Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Μια διαδρομή στην Ιστορία της πόλης, στην οποία γεννήθηκε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ταυτόχρονα μια προσωπική διαδρομή στα μέρη όπου ανδρώθηκε είναι το νέο βιβλίο του σημαντικού διηγηματογράφου. Με αφορμή μια γραμμή λεωφορείου ο Σκαμπαρδώνης συστήνει στον αναγνώστη του όχι μόνο την ιστορική διαδρομή, τη διασχίζουσα το κέντρο της πόλης, αλλά κυρίως τις εγγραφές της μνήμης του, όλα όσα χαράχτηκαν στη συνείδησή του, αφού πρώτα τον σημάδεψαν και σηματοδότησαν την πορεία του στον χρόνο.

Ωστόσο, ήδη από το εισαγωγικό του σημείωμα ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για μια τυπική βιογραφία και παρά το γεγονός ότι η δομή του βιβλίου παρατάσσει συγκεκριμένες βιωματικές εμπειρίες του συγγραφέα, το κείμενο είναι γραμμένο έτσι ώστε να ρέει απρόσκοπτα, σαν μια ασπρόμαυρη ταινία του παλιού γαλλικού ή του ιταλικού κινηματογράφου, συμπαρασύροντας στην αφήγηση τις μνήμες του.

Ο Σκαμπαρδώνης παρουσιάζει τη διαρκή μεταβολή στον χρόνο της πόλης, του εαυτού του, των ανθρώπων που γνώρισε. 

Ο Σκαμπαρδώνης παρουσιάζει τη διαρκή μεταβολή στον χρόνο της πόλης, του εαυτού του, των ανθρώπων που γνώρισε. Κοιτάζει στο βάθος της ψυχής τους για να εντοπίσει εκεί ξανά τη νεότητα και τη χαμένη αθωότητά της. Αναζητά την αυγή των πραγμάτων. Μοιάζει να καταγράφει το χρονικό  της Θεσσαλονίκης, να εμβαθύνει στον χωροχρόνο και στις αλλαγές που τον καθόρισαν, για να φέρει στο φως την ιστορική της πραγματικότητα και να αφηγηθεί κομμάτια της ζωής του. Και το κάνει αυτό όχι επειδή αρέσκεται στην αυτοαναφορικότητα αλλά επειδή στην αφήγηση αυτών  των εμπειριών αναφαίνεται ο λογοτεχνικός εκείνος ρυθμός—άλλοτε οδυνηρός, άλλοτε πλαισιωμένος από ένα πιο κωμικό στοιχείο, πάντοτε όμως συμπυκνωμένος και καίριος—ο οποίος έχει τελικά σημασία. Στις δεκαεννέα στάσεις του λεωφορείου του ο Σκαμπαρδώνης με την τεχνική του φλας μπακ, των εσκεμμένων επαναλήψεων, των συνδέσεων των ιστοριών και των αναμνήσεων ανασυνθέτει τον μικρόκοσμο της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα τον παρατηρεί. Γίνεται αυτόπτης μάρτυρας και ωτακουστής των πιο κρίσιμων μεταβολών του. Συχνά τον αποδομεί ή τον υπονομεύει όπως ακριβώς κάνει, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό και για τον εαυτό του.

Ο ήρωας-επιβάτης αυτού του λεωφορείου και αφηγητής μεγαλώνει στη μετεμφυλιακή περίοδο. Είναι συγκλονιστική η φράση που του απευθύνει η μητέρα του σε μια στιγμή διασκέδασης σε μια ταβέρνα. «Να ζήσουμε κι εμείς λίγο αγόρι μου», του λέει και η προηγηθείσα Ιστορία, η οποία στιγμάτισε τον τόπο και τη μοίρα του στο μέλλον συνοψίζεται μέσα σε λίγες μόνο λέξεις, φέρνοντας στο νου του αναγνώστη το ματωμένο παρελθόν. Αλλά «η ευτυχία είναι μια στρατηγική της φαντασίας», θα γράψει ο Σκαμπαρδώνης και ο ήρωας με μεθοδικά βήματα θα κινητοποιήσει τη δική του φαντασία για να ανιχνεύσει τον ξανακερδισμένο χρόνο της πόλης όπου γεννήθηκε.

Στις δεκαεννέα αφηγήσεις ο αφηγητής συναντά καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, άλλους σημαντικότερους και άλλους γνώριμους. Στρέφει τους συγγραφικούς του προβολείς επάνω τους και μέσα στις διαπροσωπικές τους διακυμάνσεις ο Σκαμπαρδώνης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τις σχέσεις τους σε μια πόλη που αενάως μεταμορφώνεται. Και μοιάζει τελικά να αφηγείται η ίδια η Θεσσαλονίκη τις πιο συγκλονιστικές, αθέατες συχνά και άλλοτε ορατές, μεταμορφώσεις της.

Ο Σκαμπαρδώνης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για έναν κόσμο που σίγουρα αγαπά βαθιά, έναν κόσμο, ο οποίος «τότε ήταν λαμπερός, αθώος, άπλετος, ανεξερεύνητος»

Η Θεσσαλονίκη της εργατιάς, των Εβραίων, της φτώχιας και των φοιτητικών χρόνων. Ο συγγραφέας στέκεται με αγάπη σε κάθε πτυχή αυτής της πόλης και παρουσιάζει με τρυφερό και ανάγλυφο λόγο τις βιομηχανίες της πόλης, τους εμπόρους και τα μαγαζιά της. Αναφέρεται στις χαμένες αλάνες των φτωχογειτονιών, εκεί όπου το παιχνίδι γινόταν η πλουσιότερη πηγή εμπειριών και κώδικας πολιτισμού, στους δρόμους τους γεμάτους λάσπες, στα φτωχόσπιτα, στα ξυπόλητα παιδιά με τα κοντά παντελόνια, στις φωνές και στις ανησυχίες τους. Φωτίζει τις αξίες που προσδιόρισαν το ήθος του, την αγάπη του για τα ζώα, τη σχέση του με τους γονείς του. Μιλά για τα φοιτητικά χρόνια και τις σπουδές, οι οποίες έγιναν το εφαλτήριο μιας άλλης πορείας και πέτυχαν ό,τι ο πατέρας του κάποτε του είχε πει: «να μη γίνει λαός». Στέκεται στις πρώτες συναντήσεις με τους ανθρώπους του πνεύματος, δηλώνει τον σεβασμό του και διευκρινίζει τη σχέση του με τη δημοσιογραφία, την εφημερίδα «Μακεδονία», τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε εκείνος πρόεδρός της, την αγωνία του για το μέλλον του έντυπου τύπου.

Το λεωφορείο «10» κάνει τη διαδρομή Χαριλάου- Νέος Σιδηροδρομικός σταθμός. Περνάει από τις δεκαεννέα στάσεις, διασχίζοντας την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά και παράλληλα σταματά σε όλους τους σταθμούς της ζωής του συγγραφέα, από την προσωπική του ανατολή ως την αχνοφαίνουσα δύση που αναπότρεπτα θα ‘ρθεί. Και ο Σκαμπαρδώνης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για έναν κόσμο που σίγουρα αγαπά βαθιά, έναν κόσμο, ο οποίος «τότε ήταν λαμπερός, αθώος, άπλετος, ανεξερεύνητος».

 \

Tessy Baila – Editor in Chief

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular