Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Τάισέ με»

Ή;

Μάνα, μάνα είσαι εδώ;

 

Η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν γυναίκα. Η γιαγιά της ήταν γυναίκα. Η μαμά της, -που την έστειλε μονάχη της στο δάσος με ένα καλαθάκι-, ήταν γυναίκα. Ο λύκος ήταν το φαντασιακό δημιούργημα τριών γυναικών. Χιλιάδων γενεών.

«Βλέπει κανείς, ό,τι έχει στο μάτι του»- η φράση ανήκει στον Δημήτρη Δημηρούλη, θα την επαναλαμβάνω dum αναγιγνώσκω, διότι κάποτε πολύ μου είχε αρέσει. Η τελευταία φορά που κατέφυγα στην φράση αυτή ήταν όταν διάβαζα «Το ισόπαλο τραύμα» του Γιάννη Στίγκα.

Και ιδέ η έκπληξη: Το βιβλίο της Μαριαλένας Σπυροπούλου που τιτλοφορείται «Τάισέ με» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020), για το οποίο τόσο πολύ θέλω να αφήσω ένα πετραδάκι, έχει σαν μότο στίχους του  Στίγκα….

«Α-χα! Ωραίο αντάμωμα!» σκέφτομαι, «Για να δούμε πόσοι Λαϊοι, πόσες Ιοκάστες, πόσες θυματοποιημένες, κερατωμένες Κλυταιμνήστρες θα μαζευτούν απόψε εδώ, τριγύρω στο τραπέζι. Ο Ορέστης ήδη κάθεται σε μια γωνιά –μαζί με την Ηλέκτρα. Για την Ιφιγένεια ούτε λόγος. Ρόλος βουβός. Πλέει σαν ελάφι».

Ο λόγος που  ήθελα να αφήσω πετραδάκι στο μονοπάτι που οδηγεί στο «Ταίσε με», ήταν ότι πολύ μου είχε αρέσει το προηγούμενο βιβλίο της Σπυροπούλου το «Ρου», ένα βιβλίο με  λύκους,  Κοκκινοσκουφίτσες, πολλά ψίχουλα, βοτσαλάκια σε μονοπάτια και  πολλούς καθρέφτες, «Kaθρέφτη , καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη; Εγώ ή η αντανάκλασή μου;» Και: «Καθρέφτη μου… Πώς τόλμησε να μην γίνει αντανάκλασή μου… Για να μάθει, θα της δώσω να φάει δηλητηριασμένο μήλο! Και θα την αφήσω να την φάνε οι νάνοι!»

Στο «Ρου», πρωταγωνιστούσε μια κόρη που την έλεγαν Ρούλα, η οποία μ’ ένα «λάκτισμα» –η λέξη από συνέντευξη της Σπυροπούλου-  βγήκε στη ζωή…  Μια κόρη που την έδιωξε η μάνας της. «Πώς είναι δυνατόν κάποιος που δίνει ζωή, ταυτόχρονα να προκαλεί τόσο πόνο;» αναρωτιέται η συγγραφέας σε κάποια απ’ τις σελίδες εκείνης της νουβέλας. Στο «Ρου» υπάρχει επίσης  και  μια ψυχαναλύτρια -η οποία ακούει τη Ρούλα- και κάπου εκεί, στις τελευταίες σελίδες της νουβέλας συλλογιέται την Αντιγόνη, την Μήδεια που έπλευσε στους ουρανούς με άρμα του Ήλιου, κι άλλες ηλιόφωτες…  Ίσως εκεί στις τελευταίες σελίδες του «Ρου», να γεννήθηκε στο μυαλό της Σπυροπούλου η ιδέα για το «πλάσιμο» της επόμενης ηρωίδας της: πόση λάσπη, πόσο χώμα, πόσο όνειρο, πόσο πλευρό του Αδάμ απαιτεί η σύνθεση; Ίσως το «πού» και «πότε ακριβώς» και «υπό ποιες συνθήκες» γεννιέται μια ιδέα, ελάχιστα να αφορά την ανθρωπότητα. Εκείνο όμως που μάλλον όλους μας αφορά είναι η «ανάδραση»  της κάθε ιδέας- το πόσους από εμάς αγγίζει.

Νομίζω πως οι ιδέες της Σπυροπούλου αγγίζουν κάμποσους από εμάς. Γιους και Κόρες.

Και… κάπως έτσι, φθάνουμε στο «Τάισέ με»… Στο μυθιστόρημα ετούτο πρωταγωνιστεί μια κόρη.  Το μικρό της όνομα είναι: Μαρίνα. Ζει σε μια χώρα της Ευρώπης: στην Ελλάδα του 2010 μ.Χ. Είναι φιλόλογος στο επάγγελμα, ετών (σχεδόν) τριάντα. Για να βιοποριστεί  παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.

Η Μαρίνα μιλά στους μαθητές της για την Αντιγόνη «που δεν μπορεί να θάψει τον αδερφό της», «Να τον κάψει, κυρία», της απαντούν οι μαθητές ΄ μιλά για τον Οιδίποδα, «Ποιος τολμά να ‘‘σκοτώσει’’ τον πατέρα του όταν αυτός έχει λεφτά ;»΄ μιλά για την «σκηνή της αναγνώρισης», στον Ευριπίδη,  του Μενελάου με την Ελένη: «Ποια είσαι; Ποια γυναίκα βλέπω μπρος μου;»

H Μαρίνα έχει και μια καρδιακή φίλη που τη λένε: Ελένη. Ετούτη διδάσκει ένα προαιρετικό μάθημα στην Σχολή Καλών Τεχνών. «Το γάλα της μάνας μου θα φτύσω», μονολογεί μπαιλντισμένη η Ελένη χαμένη στις σημειώσεις της. Μελετά ένα κείμενο της Νάταλι Αντζίρ, το οποίο καταλήγει: «Το γάλα είναι ομοιοπαθητικό. Διατηρεί τη μνήμη κάθε στόματος που τρέφει».  Ένα κείμενο που μιλά για το latte της Παρθένου Μαρίας απ’ την Αναγέννηση και μετά, μα και για το latte εκείνης της άλλης συζύγου ενός άλλου θεού, που τη θηλή της δάγκωσε κάποτε με βουλιμία ο ημίθεος Ηρακλής κι απ’ το υγρό που εκτοξεύτηκε στο στερέωμα γεννήθηκε ο Γαλαξίας.

Έντιμα η Σπυροπούλου από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου δηλώνει τις προθέσεις της και αποτείνει ένα ευγενικό και σεμνό «ave» σε γραφές προγόνων που την γέννησαν.

Ας αφουγκραστούμε / κρυφακούσουμε νοερά και με ελλείψεις κάμποσων προτάσεων, παραγράφων τα δυο κορίτσια, στην συνάντησή τους, στις αρχικές σελίδες του βιβλίου, κάπου σ’ ένα «καφέ»…

Μιλάει πρώτη η ΕΛΕΝΗ: «…να δεις τι συνέβαινε στον Μεσαίωνα με όσες ήθελαν να γίνουν ζωγράφοι. (…) «Μερικές από τις καλύτερες τις έβαζαν στο μουσείο του Λούβρο για να αντιγράφουν τα αριστουργήματα. Είμαστε καλές για αντιγραφή, όχι για πρωτοτυπία».

ΜΑΡΙΝΑ: Τρέμω για τα εκρηκτικά που κρύβω μέσα μου. «Τρέμω στην ιδέα (…) ότι θα γίνω σαν τη μάνα μου».

ΕΛΕΝΗ: «Γιατί, τι έχει η κυρία Όλγα;»

ΜΑΡΙΝΑ: «Πονοκεφάλους».

 

Ένα ταξίδι στις μπάμπουσκες…

Το θέμα του μυθιστορήματος είναι πως η Μαρίνα εκτός από κόρη, φίλη και φιλόλογος είναι και γυναίκα. Μια γυναικά που μάλλον αγαπά και μάλλον αγαπιέται από κάποιον Γιάννη. Εκείνος λίγο πριν φύγει για ένα τριήμερο ταξίδι της ζητά να παντρευτούν. Να γεννήσουν μαζί. Θα του απαντήσει μόλις επιστρέψει.

Ακολουθεί μια τριήμερη κάθοδος της Μαρίνας στη μνήμη. Η Μαρίνα θα προσπαθήσει να ανοίξει μια, μία τις μπάμπουσκες της ψυχής της- ώσπου να φτάσει στο κουκούτσι. Μετά  την συνάντησή  με τη φίλη της Ελένη, θα ανταμωθεί,  μέσω skype,με την αδερφή της Τζο, η οποία ζει χρόνια στο Λονδίνο, συζευγμένη, μάνα δυο παιδιών τα οποία μάχονται μεταξύ τους για την «εξουσία»,- «envy of his sister», θα πει η Τζο για τον μικρό γιό  που προσπαθεί σώνει και ντε να τραβήξει την προσοχή. Και η Μαρίνα θα θυμηθεί πόσο εκείνες, οι δυο αδερφές μάχονταν κάποτε –όπως η φύση ίσως επιτάσσει-, για την προσοχή, το χειροκρότημα, την εξουσία… Και μετά την συνομιλία με την αδελφή, η Μαρίνα θα καταφύγει στην κουζίνας της μητέρας…., στην κουζίνα της μάνας εκείνης που έγραφε στίχους και τους έκρυβε στα ράφια των μπαχαρικών, της μάνας που κάπνιζε στα κρυφά, της μάνας που προσπαθούσε να τους ταίσει όλους ‘ στη μάνα της θα θελήσει να εξομολογηθεί μα… αίφνης στην κουζίνα εισβάλλει ο πατέρας και αναγγέλλει την πτώχευση της χώρας – βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 2010 μ.Χ.

Πολλές φορές το ατομικό δράμα βαραίνει περισσότερο απ’ το συλλογικό. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Πολλές φορές η απειλή της προσωπικής ηθικής ή άλλης πτώχευσης, μας κάνει «τυφλούς τω τε νου, τα τ’ ώτα, τα όμματα» εμπρός σε λιμούς που αφορούν πολλούς. Ανθρώπινο.

Η Μαρίνα θα φύγει απ’ την κουζίνα της μητέρας και θα συνεχίσει «το κάθετο ταξίδι», στις μπάμπουσκές της. Θα ανταμώσει στο γηροκομείο την ανοϊκή γιαγιά, την γριούλα εκείνη που θα της πεί: «Τάισέ με», την γριούλα που θα μονολογήσει: «Λάθη, πολλά λάθη», εκείνη την πάλαι ποτέ νέα γυναίκα που έχει τη δική της ιστορία χηρείας και μάχης να αφηγηθεί, εκείνην που έμπηγε κάποτε «το βελονάκι στην καρδιά» της δικής της κόρης… Και θα καταλάβει η Μαρίνα πως και η μάνα της, κόρη μιας άλλης μάνας ήταν. Σε κάποια μάνα έκανε κι εκείνη τα χατίρια…

Και… Ε, δεν θα τα πούμε κι όλα…

Είναι όμορφες πολύ οι εικόνες της Σπυροπούλου. Εικόνες στημένες με Νόηση και με Ψυχή. Η Νόηση στήνει τους αρμούς και η Ψυχή τους ντύνει. Γιατί, εκεί όπου φαίνεται η Σύλληψη η Εγκεφαλική φαίνεται και το Συναίσθημα.

 

Το βιβλίο μέσα στο βιβλίο…

Το πιο ωραίο όμως, για το βιβλίο της Σπυροπούλου δεν το είπαμε ακόμη. Το πιο ωραίο είναι το βιβλίο που υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Εκείνη η μικρή εγκιβωτισμένη νουβέλα με την πλαγιογράμματη γραφή…  Λοιπόν, προτού η Μαρίνα, η ηρωίδα μας φύγει, (κάπως τρομοκρατημένη) από το σπίτι του υποψήφιου συζύγου, διερευνά την βιβλιοθήκη του. Λογικό. Οι βιβλιοθήκες είναι πολύ μαρτυριάρες, αποκαλύπτουν πολλά μυστικά, -αν όχι τα πάντα-, για την προσωπικότητα του κατόχου τους, (κι εγώ το ίδιο θα έκανα…). Εκεί, ανάμεσα σε τίτλους «φανταιζί» ξετρυπώνει ένα τομίδιο, μιας κάποιας γιαπωνέζας με τίτλο «Ταϊσέ με» ΄ το παίρνει μαζί της. Και κάθε που η Μαρίνα κοντοστέκεται, πότε σ’ ένα καφέ, πότε σε μια κουζίνα, πότε αντίκρυ στις μνήμες της ή αντίκρυ στον «δαίδαλο των αντιφάσεών της», διαβάζει σελίδες από εκείνο το βιβλίο. Και μαζί της, τις διαβάζουμε κι εμείς. Διαβάζουμε ένα έργο μες στο έργο…

Σ’ ετούτο το εγκιβωτισμένο κείμενο μεταφερόμαστε  σ’ ένα μέλλον (;) δυστοπικό, «Στην αυγή του εικοστού δεύτερου αιώνα»…  Τότε που… «Λοιμοί, οικονομικές κρίσεις, ένας ακήρυχτος εξοντωτικός πόλεμος έδωσαν την ευκαιρία στον Μεγάλο Παγκόσμιο Ηγέτη να αναρριχηθεί στην εξουσία. Και μαζί μ’ αυτόν οι γυναίκες.» (…) «οι γυναίκες, το κατώτερο φύλο, το άνθος του κακού»  (…) οι γυναίκες, «η πηγή και η πληγή του πολιτισμού», εκείνες που «θυσιάζονταν για τα αναρίθμητα παιδιά που έφερναν στη ζωή. Τον τελευταίο αιώνα η θυσία είχε αποτύχει».

Σ’ ετούτη την δυστοπία, οι άντρες  εξορίζονται «από έναν κόσμο που είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει και τους τον πήραν από τα χέρια  οι γυναίκες με τις ίδιες τακτικές». Χωρίζονται σε «οικονόμους» «προορισμένοι να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού»,   homobuddies: ομοφυλόφιλοι- ευνούχοι, έμπιστοι μα και κατάσκοποι των γυναικών και   sexhealers:  «καλλίγραμμοι νέοι που τους κρατούσε το καθεστώς ημιαπομονωμένους στις παρυφές των μεγαλουπόλεων», οι οποίοι «δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά στη σεξουαλική ικανοποίηση των γυναικών». Η τελευταία κατηγορία, οι  sexhealers  «υποδέχονταν όλα τα προβλήματα των γυναικών, τα παράπονα, την γκρίνια, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, την αποξένωση και την υποτίμηση. Βίωναν όμως κι άλλες δύσκολες καταστάσεις. Έπεφταν συχνά θύματα bullying από πελάτισσες για διάφορους λόγους. Τους ασκούνταν σκληρή κριτική για την εμφάνισή τους, το βάρος τους. Πολύ γρήγορα κάποιοι έμεναν στα αζήτητα λόγω ηλικίας, σεξουαλικού burn out, ή απομακρύνονταν από αυτές τις υπηρεσίες αν είχε παρατηρηθεί κάποιου είδους συναισθηματική εμπλοκή από μεριάς τους ή από μεριάς κάποιων γυναικών. Το σύστημα δεν λειτουργούσε στην ολότητά του». Με υποδόριο, στυφό χιούμορ και σεμνότητα η Σπυροπούλου ανατρέπει στερεότυπα…

Σ’ αυτή  τη νέα πραγματικότητα, οι γυναίκες επιχειρώντας «Να ξεφύγουν απ’ τον άντρα Νομοθέτη», ολισθαίνουν μάλλον στα ίδια λάθη των Νομοθετών: πλάθουν έναν κόσμο μ’ έμφαση στο «δέρμα», την επιφάνεια, την αποτελεσματικότητα, την χρησιμότητα… «Οι διαφημιστικές θησαύριζαν, η καταναλωτική ανάγκη των γυναικών είχε ξεπεράσει την υστερία. Το δέρμα ήταν η μοναδική τους επένδυση». Νέοι ανταγωνισμοί γεννιούνται… Νέα σύνορα. «…στις καινούριες φρενήρεις ταχύτητες»… «…Αξίες, αρετές, συναισθήματα όπως η συγχώρεση, η αγάπη, η κατανόηση…» εξοβελίζονται. Εξοβελίζεται και η μητρότητα. Όπου «μητρότητα» ίσως σημαίνει: δόσιμο ζωής/τροφής, δόσιμο αιτιών για «μάχη», -κυρίως όμως, ίσως να σημαίνει: προσήνεια, γενναιότητα,  υπέρβαση του «εγώ».

Σ’ αυτό το αφήγημα όμως, υπάρχει και  μια γυναίκα που τη λένε: Μάγκντα, η οποία Λύκαινα Μοναχική (όπως λέμε: Woolf),  είναι κάποια που «την τελευταία στιγμή μήδισε»… «δεν μπόρεσε να αφαιρέσει τη μήτρα της»… H Μάγκντα  αποφασίζει να γεννήσει το παιδί που συνέλαβε από κάποιον sexhealer. Αποφασίζει να διαβεί τα σύνορα, να φτάσει στη ζούγκλα των αντρών. Και την απόφαση την παίρνει εν μέσω παγωνιάς. Εν μέσω πανδημίας.

Ναι, «αιφνίδιος πάγος» απλώνεται σ’ αυτήν την δυστοπία, «ένα ψύχος απόκοσμο»: «Σήμανε συναγερμός σε όλη την επικράτεια. Οι Αρχές δέχονταν εκατοντάδες κλήσεις» (…) «Ο πανικός είχε ξεσπάσει» (…) «Η κατάσταση κηρύχθηκε έκτακτου ανάγκης. Ο αριθμός των νεκρών αυξανόταν καθημερινά.» Και η Μάγκντα διαβαίνει τα σύνορα… Στο δρόμο της, νεκρές γυναίκες συναντά: «Εγκλωβισμένες σε γυάλινες επιφάνειες, γυναίκες ακινητοποιημένες από το ψύχος. Νεκρές μέσα στα πολυτελή αυτοκίνητά τους. Στα καλοφτιαγμένα σώματα, στα αρυτίδιαστα πρόσωπα που τις καθρέφτιζαν». (…) «Νεκρές κέρινες κούκλες»…  Η Μάγκντα πετά ό,τι περιττό βρίσκει μέσα στα αυτοκίνητα: τηλέφωνα, ρούχα… Κρατά κοντά της μόνο ό,τι πάλλεται, ό,τι έχει ψυχή: έναν εγκαταλειμμένο σκύλο… Κάποια άλλα Ζώα.

Ένας Νώε, λοιπόν, γένους θηλυκού (ή ίσως μια Πύρρα;) η Μάγκντα περιμαζεύει στην κιβωτό της τα ζώα που ανταμώνει στη διαδρομή της στα άδυτα του δάσους. Σώζοντας τα ζώα, σώζεται κι εκείνη. Ο σκύλος θα της γλύψει τις πληγές της.  Όταν καταφέρνει πια να περάσει τα σύνορα των δυο κόσμων και να βρεθεί στη ζούγκλα των εξόριστων αντρών, η Μάγκντα ξαπλώνει στη γη κι απ’ τα σκοτάδια της μήτρας της, φέρνει στο φως το γιό της. Τον οδηγεί στον μαστό, στη θηλή. Τον ταϊζει.

Αφηνιασμένο, εξοστρακισμένοι άντρες την ανακαλύπτουν μες στην ζούγκλά. Την βιάζουν. Διαρρηγνύουν την μήτρα της. Εκείνη σέρνεται, σφαδάζει’ έχει όμως μόλις γεννήσει για ετούτο και είναι αποφασισμένη να ζήσει. Προτάσσει λοιπόν στους άντρες τους μαστούς και λέει: φάτε!

 

Λάβετε, φάγετε, πιείτε εξ αυτού πάντες. Τούτον εστί το γάλα της.

Διαβάζοντας κανείς –εν μέσω καραντίνας 2020-, κάποιες απ’ τις σελίδες ετούτου του αφηγήματος, εκείνες που αφορούν στη διαδρομή της Μάγκνα μέσα στο «απόκοσμο ψύχος» ανάμεσα σε «κερένιες κούκλες» δύσκολα αποφεύγει μια σύνδεση με την παγωνιά του σήμερα.  Μια παγωνιά με χιλιάδες άχρηστα κινητά τηλέφωνα πεταμένα στα ρείθρα και στα αυλάκια των δρόμων. Με χιλιάδες άχρηστα ρούχα να αιωρούνται στις ντουλάπες. Με άχρηστα παπούτσια να ζευγαρώνουν στις θήκες τους. Με αναρίθμητα ζώα να μας κοιτούνε στα μάτια.

Ε, ναι λοιπόν: «Βλέπει κανείς ό,τι έχει στο μάτι του».

Ίσως πάλι, κάποιες φορές οι μύθοι να γίνονται προφητικοί. Να ξεπερνούν τις προθέσεις των δημιουργών τους.

                                                        «Καινούριος μύθος σήμερα γεννιέται».

Δυο «κείμενα» λοιπόν, ανταμώνει κανείς σε ετούτο το βιβλίο. Το ένα κείμενο αγκαλιάζει στοργικά, σαν μάνα, το άλλο. Το κλείνει εντός του. Και τα δυο συνθέτουν ένα μυθιστόρημα.

Ένα μυθιστόρημα που μιλά: για τα «εκρηκτικά» που κρύβουμε στις φωλιές των ψυχών μας.

Που μιλά για: «Αναποφάσιστες σταγόνες εαυτού», (οι οποίες), «παλεύουν να μη γίνουν υδρατμοί».

Ένα μυθιστόρημα που αναρωτιέται για τα πόσα κελύφη Πατέρων και Μανάδων πρέπει να σπάσει κανείς επιχειρώντας ένα κάθετο ταξίδι στις μπάμπουσκές του και απευθύνεται σ’ εκείνους που γύρεψαν να ακούσουν σ’ ένα παλιό μηχάνημα, σ’ έναν «αναπαραγωγέα ήχου» την παιδική φωνή, ρωτώντας εαυτούς: «Ποια/Ποιος ήμουν; Ποια/Ποιος ήθελα να γίνω;»

Τέλος, ένα μυθιστόρημα που μιλά για εκείνους που τόλμησαν ή  έντιμα προσπάθησαν να κοιταχτούν μέσα στην Κόρη των Ματιών.-

P.S.: Και μιας κι αναφερθήκαμε εισαγωγικά στον Γιάννη Στίγκα, ας κλείσουμε (βοηθούσης της ευγενούς κι ελεήμονος παρανάγνωσης) με στίχους  του ίδιου ποιητή από  την συλλογή «Το ισόπαλο τραύμα», από το ποίημα: «Ο κόμης Λωτρεαμόν»:

«καλά μου τα ‘λεγε η μάνα μου:

ότι αυτός ο δρόμος δεν θα βγάλει πουθενά

και σκοτωμένα λόγια βλέπω μες στα μάτια σου

σε άγγιξε το τίποτα την ώρα που σε γένναγα

οπότε πάρε την ευχή μου

                              κι ετούτα τα σπίρτα». 

 

 *** Η Τζέμη Τασάκου είναι συγγραφέας  μυθιστορημάτων για ενηλίκους και σειρών βιβλίων για παιδιά. Αποφοίτησε από το Πάντειο και αποσύρθηκε στη Ναυπακτία. Το μυθιστόρημά της Η Ερωμένη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular