Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τζον Στάινμπεκ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Πρόκειται για δύο από τα κορυφαία δείγματα αφηγηματικής δεξιοτεχνίας στην αμερικανική μυθιστοριογραφία του 20ου αιώνα με σημαντικές όμως διαφορές όσον αφορά την αξιοποίηση της κοινής ιστορικής τους αφετηρίας και εν τέλει αποκλίνουσες θεματικές διαδρομές. Και οι δύο αποτελούν γεννήματα της ίδιας εποχής και άρα φορείς της ίδιας ιστορικής πραγματικότητας η οποία ωστόσο γονιμοποιεί με τελείως διαφορετικό τρόπο τόσο τον αφηγηματικό πυρήνα του έργου τους όσο και τα αισθητικά σχήματα που μετέρχονται προκειμένου να τον επικοινωνήσουν. Για αυτό τον λόγο, μια αντιπαραβολή ανάμεσα στους δύο εξυπηρετεί τη διαύγαση ενός εκ των βασικών συστατικών μυθοπλασίας του έργου τους, ήτοι την επικυριαρχία του τραγικού στην ανθρώπινη ζωή/μοίρα.

Αρχικά, προκειμένου να ανιχνεύσουμε τις θεματικές καταβολές των δύο συγγραφέων είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το ιστορικό περιβάλλον που τους διαμόρφωσε. Η γέννηση τους -με διαφορά μόλις έξι ετών- τοποθετείται στην αυγή του 20ου αιώνα ενώ η ενηλικίωσή τους συμπίπτει με την περίοδο που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Φιτζέραλντ και Στάινμπεκ  παρακολούθησαν τις εκκωφαντικές υπερβολές της δεκαετίας του 1920 («roaring twenties») από διαφορετικά σημεία του κοινωνικού φάσματος. Πρόκειται για την δεκαετία που επώασε την προσδοκία του αμερικανικού ονείρου, την υπόσχεση για μια ζωή αστόχαστα ανέμελη με κύριο σκοπό το γρήγορο πλουτισμό και την υλική ευμάρεια ως αντίδοτο στις δραματικές αντιφάσεις και την αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής. Και οι δύο βίωσαν την συντριβή του αμερικανικού ονείρου που ακολούθησε τη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929 και την ισοπεδωτική ορμή της Μεγάλης Ύφεσης, με τραγική κορύφωση το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σαν αποτέλεσμα, βασικός άξονας νοηματοδότησης στο έργο των δύο συγγραφέων αναδεικνύεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στον αγώνα για επιβίωση (Στάινμπεκ) ή υλική ευημερία (Φιτζέραλντ) και ενός αδήριτου κοινωνικού πεπρωμένου που νομοτελειακά οδηγεί στην διάψευση. Η δομική ασυμμετρία αυτής της αντιπαράθεσης είναι η συνθήκη που υποβάλει τόσο τον αφηγηματικό τόνο του εκάστοτε έργου όσο και την κλίμακα της τραγικής κορύφωσης.

Κοινό στοιχείο σε αυτή τη προδιαγεγραμμένη πορεία είναι η υπαινικτική παρουσία μιας σκοτεινής ειμαρμένης πάνω στην οποία θεμελιώνεται η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.  Σε αντιστοιχία με το αρχετυπικό σχήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, η ανθρώπινη ζωή φαίνεται να αποτελεί εγγενή «παραφωνία» απέναντι στο φυσικό χάος του κόσμου (ή της κοινωνίας) κυοφορώντας τις προϋποθέσεις μιας προεξοφλημένης συντριβής «κατά την του χρόνου τάξιν»[1] με σκοπό την αποκατάσταση της πρότερης φυσικής ισορροπίας. Ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, οι ανθρώπινες πράξεις καθοδηγούνται από ένα συνονθύλευμα ενστίκτων και επιθυμιών, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο δικαιολογημένων στη βάση φυσικών αναγκών,  οι οποίες είναι προορισμένες να οδηγήσουν στην υπέρβαση των ορίων/μοίρας και τελικά στην καταστροφή. Βασική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο συγγραφέων είναι ο βαθμός «ηθικής» συνέργειας του κάθε χαρακτήρα καθώς και η καταγωγική ερμηνεία των εχθρικών συνθηκών ή κανόνων (δηλαδή της εκάστοτε μοίρας) που κατατρύχουν την ανθρώπινη ζωή.

Στον Φιτζέραλντ, το ερωτικό δίπολο άνδρας – γυναίκα αποτελεί τη βασική αφηγηματική μονάδα. Άντονυ και Γκλόρια Πατς στο «Όμορφοι και Καταραμένοι», Τζέι Γκάτσμπυ και Ντέιζυ Μπιουκάναν στο «Μεγάλος Γκάτσμπυ», Ντικ και Νικόλ Ντάιβερ στο «Τρυφερή είναι η Νύχτα» διαμορφώνουν ένα κλειστό αφηγηματικό σχήμα του οποίου οι σκέψεις, επιδιώξεις και ενεργήματα επισκιάζουν την ανάπτυξη των περιφερειακών χαρακτήρων, οι οποίοι συνήθως εξαντλούνται σε μια προσχηματική παρουσία, αλλά και του κοινωνικού περιβάλλοντος το οποίο σκιαγραφείται μάλλον επιδερμικά. Στο επίπεδο του νοήματος, το κλειστό σχήμα εξυπηρετεί την αφηγηματική οικονομία αλλά πολύ περισσότερο λειτουργεί υποβλητικά, τονίζοντας την εσωστρέφεια ενός μάλλον υλιστικού οράματος στο οποίο κεντρική θέση κατέχει η επιδίωξη μας εξιδανικευμένης ερωτικής σχέσης αψηφώντας τον πραγματισμό του κοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες παρουσιάζουν, ως επί το πλείστον, προνομιακές καταβολές. Προικισμένοι με αφοπλιστική ομορφιά, βιολογικά ακμαίοι, συχνά από ευυπόληπτες και εύπορες κοινωνικές τάξεις, αναδεικνύονται σε συμπεριφορικές ενσαρκώσεις της αφελούς ξεγνοιασιάς που επικρατούσε τη δεκαετία του ’20. Τα ενεργήματά τους εξυφαίνονται μάλλον μονοδιάστατα στη βάση ενός εξιδανικευμένου πάθους, υποκινούμενοι με τυφλή ορμητικότητα από το «επιθυμητικόν» στοιχείο (π.χ. η εμμονή του Γκάτσμπυ με την Νταίζυ Μπιουκάναν). Το πρωταγωνιστικό σχήμα διακρίνεται από νεανική φρεσκάδα η οποία όμως είναι καταδικασμένη να αναλωθεί στο πυρ μιας συμβατικής ζωής. Εδώ η αθωότητα της ομορφιάς αποτελεί θανάσιμη παγίδα δεδομένου ότι αντιμάχεται τη λειτουργική ενσωμάτωση σε μια προσγειωμένη εκδοχή της πραγματικότητας. Καθηλωμένοι σε έναν ανώριμο ρομαντισμό, εξ ου και η παραφωνία με τη φυσική τάξη/κοινωνική πραγματικότητα, η τραγική έκβαση δρομολογείται αφηγηματικά ως αποτέλεσμα της ασυμβατότητας ανάμεσα στη ανέμελη αφέλεια/νεανικότητα των πρωταγωνιστών και των αδήριτων οικονομικών κανόνων που διέπουν τόσο το παιχνίδι της ζωής όσο και των ανθρώπινων σχέσεων (ακόμα και των ερωτικών). Με λίγα λόγια, ως γενεσιουργός αιτία συντριβής υπαινίσσεται ο αυτό-εγκλεισμός σε ένα υλιστικό όραμα που δεν είναι εφικτό να υποστηριχτεί, συνθήκη η οποία τελικά υπονομεύει τη δραματικότητα του αφηγηματικού ύφους. Τελικά, η ουσιαστική ενηλικίωση των ηρώων, στο βαθμό που επιτυγχάνεται, συμβολίζεται με την απώλεια αυτού που συνιστούσε μοναδική πηγή νοηματοδότησης της ύπαρξης, δηλαδή μιας εξιδανικευμένης ερωτικής σχέσης.

Από μια κοινωνιοκεντρική ερμηνευτική σκοπιά, η ευνοϊκή προικοδότηση των κεντρικών χαρακτήρων και η επίμονη διεκδίκηση ενός υπέρτερου μεριδίου ευτυχίας και πλουτισμού αναδεικνύει την πιθανότητα «ηθικής συνευθύνης» στο έργο του Φιτζέραλντ. Εφόσον το κυνήγι της ευτυχίας παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός ατομικιστικού ιδεώδους ευδαιμονισμού σε εμφατική αναντιστοιχία με τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις επιβίωσης καθώς και αποκομμένου από το μέτρο που επιβάλλει η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, οι ήρωες του Φιτζέραλντ αποκτούν υπόσταση «ηθικού υποκειμένου» το οποίο μετριάζει το δραματικό τους ανάστημα. Αντίθετα, αν η ερμηνευτική γραμμή δεν αποδώσει συνειδητή πρόθεση ή επίγνωση στις επιδιώξεις των ηρώων υποθέτοντας ότι απλά ενεργούν κάτω από την επιρροή ασυνείδητων δυνάμεων ή σαν παθητικοί φορείς επιβεβλημένων κοινωνικών αξιών που δεν έχουν τη δύναμη να αποκηρύξουν, τότε το ζήτημα της τραγικότητας επανέρχεται, ίσως μάλιστα και περισσότερο ενισχυμένο. Η συγκεκριμένη προσέγγιση υποδεικνύει ένα υπόρρητο ψυχαναλυτικό προβληματισμό απομακρύνοντας ωστόσο από την υιοθέτηση μιας πιο συστημικής κοινωνικοοικονομικής κριτικής. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη ερμηνευτική οπτική, ο μυθοπλαστικός σχεδιασμός υπαινίσσεται ένα βαθύ πεσιμιστικό μήνυμα: ακόμα και άτομα με ευνοϊκό κλήρο στη μοιρασιά της ζωής είναι τελικά καταδικασμένα να συντριβούν υπό την πίεση μη ρεαλιστικών προσδοκιών και λανθασμένων επιλογών πάνω στις οποίες μπορεί να έχουν λίγο έως και καθόλου έλεγχο.

Από την άλλη πλευρά, στο έργο του Στάινμπεκ η βασική αφηγηματική μονάδα εγγράφει ένα ευρύτερο κοινωνικό σχήμα. Είναι η οικογένεια ή μια ολόκληρη κατηγορία/κοινότητα ανθρώπων, συνήθως κοινωνικά και οικονομικά καταβεβλημένων. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η εξαθλιωμένη αγροτική οικογένεια που αναγκάζεται να μεταναστεύσει («Σταφύλια της Οργής»), οι φίλοι που  αγωνίζονται να επιβιώσουν κυνηγώντας το μεροκάματο («Άνθρωποι και ποντίκια»), η αταξική συντροφιά των paisanos («Πεδιάδα της Τορτίγια») αλλά και η ιστορία των οικογενειών Χάμιλτον και Τράσκ («Ανατολικά της Εδέμ»). Προκειμένου να δρομολογηθούν αφηγηματικά αιτιώδεις σχέσεις στη βάση μιας δυναμικής αλληλεπίδραση ατόμου, ομάδας και κοινωνίας η μυθοπλαστική σύνθεση χρειάζεται να πετύχει την κατάλληλη τομή ανάμεσα στην ατομική ψυχοπαθολογία και τις συνθήκες που την διαμορφώνουν (με το βάρος να πέφτει συχνά στο δεύτερο κομμάτι). Σαν αποτέλεσμα, το μωσαϊκό προσωπικοτήτων και το φάσμα ανθρωπίνων σχέσεων που οικονομούν την αφηγηματική πλοκή είναι αναγκαστικά εκτενέστερο (αλλά και βαθύτερο) εφόσον η οικουμενική διάσταση της τραγικότητας εξυφαίνεται πάνω σε μια διευρυμένη και περισσότερο σύνθετη ποικιλία ανθρώπινων τύπων.

Εδώ, η εγγενής τραγικότητα της ύπαρξης εμφανίζεται ως απόρροια των αφιλόξενων οικονομικών συσχετισμών που οδηγούν τις ανθρώπινες σχέσεις στο αδιέξοδο μιας πρωτόγονης αρένας για επιβίωση. Αντιμέτωποι με μια αδήριτα απάνθρωπη πραγματικότητα, η ζωή των μη προνομιούχων είναι καταδικασμένη να συντριβεί υπό το βάρος δυσχερών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών οι οποίες τους επιβάλλονται χωρίς να υπάρχει περιθώριο διαφυγής. Έτσι, στο έργο του Στάινμπεκ είναι η κοινωνική δυστοκία που σε μεγάλο βαθμό προεξοφλεί την καταβαράθρωση του ατόμου και όχι η επιδίωξη ενός ατομικιστικού οράματος ευδαιμονισμού. Η ασύμμετρη μάχη ατόμου – κοινωνίας ενδυναμώνει τον τόνο και την κλίμακα της τραγικότητας εφόσον η τελική συντριβή αποτελεί προϊόν επιβεβλημένων εξωγενών συνθηκών και πολύ λιγότερο προσωπικών επιλογών.

Στο βαθμό που οι κεντρικοί χαρακτήρες αγωνίζονται για την εξασφάλιση των αμιγώς απαραίτητων μέσων επιβίωσης εμφανίζουν ελλιπή ηθική υπόσταση/ευθύνη (παρόλο που η συμπεριφορά τους υπόκειται σε ηθικές αξίες). Με πλατωνικούς όρους, ο αγώνας για την εξασφάλιση των χρειωδών γίνεται ο καταλύτης που εναρμονίζει το «λογιστικόν» με το «θυμοειδές» και το «επιθυμητικόν», προσδίδοντας στους ήρωες μεγαλύτερο δραματικό βάθος. Επιπλέον, το συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο γονιμοποιεί ένα ουσιαστικό πολιτικό προβληματισμό αφού η τραγική ειμαρμένη δεν παρουσιάζεται εγγεγραμμένη σε ακατανόητες δυνάμεις στο εσωτερικού του ατόμου [2] αλλά είναι απότοκος στρεβλών κοινωνικών συσχετισμών που δυναστεύουν την ανθρώπινη ζωή. Υπό αυτή την ερμηνευτική οπτική, το έργο του Στάινμπεκ εμφορείται από ένα τόνο αισιοδοξίας αφού η ανθρώπινη ύπαρξη δεν παρουσιάζεται ασύμβατη με μια προοπτική ευτυχίας εφόσον επανασχεδιαστούν κατάλληλα οι κοινωνικοί μηχανισμοί (το ερώτημα παραμένει μάλλον ανοιχτό).

Συγκρίνοντας τους δύο συγγραφείς η κλίμακα της τραγικότητας οικονομείται από διαφορετικά αισθητικά μέσα, σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται να αποτελεί συνάρτηση του βαθμού ατομικής ευθύνης και συνακόλουθα του μεγέθους της πάλης του ανθρώπου με τα στοιχεία του περιβάλλοντος του, πάντα με τη διαφοροποίηση που επιβάλει η εξατομικευμένη ψυχοπαθολογία του εκάστοτε ήρωα. Τελικά, ο προβληματισμός του αναγνώστη κατευθύνεται ενίοτε προς μια κατεύθυνση ψυχαναλυτική και άλλοτε προς μια κατεύθυνση πολιτική ανάλογα με την έκβαση της αφηγηματικής διελκυστίνδας ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία φωτίζοντας με αυτό τον τρόπο διαφορετικές όψεις του τραγικού στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης.

[1] Σύμφωνα με την γνωστή ρήση του Αναξίμανδρου.

[2] Εξαίρεση αποτελεί το «Ανατολικά της Εδέμ» το οποίο προτάσσει περισσότερο ένα ψυχαναλυτικό προβληματισμό αφού σε πολλά από τα κεντρικά πρόσωπα εμφανίζονται υπό την επιρροή σκοτεινών εσωτερικών παρορμήσεων που δεν μπορούν να αποδοθούν στις κοινωνικές συνθήκες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Kάθι Τρασκ. 

*Ο Δημήτρης Βάγιας μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο ΕΜΠ και αργότερα σε Η.Π.Α. και Ολλανδία Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Χρηματοοικονομικά. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στον τραπεζικό τομέα. 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular