κι αυτοί πρόθυμοι απέναντι στο δύσκολο;

Grass: Υλικό και αφορμές, για να γράψει κανείς ένα δύσκολο βιβλίο, υπάρχουν πολλά. Το αν υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους ικανό να πορευτεί σε αυτόν τον δύσβατο δρόμο, δεν το γνωρίζω. Μου κάνει εντύπωση ότι υπάρχουν λίγοι συγγραφείς που γενικά λαμβάνουν υπόψη τους τις προεργασίες των κλασικών μοντέρνων, όπως του Joyce, του DosPassos ή του Döblin. Πολλοί μπορούν να γράφουν εξαιρετικά, ενώ παράλληλα παρακολουθούν μαθήματα γραφής. Γράφουν όμως όπως έγραφαν πριν από τον Fontane.

ZEIT: Ίσως και οι αναγνώστες να μη θέλουν πια να καταπιάνονται με σύνθετα βιβλία. Λείπει ο χρόνος, η όρεξη, η εξάσκηση στο διάβασμα.

Grass: Μπορώ να μιλήσω μόνο για τις δικές μου εμπειρίες και αυτές δεν είναι μόνο αρνητικές. Στο Schleswig-Holstein, το βιβλίο μου «Σαν τον κάβουρα» αποτελεί μέρος της ύλης για τις απολυτήριες εξετάσεις. Πολλοί δάσκαλοι με ρωτούν τώρα αν μπορούν να έρθουν σ’ εμένα, στα πλαίσια του μαθήματος των Γερμανικών. Τους απαντώ: «Πολύ ευχαρίστως. Με την προϋπόθεση, όμως, να έχουν διαβάσει όλοι το βιβλίο.» Τότε, καθόμαστε εδώ στο εργαστήριό μου και διεξάγουμε μια υποβλητική συζήτηση. Υπάρχει ακόμα διάθεση για διάβασμα από την πλευρά των εφήβων. Πρέπει να προωθηθεί! Διαβάζω σημαίνει χρησιμοποιώ τη φαντασία μου. Πρόκειται για μία ενεργό διαδικασία, ενώ η τηλεόραση και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με μικροσυσκευές, προσφέρουν τα πάντα έτοιμα. Σε αυτό οφείλεται και η εμφανώς μειωμένη δυνατότητα συγκέντρωσης. Και η συγκέντρωση είναι απαραίτητη στο διάβασμα.

ZEIT: Αναφέρατε πριν από λίγο ότι η συγγραφή βιβλίων είναι ένας δύσβατος δρόμος…

Grass: Αυτά τα δύο πηγαίνουν μαζί! Το να εργάζεσαι πάνω σε ένα κείμενο τόσο πολύ, που μία και μόνο περίοδος να σε παιδεύει απίστευτα και να μην είναι απλώς υλικό για ανάγνωση, είναι μια πορεία εργασίας, η οποία δεν μπορεί να επιταχυνθεί χωρίς απώλειες. Κανένας υπολογιστής δεν μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτό. Απαιτούνται πολλές διατυπώσεις, νέες προσεγγίσεις. Όλα αυτά συνθέτουν τη μεγάλη, κοπιαστική συγγραφική απόλαυση.

ZEIT: Έχουν υπάρξει για εσάς όλα σας τα βιβλία το ίδιο ευχάριστα δύσκολα;

Grass: Διαφορετικά. Πάνω σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε «Τριλογία του Ντάντσιχ» εργάστηκα εφτάμιση χρόνια. Ασταμάτητα. Από την άλλη, ένα βιβλίο όπως το «Οι λέξεις των Γκριμ: μια διακήρυξη αγάπης» απαιτούσε πολλή προεργασία, όμως η συγγραφή αυτή καθαυτή προχώρησε γρήγορα, το βιβλίο ήταν έτοιμο μέσα σε δύο χρόνια.

Η παγκόσμια επιτυχία του βιβλίου του «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» έκανε τον Grass οικονομικά ανεξάρτητο.

ZEIT: Θεωρήσατε βαρύ φορτίο για όλα τα επόμενα βιβλία σας το γεγονός ότι το πρώτο σας έργο έγινε αμέσως μια παγκόσμια επιτυχία;

Grass: Την επιτυχία τη βίωσα με έκπληξη και με χαρά. Για πρώτη φορά ήμουν οικονομικά ανεξάρτητος και αυτό σημαίνει πάρα πολλά για ένα συγγραφέα. Μετά από το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» δεν σταμάτησα να γράφω. Επιπλέον, μετά από λίγο καιρό αποδείχθηκε ότι η δόξα – τουλάχιστον στη Γερμανία – είναι μια βαρετή υπόθεση. Αν δεν σε βοηθάει στη δουλειά σου, επαναλαμβάνεται, δημιουργεί ζηλόφθονους, ψεύτικους φίλους.

ZEIT: Οι εν μέρει σκληρές δημόσιες κριτικές σάς έκαναν ποτέ να αμφιβάλλετε για τον εαυτό σας;

Grass: Δεν με έχουν εμποδίσει να συνεχίσω να γράφω, αλλά με πληγώνουν όλο και περισσότερο. Οι συγγραφείς είναι ευαίσθητοι άνθρωποι, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να γράψουν. Η διαφορά σε σχέση με σήμερα έγκειται στο ότι από τα κείμενα των ανθρώπων που μου είχαν ασκήσει καυστική κριτική τότε μπορούσα να καταλάβω ότι είχαν διαβάσει τα βιβλία μου. Αυτό πια δεν αποτελεί κανόνα.

ZEIT: Ο Grass των «Σκυλίσιων χρόνων» διαφέρει εντελώς από το σημερινό Grass;

Grass: Όχι εντελώς. Αυτό αποτελούσε μάλιστα ένα μέρος της απόλαυσης, με την οποία ξεκίνησα τις πρώιμές μου χαλκογραφίες. Όντας τότε γύρω στα 35, κεφάλαιο με κεφάλαιο ανακάλυπτα τον εαυτό μου ξανά. Μάλιστα, ξαναθυμόμουν περιστατικά από συγγραφική μου πορεία, τα οποία είχαν θαφτεί στη μνήμη μου. Δεν θα μπορούσα να έχω γράψει τα «Σκυλίσια χρόνια» πριν από το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», καθώς αυτό το βιβλίο ως προς τη η δομή είναι πιο σύνθετο και από άποψη πολιτικών αξιών, μου φαίνεται πιο ώριμο. Ακόμα και συγκεκριμένες διατυπώσεις με έχουν ξαφνιάσει, γιατί – σε σχέση με το
«Τενεκεδένιο ταμπούρλο» – στα «Σκυλίσια χρόνια» κυριαρχεί μια γλώσσα γεμάτη ένταση και ορμή.

ZEIT: Αυτή η γλώσσα δεν υπάρχει πια στα έργα σας;

Grass: Έχει αλλάξει. Το βιβλίο μου «Οι λέξεις των Γκριμ» φέρει ως υπότιτλο «μια διακήρυξη αγάπης». Συνολικά, στο βιβλίο κυριαρχεί μια πιο «εύθυμη» μορφή της υπέροχης γερμανικής γλώσσας. Τη δεκαετία του ’50, η γερμανική γλώσσα θεωρούταν ακόμα «κατεστραμμένη» από την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού. Στην αποκαλούμενη «λογοτεχνία των ερειπίων και της αποψίλωσης» υπήρχε κάτι σαν αυτοεπιβαλλόμενη αρχή, να γίνεται χρήση αυτής της γλώσσας σε ελάχιστο μόνο βαθμό.  Αυτό πλέον για ‘μένα δεν διαθέτει καμία ισχύ. Δεν  μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ένοχες γλώσσες.

ZEIT: Ως συγγραφέας έχετε φτάσει τη γλώσσα μέχρι τα όριά της, αγγίζοντας το σουρεαλισμό. Ως εικαστικός καλλιτέχνης, όμως, παραμένετε πάντα αντικειμενικός και το ίδιο συμβαίνει και με τις εικονογραφήσεις που κάνατε στο βιβλίο σας, «Σκυλίσια χρόνια». Γιατί;

Grass: Ήταν μια απόφαση! Όταν το 1953 πήγα από την Ακαδημία Τεχνών του Ντίσελντορφ στο Βερολίνο, μαινόταν εκεί ένας εξαιρετικά έντονος καβγάς ανάμεσα στον – πολύ σεβαστό σ’ εμένα – πρύτανη του πανεπιστημίου, KarlHofer, και στον τότε «ιερέα της τέχνης», WillGrohmann. Τότε «γεννήθηκε» η αφηρημένη ζωγραφική και ο Grohmannείπε σχεδόν αποδεικτικά ότι αυτή μόνο είναι η νέα ζωγραφική, ότι η εποχή της αντικειμενικότητας έχει περάσει. Αυτή η διαμάχη αποτέλεσε την αιτία θανάτου του Hofer και εμείς οι μαθητευόμενοι έπρεπε να πάρουμε μία θέση σε αυτό το ζήτημα.

ZEIT: Το υλικό σας ήταν άλλο…

Grass: Ο κόσμος γύρω μου αποτελούταν από άρτι μαζεμένα ερείπια, από πρώτες αναστηλωμένες προσόψεις, από το οικονομικό θαύμα που ξεκινούσε και φυσικά από τις εμπειρίες από την παιδική και νεανική μου ηλικία. Διαμορφώθηκα και εγώ μάλιστα – όπως και πολλοί άλλοι, επειδή δεν γνωρίζαμε τίποτα άλλο – από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Αυτό ήταν το θέμα που με καθόρισε. Όταν προσκλήθηκα για πρώτη φορά στην ομάδα των 47, τους διάβασα «χαριτωμένα» κείμενα. Κομμάτια όπως το Onkel, Onkel (Θείε, θείε), ήταν «θέατρο του παραλόγου», όπως αποκαλούταν τότε αυτό. Όταν πήγα στο Παρίσι, επισκέφτηκα στο δρόμο προς την Κολωνία έναν συγγραφέα, ο οποίος σήμερα είναι δυστυχώς ξεχασμένος. Τον εκτιμούσα πολύ. Μιλώ για τον Paul Schallück. Του αφηγήθηκα τι σκόπευα να κάνω, για το υλικό, το οποίο στη συνέχεια διαμορφώθηκε στο «Τενεκεδένιο ταμπούρλο». Ο Schallückμού είπε: «Λοιπόν, αγαπητέ μου, αυτά που μπορείς να κάνεις, τα συγγραφικά σου κόλπα, μας είναι πλέον γνωστά. Πρέπει τώρα να επικεντρωθείς σε αυτό το υλικό.» Ακόμα και σήμερα του είμαι ευγνώμων γι’ αυτή την ενθάρρυνση, γιατί στην ουσία πριν ξεκινήσω το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» δεν με θεωρούσα ικανό να γράψω ένα μυθιστόρημα.

ZEIT: Μέχρι σήμερα,  δεν έχετε ξεφύγει από αυτό το ιστορικό υλικό.

Grass: Είναι πολύ μεγάλο! Και επιδρά μέχρι και σήμερα. Ό,τι βιώνουμε σήμερα – βλ. κρίση στην Κριμαία και την Ουκρανία – είναι γεννήματα και τερατογενέσεις του 20ου αιώνα. Όλα ανάγονται στην εποχή του μεσοπολέμου και στις τρεις κυρίαρχες ιδεολογίες, τον εθνικοσοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και τον καπιταλισμό. Τις συνέπειες θα τις αντιλαμβανόμαστε για καιρό ακόμα. Το παρελθόν μας θα μας καταδιώκει συνέχεια – και όχι μόνο εμάς, τους Γερμανούς. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά ένα λεπτό περίβλημα.

Ο NTER GRASS γεννήθηκε το 1927 στο Γκντανσκ της Πολωνίας. Στα δεκαεφτά του έγινε στρατιώτης, μεταξύ άλλων και στη μονάδα των όπλων των ες-ες. Μετά από τον πόλεμο σπούδασε γλυπτική και χαρακτική. Το μυθιστόρημά του «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» (DieBlechtrommel) τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο, ενώ ανάμεσα στα έργα που ακολούθησαν συγκαταλέγονται τα «Γάτα και ποντίκι» (KatzundMaus, 1961), «Ο Μπουτ, το ψάρι» (DerButt, 1977) και  «Ένα ευρύ πεδίο» (Einweiteres Feld, 1995). Το 1999 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.  Πέραν του ότι είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD), δραστηριοποιείται κοινωνικά, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το λαό των Ρομά και για τα παιδιά των εξαθλιωμένων περιοχών στην Καλκούτα.

ΠΗΓΗ: Die Zeit

Aglaia Pantelaki

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular