Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ο Γάτος που έσωζε βιβλία, Sosuke Natsukawa, Εκδόσεις Ψυχογιός

Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή: ο παππούς πάει. Η ιστορία που ακολουθεί είναι ψιλοεξωφρενική, μα ξέρει πως αυτό το ένα γεγονός είναι απολύτως αληθινό. Είναι αληθινό σαν την ανατολή του ήλιου το πρωί και σαν το στομάχι του που βροντάει από την πείνα την ώρα του μεσημεριανού. Έχει δοκιμάσει να κλείσει τα μάτια του, να φράξει τ’ αυτιά του, να προσποιηθεί ότι δεν ξέρει τίποτα, αλλά ο παππούς του δε θα γυρίσει.

Ο Ριντάρο Νατσούκι κάθεται βουβός κι ακίνητος, μπροστά σε τούτη τη σκληρή πραγματικότητα. Εξωτερικά, ο Ριντάρο μοιάζει με ήρεμο, κατασταλαγμένο νέο. Μα ορισμένοι στην κηδεία τον βρίσκουν απόκοσμο. Δείχνει υπερβολικά συγκροτημένος για μαθητής του λυκείου που έχασε άξαφνα το πιο κοντινό μέλος της οικογένειάς του. Μένοντας στη γωνία της αίθουσας νεκρώσιμων τελετών, τα μάτια του Ριντάρο δεν ξεκολλούν απ’ τη φωτογραφία του παππού του. 

Στην πραγματικότητα, ο Ριντάρο δεν είναι διόλου ήρεμος και συγκροτημένος. Η ιδέα και μόνο του θανάτου τού είναι ανοίκεια· δεν μπορεί να τον συνδέσει με τον παππού του, έναν γαλήνιο άντρα που ζούσε, θαρρείς, σε ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας. Ποτέ δεν πίστευε ότι ο θάνατος θα γύρευε τον παππού, ο οποίος απολάμβανε τον απλό, σχεδόν μονότονο τρόπο ζωής του. Καθώς ο Ριντάρο τον παρατηρεί να κείτεται στο βάθος, δίχως να ανασαίνει, αισθάνεται αποστασιοποιημένος, σαν να βλέπει κακοπαιγμένο θεατρικό. 

Τώρα, ξαπλωμένος στο λευκό του φέρετρο, ο παππούς του δείχνει ίδιος με τον αλλοτινό του εαυτό – σαν να μη συνέβη τίποτα· λες κι ανά πάσα στιγμή μπορεί να σηκωθεί, να ψιθυρίσει «ωραία, λοιπόν», να ανάψει τη θερμάστρα παραφίνης και να φτιάξει το καθιερωμένο τσάι του. Όλα αυτά θα φαίνονταν τελείως φυσιολογικά στον Ριντάρο, μα δε συμβαίνουν.
Αντίθετα, ο ηλικιωμένος άντρας παραμένει στο φέρετρό του, με μάτια κλειστά και μια έκφραση μεγάλης σοβαρότητας. 

Η ψαλμωδία της σούτρα εξακολουθεί υπνωτιστικά και οι πενθούντες περνούν κατά μόνας ή σε ζεύγη, ενίοτε εκφράζοντας στον Ριντάρο τα συλλυπητήριά τους. Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή, ο παππούς πάει. Η πραγματικότητα αρχίζει να ριζώνει σταδιακά στην καρδιά του Ριντάρο. Με τα πολλά, καταφέρνει να στύψει από μέσα του μερικές λέξεις. «Πολύ χοντρό αυτό, παππού». Μα απόκριση καμία.

Ο Ριντάρο Νατσούκι ήταν ένα συνηθισμένο λυκειόπαιδο. Κοντούλης, χλωμός, με πολύ χοντρά γυαλιά, σπανίως έβγαζε λέξη. Δεν υπήρχε μάθημα στο σχολείο στο οποίο να αρίστευε και ήταν σκράπας στα αθλήματα. Ένα εντελώς συνηθισμένο αγόρι. Οι γονείς του Ριντάρο είχαν χωρίσει όταν ήταν μωράκι. Κι όταν η μητέρα του πέθανε, την περίοδο που άρχιζε το δημοτικό, πήγε να μείνει με τον παππού του. Έκτοτε, ζούσαν οι δυο τους, χωρίς κανέναν άλλον. Αυτές οι συνθήκες ζωής ήταν λίγο ασυνήθιστες για τον μέσο μαθητή λυκείου, αλλά για τον Ριντάρο ήταν απλώς ένα φυσιολογικό κομμάτι της ανιαρής καθημερινότητάς του.
Μα τώρα που ’χε πεθάνει κι ο παππούς του, η ιστορία γινόταν πιο περίπλοκη. Ο θάνατός του ήταν εντελώς αιφνίδιος. 

Ο παππούς του ξυπνούσε νωρίς, όμως εκείνο το ανυπόφορα κρύο χειμωνιάτικο πρωινό δεν ήταν στην κουζίνα ως συνήθως. Στον Ριντάρο φάνηκε παράξενο κι έχωσε το κεφάλι στην κρεβατοκάμαρα του παππού του, που ήταν στρωμένη μ’ ένα τατάμι. Ο ηλικιωμένος άντρας ήταν ακόμα χωμένος κάτω από το πάπλωμά του, έχοντας ήδη αφήσει τη στερνή του πνοή. Δεν είχε όψη ανθρώπου που υπέφερε – στον Ριντάρο φαινόταν περισσότερο με άγαλμα κοιμισμένου. Κατά τη γνώμη του γιατρού της γειτονιάς, πιθανότατα είχε υποστεί καρδιακή προσβολή κι είχε πεθάνει γρήγορα. «Έφυγε γαλήνια». Συνδυάζοντας το ιδεόγραμμα για τη λέξη «ζωή» με αυτό για τη λέξη «θάνατος» προέκυπτε μια αλλόκοτη στην όψη λέξη που σήμαινε «φεύγω». Για κάποιον λόγο, αυτή η λέξη ήταν που τον συντάραξε περισσότερο· του φαινόταν παράταιρη.

Ο γιατρός αντιλήφθηκε μεμιάς τη δυσχερή οικογενειακή κατάσταση του Ριντάρο και σε χρόνο μηδέν εμφανίστηκε μια θεία από κάποια μακρινή πόλη. Γυναίκα καλόκαρδη κι εργατική, διαχειρίστηκε τα πάντα – από τα έγγραφα που χρειάζονταν για το πιστοποιητικό θανάτου μέχρι την οργάνωση της κηδείας και τις λοιπές τυπικότητες. Παρατηρώντας την, ο Ριντάρο δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να δείχνει λίγο λυπημένος, παρά την επίμονη αίσθηση πως τίποτα απ’ όλα αυτά δε συνέβαινε στ’ αλήθεια. Μα όσο και να το συλλογιόταν, του ήταν αδύνατο να πείσει τον εαυτό του να κλάψει με αναφιλητά μπροστά στη νεκρώσιμη φωτογραφία του παππού του. Του φαινόταν παράλογο και θα ’ταν ψέμα. Σαν να φανταζόταν τον παππού του να μορφάζει μες στο φέρετρο, ζητώντας του να σοβαρευτεί. Στο τέλος, ο Ριντάρο αποχαιρέτησε τον παππού του σε απόλυτη σιωπή. Το μόνο που του απέμενε τώρα ήταν μια ανήσυχη θεία… κι ένα βιβλιοπωλείο.

Το Βιβλιοπωλείο Νατσούκι ήταν ένα μικρούτσικο κατάστημα μεταχειρισμένων βιβλίων στην άκρη της πόλης. Το μαγαζί δεν έμπαινε τόσο μέσα ώστε να θεωρείται ζημιογόνο ούτε κέρδιζε αρκετά ώστε να θεωρείται περιουσία. Δεν ήταν και καμιά σπουδαία κληρονομιά.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ.

Ο παππούς μου έλεγε κάθε τρεις και λίγο: Τα βιβλία διαθέτουν τρομερή δύναμη. Αλλά ποια είναι αυτή η δύναμη στ’ αλήθεια;
Το μικρό παλαιοβιβλιοπωλείο του παππού του με τις τεράστιες στοίβες από βιβλία που φτάνουν ως το ταβάνι είναι το ιδανικό καταφύγιο για τον εσωστρεφή έφηβο Ριντάρο Νατσούκι. Εκεί περνά ευτυχισμένες στιγμές διαβάζοντας ό,τι του αρέσει. Όμως ο παππούς πεθαίνει ένα βράδυ στον ύπνο του και ο Ριντάρο απομένει συντετριμμένος και μόνος. Το παλαιοβιβλιοπωλείο όπως όλα δείχνουν θα πρέπει να κλείσει. Τότε κάνει την εμφάνισή του ο Τίγρης, ένας μυστήριος τιγρέ γάτος που μιλάει και έχει μια αποστολή: να σώζει βιβλία. Χρειάζεται ωστόσο τη συνδρομή ενός αληθινού βιβλιόφιλου για να την πραγματοποιήσει, και έτσι ζητά από τον Ριντάρο να τον βοηθήσει.

Το παράξενο αυτό ζευγάρι, το αγόρι και ο γάτος, θα ζήσει τρεις μαγικές περιπέτειες ελευθερώνοντας τα βιβλία από ανθρώπους που τα φυλακίζουν, τα κακομεταχειρίζονται ή προδίδουν το πνεύμα τους. Την τελευταία διάσωση όμως στην απίθανη διαδρομή τους, η οποία θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό, ο Ριντάρο θα πρέπει να την αναλάβει μόνος του…

 

O SOSUKE NATSUKAWA είναι Ιάπωνας γιατρός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην περιφέρεια της Οσάκα το 1978. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Shinshu και ασκεί την ιατρική σε νοσοκομείο του Ναγκάνο. Το πρώτο του έργο με τίτλο Kamisama no Karute εκδόθηκε το 2009, έλαβε πλήθος διακρίσεων (μεταξύ των οποίων και το σημαντικό Shogakukan Fiction Prize) και πούλησε περισσότερα από 3 εκατομμύρια αντίτυπα στην Ιαπωνία. Το βιβλίο του Ο γάτος που έσωζε βιβλία γνώρισε ανάλογη επιτυχία, ενώ μεταφράζεται σε περισσότερες από 26 χώρες σε όλο τον κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular