Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Έως το έτος 1966, ο φόβος για το τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός νοικοκυριού στην ερημική ελληνική επαρχία δεν είχε ακόμη αποτυπωθεί πιο εύγλωττα και γλαφυρά στον ελληνικό κινηματογράφο, ώσπου τη θεματολογία ανέλαβε ο οραματιστής σκηνοθέτης Κώστας Μανουσάκης. Το μπεργκμανικό αριστούργημα του εγχώριου σινεμά συμμετείχε στα Φεστιβάλ Βερολίνου και Καννών, ενώ μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζεται συχνά ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα του ελληνικού κινηματογράφου με μια διεθνή φήμη που ξεπερνά τις προσδοκίες του μέσου θεατή της εποχής. Αδυνατώντας να κατηγοριοποιηθεί στους συνήθεις χρονολογικούς και υφολογικούς διαχωρισμούς που πολλές φορές, ανήκει τόσο στον Παλαιό όσο και στον Νέο, αλλά περισσότερο κάπου εκεί ανάμεσα με μια δική του, αμίμητη αισθητική που δικαίως άφησε πίσω του ιστορία.

Ο «Φόβος» διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό χωριό κατά τη δεκαετία του ‘60. Μια οικογένεια, με έναν πατέρα συναισθηματικά απών που συχνά-πυκνά ξεπορτίζει και δεν έχει αφήσει καμία ψυχολογικά υποστηρικτική παρακαταθήκη παρά μόνο κτήματα, μια μητέρα κατά πολύ νεότερή του που αγκομαχά να κρατήσει τα συντρίμμια μιας διαλυμένης σύστασης, μια κόρη «σπουδαγμένη», μια άλλη κωφάλαλη και έναν γιο από τον πρώτο αποτυχημένο γάμο του πατέρα, ένα συμπλεγματικό αρσενικό του περιθωρίου. Μια μέρα, η Χρύσα (η κωφάλαλη κόρη) εξαφανίζεται. Όσο η υπόλοιπη οικογένεια κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα από το άγχος για τη σωματική ακεραιότητα της Χρύσας, η δεύτερη κόρη, Άννα (Έλενα Ναθαναήλ), επιστρέφει για λίγο από τη ζωή και τις σπουδές της για να επισκεφτεί το πατρικό της. Από την άφιξή της κι έπειτα αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη προς κανένα από τα μέλη της οικογένειας παρά μόνον της μητέρας της και της πολυαγαπημένης της Χρύσας. Ίσως χάρη σε μια ενστικτώδη γυναικεία αλληλεγγύη απέναντι σε έναν απόμακρο πατέρα που το μόνο που εκπέμπει είναι φόβος.

Η Χρύσα είναι αγαπητή απ’ όλους, ίσως και λίγο παραπάνω από κάποιους, πράγμα που πολλές φορές της στοιχίζει. Με το γλυκό, αθώο της βλέμμα, δηλώνει πως εμπιστεύεται μόνο λίγους από τον κλειστό της περίγυρο. Όσο για την σχέση της με τους θεατές, είναι τα χείλη από τα οποία συνεχώς κρεμόμαστε, ο λόγος για τον οποίο όλοι αναμένουμε να ξεκλειδωθεί το μυστήριο πίσω από την οικογένεια και να αποκαλυφθούν τα ανείπωτα μυστικά που ποτέ της δεν θα μαρτυρήσει. Συχνά, πέφτει θύμα των κρυφών ματιών του ετεροθαλή αδερφού της, Ανέστη (Ανέστης Βλάχος), κατά τις προσωπικές της στιγμές. Ο Ανέστης από την άλλη, αιτιολογημένα «εξοστρακισμένος» στο μοναχικό του μικρόκοσμο, προσπαθεί να καταπνίξει τις ανεξέλεγκτες σεξουαλικές του ορμές μέχρι να τον καταβάλλουν και να ξεσπάσει σαν άγριο θηρίο. Δεν έχει βιώσει ποτέ του τον έρωτα πέρα από την οπτική γωνία της «κλειδαρότρυπας». Στο σπίτι του, ο άντρας όταν έχει «ορέξεις» απαιτεί και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τελικά παίρνει ετσιθελικά αυτό που ζητάει, όποτε το ζητάει.

Την πρώτη φορά, η Χρύσα βγαίνει φαινομενικά αλώβητη από την μυστηριώδη της εξαφάνιση, με την δεύτερη να καθορίζει την πλοκή αλλά και για πάντα τη ζωή των χαρακτήρων. Σε μια ανανεωμένη και φρικιαστικά ξεχωριστή σκηνή βιασμού, η Χρύσα πέφτει για ακόμη μια φορά θύμα, αυτή την φορά των λερωμένων με αίμα χεριών του Ανέστη, ο οποίος μετά την αποτρόπαια πράξη του την χτυπά αλύπητα στο έδαφος μέχρι την τελευταία της πνοή υπό τον φόβο να μην μαθευτούν τα αίσχη του. Μετά το συμβάν, η οικογένεια ανασυγκροτείται προσωρινά για την κάλυψη του φόνου και για πρώτη φορά αποφασίζει ενωμένη να πάρει το μυστικό στον τάφο της, ενώ ο πατέρας, μόνο αφού γίνει το «κακό» επιστρέφει στο πλευρό της παραμελημένης του συζύγου. Φοβούμενοι πια ο ένας τον άλλον και όλοι την ίδια τους την σκιά, σιωπούν, ενώ η Άννα έρχεται για ακόμη μια φορά πίσω στο σπίτι της την λάθος στιγμή.

Με αυστηρά λίγους ομόλογούς του να ακολουθούν τα χνάρια του σε μια πιο μοντέρνα αισθητικά αφήγηση, ο Μανουσάκης παραμένοντας στενός φίλος με την κάμερα έως και το τελευταίο καρέ της ταινίας, δημιουργεί ζωγραφικά, ασφυκτικά και συνάμα απαράμιλλης ομορφιάς απελευθερωτικά κάδρα και εξπρεσιονιστικές φωτοσκιάσεις με πειραματικές παρεμβολές που περιγράφουν έναν ανύπαρκτο εσωτερικό μονόλογο και παιχνίδια του μυαλού του φοβισμένου του πρωταγωνιστή. Παράλληλα, χρησιμοποιεί τη φύση ως λύτρωση, ως τη μοναδική δύναμη που θα αποτελέσει καίρια συμβολή για το ξεσκέπασμα του φόνου. Όταν δεν υπάρχουν λόγια, εκείνη είναι που κραυγάζει και εκφράζει τον πόνο που δεν μπορεί να ειπωθεί. Όταν πάλι ούτε ο άνθρωπος αλλά ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν είναι ικανός να ανταποδώσει το κάρμα, εκείνη παρατηρεί, περιμένει και τέλος δίνει το τελειωτικό «χτύπημα», μέχρι ο καθένας να πάρει τον δρόμο που του πρέπει. Εκείνη άλλωστε, είναι που δίνει και την τελευταία λυτρωτική και σημαδιακή πινελιά στον επίλογο, όταν κυριολεκτικά ξεβράζει το ντροπιαστικό μυστικό που επιχείρησε η οικογένεια να θάψει μαζί με ό,τι επρόκειτο να της καταστρέψει το όνομα.

Οι ήρωές, όλοι τους αλυσοδεμένοι χειροπόδαρα, εσώκλειστοι, ανήμποροι να αποδράσουν από τη φυλακή της μικροκοινωνίας τους που τους τρώει σιγά σιγά σαν το σαράκι. Ο Ανέστης, ένα «ζώο» που ποτέ δεν του επιτράπηκε να φύγει από το χωριό το οποίο στα μάτια του μοιάζει σαν πελώριο κελί, δρα σαν μικρό παιδί που προσπαθεί να αφηγηθεί όσα περισσότερα μπορεί στους φίλους του στο σχολείο για τις γυναικοδουλειές του. Ακόμη και η Άννα που είδε το «έξω» δεν έχει αληθινά τη δυνατότητα να αποβάλλει από πάνω της την βρωμιά του ονόματός της.

Ο δημιουργός «αίνιγμα» που άφησε το στίγμα του με τρεις μονάχα δουλειές του στον κινηματογράφο («Έρωτας στους αμμόλοφους», «Προδοσία» και «Ο Φόβος»), το ‘66 λέει τις τελευταίες του κουβέντες στο κινηματογραφικό πανί με μια ταινία κόλαφο πριν καν συμπληρώσει τα σαράντα του χρόνια. Έτσι διακριτικά και αβίαστα, γίνεται μαέστρος σε μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές της έβδομης τέχνης, που δεν είναι άλλη από την τελευταία σκηνή της ταινίας κατά το γλέντι του γάμου της Άννας. Όλο το χωριό, συνηθισμένο να στέκεται στο πλευρό της οικογένειας μόνο στα χαρμόσυνα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών αρχών, μαζεύεται στο χορό τρωγοπίνοντας, όσο ο Ανέστης πίνει αδιάκοπα μέχρι και το τελευταίο του ποτήρι που θα αποβεί φαρμάκι. Έπειτα από προτροπή των καλεσμένων, σηκώνεται βαρύς χορεύοντας τον τελευταίο του χορό και μεταμορφώνεται σε αβοήθητο κριάρι που περιτριγυρίζεται από μια αγέλη λιονταριών μέχρι να εξαντληθεί και να σταματήσει να μάχεται. Στο μεταξύ, το πτώμα της Χρύσας έρχεται στην επιφάνεια της λίμνης, με τον Μανουσάκη να δίνει ρεσιτάλ σκηνοθεσίας σε ένα χιτσκοκικό εναλλασσόμενο μοντάζ για σεμινάριο…

Διάρκεια: 100′ Παραγωγή: Ελληνική Παίζουν: Ανέστης Βλάχος, Έλλη Φωτίου, Μαίρη Χρονοπούλου, Έλενα Ναθαναήλ, Σπύρος Φωκάς, Αλέξης Δαμιανός, Θόδωρος Κατσαδράμης Σκηνοθεσία: Κώστας Μανουσάκης Σενάριο: Κώστας Μανουσάκης Έτος παραγωγής: (1966)

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular