Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τα λέμε τον Αύγουστο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκδόσεις Ψυχογιός

Και η μητέρα,

στο μνήμα της,

ασάλευτη ως τότε,

ακούγοντας την

Άννα να φεύγει, είπε,

“cosi fon tute”

και σαν φαινόμενο φυσικό

αναδύθηκαν οι ήχοι του

Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρντ.

Η ζωή καλά κρατούσε,

οι έρωτες και

οι ανομολόγητες

οι προδοσίες

“Cosi fon tute”

Μία από τις διευκολύνσεις που παρέχει η ιστορία του μαγικού ρεαλισμού, είναι ένα είδος διαστολής των ορίων της πραγματικότητας. Τα πάντα μπορούν να ανατραπούν και εκείνο που φαινομενικά μοιάζει απαράλλαχτο δίνει τη θέση του σε κάτι διακριτικά παράδοξο που αρκεί για να σαρώσει το καθημερινό, το οικείο και το συνηθισμένο.

Κυριευμένος από αυτήν την αδιαμφισβήτητη αρχή που θα ταίριαζε με βεβαιότητα σε πρόσωπα όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, βρίσκομαι τώρα δα που σας γράφω, στην εξωτική Λίμα. Περπατώ επί της λεωφόρου Τάκνα, κατά μήκος ενός φανταστικού ποταμού που ίσως να λέγεται Μασικουρί και ίσως να κρύβει για πάντα το πτώμα της Τάνιας, της αντάρτισσας. Μα όλα αυτά δεν αφορούν εκείνο που θα ήθελε αυτό το σημείωμα να διατυπώσει, δοκιμάζοντας να αναμετρηθεί με ένα αχανές πεδίο. Μόνον έτσι μπορεί να περιγραφεί το πεδίο της λογοτεχνίας που εκφράζει σήμερα το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

Έπειτα παίρνω τον δρόμο πέρα από το Εθνικό Πολυτεχνείο, τραβώντας ίσια για την λεωφόρο Καλμόν και το κεντράκι στο αδιέξοδο στενό που διασταυρώνεται με το μοτέλ Κραγιόν. Δεν πρέπει να αργήσω για τη σημαντική εκδήλωση. Δυο από τους επιφανέστερους δημιουργούς της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας θα συζητήσουν περισσότερο από το να διασταυρώσουν τα ξίφη τους στο όνομα του τάδε ή του δείνα λογοτεχνικού ρεύματος. Ο Μάρκες και ο Μάριο Βάργας Γιόσα θα μιλήσουν για το μυθιστόρημα. Έτσι αβέβαια, όπως αρμόζει σε δυο αυθεντικούς, σε δυο γνήσιους παραμυθάδες που κλόνισαν τις βεβαιότητές μας και έφεραν στο φως τα ερείπια μιας άλλης φαντασίας. Αφορμή τα 100 Χρόνια Μοναξιάς του Κολομβιανού δημιουργού που στα 1967, οπότε και λαμβάνει χώρα η συγκλονιστική αυτή κουβέντα για την παγκόσμια, λογοτεχνική πραγματικότητα αρχίζουν να κερδίζουν διακρίσεις και αναγνώριση, στερεώνοντας πια αναντίρρητα την αξία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τη συνεισφορά του ίσως στην ανάδειξη κατοπινών δημιουργών που στα χνάρια του υπηρέτησαν μοναδικά τον μαγικό ρεαλισμό του. Πετώντας τα κλειδιά και τις απαντήσεις, άφησε την παρακαταθήκη του, δυο λέξεις μόνο, καθιερώνοντας την αξία μιας άλλης φαντασμαγορίας, καθ’όλα ταπεινής και ανατρεπτικής. Βάζω στοίχημα πως αν κανείς αφεθεί στη μαγεία του Γιόσα, την κατάμεστη από “χρονόπια, διασημούρηδες και ελπίδες” υπακούοντας στην μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου και την ξεχωριστή έκδοση του Ψυχογιού θα βρεθεί δίχως αμφιβολία ενώπιόν τους.

Κάθε τόσο θαρρώ πως φθάνω κοντά σε κάποιον ορισμό, μα η αλήθεια είναι πως κατορθώνω μονάχα κύκλους, αθροίζοντας τα πράγματα και τις αφηγήσεις σε ένα μεγάλο έπος, φαινομενικά αταίριαστο. Το μοτέλ Κραγιόν σαν να αλλάζει θέση και ίσως μια ιστορία γύρω απ’αυτήν την θεότρελη διαπίστωση, μα απολύτως την ίδια στιγμή φυσική, να συνιστά ότι εγγύτερο θα μπορούσε να σχολιάσει ετούτο το αδέξιο σημείωμα για τον μαγικό ρεαλισμό.

Τα χρόνια περνούν, ένα θρυλικό 1968 θα συγκλονίσει τον κόσμο, ένας σορός βεβαιότητες που θα χρειαστεί μονάχα είκοσι χρόνια για να συνθέσουν ένα ισοδύναμο των επτά χαμένων πόλεων της Κορίνθου. Ο Μάρκες κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση, τα μυθιστορήματα του μεταβάλλονται σε εκδοτικό γεγονός. Ο Γιόσα κατασκευάζει τίτλο τον τίτλο τον μύθο του, όσο οι δυο τους ακολουθούν παράλληλους δρόμους. Εκπρόσωποι ενός κόσμου που σαρώνεται από βίαιες ανατροπές της καθημερινότητας, τόπους παραδομένους στην αυθαιρεσία, παιχνίδια στα χέρια των στρατηγών, οι δυο συγγραφείς που σήμερα συνθέτουν δυο μοναδικές στιγμές μες στην απέραντη ιστορία της ανθρώπινης αφήγησης, θα φωτίσουν τη ζωή που παλεύει σε εκείνα τα μέρη. Θα βρεθούν στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες αυτού του κόσμου, αναδεικνύοντας το έργο τους και χαρίζοντας μια διέξοδο στην πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής, μια διέξοδο από την σκληρή αλήθεια της. Θα συμπαρασύρουν μαζί τους σε μια πρωτοφανή άνθηση την λογοτεχνία της μεγάλης τους πατρίδας, εκείνης που αποκτά όλο και πλατύτερες όχθες, καθώς ολοένα και περισσότεροι ελάσσονες ή σημαντικότεροι δημιουργοί, συνθέτουν το “μπουμ” μιας ολόκληρης εποχής.

Ο ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ, ο Γκάμπο ή Γκαμπίτο όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά σε όλη τη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στην Αρακατάκα, ένα μικρό χωριό στις ακτές του Ατλαντικού της Κολομβίας. Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση» σε ηλικία είκοσι ετών και τον επόμενο χρόνο άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Για περισσότερο από μισό αιώνα άσκησε τα δύο αυτά επαγγέλματα, μαγεμένος από «την πικρή γοητεία της γραφομηχανής». Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα και από τους βασικούς εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού, υποστήριζε όμως πάντα ότι «δεν υπάρχει φράση στα μυθιστορήματά μου που να μη βασίζεται στην πραγματικότητα». Τιμήθηκε για το τεράστιο έργο του με το Διεθνές Βραβείο Neustadt το 1972 και με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982. Πέθανε στην Πόλη του Μεξικού στις 17 Απριλίου 2014.

“Όχι, το ζήτημα δεν είναι αν ο Καρπεντιέρ, ο Βάργας Γιόσα, ο Κορτάσαρ, ο Κάρλος Φουέντες ή εγώ είναι ο καλύτερος”, υπογραμμίζει ο Μάρκες στις “Δυο Μοναξιές” των εκδόσεων Ψυχογιός για να συμπληρώσει. “Το σημαντικό είναι πως ο καθένας μας γράφει ένα κεφάλαιο από το ίδιο μυθιστόρημα για αυτήν την απέραντη ήπειρο. Τι διάβολο! Πρέπει να το παραδεχτούμε: Γράφουμε ιστορία” και δεν θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει για όσα επαληθεύτηκαν στον μισό αιώνα που μεσολάβησε από εκείνη τη διαπίστωση. Τώρα πια απομένει το έργο του Μάρκες που διαρκώς αποκωδικοποιείται, κρατώντας ολοζώντανη τη μορφή του χαμογελαστού Κολομβιανού Νομπελίστα συγγραφέα που χάνοντας τη μνήμη του δεκαετίες μετά, θα διαβεί τις αχερουσίες των αθανάτων. “Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας”, “Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων”, μερικοί από τους τίτλους που κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία και γίνονται ανάρπαστες, πάντα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Χαμένες θεότητες, δρόμοι παλιοί, βιώματα και συντρίμμια, πολιτική και ανθρωπιά, ο ήχος που κατορθώνει και μεταδίδεται στον αναγνώστη, καθώς στις σελίδες κάτι γλαφυρό ξετυλίγεται. Σαν να αποκτούν όλα ζωή, τα μαγικά χωριά και οι μορφές που τον σημάδεψαν, αρχάγγελοι ενός καιρού που ξοδεύτηκε. Χνάρια του θα βρούμε εδώ και εκεί, μες στα δωμάτια, τα αντικείμενα, τις αισθήσεις, στους σταθμούς της ζωής και τις διευθύνσεις, στη γραφή, τη στράτευση, τη ζωή, τη χαρά. Την καταστολή και την ανελευθερία που δίνει χρώμα στην εθνική ζωή, τον ερωτισμό που δίχως πορνογραφικούς υπαινιγμούς διατηρεί τις ιδιότροπες θερμοκρασίες του. Αυτό που φαντάζει σαν αποκύημα της μνήμης ή της φαντασίας – λίγη διαφορά έχει – με κάτι από ιπποτικό μυθιστόρημα στις τάξεις και τις συλλαβές του, επιτρέπει να συντηρούνται ακέραια τα αινίγματα. Και το κυριότερο, αναπάντητα.

Όλα αυτά σφραγίζει ο θάνατος του Μάρκες το 2014 – τόσο κοντινό και όμως κιόλας κομμάτι της χίμαιρας ενός νέου αιώνα. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην πόλη του Μεξικού, έχοντας απολέσει κάθε δεσμό με την ανάμνηση, έχοντας ξεπεράσει ακόμη και αυτόν τον ασύλληπτο κόσμο με τις θυελλώδεις ανατροπές του και το τρεμάμενο φως της ελπίδας του. Και όμως, σε μια μοναδική επίδειξη μαγικού ρεαλισμού, σαν δώρο από το υπερπέραν έρχεται να ερεθίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον μας η ύστατη έκδοση με την υπογραφή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

“Τα λέμε τον Αύγουστο” σε μετάφραση Δέσποινας Δρακάκη και επιμέλεια Κριστόμπαλ Πέρα. “En agosto nos vemos” ο τίτλος του πρωτοτύπου που έρχεται με ορισμένες από τις πρωτόλειες σημειώσεις του δημιουργού να μας αποκαλύψουν κάτι από το ασύλληπτο εργαστήρι του, αυτό που θα παραμείνει ανεξιχνίαστο, συνθέτοντας την πραγματικότητα, προικισμένη πια με το χάρισμα μιας νέας όρασης. Σαν σινιάλο από έναν χαμένο για πάντα κόσμο αυτός ο “Αύγουστος” του Μάρκες που ολοκληρώνεται στην τελευταία περίοδο της ζωής του δημιουργού, θαρρείς και κλείνει τις εκκρεμότητες.

Η Άννα Μαγνταλένα Μπαχ με ένα μυθολογικό όνομα “ήνθε ως νέω επί τω κάλλει” , σε ένα τραγούδι αφιερωμένο στη θηλυκή νεότητα, αυτήν που κερδίζεται από τη μεσήλικη Άννα σε τυχαίες συνευρέσεις με άγνωστους εραστές, σε ένα μετέωρο νησί που αλλάζει μορφές και όμως παραμένει μια σκιά στο χάρτη, ένας τόπος για τους νεκρούς, ένας τόπος οφειλής και επιστροφής. Μια δεύτερη, μυστική ζωή μες στην οποία πρωταγωνιστεί η κοριτσίστικη εκδοχή μιας ώριμης γυναίκας. Μια γωνιά, που τάχατες μοιάζει με το νησί της, έτσι όπως το είπε ο δικός μας ο Παπαδιαμάντης, καθώς άθελά του ίσως ο Σκιαθίτης δημιουργός να υπηρέτησε έναν τέτοιο ρεαλισμό, με το στοιχείο της εντοπιότητας σαφώς προσδιορισμένο και αποφασιστικό. Άνθρωποι τόσο ξένοι μεταξύ τους βρίσκουν μια θέση μες στην ιστορία που κλείνει έναν μοναδικό, δημιουργικό κύκλο. Μια γυναίκα που γυρεύει την ομορφιά, ένα είδος τέλειας δικαιοσύνης που έλειψε από την τέλεια ζωή της. Κάτω από νύχτες με φεγγάρι και άνεμο δίνεται όπως οι άνδρες, σε σχέσεις της μιας βραδιάς. Πονάει και συντρίβεται, κάθε Αύγουστο λατρεύει έναν ολόγυμνο, άγνωστο θεό. Θυμάται και παίρνει εκδίκηση από τα γεγονότα, σφραγίζει τη μοίρα της με τη χειρονομία του έρωτα. Η ώρα του σώματος έχει σημάνει για τη γυναίκα αυτή, τον τελευταίο χαρακτήρα που φιλοτέχνησε το σπάνιο ταλέντο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ένα είδος φρέσκου ρεαλισμού παραχωρεί στους υπαινιγμούς της ερωτικής πράξης, κάτι έξω και πέρα από φροϋδικούς τρόμους και πορνογραφικές διακοσμήσεις. Ο έρωτας φαντάζει αδιαπραγμάτευτος, πρωτεϊκός, έχει σαν αφορμή του μόνο την ηδονή, τη διάψευση ίσως μιας ολόκληρης ζωής, με έναν τρόπο μαγικό που γελά ασύδοτα εμπρός στον ρεαλισμό, τη συνήθεια, τη στέρεη βεβαιότητα.

Την έκδοση του Ψυχογιού που σήμερα αναδεικνύει το τελευταίο μυθιστόρημα του Μάρκες πλαισιώνει ο πρόλογος των Ροντρίγκο και Γκονσάλο Γκαρσία Μπάρτσα, παιδιών του μεγάλου δημιουργού. Απολογούνται για αυτήν την έκδοση, επειδή η μνήμη του πατέρα τους είχε αδυνατίσει ήδη αρκετά, θέτοντας σε αμφιβολία το εξαιρετικό, τελικά αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά ο Κριστόμπαλ Πέρα, επιμελητής αυτού του τελευταίου έργου του Κολομβιανού δημιουργού, αφηγείται στο επίμετρο του την ιστορία της έκδοσης, τις δυσκολίες και την αμηχανία που βίωσε καθώς καλούταν να επιμεληθεί το βιβλίο ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 21ου αιώνα. Και το κατόρθωσε περίφημα, επιτρέποντας σήμερα στο ελληνικό, αναγνωστικό κοινό να απολαύσει ακόμη μία εκδοχή της αφηγηματικής δεινότητας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

Αφήνω την Λίμα, ο μαγικός ρεαλισμός μου επιτρέπει να βρίσκομαι όπου θελήσω με αξιοθαύμαστη ευκολία. Διαλέγω λοιπόν το ειδυλλιακό εξώφυλλο της έκδοσης του Ψυχογιού. Ανάμεσα σε ερωδιούς και υπεραιωνόβια δέντρα, πλάι σε κορίτσια με ομπρελίνα και φορέματα που σαλεύουν σαν λάβαρα ενός έρωτα, μες στην καρδιά του δειλινού που πνίγεται, θυμάμαι και ζω από την αρχή μια ιστορία απλή, έξω από τον χρόνο. Και εκεί, μες στην τραγική ώρα, η Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ, η κοιμωμένη του Μάρκες σηκώνεται από τη θέση της και εγκαταλείπει την θέση της μετά την πόζα. Όλα επιτρέπονται σε αυτό το είδος του ρεαλισμού που ανανεώνει διαρκώς τη δυναμική μιας ολόκληρης λογοτεχνικής σχολής.

“Τα Λέμε τον Αύγουστο”, σε μετάφραση Δέσποινας Δρακάκη. Από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular