Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Για την Σμύρνη του ενός αιώνα και όσους δεν θα αναφέρει ποτέ η ιστορία. Φέτος γίνονται εκατό χρονών και εμείς είμαστε ό,τι απομένει από εκείνους. Δανείζονται την φωνή μας σε ένα προσκλητήριο που όμοιό του ποτέ δεν κάλεσε κανείς. Αυτός ο αιώνας τους ανήκει και ίσως κάπου και κάποτε να ακουστούν όσα ονόματα διασώθηκαν, όσες ζωές άφησαν ένα αποτύπωμα προτού χαθούν μες στο πανόραμα της ιστορίας.

Μυρίοι όσα τε φύλλα και

άνθεα γίνονται ώρη

Ομηρικά

Τα τραγούδια λένε την αλήθεια αφήνοντας μες στις δεκαετίες

μια αναπάντητη επίκληση

Έπεσε η νύχτα βαριά. Από την Αθήνα ως την Αιολίδα ίδια τα άστρα και η σιγαλιά. Και έκλαιγαν οι πόλεις και έφεγγαν τα μάτια των αδέσποτων από πείνα και μοναξιά. Κάτω στους δρόμους περνούσαν οι διαβάτες που δεν χωρούν μες στις μικρές τους τις ζωές και μες στις πολιτείες γυρεύουν απαντήσεις. Μήπως απαντήσατε την Ελένη, ήρθε με τους πρώτους εκείνο το Σεπτέμβρη, φορούσε μαύρο μαντήλι και είχε κάρβουνο στο πρόσωπό της. Και τον Μιχάλη, μήπως τον είδατε και εκείνον πέρα στην Δραπετσώνα να κλαίει νύχτες ολόκληρες, μήπως τον ρωτήσατε τι τάχα να έχει και πονάει έτσι; Κανείς δεν αποκρίνεται, κανείς δεν νοιάζεται, επειδή οι πολιτείες του καιρού μας δεν έχουν μνήμη. Μονάχα φώτα και μέρες κάλπικες που αθροίζονται σε βρώμικους σωρούς.

Κάθισε έξω στο μπαλκονάκι που έχει για θέα την πεθαμένη λεωφόρο. Άναψε το ραδιόφωνο και έβαλε τον σταθμό που αγαπά. Αν κάποιο βράδυ δεν ακούσει την φωνή του εκφωνητή κάτι θαρρεί πως θα συμβεί, μια απουσία θα πέσει πάνω στους ώμους της, χειρότερη από απελπισία. Και η φωνή του τραγουδιστή έσκισε την ησυχία των φωταγωγών. Ρίγησαν οι γύψινες Καρυάτιδες πέρα στην οδό των Ασωμάτων και όλα τα αγάλματα δακρύσανε. Στο απέναντι πάρκο μαζεύτηκε η κομπανία με τριμμένα σακάκια και λασπωμένα σκαρπίνια. Σταθήκανε στις ψάθινες καρέκλες του καφενέ και πήραν να παίζουν με κατάνυξη τις μελωδίες που αγαπήσανε βαθιά.

Την Κατερίνα την σφάξανε στο λιμάνι. Της πήρανε το παιδί από τα χέρια και το πετάξανε στα κύματα. Έτσι χάθηκε η Φανούλα. Τον Απόστολο τον εκτελέσανε πέρα στα αλώνια μαζί με τους άλλους και έπειτα τους σκυλέψανε. Τον Λευτέρη τον χτυπήσανε οι τσέτες. Του σπάσανε το σαγόνι για τα δυο του χρυσά δόντια και κάψανε όλο του το βιος. Τους άλλους δεν τους είδαμε ποτέ ξανά. Τους πήρανε στις ατέλειωτες πορείες των ταγμάτων εργασίας.

Ήταν τότε που ακούστηκε φασαρία πέρα στον δρόμο. Ερχόταν η μοτοσικλέτα του Διονύση Σαββόπουλου, ίδια η Ελλάς, τότε και τώρα. Χαλούσε τον κόσμο και από όπου περνούσε άναβαν μορφές χερουβικές από την Μυσία, την Φρυγία, τον Πόντο. Κάθε γειτονιά και μια ιστορία προσφυγιάς που ακόμη πονά. Κάθε φωνή, ένα πικρό ηλεκτρόφωνο, δουλεμένο με τον καιρό και με το μαχαίρι. Όταν ζύγωσε εκείνη η μοτοσικλέτα κατόρθωσε να ξεχωρίσει τον πατέρα. Η ορχήστρα ανασηκώθηκε από τις θέσεις της και όλοι μαζί σε στάση προσοχής, βγάλανε φωνή. Γεια σου Μπάτη, ώρα σου καλή, μα απρόσιτη και σκοτεινή παρέμενε η μορφή του καθώς ξεμάκραινε για τα Χαυτεία. Θυμήθηκε που βάλανε την εικόνα του στο μικρό περβάζι που άφηνε να γλιστρήσει φως λιγοστό στο κατώι. Θυμήθηκε το βρώμικο ψωμί, τις υπόγειες στοές, τους φίλους που διαγράφονταν από τις λίστες της ζωής. Θυμήθηκε τα σκυλιά  στο κατόπι τους και είδε παντού να ανάβουν ρεύματα ηλεκτρικά. Έφεγγαν πάνω από τις μορφές των φίλων μας που χαθήκανε, ανάβανε τους πολύχρωμους λαμπτήρες που σαλεύουν κάτω από τον άγριο άνεμο. Έφεγγαν και η μορφή του Λευτέρη, της Φανούλας, του Αποστόλη υψώνονταν στο στερέωμα της πολιτείας. Τα ρούχα τους φλέγονταν όπως τα όργανα εκείνης της φανταστικής ορχήστρας κάτω στον δρόμο.

Και δεν είχε λαλιά, δεν είχε τίποτε να τους ανταποδώσει το καλό. Από κάτω κάποιος περαστικός, παράξενος και ωραίος σαν Χριστός στάθηκε και προσευχήθηκε. Σε αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί είπε και χάθηκε στον ορίζοντα, μαζί με τα φώτα και τα εμπορικά. Έπιασε βροχή. Η ορχήστρα διαλύθηκε, όλα τα πρόσωπα εκείνης της κομπανίας σβηστήκανε στο περιγιάλι της νύχτας. Και ο πατέρας, γερασμένος ντύθηκε την όψη των αγαλμάτων που και αν δακρύζουν ποτέ δεν το παραδέχονται, κρατώντας μαρμάρινα τα χέρια τους στην στάση της βαθιάς και ανεκπλήρωτης προσευχής. Με αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύουν οι άνθρωποι σαν πάντα, συλλογίστηκε και έψαξε το άστρο του βοριά, έτσι για να βρει κάπου να ακουμπήσει το χαραγμένο της βλέμμα.

 […Σκηνές ροκ. Φωτογραφία με την Μπέλλου. Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς τριγυρνάμε στα σκοτάδια κι όμως εσύ δε μας ακούς Δε μας ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές μες στις υπόγειες στοές ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε τις βασικές σου τις αρχές Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22 ( θα χαθώ απ’τα μάτια σου τα δυο) κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο) σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ένα κατώι μυστικό) Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε) τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί)…]

Η νύχτα πέρασε, η πόλη θα ξυπνήσει, με ροκ σκηνές και νεκροζώντανους να τριγυρνούν, γυρεύοντας δουλειές, αγαπητικιές, ευκαιρίες, μνήμες από όσα χαθήκανε και σήμερα μετρούν σαν νόμος τον χρόνο που περνά. Κανείς δεν θα ρωτήσει τι είναι εκείνο που μας πληγώνει, κανείς δεν θα μιλήσει για τα δάκρυα που αφήνουν οι άνθρωποι μες στις κρεβατοκάμαρες, ανάβοντας το καντήλι στο προσκέφαλο του πατέρα, καρφώνοντας μια ανάμνηση κάτω από τους περαστικούς Σεπτέμβρηδες της μάνας.

Απομένει μονάχα το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου και το θυμικό μας που διασώζει για πάντα η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου. Η Ελλάδα που ανοίγει την ανάπηρη αγκαλιά της για τα παιδιά από τα ανατολικά, η Ελλάς που φτιάχνει νησιά μες στις πολιτείες, μόνο και μόνο για να στεγάσει τους απελπισμένους και τους ταπεινωμένους της ιστορίας της, τραβά τον δρόμο της. Αφήνει πίσω της το ´22 και ταξιδεύει σε μεταπολιτευτικά πελάγη. Απομένουν μονάχα οι άνθρωποι που φθάσανε από τα ανατολικά, πρόσωπα καπνισμένα βαλμένα κιόλας στα κάδρα των νεκρών να πουν την ιστορία τους. Να μεταγγίσουν το ήλεκτρο στους στίχους του Σαββόπουλου και να συνθέσουν το μακρύ ζεϊμπέκικο της Ελλάδος, αυτό που μάθαμε να χορεύουμε με πικρές χορογραφίες σε αδειανές ταβέρνες του κέντρου, κάτω από τα άγρυπνα φώτα της ασετιλίνης. Μισός αιώνας και βάλε και ακόμη να σωπάσουν οι νεκροί στις Κυδωνίες και την Σμύρνη. Όλα μυστικά θα τα κρατήσει η ψυχή μας, όλα όσα δεν είδε, όσα δεν έζησε και δεν αντίκρισε ποτέ. Όσα νιώθει να της καίνε την καρδιά, όταν τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν τους Στρατηγούς.

Κοίταξε τον ορίζοντα που πνιγόταν μες στα μπακίρια. Το Αϊβαλί είναι σπινθήρας είπε και έριξε τον εαυτό της να πνιγεί μες στο φως του κηροστάτη που παραχαράζει την ιστορία και ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα απολεσθέντα κάποιας πατρίδας.

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια (Ζεϊμπέκικο) Σωτηρία Μπέλλου 1972

Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος

1. Σωτηρία Μπέλλου & Διονύσης Σαββόπουλος

2. Δημήτρης Μπάσης & Δημήτρης Μητροπάνος & Θέμης Αδαμαντίδης

401 Αγωνία για ηλεκτροσόκ. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Σκηνές ροκ. Φωτογραφία με την Μπέλλου.

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια

και με τους φίλους τους παλιούς

τριγυρνάμε στα σκοτάδια

κι όμως εσύ δε μας ακούς

Δε μας ακούς που τραγουδάμε

με φωνές ηλεκτρικές

μες στις υπόγειες στοές

ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε

τις βασικές σου τις αρχές

Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό

ήρθε απ’ τη Σμύρνη το `22 ( θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο)

κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)

σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό)

Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)

τρώνε βρωμικο ψωμί (τρώνε βρωμικο ψωμί)

(του λόγου σου οι πιστοί)

κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε

(κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)

υπόγεια διαδρομή

Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο

σαν ξωτικό να τριγυρνά

πάνω στη μοτοσικλέτα και πίσω τρέχανε σκυλιά

Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα

βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)

βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)

να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα

(να κλείσει η λαβωματιά μα τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα)

η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά)

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular