Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ο Αντώνης Νταλγκάς κατά κόσμον Διαμαντίδης γεννήθηκε στην περιοχή Μέγα Ρεύμα της Κωνσταντινούπολης τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρξε δεινός μουσικός και η καριέρα του γνώρισε θεαματικές στιγμές. Η τρεμάμενη φωνή του, η ευρύτητα του μουσικού και ερμηνευτικού του έργου τον ανέδειξαν σε σπουδαία μορφή του ρεμπέτικου. Μαζί με την ορχήστρα του ο Νταλγκάς θα φροντίσει να διασκεδάσει τους Έλληνες επιβάτες του πλοίου «Βασιλεύς Αλέξανδρος» που χαράζει ρότα για την Αμερική. Εκεί, στο πόστο του πλοίου του θα μάθει τα τρομερά νέα για την απώλεια της Σμύρνης που για αυτόν τον μικρό, τον μέγα κόσμο αποτέλεσε μια φριχτή τραγωδία, ένα γεγονός που έμελε να σφραγίσει καθοριστικά την μοίρα του. Σήμερα, η Σμύρνη κρατάει την μεταφυσική της σημασία και διαμορφώνει μια ολόκληρη και ακέραια ατμόσφαιρα, γεμάτη από τον υποκειμενισμό του έθνους και της συνείδησής του που πικρά θυμάται και από γενιά σε γενιά το όνειρο και τον εφιάλτη κληροδοτεί. Η λαϊκή μουσική, αυτήν που υπηρέτησαν ερμηνευτές όπως ο Νταλγκάς κουβαλά εκείνον τον αποχαιρετισμό που ουδέποτε παραδέχτηκε αυτός ο ξεριζωμένος κόσμος. Όλες οι περιπέτειες, ολάκερη και ατόφια η θλίψη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μεταγγίζεται στην μουσική και την τέχνη. Η ιστορική ανάγκη γράφει τις σελίδες του πύρινου ημερολογίου που σήμερα ανακαλούμε καθώς ο αιώνας ξεφυλλίζει το όνειρό του. Όχι η εκούσια επιθυμία.

[…«Είχαμε περάσει τις ακτές της Καλαβρίας και τώρα τραβούσαμε κατά μήκος του Αλγεριού. Από πάνω μας διαφωτιζόταν η Ευρώπη ενώ στον νότο, έλαμνε καθάρια η ερημιά και η σκόνη ενός κόσμου ξένου και αντιθετικού. Γύρω μας, πλάι μας, παντού πετούσαν θαλασσοπούλια και έτσι όπως έκραζαν έφερναν τόσα νέα από τις πατρίδες μας. Εμπρός μας έστεκε η μεγάλη Αμερική, γεμάτη από αγγελούδια με μπλου τζην, χάλυβα και γυαλί για αρκετά μέτρα σε κάθετη έκταση. Κανείς μας δεν λογάριαζε εκείνο που θα έβλεπε στο τέλος του ταξιδιού. Στα ρέλια, σιωπηλοί θυμόμαστε τον Πύργο, την Σαλαμίνα, την Ελευσίνα, τα Φιλιατρά, τον Πειραιά με τα φώτα του που έμοιαζε να ανοίγεται στο πέλαγο, αλαργινός.

Μοναδική μας παρηγοριά εκείνη η ορχήστρα του Διαμαντίδη. Έπαιζαν ξέφρενα τα τραγούδια, δίχως σταματημό, οι βιολιστές ταράζονταν επάνω στο γύρισμα του στίχου και ο ερμηνευτής, γαλήνιος, βέβαιος για τον νόστο που πλημμυρίζει το κατάστρωμα, άφηνε την τελευταία συλλαβή του αμανέ του να κρατήσει μια στάλα περισσότερο.

Για μια στιγμή η ορχήστρα σταμάτησε. Ένας ναύκληρος πλησίασε τον τραγουδιστή, ένας δύο από την ορχήστρα ζύγωσαν, τους είδαν που έκρυψαν την έκπληξή τους με το χέρι, τους είδαν που δάκρυσαν. Έπειτα ο ναύκληρος αποτραβήχτηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Κάποιος άλλος σήκωνε στο ιστίο της σημαία και έτσι όλοι μας γνωρίζαμε πως κάτι τρομερό είχε συμβεί στην πατρίδα. Μα δεν ρωτήσαμε μαθημένοι καθώς είμαστε στις καταστροφές και τους διωγμούς. Μονάχα μια μικρή από την Λειβαδιά, ντυμένη το γιλέκο της παραδοσιακής της φορεσιάς, μονάχα εκείνη είπε κάτι θα συνέβη στην Σμύρνη, η Σμύρνη μας μάνα και έκρυψε το πρόσωπό της μες στα μαύρα τα ρούχα. Λαμπερές και μαύρες ήταν οι θάλασσες σε εκείνα τα μέρη. Σώπασαν τα τραγούδια και σε εκείνο το κάδρο της ορχήστρας μονάχα η αύρα της θάλασσας φανέρωνε πως εκείνοι οι άνθρωποι υπήρξαν για μια στιγμή μονάχα ζωντανοί.  Μονάχοι τους μες στο πλοίο, συγκροτούσαν μια αληθινή κιβωτό, έναν κόσμο ανάδελφο. Πέρα, μίλια πίσω, εκεί που μπλέκουν οι ρίζες  στα γένια του Θαλή γεννώντας θεωρήματα, εκεί έφεγγε λαμπρή και ανεξίτηλη η Παναγιά του Καλού θανάτου. Εβούρκωνε ο Διαμαντίδης, έτρεμε η ψυχή του και δεν υπήρχε νύχτα, δεν υπήρχε ξαστεριά να κάνει σιγανή, σαν νύχτα την φοβερή ετυμηγορία της ιστορίας.

«Απόψε θνήσκει σαν το τρυγόνι ο ελληνισμός», είπε κάποιος και ένας άλλος ψιθύρισε αλογάριαστα «πόθων μνήματα και πτώματα ονείρων». Το φεγγάρι πορφύρα γίνηκε στο στερέωμα στάλαξε. Και έπλεε καβάλα στους ωκεανούς το επιβατηγό «Βασιλεύς Αλέξανδρος» και κάθε λίγο ο ναύκληρος έφερνε στον καπετάνιο τα σπαραχτικά τηλεγραφήματα. Μιλούσαν για χιλιάδες, για αγνοούμενους, για πνιγμένους μιλούσαν. Κοράσσιον ετραγούδαγε και εμείς να κλαίμε βουβοί και ηττημένοι ως μες στης ψυχής μας το επίκεντρο.

Φωτιά μεγάλη, ΣΤΟΠ. Η Σμύρνη καίγεται απ΄άκρη σε άκρη, ΣΤΟΠ. Αναμένεται η διακομιδή του ελληνικού πληθυσμού εις τα παράλια της μητρός Πατρίδας, ΣΤΟΠ. Λαμβάνεται η απαιτούμενη μέριμνα, ΣΤΟΠ. Και ο ερμηνευτής  σώπαινε και όλοι στο κατάστρωμα, μετανάστες από την γέννα τους, είδαν εμπρός τους να λάμνουν αιώνες απαράλλαχτοι, προδοσίες και εφιάλτες. Την βουβή στιγμή την έκανε κομμάτια κάποιος από τον Πειραιά που με φωνή τρεμάμενη, πρόσωπο του Αισχύλου, τόλμησε και είπε. Παίξε μωρέ Νταλγκά κάτι για την Σμύρνη μας, παίξε μωρέ. Και ανοιγοκλείνανε του καιρού τα σείστρα και φαίνονταν σπίτι αγρίσκιωτα, σπίτια νεκρών με τον ίσκιο τους χαμένο»…]

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular