Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Βάδιζε σκυφτός. Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες για να αποφύγει την πρωινή υγρασία. Και το κεφάλι χωμένο βαθιά στον γιακά της μάλλινης ζακέτας του. Ήταν αποφασισμένος να μην κοιτάξει γύρω του. Σε λίγες ώρες θα έφευγε με το τελευταίο φορτηγό και δεν ήθελε να πάρει μαζί του καμιά τελευταία εικόνα. Του αρκούσαν όσα είχε από παιδί στον νου του. Εκεί όπου φωλιάζουν οι μνήμες του. Εκεί όπου τις βρίσκει και τις ανασκαλεύει η νοσταλγία. Το φευγιό πονά περισσότερο αυτόν που φεύγει από εκείνον που μένει πίσω. Μόνο τα πόδια του σέρνονταν ανήμπορα να ακολουθήσουν τον αποχαιρετισμό. Χώνονταν στις λάσπες λες και η αναχώρηση αυτή δε θα πονούσε τόσο αν πάνω στις παλιές και μισοσκισμένες μπότες του κολλούσε το χώμα. Όσο περισσότερο χώμα γινόταν. Για να το πάρει μαζί του φεύγοντας. Ακόμα κι ένας μικρός κόκκος θα αρκούσε. Μέχρι να ξαναγυρίσει. Κάποτε. Γιατί κι οι άνθρωποι κομμάτι του τόπου είναι. Πώς να τους ξεκορμίσεις και να μη ματώσει; Βγαίνει αναίμακτα ποτέ το νύχι από τη σάρκα;

Μια σκέψη μόνο περνούσε από το μυαλό του. Πότε θα ερχόταν εκείνη η μέρα που θα μπορούσε να γυρίσει. Ούτε τι θα απογίνει, ούτε πού πάει, ούτε πού θα βρεθεί στο μεταξύ. Κι ας μην ήξερε πώς θα ξημερώσει η επόμενη μέρα. Δεν είχε σκοπό να ριζώσει πουθενά αλλού. Έτσι πίστευε. Κανείς δεν αποκόβεται από τη ρίζα της ζωής που τον έθρεψε. Από τη ρίζα που τον έκανε να απλώσει τα δικά του κλαδιά στον κόσμο. Ανασήκωσε το πρόσωπό του. Όλα εκεί γύρω ήταν μια τεράστια ρίζα κι εκείνος ένα δέντρο, πώς να φύγει;

Τον πήραν τα δάκρυα. «Μωρέ, δεν κλαίνε οι άντρες». Έτσι του ‘λεγε η μάνα του. Να ‘σουν εδώ, μωρέ μάνα, να έβλεπες και τότε να δούμε τι θα έλεγες. Δεν κλαίνε ούτε κι όταν πονούν; Ούτε όταν αφήνουν πίσω τους το χωράφι του παππού με τις ροδιές, το σπίτι με τις πατρογονικές αναμνήσεις, το πεζούλι στην αυλή που κάθε απόγευμα έβγαινες και σπούσες μύγδαλα με μια πέτρα, την αποθήκη του πατέρα με τα εργαλεία πεταμένα παντού, τη μαγκούρα του παππού και τα κεντίδια της γιαγιάς, το πηγάδι στην άκρη του δρόμου με το γάργαρο νερό;

Σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε πίσω του. Δεν υπήρχε τίποτα γνώριμο. Όλα όσα γνώριζε από παιδί είχαν καταστραφεί. Άξαφνα κατάλαβε πως το σπίτι του γείτονα τυλιγόταν στις φλόγες. Έτρεξε προς το μέρος του. «Σαρκίμ», φώναξε βλέποντας τον καλύτερό του φίλο να στέκεται μπροστά από το φλογισμένο σπίτι και να κοιτά. «Σαρκίμ, τι έγινε εδώ;»

Ο Σαρκίμ δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Λες και τα μάτια του είχαν κολλήσει κι αυτά πάνω στις φλόγες κοιτούσε τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, της δικής του, του πατέρα του και του παππού του να μετατρέπονται σε στάχτη.

Σκέφτηκε πως ποτέ δεν είχε δει φωτιά να καίει τόσο αργά. Να γλείφει κατάσαρκα τους τοίχους και τα μισογκρεμισμένα δοκάρια χωρίς να τα καταπίνει. Λες και οι φλόγες κοιτούσαν τον Σαρκίμ και τον παρακαλούσαν να τις σβήσει. Μα εκείνος είχε καρφώσει εκεί τα μάτια του χωρίς να μιλά. Μάταια η έγκυος γυναίκα του καθισμένη στην καρότσα του φορτηγού με τα λιγοστά τους πράγματα θρηνούσε και καταριόταν. Δεν την άκουγε. Άκουγε μόνο το τρίξιμο της φωτιάς να συνθλίβει το παρελθόν του, τις φωνές της μάνας του όταν τον γεννούσε, τα κλάματα και τις χαρές της φαμίλιας του, την παιδική του ηλικία και την ενήλικη ζωή του, το κλάμα του δικού του γιου, εκείνου που χάθηκε στον πόλεμο. Και μόνο σαν καταλάγιασαν οι φλόγες ο Σαρκίμ στράφηκε προς το μέρος του.

«Γιατί;» τον ρώτησε μόνο.

«Επειδή το πονώ», είπε εκείνος κι άναψε τσιγάρο. Δυο γουρουνάκια τρομαγμένα έτρεξαν προς το μέρος του Σαρκίμ. Εκείνος χαμήλωσε το χέρι του και τα χάιδεψε. Τρία χρόνια τώρα, καθημερινά, τα φρόντιζε. Να είναι καθαρά, να έχουν τροφή, να μην κυλιούνται στις λάσπες. Τα ζώα τρίφτηκαν πάνω στο παντελόνι του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα ξεροκόμματο, το έκοψε στα δύο και τους το μοίρασε κι εκείνα κατάπιαν τη λιχουδιά νιώθοντας ασφάλεια κοντά του.

Ο Σαρκίμ προχώρησε προς το φορτηγό. Πήρε το τουφέκι του από το κάθισμα και στράφηκε προς το μέρος τους. «Σαρκίμ», ούρλιαξε έντρομη η γυναίκα του αλλά εκείνος δεν την άκουγε. Χωρίς δισταγμό σήκωσε το όπλο και στόχευσε ακριβώς στα αθώα παιχνιδιάρικα μάτια του ζώου. Το γουρούνι έπεσε καταγής μεμιάς κι εκείνος πυροβόλησε και το δεύτερο. Ακριβώς ίσια στα μάτια και αυτό. Αίμα σπαρταρούσε από τις πληγές των ζώων. Αίμα σπαρταρούσε κι απ’ την καρδιά του Σαρκίμ. Έβαφε τη γη, στοίχειωνε το χώμα.

Δεν άντεξε να τον κοιτά. Έχωσε πάλι το αγριεμένο του πρόσωπο στον γιακά της ζακέτας του και έφυγε. Ο ίδιος αρνιόταν να δεχτεί ότι θα έφευγαν για πάντα από εκεί. Ο Σαρκίμ δεν καταλάβαινε ότι θα γυρίζαν πίσω μια μέρα; Πού θα έμενε τότε; Τις τελευταίες μέρες, μετά τα  τελευταία γεγονότα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ  όλοι οι κάτοικοι της περιοχής έπρεπε να φύγουν. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να μαζέψουν τα πράγματα τους. Κι ύστερα έπιασαν να μετακινούν τα απομεινάρια μιας αρχαίας κολώνας. Αγκομαχώντας έγιναν όλοι μια ανθρώπινη αλυσίδα να αλυσοδέσουν την ιστορία τους. Να μην την αφήσουν πίσω τους όταν φύγουν. Και όταν όλα αυτά τελείωσαν άρχισαν να καταστρέφουν όλα όσα είχαν με κόπο φτιάξει με τα ίδια τους τα χέρια, λες και μια παραφροσύνη ομαδική είχε μετατρέψει την αγάπη τους για τούτο τον τόπο σε απόγνωση. Με ό,τι μπορούσαν, με πέτρες, μπουλντόζες ή απλώς έναν γκασμά χτυπούσαν με δύναμη τα πλίθινα ντουβάρια των σπιτιών τους. Όλη η περιοχή μετατράπηκε σε ερείπια. Σωροί από πέτρες. Τα σπίτια έχασκαν μισοκαμένα ή γκρεμισμένα, ανήμπορα να κατανοήσουν την απελπισία που όπλισε τα χέρια όσων τα αγάπησαν.

Προχώρησε προς το χωράφι του πατέρα του. Εκεί όπου μαζί πριν από μερικά χρόνια είχαν φυτέψει τις ροδιές. Ένα ολόκληρο στρέμμα γεμάτο ροδιές. Ακόμα θυμάται εκείνες τις μέρες. «Πατέρα, να σταματήσουμε λίγο να φάμε κάτι», του φώναζε. «Σκάβε και μη μιλάς», απαντούσε εκείνος και συνέχιζε να δουλεύει. Χωμένοι στο χώμα έσκαβαν και φύτευαν ελπίδες ότι μια μέρα θα μαζεύαν τόνους ρόδια να τα πουλήσουν. Μικρά κλαράκια ήταν στην αρχή κι ύστερα μεγάλωναν μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Κι όταν άρχισαν να έρχονται τα πρώτα ρόδια έκαναν γλέντι μεγάλο στο σπίτι τους. Μεθυσμένοι από χαρά έστυβαν ρόδια κι έπιναν το ζουμί τους. Ρουμπινί ο χυμός, σαν μεθυσμένο αίμα, έβαφε παντού τα ρούχα τους, τα γένια του πατέρα, το λευκό τραπεζομάντηλο της μάνας.

Τώρα, οι ροδιές επέμεναν να στέκονταν όρθιες σε έναν τόπο που όλα έμοιαζαν χαμένα. Αλώβητα τα δέντρα μα ο καρπός είχε σκορπίσει σε όλο το χωράφι. Τα ρόδια είχαν πέσει καταγής κι είχαν ανοίξει. Ο χυμός τους έβαφε τη γη. Υποσχόταν την επιστροφή της ζωής στα χώματα που ρήμαξε ο πόλεμος. Μια κατακόκκινη περιφρόνηση στο ζοφερό σκοτάδι της φυγής. Ξάπλωσε ανάμεσά τους. Να αφουγκραστεί τον θάνατό τους, να μυρίσει  το άρωμα της ζωής όταν σαπίζει πεταμένο στην ανυποψίαστη γη.

Τον ξύπνησε ο ήχος ενός φτυαριού. Σηκώθηκε. Το παντελόνι του είχε μουσκέψει από την υγρασία. Θα πρέπει να γυρίσω σπίτι να αλλάξω ρούχα, σκέφτηκε. Και να ετοιμάσω έναν μπόγο να πάρω μαζί μου μερικές αλλαξιές, να ‘χω ώσπου να γυρίσω πίσω. Κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν ο θόρυβος. Είδε τρεις άντρες να σκάβουν. Για την ακρίβεια ο ένας έσκαβε και οι άλλοι δύο καθισμένοι σε κάτι βράχους παρακολουθούσαν τη σκηνή. Προχώρησε προς το μέρος τους. Αναγνώρισε τον Σεργκέι με τα αδέρφια του. Γείτονες κι αυτοί, φίλοι από παιδιά. Ο μεγαλύτερος αδελφός είχε σκυμμένο το κεφάλι και δεν κοιτούσε. Ο άλλος κάπνιζε και περίμενε.

«Τι κάνετε;» ρώτησε και πλησίασε.

«Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ. Ποιος ξέρει τι θα απογίνουν οι νεκροί μας. Σ’ όλη μας τη ζωή θα σκεφτόμαστε ότι τον αφήσαμε πίσω. Αύριο άλλοι άνθρωποι θα έρθουν. Δεν ξέρουμε τι θα κάνουν. Έλα, βόηθα κι εσύ, βάλτε όλοι ένα χεράκι να βγάλω από δω μέσα τον πατέρα μας».

Έβαλε κάτω από το μισοσπασμένο φέρετρο δυο σχοινιά κι οι τέσσερεις άντρες έπιασαν από μιαν άκρη ο καθένας να ανασηκώσουν τα απομεινάρια ενός πατέρα από το χώμα. Το βάρος τον τράβηξε κι έχασε την ισορροπία του. Προς στιγμήν νόμιζε ότι θα πέσει στον λάκκο κι αυτός, όμως πρόλαβε, τελευταία στιγμή, και γαντζώθηκε στην επιφάνεια. Νόμιζε ότι θα λιποθυμήσει από τη μυρωδιά που αναδυόταν. Τα σωθικά του ανακατεύτηκαν. Τον έπιασε βήχας δυνατός. Απομακρύνθηκε από κοντά τους και τους κοιτούσε. Χορός μιας αρχαίας τραγωδίας που εξελισσόταν μπροστά του. Τοποθέτησαν το ξύλινο κουτί σε μια πλαστική μεμβράνη που είχαν ανοίξει καταγής και το δίπλωσαν με αυτή. Τυλιγμένος σε ένα παράξενο κουκούλι ο νεκρός θα ταξίδευε μαζί τους για τη νέα γη.

Η ανησυχία τον κυρίευσε. Άραγε, εκεί θα έβρισκαν επιτέλους ηρεμία; Μήπως ο Σαρκίμ και όλοι οι άλλοι είχαν δίκιο; Μήπως ο ίδιος απλώς δεν μπορούσε να δει την αλήθεια; Ξαφνικά φούντωσε στην καρδιά του η αγωνία. Ο φόβος για την αυριανή μέρα. Ασυναίσθητα έφερε τις παλάμες του στα μάτια του. Να μη βλέπει πια τίποτα. Να μην αντικρίζει τους εφιάλτες. Τους άκουσε να τον φωνάζουν. Δε γύρισε. Απομακρύνθηκε με βήμα ταχύ αυτή τη φορά. Μπροστά του ήταν μια πέτρα. Την  κλότσησε με δύναμη κι ένιωσε το πόδι του να πονά αλλά συνέχισε να βαδίζει. Μονάχα μια σκέψη τριγύριζε πια στο μυαλό του. Να γυρίσει γρήγορα σπίτι του. Δεν τον ένοιαζε το βρεγμένο του παντελόνι.  Ούτε η βρεγμένη του ψυχή. Μονάχα ο δρόμος. Να φτάσει μια ώρα αρχύτερα. Να προλάβει. Να προλάβει προτού φανεί το φορτηγό και τον πάρει μακριά.

Ασθμαίνοντας έφτασε στο σπίτι του. Στάθηκε στην άκρη της αυλής και ακούμπησε στον κορμό ενός γέρικου δέντρου παλεύοντας να πάρει ανάσα. Σήκωσε τα μάτια και το κοίταξε. Στεκόταν εκεί και του χαμογελούσε. Ήξερε ότι το έβλεπε για τελευταία φορά. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, άγριο, όπως το ένστικτο της επιβίωσης.

Ύστερα έσκυψε και έπιασε την πρώτη πέτρα.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular