Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

**H κριτική από τον Γιάννη Παπαδάτο, τ. αν. καθηγητή παν/μίου Αιγαίου, διδάσκων σε Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στο παν/μιο Αιγαίου, συγγραφέα.

Ζωές πλήρους και μερικής απασχόλησης, Νίκος Σαλτερής, Εκδόσεις Κέδρος

Στο τελευταίο, ως τώρα, βιβλίο με διηγήματα του Νίκου Σαλτερή, με κεντρικό θέμα την εργασία, φωτίζονται σκηνές της νεώτερης ελληνικής πραγματικότητας από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Αναδύεται ο «πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων», όπως θα έλεγε ο Καρυωτάκης. Ο συγγραφέας με διδακτορικές σπουδές στην εκπαίδευση και τις εκπαιδευτικές πολιτικές χρησιμοποιεί, ανάλογα, τα γνωστικά εργαλεία τους προκειμένου να διεισδύσει στις σκέψεις και στις πράξεις των ηρώων του. Κι ίσως μια τέτοια προσέγγιση να είναι εκείνο το στοιχείο το οποίο κάνει τα διηγήματά του επιπλέον ενδιαφέροντα. Κι αν συνυπολογίσει κανείς την ικανότητα και από τα προηγούμενα βιβλία του, να χρησιμοποιεί ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές, τότε η ανάγνωση του βιβλίου είναι βέβαιο ότι αναμένεται να  είναι απολαυστική.

Στις Ζωές πλήρους και μερικής απασχόλησης τα εξέχοντα στοιχεία που αναδύονται από ρεαλιστικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι η σατιρική διάθεση των ηρώων και η αυτοκριτική τους, εμπλεκόμενοι με τον ένα ή τον άλλον τρόπο με μορφές εργασίας. «Εξ εργασίας θηριώδους ουσίας μεν πλήθος συσσωρεύεται, βίος δε ταλαίπωρος συνίσταται» έλεγε ο Επίκουρος, αλλά τι γίνεται αν οι ήρωες των διηγημάτων, όσο και όπως αν εργάζονται και αν εργάζονται, επ’ ουδενί δεν «συσσωρεύουν»;

Τα δεκατέσσερα διηγήματα του βιβλίου εντάσσονται σε τρία μέρη: στον Παράδεισο, στην Κόλαση και στον Δέκατο Κύκλο της Κόλασης. Πρόκειται για μια διακειμενική αφηγηματική πρακτική που φέρνει στον νου τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, αλλά με μια ανάστροφη πορεία. Ο Δάντης αρχίζει από την Κόλαση με εννέα κύκλους ανθρώπινων χαρακτήρων και των αμαρτιών τους (λαιμαργία, απληστία, μνησικακία, βιαιότητα κ. ά.), περνάει στο Καθαρτήριο μέσα από επτά κύκλους πράξεων (αγώνας για εξαγνισμό από τα αμαρτήματα) και καταλήγει στον Παράδεισο με εννέα ομόκεντρες σφαίρες (ουράνια σώματα) όπου ο καθένας κατατάσσεται ανάλογα με  τις πράξεις του.

Στη συνέχεια, με τη σειρά, θα εστιάσω στις αφηγηματικές τεχνικές εκάστου διηγήματος, ακολούθως με συνοπτικό τρόπο στα αφηγηματικά του στοιχεία με ιδιαίτερη επισήμανση στην ιδεολογία των ηρώων και τέλος θα αναφερθώ στην ιδιάζουσα ανταπόκριση του αναγνώστη.

Στο βιβλίο του Σαλτερή, στο πρώτο μέρος με τίτλο «Παράδεισος», συναντάμε ένα μόνο διήγημα με τίτλο «Εργάσιμος ημέρα». Προφανώς, γιατί ο επίγειος Παράδεισος, σε αντίθεση με τον δαντικό, διαρκεί σύντομα, όμως μέσα από μια ψευδεπίγραφη οντότητα, που οδηγεί στην κοινωνική κόλαση με φαινομενικά πρόσκαιρα ευχάριστες ιστορίες μιας καθημερινής ψευδαισθησιακής κατάστασης. Ο Νίκος, ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος, πέρα από τις βιωματικές του καταθέσεις, απευθύνεται και σε ένα άλλο πρόσωπο, τον Μήτσο, αναφερόμενος στις πρακτικές τους, οι οποίες στην ουσία είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος.  Αυτός, λοιπόν, ο ενδοδιηγητικός αφηγητής με δηλωμένες τις αριστερές του πεποιθήσεις, χρησιμοποιώντας ως υφολογικό στοιχείο μια υποδόρια σάτιρα με στοιχεία αυτοσαρκασμού, δείχνει να ξέρει πολύ καλά προπάντων τη σχολική μεταπολιτευτική πραγματικότητα, αφού μέσα από έναν διπλό, ιδιωτικό αφενός και κοινωνικό αφετέρου φακό εστίασης, καυτηριάζει με διεισδυτικό τρόπο την καθημερινότητα του σχολείου  (εκπαιδευτικών, μαθημάτων, εκπαιδευτικού συστήματος, κομματικών οργανώσεων), υπονομεύοντας δημιουργικά τις πρακτικές δασκάλων αλλά και του εαυτού του. Εμβληματική η φράση: «κατασκευάζω άλλους ως μέρη της εικόνας μου» (σ. 19). Τα στοιχεία αυτοαναφορικότητας που προβάλλονται, χρησιμεύουν για να ανασύρουν ένα παρελθόν που συνεχίζεται άπραγο, μα ζωντανό, προκειμένου  να αναδιφήσει ο αφηγητής σε αυτό, ώστε να συνδιαλεχτεί με τη νέα γενιά. Τη συγκεκριμένη αφηγηματική πρακτική ο συγγραφέας την παρουσιάζει μέσα από στοιχεία μεταμυθοπλασίας, όταν ανασύρει τα γεγονότα που έγραψε πριν από χρόνια για να τα δώσει στους οικείους του. Εν τέλει, η εργασία βασιλεύει για όλους και για όλες, μόνο που η πρακτική τους καρκινοβατεί ανάμεσα στη ρουτίνα και σε μια πραγματικότητα, ζητούμενη, που απουσιάζει. Οι κινήσεις των ανθρώπων είναι τραγικές και η όποια λύση αναζητείται, πέρα από την αμφισβήτηση ατόμων που μένουν σαν «ναυαγοί σε ερημονήσι» (σ. 31), στη σταθερότητα της ελπιδοφόρας νέας γενιάς που βρίσκει νέους δρόμους, δυστυχώς, σε άλλες χώρες. «Όπου γης και πατρίς» (ό.π.), σημειώνεται στην επωδό του διηγήματος.

Τα επόμενα δύο διηγήματα εντάσσονται στο δεύτερο μέρος με τον τίτλο «Καθαρτήριο». Οι πρωταγωνιστές, πριν ορθοποδήσουν, αναλίσκονται μέσα από συνθήκες εργασίας αλλά και περιπλάνησης στην αοριστία της μοναξιάς. Στο πρώτο διήγημα «Hotel Λητώ» ο ενδοδιηγητικός αφηγητής, αρχιτέκτονας πια, επιστρέφοντας από το εξωτερικό, μέσα από αναλήψεις και προλήψεις, αφηγείται τις εμπειρίες που είχε αποκομίσει, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, όταν εργαζόταν στον ξενοδοχειακό χώρο. Σκιαγραφεί μια εικονογραφία ηρώων αναφερόμενος κυρίως στον Μάρκο, διευθυντή του ξενοδοχείου «Λητώ», έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα, θα τον έλεγα λειτουργικό διανοούμενο της πιάτσας, αλλά και σε χαρακτηριστικά πρόσωπα υπαλλήλων του ξενοδοχείου και σε περιστατικά της πελατειακής ανθρωπογεωγραφίας του, μεταξύ αυτών ναύτες του αμερικάνικου στόλου, εφήμεροι πελάτες διαφόρων προελεύσεων, ηθών και εθνικοτήτων. Αναδύονται τα ήθη κυρίως της δεκαετίας του ’70 με χιούμορ αλλά κυρίως με στοχαστική διάθεση: «Γιατί, αν η ανθρώπινη εργασία μπορεί να νοηθεί ως κάτι παραπάνω από μια μηχανική διαδικασία-ακόμα κι αν υποτίθεται ότι είναι πνευματική-, αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η άσκησή της σου διδάσκει να διακρίνεις το εξαιρετικό, να αποδέχεσαι το διαφορετικό που σέβεται τον εαυτό του, να αποστρέφεται το σκοτάδι του μίσους που ελλοχεύει στην ανθρώπινη ψυχή και να μη δίνεις ιδιαίτερη σημασία στο θόρυβο που γίνεται γύρω σου (σελ. 65)». Το συγκεκριμένο διήγημα φαντάζει σαν διήγημα μαθητείας, ενηλικίωσης του αφηγητή των πρώτων εφηβικών του χρόνων.

Στο δεύτερο διήγημα με τίτλο «Aller Retour» μια γυναίκα, η Κατερίνα, παρουσιάζει ανάγλυφα εικόνες από τη ζωή της με τη μάνα της και τη σχέση που είχε μαζί της. Αναφέρεται στην εργασία της σε γραφείο τουριστικών ταξιδιών και περιγράφει τους χαρακτήρες των διευθυντών της, τις σχέσεις της με το άλλο φύλο και τη γνωριμία της με μια οδηγό ταξί με την οποία, τελικά, έγιναν σύντροφοι. Ο συγγραφέας χειρίζεται αποτελεσματικά τις τεχνικές του εγκιβωτισμού, περιγράφοντας τα πολλά πρόσωπα της μοναξιάς των γιορτών και όχι μόνο, με ένα απλό και λιτό λόγο,  που δημιουργεί στον αναγνώστη τις συνθήκες, ώστε συνήθη γεγονότα να τα εισπράττει με περίσσιο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Οι περιγραφές, ενσωματώνοντας τον μεταφορικό λόγο, αναδύονται ενίοτε με λυρικές εξάρσεις: «Το ταξί μύριζε αποσμητικό χώρου, λεβάντα ίσως [..] ψηλός, όμορφος λαιμός […] χαμογελούσαν και τα καστανά της μάτια, που τα στεφάνωναν δυο περιποιημένα τοξωτά φρύδια […]. Τέλος, το βλέμμα μου τράβηξαν τα χέρια της. Κρατούσαν ελαφρά το τιμόνι, θυμίζοντας χέρια πιανίστα, όχι ταξιτζή. Το αυτοκίνητο γλίστρησε προσεκτικά και, βγαίνοντας από το σκέπαστρο του αεροδρομίου, οι υαλοκαθαριστήρες βάλθηκαν να πολεμούν τις λεπτές σταγόνες που έπεφταν στο παρμπρίζ» (σελ. 91).

Το τρίτο μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Κόλαση», αποτελείται από εννέα διηγήματα όπως ακριβώς στο δαντικό έργο, στο οποίο, όπως προανέφερα, περιλαμβάνονται εννέα κύκλοι ανθρώπινων χαρακτήρων με τις πράξεις τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο βιβλίο, αλλά με χαρακτηριστικά των ηρώων προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Στο πρώτο διήγημα («Bartender») δυο φίλοι, ο Φαίδωνας και ο Γιάννης, χάνονται και ανταμώνουν μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αφηγητής παραθέτει στιγμιότυπα της κοινής τους ζωής, όταν δούλευαν σε μπαρ της Ρόδου και αργότερα, από τις ξεχωριστές τους ζωές. Ο ένας, ο Γιάννης, πέτυχε στον γάμο του, περνώντας μια ήσυχη δίχως συγκινήσεις ζωή κι ο άλλος, μάλλον βολόδερνε για τα προς το ζην. Στην τελευταία τους συνάντηση, εξηντάρηδες πια, διαπιστώνεται ότι ο Φαίδωνας, από τους πλέον ενδιαφέροντες χαρακτήρες του βιβλίου, είναι γαλαντόμος, χιουμορίστας, υπερήφανος, με πολλά προβλήματα οικονομικά και υγείας που σε καμιά περίπτωση δεν μεμψιμοιρούσε. Ακραία περίπτωση, που ακροβατεί ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και στην απόλυτη τραγικότητα, είναι, όταν άφησε παραγγελία, για μετά τον θάνατό του, να καλέσουν τον Γιάννη σε τραπέζι…! Στο συγκεκριμένο διήγημα μέσα από την απλότητα μιας μεστής αφήγησης, αναδύεται η εποχή μετά τη δεκαετία του 1970 και λίγο αργότερα, με τη φαινομενική οικονομική της ευμάρεια. Οι δύο ήρωες προσανατολισμένοι στις θετικές αξίες χρήσης («δεν μπήκαμε στον χορό της κονόμας και της λαμογιάς», σελ. 126), αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάτι ανάλογο, αξιακά, συμβαίνει και στο δεύτερο διήγημα («Barmaid») στο οποίο η αφηγήτρια Ειρήνη, σερβιτόρα στο επάγγελμα, μόνη με ένα παιδί, με συνεχείς αναλήψεις και διακείμενα, αφηγείται περιστατικά του επαγγέλματός της και της ζωής της μέσα από περιστασιακούς έρωτες: «Έχω ακόμα το τηλέφωνό του στη δεξιά τσέπη του μπουφάν, δεν το πέταξα. Αν κι εγώ δεν έχω πια περιθώρια… Πρέπει να κρατήσω αποστάσεις από της ψυχής μου το αδηφάγο καρτέρι… Πρέπει…» (σελ. 153).

Ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής είναι το Delivery Boy. Ένας μοναχικός ντελιβεράς, πηγαίνει μια παραγγελία και αναγνωρίζει την κοπέλα που του άνοιξε. Ήταν το απρόσιτο αντικείμενο του πόθου του και των συσπουδαστών του, όταν παρακολουθούσε μια σχολή. Τη δεύτερη φορά που πηγαίνει στο σπίτι παραγγελία «κλέβει», για ευνόητους λόγους, τη γάτα του σπιτιού. Και σε αυτό το διήγημα, αναδεικνύεται ένα άλλο προσόν του συγγραφέα: να περιγράφει την πάσα λεπτομέρεια, δίχως να κουράζεται ο αναγνώστης, με τέτοιον τρόπο, ώστε αφενός να αναδεικνύεται με  ζωντανό τρόπο το κείμενο και αφετέρου ο αναγνώστης να ζει την υπόθεση λες και είναι δικό του βίωμα.: «Παλιά μονοκατοικία, ισόγειο και πρώτος, μικρή αυλή και κήπος με θέση πάρκινγκ, δυο κουδούνια στην καγκελόπορτα, το  ένα είχε όνομα, το άλλο όχι, άντε τώρα να βγάλεις άκρη…» (σελ. 154-155). Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου, υπογραμμίζει η Rosenblatt και η ανταπόκριση σε αυτό είναι μια μορφή έντονης εμπειρίας που βιώνει ο αναγνώστης.

Παρόμοια και το επόμενο διήγημα («Substitute Teacher»)  με ενδοδιηγητική αφηγήτρια την Κλειώ, μια εκπαιδευτικό που εξιστορεί την εμπειρία της ως αναπληρώτρια καθηγήτρια της Μουσικής (το όνομά της σχετίζεται με τη Μούσα) σε κάποιο νησί. Η σχέση της με έναν ξένο και η εγκυμοσύνη της, δένονται λειτουργικά μέσα από ένα αφηγηματικό διακειμενικό παιχνίδι που αναδύεται από την όπερα του Μότσαρτ «Απόλλων και Υάκινθος» εμπνευσμένη από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Σε αυτό το διήγημα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί υποδειγματικά τις αφηγηματικές τεχνικές, κυρίως τη διακειμενικότητα, επαληθεύοντας τον Riffaterre, ο οποίος υπογραμμίζει ότι  η διακειμενικότητα οδηγεί στην ερμηνεία του κειμένου καθόσον αποτελεί το δίκτυο των λειτουργιών που συνιστούν τη σχέση τους. Τα κενά απροσδιοριστίας που δημιουργούνται αναγκάζουν τον αναγνώστη να ανακαλέσει γνωστικά στοιχεία είτε ενεργοποιείται περαιτέρω προκειμένου να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Αλλά αναδεικνύεται και μια άλλη ικανότητα του Σαλτερή: στον δρόμο κάθε φορά για την ολοκλήρωση της πλοκής να μετουσιώνει ποιητικά την αφήγηση: «Σε λίγο η όπερα του Μότσαρτ φτάνει στο τέλος της κι εγώ φτάνω στο σπίτι. Η άμμος της κλεψύδρας, που είχε στείλει η συνονόματή μου Μούσα στα πόδια της, γλιστράει μέσα απ’ τον αυλό, τον τράχηλό της, από το πάνω μέρος του δοχείου στο κάτω. Όπως οι νότες της όπερας γλιστρούν και χάνονται στη σιωπή» (σελ. 183).

Στο διήγημα «Security Staff», ο Σέργιος, σχεδόν εξηντάρης, απολυμένος από τη δουλειά σε βιοτεχνία, πρόλαβε να πάρει την αποζημίωση σε αντίθεση με άλλους στην ίδια επιχείρηση. Στη συνέχεια, ψάχνει για να βρει δουλειά ως προσωπικό ασφαλείας. Εδώ, ο συγγραφέας δοκιμάζει και άλλους αφηγηματικούς τρόπους (διακοπτόμενος μονόλογος που απευθύνεται σε ήρωα, νεότερό του, που δεν συμμετέχει στα δρώμενα) προκειμένου να δείξει με τον ηγεμονικά αληθινό λόγο τού πρωταγωνιστή, το πρόσωπο της ανεργίας που «αφήνει» στο έλεός της μεροκαματιάρηδες να ψάχνουν ευκαιριακές/εποχικές δουλειές.  Παράλληλα, ο ήρωας, αναφέρεται σε σημαντικά γεγονότα της ζωής του, προτείνοντας συνεργασία, στον «συνομιλητή» του.

Ενδιαφέρον πρόσωπο είναι η Αθηνά Μπακαλέξη του διηγήματος «Project Manager». Ντόμπρα ως χαρακτήρας, όπως όλοι οι ήρωες του συγκεκριμένου τμήματος της συλλογής. Λέει: «Τα γκομενιλίκια εκτός, προσωπικά ουδέποτε μπέρδεψα γκομενιλίκια με δουλειά και ουδέποτε θα το κάνω στο μέλλον» (σελ. 203). Πιστή στη ρήση της και στις παράλληλες σχέσεις που έκανε, προτρέπει την κόρη της να σπουδάσει, αλλά και να τη μιμηθεί, γενικώς: «Αλλά μην πας μακριά κι εγώ κωλοπετσωμένη Σμυρνιά σαν τη μάνα μου και τη γιαγιά μου δεν είμαι; Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει…» (σελ. 213). Επίσης και η Ζορζέτα, κόρη διαζευγμένων γονιών, στο «Marketing Assistant,etc», η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το πατρικό μορφοείδωλο που φαντασιακά τη βασάνιζε, πελαγοδρομεί ανάμεσα σε μια περιδιάβαση από δουλειές, άλλες ενδιαφέρουσες και άλλες όχι, όλες όμως ημιαπασχόλησης, μέχρι την τελειωτική της απόφαση: «Οπότε Ζόρζη, τα ψέματα τελειώνουν […] Μπορείς να αλλάξεις τη ζωή σου μια και καλή. Εξάλλου, τι έχουν οι άλλες που το κάνουν και δεν το έχεις εσύ;» (σελ. 251). Στη συνέχεια, ο Μάριος στο «Financial Advisor» προτού φύγει για τη Γερμανία, ήδη έχει βρει εκεί μια καλή δουλειά, προβαίνει σε έναν απολογισμό της μάταιης προσπάθειας στη χώρα του, αφού εμμέσως κριτικάρει τη γενιά του Πολυτεχνείου μέσω του χαρακτήρα του θείου του: «Η γενιά μου τα έκανε σκατά […]. Φύγε να σωθείς, άκουσέ με, πριν είναι αργά» (σελ. 215). Η περιγραφή της παρέας στην ταβέρνα προτού φύγει, φέρνει διακειμενικά, στον νου, τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, με τον Μάριο να τους «υπερβαίνει».

Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Self-employed Systems Analyst», ο Μισέλ, intersex, ειδικός στην πληροφορική, προσφέρει εργασία από το σπίτι. Ποτέ δεν βγαίνει από αυτό. Κάνει αποκλειστικά διαδικτυακό σεξ, παρατηρεί τους περαστικούς και προτείνει ειδικά συστήματα μελέτης της συμπεριφοράς τους. Όταν όμως αναγκάζεται να κλείσει θεραπευτικές συνεδρίες με ειδικούς στο σπίτι του, η διάθεσή για διαδικτυακούς συντρόφους χάνεται και για πρώτη φορά ερεθίζεται μετά από χρόνια φαντασιώνεται ότι κάνει έρωτα με ζωντανούς ανθρώπους. Ο συγγραφέας διεισδύει σε ένα «δύσκολο» χαρακτήρα ψυχογραφώντας τον με πειστικό τρόπο.

Ο Σαλτερής στους εννέα δαντικούς κύκλους προσθέτει κι έναν «δικό του», δέκατο, με δύο διηγήματα. Στο πρώτο («Long-term Uneployed») ο Ίαν, στην ουσία διωγμένος από το σπίτι του, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, μάταια συμμετέχει σε οντισιόν για να παίξει σε κάποιο έργο. Στο τέλος απογοητεύεται και αρκείται στο να φιλοξενήσει αλλοδαπούς περιστασιακούς συναδέλφους του από τη δουλειά του ποδαριού που τον συντηρεί: «Μωρέ, πολύ συμπαθητικά παιδιά φαίνονται… Είναι άραγε Πακιστανοί, από κάνα Ιράκ ή καμία Συρία; […] Κι αν τσουλήσει το πράγμα, τους καλώ και στο σπίτι για κάνα ποτό. Μωρέ, τι λέω, η τρελή; Πίνουν οι μωαμεθανοί αλκοόλ; » (σελ. 280). Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας θα συμμετάσχει με ένα ιδιαίτερο ρόλο στο τελευταίο διήγημα.

Στα παραπάνω δέκα διηγήματα που εντάσσονται στο μέρος της «Κόλασης», όπως προανέφερα, βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τη δαντική κόλαση. Ο κάθε ήρωας προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες πλήρους εργασίας ή αποσπασματικής, με έναν «έντιμο τρόπο» Όλοι οι χαρακτήρες, εντάσσονται σε αυτό που ο Goldmann αποκαλεί «τραγική κοσμοθεωρία». Άλλοι ακολουθούν έναν ήρεμο βίο περνώντας «μια ζωή ήσυχη, ευτυχισμένη, αλλά μετρημένη μέχρι δακρύων», σελ. 126), μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές νόρμες, και άλλοι, οι περισσότεροι, είναι οι «προβληματικοί ή δαιμονιακοί ήρωες», που σύμφωνα με τον Lukács, ευρισκόμενοι σε μια διαρκή αναζήτηση σε έναν κόσμο αστικό και εκφυλισμένο, κάποια στιγμή δεν μπορούν να συνυπάρξουν με αυτόν, γιατί στην ουσία τους είναι ξένος. Πρόκειται για εκείνα τα άτομα τα οποία αντιμετωπίζουν κάθε πρόβλημά τους με την πεποίθηση ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις συνθήκες τις οποίες ζουν. Και, βέβαια, προκειμένου να επιβιώσουν βρίσκουν ή μηχανεύονται λύσεις σε κάθε περίπτωση δίχως να βλάψουν κανένα. Πρόκειται για έντρομους ήρωες που, σύμφωνα με τον Lukács  σηκώνουν στους ώμους τους ο καθένας, η καθεμία τη μοίρα της οικείας τους κοινότητας. Ακριβώς όπως οι ήρωες του έπους.

Στο τελευταίο κείμενο που λειτουργεί και ως ρεπορτάζ, με τίτλο «The Recent Terrorist Attack in the Athens Metro», «συναντώνται» τραγικά οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων ερχόμενοι από χώρες του εξωτερικού. Συνέβη τρομοκρατική επίθεση, στον σταθμό μετρό του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό των περισσοτέρων, από τρομοκράτες τους οποίους είχε φιλοξενήσει ο  ήρωας του δέκατου διηγήματος του κύκλου της «Κόλασης» που πιθανόν, όπως αποδείχτηκε, να μην εμπλέκεται ενεργητικά ο ίδιος. Κι η τραγική ειρωνεία: σχεδόν όλοι θα έκαναν κάτι ευχάριστο με την επάνοδό τους. Αυτό το ευχάριστο, ως ένα βαθμό, προοικονομείται στα διηγήματα. Είναι ο «Παράδεισος» ίσως που δεν πρόλαβαν να τον αγγίξουν. Κι είναι αυτό το στοιχείο που με κοινό και προεξάρχον στοιχείο την εργασία και τις προσπάθειες των ηρώων προκειμένου να επιβιώσουν, μετατρέπει τη συλλογή σε ένα ιδιότυπο σπονδυλωτό μυθιστόρημα.  

Οι ήρωες του Σαλτερή, άνθρωποι, όπως λέμε, της διπλανής πόρτας, περιδιαβάζουν τη ζωή σε απολύτως ρεαλιστικά πλαίσια. Μιλούν, αυτοσαρκάζονται, νιώθουν ασφάλεια ή ανασφάλεια, κριτικάρουν τους εαυτούς τους με κοινό σημείο την εργασία τους που έχουν κατακτήσει είτε εναγώνια την αναζητούν. Αυτό σημαίνει ότι κάνοντας μια αναδίφηση στη ουσία των βιωμάτων τους,  προκαλούν τον αναγνώστη, ώστε, μέσα από έναν έντονα απολαυστικό αναγνωστικό τρόπο, να ενεργοποιηθεί και να ανακαλέσει από τη μια και οικείες του στιγμές και από την άλλη να ταξιδέψει στο κοινωνικό και πολιτιστικό παρελθόν της Ελλάδας μέσα από τις συνθήκες εργασίας. Να προβεί, παράλληλα και σε μια κριτικού τύπου ανάγνωση.

Ο συγγραφέας κατ’ εξοχήν μυθιστοριογράφος, στα περισσότερα διηγήματα τα οποία είναι εκτενή, κρατώντας τα ουσιώδη στοιχεία, ακολουθεί με υποδειγματικά περιληπτικό τρόπο τη δομή του μυθιστορηματικού είδους. Έχει το προσόν να μεταφέρει το σκηνικό και την αληθοφάνειά του με μια γλώσσα ήρεμη, στρωτή και συνάμα ανάγλυφη. Το σκηνικό σε άμεση συνάρτηση με τον αφηγηματικό χρόνο των κειμένων, στα διηγήματα του «Καθαρτηρίου» και της «Κόλασης», ως το χωρικό πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσεται η δράση των χαρακτήρων, συνδέεται με την εργασία αλλά κυρίως με τις σκέψεις και τις πράξεις τους. Ο κλειστός χώρος των ξενοδοχείων, των μπαρ, των σπιτιών λειτουργεί ως χώρος επικοινωνίας, αλλά και ως καταφύγιο και ως τόπος εγκλεισμού. Επίσης και ως λογοτεχνική γεωγραφία, στο γεγονός που θα το συναντήσουμε στο τελευταίο προαναφερόμενο διήγημα, στην τραγική «συνάντηση» των ηρώων.  Πέρα δε από τις αφηγηματικές δυνατότητες του συγγραφέα τις οποίες χρησιμοποιεί κατάλληλα (εγκιβωτισμοί, αναλήψεις, διακειμενικότητα, κενά απροσδιοριστίας, μεταμυθοπλασία) αποδεικνύεται ότι  προσεγγίζεται με οξυδέρκεια η ελληνική κοινωνία της μετά του 1970 εποχής, με τα σκαμπανεβάσματα στην πολιτική ζωή, την άνοδο και την πτώση της λεγόμενης μεσαίας τάξης, την οικονομική άνοδο που τελικά αποδείχτηκε μια μεγάλη πομφόλυγα που συμπαρέσυρε κυρίως όσους εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα, όπως ακριβώς και τους ήρωες των συντριπτικά περισσότερων διηγημάτων. Κι ίσως φαντάζει ειρωνεία αν σημειώσω την άποψη του Anselm Jappe ο οποίος μιλάει για έναν νέο παράγοντα στην Ιστορία σχετικό με το γεγονός ότι για πρώτη φορά υπάρχουν πληθυσμοί σε περίσσευμα, που δεν χρησιμεύουν πια ούτε για εκμετάλλευση.

Συμβολικό το τέλος που, είναι και ανοιχτό, γιατί σχετίζεται ίσως με τα αδιέξοδα της Ευρώπης (τα θύματα είναι ήρωες των διηγημάτων που επέστρεψαν από χώρες της). Δεν θα ενοχλούσε όμως τον αναγνώστη αν οι ήρωες, αδικημένοι οι περισσότεροι, εύρισκαν την ευτυχία, σε κάποιον αληθινό παράδεισό τους. Ίσως και οι αναγνώστες να αλλάξουν το τέλος. Να «επιβάλουν» ένα είδος κάθαρσης. Αν, δηλαδή, η κάθαρση δημιουργηθεί στην ανταπόκριση είναι ζήτημα του κάθε αναγνώστη, ο οποίος συστοιχίζει τις δομές του κόσμου των έργων με τα βιώματα και την εμπειρία του.

Θα πρόσθετα και κάτι που το θεωρώ σημαντικό, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο με τον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματά του, δημιουργεί ένα σημαίνον πλαίσιο αναγνωστικής ανταπόκρισης. Η θεωρητικός της Συναλλακτικής Θεωρίας  L.M. Rosenblatt σημειώνει ότι ο αναγνώστης μαγνητίζεται από το κείμενο και αντλεί εκείνα τα στοιχεία που σχετίζονται με την ιδιοσυγκρασία του.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο διοχετεύει στο κείμενο την εμπειρία του, προβαίνοντας έτσι στην ατομική του ερμηνεία. Πρόκειται για μια σχέση διπλής κατεύθυνσης, μια σχέση διαλεκτική. Ένα γεγονός που κατά κόρον συμβαίνει στο συγκεκριμένο βιβλίο.

Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω θέσεις, είμαστε κοντά σε αυτό που αναφέρει ο Goldmann στη θέση του για την «κοσμοθεωρία της ομάδας» (οι πρωταγωνιστές που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την εργασία οραματιζόμενοι καλύτερες συνθήκες κι ο συγγραφέας ως ο εκφραστής τους), όπου στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι άλλη από έναν κόσμο καλύτερο από τον σημερινό ο οποίος υπάρχει δηλωμένα είτε όχι στη σκέψη των ηρώων.  Κι εδώ, μπορούμε να πούμε ότι και ο υπονοούμενος και ο πραγματικός αναγνώστης του βιβλίου στοιχίζονται με την κοσμοθεωρία της ομάδας. Οπότε, αν λάβουμε υπόψη μας τον Goldmann, αυτός o αναγνώστης ως συνδημιουργός αλλά και ως δημιουργός, μπορεί να μαγνητίζεται από το κείμενο και να του επιβάλλονται οι δομές του, αλλά, επίσης, μπορεί, το κείμενο, να είναι και μια νοητικά ενεργοποιητική κατασκευή του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Dante,  Alighieri (2018). Θεία Κωμωδία. Μτφρ. Σ. Σπαθάρης-Τ. Μιχαλακέας. Αθήνα:

Μαλλιάρης.

Δημητριάδης, Χάρης (2016). Επίκουρος-Αναζητώντας την ευτυχία στην

καθημερινότητα. Αθήνα: Περίπλους.

Genette, Gérard (1980). Narative Discourse. Μτφρ. J. Lewin. Oxford: Basil

Blackwell.

Goldmann, Lucien (1979). Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφρ.

Ελένη Βέλτσου-Πέτρος Ρυλμόν. Αθήνα: Πλέθρον.

Iser Wolfgang (1974). The Implied ReaderPatterns of Communication in Prose

Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore, MD and London: Johns Hopkins

University Press.

Καρυωτάκης, Γ. Κώστας (1977). Ποιήματα και πεζά. Επιμ. Γ.Π. Σαββίδης.

Αθήνα:Νεά Ελληνική Βιβλιοθήκη, σελ. 1.

Lukács, György (2004). Η θεωρία του μυθιστορήματος. Μτφρ.  Ξανθίππη Τσελέντη.

Αθήνα: Πολύτροπον.

Παπαντωνάκης, Γεώργιος & Κωτόπουλος, Τριαντάφυλλος (2011). Σκηνικό-Χαρακτήρες, Πλοκή. Αθήνα: Ίων.

Riffaterre, Michael. (1990). «Compulsory reader response: the intertextual drive,

στο: Intertextuality. Theories and practices. Worton, M & Still, J. [eds].

Manchester, UK: Manchester University Press.

Rosenblatt, Louise Michelle (51995). Literature as Exploration. NewYork : The

Modern Language Association of America.

Trenkle, Norbert & Jappe Anselm (2010). Κείμενα για την εργασία και την κρίση.

Μτφρ. Σ. Παπάζογλου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των ξένων.

Σαμαρά, Ζωή (1987). Προοπτικές του κειμένου. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular