Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Για τον Αλέξη Τραϊανό, με στίχους δικούς του

Οι φωτογραφίες του Άρι Γεωργίου μιλούσαν για μια Θεσσαλονίκη που δεν ζει πουθενά πια. Μια πόλη παλιά που θα βρεις σε αδιέξοδα και απόμερες γωνιές, μια πόλη καινούρια που κρύβει καλά όλα της τα μυστικά. Οι πρόσφατα ευρεθείσες αρχαιότητες με αφορμή τα έργα του υπόγειου σιδηροδρόμου επιβεβαιώνουν πως κάθε πόλη διαθέτει αρκετά χαμένα στρώματα. Ένα σωρό ονόματα και φιλοδοξίες και αμαρτήματα έχουν θαφτεί μες σε αυτόν τον κόσμο που αποσυντίθεται αργά, έχοντας ζήσει μέσα από εκείνους τους ανθρώπους που απόψε ξαναπερνούν από κάθε δρόμο της Θεσσαλονίκης.

Ποτέ δεν γνώρισα την Θεσσαλονίκη. Μια φορά μόνο, κατά την διάρκεια μιας κινηματογραφικής, στρατιωτικής θητείας βρέθηκα με μια παρέα ευκατάστατων νεαρών στην απογευματινή πόλη που έσφυζε από ζωή. Πλάι στην κεντρική πλατεία θυμάμαι μια στοά, μια ταβέρνα μες στον ίσκιο κάποιου ακάλυπτου και ένα γερό μεθύσι που ρίχνει το κουρνιαχτό του σε εκείνη την βραδιά. Και όμως αυτή ήταν η Θεσσαλονίκη που θυμάμαι, μια σημείωση που πρόλαβα και κατέγραψα στην συνείδησή μου. Τώρα πια εκείνη η εμπειρία φαντάζει το ίδιο απίθανη με μια διά ζώσης γνωριμία με την χορεύτρια Cerito ή την πειρατίνα jenny από μια όπερα φτηνή. Η πόλη και ο χαρακτήρας της έχουν στερέψει και ίσως το μόνο που να αλλάζει καιρό με τον καιρό είναι πως η Θεσσαλονίκη έχει αποκτήσει μια γκρίζα απόχρωση, αγγίζοντας δίχως να το ζητήσει κανείς, έναν ακλόνητο βαθμό μελαγχολίας, σαν κάθε άλλη, νεοελληνική πολιτεία. Αυτό και μόνο αλλάζει την σχέση μου με την Θεσσαλονίκη και ίσως μερικοί από τους στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου, οι βάλτοι του Καρόλου Τσίζεκ , τα κολλάζ του Ντίνου Παπασπύρου, η διαγώνιός τους που τέμνει πολλά περισσότερα από δυο πόλεις, στην ουσία δυο ολόκληρες εποχές ασύγκριτα διαφορετικές, θεμελιωμένες σε ένα είδος απόστασης που μπορεί μονάχα με την θάλασσα πια να συγκριθεί.

Απόψε λοιπόν, εκείνη η Θεσσαλονίκη, βγήκε από την κιβωτό του Γ. Ιωάννου και αψηφώντας την ομίχλη επέστρεψε στην μνήμη μου. Βρήκε αυτό το σημείωμα που είναι κάτι σαν ρωγμή και τρύπωσε στους κύκλους μιας αμίμητης νοσταλγίας. Ντύθηκε λέει τους στίχους του Αλέξη Τραϊανού, because δεν είναι λίγο όταν από το βάθος της πόλης μπορεί κανείς να δει τον Τζάκο Πάρντο, τελευταίο ένοικο του ξενοδοχείου Μπρίστολ ή ακόμη και εκείνον τον δειλό ποιητή που αρνήθηκε τα εγκόσμια να ξεπλένει μεγάλα, έναστρα πανό σε μια πολιτεία φανταστική.

Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή για το συγκεκριμένο σημείωμα. Όλα τα άλλα ήταν τεχνάσματα και μόνον η αναφορά στον γοητευτικό Εβραίο του Μπρίστολ είχε μια δόση ειλικρίνειας ή καλύτερα βασιζόταν στην αίσθηση ενός επιθαλάμιου που ακούγεται δυο χιλιάδες χρόνια μετά στο ίδιο εκείνο μέρος που έγραψε ο μύθος. Η αιτία αφορούσε την αναφορά στον Αλέξη Τραϊανό και τα ποιήματά του που άφησαν ένα σημάδι για όλες τις επόμενες εποχές. Στίχοι και επιστολές του, τεντωμένα νεύρα, καλοκαίρια στην Θεσσαλονίκη, έρημες χώρες, χαιρετισμοί στην Νανά, κρεματόρια εστιατορίων, παλιές αρρώστιες, έρημες ρυμοτομίες, γέφυρες ποιητικές, μια συνείδηση θρησκευτική κάπως αλλοιωμένη και η ματαιότητα της ύπαρξης. Ψηφίδες σαν και αυτές θα συναντήσεις αρκετές μες στα ποιήματα του Αλέξη Τραϊανού, μια ιδέα από την πικρή δόξα της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη να εκτείνεται σε κορμιά που δόθηκαν στις νύχτες, κουρελιάζοντας δεύτερες ευκαιρίες και βιογραφίες ολόκληρες.

Ο Αλέξης Τραϊανός γεννιέται στις 20 Οκτωβρίου του 1944. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξης Ζαβατάρης μα η αποσύνθεση της Ρώμης τον γοήτευε περισσότερο από όσο φαντάστηκε κανείς. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Θεσσαλονίκη που αγάπησε τόσο. Όμως διαρκείς μετακινήσεις και αλλαγές περιβάλλοντος δεν άφησαν τον νεαρό Αλέξη να σχηματίσει ρίζες. Μοναδικό του καταφύγιο εκείνη η πόλη που θυμίζει έντονα μια χαμένη προσωπογραφία της Σύλβια Πλαθ, απέραντους στίχους και άσπρα μαλλιά πίσω από τους προβολείς μιας χώρας που λιώνει στο στριπτίζ. Πορτραίτο ενός ύστερου ρομαντισμού, τετράγωνο πρόσωπο από έναν καιρό πολύ πριν η πόλη πεθάνει από το ίδιο της το χέρι. Το 1973, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Νομική της Θεσσαλονίκης έρχεται σε επαφή με σημαντικούς ποιητές της γενιάς του. Λευτέρης Πούλιος, Τζένη Μαστοράκη, Νανά Ησαΐα περιλαμβάνονται στον κύκλο των φίλων ποιητών. Έκτοτε το όνομά του θα ξεχωρίσει. Μα η δική του εύθραυστη ψυχή στις αρχές του Μάη του 1980 θα εκφωνήσει τους ύστερους στίχους της. Ο Αλέξης Τραϊανός αυτοκτονεί με αέρια αυτοκινήτου που διοχετεύει στο εσωτερικό του με λάστιχο συνδεδεμένο στην εξάτμιση. Ο θάνατός του θα συγκλονίσει τους φίλους. Το έργο του που θα δημοσιευτεί στο μέλλον θα γίνει αιτία για να αποκαλυφθεί σε όλη της την έκταση η πλούσια συγκινησιακά ποίησή του, όπως ακριβώς το περιέγραψε ο Γιώργος Βέης σε κάποια κριτική αποτίμησή του.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πριν τον θάνατό του θα γράψει για τον Α. Τραϊανό πως τον θρέφει η ανάγκη του ποιητή να αποθανατίσει αυτό το τίποτα, περιγράφοντας την δυναμική μιας στεντόρειας φωνής που σίγησε τόσο νωρίς. Ωστόσο, αν θέλει κανείς να γνωρίσει εκείνον τον συντριμμένο ποιητή που γερνά μαζί με την Θεσσαλονίκη τόσες χιλιάδες φορές, αρκεί να δει με τι μαρτύριο δοκιμάζεται μες στην έρημη, βραδινή κουζίνα, σχεδιάζοντας το πρόσωπο μιας μέρας αφοσιωμένης στην τέχνη της γραφής. Η τέχνη του Αλέξη Τραϊανού αφήνει λαγαρό τον μέγα πόνο  να τρέξει σαν νεκρώσιμη ακολουθία , ήχο θαύματος καλοκαιρινού που γίνεται κομμάτια σε αναγκαστικούς μορφασμούς και ασύνδετες λέξεις. Μα τέτοια είναι η τέχνη του ποιητή που συστρέφεται όπως καθρέφτες, που αποσυντίθεται στο σχήμα του, βορά σε αφαιρέσεις και ήττες.

Θα ήταν τόσο τολμηρό αν τάχα αυτό το σημείωμα τολμούσε να πει κάτι περισσότερο για την ποίηση του Τραϊανού. Θα ήταν σαν να προσπαθούσε να ερμηνεύσει την ποίηση την ίδια ή μια σειρά από ανθρώπινες πράξεις που κυνηγούν την ομορφιά και παλεύουν με την ύβρη. Το μόνο που απομένει στο βάθος της εισόδου εκείνου του ξενοδοχείου που μας κληροδότησε ο Άρις Γεωργίου είναι μια πυτζάμα σε αποσύνθεση, η χάρη ενός φτερού που σπάει ή ο θεός που κρύβεται πίσω από κουρτίνες και διαμερίσματα. Ο Αλέξης Τραϊανός έγραψε ποιήματα επειδή άλλον τρόπο δεν βρήκε στην σύντομη βιογραφία του να μετρήσει τους γκρεμούς. Και επειδή ο κόσμος είναι τόσο βαρύς για μερικές ψυχές και ίσως ακόμη επειδή μπορεί και μας μιλά με τις φωνές των ποιητών όταν όλοι οι δρόμοι είναι κλεισμένοι.

Τώρα επιτρέψτε μου να γυρίσω σε εκείνη την αίσθηση που αναβλύζουν οι σκηνογραφίες του Χριστιανόπουλου, με τις οδούς και τα λαϊκά τους τα σενάρια. Όσο για τον Αλέξη Τραϊανό, η Θεσσαλονίκη του ταιριάζει απόλυτα όταν με φώτα νέον στο τέλος εκείνου του απογεύματος που σας είπα στην αρχή, η πόλη άναψε ολόκληρη, πεθαίνοντας δίχως ελπίδα ανταπόδοσης.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular