Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι, Βαγγέλης Γονιδάκης, Εκδόσεις Κέδρος 

Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της συλλογής διηγημάτων του Βαγγέλη Γονιδάκη, Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι, που εξέδωσε πρόσφατα ο Κέδρος, είναι η τιμιότητα της γραφής και της φωνής του συγγραφέα. Στα είκοσι διηγήματα που την συναποτελούν και διαβάζονται «με μιαν ανάσα» ο αναγνώστης θα αισθανθεί την αύρα μιας άλλης εποχής. Όχι τόσο μακρινή σε σχέση με τη σημερινή, αλλά ριζικά διαφορετική. Τη μνήμη αυτής εποχής διατηρούν άσβεστη όσοι βρίσκονται στο τέλος της μέσης ηλικίας ή έχουν ήδη διαβεί το κατώφλι της τρίτης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Γονιδάκης καταθέτει ένα «νοσταλγικό» βιβλίο, κάνοντας μια απέλπιδα χειρονομία ανάστασης ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πλέον. Αντίθετα, το σύνολο των διηγημάτων του αναφέρονται ευθέως ή πλαγίως στο παρόν ή τουλάχιστον εκκινούν απ’ αυτό. Με τη διαφορά ότι οι πρωταγωνιστές του, που αναπόφευκτα ο αναγνώστης θα εκλάβει ως πολλαπλά alter ego του συγγραφέα, διαμορφώθηκαν ιδεολογικά, συναισθηματικά και αισθητικά πριν η ιδεολογία του μεταμοντέρνου – που έθεσε σε ίση αξία όλες τις επιμέρους αξίες καταλύοντας σταδιακά κάθε ηθική και πνευματική ιεραρχία – κυριαρχήσει στις συνειδήσεις όλων. Κατ’ επέκταση και στις συνειδήσεις συγγραφέων και αναγνωστών. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που ο μεταμοντέρνος ηθικά και αισθητικά «κόσμος» εκλαμβάνεται πλέον ως δεδομένος και μοναδικός.

Η γλώσσα αφήγησης και η θεματική των διηγημάτων του Γονιδάκη δεν εμπεριέχουν στοιχεία ηθελημένου εντυπωσιασμού και εκζήτησης. Επίσης, δεν προσποιούνται απλότητα ή λαϊκότητα. Στοιχεία που, κατά την άποψή μου, ανιχνεύονται συχνά ακόμα και σε καταξιωμένους σύγχρονους διηγηματογράφους μας. Διατηρεί χωρίς να είναι προφορική ένα είδος προφορικότητας, ταυτόχρονα όμως διαφαίνεται ότι είναι επιμελώς δουλεμένη και φροντισμένη, ώστε να ανταποκρίνεται στο στίγμα του συγγραφέα και στο αίσθημα που επιθυμεί να μεταφέρει στους αναγνώστες του, ενώ διατηρεί την ικανότητα της λιτής και ακριβούς διατύπωσης που διαθέτει αυτή καθαυτή η λαϊκή γλώσσα και τον θυμοσοφικό χαρακτήρα της. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια γλώσσα στην οποία θα μπορούσαν να γράφονται σύγχρονα παραμύθια για ενήλικες. Εξάλλου, ο συγγραφέας όχι μόνο υπήρξε μαθητής «παλιών λαϊκών παραμυθάδων», όπως μαθαίνουμε από το βιογραφικό του, αλλά είναι και «απόφοιτος της Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης του Κέντρου Μελετών και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών» και αφηγητής παραμυθιών ο ίδιος. Με δυο λόγια ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τα διηγήματα του Γονιδάκη και ως σύγχρονα παραμύθια ή αφηγήσεις για ενήλικες. Αν και στο τελευταίο απ’ αυτά (Η αγάπη της Κίτσας), ο συγγραφέας υποκύπτει στον πειρασμό και μπαρκάρει πλησίστιος στον αφηγηματικό κόσμο του παππού Αίσωπου. Εκεί όπου τα ζώα αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες και ακολουθούν τις περιπέτειες της ανθρώπινης συνθήκης (προσωποποίηση).

Τον τίτλο της συλλογής, σύμφωνα με μια λογοτεχνική παράδοση, δίνει το ομότιτλο διήγημά της Δεν είμαι εγώ, τ΄ ορκίζομαι. Παραδόξως, είναι και το μοναδικό που ο ήρωας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εκληφθεί ως alter ego του συγγραφέα, παρά μόνο ως απόηχος της κοινής αγωνίας του επαγγελματία ναυτικού, όπως είναι ο Γονιδάκης, με τον κατατρεγμένο πρόσφυγα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το διήγημα ξεφεύγει από την άτυπη «κοινή θεματική» των υπολοίπων. Για αυτό κι ο αναγνώστης είναι πιθανό να αναρωτηθεί και για το λόγο επιλογής του ως τίτλο της συλλογής από τον συγγραφέα. Υποδηλώνει άραγε ένα «λογοτεχνικό παιχνίδι ξεγελάσματος» που παίζει με τους αναγνώστες του ο Γονιδάκης, υποκρινόμενος ότι επιθυμεί να ακυρώσει τις εντυπώσεις που προκαλεί το γεγονός ότι τόσο ο πειστικός τρόπος γραφής του όσο και η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε πολλά από τα διηγήματά του παραπέμπουν αναπόφευκτα στη «βιογραφική- βιωματική» διάσταση των ιστοριών του; Αίσθηση που γιγαντώνεται από το κλίμα, το πλαίσιο – σκηνικό όπου αυτά διαδραματίζονται, αλλά και τη θεματική τους, όπου κυριαρχεί το νησί καταγωγής των ηρώων (χωρίς να ονομάζεται ποτέ ευθέως, αναγόμενο έτσι σε Ιδεότυπο) αλλά και οι λαϊκές γειτονίες της πρωτεύουσας (του Πειραιά ίσως;). Αυτές που φιλοξένησαν τις οικογένειες των εσωτερικών μεταναστών και στους δρόμους τους μεγάλωσε η γενιά του Γονιδάκη και η δική μου. Εμείς οι baby boomers, οι γόνοι των εσωτερικών μεταναστών των πρώτων μεταπολεμικών – μετεμφυλιακών χρόνων στην Πρωτεύουσα…

«Ορκίζεται», λοιπόν, ο Βαγγέλης Γονιδάκης πώς δεν είναι αυτός που προσπαθεί να ξορκίσει τις προκαταλήψεις που συνδέονται με το πέταγμα του πουλιού (κουκουβάγια), ούτε το όνειρο με τη βάρκα (πέρασμα στον Κάτω Κόσμο) που ξυπνά τον ήρωα του πρώτου του διηγήματος της συλλογής του (Αν πήγαινε προς τα δεξιά). Του διηγήματος που αναφέρεται στο βράδι του επικείμενου θανάτου του Πατέρα. Όπου ο συγγραφέας φέρνει σε επαφή τον αναγνώστη με τα «όνειρα/σημάδια – προπομπούς» του θανάτου οικείου προσώπου, στοιχεία βαθιά ριζωμένα στην λαϊκή μας παράδοση. Την λαϊκή παράδοση που είναι φανερό ότι κατέχει ο ίδιος, όχι ως ακαδημαϊκή γνώση αλλά ως γενέθλιο βίωμα (εξ ου και σημαντικό μέρος της αλήθειας που χαρακτηρίζει τη φωνή του). Ούτε πως είναι ο σπάνιος «επισκέπτης» της εκκλησίας, όπου παρατηρεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας «Χέρια ροζιασμένα, ξερά κούτσουρα, κι άλλα ξασπρισμένα θαλασσόξυλα από τον ήλιο και το αλάτι. Χέρια της χλωρίνης, του ασβέστη και της μπουγάδας» στο ομώνυμο διήγημα (Χέρια). Ποιος όμως έχει την ικανότητα μέσα σε μια εκκλησία να επικεντρώνεται στα χέρια των ανθρώπων της βιοπάλης που εκκλησιάζονται κάποιο πρωινό στην παραθαλάσσια εκκλησία του Άγιου Ακίνδυνου, αν όχι ένας συγγραφέας ζυμωμένος με τα ίδια υλικά μ’ αυτούς; Κάτι που εύκολα διαπιστώνει ο φιλοπερίεργος αναγνώστης, αν κάνει τον κόπο και ψάξει λίγο παραπάνω τ’ όνομα και τις εκκλησίες που είναι αφιερωμένες στους Άγιους Ακίνδυνους (εορτάζουν 2 Νοεμβρίου), όπως πληθυντικά αναφέρονται στον Γονιδάκη. Οπότε και θα διαπιστώσει πως ομώνυμη εκκλησία βρίσκεται στην άκρη του κόλπου του Μέριχα στα Θερμιά, όπως είναι γνωστή στους Κυκλαδίτες η Κύθνος, το νησί καταγωγής του συγγραφέα…

Η ευαισθησία και η τρυφερότητα του βλέμματος του Γονιδάκη δεν περιορίζεται στον κόσμο της εργασίας, της γειτονιά και τον καθοριστικό ρόλο της νεότητας στον ψυχισμό και τις εμπειρίες διαμόρφωσης των ηρώων του. Στα παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης και τη σχέση τους με τον τόπο καταγωγής τους, τους γεννήτορές τους και τον τόπο μεγαλώματός τους στην Μεγάλη Πόλη (Παγωμένο Μπιράλ). Στοιχεία ζωής που είναι φανερό ότι έχει βιώσει, αφομοιώσει και αποτυπώνει σ’ όλες τις πτυχές τους (καλές και κακές) με ιδιαίτερη ευαισθησία και επιτυχία ο συγγραφέας ιδιαίτερα στα διηγήματά του: Πόθος και ρούσκος, Γλυκό συκαλάκι, Εγώ το καλό που σου θέλω, Ο Βάθρακας, Το βλέμμα μιλάει, Πες μια καλή κουβέντα, Το μακρυμάνικο παντελόνι, Με σπασμένο φτερό και Στα βαθιά. Στο τελευταίο, που θεωρώ ότι το κλίμα και η ατμόσφαιρά του είναι δοσμένα με ιδιαίτερη μαεστρία, ο ήρωας επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο εγκαταλελειμμένο από τις αρχές της εφηβεία του πατρικό σπίτι στο νησί καταγωγής του. Δεν θα μάθουμε ποτέ την αιτία της πολύχρονης απουσίας του, τους λόγους της επιστροφής του ή αυτούς που υπαγόρευση την τόσο σύντομη παραμονή του σ΄ αυτό. Θα μάθουμε όμως ότι εκεί ο ήρωας ξαναβρήκε φευγαλέα την «ουσία των πραγμάτων».

«Εδώ σ’ αυτό το μέρος, όλα έχουν σημασία, έχουν κάποιο νόημα. Τα βαθιά νερά, ο άνεμος, η καταιγίδα κι η τρικυμία. Όλα τα τρεχαντήρια, τα καΐκια και οι βάρκες έχουν τα ονόματά τους. Να λες: η Παναγία η Κανάλα σαλπάρισε, Θηραμνιά δεν γύρισε, η Μαρία ξεκουράζεται στην άμμο, η Γοργόνα επιστρέφει ‘η ο Ντίνος ξεφορτώνει. Εδώ το κάθε ξωκλήσι έχει τη γιορτή του, ο κάθε άνθρωπος το όνομά του. Όπως το κάθε άστρο και το κάθε αγριολούλουδο».

Θα σταθούμε ιδιαίτερα σε τέσσερα διηγήματα του Γονιδάκη που λόγω δημιουργικής «απόκλισής» τους από τη θεματική του παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Απόκλιση όμως που τα καθιστά, όμως καθοριστικούς «συνομιλητές» των υπολοίπων. Σε δύο απ’ αυτά ανιχνεύεται μια πιο «αστική» διάθεση της ματιάς του συγγραφέα. Στο πρώτο (Η σπασμένη κούκλα) ο συγγραφέας περιγράφει τη σχέση του βλέμματος του αφηγητή (είναι ίσως ναυτικός;) μια κοπέλα που δούλευε σε κάποιο μπαρ κοντά στο σπίτι του πριν το τραγικό της τέλος. Στο δεύτερο (Το ουρλιαχτό), παρουσιάζει το αδιέξοδο της ζωής ενός μικροαστού, που κλεισμένος σε κάποιο διαμέρισμα από τις χιλιάδες της Μεγάλης Πόλης, έπαψε σταδιακά να αναγνωρίζεται και έχασε τον σεβασμό των οικείων του (αν ποτέ τον είχε κατακτήσει) και πλέον δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.

Το τρίτο και το τέταρτο από τα τέσσερα που διακρίναμε έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί πέρα από τις αρετές της γραφής τους και του τρόπου που αποδίδουν τη θεματική τους, επιχειρούν να εντάξουν το σεξ – και μάλιστα συνειδητά μέσα από την αντρική εμπειρία – ματιά – στον λογοτεχνικό λόγο. Εγχείρημα διαχρονικά δύσκολο, όπως γνωρίζουν όλοι, γραφιάδες και αναγνώστες. Πόσο μάλλον στην εποχή μας, που οι λευκοί άντρες συγγραφείς εγκαλούνται ως εξ ορισμού μάτσο και ένοχοι για όλα. Έτσι, στο διήγημα Η γραμμή του ορίζοντα ο αφηγητής ανακαλεί μια φευγαλέα και γεμάτη πάθος συνεύρεση με μια γειτονοπούλα του, που αμέσως μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Ώσπου, διασταυρώνονται τυχαία και το ίδιο φευγαλέα στους δρόμους της γειτονιάς τους μετά από είκοσι χρόνια. Εκείνη σπρώχνει ένα παιδικό καροτσάκι και κανείς από τους δυο δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στο συγκεκριμένο γεγονός. Μόνο μια «παρωνυμική» αναφορά της κοπέλας στην μπουκαμβίλια που υπήρχε στο μπαλκόνι όπου έλαβε μέρος η φευγαλέα συνεύρεσή τους και οι εικόνες που αυτή ανακαλεί στη μνήμη του αφηγητή υποδηλώνουν ότι το γεγονός παραμένει βαθιά χαραγμένη στην ψυχή και των δύο. Πόσοι άραγε από τους αναγνώστες του διηγήματος δεν θα έχουν κάποια παρόμοια εμπειρία να διηγηθούν; Μια εμπειρία που θα ανακαλέσει στη μνήμη τους το ιδιαίτερα κομψό και προσεκτικά διατυπωμένο αυτό διήγημα;

Στο τέταρτο διήγημα της ομάδας (Από το δικό μου παράθυρο) περιγράφεται μια κοινή αντρική εμπειρία ή, σωστότερα φαντασίωση σεξουαλικής εμπειρίας που συνδέεται με την πρώτη επαφή με μια μεγαλύτερη και πλέον πεπειραμένη από τους ίδιους γυναίκα. Η περίληψη του διηγήματος μοιάζει όντως με «αντρική υπόθεση». Με τη διαφορά ότι το σεξ γίνεται από δυο άτομα (συνήθως), οπότε και δεν υφίστανται αμιγώς «αντρικές, σεξουαλικές εμπειρίες» ή φαντασιώσεις. Πόσο μάλλον όταν παρόμοια γεγονότα μ’ όσα περιγράφονται στο συγκεκριμένο διήγημα μπορούν κάλλιστα να αναχθούν σε δομικά στοιχεία μιας αντρικής ενδεχομένως «παραμυθίας» για την Πρώτη Επαφή. Κάτι που έχει κάνει ήδη η μεγάλη Βιομηχανία Ονείρων, το Χόλυγουντ (Πρωτάρης).

Κοινό χαρακτηριστικό τόσο των δυο αυτών διηγημάτων όσο και των υπολοίπων της συλλογής αποτελεί το γεγονός ότι η αλήθεια του συγγραφέα διατυπώνεται με περισσό θάρρος και τιμιότητα. Δυο αρετές που δεν συναντιόνται συχνά στην λογοτεχνία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο του Βαγγέλη Γονιδάκη Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι, πέρα από την ψυχική αγαλλίαση που δοκιμάζει, μπορεί να κλείσει με τη σειρά του το μάτι στον συγγραφέα υποστηρίζονται ότι δεν είναι αυτός που έχει τόσα κοινά βιώματα με τον συγγραφέα… «Τ’ ορκίζεται».

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular