Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε, Χαρούκι Μουρακάμι, Εκδόσεις Ψυχογιός

Θα το θέσουμε εισαγωγικά και χωρίς περιστροφές. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι, Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε, μπορεί να θεωρηθεί μεγάλο μυθιστόρημα. Όχι, βέβαια, από την άποψη της έκτασής του, αν και εκτείνεται  σε περισσότερες από 800 σελίδες κατανεμημένες σε δυο βιβλία, εκ των οποίων το πρώτο φέρει τον υπότιτλο «Η ιδέα γίνεται ορατή» και το δεύτερο «Ρευστές μεταφορές». Το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε είναι ένα Μεγάλο Μυθιστόρημα λόγω της ποιότητας γραφής, του πλούτου και της συνθετότητας του περιεχομένου του, των ιδεών που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, καθώς και της γνωστής αρετής του να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μια απλή ιστορία από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Χαρακτηριστικό που συχνά η υψηλή κριτική αγνοεί ή και εχθρεύεται, θεωρώντας – άγνωστο γιατί – ότι η συγκεκριμένη αρετή υποβαθμίζει τη λογοτεχνική αξία ενός κειμένου. Σε αντίθεση, βέβαια, με το αναγνωστικό κοινό που επιβραβεύει όσα κείμενα κρατούν άσβεστο το ενδιαφέρον κι έτσι συγκαταλέγει τον Μουρακάμι στους αγαπημένους του λογοτέχνες.

Εννοείται ότι και στο παρόν μυθιστόρημα ο γνωστός ιδιότυπος «μαγικός ρεαλισμός» του συγγραφέα είναι πανταχού παρών.  Μάλιστα, εδώ ο Μουρακάμι κορυφώνει το αρμονικό πάντρεμα των στοιχείων της δυτικής του κουλτούρας με την ιαπωνική παράδοση που εμφανώς σέβεται και κατέχει, απαντώντας έτσι σ’ όσους τον «κατηγορούν» ως τον πλέον «δυτικό» Ιάπωνα συγγραφέα.

Εισαγωγικά και πάλι αλλά εξίσου σημαντικό για κάθε μεταφρασμένο έργο, πρέπει να σημειωθεί ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει την τύχη να διαβάσει το μυθιστόρημα του Μουρακάμι στην πολύ καλή μετάφραση από τα αγγλικά του Βασίλη Κιμούλη. Πραγματικά, αναδεικνύει το απαιτητικό – είναι αλήθεια – κείμενο. Επιπλέον, τα εξαιρετικά πετυχημένα εξώφυλλα των δύο τόμων, που «συνομιλούν» μεταξύ τους, εισάγουν τον αναγνώστη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο κλίμα του έργου (μακέτα εξωφύλλων Τζίνα Γεωργίου).

Ο Μουρακάμι στο Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε, μέσα από την αφήγηση στιγμιότυπων της ζωής του ανώνυμου ζωγράφου πρωταγωνιστή του – εμφανώς alter ego του συγγραφέα -, μας διηγείται, ως συνήθως, μια φαινομενικά «απλή» ιστορία. Ταυτόχρονα, όμως, ανατέμνει σχεδόν δοκιμιακά, χωρίς όμως να κάνει δοκιμιακό μυθιστόρημα, την ύψιστη πράξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τον έρωτα, τη μοναξιά, τον θάνατο, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φασιστική – μιλιταριστική βία και τον πόλεμο που αυτές γεννούν και, τέλος, την ικανότητα κάποιων ανθρώπων να κινούνται στα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού και ως πολύτιμο λάφυρο του ταραχώδους ταξιδιού τους να αποκομίζουν μια άλλη διάσταση «αυτογνωσίας» και την ικανότητα να παράγουν αυθεντική Τέχνη.

Ας δούμε, όμως, τα λίγα πρόσωπα (ένσαρκα και μη), τους τόπους (πραγματικούς και φανταστικούς) και τα γεγονότα (αυτού και ενός άλλου «κόσμου») του εκτενούς αυτού μυθιστορήματος, που διαφεύγει οποιασδήποτε συνοπτικής περιγραφής. Κεντρικό πρόσωπο και βασικός ήρωας του βιβλίου ο ανώνυμος (μέχρι τέλους) πετυχημένος ζωγράφος πορτρέτων και αφηγητής της ιστορίας μας. Ζει αμέριμνος σ΄ ένα μικρό διαμέρισμα στο Τόκυο τα τελευταία έξι χρόνια με τη Γιούζου, την «εξωστρεφή» σε αντίθεση με τον ίδιο, γυναίκα του, ικανοποιημένος που η Τέχνη του, τού προσφέρει τα προς το ζην. Έχει όμως το αίσθημα ότι «η φλόγα» που έκαιγε μέσα του, είχε αρχίσει να αργοσβήνει και η ζέστη της «υποχωρούσε ολοένα και περισσότερο». Από την μακάρια κατάσταση θα τον βγάλει η Γιούζου, όταν  του ανακοινώνει ότι θέλει να χωρίσουν, γιατί ερωτεύθηκε άλλον. Τότε ο ήρωας του Μουρακάμι ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου (road trip) και, παράλληλα, μια πορεία αυτογνωσίας,  με το σαραβαλιασμένο του αυτοκίνητο για να καταλήξει σε νέα στέγη. Πρόκειται για το απομονωμένο στα ιαπωνικά βουνά σπίτι- εργαστήριο του διάσημου ζωγράφου έργων ιαπωνικής τεχνοτροπίας, Τομόχικο Αμάντα (φανταστικό πρόσωπο, μάλλον έχει πρότυπο τον Sanko Inoue 1899 – 1981), που ανοϊκός πλέον στα ενενήντα του ζει σε κάποιο ίδρυμα. Το σπίτι τού το προσφέρει ο  πρώην συμφοιτητής και φίλος του από τη Σχολή Καλών Τεχνών, γιος του διάσημου ζωγράφου, Μασάχικο. Ο Μασάχικο δεν άσκησε ποτέ την ζωγραφική τέχνη και πάντα είχε μια «δύσκολη» σχέση με τον πατέρα του. Στο σπίτι αυτό απομονωμένος ο αφηγητής πιστεύει ότι θα «βρει τον εαυτό του» και θα ζωγραφήσει επιτέλους, όπως ήθελε να κάνει πάντα απελευθερωμένος από τους εξαναγκασμούς της καθημερινότητας.

Οι μέρες όμως διαδέχονται η μια την άλλη και το άγχος του λευκού καναβάτσου τον αδρανοποιεί. Περνά την ώρα του ακούγοντας όπερες από τη δισκοθήκη που έχει αφήσει πίσω του ο Αμάντα και κάποια στιγμή ανακαλύπτει, με μαγικό τρόπο, έναν πίνακά του στη σοφίτα του σπιτιού. Πρόκειται για έργο εξαιρετικής ποιότητας, που απεικονίζει μια πολύ βίαια σκηνή από την όπερα Δον Τζιοβάνι του Μότσαρτ: το φόνο σε μονομαχία του Κομεντατόρε (αρχηγός ιπποτών) από τον βιαστή της κόρης του Ντον Τζοβάνι (Δον Ζουάν). Η σκηνή όμως έχει μεταφερθεί στην περίοδο Άσουκα και όλα τα πρόσωπα, η βιασθείσα κόρη, Ντόνα Άννα και ο υπηρέτης Λεοπόλδος, όπως και οι μονομάχοι, είναι ντυμένα με τα ρούχα εκείνης της εποχής και, επιπλέον, στη κάτω αριστερή γωνία του πίνακα, ένα μυστηριώδες πρόσωπο, ο «Μακρυμούρης», προβάλει από μια καταπακτή που ανοίγεται στο έδαφος, παρατηρώντας τον φόνο. Ταυτόχρονα με την ανακάλυψη του πίνακα, την ίδια ώρα κάθε βράδυ, ο ήρωας του μυθιστορήματος ακούει τον ήχο από ένα καμπανάκι, σαν αυτά που κρατούσαν οι βουδιστές ιερείς (ο παππούς του Μουρακάμι ήταν βουδιστής ιερέας). Ακολουθώντας τον ήχο στο δάσος πίσω από το σπίτι θα ανακαλύψει ένα παλιό ιερό, ενώ ταυτόχρονα βυθίζεται στην μελέτη της ζωής του Αμάντο. Ποιο ήταν το γεγονός που έκανε τον μεγάλο ζωγράφο γυρίζοντας από την Αυστρία του 1939 να εγκαταλείψει τη δυτική ζωγραφική και να στραφεί αποκλειστικά στην ιαπωνική τέχνη; Μήπως, αυτό το καλά κρυμμένο μυστικό σχετίζεται με τον κρυμμένο πίνακα στη σοφίτα; Με αφορμή αυτή την ιστορία, ένας πολιτικός Μουρακάμι αναδύεται και δηλώνει έντονα την παρουσία του, καθώς και την αποστροφή του στον φασισμό και τη μιλιταριστική βία (σημείωση: ο πατέρας του είχε λάβει μέρος στον Β’ Σινο – Ιαπωνικό Πόλεμο, τραυματίστηκε ψυχικά από την αγριότητά του και πιθανώς, το γεγονός, ως τραύμα δεύτερης γενιάς, πέρασε στον Μουρακάμι).

Εντωμεταξύ, ένα σημαντικό και μυστηριώδες πρόσωπο (και για τις πραγματικές του προθέσεις) εισέρχεται στη διήγηση. Πρόκειται για τον εξαιρετικά εύπορο κύριο Μενσίκι, γείτονα του ζωγράφου, που του προσφέρει μέσω του ατζέντη του ένα υπερβολικό ποσό για να του κάνει το πορτρέτο (πιθανώς αναφορά στον Μεγάλο Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ). Η συγκυρία εμφάνισης του Μενσίκι είναι περίεργη. Ήδη ο ζωγράφος μελετώντας με τις μέρες και ώρες τον πίνακα του Αμάντο αισθάνεται ότι πρέπει να ζωγραφίσει ένα ακόμα πορτρέτο. Με την  βοήθεια του Μενσίκι, όσο δουλεύει ένα ιδιαίτερο πορτρέτο του, που δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έκανε μέχρι τότε, θα ανακαλύψουν μια περίεργη και ιδιαίτερα περίτεχνη «τρύπα» κάτω από το βουδιστικό ιερό πίσω από το σπίτι του Αμάντο, θα την ανασκάψουν και εκεί θα βρεθεί το βουδιστικό κουδούνι. Και τότε ένα πλάσμα ενός άλλου κόσμου, που δεν είναι παρά φασματική ενσάρκωση της Ιδέας με τον μορφή του Κομεντατόρε, θα αρχίσει να επισκέπτεται τον ζωγράφο, ανοίγοντάς του το «δρόμο» προς έναν άλλον Κόσμο.

Η δημιουργικότητά του ανώνυμου πρωταγωνιστή του βιβλίου  θα εκτοξευτεί, όταν ο Μενσίκι του ζητήσει να κάνει το πορτρέτο της 13χρονης Μαρίγε, με την οποία, όπως εξομολογείται ο ίδιος στον ζωγράφο, τον δένει μια περίεργη σχέση. Ο ζωγράφος γνωρίζει ήδη το κορίτσι. Είναι μια ντροπαλή μαθήτριά του στο τμήμα ζωγραφικής του πλησιέστερου Δήμου, όπου αυτός διδάσκει για λόγους βιοπορισμού. Από το διπλανό τμήμα, αυτό των ενηλίκων, ο ζωγράφος έχει κάνει ερωτικές σχέσεις με δυο παντρεμένες γυναίκες που τον επισκέπτονται στο σπίτι του στο βουνό. Είναι πραγματικά περίεργο το γεγονός ότι μερίδα κριτικών ενοχλήθηκε από τις περιγραφές των ερωτικών τους συναντήσεων που παραθέτει ο Μουρακάμι, κάνοντας απόλυτη χρήση όσων διαμείβονται μεταξύ τους. Γιατί και αυτό το στοιχείο του μυθιστορήματος πρέπει να υπογραμμιστεί. Ο Μουρακάμι δεν «παραγεμίζει» το μυθιστόρημά του με άσχετα γεγονότα, διαλόγους ή σκηνές. Ό,τι έχει επιλέξει να βάλει σε αυτό, εξυπηρετούν το σκοπό του. Ο μαγικός ρεαλισμός για να μην είναι μια άσχετη περιήγηση σε ονειροφαντασίες έχει ανάγκη ισχυρής διανοητικής εργασίας οργάνωσής και γραφής του. Εργασία που κάνει με συνέπεια ο Μουρακάμι.

Η Μαρίγε, εν συνεχεία, θα αναδειχθεί σε σημαντικότατο πρόσωπο της διήγησης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο πλάσμα, που στην αρχή της ενήβωσης του έχει – πέρα από το «κόλλημα» με το στήθος της που δεν μεγαλώνει ακόμα – μια σειρά σπάνιων χαρισμάτων. Πρώτο και κύριο ανάμεσά τους,  το γεγονός ότι «βλέπει» ουσιαστικά τα ζωγραφικά έργα του ήρωά μας. Δεύτερο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: είναι το μόνο πρόσωπο του βιβλίου εκτός από τον ζωγράφο αφηγητή που κάποια στιγμή, στο δεύτερο και σημαντικότερο βιβλίο του μυθιστορήματος, θα δει, θα συνομιλήσει και θα καθοδηγηθεί από τον Κομεντατόρε. Με δυο λόγια, πρόκειται για μια προέφηβο που έχει την ικανότητα (για πόσο ακόμα είναι άγνωστο) να «ταξιδεύει» ανάμεσα στους «Κόσμους» και να «συλλαμβάνει» τους κραδασμούς που παράγει η πραγματική Τέχνη.

Η σχέση του ανώνυμου ζωγράφου με τη Μαρίγε, που θα του ποζάρει χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει το πορτρέτο της, ανακαλεί στη μνήμη του την ιδιαίτερη σχέση, καθώς και γεγονότα από τη ζωή του με τη μικρότερη αδελφή του, την Κόμι, που πέθανε ξαφνικά  στη ηλικία της Μαρίγε. Μαζί της θα «δει» ότι το τρίτο πορτρέτο που μια άγνωστη ανάγκη τον ώθησε να ξεκινήσει, του άνδρα με το λευκό Subaru Forester που απλά διασταυρώθηκε μαζί του κατά την φευγαλέα επαφή του με μια άγνωστη κοπέλα στη διάρκεια του road trip, δεν πρέπει να ολοκληρωθεί για την ώρα. Μήπως, γιατί ανάμεσα στο άλλα οι ζωγραφικοί πίνακες έχουν τη δύναμη να καλέσουν στον Κόσμο μας και το Κακό;

Ποιο είναι, όμως, πραγματικά το πρόσωπο που προσπάθησε να απεικονίσει στον ατέλειωτο πίνακα ο ζωγράφος; Μήπως ταυτίζεται με τον άνθρωπο Δίχως Πρόσωπο. Αυτόν που βλέπει σε όνειρο στην αρχή του βιβλίου και δηλώνει πως κάποτε είναι μοιραίο να συναντήσει και να αναγκαστεί να του κάνει το πορτρέτο; Αυτόν που θα ξανασυναντήσει, ως Περαματάρη, στο κρισιμότερο σημείο του τελικού «ταξιδιού» του σ’ έναν άλλο Κάτω Κόσμο; Στο ταξίδι, που θα ξεκινήσει, όταν προσπαθώντας να ανακαλύψει που βρίσκεται η πρόσκαιρα εξαφανισμένη Μαρίγε, τολμά να ακολουθήσει τον «Μακρυμούρη» του πίνακα στη σκοτεινή καταπακτή του. Ποιος; Αυτός ο κλειστοφοβικός. Σ’ ένα ταξίδι υπέρβασης των φόβων του, παρόμοιο μ’ αυτό της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Το ταξίδι στη «Ρευστή Μεταφορά», όπου ο χώρος και ο χρόνος διαμορφώνεται στην πορεία του από τον ίδιο και τις επιλογές του και, τελικά, θα τον οδηγήσει στη νέα του ζωή. Γιατί, αν δεν «πεθάνεις» αντιμετωπίζοντας κατάματα τους πιο βαθείς σου φόβους, δεν «ξαναγεννιέσαι» εσωτερικά και καλλιτεχνικά, μας ψιθυρίζει στο αυτί ο Μουρακάμι, κλείνοντάς μας ταυτόχρονα συνωμοτικά το μάτι.

Στο τέλος του «ταξιδιού» του αυτού ο ανώνυμος πρωταγωνιστής μας θα ξυπνήσει στον πάτο της τρύπας πίσω από το σπίτι του Αμάντα. Αυτής που ανακάλυψε με τη βοήθεια του Μενσίκι, αποτύπωσε ζωγραφικά ως παρέκβαση από την αποκλειστική ενασχόλησή του με πορτρέτα, την τρύπα που κρατούσε για αιώνες το κουδούνι του βουδιστή μοναχού, που κάποτε οικειοθελώς κλείστηκε σ΄ αυτή για να αγγίξει τη νιρβάνα, πριν πεθάνει από ασιτία και δίψα. Εκεί και μ’ αυτόν τον τρόπο, θα τελειώσει και το οκτάμηνο «ταξίδι» του ανώνυμου ζωγράφου στο σπίτι του Αμάντα. Θα γυρίσει στον γνωστό μας Κόσμο και θα ξανασμίξει με την αγαπημένη του Γιούζου, που εντωμεταξύ είναι έγκυος. Είναι το παιδί που θα φέρει στον κόσμου του εραστή της ή του ανώνυμου ζωγράφου, με ένα τρόπο μαγικό; Η μαγεία αφορά και την πατρότητα ενός παιδιού ή όχι; Ή μήπως η πατρότητα είναι μαγεία από μόνη της;

Ο ανώνυμος ζωγράφος ακολουθώντας τη στάση του μυστηριώδους Μενσίκι ως προς τη σχέση που τον δένει με τη Μαρίγε, δεν θα θελήσει ποτέ να διαπιστώσει, αν η κορούλα που έφερε στον κόσμο η γυναίκα του, είναι βιολογικό του παιδί ή όχι. Εξάλλου, τι σημασία έχει; Όπως ο ίδιος δηλώνει στις τελευταίες γραμμές της διήγησής «του», η Μούρο, η κόρη τους, αποτελεί πολύτιμό δώρο των «προσώπων» του πίνακα του Αμάντο σ’ εκείνον. Κι ας επιτρέψει στο σημείο αυτό ο αναγνώστης την παράθεση μια λεπτομέρεια από το βιογραφικό του Μουρακάμι: αυτός και η σύζυγός του αποφάσισαν να μην αποκτήσουν ποτέ δικά τους παιδιά…

Κι ο Μουρακάμι κλείνει το λαβυρινθώδες βιβλίο του ως εξής:

«Όταν τους συλλογίζομαι [τα πρόσωπο του πίνακα] μου χαρίζουν μια βαθιά γαλήνη… Πιθανότατα θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου συντροφιά τους. Η κορούλα μου η Μούρο είναι το δώρο τους σ΄ εμένα. Μια μορφή χάρης. Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. ‘’Ο Κομεντατόρε ήταν στ’ αλήθεια εδώ΄΄, λέω στη Μούρο ενώ κοιμάται δίπλα μου. ‘’Καλύτερα να το πιστέψεις’’».

Καλύτερα να το πιστέψουμε κι εμείς γιατί:

«Το φως εδώ είναι μια μεταφορά για τη σκιά, και η σκιά μια μεταφορά για το φως. Το γνωρίζετε ήδη αυτό πιστεύω», μας λέει ο Μουρακάμι.

Το γνωρίζουμε, Χαρούκι Μουρακάμι. Και δεν είναι ανάγκη να μάθουμε πώς. Κατακτήσαμε αυτή τη «γνώση»,  ως πολύτιμο λάφυρο του ταραχώδους ταξιδιού μας, όταν αφεθήκαμε να μας οδηγήσεις εσύ στα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού.  Αποτελεί ένα από τα λάφυρα αυτογνωσίας που χαρίζει το ταξίδι μαζί σου.    

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular