Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τα πήλινα ποιήματα, Τασούλα Καραγεωργίου, Εκδόσεις Κέδρος 

Η Τασούλα Καραγεωργίου, δύο χρόνια μετά την τελευταία της συλλογή, Η πήλινη χορεύτρια, επανέρχεται ποιητικά με ένα βιβλίο που, στο επίπεδο τουλάχιστον του τίτλου, φαίνεται πως τεχνουργεί ένα «νήμα», μία συνέχεια και, ως εκ τούτου, μία συνέπεια τόσο στο κομμάτι της θεματικής, όσο και σε αυτό της ποιητικής σκέψης και έκφρασης. Η εκ νέου επιλογή της λέξης «πηλός» για τη νοηματοδότηση και τον χαρακτηρισμό, αυτήν τη φορά, των ποιημάτων της, διαμορφώνει ένα ευρύ πεδίο σημάνσεων και συνειρμών που έχει στον ορίζοντά του την τέχνη και τη δούλεψή της. Είναι τέτοια η δυναμική του τίτλου, μάλιστα, ώστε να καθοδηγεί στο αντίκρισμα και τη θεώρηση των ποιημάτων ως εργό – χειρων, ως προϊόντων δηλαδή μιας τέχνης και τεχνικής που προσιδιάζει στην αγγειοπλαστική, αλλά και στη θεώρηση του ποιητή ως τεχνίτη, ως δουλευτή της πρώτης ύλης των λέξεων.

Μια πρώτη περιήγηση στα ποιήματα της συλλογής οδηγεί σε δύο βασικές εντυπώσεις ή συμπεράσματα. Αφενός μεν αναδεικνύει τη φιλολογική εξάρτηση της ποιήτριας – εξάρτηση η οποία εντοπίζεται στο ιδιαίτερα προσεγμένο λεξιλόγιο, αλλά και στη βαθιά, καίρια, ουσιαστική γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τέχνης – αφετέρου δε αποκαλύπτει το υπόβαθρο και την κεντρική, κατευθυντήρια ιδέα του συγκεκριμένου ποιητικού εγχειρήματος. Η ιδέα αυτή που είναι ταυτόχρονα και συνεκτικός ιστός των ποιημάτων, βασίζεται και προκύπτει από την επιθυμία και την πρόθεση της ποιήτριας να τεχνουργήσει τα ποιήματά της έχοντας ως αφόρμηση και αφορμή, κατά βάση, άλλα έργα τέχνης, μορφές και πρόσωπα προερχόμενα κατ’ αποκλειστικότητα από την αρχαιοελληνική εποχή και από τους τομείς κυρίως της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής, της αγγειοπλαστικής, της μυθολογίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μία ρητά εκπεφρασμένη βούληση της δημιουργού να τοποθετήσει τη δημιουργία της στο εκεί και το τότε για να μπορέσει ακριβώς να διερευνήσει την τεράστια σημασία της αρχαιοελληνικής παράδοσης και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μπορεί να νοηματοδοτήσει, να ερμηνεύσει και να τροφοδοτήσει το παρόν. Δημιουργείται, έτσι, ένα ποιητικό τοπίο ή, καλύτερα, σκηνικό που συνυφαίνει με άκρα επιδεξιότητα την ποιητική με την ποίηση, την τεχνική με την τέχνη, την ιδέα με την πραγμάτωσή της.

Η ποιητική της Καραγεωργίου, εν προκειμένω, βασίζεται και προκύπτει από την αποκλειστική και στοχευμένη εκκίνηση ή, μάλλον, στάθμευσή της στην αρχαία Ελλάδα, από την εστίαση της ποιητικής της ματιάς στα στοιχεία και τα έργα τέχνης που κληροδότησε το αρχαιοελληνικό παρελθόν στο παρόν και, κυρίως, από τη συνειδητή της θέση και άποψη ότι τα συγκεκριμένα έργα τέχνης μπορούν να εμπνεύσουν, να καθοδηγήσουν και να δώσουν πνοή σε νέες δημιουργίες: (Κι ενώ στέκομαι ανάμεσα στις μικρές κολονίτσες/ κι οι ψυχές σαν το σμάρι βουίζουν τριγύρω μου,/ επιτέλους ηγούμαι ενός άυλου αγώνα/ για ένα δίκαιο μοίρασμα της αιώνιας αγάπης.) («Για αιθέρια συγκίνηση») Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς μάλιστα να εντοπίσει μία αναλογία με τις ποιητικές δημιουργίες που πλάθονται γύρω από την ποίηση, τα γνωστά ποιήματα για την ποίηση, και να θεωρήσει το ποιητικό σώμα της Καραγεωργίου ως μία απόπειρα σύνθεσης ποιημάτων για τα πλαστικά έργα τέχνης, όπως αυτά μορφοποιήθηκαν και εμψυχώθηκαν από τον αρχαίο Έλληνα καλλιτέχνη.

Πάνω σε αυτή τη βάση και με δεδομένο τον απόλυτο, ολόψυχο και ουσιαστικό θαυμασμό της ποιήτριας απέναντι στα διασωθέντα μνημεία του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η ποιήτρια επεξεργάζεται και αναπτύσσει μια σχεδόν αγαπητική σχέση που, μεταξύ άλλων, έχει και το χαρακτήρα της εξάρτησης. Γιατί η Καραγεωργίου δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της απλώς και μόνο ως μια περιηγήτρια ανάμεσα σε ό,τι μνημειώθηκε στο χρόνο και παρουσιάζεται τώρα ως απομεινάρι και θραύσμα του παρελθόντος, αλλά ως μία συνέχεια, μία προέκταση του χρόνου εκείνου πάνω στο τώρα όχι μόνος της εποχής, αλλά και της τέχνης. Στην πραγματικότητα η όλη αυτή προσέγγιση έχει στο επίκεντρό της το χρόνο και τη λειτουργία του, μία αλήθεια που η ποιήτρια αντικρίζει έκθαμβη, γεμάτη δέος αλλά και περιέργεια, με μια διάθεση αποδοχής και συμφιλίωσης, ταυτόχρονα όμως και με μία διάθεση εξύμνησης και ανάδειξης του μοναδικού εκείνου στοιχείου που κατορθώνει να νικήσει το χρόνο και τη φθορά του, της τέχνης: Η Ζωσίμη κι ο Ισίδωρος/ δύο κύλινδροι ογκώδεις από μάρμαρο σκούρο/ ενωμένοι στη μέση/ – ένα δέσιμο αιώνιας αγάπης -/ ένας έρωτας πιο κραταιός απ’ την τέχνη/ ένα ρίγος που ίπταται γύρω/ απ’ το γκρίζο,/ το άτεχνο,/ το αστείο επιτύμβιο/ κι ως πέρα τρυπάει τον θάνατο. («Η Ζωσίμη κι ο Ισίδωρος») Αυτό ακριβώς είναι και το επίκεντρο της ποιητικής σκέψης και πράξης της Καραγεωργίου, η επισήμανση δηλαδή της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας της τέχνης, η αυταξία και η αυθυπαρξία της, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να φτάνει η ίδια να ταυτίζεται με τον χρόνο. Τέχνη είναι ο χρόνος και αντίστροφα, χρόνος είναι η τέχνη. Είναι μια υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την τοποθετεί στο επίπεδο της αέναης δημιουργίας και της δίνει μια θέση και έναν ρόλο απείρως σημαντικότερο από αυτόν του χρόνου ή ακόμα και του ίδιου του ανθρώπου.

Στενά συνυφασμένο με το ζήτημα και το ζητούμενο της τέχνης είναι και αυτό της γλώσσας. Η ποιήτρια φαίνεται πως αντικρίζει ακόμα και τη γλώσσα ως τέχνη, ως δημιούργημα του ανθρώπου με αισθητική και όχι μόνο με πρακτική αξία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο φροντίζει να ενσωματώνει μέσα στα ποιήματά της λέξεις ή φράσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας πολλές από τις οποίες δεν χρησιμοποιούνται πια, παραμένουν, όμως, ζωντανές και ζεστές, φορείς του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού: Την κοιτώ και θυμάμαι τ’ αρχαία επίθετα:/ ταλαοί, εφημέριοι βροτοί, εικελόνειροι…/ (καημένοι θνητοί, ολιγόζωοι, σκιές των ονείρων…) («Στη βαθιά πολυθρόνα»). Η γλώσσα, όπως και η τέχνη, κατανικά και υπερκαλύπτει τον χρόνο έτσι όπως ταξιδεύει αλώβητη, άφθαρτη, οικεία μέσα στους αιώνες για να καταστεί ουσιαστικά μία απόδειξη της αντοχής, της διάρκειας και της συνεχούς παρουσίας της μέσα στην ανθρώπινη συνθήκη: (Γλώσσα πλασμένη με τροχό κεραμεικό,/ σαν τον πτηνόμορφο πηλό είν’ έτοιμη για πτήση.) («Η πήλινη κοσμογονία») Η γλώσσα και η τέχνη είναι δημιουργίες που νοηματοδοτούν ουσιαστικά τον χρόνο, που τον εντάσσουν και τον διαχωρίζουν στις τρεις διαστάσεις του, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Χωρίς αυτές ο χρόνος δεν θα υπήρχε, θα ήταν μία δίχως νόημα και δίχως περιεχόμενο έννοια.

Η Τασούλα Καραγεωργίου με το σύνολο των ποιημάτων της συγκεκριμένης συλλογής διαμορφώνει μία ποιητική συνάντηση δύο χώρων και χρόνων που μοιάζουν απομακρυσμένοι και χωριστοί, στην πραγματικότητα όμως είναι έντονα και στενά συνδεδεμένοι, είναι ένα και ενιαίο σύμπαν, το σύμπαν της Ελλάδας, το σύμπαν του ανθρώπου, το σύμπαν του ανθρωπισμού και της τέχνης που τον υπηρετεί. 

Τα πήλινα ποιήματα, Τασούλα Καραγεωργίου, Εκδόσεις Κέδρος 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular