«Για τον καθένα υπάρχει κάτι κρυφό, απερίγραπτο ίσως, κι όμως αληθινό, που περιμένει στη μαύρη φωλιά του εαυτού του. Περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να φτερουγίσει και να ρίξει τη σκιά του πάνω στην εστία του, πάνω στα άσπρα αυγά που καρτερούν, ζεστά απ’ την προσμονή, να σκάσουν στον ήλιο. Κι όταν τελικά σπάζουν, δεν είναι ο ήλιος, δεν είναι το φως που πρωτοαντικρίζουν. Είναι αυτή η σκιά, το μαύρο πέπλο του Άλλου».
Πέντε πρόσωπα εισδύουν σε μια περιοχή θανάτου, στη σκιώδη περιοχή της ύπαρξης. Είναι θεατρίνοι που οδεύουν στην τελευταία παράσταση της περιοδείας τους. Παράξενα πλάσματα, στο μεταίχμιο αλήθειας και παραίσθησης. Ο Αλέξης Σταμάτης δεν αποκαλύπτει παρά ψήγματα των προσωπογραφιών τους. Οι μορφές τους προβάλλουν ελλειπτικές και υποφωτισμένες μέσα σε ένα απόκοσμο, εωσφορικό τοπίο. Τα τραύματά τους υποφώσκουν, οι ουλές τους αχνοφαίνονται. Δείχνουν αρτιμελείς, αλλά είναι ρημαγμένοι. Φαγωμένοι από μέσα. Τίποτα από το παρελθόν τους δεν ομολογείται απερίφραστα. Και οι πέντε φαίνονται περίκλειστοι, απαραβίαστοι. Ωστόσο, όταν βρίσκονται εκτεθειμένοι στον άγνωστο τόπο, διαπιστώνουν την τρωτότητα των οχυρώσεών τους. Τη στιγμή που η ύπαρξή τους διακυβεύεται, συνειδητοποιούν πως εδώ και καιρό κινδύνευαν να χάσουν το πιο βαθύ τους πρόσωπο, την ουσία της υπόστασής τους, το πυρηνικό της βάρος. Όσοι τελικά θα επιζήσουν, θα παίξουν στη θεατρική σκηνή του αλλόκοτου νησιού διεκδικώντας από την αρχή όλα όσα παραλίγο να χάσουν για πάντα.
Οι εισαγωγικές σελίδες αφήνουν την υπόνοια μιας προϊούσας αποκτήνωσης. Αιμόφυρτα ζώα σε ένα όργιο σφαγής. Ένα πληγωμένο ελάφι χάνεται στο δάσος. Η περιγραφή, αποδοσμένη από την οπτική γωνία του έμφοβου ζώου, μεταμορφώνει τον απομονωμένο τόπο σε αρένα όπου θα αναμετρηθούν λυσσαλέα θηρευτές και θηράματα. Συνεπώς, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος επικρέμαται η απειλή μιας αιματοχυσίας, ενός μακελειού. Το ζώο, έχοντας χορτάσει την πείνα του, σκέφτεται με αποτροπιασμό «εκείνο το δίποδο πλάσμα» που σκορπάει στο πέρασμά του φωτιά και αίμα, συλλέγοντας τρόπαια, ταριχευμένα σε κορνίζες. Λίγο μετά, το σφοδρό χτύπημα της λαμαρίνας του οχήματος, στο οποίο επιβαίνουν οι πέντε θεατρίνοι, το σωριάζει στο έδαφος. Εκείνοι δεν βλέπουν παρά μερικά ίχνη από αίμα πάνω στον δρόμο. «Τίποτε άλλο, όμως. Ό,τι κι αν ήταν εκείνο που αντίκρισαν, είχε επιζήσει κι είχε πλέον επιστρέψει πίσω στο περιβάλλον του».
Είχε επιζήσει για να επιστρέψει σαν νέμεση, σαν στοιχειό στο μυαλό τους.
Η δυσοίωνη σύγκρουση του θιάσου με το ελάφι διεγείρει ζοφερές σκέψεις, σηματοδοτώντας την «παράδοξη εισβολή του μυστηριώδους». Ο τραυματισμός του ζώου επιφέρει μια «άγρια δαγκωματιά» στον ψυχισμό τους, αναρριπίζοντας παλιούς, ανεπούλωτους πόνους. Από το ζώο θα κριθεί η ανθρωπιά τους. Ζωές σε τεντωμένο σκοινί, δίχως δίχτυ ασφαλείας. Το ενδεχόμενο της πτώσης είναι εξαρχής μοιραίο.
Ο Ρομάν, δραματουργός και σκηνοθέτης, ψυχή του θιάσου, συλλογίζεται τα «μαύρα ελάφια», τις στιγμές που νιώθεις την ψυχή σου να σκίζεται, «όταν νιώθεις ότι ακόμα και η πιο μικρή ψιχάλα, το πιο ελαφρύ αεράκι θα τα διαλύσει όλα. Ότι νικήθηκες από τη ζωή».
«Κάτι μου λέει πως εδώ θα ζήσουμε αυτό που δεν έχουμε φανταστεί ποτέ στη ζωή μας». Η διαίσθηση του Βικτόρ, του φωτιστή της παράστασης, βρίσκει επιβεβαίωση στο βραχώδες, απόκρημνο τοπίο ολόγυρά τους. Ένα τεφρό νησί, εκτός τόπου και χρόνου. Ένας τόπος που λες και δεν υπήρχε. «Σαν να ’ταν ένα διάλειμμα». Ένα διάκενο στην αληθινή ζωή. Λες και βρίσκονταν «στην τρύπα του ναδίρ». Η τελευταία παράσταση της περιοδείας, εκεί, σε ένα μέρος πέρα από κάθε λογική και έλεος, προμηνύει μια οριακή υπαρξιακή δοκιμασία για τα μέλη του θιάσου. Το ηφαίστειο στα σπλάχνα των βράχων προοικονομεί την ολέθρια ανάφλεξή τους.
Στήνοντας με υπαινιγμούς και μακάβριες συνδηλώσεις ένα σκηνικό συντέλειας, ο Σταμάτης διεξέρχεται ενδιαφέροντες στοχασμούς για την αλληλοδιείσδυση δραματουργικών συνθηκών και ατομικών ελλειμμάτων, για την ανάγκη της δημιουργίας που παροξύνεται από τις προσωπικές ζημίες, αλλά και για τη θέαση του θανάτου μέσω της τέχνης σαν ιλιγγιώδη πηγή έμπνευσης. Οι ήρωές του αμφιρρέπουν μεταξύ ρόλου και εαυτού, ανάμεσα στη διαρκή επινόηση του προσώπου τους και στην αναζήτηση της μοναδικής αληθινής του όψης. Μοιάζουν να βρίσκονται στην τροχιά μιας προδιαγεγραμμένης πτώσης, της οποίας ελπίζουν να προηγηθεί μια εκθαμβωτική ανύψωση. Η πληθυντική ζωή του θεάτρου έχει κατακερματίσει και λεηλατήσει τις ιδιωτικές τους ζωές. Οι ίδιοι ζουν τεθλασμένα σε σχέση με την πραγματικότητα, ενώ διαφυλάσσουν και μια άλλη ζωή, μυστική και επτασφράγιστη, αθέατη από θεατές.
Σε ένα όνειρο που τον επισκεπτόταν συχνά, ο Ρομάν περπατούσε σε ένα πέτρινο δάσος και με κάθε του βήμα άνοιγε στο χώμα ρωγμές, απ’ όπου αναδύονταν σαν αναρριχητικά οι πολλαπλές του μορφές, αλλοτινές ενσαρκώσεις. Το όνειρο του αποκάλυπτε τις «μέσα χαραμάδες». Αντηχούσε σε αυτό «ο απόηχος μιας ελαφράς αστάθειας». Η ρηγματώδης πορεία του στο πέτρινο δάσος, τα χαίνοντα βάραθρα και οι ασάλευτες, απολιθωμένες μορφές που εγκατέλειπε στο διάβα του, αντανακλούσαν την αίσθησή του για τη ζωή. «Η αίσθηση του “ζω” λίγο πιο μετακινημένη». Σαν να εξαπατούσε τον χρόνο, τον δικό του χρόνο, αναβάλλοντας με δραματουργικά τεχνάσματα και μάταιες δολιχοδρομήσεις το αναπόφευκτο.
Μόνος στο δωμάτιό του στο μοτέλ, ο Βικτόρ «βγάζει από την κρυφή σχισμή τη φωτογραφία. Ήταν μια φωτογραφία σαν γραμματόσημο, τυπωμένη σε ανθεκτικό υλικό». Εγχάρακτη στην ύλη της μνήμης. Ήταν η χαραμάδα του Βικτόρ, απ’ όπου ανέβλυζε ένας άσβεστος πόνος, ολοσκότεινος, αδιαπέραστος από οποιοδήποτε φως. «Για όλους ήταν ο φωτιστής». Κανείς δεν υποπτευόταν το σκοτάδι που φυλούσε στην κρυφή σχισμή. Ωστόσο, ο Βικτόρ δεν ήταν εκπαιδευμένος μόνο στον μηχανισμό των φωτοσκιάσεων. Είχε επίσης ασκηθεί στον «μηχανισμό του φόβου που παράγει το ακόνισμα μιας φαντασίας που μπορεί να γίνει πραγματικότητα». Γι’ αυτό άλλωστε ήταν ο πρώτος που τρόμαξε στη θέα του τόπου.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο «Μοτέλ Μορένα», σε βαθύ λήθαργο, σύμπτωμα μιας ανίατης νόσου, ο Λεό, ένας ανερχόμενος ηθοποιός, ονειρεύεται έναν γυμνό έφηβο. Τον έβλεπε να διαυγάζει το σκοτάδι του δωματίου και να αναδύεται μπροστά του μέσα από μια βροχή σταγόνων φωτός. «Ήταν ολόκληρος λουσμένος από αυτό το απόκοσμο φως που εξακολουθούσε να πέφτει από μια άγνωστη πηγή. Ξαφνικά στο σώμα του άρχισαν ν’ ανοίγουν πληγές σαν ξυραφιές. Ανάβλυζε λίγο αίμα, ύστερα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο». Ο νεκρός αιμορραγούσε φως. Του ένευσε χαμογελώντας και ο Λεό τον αναγνώρισε, ήξερε το όνομά του. Προσπάθησε να κινηθεί προς το μέρος του, αλλά έγινε ξανά σκοτάδι. Ο Λεό ψυχορραγούσε υποφέροντας από τον ανίκητο ιό, την προσωπική του ιστορία. Διότι, όπως εύστοχα γράφει ο Σταμάτης, η ιστορία είναι ιός, όχι μόνο η συλλογική, αλλά και η κάθε ιδιωτική.
«Τόσα μάτια πάνω στα μάτια της. Τόσα σώματα μέσα στο σώμα της». Ο Ρομάν έχει απόλυτη επίγνωση της πληθυντικής υπόστασης της Θίντα, της συντρόφου του. Όπως και εκείνος, η Θίντα δεν φανέρωνε το βάθος των πληγών της, αλλά και δεν απέκρυπτε τα τραύματά της. Γνώριζε πως όλα «τα κατακλυσμιαία» που τη συνείχαν, δεν ήταν ορατά από κανέναν. Μόνον εκείνη συντάραζαν το κόχλασμα μέσα της, η εσωτερική της μανία, οι συνεχείς μεταπτώσεις της θερμοκρασίας της από την πυριφλεγή θερμότητα μέχρι το νεκρικό ψύχος, η λαχτάρα της εντέλει να απαλλαγεί από καθετί ανυπόφορο που την απομυζούσε. Η σκηνοθετική ματιά του Ρομάν τη θέλει εγκλωβισμένη σε μια κατασκευή που παγιδεύει στις ασφυκτικές της διαστάσεις το σώμα της, ενώ ελάχιστα μέρη από τη φιγούρα της αφήνονται έκθετα στο φως της σκηνής, γριφώδη μες στις ανησυχαστικές φωτοσκιάσεις τού Βικτόρ. Εγκλωβισμένη πάνω στη σκηνή σε έναν «εαυτό-εγκατάσταση», έναν «εαυτό-άθροισμα της μνήμης ενός σώματος», η Θίντα ένιωθε οριακά εξόριστη από τη ζωή της και την ίδια στιγμή αβάσταχτα προσδεδεμένη σε αυτή. Παραδόξως, το αίσθημα της εξορίας από την πραγματική ζωή, τη βύθιζε στον πυρήνα της πραγματικής ζωής. Μετά το τέλος της παράστασης στο θέατρο του νησιού, τη συντρίβει ο φόβος πως αυτή η εγκατάσταση, ο εαυτός της, κινδύνευε να καταστραφεί μαζί με όλα όσα συνιστούσαν το ασήμαντο κι όμως μοναδικό περιεχόμενό της. «[…] το πρόβλημα δεν ήταν το να χαθεί ένα “αύριο”, αλλά το να χαθεί ένα “πριν”, ένα “πριν” που είχε δημιουργηθεί με χίλια μύρια υλικά και κινδύνευε να γίνει ανάμνηση σ’ έναν μακάβριο τόπο που θα το κατάπινε για πάντα». Η φρικτή εξαΰλωση της μνήμης σε ανάμνηση.
Διατρέχοντας, ερήμην της, μερικές σελίδες από το Μπαρ Φλωμπέρ, η Θίντα αποδύεται σε μια πυρετική αυτοπαρατήρηση, παλινδρομώντας ανάμεσα στην αίσθηση της εκμηδένισής της και στην πρόταξη μιας εξεζητημένης εγωπάθειας. Παραμερίζοντας τον «καθένα», επικεντρώνεται εταστικά σε εκείνη και μόνον.
«Ο καθένας; Στο φινάλε, εντέλει, δεν μ’ ενδιαφέρει και ποσώς, γιατί ο “καθένας” ούτε είμαι, ούτε υπήρξα, καμία σχέση, χωρίς εμένα τίποτα δεν θα υπήρχε, όλα άυλα τα εκτός εμού, μόνο ότι ζω και εισπνέω και εκπνέω υπάρχει, γιατί μόνο μέσα από εμένα φτιάχνω τα ορατά και τα προς αίσθηση· έτσι είναι, έτσι, α, ναι, έτσι, παρόλο που γνωρίζω καλά, πολύ καλά, το ξέρω ως και το τελευταίο μου κύτταρο πως δεν είμαι παρά μόνο ένα τοσοδούλικο τυχαίο περιστατικό, όμως το μοναδικό περιστατικό που θα ζήσω και που ζω και που καθημερινά σπρώχνω προς το τέλος. Το θηριώδες τέλος. Το ήδη τέλος».
Στο φινάλε του μυθιστορήματος, σαρκάζοντας τον τρόμο της για το «θηριώδες τέλος», στην ουσία αυτοσαρκαζόμενος, ο Σταμάτης φυλακίζει την ηρωίδα σε μια καρναβαλίστικη φορεσιά, που τη μεταμορφώνει σε αλλόκοτο θηρίο και κατά τραγική ειρωνεία αυτή ακριβώς η «αποθηριωμένη» μεταμφίεση τη διασώζει από τα θανάσιμα έθιμα των ιθαγενών.
Ο Ρομάν, συγγραφέας του έργου, σκηνοθέτης και συμπρωταγωνιστής της, ευελπιστεί να γίνει εκείνος που θα λυτρώσει τη Θίντα από τη σύγκορμη ειρκτή της. Ακόμα και εκτός σκηνής την έβλεπε αναδιπλωμένη σε «μια βαθιά περιχαράκωση». Κλεισμένη σε ένα άθραυστο κέλυφος, θωρακισμένο με «λογικά επιχρίσματα». Μολονότι και ο ίδιος κλείδωνε την ύπαρξή του σε ένα διάφανο, κρυστάλλινο «κουτί», «το δικό του κουτί έλιωνε, έρρεε έξω και ξαναφτιαχνόταν κάθε μέρα». Κοιτούσε τη ζωή καταμέτωπο. Δεν λιποψυχούσε μπροστά στην απροσμάχητη ακαταληψία της και τον οδυνηρό παραλογισμό της. Ήθελε να τη ζήσει ολόκληρη. Να την παίξει σαν ζαριά και να αναλάβει την ευθύνη και της νίκης και της χασούρας. Ήθελε να υπάρχει «πρισματικά, διαθλαστικά, καλειδοσκοπικά».
«Τα μάτια μας δεν έχουν βλέφαρα» λέει κάποια στιγμή ο Ρομάν. Πίστευε πως οι δημιουργοί δεν έπρεπε ποτέ να κλείνουν τα μάτια, πως δεν έπρεπε να επαφίενται στην προφανή όψη των πραγμάτων. Όφειλαν να αφήνουν την ψυχή τους διαπερατή από κάθε ερέθισμα, απροφύλακτη από την οιαδήποτε φαντασίωση, τρωτή και τρέμουσα απέναντι στα απρόσκλητα φαντάσματα, ευάλωτη στο άλογο, διάπλατα ανοιχτή σε κάθε συντριβή. Για εκείνον η τέχνη ήταν αλληλένδετη με το ρίσκο του πόνου, ομοούσια με το ερωτικό πάθος. «Να πονέσεις σε βαθμό ακρωτηριασμού». Ήθελε την τέχνη του πάσχουσα, να δεξιώνεται αβάσταχτα συναισθήματα, να τανύζει ώς τα όριά τους καρδιά και νου. Ήταν καθήκον κάθε ανθρώπου να πάρει αυτό το ρίσκο, του πόνου.
Μπορεί η Θίντα να παλλόταν επί σκηνής, να δονούνταν ολόψυχα, αλλά ο Ρομάν καταλάβαινε πως απέφευγε την έκρηξη για την οποία ήταν ικανή, «γνώριζε ότι είχε τη δυνατότητα να κομματιαστεί ώστε να φτάσει στην κορύφωση» και ότι φοβόταν αφάνταστα αυτό το κομμάτιασμα. Ωστόσο, η Θίντα ήταν θαρραλέα με το φανταστικό. Δεν φοβόταν τις ευωχίες της φαντασίας, που της επιφύλασσαν ανύποπτες εκδοχές ύπαρξης, και φρόντιζε να τις ανατροφοδοτεί αναστέλλοντας τη δυσπιστία, που είναι η καταστροφή της μαγείας. Αν ο Ρομάν είχε διακρίνει τις ρωγμές της, ήταν επειδή εκείνη είχε σπάσει «με το τσεκούρι τον πάγο μέσα της» ώστε να του αποκαλυφθεί ραγισμένη, έτσι ακριβώς όπως ήταν. Η αδημονία του εραστή της να διαρπάξει τη ζωή στην ολότητά της, της φαινόταν ένας όμορφος, λίγο θλιβερός, ιδεαλισμός. Το ονειροπόλημα μιας χίμαιρας. Εκείνη έδειχνε καχυποψία στην υψηλοφροσύνη γιατί εγκυμονούσε ιλιγγιώδεις κατακρημνίσεις. Σκεφτόταν: «Μην παίρνεις τίποτα στα σοβαρά, θα σε φάει ζωντανό».
Σε κάποιο σημείο του θεατρικού έργου τού Ρομάν, που εγκιβωτίζεται στο μυθιστόρημα, η Θούλια, η ηρωίδα που υποδύεται η Θίντα, σκέφτεται για τον σύντροφό της, ο οποίος μόλις έχει εγκαταλείψει τη σκηνή: «Ζει σ’ αυτή την όμορφη ψευδαίσθηση, πριν από το αναπόφευκτο. Η ζωή είναι ένα πεθαμένο έντομο χωρίς φτερούγες. Εκείνος τις νιώθει ακόμα στους ώμους. Ξέρει, βέβαια, ότι είναι πεθαμένο».
Αλλά και ο ίδιος ο Ρομάν όταν επιστρέφει στη σκηνή σαν Ατόμ, αναρωτιέται: «Γιατί να ζω ακόμα στην ιστορία; Δεν θέλω. Αυτή η ανάγκη να βυθίζω τη ζωή στο νόημα…»
Η Θούλια, έγκλειστη στην κατασκευή της, καταυγασμένη από το μπλε απόκοσμο φως τού Βικτόρ, ομολογεί στο κοινό επαναλαμβάνοντας τις λέξεις τού Ρομάν: «Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο. Φως κι ένα σώμα».
«Είμαι εντός του χώρου μου».
Η Σόφι, η νεαρή ηθοποιός του θιάσου, εμφανίζεται πληθωρικά ένσαρκη, παράφορη και έκδοτη. Σε αντίστιξη με τον ήρεμο, κατασταλαγμένο αισθησιασμό της Θίντα, εκείνη ρέπει προς την ερωτομανία. Η καταδαπάνηση της ηδονής αντιπαλεύει την υποδόρια οδύνη. Το μόνο που μαθαίνουμε για τη ζωή της είναι πως υπήρξε «αίμα και πόνος» και αυτή η φειδωλή μνεία αρκεί για να προσδώσει στις ερωτικές της εξάρσεις μια άγρια απελπισία. Το όμορφο, άπληστο σώμα της, απ’ όπου διαχεόταν αθώα σεξουαλικότητα, διέστιζαν «υπόγειες αιχμές» που ξεπρόβαλλαν ερήμην της. Έμοιαζε να κυοφορεί μια σύγκρουση, «κάτι το απροσδιόριστα μυστηριώδες, και διαρκώς εν δυνάμει», μια έκρηξη που ποτέ δεν ξεσπούσε. Λαχταρούσε να μετατρέψει τον παροξυσμό της σάρκας σε αιχμηρό συναίσθημα, που θα έγδερνε το δέρμα της. «Βογγητό-συναίσθημα, που θα τολμά, φρενήρες».
«Ό,τι ψάχνεις, σε ψάχνει».
Τα θηρία εντοπίζουν τους θηρευτές τους και εξαπολύουν επίθεση. Η Σόφι κάνει έρωτα με τον κακό λύκο. Είναι η δεύτερη που παραδίνεται σε ό,τι την έψαχνε, που το αφήνει να την αφανίσει. Πρώτος ήταν ο Λεό. Υποταγμένη σε έναν λυκόμορφο, σαρκοβόρο εραστή, η Σόφι βιώνει μια εκστατική, παραλυτική πληρότητα. Μες στο σμίξιμό τους την ξεκούφαινε «ο αντίλαλος του εαυτού της». «Ήταν μέσα στον εαυτό της σαν το κουκούτσι μες στον καρπό». «Εκείνος με τη μουσούδα του ζώου, ο έναντι άντρας», «ο απέναντι Δολοφόνος», «ο απέναντι Άντρας», ο «Άντρας-Δολοφόνος», ο «Άντρας-Ζώο» ήταν το αντεστραμμένο είδωλό της. Αγγίζοντάς την την επέστρεψε στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Αντικρίζοντας κατάματα τον Άλλο, τον τερατώδη Άλλο, ανέκκλητα παραδομένη, η Σόφι αισθάνθηκε «εξαφανισμένη, αποκαθαρμένη από τα μαύρα δάκρυα των στεναγμών της ζωής της». Όλα τα ένιωθε «ογκώδη, άστατα, εξιλαστήρια, ύστατα, πιο άγρια από κάθε φορά». Και ταυτόχρονα αναλίγωνε από τη βίωση μιας ριζικής, μεταρσιωτικής καταλλαγής. «Όλα κατέρρεαν μέσα στην ανεξήγητη σαγήνη τους. Φριχτά, αβυσσαλέα και την ίδια στιγμή μαγεμένα, εκστατικά, ιλιγγιώδη». Τίποτα δεν την φόβιζε, τίποτα δεν ήταν πια αρκετά οξύληκτο για να την τραυματίσει. «Έτσι ξαφνικά άδειασε από όλους τους φόβους της θνητότητάς της».
«Το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου».
Η θεατρική εμπειρία τού Σταμάτη ευεργετεί την αλληγορική διάσταση της μυθοπλασίας. Η θεατρική συνθήκη, ένας θνησιγενής θύλακος μαγείας και ψευδαίσθησης, είναι μίμηση της πραγματικότητας και μαζί παραμόρφωση, ξεγέλασμα, απάτη. Οι δραματουργικές τεχνουργίες μεταμορφώνουν την αληθινή ζωή σε μεταφορά για να αναδείξουν αδυσώπητες κυριολεξίες. Το θέατρο ψεύδεται προκειμένου να κυριολεκτήσει. Επιτάσσει τόσο την έκδυση όσο και τη μεταμφίεση, την αποβολή του εαυτού και την καταβύθιση σε αυτόν. Έχει τη δύναμη να αφομοιώνει στη μέγιστη έντασή τους την τραγικότητα και τη φαιδρότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Οι ήρωές του ξενιτεύονται μόνο και μόνο για να επαναπατριστούν με δριμύτητα στα μύχια που τους έθρεψαν και τους τρέφουν, στα μέσα χώματα.
«Τέτοια θέα δεν τη βλέπει καθένας. Είναι μεταμορφωτική, θεραπευτική, δεν ταξιδεύεις, ξαναβρίσκεις».
Ο τόπος με τον οποίο έρχονται αντιμέτωπα τα πέντε πρόσωπα του βιβλίου είναι ταυτόχρονα ουτοπικός και επίγειος. Κείτεται πέραν του γνωστού τους κόσμου, αλλά συνάμα φαντάζει σαν αποκύημα των χειρότερων εφιαλτών τους. «Η πόλη λες και ήταν ψευδαίσθηση – φως και σκοτάδι». Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως κάθε ένα από τα πρόσωπα ατενίζει τη θέα που περισσότερο το τρομάζει. Τη σουρεαλιστική νησίδα του μυθιστορήματος γεωγραφούν οι αντιφάσεις που ορίζουν τους επισκέπτες της. Απλώνεται στο βλέμμα τους σαν ασύλληπτη «εικαστική περφόρμανς», μια «δραματουργία του φωτός και του σκοταδιού». Κρύβει υπέροχες όψεις, αλλά και τρομακτικούς γκρεμούς, είναι φαιόχρωμη αλλά και αιφνιδίως φωτεινή, φανερώνεται άλλοτε σαν άμπωτη και άλλοτε σαν πλημμυρίδα. Ο τόπος προβάλλει πρισματικός καθώς αντανακλά τις θυμικές παλινωδίες των πέντε ξένων. Η γεμάτη αντιφάσεις γεωγραφία του προσφέρεται για καρναβαλικούς έως βακχικούς παροξυσμούς, όπως και για ταφικές ιεροτελεστίες. Ήταν ένας τόπος που αποθέωνε τη ζωή την ίδια στιγμή που τον άρδευε αίμα, θυσιασμένο αίμα σφάγιων. Αντιτίθετο στον θάνατο μέσω της άρνησης να τον συλλάβει ως κατάργηση της ζωής. Ήταν ένας τόπος που δεν είχε ιδρυθεί πάνω στον φόβο του θανάτου. Εκεί ηγείτο η ζωή. Μολονότι, όμως, αφιέρωνε περίλαμπρους εορτασμούς στον ήλιο, δεν λησμονούσε την πολιούχο θεότητά του, τη Μορένα, πάτρωνα του χειμώνα και του Κάτω Κόσμου, σύμβολο του τέλους της φυσικής ζωής.
Ο φασματικός τόπος του μυθιστορήματος αναγεννάται, σαν θεατρική παράσταση, μέσα από επιθανάτιες τελετές. Το κύλισμα του χρόνου διηθεί μια αιματόβρεχτη εθιμολογία, που έρχεται να δοξάσει τη σαρκική και πνευματική ουσία του ανθρώπου. Η τέχνη του τόπου ήταν χαρισάμενος πανηγυρισμός που απηχούσε την «αέναη μεταβαλλόμενη συνείδηση, ζείδωρη, διαρκώς ρέουσα», που συμφιλίωνε «το μεταβατικό, το φευγαλέο, το ενδεχόμενο, το ήμισυ της Τέχνης» με το άλλο μισό της που ήταν «το αιώνιο και το αμετάβλητο». Περισσότερο και από τέχνη, ήταν βίωμα. Η τέχνη του Ρομάν ήταν θρηνητική, επιμνημόσυνη, τρομαγμένη, βασανιστικά πεποιημένη.
Στο δωματιάκι του ηλεκτρολογείου, όπου ο Βικτόρ εξυφαίνει τις φωτοσκιάσεις του, ο Σταμάτης εικονογραφεί μια εκπληκτική σύνοψη των κεντρικών μοτίβων του προβληματισμού του. Ο Βικτόρ περιβάλλεται από μια ταπετσαρία με επαναλαμβανόμενα ρολόγια καθώς και από «πίνακες που εικόνιζαν είτε ξεκοιλιασμένα ζώα είτε ηλιοτρόπια». Ο ζωοδότης ήλιος, η αποκτήνωση που κυοφορεί η ανθρώπινη φύση και το δρεπάνι του χρόνου, όλα μαζί, σε μια πηγή τεχνητού φωτός.
«Η στιγμή. Το παρόν. Τι στο διάολο είναι αυτό το πράγμα; Με το που συνέβαινε, διαλυόταν». Ο Ρομάν που αποζητούσε την ολότητα, υπέφερε από τον κατακερματισμό που του επέβαλλε ο χρόνος. «Κάθε του βλέμμα προς την αγαπημένη του ανήκε και σ’ έναν άλλο, διαφορετικό χρόνο».
«Ο χρόνος είναι η ποινή μας», αποφαίνεται επί σκηνής η Θούλια. Όταν στο τέλος της παράστασης απεγκλωβίζεται από την κατασκευή της για να παρουσιαστεί στο κοινό ως Θίντα, τη συγκλονίζει η τρομερή επίγνωση, η συνάφεια της θνησιγένειας του θεάτρου με τον θάνατο. Το αναστρέψιμο και το ανεπίστρεπτο τέλος. Γυρίζοντας προς τον Ρομάν τού λέει έντρομη: «Είναι το νησί, Ρομάν. Το νησί. Το νησί των νεκρών. Είμαστε ήδη εδώ. Στην ατόφια άμπωτη».
Ούτε η Σόφι τα πήγαινε καλά με τον χρόνο, «σαν κουβέρτα τον ένιωθε να τη σκεπάζει. Κουβέρτα γεμάτη τρύπες. Διάτρητη αγκαλιά». Κάποτε θέλησε να τον σταματήσει. Να τον πετάξει από πάνω της μια και καλή. «Μια φορά μ’ ένα ξυραφάκι».
Ο χρόνος είναι προφανώς το πιο εμβληματικό στοιχείο της μυθοπλασίας. Ο περασμένος χρόνος, που επικάθεται σαν ίζημα στον ψυχισμό, ο παροντικός, που επιβάλλει επείγουσες διευθετήσεις, και ο μελλοντικός, όπου σωρεύονται φοβίες και προσδοκίες. Πάνω στη σκηνή οι πέντε ήρωες του βιβλίου φυγαδεύονται σε ένα κέλυφος πλασματικού χρόνου. Εμείς τους παρακολουθούμε κατά τη διήμερη προετοιμασία της παράστασής τους σε έναν χώρο υποκείμενο σε έναν ιδιαίτερο χρόνο, ιδιότυπα νοηματοδοτημένο. Ο πολιτισμός που κομίζουν δεν έχει θέση σε αυτό τον χωροχρόνο. Διότι είναι ένας θνήσκων πολιτισμός που περιφρονεί την αφοσίωση των γηγενών στην ηλιόβλητη, ατελεύτητη ζωή. Το θεατρικό έργο του Ρομάν μιλούσε για το τέλος του πολιτισμού. Τον πενθούσε, ενόσω εκείνοι στους οποίους απευθυνόταν γιόρταζαν διονυσιακά την αέναη αναγέννησή του, έχοντας απελευθερώσει τον πολιτισμό από την αποκλειστική δικαιοδοσία της τέχνης. Ο Ρομάν μπορεί να πενθούσε την τέχνη που πέθαινε, αλλά ποτέ δεν πίστεψε στ’ αλήθεια ότι υπήρχε πιθανότητα κάποτε να πεθάνει. Κάθε βράδυ, όταν το σκοτάδι της σκηνής φωτιζόταν, ο πολιτισμός ανασταινόταν. Το τέλος του αναβαλλόταν. Από την άλλη, οι τελετές των γηγενών συντελούνταν μετά την ταφή του πολιτισμού. Τον είχαν προ πολλού ενταφιάσει και δεν τον νοσταλγούσαν. Απομονωμένοι στο νησί τους είχαν επιστρέψει απογυμνωμένοι στη φύση, απαλλαγμένοι από κάθε πολιτισμική αυταπάτη. Δεν παρίσταναν τους πρωτόγονους, αναγνώριζαν, όμως, την αδυναμία τους να αντιταχθούν στις φυσικές νομοτέλειες. Είχαν αποδεχθεί πως δεν ήταν παρά φυσικά φαινόμενα, ασήμαντης εμβέλειας. Μια παραδοχή αδιανόητη για τα πέντε μέλη του θιάσου, που παρηγορούσαν τις ήττες τους με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Οι νησιώτες, ανίσχυροι κάτω από τον ουρανό, αποζητούσαν ακόμη στη μαγεία και σε αρχέγονες ιεροπραξίες μια οδό σωτηρίας, ενώ οι θεατρίνοι δραματοποιούσαν επί σκηνής τα αδιέξοδά τους, κρυμμένοι από τον ήλιο. Στην ακαδημαϊκή απελπισία τού Ρομάν αντέτασσαν μια κτηνώδη, για εκείνον, ζωτικότητα. Τους έβλεπε σαν λύκους, ενώ εκείνοι τον ήθελαν σφάγιο.
Ο Κυβερνήτης του τόπου τονίζει στον Ρομάν: «Δεν είστε ξένοι, είστε ξενιτεμένοι. Ξενιτεμένοι από την πραγματική ζωή. Εσείς έχετε την επικαρπία της ύπαρξης, κάνετε δηλαδή περιορισμένη χρήση του χώρου που σας δόθηκε. Εμείς κάνουμε συνολική χρήση».
Η επισήμανσή του αναδαυλίζει την αίσθηση της ασημαντότητας, της τραγικής ανεπάρκειας, που τυραννούσε τη Θίντα και τον Ρομάν.
«Νομίζετε πως είμαστε κάτι διαφορετικό από εκείνο που είμαστε», του λέει ο Κυβερνήτης, εσωκλείοντας στη διατύπωσή του τη μείζονα δραματική αντινομία του ανθρώπου, το όνειρο του ουρανού και τον άφευκτο προορισμό του χώματος.
«Δεν υπάρχει εξουσιαστική φωνή. Υπάρχουν μονάχα διαφορετικά νοήματα», καταλήγει ο Κυβερνήτης. «Δεν υπάρχει φωνή που να διοικεί. Μόνο διαφορετικές ερμηνείες». Όμως, ο Ρομάν δεν άντεχε να αποποιηθεί την εξουσία του ως δημιουργού. Προασπιζόταν μια τέχνη υπεράνω των φυσικών νόμων, που περιφρονούσε τον αποπροσανατολιστικό σχετικισμό, που κατέλυε τη ζωώδη πτυχή του ανθρώπου και τον εξιλέωνε από τα εγγενή ανομήματά του. Ο Κυβερνήτης, από το άλλο μέρος, θεωρούσε τέχνη την ώσμωση. «Το ζώο που εισχωρεί στον άνθρωπο».
Στη φιλονικία τους, από τα πιο στοχαστικά μέρη του μυθιστορήματος, ο Σταμάτης παρακολουθεί τη σύγκρουση δύο βιοθεωριών, που παραθεωρούν τις σημαντικές τους συγκλίσεις προκειμένου να μεγεθύνουν τις αποκλίσεις τους. Ο Κυβερνήτης ως Άλλος προκαλεί το φιλοσοφικό σύστημα του Ρομάν. Τον τελευταίο απωθεί η περίκλειστη ετερότητα του πρώτου και συνάμα τον ταπείνωνε η απροθυμία του να τη δεξιωθεί. Τον μισούσε επειδή ακριβώς τον φοβόταν. Ο Κυβερνήτης εμφορούνταν από ένα πνεύμα που έθετε σε δοκιμασία το δικό του. Είχε την εντύπωση πως ως καλλιτέχνης ήταν ανοιχτός στο(ν) ξένο, αλλά το νησί τον διέψευδε. Εκεί δεν ήταν παρά ένα τρομαγμένο πλάσμα που ωρυόταν για μια άχραντη τέχνη. Και όμως, η τέχνη έπρεπε ήδη να του είχε μάθει πως ο άνθρωπος που δημιουργεί, ποτέ δεν κατακτά την ανύψωση, αλλά, αντιθέτως, συνειδητοποιεί τελεσίδικα πόσο «ατελέστατο, φοβισμένο ζώο» ήταν ανέκαθεν. Νόμιζε ότι απευθυνόταν σε άξεστους, ότι τους έδειχνε πώς δουλεύει η μηχανή του κόσμου και πόσο πολύ την είχαν καταστρέψει αδαείς σαν και εκείνους, αλλά ξεχνούσε πως η μηχανή είχε χαλάσει και στα δικά του χέρια. Η καταστροφή του κόσμου ουδέποτε υπήρξε ατομική δουλειά.
Όπως επισημαίνει ο Κυβερνήτης στον δραματουργό, οι δυο τους εντέλει επιθυμούσαν το ίδιο ακριβώς: «Να τελειώσει η δυστυχία. Να τελειώσει η φθορά». Γι’ αυτό ο Κυβερνήτης είχε ιδρύσει στο πουθενά, «στο τέρμα του τίποτα», μια πολιτεία που αρνούνταν τον θάνατο και δοξολογούσε το φως. Γι’ αυτό ο Ρομάν εξαπατούσε τον χρόνο με δραματουργικά τεχνάσματα. Ο ένας με αιματηρές τελετουργίες και ο άλλος με θεατρικές σκηνοθεσίες φιλοτεχνούσαν την «αναπαράσταση των στρεβλώσεων του πραγματικού». Τα έργα τους δεν διέφεραν. Υπέφεραν το ίδιο. Υπηρετούσαν δύο εκφάνσεις της τέχνης, που αμφότερες εξαρτούσαν το νόημά τους από την τελετουργία τους.
«Τα συστατικά στοιχεία της πραγματικότητας υπερβάλλονται και συναρμολογούνται σε μια κατασκευή που περιλαμβάνει ταυτόχρονα το όλον ως μερικό και το μερικό ως όλον».
Τόσο ο Κυβερνήτης όσο και ο Ρομάν αψηφούσαν ματαιοπονώντας το τέλος, ο ένας κάτω από τον ήλιο, ο άλλος κάτω από τις φωτοσκιάσεις τού Βικτόρ.
Ο αντίκτυπος του τόπου στους ήρωες του μυθιστορήματος είναι αμιγώς συνειδησιακός. Ο τόπος διαρρηγνύει τις ψυχές τους σαν ένα ρίγος του μυαλού, ένα θρόισμα κατάσαρκα, ενδόσαρκα, στο βένθος του σώματος, που ερεθίζει σημεία απάτητα από τη συνείδηση. Το ταξίδι τους δεν είναι απόπλους, αλλά βύθισμα στον πυθμένα της ύπαρξης, ένας νοερός πλους στο σύνορο ζωής και θανάτου, στα στύγια ύδατα ανάμεσα στις δύο αγεφύρωτες όχθες. Η τραγωδία που καλούνται να ερμηνεύσουν εκτυλίσσεται εκεί, στον βυθό, υποθαλάσσια. Κατεβαίνουν «πολύ βαθιά, απύθμενα βαθιά, σε μια περιοχή απρόσιτη από το σώμα. Απρόσιτη κι από το σαθρό της αίσθησης, ανέγγιχτη κι από το πιο άγριο φίλεμα της ψυχής, εκεί που η Αντίληψη παλεύει, σφυροκοπά, επιμένει, δεν αποσύρεται, δεν εκλογικεύει, δεν προσδοκά παρά να βρει, να φυτρώσει στην απέναντι καρδιά. Κι ύστερα πεθαίνεις και δεν πεθαίνεις. Στο σύνορο ζωής και θανάτου, το σύνορο της ελευθερίας με τον κόσμο, αυτό είναι το θέμα του ανθρώπου στη ζωή, εκείνο που οι Αρχαίοι ονόμαζαν “μοίρα”».
Ο Αλέξης Σταμάτης στο πιο ερμητικό του βιβλίο αποδίδει την κατάδυσή τους σαν μαρτυρική μυσταγωγία. Η παραισθητική μυθοπλασία εκβάλλει αργόσυρτα στην ποιητική σκηνή των καταληκτικών σελίδων, στη λυτρωτική βουτιά στον Κάτω Κόσμο, «τον κόσμο της υγρής νύχτας και του θανάτου». Θίντα και Ρομάν αιωρούνται σαν διάφεγγα φάσματα σε έναν υδάτινο κόσμο σκιών και μεταμορφώσεων, πεθαμένοι και αναστημένοι σε μια κοινή ύπαρξη, σε ένα αμφίβιο υβρίδιο, που ανασαίνει με έναν σφυγμό, στον ρυθμό δύο λέξεων, «για πάντα».
Στην τελείωση της κάθαρσης, τα νερά αποσύρονται, «υποχωρούν προς τα μέσα, στο εσωτερικό του πυθμένα», οι εραστές ανεβαίνουν ξανά στην επιφάνεια των ζωών τους για να αναλάβουν και πάλι το ρίσκο του πόνου, ενώ το νεκρικό νησί ποντίζεται στην ομίχλη. Στον ουρανό οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σημαδεύουν την ανθρώπινη φύση, διαπερατή πάντα από το φως, αλλά και το σκοτάδι.
Αλέξης Σταμάτης, Μοτέλ Μορένα, Καστανιώτης
Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.