Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η Camille Laurens σε μια συνέντευξη στο περιοδικό «Lire» με αφορμή το βιβλίο της «Κορίτσι», ένα σαρωτικό μυθιστόρημα για το κορίτσι που γίνεται γυναίκα και μετά μητέρα, σε μια κοινωνία που υποβαθμίζει τις γυναίκες σε κάθε τους βήμα.

Κορίτσι: Βιβλίο της χρονιάς για το 2020.
Η ιστορία μιας λέξης.
 Ή μάλλον οι ιστορίες που προέρχονται από αυτή τη λέξη. Και είναι προφανές από τη στιγμή που σαν ένα κλειδί, ένα μανιφέστο, γίνεται ο τίτλος ενός μυθιστορήματος. Κορίτσι. Όλα είναι ζήτημα ορισμού άλλωστε, και η Camille Laurens το ξέρει καλά, και γι’ αυτό φροντίζει όχι μόνο να εξηγήσει αυτή τη λέξη σε όλες της τις συνδηλώσεις, αλλά και να τη θέσει σε δοκιμασία. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της είναι να δείξει τι προκάλεσε αυτή η μία και μόνη λέξη στη ζωή της ηρωίδας της, που μοιάζει στη συγγραφέα (αν και όχι εντελώς), η οποία γεννήθηκε το 1959 σε μια κλινική της Ρουέν, όπου μια νοσοκόμα εκφέρει στους γονείς την τελετουργική διατύπωση: «Είναι κορίτσι». Την ονομάζει, να λοιπόν, η Λωράνς, ένα όνομα που ταιριάζει και στα δύο φύλα… Θα τη δούμε να μεγαλώνει, σε αυτή τη μεσοαστική οικογένεια της Ρουέν, όπου οι αξίες και οι αναφορές της οικογένειας είναι γερά εδραιωμένες (τα κορίτσια παίζουν με κούκλες, τα αγόρια με μπάλες.) Το σώμα της Λωράνς θα αλλάξει, το ίδιο και τα βλέμματα των άλλων πάνω της. Στη ζωή της θα γνωρίσει μεγάλες χαρές και λύπες, και θα αποκτήσει από νωρίς συνείδηση πως η σεξουαλική της ταυτότητα αποτελεί ουσιαστικό σημείο του πεπρωμένου της. Πώς να απελευθερωθεί; Είναι σωστό;
Με μια φαινομενικά απλή ιστορία, συνηθισμένη και οικουμενική, η Camille Laurens μας χαρίζει ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, αποφεύγοντας κάθε είδους διδακτισμό (ιδίως σε σχέση με το φεμινιστικό ζήτημα). Έχει μοναδικό ταλέντο στο να μας φέρνει αντιμέτωπους με φράσεις που είναι a priori ανώδυνες αλλά με ισχυρή νοηματοδότηση, και να σκιαγραφεί το πορτρέτο της γαλλικής κοινωνίας που βρίσκεται σε πλήρη μεταμόρφωση. Πιο θεωρητικό απ’ όσο φαίνεται (και όχι μόνο επειδή εναλλάσσεται ανάμεσα στο εγώ, το εσύ και το εκείνη) χωρίς να μας στερεί όμως στιγμή τη χαρά της ανάγνωσης, το Κορίτσι δεν παύει να παίζει με τους κώδικες του μυθιστορήματος και σε καθένα από τα τρία μέρη του να επανασυστήνεται, μέχρι την τελική του πιρουέτα. Εντυπωσιακό λογοτεχνικό επίτευγμα, αξιοθαύμαστο και σημαντικό.

Το Κορίτσι είναι ένα βιβλίο ταυτόχρονα προσωπικό αλλά και άμεσα συνδεδεμένο με την εποχή μας. Μέσα από τις ιστορίες τριών γυναικών, της Λωράνς, που γεννιέται το 1959, της μητέρας της και της κόρης της, αφηγείστε την ιστορία του φεμινισμού και της διάδοσής του. Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με αυτό το θέμα. Γιατί επανέρχεστε;
Camille Laurens: Η εφηβεία μου συνέπεσε, όχι με το πρώτο κύμα φεμινισμού, τις σουφραζέτες, αλλά με το δεύτερο, εκείνο της δεκαετίας του 1970. Διάβαζα Gisèle Halimi, συμμετείχα σε όλα αυτά τα κινήματα, πήγαινα στις διαδηλώσεις κ.λπ. Σήμερα, οι διαδηλώσεις για το δικαίωμα όλων στον γάμο, για τα κινήματα LGBTQ και για το MeToo, συν το γεγονός πως έχω κι εγώ μια κόρη με την οποία τα συζητάω πολύ όλα αυτά, με έκαναν να θελήσω να γράψω κάτι σαν επισκόπηση του ζητήματος τα τελευταία εξήντα χρόνια. Η ιδέα του μυθιστορήματος προήλθε κάπως έτσι, όταν συνειδητοποίησα πως η κόρη μου και οι φίλες της δεν γνώριζαν τι είχε προηγηθεί. Όταν μιλάμε με τους σημερινούς εικοσάχρονους έχουμε μερικές φορές την εντύπωση ότι είναι σαν να επανεφηύραν τον φεμινισμό, ενώ υπάρχουν πολλά κεκτημένα, έχουν δοθεί πολλοί αγώνες· αυτό θέλω να δείξω. Αυτό όμως που πυροδότησε κυρίως το μυθιστόρημά μου ήταν το MeToo. Η απελευθέρωση στον λόγο με έκανε να συνειδητοποιήσω πως οι γυναίκες της γενιάς μου ήταν συνηθισμένες να αντέχουν πολλά πράγματα, ενώ τα σημερινά κορίτσια έχουν μηδενική ανοχή! Δεν ανέχονται, φερ’ ειπείν, να τους μιλάνε τα αγόρια στον δρόμο. Ενώ σε εμάς κάτι τέτοιο φαινόταν φυσιολογικό…

Σε αυτό το βιβλίο διερευνάτε, και μάλιστα πολλές φορές με τρόπο αστείο, τη γλώσσα –αρκετά περιορισμένη ομολογουμένως– του θηλυκού γένους. Και αυτό το χιούμορ μας βοηθά να πάρουμε μια ανάσα σε ορισμένα δύσκολα σημεία…
Ναι, έτσι λειτουργεί το χιούμορ στα βιβλία μου: όταν έχω να αντιμετωπίσω ένα στενάχωρο ή δύσκολο θέμα, μου αρέσει να μπορούμε για μια στιγμή να δούμε το θέμα μέσω της ειρωνείας ή του αυτοσαρκασμού, από μια διαφορετική οπτική γωνία. Το χιούμορ μας επιτρέπει να αντιληφθούμε διαφορετικά τις καταστάσεις. Με ενδιαφέρει πολύ η ψυχανάλυση, αλλά πέρα από αυτό πιστεύω πως το ασυνείδητο λειτουργεί πολύ εντός της γλώσσας. Καθημερινά χρησιμοποιούμε λέξεις, εκφράσεις, χωρίς να το σκεφτόμαστε, επειδή αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας. Απ’ όταν άρχισα να το σκέφτομαι έχει γίνει το πάθος μου. Έχω μανία με το λεξικό, με τα διαφορετικά νοήματα της γλώσσας, τις διαστρωματώσεις της, αυτό το είδος αλλαγής που υφίσταται η γλώσσα ανά τους αιώνες και ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα, το πέρασμα από γενιά σε γενιά.

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το γλωσσικό πεδίο γύρω από τις γυναίκες είναι πιο περιορισμένο απ’ ό,τι για τους άντρες;
Υπάρχουν λιγότερες λέξεις καθώς το κορίτσι ή η γυναίκα είναι πάντα εξαρτημένη. Είναι η κόρη ή η γυναίκα κάποιου. Και αυτό δεν είναι ανώδυνο. Στη γλώσσα κυοφορείται όλο το υλικό της πατριαρχίας.

Το Κορίτσι εκτυλίσσεται σε ένα μάλλον ανεπτυγμένο περιβάλλον, όπου είναι προτιμότερο να αποκτά κανείς αγόρι, καθώς το να έχει κορίτσι δεν έχει το ίδιο κύρος. Σε μια σκηνή αναφέρεται ένα περιστατικό κατά το οποίο ο πατέρας, στην ερώτηση αν έχει παιδιά, δεν απαντάει «ναι, έχω δύο παιδιά» αλλά «έχω δύο κορίτσια».
Πιστεύω πως κατά βάθος του ξεφεύγει. Εκείνη τη στιγμή μιλά το ασυνείδητό του. Αυτή η φράση, που ακουγόταν πολύ τότε, σοκάρει τρομερά σήμερα. Για έναν άντρα, το να έχει ένα παιδί σήμαινε να έχει έναν γιο, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να μεταδώσει το οικογενειακό όνομα. Ήταν κάτι βαρύ και στενάχωρο για τους άντρες να σκέφτονται πως το όνομά τους θα έσβηνε επειδή απέκτησαν κόρες. Αυτό ήταν κάτι που σηματοδοτούσε τη διακοπή της συμβολικής κληρονομιάς.

Αυτός ο γιατρός δεν θα τις προετοιμάσει για το τι σημαίνει να είσαι κορίτσι, έφηβη, γυναίκα, συγκεκριμένα σε θέματα που έχουν να κάνουν με την περίοδο. Παρότι προοδευτικός, αυτός ο πατέρας δεν ασχολείται και τόσο με τα κορίτσια του…
Είναι ένα μείγμα προτεσταντικού πουριτανισμού και επιστημονικής γνώσης. Και την ίδια στιγμή τρομοκρατείται στην ιδέα του τι θα μπορούσε να συμβεί στις κόρες του. Θα ήθελε να τους εξηγήσει επιστημονικά το γυναικείο σώμα, τη διαδικασία της αναπαραγωγής χωρίς ίχνος τρυφερότητας, χωρίς να γίνεται λόγος για τον έρωτα. Μιλά για τη σεξουαλικότητα με τρόπο υπερβολικά τεχνικό, χρησιμοποιώντας σχήματα λόγου. Είναι κάπως αντιφατικό να επιζητά την ίδια στιγμή και την εκπαίδευση των γυναικών. Τη μια τους μιλά σαν φίλος από τον στρατό, την άλλη σαν να είναι καλόγριες. Σε σχέση με το τώρα είναι άβυσσος, τότε υπήρχε εμμονή με το ζήτημα της παρθενίας, με τις σεξουαλικές σχέσεις πριν από τον γάμο. Σήμερα αυτό είναι πια παρελθόν, δεν τίθεται καν ως θέμα συζήτησης.

Στην ηλικία των 9 ετών η ηρωίδα θα πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από ένα μέλος της οικογένειάς της. Ένα τραγικό γεγονός που θα μείνει κρυφό, που κανείς δεν πρέπει να μιλάει πια για αυτό.
Στη σκηνή του οικογενειακού συμβουλίου, που αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες, επικρατεί ο νόμος της σιωπής. Θεωρούμε πως οι άντρες δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, πως πρέπει να ψάξουν αλλού για αυτό που δεν έχουν στο σπίτι τους. Δεν μιλάνε για βιασμό αλλά για παρενόχληση, για χάδι, το υποβαθμίζουν λέγοντας πως δεν είναι κάτι τόσο κακό. Αυτός ήταν ένας τρόπος αντιμετώπισης της συμπεριφοράς των αντρών που παρέμεινε ακριβώς έτσι και στη γενιά μου. H παρενόχληση στο μετρό, οι επιδειξίες στον δρόμο, όλα αυτά ήταν πολύ συχνά. Ήμασταν τόσο συνηθισμένες σε όλα αυτά που τα σχετικοποιούσαμε, λέγοντας «Ναι, αυτά συμβαίνουν στα κορίτσια, δεν θα το κάνουμε και θέμα». Σχεδόν γελούσαμε με όλα αυτά.

Σε αυτό το μυθιστόρημα μαθητείας, η Λωράνς θα ξεπεράσει διαδοχικά το συναίσθημα του να μην είναι επιθυμητή από τους γονείς της, καθώς επίσης μια κακοποίηση, τον θάνατο ενός παιδιού, το διαζύγιο. Τα καταφέρνει χάρη στη μητρότητα;
Δεν θέλω να θυματοποιήσω καμία γυναίκα που η γυναικεία της ιδιότητα την καταβάλλει. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η ζωή βρίσκει τον τρόπο να συνεχίζεται. Η συνειδητοποίηση πως μια γυναίκα δεν είναι αυτό που πίστευε έρχεται μέσω της ίδιας της της κόρης. Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά και το αντίθετο, και τελικά η Λωράνς εκπαιδεύεται από την ίδια της την κόρη. Συνήθως οι γονείς μεταδίδουν πράγματα στα παιδιά τους. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Το παιδί αποκαλύπτει στη μητέρα του κάτι νέο για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.

Εξού και η τελευταία φράση του βιβλίου «Είναι θαυμάσιο ένα κορίτσι» που άλλωστε αντανακλά την εναρκτήρια φράση.
Έχτισα πράγματι όλο το μυθιστόρημα σαν μια αψίδα ανάμεσα στην πρώτη φράση, που είναι μια φράση απογοητευτική για τον πατέρα και κατά κάποιον τρόπο και για την ηρωίδα, και την τελευταία φράση, όπου το μόνο που παρεμβάλλεται είναι ένα επίθετο, που αλλάζει όμως τα πάντα. Αυτό που έλειπε στη Λωράνς, δεν είναι όπως νόμιζε στην αρχή, το αρσενικό μόριο που λείπει από όλες τις γυναίκες, όπως λέει ο Φρόιντ, αλλά αυτό το επίθετο. «Θαυμάσιο». Μια λέξη θετική, εγκωμιαστική.

Κι εσείς, ως γυναίκα, κλείνοντας τον κύκλο με αυτόν τον τρόπο, ήρθατε αντιμέτωπη με ορισμένες ιδέες, με μια μορφή αποδοχής, νιώσατε σχετική ικανοποίηση;
Ναι, πιστεύω πως παρότι η διαδρομή αυτής της γυναίκας δεν είναι ακριβώς ίδια με τη δική μου, όλο το κομμάτι που μιλά για τη μητρότητα, για τους δεσμούς που αναπτύσσονται γύρω από τους άντρες, τις γυναίκες, ακόμα και γύρω από αυτό το μικρό κορίτσι που λέει πως θέλει να είναι αγόρι, όλα αυτά παρέχουν μια γνώση και μια ικανοποίηση που δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη.

Ο αγώνας των γυναικών, ίσως ένα από τα σημαντικότερα κινήματα που δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, άλλαξε το οικογενειακό μοντέλο, τον έρωτα, την επιθυμία… Το συνειδητοποιούσατε στην εφηβεία σας; Αισθανόσασταν πώς κάτι σημαντικό συνέβαινε;
Ναι, με θυμάμαι στις πρώτες διαδηλώσεις, θυμάμαι αυτό που ήδη τότε ονομάζαμε απήχηση. Το γεγονός πως οι γυναίκες συναντιούνται, μιλάνε, είναι πολύ σημαντικό για μένα. Υπήρχαν επίσης και οι ταινίες της Ανιές Βαρντά. Αντιλαμβανόμουν πως συνέβαινε κάτι σημαντικό, παράλληλα βέβαια με τη νομιμοποίηση της έκτρωσης. Ήταν μια επανάσταση. Ακόμα κι αν υπήρχαν πράγματα που με φόβιζαν κάπως τη δεκαετία του 1970, όπως αυτές οι γυναίκες που έκαιγαν τα σουτιέν τους, τη στιγμή που εγώ ως παιδί ανυπομονούσα να φορέσω ένα…

Είχατε πρότυπα στην οικογένειά σας; Τη μητέρα σας, τη γιαγιά σας;
Ναι και όχι. Η προγιαγιά μου ήταν ανύπαντρη μητέρα, μεγάλωσε την κόρη της μόνη της, είχε ένα αρωματοπωλείο μέχρι τα 82 της χρόνια. Ήταν ήδη πρότυπο ανεξάρτητης γυναίκας, δυνατής, που αποδεχόταν τα πράγματα ως είχαν. Από την άλλη, η γιαγιά μου ανέβηκε κοινωνικά μέσω ενός γάμου, ενώ και η μητέρα μου άρχισε να δουλεύει σχετικά αργά στη ζωή της. Έζησε σε μια μεταβατική περίοδο –περίπου όπως αυτή που περιγράφω στο βιβλίο– όπου από τη μία οι γυναίκες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς την άδεια του συζύγου τους, και από την άλλη υπάρχουν και οι γυναίκες που αρχίζουν και διαβάζουν βιβλία σχετικά με το γυναικείο ζήτημα, φυσικά γραμμένα συχνά από άντρες, αλλά που έδειχναν τον δρόμο της αφύπνισης. Και μετά άρχισα να διαβάζω Benoîte Groult. Αν και έμενα στην επαρχία, και η ενημέρωση δεν ήταν τόσο άμεση όσο στο Παρίσι, άκουγα κι εκεί να μιλάνε για τη Gisèle Halimi. Κυκλοφορούσα σε κύκλους φίλων που εμπλέκονταν δυναμικά με αυτά τα κινήματα. Θυμάμαι το MLAC, το Κίνημα για την Απελευθέρωση της Έκτρωσης και της Αντισύλληψης. Ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος, το συνειδητοποιούσα και τότε θυμάμαι.

Νιώθατε σαν να δέχεστε επίθεση από τον αρρενωπό κόσμο ή δεν το συνειδητοποιούσατε;
Έχω πραγματικές αναμνήσεις από επιθέσεις στον δρόμο, όταν ήμουν 12-13 χρονών και κάθε φορά ήταν πολύ βίαιο… Τα έχω ήδη πει αυτά σε άλλα μου βιβλία, η σεξουαλική κακοποίηση είναι πολύ τραυματική. Και παραδόξως τότε πίστευα πως δεν ήταν κάτι σοβαρό – και για αυτό φταίει και η αντίδραση της οικογένειάς μου που μου έλεγε ακριβώς αυτό. Έτσι κανονικοποιούσε αυτό που είχε συμβεί, ήταν όμως και ένας τρόπος να σκεφτώ: «Μην το αφήνεις να σε καταρρακώνει» και δεν το άφησα, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Έτσι θέλησα να μιλήσω για τον φόβο, τα σαδομαζοχιστικά φαντάσματα που έρχονται απευθείας αποκεί, από αυτού του είδους τη συσχέτιση με τη βία, με την ανδρική κυριαρχία και με τη σεξουαλικότητα.

Ο σεξουαλικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες δεν εμπεριέχει αυτή τη βία, ακόμα και όταν υπάρχουν συναισθήματα ή ένας γάμος;
Ναι, απολύτως. Αυτό είναι το παράδοξο. Θυμάμαι πως το βίωνα αυτό ως μεγάλη μορφή βίας, ως ρήξη, εισβολή, ως κάτι ανυπόφορο. Μερικά χρόνια μετά όμως γνώρισα τη ρήξη της επιθυμίας. Και έβλεπα τον άντρα ως εχθρό, αρπακτικό και ταυτόχρονα ως αντικείμενο επιθυμίας. Η κατανόηση της βίας της αρσενικής σεξουαλικότητας τη στιγμή της σεξουαλικής κακοποίησης είναι σαν να παγώνει η εικόνα. Το ίδιο όμως ισχύει και για την επιθυμία. Το περιγράφω στη σκηνή της πισίνας όπου η Λωράνς βλέπει ένα γυμνόστηθο αγόρι. Αισθάνεται κάτι απαγορευμένο, κάτι που μεταμορφώνει τη σχέση της με τους άντρες. Δεν είναι πια φόβος αλλά έλξη.

Βρήκατε στη γραφή ένα πεδίο μάχης προκειμένου να μιλήσετε για τη γυναίκα, για τον φεμινισμό.
Ναι, ήταν καθοριστικό. Δεν ξέρω τι θα ήμουν και τι θα έκανα εάν δεν έγραφα.

Πέρα από τα τραύματα για τα οποία πρέπει κανείς να μιλήσει για να τα επουλώσει, υπήρξε κάποια στιγμή που στραφήκατε αποκλειστικά προς τη συγγραφή. Τι σας ώθησε να το κάνετε;
Πάντα ήθελα να γράφω, χωρίς όμως να έχω σκεφτεί πως θέλω να γίνω συγγραφέας, ήθελα απλώς να εκφράζομαι με τις λέξεις. Συνέβη πολύ νωρίς, στο δημοτικό, όπου είχαμε ένα μικρό τυπογραφείο, και μπορούσαμε να γράφουμε μερικές λέξεις και να τις τυπώνουμε. Ήταν εμπνευσμένο από την παιδαγωγική Φρενέ. Είχα εμμονή με την ορθογραφία: από τη στιγμή που θα τυπωνόταν δεν έπρεπε να έχει λάθη. Σκεφτόμουν πως ήμουν η συγγραφέας του ίδιου μου του κειμένου, που δεν θα μπορούσαμε πια να το σβήσουμε. Οι παππούδες μου είχαν επίσης μια γραφομηχανή στην οποία περνούσα ώρες γράφοντας.

Τι σας έδωσε κίνητρο για να στείλετε το πρώτο σας βιβλίο σε κάποιον εκδότη; Πώς γεννήθηκε το Ιndex, που εκδόθηκε από τον P.O.L. το 1991;
Είχα κάνει κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες, μεταξύ των οποίων και μια ποιητική συλλογή σε πρόζα, που την είχα στείλει στον Gallimard. Ήθελα τόσο πολύ να εκδοθώ, η ανάγνωση ήταν το πάθος μου, σπούδασα φιλολογία. Στο Index, ακόμα κι αν πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία, αφηγούμαι την εμπειρία μου ως πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέα: πώς αρχίζει κανείς να γράφει ακολουθώντας το λογοτεχνικό πρότυπο του Σατωμπριάν ή του Προυστ;

Εκείνη την εποχή ήσασταν επηρεασμένη από κάποιο ιδιαίτερο ύφος γραφής;
Τότε μου είχαν υποδείξει πως στο βιβλίο υπήρχαν κάπως ξεπερασμένες φράσεις στο ύφος του Προυστ. Πέρα από αυτό, τότε διάβαζα πολύ Περέκ, Ναταλί Σαρότ και Μαργκερίτ Ντυράς.

Ανάλογα με τις ανάγκες, η μυθοπλασία έχει μετατραπεί σε αυτομυθοπλασία. Πιστεύετε πως τα γραπτά σας κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση;
Αυτό που με ενδιαφέρει, τόσο ως συγγραφέα όσο και ως αναγνώστρια, είναι η γραφή που εμπνέεται από το αποτύπωμα της πραγματικότητας πάνω μας. Οι καλλιτέχνες ή οι συγγραφείς εκφράζουν αυτό που αυτή η πραγματικότητα αποτυπώνει, κάνοντάς το δημόσιο. Είμαι πεπεισμένη πως πρακτικά δεν υπάρχει κανένα μυθιστόρημα που να μην αντλεί έμπνευση από την ίδια τη ζωή. Το να παίρνει κανείς τις εμπειρίες του, τα συναισθήματά του και να τα αναλύει, να παρατηρεί πώς σχετίζονται με τον γύρω κόσμο είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Διατηρώντας όμως και το δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το επινοημένο. Δεν μπορώ να πω τι είναι αλήθεια και τι ψέμα σε αυτά που γράφω. Με ενδιαφέρει πολύ ο όρος «μυθιστόρημα», καθώς τα βιβλία μου είναι μυθιστορηματικές κατασκευές με κατασκευασμένους χαρακτήρες που προκύπτουν ωστόσο από πραγματικά πρόσωπα. Αυτό κάνουν οι μυθιστοριογράφοι.

Όταν λάβατε το Βραβείο Femina και το Βραβείο Renaudot το 2000 νιώσατε πως καθιερωθήκατε ως συγγραφέας;
Δεν έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα της νομιμοποίησης, της καθιέρωσης. Όταν έλαβα το βραβείο, είδα κυρίως πως θα μπορούσα να αποκτήσω μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία, πράγμα που θα μου επέτρεπε να σταματήσω για λίγο τη διδασκαλία και να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στη συγγραφή. Αλλά σε ό,τι αφορά την καθιέρωση, διατηρώ ακόμα τις επιφυλάξεις μου…

Η γραφή παραμένει πάντα ευχαρίστηση;
Εξαρτάται από το βιβλίο… Ορισμένα πράγματα έχουν γραφτεί με πόνο, με αγωνία. Το να ξέρω πως το άλλο πρωί θα πρέπει να ξαναρχίσω να γράφω, πολλές φορές μου δημιουργούσε άγχος όλη τη νύχτα. Αντίστοιχα, άλλες φορές ανυπομονούσα να ξημερώσει για να αρχίσω ξανά, με χαροποιούσε πολύ. Όλα εξαρτώνται από αυτά που συνέβαιναν στην προσωπική μου ζωή, από το θέμα του εκάστοτε βιβλίου. Ήξερα φερ’ ειπείν πως στο Κορίτσι υπήρχαν σημεία που θα μου ήταν πολύ δύσκολο να τα γράψω.

Η πειθαρχία κατά τη διάρκεια της συγγραφής είναι κάτι που αντισταθμίζει αυτή τη δυσκολία;
Όχι. Δεν έχω πειθαρχία ούτε τελετουργική μέθοδο. Μπορώ να περάσω μέρες ολόκληρες χωρίς να γράψω, όχι όμως πολλές, καθώς το άγχος με κυριεύει. Δουλεύω πολύ. Δεν ξέρω και πολύ τι θα πει διακοπές, άδεια, ξεκούραση, πρέπει να φταίει η προτεσταντική μου πλευρά… Όταν βρίσκεται κανείς στη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου το σκέφτεται συνέχεια, ακόμα και την ώρα που κάνει κάτι άλλο.

Κλείνοντας, θα λέγατε πως υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία;
Δεν θα το έλεγα έτσι, όχι. Δεν υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία, υπάρχουν όμως γυναίκες που γράφουν. Η άνιση κρίση που υπάρχει για βιβλία γραμμένα από γυναίκες και για βιβλία γραμμένα από άντρες είναι κάτι που με ενοχλεί πολύ. Πιστεύω πως οι άντρες έχουν την τάση να μη διαβάζουν βιβλία γραμμένα από γυναίκες –ιδίως μυθιστορήματα– καθώς θεωρούν πως μιλάνε μόνο για γυναίκες και ενδιαφέρουν μόνο γυναίκες. Ενώ εκείνες δεν προχωρούν σε αυτού του είδους την εκλογίκευση. Δεν θα πουν ποτέ πως δεν θα διαβάσουν τη Μαντάμ Μποβαρί επειδή την έχει γράψει άντρας. Το ίδιο ισχύει και για τα σύγχρονα μυθιστορήματα. Οι γυναίκες είναι τόσο συνηθισμένες να διαβάζουν μυθιστορήματα γραμμένα από άντρες που διεκδίκησαν χώρο στο λογοτεχνικό πεδίο πολύ πρόσφατα.

Το γεγονός πως είστε στην κριτική επιτροπή του Bραβείου Goncourt σας επέτρεψε να εξισορροπήσετε λίγο τα πράγματα;
Σίγουρα ήταν μεγάλο κίνητρο! Είμαστε τρεις γυναίκες και εφτά άντρες, και αν κοιτάξουμε τους βραβευμένους συγγραφείς από τη θέσπιση του βραβείου ως τις μέρες μας, θα δούμε πως υπάρχουν ελάχιστες γυναίκες. Επομένως μπορούμε να σκεφτούμε πάνω σε αυτό.

Συνέντευξη στην Claire Chazal, Lire, Ιανουάριος 2021
Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular