Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

#Σανσήμερα, 8 Νοεμβρίου 1896, o ζωγράφος, αγιογράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου, γεννιέται στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
👉Η μνημειακή τοιχογραφία με την οποία ο καλλιτέχνης διακόσμησε το σπίτι του (1932) εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / National Gallery.

Το μνημειακό αυτό σύνολο κοσμούσε το σπίτι του ζωγράφου και αποτοιχίστηκε με χορηγία των αδελφών Βασίλη και Νίκου Γουλανδρή εις μνήμην του αδελφού τους Κωνσταντίνου. Είναι ένα επιβλητικό σύνολο, στην εκτέλεση του οποίου συνέδραμαν οι μαθητές του Κόντογλου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος. Και είναι σημαντικό, γιατί ο ζωγράφος το φιλοτέχνησε για τον εαυτό του, δεν υπήρχε λοιπόν κανένας εξωτερικός προσδιορισμός. Έκανε αυτό που του άρεσε και πράγματι αυτό το έργο ισοδυναμεί με εξομολόγηση, με μαρτυρία.
Ο τοίχος έχει χωριστεί με κόκκινες ταινίες, αρχιτεκτονικά οργανωμένες, σε εικονογραφικές ζώνες και πίνακες. Κάθε χώρος περιέχει άλλη σκηνή. Αυτή τη διάταξη την είχε μελετήσει στη διακόσμηση των μεταβυζαντινών ναών. Εξάλλου ο Κόντογλου ήταν και σημαντικός εικονογράφος ναών. Στο κάτω μέρος ζωγραφίζει ένα λευκό πτυχωμένο παραπέτασμα, όπως ακριβώς έκαναν συχνά και οι βυζαντινοί στις εκκλησιές τους. Στην επάνω ζώνη, μέσα σε στρογγυλά μετάλλια, τοποθετεί το πάνθεόν του: όλους δηλαδή τους συγγραφείς και ζωγράφους που θαύμαζε, ξεκινώντας από τον Όμηρο, τον Πυθαγόρα, τον Ηρόδοτο και τον Πλούταρχο, παρεμβάλλοντας τους βυζαντινούς ζωγράφους Πανσέληνο και Θεοφάνη, ως τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Όλοι έχουν απεικονιστεί σαν βυζαντινοί ασκητικοί άγιοι. Τα μετάλλια είναι δεκατέσσερα και αξίζει να διαβάσει κανείς τις υπογραφές που συνοδεύουν κάθε μορφή, για να δει ποια ήταν τα πρότυπα των δημιουργών που θαύμαζε ο Κόντογλου. Στο υπέρθυρο είχε απεικονίσει, πάντα με τη βυζαντινή τεχνοτροπία, την οικογένειά του: τον εαυτό του, τη γυναίκα του Μαρία και τη μοναχοκόρη του Δεσπούλα. Δεξιά και αριστερά έχει ζωγραφίσει τον ήλιο και τη σελήνη, όπως έκαναν οι βυζαντινοί αγιογράφοι.

Στους υπόλοιπους πίνακες ο Κόντογλου έχει ζωγραφίσει με φαντασία και με σουρεαλιστική, θα έλεγα, ελευθερία τις σκηνές που στοίχειωναν τη φαντασία του και που έχει περιγράψει στα υπέροχα αφηγήματά του: “”Ο ευτυχισμένος Κονέκ-Κονέκ””, “”Οι Ολλανδοί”” θαλασσοπόροι που γειτονεύουν με τους “”Ανθρωποφάγους”” της Καραϊβικής· στη διπλανή σκηνή ο ευφάνταστος δημιουργός απεικονίζει τον βιβλικό “”Κατακλυσμό””, εμπνεόμενος από τον εικονογραφικό τύπο των Αγίων Σαράντα. Αριστερά από την πόρτα απεικόνισε το “”Φακίρη της Ινδίας”” σαν ασκητή άγιο, ενώ στον μεγάλο πίνακα που αφήνουν ανάμεσά τους οι δύο πόρτες έβαλε να συγκατοικήσουν, παραβιάζοντας κάθε λογικό κανόνα χώρου και χρόνου, έναν “”Αϊβαλιώτη καπετάνιο”” που στέκεται ανάμεσα σε έναν “”Άγριο της Ιάβας”” και έναν “”Άγριο της Βραζιλίας””. Προσέξτε τα εξωτικά ζώα και ζωύφια, που συνοδεύονται από το όνομά τους κάτω στο έδαφος. Ο Κόντογλου υπήρξε μοντέρνος και σουρεαλιστής με τον δικό του τρόπο. Η βυζαντινή τεχνική, το κωδικοποιημένο σχέδιο στην απόδοση του σώματος, το πλάσιμο με τα επάλληλα στρώματα –από τον προπλασμό ως τα σαρκώματα και τα φώτα– τα βυζαντινά χρώματα –ώχρες, σιένες, καστανά, λευκά, κιννάβαρι για το κόκκινο– ενοποιούν αυτά τα ετερόδοξα παράξενα πλάσματα που συγκατοικούν στο «φανταστικό μουσείο» του ζωγράφου και στον τοίχο του σπιτιού του. Ένας κόσμος γοητευτικός, γνώριμος και μαζί εξωτικός. Ο χαμένος παράδεισος της Ανατολής του Φώτη Κόντογλου.

Ο τοίχος του Φώτη Κόντογλου, όπως είναι εκτεθειμένος στην Εθνική Πινακοθήκη, εισάγει στο χώρο που έχουμε αφιερώσει στη Γενιά του ’30. Στην προηγούμενη περίοδο, ακόμη και στη δεκαετία του ’20, οι Έλληνες ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν ζωηρά και φυσικά χρώματα: το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο, το γαλάζιο κ.λπ. Οι καλλιτέχνες της Γενιάς του ’30, ακόμη και ο Παρθένης, φαίνεται να έχουν επηρεαστεί από τη βυζαντινή κλίμακα του Κόντογλου. Αυτό δείχνει πόσο βαθιά επηρέασε τους ζωγράφους της γενιάς του ο Κόντογλου, ακόμη και αν δεν ανήκαν στον κύκλο του. Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι σε αυτή τη στροφή προς τα πιο νοητικά χρώματα συνέτεινε και μια άλλη επίδραση που ερχόταν από το Παρίσι: ήταν η επίδραση του Αντρέ Ντεραίν (1880 – 1954), φίλου του χαράκτη και ζωγράφου Δημήτριου Γαλάνη (1879 – 1966), που είχε κι αυτός υιοθετήσει την ίδια σκοτεινή κλίμακα στην περίοδο του Μεσοπολέμου και επηρέασε πολλούς Έλληνες ζωγράφους της Γενιάς του ’30.”

Μυστήριο, πειρατεία και εικαστική ομορφιά από τον Φώτη Κόντογλου

Μέχρι στιγμής έχουν ήδη κυκλοφορήσει η νουβέλα «Πέδρο Καζάς» και η συλλογή διηγημάτων και μεταφρασμάτων «Βασάντα» (άνοιξη στα σανσκριτικά, αν και πολλά κείμενα του βιβλίου αποτελούν μεταφράσεις ιερών πηγών), ενώ θα ακολουθήσουν τα βιβλία «Ο Θεός Κόνανος», «Ιστορίες και Περιστατικά» και «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου». Ο Ζουμπουλάκης έχει επισημάνει από καιρό την τεράστια εκδοτική ακαταστασία των έργων του Κόντογλου, τον οποίο έχουμε τώρα την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά και συστηματικά ως πεζογράφο.

Ποιος ήταν ο Φώτης Κόντογλου

Ζωγράφος, αγιογράφος, «εξιστορητής» ναών, μεταφραστής του Ντάνιελ Ντεφόε, του «Ροβινσώνα Κρούσου» και του Μπλεζ Πασκάλ (μεταξύ άλλων) και ιδιόρρυθμος πεζογράφος, πολύ διαφορετικός από τους κατά τι νεότερούς του συναδέλφους του της γενιάς του 1930, ο Κόντογλου, που έφυγε από τη ζωή το 1965, υπήρξε ένας άνθρωπος βαθιάς δυτικής παιδείας: σπούδασε ζωγραφική κοντά στους γάλλους ιμπρεσιονιστές στο Παρίσι, αγάπησε την αγγλική λογοτεχνία και επηρεάστηκε ακόμα και στη βυζαντινής τεχνοτροπίας ζωγραφική του από τον πριμιτιβισμό των ιμπρεσιονιστών, καταργώντας την προοπτική στις ζωγραφιές του και παίζοντας εμπνευσμένα με τα χρώματά τους. Όσο κι αν αργότερα ο Κόντογλου έβαλε στον στόχαστρό του τη Δύση, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του ελληνοκεντρισμού και της ορθοδοξίας, η αγωγή και η καλλιτεχνική του συνείδηση δεν απέβαλαν ποτέ τις δυτικές τους ρίζες. Αυτό θα το εννοήσουμε καλύτερα, διαβάζοντας τον «Πέδρο Καζάς» (1920), όπου ο συγγραφέας αναβιώνει την ιστορία του Ροβινσώνα με ένα ταξίδι στον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί ο πρωταγωνιστής του Κόντογλου, ο Πορτογάλος Βάκα Γκάβρο (υποτίθεται πως ο Κόντογλου ανακαλύπτει ένα ξεχασμένο χειρόγραφό του), συναντά κατά τον 19ο αιώνα, σαν μέσα σε όνειρο ή σαν μέσα σε παραίσθηση τον Ισπανό κουρσάρο του 15ου και του 16ου αιώνα Πέδρο Καζάς. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, οι πειρατές και τα ερημονήσια κυριαρχούν στον διεσταλμένο ιστορικό χρόνο της νουβέλας, υποδεικνύοντας και τον πρόδρομα νεωτερικό της χαρακτήρα (ας θυμίσουμε και το τέχνασμα της ανεύρεσης του λησμονημένου χειρογράφου), σε μιαν αφήγηση η οποία είναι πιθανόν να αντλεί την έμπνευσή της και από τα αποθέματα της γοτθικής παράδοσης τρόμου, μυστηρίου και μεταφυσικών παρουσιών. Η συγχώνευση πραγματικού και φανταστικού χρόνου, οι τρομώδεις αμφιβολίες του Γκάβρο γύρω από το πρόσωπο του Πέδρο Καζάς, το κλίμα διαρκούς περιπέτειας και η υπόγεια επαφή με τον Ντεφόε, σε ένα κείμενο όπου η ελληνική λογοτεχνία συνομιλεί συνεχώς με τις ευρωπαϊκές αναφορές της, δείχνουν από τη μια την προχωρημένη γραφή του Κόντογλου και από την άλλη την απόστασή της από το αστικό μυθιστόρημα της γενιάς του 1930.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα πεζά της «Βασάντα» (1924), που συστεγάζουν μεταφραστικό έργο και πρωτότυπα κείμενα στον ίδιο τόμο (ένα ακόμα νεωτερικό στοιχείο), με έναν πρωταγωνιστή ο οποίος ζει σε έναν κάπως αξεκαθάριστο κόσμο, υπομένοντας ανοίκειες καταστάσεις, συναντώντας παράξενα πρόσωπα και επισκεπτόμενος ελαφρώς σκοτεινούς ή και εξωτικούς τόπους. Βλέπουμε εδώ μια ολοζώντανη, χυμώδη και κάθε άλλο παρά μηχανική χρήση της δημοτικής γλώσσας (όπως και στον «Πέδρο Καζάς»), παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς την αγάπη των ηρώων για την ομορφιά της φύσης, για τη μοναξιά και για το ησυχαστήριο του Αγίου Όρους, κοιτάζουμε τις μεταφραστικές διασταυρώσεις του «Ροβινσώνα Κρούσου» (πάλι ο Ντεφόε), του Ιώβ, των «Ψαλμών» του Δαυίδ και του Σαίξπηρ και, πάνω από όλα, απολαμβάνουμε την πρωτοτυπία, το απρόσμενο και το απροσδόκητο της ομιχλώδους πλοκής, καθώς και το υποβλητικό ύφος του Κόντογλου, τόσο ως προς τη γλωσσική όσο και ως προς την εικονογραφική του έκφραση (έχει εικονογραφήσει ο ίδιος τη «Βασάντα», αλλά και τον «Πέδρο Καζάς»): «Ο κόσμος είναι πάντα καινούργιος μπροστά μου… Σβήνω τ’ αφτί μου σε τούτο το γενναίο και γλυκό κόχλασμα. Η ψυχή τρέφεται απ’ την αδιάφορη κι’ αυστηρή αυτή νότα που σιγολαλεί κατάντικρυ στα τιποτένια κι’ ανόητα ανθρώπινα καθέκαστα. Η ζεστή πνοή της πλάσης μού δίνει ελπίδα, κάθε φορά που θα χάσω την εχτίμηση στον εαυτό μου, χάνοντάς την για τους ομοίους μου». Σίγουρα, έχουμε πολλά ακόμη να μάθουμε για τον Κόντογλου. Ευτυχώς, όλος ο χρόνος είναι δικός μας.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular