Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 *** Γράφει ο Κοσμάς Κοψάρης

Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί να εξετάσει όψεις της μοναξιάς στο ποιητικό έργο της Κατερίνας Γώγου και του Παύλου Σιδηρόπουλου. Οι δυο τους αρθρώνουν έναν underground-εναλλακτικό ποιητικό λόγο από την οπτική του κοινωνικού περιθωρίου. Ο χώρος ποιητικής αυτοπραγμάτωσης, με υπαινικτικές αναφορές στο έργο τους, είναι η περιοχή των Εξαρχείων σηματοδοτώντας για τα δύο ποιητικά υποκείμενα το κινητήριο ερέθισμα για μια ελεύθερη κατάδυση στην ίδια την ύπαρξη. Κοινή βάση και για τους δύο, μέσα από τη διαδικασία της υπαρξιακής βυθοσκόπησης, είναι το περιθώριο της ύπαρξης ως απόρροια της κοινωνικής απόρριψης.

Πρόκειται για έναν μακρινό καρυωτακικό απόηχο που οδηγεί την ποίηση των δύο επιγενόμενων στην αυτοανάφλεξη. Ο οργισμένος τόνος συνυπάρχει με την τάση οντολογικής αναμέτρησης φτάνοντας στο μεταίχμιο ύπαρξης-ανυπαρξίας:

 

Πάει. Αυτό ήταν/Χάθηκε η ζωή μου, φίλε/μέσα σε κίτρινους ανθρώπους/βρόμικα τζάμια/κι ανιστόρητους συμβιβασμούς./Άρχισα να γέρνω/σαν εκείνη την ιτιούλα/που σου ’χα δείξει στη στροφή του δρόμου./Και δεν είναι που θέλω να ζήσω./Είναι το γαμώτο που δεν έζησα./Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.[1]

 

Η καρυωτακική μοναξιά της Γώγου εντοπίζεται στο βίωμα της μη αυθεντικής ζωής. Νιώθει σε πλήρη αποξένωση από τον κοινωνικό μηχανισμό, βλέπει την ζωή της να έχει περάσει, χωρίς να έχει ευοδωθεί το κοινωνικό της όραμα. Ο ρόλος της στους παραπάνω στίχους είναι κοινωνικά προσδιορισμένος. Η αίσθηση του συντελεσμένου επιτείνει την τραγικότητα του ποιήματος. Συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα μετάβασης από την κοινωνική περιθωριοποίηση στην έντονη εσωτερική απορρύθμιση που προδιαθέτει για ένα μοιραίο φινάλε ποιητικά.

 

Ας δούμε πως εκφράζει ανάλογα την δική του μοναξιά ο Σιδηρόπουλος:

Η χαρακωμένη φωνή του αλήτη σημαίνει μοναξιά/η ανοιχτή παλάμη που χουφτιάζει απελπισμένα τον αγέρα/σημαίνει μοναξιά/Το μαστίγιο του πάθους που τρυπάει σαν φλόγινη γλώσσα/το δέρμα του έρωτα/σαν ασυνείδητη κραυγή μέσα στον ύπνο/που σπείρει πανικό στο βολεμένο νου/γελάει στις αρτηρίες της σάρκας/τρώγοντας το συκώτι του δεσμώτη εραστή/Κάθε του γέλιο κι ένα τίναγμα/Κάθε του τίναγμα κι ένα εξαναγκασμένο βήμα/Κάθε του βήμα ένα κενό/Κάθε κενό και μια ανοιχτή παλάμη/χουφτιάζει απελπισμένα τον αγέρα/Σημαίνει και πάλι μοναξιά………………………/………………/Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία.[2]

Αποδίδει με ιερότητα την μοναξιά γιατί διαπερνά την κάθε του ίνα. Περιπλανιέται σαν ένας μπωντλαιρικός κοινωνικός παρατηρητής. Η μοναξιά προβάλλεται σαν ένα φυσικό στοιχείο που περιβάλλει τον κόσμο φτάνοντας μέχρι τα εσώψυχα του ποιητικού υποκειμένου. Τόσο η Γώγου, η οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων, όσο και ο πρίγκιπας των Εξαρχείων, Σιδηρόπουλος, προβάλλουν με ρεαλισμό κοινωνικά στιγμιότυπα σαν να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του εκάστοτε δέκτη των στίχων τους.

Η επίδραση του Μπωντλαίρ στον Σιδηρόπουλο συνίσταται στο ότι οι εικόνες που παραθέτει, με την έντονη καταιγιστική ροή, προβάλλονται ως εντυπώσεις της τελευταίας στιγμής, σαν ένας βιαστικός περαστικός που με την άκρη του ματιού προσπερνά κάθε άγνωστο, καταθέτοντας στην ποίησή του, μέσα από πλήθος συνειρμών, μαρτυρίες-ντοκουμέντα που συνέβησαν σε ελάχιστο χρόνο. Η μοναξιά του είναι η εμπέδωση της ζωής που φεύγει οριστικά για να μην ξαναβιωθεί ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Απλά, μάς προσπερνά, επιτείνοντας το πάθος να την ζήσει κανείς, μεγεθύνοντας παράλληλα το κενό που δεν την έζησε. Η ποιητική φωνή τότε μετατρέπεται σε σπαραξικάρδια οιμωγή.

Αντίστοιχα, η Γώγου προφητικά μιλάει για εκείνη την μοναξιά που «έχει το χρώμα των Πακιστανών […]/και μετριέται πιάτο πιάτο/μαζί με τα κομμάτια τους/στον πάτο του φωταγωγού». Για εκείνη, η μοναξιά «είναι τσεκούρι στα χέρια μας/που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει /γυρίζει.[3]

Γώγου και Σιδηρόπουλος δεν περιορίζουν την θεματική τους στην διαπραγμάτευση της μοναξιάς του ποιητικού υποκειμένου ως ατομική μονάδα, αλλά μιλάνε για την μοναξιά κάθε ατόμου σε ολιστικό επίπεδο. Ουσιαστικά, πρόκειται για το ανορθόδοξο σχήμα μιας κοινωνικής μοναξιάς, όταν βρίσκεσαι μέσα στο πλήθος και διακρίνεις στο πρόσωπο του άλλου την μοναξιά που βλέπει εκείνος σε σένα. Είναι ένα συλλογικό βίωμα κοινωνικής απομόνωσης ως απόρροια μεθοδευμένων τακτικών του αστικού κόσμου.

Ο Σιδηρόπουλος περιγράφει ότι: «τούτο το βράδυ ψάχνω τον ελαφρότερο ήχο/στα βήματα μιας περιπλάνησης παράνομης/ στη χώρα των αλλεπάλληλων θορύβων».[4] Η προσωπική του περιπλάνηση κρίνεται παράνομη γιατί είναι μια αντικομφορμιστική στάση ζωής, μακριά από τις στερεότυπες κοινωνικές νόρμες. Παρόμοια, αποδίδει την δική της απομόνωση η Γώγου, τη στιγμή που εξομολογείται ότι ανήκει: «στη χώρα αυτή/των τεθνεόντων ζωντανών/στη χώρα των απόντων/στη χώρα αυτής της λογικής/στη Χώρα Χωρίς Φώτα».[5]

Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ νεκρού-ζωντανού υποδηλώνει ότι ζει και παράλληλα δεν ζει σε εκείνη την κοινωνική πραγματικότητα την οποία εγκρίνει η ηγεμονική τάξη. Καταδικασμένη από τις καλές συνοικίες της πρωτεύουσας, μα ζωντανό κομμάτι των Εξαρχείων, όπου μπορεί να δημιουργεί, μετασχηματίζει σε ποιητική τέχνη την δική της λογική για το κοινωνικό σύστημα, φωταγωγώντας με τους στίχους τους απαγορευμένους δρόμους των κοινωνικά απόκληρων.

Το πνεύμα της Κατερίνας συμπληρώνει ο Παύλος όταν λέει: «Πολέμησα νύχτες ολάκερες σώμα με σώμα με το φόβο μου/κι αιστάνθηκα πολλές φορές σαν τον κυνηγημένο/απόβλητο, εκείνον που δεν ταιριάζει πουθενά».[6] Η Γώγου  με την σειρά της θα ανταπαντήσει με μια ρητορική ερώτηση: «Δεν μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!/δεν μένει κανείς; Τί έγινε και φύγανε οι κάτοικοί της βιαστικά/και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές/τα φώτα αναμμένα…».[7]

Σε επόμενα άρθρα μου θα παρουσιαστούν περαιτέρω πτυχές του δίπτυχου κοινωνική-υπαρξιακή μοναξιά στην ποίηση των δύο δημιουργών των Εξαρχείων. Η ποίησή τους είναι μια καταγγελία, απεγνωσμένη κραυγή και ταυτόχρονα κάλεσμα για αποδοχή του διαφορετικού σε έναν κόσμο που θέτει όρια στο κοινωνικά αποδεκτό, αποκλείοντας οποιαδήποτε αντισυμβατική μορφή έκφρασης. Η μοναξιά, όμως, τόσο για την Γώγου όσο και για τον Σιδηρόπουλο δεν είναι ατομική υπόθεση, ούτε ταξική, είναι υπόθεση όλων μας, γιατί έρχονται κάποιες στιγμές που όλοι μας ανεξαιρέτως αισθανόμαστε μόνοι.

Πηγές : 

[1] Κατερίνα Γώγου, Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε: ποιήματα 1978-2002, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2013,  «Πάει. Αυτό ήταν…», σ.73.

[2] Παύλος Σιδηρόπουλος, Έχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα, Opportuna, Πάτρα 2018, «Η χαρακωμένη φωνή του αλήτη σημαίνει μοναξιά», σ.49.

[3] Κατερίνα Γώγου, «Η μοναξιά…», ό.π.σσ.74-75.

[4] Παύλος Σιδηρόπουλος, «Τούτο το βράδυ ψάχνω τον ελαφρότερο ήχο…», ό.π.σ.124.

[5] Κατερίνα Γώγου, «Καμιά φορά….», ό.π.σ.159.

[6] Παύλος Σιδηρόπουλος, «Πολέμησα νύχτες ολάκερες…», ό.π.σ.154.

[7] Κατερίνα Γώγου, «Δεν μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!/ Δεν μένει κανείς;», ό.π.σ.162.

 

***Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Η Διδακτορική του Διατριβή αφορούσε την επίδραση του Καρυωτάκη στην ποιητική Γενιά του ’70: τις περιπτώσεις της Κατερίνας Γώγου, του Αλέξη Τραϊανού και του Αντώνη Φωστιέρη. Είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Συγκριτικής Φιλολογίας και πολιτισμικών σπουδών και κριτικός λογοτεχνίας. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στην ποίηση του Charles Baudelaire, του Pier Paolo Pasolini, καθώς και στην ποιητική Γενιά του ’70, ενώ πεδίο έρευνάς του αποτελεί, επίσης, η περιοχή των Εξαρχείων ως χώρος πολιτισμικής και λογοτεχνικής έκφρασης μέσα από τις ειδικότερες περιπτώσεις της ποίησης της Κατερίνας Γώγου, του Παύλου Σιδηρόπουλου και του Γιώργου Χρονά.  Είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του βραβευμένου επιστημονικού περιοδικού Πρεβεζάνικα Χρονικά, αρθρογράφος του ηλεκτρονικού περιοδικού για τις τέχνες και τον πολιτισμό Independent, αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στο λογοτεχνικό περιοδικό Περί ου, ιδίως στην στήλη της βιβλιοκριτικής, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Πρεβεζάνικα Χρονικά, Εντευκτήριο, Θέματα Λογοτεχνίας, Μανδραγόρας, Νέον Πλανόδιον, Βακχικόν, Fractal, Frear, κ.α. Ζει μόνιμα στην Πρέβεζα, είναι διορισμένος στην Μέση Εκπαίδευση, με οργανική θέση στο 2ο ΓΕΛ Πρέβεζας.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular