Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 Τζέιμς Γρέιντι, Mad Dogs, Εκδόσεις Πόλις

 

«Πώς μπορείς να κάνεις αυτή τη γεμάτη πόνο ζωή να αξίζει τον κόπο;» 

 «Πέντε μανιακοί στην καρδιά της πραγματικότητας». Πέντε μανιακοί ξεχύνονται τρελαμένοι στην Αμερική, αγωνιώντας να ξεφύγουν από αμείλικτους διώκτες, υψηλά ιστάμενους στους πιο μυστικούς καθεδρικούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Έχουν δραπετεύσει ήδη από ένα απόρρητο μυστικό, ένα ψυχιατρικό ίδρυμα στο Μέιν, όπου διαβιούν καμένοι πράκτορες. Οι πέντε μανιακοί του Μέιν δραπέτευσαν από την κλινική μετά τη δολοφονία του ψυχιάτρου τους. Με κλεμμένα αυτοκίνητα, τέρμα το γκάζι και τη μουσική, ελάχιστα πολεμοφόδια, σχεδόν καθόλου φάρμακα και τέσσερις μαγικές λέξεις («βούλωσέ το ρε γαμώτο»), αναλαμβάνουν την τελευταία τους αποστολή, να αποδείξουν την αθωότητά τους και να πιάσουν τους κακούς. Μια τρελή εκστρατεία, εννέα ξεσαλωμένων ημερών. Οι πέντε παροπλισμένοι πράκτορες είναι οι «σπασμένες λόγχες του δόρατος της “εθνικής ασφάλειας”». Ξέρουν πολλά καλά κόλπα και έχουν τρελή διαύγεια. «Τίποτα δεν σου ανοίγει τα μάτια περισσότερο από ένα φρενοκομείο».

«Φανταστείτε μας. Πέντε μανιακοί. Κατάσκοποι. Εκπαιδευμένοι, πεπειραμένοι επαγγελματίες παρανοϊκοί που έχουν προγραμματιστεί να δρουν. Φοβισμένοι πέρα από κάθε σωτηρία, αλλά και πάλι, Μια Φορά κι Έναν Καιρό Ήμασταν Κάποιοι. Δυνάμεις που πρέπει να υπολογιστούν».

«Είμαστε ένα μυστικό που η Υπηρεσία θέλει να κρατήσει κρυφό».

Το μυθιστόρημα του Τζέιμς Γρέιντι (Μοντάνα, 1949), διάσημου για το μυθιστόρημα Οι έξι μέρες του Κόνδορα, είναι μια συναρπαστική καταδίωξη, σε ασθματικούς ρυθμούς. Η αφήγηση τρέχει βολίδα σε φαντασμαγορικές λεωφόρους, σε σκοτάδια διάστικτα από ψυχεδελικές ανταύγειες, ενόσω οι πέντε επιβαίνοντες του νουάρ οχήματος παλεύουν να μην σαλτάρουν πριν το έσχατο, γκραν σάλτο της ζωής τους. Μέχρι τότε τα «σπάνε», σε στιλ ροκ-εν-ρολ. Στο παρμπρίζ αστραποβολεί η αμερικανική πανδαισία, διηθημένη από την πορτοκαλιά λάμψη των προβολέων. Οι ανταύγειες των τηλεοράσεων απλώνουν στο φωτισμένο μαύρο «ουράνια τόξα σαν φαντάσματα». Στην άκρη των δρόμων τα δέντρα αργοσαλεύουν «σαν φαντάσματα τεράστιων καρνάβαλων». Στο ραδιόφωνο ροκάδες ποιητές ενορχηστρώνουν τις τονικότητες της νύχτας. Οι πλαϊνοί καθρέφτες παίρνουν φωτιά, μαγνητίζοντας θεαματικές εκρήξεις, ενώ η ιλιγγιώδης ταχύτητα αφήνει τις φλόγες να καούν πέρα μακριά από τα πίσω κόκκινα φώτα. Τα λάστιχα σερφάρουν πάνω σε λευκές γραμμές και πάψω ψηλά τα αστέρια σπιθίζουν και φεγγοβολούν. Λίγο πριν το ξημέρωμα, το περίγραμμα της Νέας Υόρκης επιβάλλεται στο γυαλί. «Οι μαύροι όγκοι από τους ουρανοξύστες, διάστικτοι από τα φωτισμένα δωμάτια, υψώνονταν αγέρωχα στον λουλακή νυχτερινό ουρανό, αλλά όταν μπήκαμε στην πόλη πάνω από το Σέντραλ Παρκ, αυτό που γέμισε τα μάτια μας ήταν δύο πυλώνες άδειου ουρανού».

Οι πέντε ήρωες υποφέρουν το τραύμα περασμένων πολέμων στη σκιά της 11/9. Όλοι τους είναι, όπως η Αμερική, βαθιά τραυματισμένοι, τρομοκρατημένοι, σοκαρισμένοι και παράφρονες. Οι ιστορίες συγκάλυψης, που τους προστάτευαν στα αλλοτινά πεδία μάχης, ξεγυμνώθηκαν από στυγνή βία. Ξαφνικά ο εαυτός τους βρέθηκε έκθετος σε έναν αδιανόητο τρόμο, από τον οποίο τους γλίτωσε η τρέλα. Τώρα, μακριά από το ίδρυμα, αναγκάζονται να επιστρέψουν στον πραγματικό κόσμο, με μόνα εφόδια το αληθινό τους όνομα και την αληθινή τους ιστορία. Αισθάνονται διαλυμένοι, αλλά παραμένουν λειτουργικοί. Η παράνοιά τους δεν έχει φτάσει τόσο μακριά που να πιστεύουν πως εκεί έξω υπάρχει έστω και ένα ασφαλές καταφύγιο. Δεν έχουν φάρμακα για να διαχειριστούν τον πόνο, αλλά έξω από το ίδρυμα δεν υπάρχει παρά πόνος. «Η αληθινή ζωή πονάει».

Οι πέντε φυγάδες δεν γνωρίζουν τους διώκτες τους. Οι εχθροί τους είναι φασματικοί. Θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε, οπουδήποτε. Πάντοτε υπήρχε κάποιος εκεί έξω, έτοιμος να τους γεμίσει «μολυβένια φιλιά». «Εξωτερικοί πράκτορες που συνωμοτούν ή εσωτερικοί αποστάτες που παρεισέφρησαν στους νόμιμους κυνηγούς, ένας συνδυασμός όλων». «Καρδινάλιοι» των μυστικών υπηρεσιών ασφαλείας, επίσκοποι της «Εκκλησίας Πληροφοριών», αρχικατάσκοποι της CIA, αόρατες κεφαλές του Καπιτωλίου, δαιμονικά στελέχη του Λάνγκλεϊ, πράκτορες του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, αποστάτες, όργανα της «εσωτερικής συνωμοσίας του κακού», τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, Ταλιμπάν, «φαντάσματα από το Ιράκ του Σαντάμ», κάποιο καρτέλ, η ρωσική μαφία. Ο εχθρός που τους καταδίωκε δεν είχε μία και μόνον όψη.

«Η όλη φάση θύμιζε περιστρεφόμενο κέρμα στον αέρα, η μια του όψη φυσιολογική, η άλλη σουρεαλιστική».

Ο πρωταγωνιστής, ο Βίκτορ, πέρα από ιδιοφυής κατάσκοπος είναι και ποιητής, ξέρει δηλαδή να περιφρονεί την πεζότητα προς χάριν της ομορφιάς. Η ύστατη πράξη του ως κατασκόπου έχει την επιτακτικότητα ενός σπουδαίου, θανάσιμου στίχου. «Δεν μπορείς απλώς να αποφύγεις έναν θανατηφόρο στίχο, μόνο και μόνο επειδή σε ταλαιπωρεί». Μετά από δύο απόπειρες αυτοκτονίας, είχε καταλάβει πως ήταν δύσκολο να σκοτωθεί. Περισσότερο, όμως, τον ενδιέφερε να κρατήσει τους φίλους του ζωντανούς. Εξάλλου όλοι ήταν αρκετά λογικοί για να ξέρουν ότι μπορεί να πεθάνουν. Απλώς ο Βίκτορ επέμενε να ποντάρει στον θάνατο. Ήθελε όσο τίποτα να απαλλαγεί από την ευθύνη, λαχταρούσε διακαώς την «ελευθερία από την οδύνη της ευθύνης».

Βίκτορ. «Ο ποιητής με τα φαντάσματα στα μάτια και το κοφτερό σαν σουγιά χαμόγελο».

Καθώς ένας ακόμη αυτοκινητόδρομος τους έφερνε όλο και πιο κοντά στην Ουάσιγκτον, το κέντρο των επιχειρήσεων και των ανομημάτων, ο Βίκτορ διέκρινε σε ένα ύψωμα έναν πελώριο γερανό. «Κρεμασμένα από τον μακρύ ατσάλινο βραχίονα του γερανού ήταν τα πέντε κορμιά μας».

«Θηλιές γύρω από τους λαιμούς μας. Τα χέρια μας να κρέμονται άψυχα. Να ταλαντευόμαστε ψηλά πάνω από την επιφάνεια του νερού μέσα στο ψυχρό φως του πρωινού. Τα μάτια του πτώματός μου άνοιξαν απότομα».

Ο Βίκτορ, που είχε τον θάνατο στα μάτια, έρχεται αντιμέτωπος με μια ακόμα νεκρική πομπή, όταν μες στο πλήθος αντικρίζει τους γονείς του να συνοδεύουν ένα φέρετρο. «Το μπλε κοστούμι του ήταν τσαλακωμένο. Το μαύρο φόρεμα της μητέρας κρεμόταν άχαρα πάνω της. Κρατούσαν τα χαλινάρια ενός μαύρου αλόγου που έσερνε τα πόδια του πίσω τους, τραβώντας μια άμαξα με την κόκκινη, άσπρη και μπλε αμερικανική σημαία να καλύπτει το φέρετρο».

Στην τελευταία συνεδρία, ο ψυχίατρός τους τους είχε πει: «Οι τρελοί διαθέτουν μια ισχυρότατη διαύγεια. Στρεβλή θέαση των πραγμάτων, οπωσδήποτε, μα διαυγή. Κι εσείς είστε οι πιο διορατικοί κι όμως οι πιο τυφλωμένοι ασθενείς που είχα ποτέ μου».

Οι πέντε τρελοί, πέντε λυσσασμένα σκυλιά, πέντε ασθενείς, πέντε διαφορετικές φαρμακευτικές αγωγές, ορμούσαν γρυλίζοντας με κλεμμένα αυτοκίνητα στο χάος της πραγματικότητας, πασχίζοντας να εκμαιεύσουν από τον διάχυτο παραλογισμό κάποιου είδους ρεαλισμό, ελπίζοντας η παραφροσύνη να λειτουργήσει υπέρ τους.

«Πρέπει να φέρεσαι λογικά για να τα βγάλεις πέρα ως παράφρονας».

«Παραμέναμε ασφαλείς μόνο για όσο δεν καταλάβαινε κανείς πως ήμασταν φυγάδες απατεώνες στον κόσμο των λογικών».

Όμως, η πραγματικότητα προς την οποία εφορμούν, ξεπερνά την τρέλα τους. Κατά τη νοσηλεία τους, ο κόσμος είχε παντελώς τρελαθεί. «Σε τι ωφελεί η λογική όταν όλα αποδεικνύονται παράλογα». Ήταν τόσο κρυμμένοι που άγγιζαν την ανυπαρξία. Ήταν ένα μυστικό που έπρεπε να μείνει κρυφό. Από την κρυψώνα τους πάλευαν να ξεχωρίσουν την αλήθεια. Αυτό ήταν το δύσκολο. Να καταλάβουν τι ήταν στ’ αλήθεια αληθινό, τι έβγαζε νόημα. Άλλωστε, αυτό ήταν η κατασκοπεία. «Κατασκοπεία είναι να πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι να δεις». Η καρδιά κάθε επιχείρησης ήταν η γνώση. Και δυστυχώς η γνώση ήταν πάντα πολύ κοντά σε μια σκοτεινή κάννη, σε απόσταση βολής.

Σε χρωματιστές καρτέλες είχαν σημειώσει τα βασικά στοιχεία της αποστολής τους. Απλωμένες στον τοίχο ενός ξενοδοχείου, οι καρτέλες σχημάτιζαν ένα ουράνιο τόξο. Τα ζαχαρωτά που τους μοίραζαν στο ψυχιατρείο σε χάρτινα κυπελάκια ήταν και αυτά πολύχρωμα, «ένα ουράνιο τόξο από βοτσαλάκια που στόχευαν στο Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες, με επικάλυψη σχιζοφρενικών διαταραχών». Τώρα, όμως, κινδύνευαν να τους χορηγήσουν «ένα μολυβένιο χαπάκι». «Η απόλυτη φαρμακευτική αγωγή ψυχικής υγείας».

Η καλύτερή τους κάλυψη ήταν η εξωφρενικότητα της πραγματικότητας. Η τρέλα τους ήταν αόρατη μέσα στην τρελή Αμερική. Παντού στους δρόμους κυκλοφορούσαν παράφρονες ή ξεγραμμένοι. Ο Βίκτορ ανησυχούσε μήπως είχαν γίνει υπερβολικά λογικοί για να μπορούν να διακρίνουν τις αδιόρατες συνάψεις των αιτιών. «Είχαμε γίνει πολύ λογικοί για να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε αυτό που βλέπουμε». Από την άλλη, η τρέλα τους ήταν προσθετική, προσαύξανε την πραγματικότητα. «Ίσως τίποτα δεν είναι κάτι περισσότερο απ’ ό,τι φαίνεται», αναρωτιέται ο Βίκτορ.

Ακόμα και στο περίφρακτο φρενοκομείο, φρόντιζαν να παραμένουν σε κατάσταση επιχειρησιακής ετοιμότητας, γεγονός που επιβεβαίωνε την παράνοιά τους, αλλά, όπως συνειδητοποίησαν, στον έξω κόσμο ανάμεσα στην παράνοια και τη λογική δεν υπήρχαν διαχωριστικές λωρίδες. Οδηγώντας σαν τρελοί μες στο σκοτάδι όπου κοιμόταν η Αμερική, προσπερνώντας φωτισμένα διαμερίσματα γεμάτα νεκρούς και φαντάσματα, βουτώντας σε τρομακτικούς, υποχθόνιους κυλίνδρους, μέσα σε τούνελ που αντανακλούσαν ένα φασματικό φως, διασχίζοντας διαπολιτειακές λεωφόρους, ομοσπονδιακούς δρόμους, κομητείες, πολιτείες, αρτηρίες και σκότια στενά, έψαχναν μια έξοδο προς το πουθενά. Το σημαντικό ήταν να έχουν κάπου να πάνε μετά και οπωσδήποτε να καταφέρουν να φτάσουν ώς το αύριο. Τα ρολόγια ήταν τρελαμένα και οι δρόμοι ατελείωτοι.

«Οι δρόμοι είναι πάντα περισσότεροι από τον χρόνο».

Το προσωπικό ρολόι τού Βίκτορ είχε αποσυντονιστεί. Για εκείνον «ο Κύριος Τικ Τακ ήταν νεκρός». Ο χρόνος είχε διασταλεί, τρέκλιζε ασυνάρτητα ανάμεσα στο τώρα, το χθες και το μετά. «Ο δευτερολεπτοδείκτης του ρολογιού μου διέγραφε με μονομανία τον κύκλο του με ένα τικ τικ τικ». «Το εδώ δεν είναι το εκεί πια».

«Διασχίζαμε εκείνο το σύνορο τόσο πολλών σημείων, σε αυτό που, ξεκάθαρα, δεν θα αποκαλούσες χθες, αλλά που δεν είχε βυθιστεί τόσο πολύ στο αύριο ώστε να το πεις σήμερα».

Ο χρόνος ήταν ο τρελαμένος χτύπος της καρδιάς τους. «Οι καρδιές μας έδειχναν τον χρόνο που περνούσε και δεν τολμούσαμε να σπαταλήσουμε».

Μες στην αμερικανική νύχτα αναβοσβήνουν εικόνες από άλλους τόπους, τόπους εφιαλτικούς, που υπήρξαν η θρυαλλίδα της τρέλας των πέντε ηρώων. Ο Βίκτορ έχει αφήσει τη λογική και την καρδιά του στη Μαλαισία. Στο τέλος κάθε ημέρας του στο ίδρυμα, ατενίζοντας τον έξω κόσμο από το άθραυστο παράθυρο του δωματίου του, άφηνε να κυλήσει στο μάγουλό του ένα μοναχικό δάκρυ, σε ανάμνηση εκείνου του εξωτικού εφιάλτη και της Νταριά. Η Νταριά ήταν η πατριωτική του αποστολή, το όπλο του στην αμερικανική τζιχάντ εναντίον της τρομοκρατίας. Ήταν η ιδεατή επιλογή, που θα ενέκριναν όλοι οι ψυχίατροι της CIA. Στην Κουάλα Λουμπούρ ο Βίκτορ συνδύασε την ποίηση με τις πολεμικές τέχνες και για λίγες στιγμές έκανε το γέλιο του να ραγίσει τον ουρανό.

Η Νταριά είχε αναδυθεί μες στην αιθαλομίχλη της Κουάλα Λουμπούρ σαν τροπικό όνειρο. Όμως, η ερωτική τους ιστορία δεν ήταν παρά μια ακόμα ιστορία συγκάλυψης. Σε ένα άθλιο δωμάτιο που μύριζε γράσο, οξυγονοκόλληση, λάστιχο και λάδια μηχανών, υπήρχε ένα κρεβάτι, πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται μια υπέροχη ερωτική σκηνή, ενόσω η βροχή έπεφτε στον φεγγίτη σαν τυμπανοκρουσία και τα φώτα νέον του μαγαζιού έβαφαν κόκκινο το σμίξιμό τους. Στο σκηνικό του μηχανουργείου δεν είχε σημασία το κρεβάτι, αλλά η τουαλέτα. Εκεί, στην ακμή μιας λεπίδας, ο Βίκτορ άφησε την τελευταία του λογική σκέψη να πνιγεί σε μια κραυγή. Οι μενεξεδιές νύχτες είχαν ανέκκλητα ξημερώσει. Η Νταριά τού δώρισε μια χιονόμπαλα με τη μικρογραφία της Νέας Υόρκης, Made in Malaysia, και «έναν πύρινο λεκέ στο δέρμα».

Σε μια φονική τουαλέτα είχε ζήσει όλη τη σφοδρότητα της οδύνης και της αγάπης και ο Ράσελ, ο ροκάς της παρέας. Μια λεηλατημένη γυναίκα σε μια τουαλέτα ήταν και ο δικός του πύρινος λεκές. Το μυαλό του δεν άντεξε την επίγνωση ότι ήταν παρών σε εκείνη τη φρικτή στιγμή. Ο Ράσελ δέχτηκε το πλήγμα που τον διέλυσε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου την κατασκοπική του ιδιότητα συγκάλυπτε η ιδιότητα του μουσικού. Ο πόλεμος είχε κάνει θρύψαλα το μυαλό του, αλλά δεν είχε διώξει τη μουσική. Η μορφή του Ράσελ στις σελίδες αντηχεί σαν βρυχώμενο τραγούδι. Η ώρα της αποθέωσής του τον περιμένει σε ένα μπαρ του Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί ο Ράσελ έρχεται αντιμέτωπος με το τρομερό «αν», τι θα είχε συμβεί, αν… «Αν», «η καίρια λέξη της ζωής».

«Ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα αν δεν με ένοιαζε τόσο μήπως τιναχτεί ο κόσμος στον αέρα. Ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα αν είχα πιστέψει στους στίχους και στη μουσική μου, ίσως να μου αρκούσε, αντί να καταλήξω να θυσιάσω τον κώλο μου στην πρώτη γραμμή του Θείου Σαμ. Θέλω να πω, ήμουν καλός ροκάς – είμαι, και αυτό δούλεψε θαυμάσια για τον Θείο, η δική μου αναρώτηση για το τι μπορώ να κάνω υπηρετούσε τον σπουδαιότερο σκοπό του σε σκοτεινά σοκάκια και…».

Και έπειτα ανέβηκε στη σκηνή. Άφησε τα δάχτυλά του να τρέξουν στις χορδές μιας κιθάρας και παίζοντας «έναν χείμαρρο νότες», απογείωσε τους στίχους σε «ένα ποιητικό κρεσέντο». Το κοινό ξεσάλωνε και ο Ράσελ «χαμογέλασε στη νύχτα». Η μουσική ούρλιαζε στις εναλλαγές του στροβοσκοπικού φωτισμού με πολύχρωμα περιστρεφόμενα φωτορυθμικά, ενόσω η νύχτα έσπαγε σε αστραφτερά θραύσματα. «Η ζωή έκανε την εμφάνισή της μέσα από άσπρες λάμψεις που διακόπτονταν από εκτυφλωτικό σκοτάδι».

Ο Βίκτορ ήξερε πως κάθε «αν» ήταν άγονο. Κάθε ερώτηση του τύπου «πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα», κατέληγε περιδιάβαση σε ξερότοπους. «Βάλε ένα εκτός αν σε μια εξίσωση και το αποτέλεσμα θα είναι ποιος ξέρει». Όταν ρωτάς «γιατί», πρέπει αμέσως να αναρωτηθείς «γιατί όχι». Όπως λέει ένας πολύ κακός στο τέλος του βιβλίου, προτιμότερο από το «γιατί» ήταν το «ουάου». «Παράτα το γιατί. Αγκάλιασε… το ουάου». Όπως και αν έχει, κάθε απορία αξίζει ένα επιφώνημα. Ο κακός που βάζει τέλος στην εκστρατεία των έξι, δεν πιστεύει στη μεγάλη εικόνα ούτε στην αξιοπιστία του ρεαλισμού ούτε στη χρησιμότητα της γνώσης. Για εκείνον η αλήθεια που είχε κάποια αξία δεν ήταν αποδείξιμη, αλλά επινοημένη και επιτήδεια.

«Όταν ανοίγεις τα μάτια σου, συνειδητοποιείς ότι βλέπεις κύματα εικόνων. Στροβιλισμούς από είναι και ήταν και ίσως να. Αν αφουγκραστείς τους τρισεκατομμύρια ψιθύρους, μπορείς να σερφάρεις πάνω τους. Να μάθεις πώς να δίνεις σχήμα στα κύματα. Ο σέρφερ παύει να τα καβαλάει, ο σέρφερ τα δαμάζει».

Ο Έρικ βίωσε τον δικό του θρίαμβο σε ένα διαμέρισμα της Νέας Υόρκης στο Άπερ Γουέστ Σάιντ. Πριν την τρέλα, στις 17 Αυγούστου 1990, όταν ακόμη εργαζόταν σαν μηχανικός στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, είχε παγιδευτεί σε ένα φουτουριστικό κελί, ένα έκτρωμα μοντέρνας τέχνης, με στροβοσκοπικά φώτα, σε ένα μπουντρούμι της Βασόρας. Μετά από χιλιάδες ηλεκτροσόκ, αιχμάλωτος μιας μεταλλικής καρέκλας, το μόνο που γνώριζε ήταν ότι έπρεπε να είναι χρήσιμος. Αν ήταν χρήσιμος, θα ήταν και ζωντανός. «Η χρησιμότητά του σήμαινε το τέλος του πόνου και της μοναξιάς». «Τα ερωτήματα σχετικά με το ποιον έπρεπε να υπακούει το μόνο που του έφερναν ήταν πόνος». Συνεπώς κάθε διαταγή, απ’ όπου και αν προερχόταν, έπρεπε να εκτελείται πάραυτα. Μετά από τόσο παρατεταμένη ηλεκτροπληξία, ο Έρικ είχε ξεχάσει ολοσχερώς την ελεύθερη βούληση. Είχε κατακτήσει «τον θρίαμβό του, αυτόν της απόλυτης σκλαβιάς». Είχε καεί. «Τα πάντα κάηκαν με μια άλικη αστραπή σκοταδιού».

Στο διαμέρισμα του Άπερ Γουέστ Σάιντ, μέσα σε ένα σοβαρό μεγαλοαστικό περιβάλλον, προετοιμασμένο κατάλληλα ώστε να δεξιωθεί μια τελετή πένθους, διαδραματίζεται η πιο ξεκαρδιστική σκηνή του μυθιστορήματος, που εκλύει μέσα από τη φαρσοκωμωδία μια παραλυτική μελαγχολία. Ένας κύκλος από μεταλλικές καρέκλες στη μέση του σαλονιού, θύμισε αμέσως στους πέντε παρείσακτους τις συνεδρίες τους στο ίδρυμα. Και ο καθένας είχε κάτι να πει. Ο Ράσελ μίλησε για την κοπέλα στο μπάνιο που το μόνο που της απέμενε ήταν ένα μοναχικό δάκρυ στο μάγουλο, για τα ξανθά της μαλλιά που ήταν «σαν πύρινες γλώσσες πάνω στα χέρια» του. «Το δέρμα της έκαιγε σαν οξύ και σπαρταρούσε». Οι πένθιμοι καλεσμένοι ήταν ήδη αρκετά σοκαρισμένοι από την αδόκητη, απονενοημένη παρέα, όταν ο καταρρακωμένος Ράσελ πήγε να σταθεί μπροστά στη τζαμαρία του σαλονιού. «Ένα λεπτό τζάμι ήταν το μόνο που τον εμπόδιζε να κάνει τη βουτιά χωρίς επιστροφή».

Καθώς το δωμάτιο πυρακτωνόταν όλο και πιο επικίνδυνα από την πενταπλή παράνοια, τα είδωλα των καλεσμένων προβάλλονταν πάνω στις μπαλκονόπορτες σαν παγωμένα πτώματα, εγκλωβισμένα στη μαρμαρυγή της νύχτας. Το πανδαιμόνιο διακόπτει το σφυρί που κοπανάει ο Έρικ πάνω στον καθρέφτη, κάνοντάς τον θρύψαλα. Ο Βίκτορ κοιτάζει έμφοβος τον κατακερματισμό τους. «Ιστοί αράχνης άστραψαν πίσω από το κέντρο του καθρέφτη που είχε γίνει θρύψαλα. Εκεί που βλέπαμε μια ομαλή, συνεκτική εικόνα του εαυτού μας τώρα αντικρίζαμε δεκάδες τρεμάμενες, θραυσματικές επιφάνειες με γραμμές και γωνίες. Η εικόνα μας είχε γίνει κομμάτια».

Συνεπαρμένος από μια αιφνίδια επιφοίτηση, ο Έρικ, ένας χαλασμένος μηχανικός, έφτιαξε επιτόπου ένα αυτοσχέδιο τηλεσκόπιο, απλώνοντας τη νύχτα της Νέας Υόρκης, στολισμένης με τα μαυλιστικά φώτα της, στο ταβάνι του διαμερίσματος. Πάνω ψηλά, στην επίπεδη φωταγωγημένη επιφάνεια, σάλευαν τα κύματα της νύχτας. «Ταινία φαντασμάτων. Ο δρόμος της πόλης κάτω προβαλλόταν πάνω στο ταβάνι σαν ένα διόραμα του παραδείσου».

Μόνο η Χέιλι μπορούσε να ανασύρει από το κατακαμένο κορμί τού Έρικ, τη βαθιά του φύση, την απόλυτη, αδιαπραγμάτευτη αγάπη. Μια αγάπη πολύ ισχυρότερη από το καθήκον απέναντι στην πατρίδα, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την παγκόσμια ειρήνη. Υπακούοντας στις τρυφερές, προστατευτικές εντολές τής Χέιλι, ο Έρικ γινόταν για λίγο ανθρώπινος. Η Χέιλι αντίκρισε το δικό της διόραμα του παραδείσου σε μια βιτρίνα της Νέας Υόρκης, όπου ζούσαν μια κούκλα μητέρα μαζί με τα δυο κουκλίστικα παιδιά της. «Η Χέιλι τύλιξε τα χέρια της γύρω από την καρδιά της. Το λεπτό, μαύρο χέρι της τεντώθηκε αλλά μπορούσε να αγγίξει μόνο το τζάμι».

Η Χέιλι, μια όμορφη μαύρη γυναίκα, άρχισε να πεθαίνει στη Νιγηρία, όπου είχε σταλεί ως μυστική πράκτορας. Αν ο Έρικ έκαψε το μυαλό του μες σε μια άλικη αστραπή σκοταδιού, η Χέιλι ένιωσε «την κάθαρση μέσα σε ένα άλικο σιντριβάνι». Αιματοβαμμένη και ασάλευτη, βίωσε την πλήρη, τελική αποσύνδεση από ιδέες όπως πατρίδα, δικαιοσύνη, δημοκρατία. Από τότε δεν ήταν παρά μια γυναίκα που πέθαινε. Παρ’ όλα αυτά, το μάντρα που καθοδηγούσε τις ανάσες της ήταν: «Πρέπει να αξίζει τον κόπο». «Θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, αλλά είναι προτιμότερο να πεθάνω ελεύθερη και να κάνω τα πάντα να αξίζουν τον κόπο».

Ο Ζέιν, ο παλαίμαχος της παρέας, βετεράνος του Βιετνάμ, υπέφερε από μια κολασμένη ζέστη, που ζεμάτιζε το μυαλό του. Είχε από καιρό ξεμείνει από δάκρυα. Όλη του την οδύνη την απορρόφησε η υγρασία της ζούγκλας. Η τρέλα του ήταν «η άσβεστη πίστη» του ότι έπρεπε να κουβαλάει το φορτίο της φρίκης για πάντα. «Πάλευα με όλη μου τη δύναμη να κουβαλήσω εκείνο το φορτίο και ποτέ μα ποτέ να μην κλάψω». Μόνο όταν έπιασε πάτο, φοβήθηκε μην σαλτάρει εντελώς. Αλλά ήξερε πως δεν είχε φύγει ποτέ από τη ζούγκλα. Όταν δίνοντάς του ένα φτυάρι, ο δήμιός του τον ρώτησε: «Θα μείνεις μέσα σε αυτόν τον λάκκο για το υπόλοιπο της αιωνιότητας;», ο Ζέιν ήξερε πως η απάντηση μόνο καταφατική θα μπορούσε να είναι. Κανείς από τους πέντε δεν είχε φύγει ποτέ από το μέρος, όπου έχασε για πάντα το μυαλό του.

Η κορυφαία στιγμή του Ζέιν συμβαίνει στο μετρό της Νέας Υόρκης, όπου το συνωστισμένο μες στον συρμό πλήθος διέχεε μια δηλητηριώδη θερμότητα, που τον επέστρεφε στο δέντρο, απ’ όπου κρεμόταν παγιδευμένος στο αλεξίπτωτό του μέχρι να σωριαστεί στη λάσπη, την οποία έπειτα έσκαψε για να φτιάξει τον τάφο του. Πριν χωθεί στον λάκκο, είχε προλάβει να στείλει μέσω πομπού τη «θανατηφόρα αυτοκτονική διαταγή ως οριστική, έσχατη λύση». Τα βομβαρδιστικά που εισάκουσαν τη διαταγή του, διέλυσαν το μυαλό του με την εμβοή των βομβών τους. «Οι εκρήξεις από τις βόμβες κομμάτιαζαν δέντρα και πουλιά και μαϊμούδες και φίδια και ανθρώπους, και προκαλούσαν έναν πρασινοκόκκινο τυφώνα ακαθόριστης μάζας. Εκτόξευαν κορμούς πάνω στο χαντάκι, μια σκεπή που δεχόταν ένα χαλάζι κομματιών ξεσκισμένης σάρκας».

Μέσα στο μετρό ο Ζέιν ένιωσε ξανά το κάψιμο του θανάτου. Οι φίλοι του αγωνίζονταν να τον γλιτώσουν από τη φασματική φωτιά που ολοένα πύρωνε το μυαλό του, όταν ο Ράσελ άρχισε να τραγουδάει. Το τραγούδι που, με τη συμβολή και άλλων επιβατών, έγινε συναυλία, απομάκρυνε τον Ζέιν από τη ζούγκλα του Βιετνάμ.

«Αφού σείστηκε, κουδούνισε και τσούλησε, το τρένο βρυχήθηκε μέσα στο σκοτάδι, μεταφέροντας το σάρκινο φορτίο του και ένα τραγούδι».

Ακούγοντας το τραγούδι του Ράσελ, ο Ζέιν άρχισε να φεύγει από εκείνο το εφιαλτικό μέρος και να έρχεται κοντύτερα στους τέσσερις φίλους του. Δεν γινόταν να αναφλεγεί δίχως να κάψει και εκείνους. «Αντιστάθηκε σε μια τέτοια προδοσία. Κρατήθηκε γερά από το λουρί μέσα σε εκείνο το ζεστό τρένο που βρυχιόταν, όπως κρατιόταν από τον ισόβιο πόνο του». Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, έκλαψε γοερά.

Την ώρα που ο Ράσελ ρόκαρε μανιασμένα στη σκηνή ενός μπαρ του Νιου Τζέρσεϊ, κάνει την εμφάνισή της η τρομερή, θανάσιμη Κάρι, μια εν ενεργεία πράκτορας. Μετά από αλυσιτελείς διαπραγματεύσεις, απειλές, μπουνιές, κλωτσιές, δεσίματα και βρισιές, η Κάρι γίνεται το έκτο μέλος της παρέας. Η ιδιαίτερη παρουσία της στο βιβλίο συνοδεύεται και από το ανάλογο όχημα. Μια άσπρη, αστραφτερή Cadillac είναι το αυτοκίνητο που οδηγεί τους έξι συνωμότες, έξι λυσσασμένα σκυλιά, στην αμαρτωλή Ουάσιγκτον. Ένα εξάσφαιρο μες στην αμερικανική νύχτα.

Η έκπαγλη Cadillac προβάλλει μέσα σε ένα ζοφώδες σκηνικό, που κάνει τον Βίκτορ να ανακαλέσει το μηχανουργείο στη Μαλαισία, ερωτικό και ανείπωτα τραγικό. Μπαίνοντας στο γκαράζ όπου λούφαζε το λευκό θηρίο, τον χτύπησε μια γνώριμη μυρωδιά, ένα οξύ αισθητήριο ερέθισμα τον παρέλυσε. Εκεί μέσα μύριζε «βενζίνη, λάστιχα, γράσο, τσιμεντένιο δάπεδο, σκόνη, μεταλλικά εργαλεία, περσινό γρασίδι κολλημένο σε μια λεπίδα χλοοκοπτικής μηχανής». Οι μυρωδιές του γράσου και του κρύου μετάλλου τού θύμισαν την Νταριά και αναπόφευκτα την κάννη που έχωσε στο στόμα του.

Με το που αντίκρισε την Κάρι, ο Βίκτορ ένιωσε πως η ζωή του θα αλλάξει. Νόμιζε πως έβλεπε το μετείκασμα της Νταριά. Η Κάρι θα του επέστρεφε ό,τι του στέρησε η Μαλαισία. «Το μωρό της εξιλέωσής σου», τον κοροϊδεύει ο Ράσελ, διαλύοντας κάθε φαντασίωση περί εξαγνιστικής αγάπης ή ακόμα και νέμεσης. «Για σένα, είναι απλώς ένα όπλο χωρίς σφαίρες, με ξανθά μαλλιά». Η Κάρι ούτε θα τον αγαπούσε ούτε θα τον σκότωνε. Ίσως αν εκείνη τον αγαπούσε, εκείνος θα κατάφερνε να πετύχει στην τρίτη του απόπειρα.

Συναρπάζει η εναλλαγή σκηνών εκπληκτικής μυθοπλαστικής έντασης. Αναφέρθηκαν μερικές. Η συναυλία του Ράσελ, το κλάμα του Ζέιν στο μετρό, το σμίξιμο του Βίκτορ και της Νταριά, το χειροποίητο τηλεσκόπιο του Έρικ, το αιματοκύλισμα της Χέιλι. Αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες, όπως οι έξοχα χορογραφημένες σκηνές πάλης, αποδοσμένες με κινηματογραφική ευκρίνεια. Σπαρταριστή είναι και η καταφυγή των φυγάδων σε ένα τσοντάδικο, όπου, ανάμεσα στα βογγητά και τους αναστεναγμούς από την ανοιχτή τηλεόραση, οι έξι κατάσκοποι φιλοσοφούν για τα ύψιστα υπαρξιακά ζητήματα, την αγάπη, τον θάνατο, το νόημα της ζωής. Μέσα στο πορνογραφικό τους παλάτι, με τα βρώμικα τζάμια να διαθλούν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, χρωματισμένων από τον κατακόκκινο ουρανό του ηλιοβασιλέματος, μιλούσαν για όλα όσα δεν κατανοούσαν.

Ιδιαίτερα τεταμένη είναι η στιγμή που οι έξι στέκονται μπροστά σε μια κλειστή πόρτα, πίσω από την οποία ο καθένας φαντάζεται ότι ενεδρεύει το δικό του χειρότερο, ενόσω το όπλο του Ράσελ «αναζητούσε μια πραγματικότητα πέρα από αυτή που αντίκριζε». Καθετί τρομερό βρισκόταν στην άλλη πλευρά εκείνης της πόρτας.

«Ολόκληρη η ζωή μπορεί να συνοψιστεί σε μια πόρτα. Ένα καφέ κομμάτι ξύλου που σηματοδοτούσε το σημείο χωρίς επιστροφή. Με την κλειδαριά που έλεγε ότι βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τους ισχυρότερους εαυτούς μας, με τους φρουρούς των σκιών που μας δημιούργησαν. Βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τον ίδιο τον Θείο Σαμ».

Η σκηνή που ξεχωρίζω είναι υποφωτισμένη, σιωπηλή και θλιμμένη, στον έρημο νυχτερινό διάδρομο ενός ξενοδοχείου. Ο Βίκτορ φυλάει σκοπιά για τους φίλους του που κοιμούνται, άγρυπνος φρουρός των εφιαλτών τους, των μοναχικών μαχών τους στο κρεβάτι. Στις πόρτες κρέμονται ταμπελάκια, απωθητικά κάθε είδους ενόχλησης. Ο Βίκτορ είναι τρομακτικά μόνος, καταπλακωμένος και πάλι από την αδυσώπητη ευθύνη. Χαϊδεύει τα ταμπελάκια για να νιώσει το φευγαλέο ανασάλεμά τους.

«Προχωρούσα στον διάδρομο προς τα παράθυρα στο τέλος του, σαρώνοντας απαλά με το δάχτυλό μου τα ταμπελάκια ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ. Όταν έφτασα στην άκρη του διαδρόμου και στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε κάτω, κοίταξα πίσω μου: τα ταμπελάκια κρέμονταν ακίνητα. Τόσο τα επηρέασε το πέρασμά μου».

Το μυθιστόρημα του Τζέιμς Γκρέιντι είναι η αποθέωση της μυθιστορηματικής δράσης. Ένα κατασκοπικό θρίλερ σε στιλ road novel, ηλεκτρισμένο από σασπένς. Ωστόσο, η δαιμόνια, ιλιγγιώδης πλοκή δεν αφήνει να χαθούν μες στη στροφοδίνη της οι μορφές των έξι επιβατών της Caddy. Αξιαγάπητοι, εύθραυστοι και ετοιμοπόλεμοι, παλεύουν με σκιές και φαντάσματα, πρωτίστως με το ιδιωτικό τους φορτίο φρίκης που εγκαταστάθηκε στον νου και την ψυχή τους από τη στιγμή που στάθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός. Το φρενιασμένο κύλισμα στους άγριους, νυχτερινούς αυτοκινητόδρομους της Αμερικής, διαδέχονται παύσεις, όπου ακούγονται οι απωθημένοι καημοί των φυγάδων. Μια λογική Κάρι και πέντε τρελοί, απαριθμούν ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων αγνοούν. Άλλωστε οι ωραίες ερωτήσεις είναι κρίμα να απαντηθούν. Η γραφή παρακολουθεί με ευφυείς υφολογικές μετατροπίες, τις μεταπτώσεις του θυμικού τους, από το ξέφρενο γέλιο και τη σαχλαμάρα μέχρι τη σιγανή, ψιθυριστή απελπισία. Και οι έξι έρχονται σε μετωπική εγγύτητα με μια κάννη που τους σημαδεύει. Βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, κοντεύουν να σαλτάρουν, αλλά έχουν ακόμα κόλπα να δοκιμάσουν. «Θέλει κότσια η τρέλα».

«Όλοι είμαστε ένα βλεφάρισμα μακριά από την τελευταία σφαίρα».

Η Άλκηστις Τριμπέρη, η οποία έχει εδώ και χρόνια αναλάβει με αξιέπαινη ικανότητα σημαντικό μέρος της νουάρ λογοτεχνίας των εκδόσεων Πόλις, εγγυάται την αναγνωστική μας ευφορία, αναδεικνύοντας τη φρενιτιώδη, όλο νεύρο και πνεύμα, γραφή του Τζέιμς Γκρέιντι.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular