Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Οι ασθενικές ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω στην αμφίβολης καθαριότητας τζαμαρία και παγιδευμένες από το υλικό που ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν νίκησαν κατά κράτος, ζέσταιναν αργά και νωχελικά τη σχολική αίθουσα. Μυρωδιά από πρωινά χνώτα και άπλυτα, αρσενικά, εφηβικά κορμιά πλανιόταν στον αέρα και βάραινε την φτωχή σε οξυγόνο ατμόσφαιρα. Το επίμονο μουρμουρητό της φωνής του καθηγητή νανούριζε τ’ αυτιά των αποχαυνωμένων εφήβων και ανακαλούσε τα αμαρτωλά βραδινά τους όνειρα.

Στην κορύφωση μιας κορώνας δασκαλικού ναρκισσισμού χτύπησε επιτέλους το λυτρωτικό κουδούνι και ξέσπασε ο χαβαλές του διαλείμματος, νόμιμος πια και γι’ αυτό ξεκοιλιασμένος. Το μαθητικό μπουλούκι ξεχύθηκε στις σκάλες βιαστικό, γνωρίζοντας εξ αγχιστείας ότι ο Χρόνος, μόνιμα έφηβος αυτός, βιάζεται, όταν οι στιγμές του είναι πολύτιμες, δηλαδή ευτυχισμένες.

Μόνο δυο ανάμεσα τους βάδιζαν με περισπούδαστο και αργό βήμα, ωσάν μανδαρίνοι που το βάρος της σοβαρής αποστολής τους περιορίζει τη λυγεράδα του καλοζωισμένου τους κορμιού. Κάθε τόσο σταματούσαν και ψιθύριζαν συνωμοτικά, ρίχνοντας συνοφρυωμένες ματιές στους συμμαθητές τους, σαν να επεξεργαζόταν σχέδια δολερά και κακόβουλα εναντίον τους.

Φτάνοντας στο ισόγειο, αντί να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους προς την αυλή του Γυμνασίου και τη χαρά του διαλείμματος, περιφρονώντας μπάλες προκλητικές και συζητήσεις για έρωτες στεφανωμένους με το χρυσό κότινο της εφηβικής κομπορρημοσύνης, έστριψαν απρόσμενα προς τα άδυτα των αδύτων, το μίζερο Γραφείο Καθηγητών με μια κάποια ενοχή στο βλέμμα.

Μπαίνοντας, η μυρουδιά από φρεσκοψημένους τούρκικους και άρτια χτυπημένους νεωτερικούς φραπέδες τους χτύπησε στην μύτη. Αναστέναξαν επιθυμώντας και ένα για πάρτη τους και το Μέλλον, με την μορφή καουμπόη στο πανί του καλοκαιρινού κινηματογράφου Ατλάντα (διπλόπιτο σουβλάκι υποχρεωτικά στο διάλειμμα ) τους πέρασε το λάσο του σφιχτά στον λαιμό, γελώντας σαρδόνια και σχολιάζοντας ψιθυριστά και χαιρέκακα στο αυτί τους:

«Σε παρόμοια μέρη θα περάσετε ηλίθιοι την ζωή σας. Η επιθυμία που νιώθετε τώρα είναι η παγάνα σας, αφού ό,τι επιθυμούμε τελικά το αποκτούμε».

Απέφυγαν έντεχνα τις αυστηρές ματιές μερικών καθηγητών που ένιωσαν ότι η παρουσία μαθητών παραβίαζε το άβατο του λειτουργήματός τους και στρογγυλοκάθισαν σ’ ένα γραφείο στην πιο απόμερη γωνία της αίθουσας, βγάζοντας με προσποιητή εμβρίθεια  χαρτιά και πένες  από το πρώτο συρτάρι.

Σε λίγο οι καθηγητές τους ξέχασαν. Τόσο που τα συναμεταξύ τους πειράγματα και γελάκια, όσο και το συνεχές μουρμουρητό από το στενό φλερτ του νεαρού γυμναστή στη γαλλικού και του παντρεμένου μαθηματικού – γνωστού μπερμπάντη – στην μεγαλοκοπέλα φιλόλογο έφτανε καθαρά στα αυτιά τους.

Ο ένας εκ των μανδαρίνων, ρίχνοντας συνεχώς κλεφτές ματιές προς το μέρος των καθηγητών, προσπαθούσε να μην γίνει αντιληπτός, αλλά δεν μπορούσε να ξεκαρφώσει τα μάτια του στις γάμπες της φιλολόγου. Εκείνη, ανέμελη και ερεθισμένη από το επίμονο φλερτ του μαθηματικού, κατά καιρούς τις σταύρωνε και τις ξεσταύρωνε, κάνοντας το φίνο καλτσόν να τρίζει και σπρώχνοντας συνεχώς και πιο ψηλά την ήδη κοντή φούστα της. Ο νεαρός είχε εμφανώς κοκκινίσει, αν και ήταν τέλος Νοέμβρη, έκανε κρύο στην αίθουσα κι από τότε που ήρθε ο καινούριος γυμνασιάρχης η έννοια του αναμμένου καλοριφέρ ήταν παντελώς άγνωστη στο σχολείο τους. Αν κάποιος προικισμένος με ιδιότητες σούπερμαν μπορούσε να διαπεράσει με το βλέμμα του την σιδερένια ποδιά του γραφείου, θα διαπίστωνε ότι ο έφηβος ήταν σε έντονη στύση, που εδώ και ώρα προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατρήσει τον τζιν του. Κατά καιρούς, χωρίς να γίνει αντιληπτός ακόμα κι από τον συμμαθητή του που καθόταν διπλά του, διακριτικά αλλά μάταια έσπρωχνε με τον αριστερό του καρπό κάτω από το γραφείο το ερεθισμένο του πέος, σε μια απέλπιδα χειρονομία καθυπόταξής της, αν όχι πλήρους απαλλαγής απ’ αυτήν. Σε λίγο το κουδούνι ξαναχτύπησε σημαίνοντας τη λήψη του διαλείμματος, ο χώρος άδειασε με μιας από τους καθηγητές, οι δύο τους χαλάρωσαν και άρχισαν το αλισβερίσι. «Αυτό το βάζουμε;». «Μαλακία δεν είναι;». «Κι εγώ έτσι νομίζω. Χέσ’ τον, δεν έχει ανοίξει βιβλίο και μου το παίζει ποιητής…».

Η μέγιστη των αρμοδιοτήτων τους, η λογοκρισία, μετά από την ανάπαυλα μιας μέρας, είχε και πάλι αρχίσει να κυλά ορμητικά στο αίμα τους και φούντωνε μετατρεπόμενη στο βασικό εργαλείο του γραφιά, τη γομολάστιχα. Μόνο που στην εφηβική διαστροφή της, η πράξη της αυτή δεν αφορούσε δικά τους κείμενα, άλλα γραπτά των δόλιων συμμαθητών τους. Όσων αφιονισμένοι από την πιθανότητα μελλοντικής δόξας ώστε να κάνουν το κομμάτι τους στα κορίτσια του Θηλέων, έστειλαν μετά την πρόσκληση του καθηγητή τους, δεκάδες ποιήματα, σχόλια και αφηγήσεις προς δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό. Αυτό που θα έβλεπε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας των Τριών Ιεραρχών, 30 Ιανουαρίου 1974, δοξάζοντας το συνοικιακό τους Γυμνάσιο. Ο σκοπός της έκδοσης ιερός: τα κέρδη από την πώλησή του θα συνέβαλαν στη μείωση του κόστους της εκδρομής της Στ’ Γυμνασίου στην Κρήτη.

Ανάμεσα στα κείμενα που είχαν ήδη αραδιάσει στο γραφείο και κάποια από την terra incognita, την αντίπερα όχθη, τα κορίτσια του Θηλέων της πρωινής βάρδιας που προσπαθούσαν μάταια με τις άκομψες ποδιές τους σουρωμένες στη μέση με την ζώνη μετά το σχόλασμα – γιατί η κάλυψη επιβάλλει την αποκάλυψη – να διαφημίσουν τα λαχταριστά κορμιά τους, που βρισκόταν πάντα τόσο κοντά και τόσο βασανιστικά μακριά από τα συνομήλικά τους αγόρια, σαν τα νυχτερινά τους όνειρα, τα αποχαυνωμένα.

Το έργο της λογοκρισίας και επιλογής των κειμένων διέκοψε ο νεαρότερος των καθηγητών τους, ο κ. Φουρνόδαυλος. Φιλόλογος κι αυτός είχε μετατεθεί καθυστερημένα μέσα Νοέμβρη στην Αθήνα, από κάποιο γυμνάσιο της Πελοποννήσου για άγνωστο λόγο. Φήμες λέγανε κάτι για τιμωρία από το καθεστώς, αλλά στις μέρες εκείνες οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Του είχαν κολλήσει κιόλας το παρατσούκλι «ο Φιλόσοφος», γιατί ως απόφοιτος όπως τους δήλωσε του Φιλοσοφικού Τμήματος αγαπούσε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία και με κάθε ευκαιρία μέσα στην τάξη τους μιλούσε για το έργο και τη ζωή γνωστών και μεγάλων φιλοσόφων. Για τον Μαρξ, το διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό τους μιλούσε αποκλειστικά εκτός, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων και σε μια μικρή ομάδα μαθητών με ιδιαίτερες ανησυχίες. «Πώς πάει το έργο; Έχουμε κανένα καλό κείμενο;»

Κούνησαν και οι δύο αρνητικά το κεφάλι, φτωχά πράγματα είπαν, και ο καθηγητής χαμογέλασε. «Δηλαδή, εσείς δεν γράψατε τίποτα για το περιοδικό;», τους περιέπαιξε. Έφαγαν κανονικά την φόλα. Είχανε γράψει, αλλά ακόμα δεν τα κατέθεσαν, δίσταζαν, δεν ήξεραν, αν έπρεπε, λόγω των ιδιαίτερων καθηκόντων τους δηλαδή… Ταίριαζε να είναι συντάκτες και ταυτόχρονα  «συγγραφείς», ρώτησαν. Χαμογέλασε και τους τα ζήτησε. Τα έδωσαν πρόθυμα. Εξάλλου, τα κρατούσαν πάντα πρόχειρα στην κωλότσεπη και περίμεναν την ευκαιρία.

Στρώθηκε με τη σειρά του σε μια γωνιά και άρχισε την ανάγνωση. Ήταν σίγουρα αγροτόπαιδο, αλλά και οι δύο θυμόταν καλά το στιβαρό του χέρι του, χέρι σκαφτιά, εκείνη την πρώτη μέρα που εμφανίστηκε στο σχολείο τους. Κατά διαβολική σύμπτωση, ήταν  Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 1973, σε ποιον να το πεις και ποιος να σε πιστέψει. Τότε τους είχε συγκρατήσει μην την κοπανήσουν από τις σκάλες αμέσως μετά το πρώτο διάλειμμα. Ως ένδειξη συμπαράστασης, δηλαδή, στους αγωνιστές του Πολυτεχνείου, όπως είχαν αποφασίσει λίγα λεπτά πριν, ξαναμμένοι μετά από μια νύχτα αγρύπνιας με το αυτί κολλημένο στο παράνομο ραδιόφωνο μέχρι που σίγησε…

«Προσοχή, γυρίστε αμέσως στην τάξη», είπε με έγνοια αλλά συνάμα ύφος αυστηρό, σαν πραγματικός δάσκαλος. «Κάτω είναι η αστυνομία και παίρνει απουσίες, δεν έχει νόημα πια…». Πρώτη φορά τον έβλεπαν, αλλά από τότε τον σεβάστηκαν.

Το βλέμμα και των δυο τους, χωρίς να συνεννοηθούν, εγκατέλειψε τα κείμενα που είχαν μπροστά τους και καρφώθηκε στο πρόσωπο του νεαρού φιλολόγου, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν και την παραμικρή του αντίδραση όσο διάβαζε. Για μια στιγμή, ο κριτής τους αναστέναξε δείχνοντας ευχαριστημένος, σχεδόν ανακουφισμένος. Σηκώθηκε από τη θέση του και τους πλησίασε χαμογελώντας. «Αξιόλογες και αξιέπαινες προσπάθειες και από τους δύο σας. Πείτε στον κύριο Πούλου ότι εγκρίνω την ένταξή τους στο προς έκδοση φύλλο».

Τα πρόσωπά τους έλαμψαν και στο έναν επανήλθε η στύση, που υπό τον φόβο της απόρριψης είχε εξαφανιστεί. Αντικείμενό της αυτή τη φορά οι απροσδιόριστες, μελλοντικές, λογοτεχνικές δόξες κι όχι η συνήθη εικόνα που στοίχειωνε τα νυχτερινά του όνειρα, από τη στιγμή που μπήκαν στο γραφείο των καθηγητών για να ασκήσουν τα καθήκοντα της συντακτικής ομάδας: η φιλόλογος με ανοιχτά τα πόδια  και φορώντας μόνο το φίνο καλτσόν της, να του χαμογελά ενθαρρυντικά πάνω σε κάποιο άγνωστο κρεβάτι ξενοδοχείου…    

Ο κ. Πούλος, ο έτερος φιλόλογος του Πρακτικού Τμήματος, εμπνευστής της έκδοσης του περιοδικού και γεννημένος ευπατρίδης, έκανε την εμφάνισή του την επόμενη διδακτική ώρα. Έλεγξε το σύνολο της ύλης που είχαν εγκρίνει – τέσσερα ποιήματα κουτσουρεμένα επαρκώς ώστε να χωρέσουν σε αντίστοιχες τρύπες σελίδων – δύο υποτίθεται ταξιδιωτικά διηγήματα και μια αναφορά εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου σχετικά με την ονοματοδοσία της συνοικίας τους- συναίνεσε στις επιλογές τους, έριξε και μια διαγώνια ματιά σε όσα είχαν απορρίψει, συναίνεσε σ’ όλα και τους έδωσε τον τίτλο του περιοδικού, που περίμεναν από μέρες να αποκαλύψει πρώτα σ’ αυτούς, του εκλεκτούς του. «Πρωτόλειο, εκ του πληθυντικού τα Πρωτόλεια=τα πρώτα λάφυρα εν πολέμω, και κυρίως, οι πρώτοι καρποί, όπως θα σημειωθεί διευκρινιστικά στην πρώτη σελίδα του φύλλου. Από κάτω θα γραφεί ‘’Περιοδικό των μαθητών του Γυμνασίου αρρένων Μοσχάτου . Έτος 1 ον –Αριθμός Φύλλου 1-29 Μαρτίου 1974’’. Κατανοητόν». Ήταν. «Το σχετικό σχόλιο που θα φέρει επικεφαλίδα, ‘’Ο τίτλος μας’. Μην ξεχάσετε να το να χωρέσετε στην πρώτη σελίδα, σας εφιστώ την προσοχή… Κι από κάτω θα βάλετε αυτό το κείμενο με επικεφαλίδα, ‘’Η γλώσσα μας’’, Αν δεν σας χωρέσει θα μεταφέρετε το υπόλοιπο στις τελευταίες σελίδες του περιοδικού και θα προσθέσετε παραπομπή  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ  ΣΕΛΙΔΑ….Κατανοητόν;».  Ήταν.

Ασχολήθηκε λίγο ακόμα με το στήσιμο των σελίδων που είχαν σχεδόν τελειώσει, ξαναδιάβασε προσεκτικά τα κείμενα αυτή τη φορά, έκανα μερικές διορθώσεις,  και μόλις χτύπησε το κουδούνι αλλαγής για την τελευταία ώρα, έφυγε βιαστικά, γιατί είχε μάθημα Αγωγής του Πολίτη στο τμήμα τους.

Αναδεύτηκαν κι δυο στα καθίσματά τους και τεντώθηκαν για άλλη μια φορά ευχαριστημένοι από τον εαυτό τους. Καλά την έβγαλαν κι σήμερα λούφα στο Γραφείο Καθηγητών, αν και δούλεψαν σκληρά για το περιοδικό. Στην αρχή της επόμενης βδομάδας, θα το τέλειωναν, το τυπογραφείο έπρεπε να είχε τις μεμβράνες πριν τις 20 Ιανουαρίου.  Έβαλαν μπροστά τους το κείμενο που τους είχε δώσει ο Πούλος και Βυθίστηκαν στην ανάγνωσή του.  «Έτσι, στο πρόβλημα μας σχετικά με την γλώσσα του περιοδικού , προτιμήσαμε τη λύση της ελευθερίας…». Κοιταχτήκαμε με νόημα. Μιλούσε με κώδικες ο καθηγητής, παρόλο που τότε δεν ήξεραν ακόμα τι είναι οι κώδικες. «…προκειμένου τα ταλέντα να παρουσιάσουν την δημιουργία τους χωρίς δέσμευση». Ασυναίσθητα χαμογέλασαν. Ποιοι ήταν τα ταλέντα; Καλά οι δυο τους ήταν όντως ταλέντα, αλλά ίσχυε το ίδιο και για τους συμμαθητές τους; Όλους τους άσχετους που δεν είχαν ανοίξει βιβλίο και τώρα το έπαιζαν λογοτέχνες για να βγάλουν γκόμενες; «Αλλά πάνω από όλα θελήσαμε να δώσουμε σε εσάς , ό,τι πιο ζεστό υπάρχει στον εαυτό μας». Κοκκίνησαν, ίσως γιατί μέχρι τότε πίστευαν πως ό, τι πιο ζεστό διαθέτουν, ήταν το χαμένο τους εφηβικό σπέρμα, που ακράτητο και οδηγημένο από τις εφηβικές ορμόνες τους διασπαθιζόταν σε κρυφές και σκοτεινές γωνιές, πίσω από τις πικροδάφνες, που φύτρωναν ανεξέλεγκτα  στις όχθες του Κηφισού. Στην πιο σκοτεινή περιοχή του προαστίου τους, όπου κάθε βράδι έβρισκαν φιλοξενία τα κρυφά ραντεβού τους με τα κορίτσια του Θηλέων. Τριψίματα μόνο, φιλιά μέχρι σχεδόν να ματώσουν τα χείλη, κάποιες εξερευνήσεις ρουτίνας κάτω από άχαρους στηθόδεσμους και για τους πιο θαρραλέους και χώσιμο του χεριού κάτω από τα λάστιχο της κυλόττας, μέχρι τα δάκτυλά τους να συναντήσουν τον υγρό παράδεισο και να οδηγηθούν σε αμοιβαία ανακούφιση. Και μετά, τη νύχτα στο κρεβάτι τους, όταν όλα και όλοι ησύχαζαν στο σπίτια,  η επανάληψη όσων είχαν προηγηθεί στις πικροδάφνες διανθισμένη με την απέραντη εφηβική φαντασία που ζωγράφιζε ολοκληρωμένες επαφές, πάνω σε κάποιο κρεβάτι αυτή τη φορά,  προκαλώντας νέους οργασμούς και  στύσεις.

Κάποιος χτύπησε το τζάμι. «Μωρή Κικίτσα τι σκατά θες πάλι;». «Λέει ο Χρήστος, το δικό του το βάλατε;». «Το βάλαμε ρε, ξεκουμπίσου τώρα και άσε μας να δουλέψουμε… Άντε σπάσε τι κοιτάς μωρή;». Έσπασε αλλά με το πάσο του, σεινάμενος και κουνάμενος,  σιγά μη τους φοβόταν… Αυτός ήταν πια τελειωμένη και αποφασισμένη, είχε όμως τα κότσια να το διατυμπανίζει. Όχι όπως μερικοί και μερικοί…, την θαύμαζαν και οι δυο τους.

Ο ένας τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. Πιανόταν εύκολα, δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοια, να κάθεται σε γραφεία και καρέκλες. Έμοιαζε περισσότερο με μαρμαρά ή φορτοεκφορτωτή, όχι με μαθητή Γυμνασίου. Ο έτερος μανδαρίνος έφτιαξε το φουλάρι του. Κομψός αυτός και ξανθομάλλης, λες και ήταν γεννημένος για πένες και χοντρά βιβλία. Κι οι δύο τους, όμως, αμέριμνοι ομοίως. Δηλαδή ανίκανοι να φανταστούν το Μέλλον. Αλλά το μέλλον ερχόταν, καβαλικεύοντας την Ιστορία, όπως έχει συνήθειο να κάνει…

-//-

Άνοιξη για τα καλά. Οι δυο μανδαρίνοι, ο Χρήστος, ο Μανόλης και ο Δημήτρης φίλοι πάντα από εκείνη τη μακρινή εποχή, έπιναν το πρώτο ουζάκι για μια ακόμα φορά σ’ ένα από τα πολλά συμπαθητικά ουζερί της μικροαστικής συνοικίας τους. Οι νεραντζιές που παραδοσιακά ανθούσαν στα πεζοδρόμιά της είχαν τρελαθεί από τις πρώιμες ζέστες, ένα νυχτολούλουδο στον διπλανό κήπο τους είχε ήδη  αρρωστήσει με τη βαριά μυρωδιά του, ενώ το φρεσκοψημένο χταπόδι κι οι γαρίδες που τσιτσίριζαν παραδίπλα στη φουφού έδινε γιορτινό τόνο στην αποψινή τους συνάντηση. Επίτηδες ο τετραπέρατος μαγαζάτορας είχε τοποθετήσει την ψησταριά στο σύνορο του ακάλυπτου με το πεζοδρόμιο με στόχο την προσέλκυση της εκλεκτής πελατείας του. Μια πρόχειρη τέντα πάνω από τα κεφάλια τους προστάτευε τους θαμώνες από την πιθανότητα ξαφνικής, ανοιξιάτικης  βροχής και ταυτόχρονα πετύχαινε τη μείωση της όχλησης που προκαλούσε το ουζερί στους περίοικους και ιδιαίτερα τους κατοίκους της πολυκατοικίας που υψωνόταν από πάνω του.

Η παλιοπαρέα απόψε μοιραζόταν εκτός από την όμορφη, ζεστή, ανοιξιάτικη βραδιά, αισθήματα γιορτινά. Γιατί η συνάντησή τους προκλήθηκε με την ευκαιρία μιας σημαντικής γι’ αυτούς «γιορτής» που είχε λήξει εγώ κι ένα μισάωρο πανηγυρικά και βουτηγμένη στο συναίσθημα. Την εκδήλωση που οι ίδιοι διοργάνωσαν με προσοχή εδώ και δυο μήνες και είχε αφορμή τα πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του «Πρωτόλειου» κι ήταν όλοι εκεί.

Το πρώτο τεύχος του περιοδικού και όσα ακολούθησαν μερικά χρόνια ακόμα  είχαν αναζητηθεί και συλλεχθεί από ιδιωτικές βιβλιοθήκες και συρτάρια παλιών μαθητών, βρέθηκαν ακόμα και οι διαφάνειες όπου χειρόγραφα είχαν συνταχθεί τα τρία πρώτα του τεύχη, πριν η τεχνολογία επιτρέψει πιο εξελιγμένες εκδοτικές μεθόδους, οι πέντε τους δημιούργησαν ένα μικρό power point βουτηγμένο στο συναίσθημα ξεθάβοντας φωτογραφίες από την εποχή που όλοι ήταν νέοι, οι δυο φιλόλογοι καθηγητές τους αναζητήθηκαν, βρέθηκαν και συμμετείχαν στην εκδήλωση καθισμένοι στην πρώτη σειρά σε τιμητικές θέσεις, ωραίοι λόγοι ακούστηκαν, υποσχέσεις πολλές δόθηκαν  – όλοι ξέρανε ότι δεν θα κρατηθούν -, ο ίδιος ο Δήμαρχος παραβρέθηκε, λίγο μικρότερός τους αλλά μαθητής κι αυτός του ίδιου Γυμνασίου, η αίθουσα εκδηλώσεων στο παλιό νεοκλασικό κτήριο – γραφεία κάποτε μιας από τις βιοτεχνίες που δημιούργησαν το προάστιό τους και τώρα Πνευματικό Κέντρο του Δήμου – ήταν υπέροχη,  όλοι ενθουσιάστηκαν και συγκινήθηκαν και μετά…  η εκδήλωση τέλειωσε.

Το πλήθος μαζεύτηκε για λίγο έξω από το κτίριο, σάλεψε λίγη ώρα ως δίβουλο τέρας που αναζητά σκεπτικό το δρόμο του, παρέες σχηματίστηκαν για τα περαιτέρω στις γύρω ταβέρνες,  όμως οι δυο μανδαρίνοι και οι κολλητοί τους, σκληροπυρηνικοί θιασώτες της κοινής τους διαδρομής πολλών ετών, χωρίς να πουν τίποτα και αρνούμενοι στα όρια της αγένειας πολλές προσκλήσεις, ξέκοψαν απ’ όλους και βρέθηκαν σε λίγο στο στέκι τους. Γιατί, ως γνωστόν, οι εκλεκτοί ακόμα και την ώρα του θριάμβου τους αποφεύγουν το συγχρωτισμό με την πλέμπα…

Τυχεροί, όμως, όπως και να το κάνουμε, είχαν ταξιδέψει παρέα πέντε δεκαετίας και τώρα, γύρω από ένα τραπέζι σχολίαζαν πάντα με πάθος και φωνές, όπως το συνήθιζαν από τα νιάτα του, όσα συνέβησαν πριν λίγο στην εκδήλωση. Τις απουσίες όσων χάθηκαν για πάντα στο δρόμο, όσοι εμφανώς ναυαγισμένοι προσήλθαν και προσπαθούσαν να περάσουν απαρατήρητοι, παρακολουθώντας σχεδόν έντρομοι τα δρώμενα, ενώ  πάνω από όλα συνεχώς ξανάφερναν στην κουβέντα τους – άλλοτε τρυφερά κι άλλοτε πικρόχολα – τους απλήρωτους λογαριασμούς που αφήνει πίσω του ο χρόνος.

«Δεν σας είπα… Προχτές με πήρε τηλέφωνο ο Π…………», διέκοψε κάποια στιγμή τις αναφορές σε τρίτους ο Χρήστος, ο πάλαι ποτέ ποιμένας της ηρωικής Κικίτσας. «Τον θυμάστε, ο ψηλός που έπαιζε βόλεϊ…». Ο ένας εκ των δύο μανδαρίνων τον θυμόταν καλά, ο άλλος θολά, οι υπόλοιποι φοίτησαν σε γυμνάσιο του Πειραιά και δεν τον γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Ο έτερος των μανδαρίνος, δεν είχε καλή μνήμη. Τον βοήθησαν να τον θυμηθεί. Ο ψηλός ντε, που γελούσε συνέχεια σαν χάνος και το έπαιζε αθληταράς, δεν θυμάσαι μια φορά που…

Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά, ήρθε στο νου του ένα πρόσωπο, αλλά εξακολουθούσε να είναι θολό. Το επίθετο το θυμόταν, θα έψαχνε το βράδυ το δεύτερο τεύχος του Πρωτόλειου που κρατούσε πάντα στη βιβλιοθήκη του, όπου δημοσιεύθηκαν όλες οι φωτογραφίες των αποφοίτων του 74 και θα τον ανακαλούσε  σίγουρα στη μνήμη του. Όμως, από πού ξεφύτρωσε αυτός και τι το ενδιαφέρον είχε ένα τηλέφωνό του στον Χρήστο για να τους τον αναφέρει; Ποτέ δεν υπήρξε μέλος της παρέας, ούτε καν στην περιφέρειά της κι αυτός – όπως συχνά δικαιολογούταν στον εαυτό του για την ασθενή μνήμη του – θυμόταν μόνο τους σημαντικούς και τα σημαντικά. Μάλλον, λοιπόν, δεν θα τον ενδιέφεραν, όσα είχα να τους πει ο Χρήστος, αλλά μιας και δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, κάρφωσε ένα πλοκάμι χταπόδι και αποφάσισε να τον ακούσει. Γιατί με τα χρόνια είχε αποκτήσει την συνήθεια να μην ακούει τους άλλους, ακόμα κι όσους αγαπούσε.

«Δεν ξέρω που βρήκε το τηλέφωνό μου, αλλά μου είπε ότι ήθελε να μου μιλήσεις γιατί διάβασε, το τελευταίο μου βιβλίο και συγκινήθηκε. Ιδιαίτερα στα σημεία όπου αναφέρομαι στα κοινά μας χρόνια. Του άρεσε, λέει όλο, αλλά ξέρετε πώς είναι αυτά τα πράγματα, οι γνωστοί μας λένε κι ένα λόγο παραπάνω, ακόμα κι αν δεν διάβασαν παρά καμιά τριανταριά σελίδες. Ο Π……. μου είπε ότι θυμόταν πολύ καθαρά τη σκηνή με τη γροθιά που μου ρίξε ο Δημήτρης μέσα στην τάξη. Κι άρχισε να μου την περιγράφει, λες και είχε συμβεί πριν πέντε λεπτά, με όλες τις λεπτομέρειες μέχρι και τη ρούχα φορούσαμε όλοι, τόσο του είχε κάνει εντύπωση. Θυμόταν πολύ καλά ότι πεταχτήκατε οι δυο σας πάνω και μπήκατε στη μέση», είπε ο Χρήστος κοιτώντας αυτόν και τον έτερο Μανδαρίνο, «Τα πάντα. Αλλά, δεν ήξερε πως ο Δημήτρης πέθανε εδώ και χρόνια και μάλιστα με τόσο τραγικά ειρωνικό τρόπο για τη ζωή που έζησε. Ούτε ότι υπήρξε για χρόνια ζιγκολό πριν το φάει η αρρώστια.   Μου εξομολογήθηκε ότι θυμόταν τη σκηνή, γιατί ντρέπεται ακόμα που δεν σηκώθηκε κι αυτός να με υπερασπιστεί. Έχει, λέει, ακόμα ενοχές…».

Ρώτησε τον Χρήστο, μάλλον από ευγένεια, τι είχε κάνει στη ζωή του ο Π….. «Σπούδασε μηχανολόγος ηλεκτρολόγος στην Αγγλία, αφού δοκίμασε να περάσει εγώ στο Πολυτεχνείο δυο χρονιές και δεν τα κατάφερε. Μετά δούλεψε σε διάφορες χώρες και τα τελευταία είκοσι χρόνια συνεχώς στο Ντουμπάι, μέχρι που πήρε τη σύνταξή του και γύρισε στη Ελλάδα. Χωρισμένος είναι τα παιδιά του ζουν έξω, αλλά ευτυχώς βρέθηκε με την  Ειρήνη, τη θυμάστε την Ειρήνη από το Θηλέων, είχαν σχέση  για λίγο στο Γυμνάσιο – έχει πεθάνει κι αυτής ο άντρας της – και περάνανε, λέει, το χρόνο μαζί. Είναι, όμως, μέσα στην κατάθλιψη και προσπαθεί να συνέλθει κάνοντας συνεχή ταξίδια και βόλτες. Σε μια από αυτές, πήγαν με την Ειρήνη, το Σεπτέμβριο που μας πέρασε  στην Έκθεση Βιβλίου στο Ζάππειο και έπεσαν πάνω στο βιβλίο μου».

Θυμήθηκαν κι οι υπόλοιποι τη σκηνή της γροθιάς. Εξάλλου, την ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά ακόμα ακόμα κι οι δυο της παρέα, που δεν φοίτησαν στο Γυμνάσιό τους. Οι διηγήσεις ετών είχαν δέσει τις ιστορίες τους σε ένα αξεδιάλυτο ενιαίο σώμα ιστοριών, κοινό και για τους πέντε.

Ήταν η ώρα της Γεωγραφίας. Καθηγητής τους ένας συμπαθητικός, αλκοολικός μαθηματικός πολύ μεγάλος για να διδάσκει ακόμα, μιλούσε με πάθος για το Σύμπαν, εμφανώς πιωμένος και σε κατάσταση ευθυμίας. «Το Σύμπαν είναι απέραντο», είπε κάποια στιγμή κι ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα, έχασε την ισορροπία του και έγειρε προς τα πίσω ακουμπώντας στο μαυροπίνακα. Προσπάθησε να επανέλθει στην κάθετη στάση, αλλά στάθηκε αδύνατο, πιθανώς  λόγω γήρατος, αυξημένου σωματικού βάρους και σίγουρα λόγω προηγούμενης ουζοκατάνυξης κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, όπως είχε συνήθεια να κάνει.

Η τάξη ξέσπασε σε γέλια. «Κοιτάξτε ρε,», ακούστηκε η περιπαιχτική φωνή του Δημήτρης από το τελευταίο θρανίο. «δείχνει πόσο έχει κάνει τον κώλο της Κικίτσας, ο κωλομπαράς της, ο κουρέας». Μεγάλος, γόης ο Δημήτρης και αλητάμπουρας, δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν φοβόταν τότε κανέναν. Τελευταία τάξη πια, για να τον ξεφορτωθούν όλοι οι καθηγητές θα του έβαζαν ένα «10». Λέγανε ότι έβγαζε ήδη μεροκάματο προσφέροντας υπηρεσίες σε μοναχικές κυρίες αλλά και κυρίους μεγάλης ηλικίας.

«Τον δικό σου κώλο να σκέφτεσαι και πως θα σου τον ξεχειλώσουν οι τζιναβωτοί που σε πάνε στα κότερά τους στον Πασαλιμάνι», του έδωσε πληρωμένη απάντησε ο Χρήστος από τον πρώτο θρανίο με την Κικίτσα δίπλα του και κατακόκκινη και με κατεβασμένο κεφάλι. Την είχε πάντα δίπλα του, υπό την καθοδήγησή του και στις υπηρεσίες του.

Ο Δημήτρης αντέδρασε αστραπιαία. Πετάχτηκε πάνω, έφτασε εν ριπή οφθαλμού  στα πρώτο θρανία, έχωσε δυνατή μπουνιά στον Χρήστο, γιατί αυτόν είχε εξ αρχής στόχο το πείραγμα κι όχι στη Κικίτσα. Αυτόν είχε καιρό στο μάτι, τότε μυστήριο γιατί, αυτό το έμαθαν χρόνια μετά. Ακολούθησε σύρραξη. Ο μαθηματικός παρακολουθούσε παροπλισμένος και ανίκανος να επέμβει, πάντα γερμένος στο μαυροπίνακα. Επενέβησαν, όμως,  δυναμικά οι δυο μανδαρίνοι – ο ένας εκτός από επίδοξος συγγραφές ήταν πριν λίγο καιρό πρωταθλητής στην άρση βαρών -, το θέμα τακτοποιήθηκε πάραυτα κι ο γόης πετάχτηκε κακήν κακώς εκτός τάξης. Ο μαθηματικός με τη βοήθεια δυο τριών μαθητών επανήλθε στην όρθια στάση και το μάθημα συνεχίστηκε σαν να μην συνέβη το παραμικρό. Όλοι προβληματίστηκαν, γιατί είχε ο Δημήτρης τέτοιο άχτι τον Χρήστο, έκαναν διάφορες υποθέσεις που κράτησαν για τον εαυτό τους και η ιστορία έμεινε εκεί.

«Δεν ξέρετε όμως τι μου εκμυστηρεύτηκε ο Π …….». Τέσσερα ζευγάρι αυτιά τεντώθηκαν. Ουπς, για αυτό ο Χρήστος έφερε στο τραπέζι τον τύπο. Κάτι καινούριο θα μάθαινα για εκείνη την εποχή, μετά από τόσα χρόνια ευεργετικής, πλην όμως βαρετής επανάληψης των ίδιων και των ίδιων ιστοριών εφηβικής ενατένισης του μέλλοντος, που και στους πέντε πραγματώθηκε πάνω κάτω όπως το φαντάστηκαν και ασυνειδήτως το σχεδίασαν. Μπορεί, λοιπόν, να μην τον καλοθυμόταν, μπορεί να του ήταν πλήρως αδιάφορος τότε, αλλά τα μυστικά της εποχής εκείνης πάντα τον εξίταραν, όπως και τους άλλους.

«Μου έσκασε λοιπόν ότι ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Χ….., τη φιλόλογό μας στην Ε’ Γυμνασίου. Τρελός έρωτας κι από τη δική της πλευρά, μου είπε, και τον πιστεύω. Μου έδωσε σημάδια και λεπτομέρειες από το διαμέρισμά της, μέχρι κι από την κρεβατοκάμαρα, που μόνο εγώ γνώριζα. Θυμάστε ότι πήγαινα σπίτι της για πρόβες;» Θυμόταν. Ανάμεσα στ’ άλλα ο Χρήστος είχε ασχοληθεί και με το κλασικό τραγούδι, μεγάλη αδυναμία της φιλολόγου, της κομψής μεγαλοκοπέλας, αυτής που ακκιζόταν με το φλερτ του παντρεμένου μαθηματικού. Αυτής που βασάνιζε τη φαντασία του νεαρού μανδαρίνου και του προκαλούσε έντονες στύσεις εντός και εκτός του Γραφείου των Καθηγητών.

«Είχαν κανονικά, ολοκληρωμένες σχέσεις, μου είπε. Κόντεψε να φύγει από το σπίτι του για να μείνει μαζί της… Γι΄ αυτό και δεν είχε μυαλό να στρωθεί να περάσει στο Πολυτεχνείο. Τρελά γαμήσια μου είπε, ακόμα είναι ερωτευμένος μαζί της, ό,τι πιο δυνατό έζησε στη ζωή του, λέει. Εκείνη όμως, λίγο πριν δώσει εξετάσεις για δεύτερη φορά στο Πολυτεχνείο, τα τίναξε όλα στον αέρα. Τον παράτησε ξαφνικά και ο Π κόντεψε να τρελαθεί»

«Είχαμε μάθει ότι η Χ….. παντρεύτηκε δυο τρία χρόνια, αφού τελειώσαμε το Γυμνάσιο, αλλά ποτέ λεπτομέρειες για το τι έγινε μετά… Εσύ δεν την είχες δει μια φορά στο Ηρώδειο πριν καμιά τριανταριά χρόνια;», βρήκε να συμπληρώσει ξεροκαταπίνοντας ο ενδιαφερόμενος μανδαρίνος.

«Σωστά. Εξαφανίστηκε επειδή παντρεύτηκε έναν απόστρατο στρατιωτικό πολύ μεγαλύτερό της και τον ακολούθησε στην Κρήτη», συνέχισε ο Χρήστος. Αλλά ο έρωτας τους ήταν δυνατός, επανασυνδέθηκαν μετά το γάμο της, χανόταν και βρισκόταν πολλά χρόνια μετά στα ενδιάμεσα ταξίδια του Π… στην Ελλάδα, μέχρι που έφυγε για το Ντουμπάι και χάθηκαν για πάντα. Ο Π… έχει χάσει πια εντελώς τα ίχνη της, δεν ξέρει καν, αν ζει. Ίσως αυτός είναι κι ένας λόγος για την δυσθυμία που συνεχώς αισθάνεται, είχε εξομολογηθεί στον Χρήστο…

Ο μανδαρίνος προσπάθησε και πάλι να θυμηθεί το πρόσωπο του συμμαθητή τους. Του ήταν αδύνατο κι αυτό συνέτεινε στο να μεγαλώσει κι άλλο η δυσθυμία που του προκαλούσαν όσα είχε ακούσει. Γιατί η παλιά φιλόλογός του, κ. Χ……, δεν ήταν μόνο μια εφηβική επιθυμία του που, βέβαια, ποτέ δεν ικανοποιήθηκε. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα και είναι αναμενόμενο. Αν ήταν μόνο αυτό, δεν θα τον ένοιαζε. Ήταν κάτι παραπάνω, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για αυτόν. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδε κάτι στα γραπτά του και τον ενθάρρυνε να γράψει συστηματικά. Δύσκολος άνθρωπος ήταν η φιλόλογος, ήταν αλήθεια. «Πικρή και αγάμητη  γεροντοκόρη» την αποκαλούσαν πίσω από την πλάτη της οι συμμαθητές του κι αυτός τσαντιζόταν. Πόσο λάθος έκαναν όλοι. Ναι ήταν πικρή και είρωνας, αλλά σκυλογαμιόταν μ εκείνον το ηλίθιο το συμμαθητή τους κι αυτός, ο ανόητος, πέρασε όλη τη ζωή του πιστεύοντας ότι της χρωστούσε πως την έζησε με τη χαρά της Γραφής. Γιατί η υπόλοιπη ζωή του δεν είχε και πολύ νόημα. Το επάγγελμα που άσκησε, φιλόλογος κι αυτός στο δημόσιο σχολείο, ποτέ δεν του πήγαινε. Του εξασφάλισε βέβαια μια σχετικά αξιοπρεπή ζωή, αλλά μέχρι εκεί. Έτσι κι αλλιώς ο υπόλοιπος βίος τους σκατά κι απόσκατα. Ένας αποτυχημένος γάμος που έληξε πολύ σύντομα, μια κόρη που ακολούθησε τη μάνα της στο εξωτερικό και την βλέπει όλο και πιο σπάνια χωρίς να περιμένει με ανυπομονησία της συνάντησή τους, χωρίς να αισθάνεται καμιά ζεστασιά για το γεγονός ότι είναι παιδί του… Ιδιαίτερα από τη στιγμή που η κόρη του έγινε η ίδια μητέρα και έρχεται με τον άντρα και τα δυο του εγγόνια στο εξοχικό του στο νησί τα καλοκαίρια, αισθάνεται ότι για εκείνη δεν αποτελεί παρά «μια λύση ανέξοδων διακοπών». Ο ερχομός της στην Ελλάδα και η συνάντησή τους δεν ζεσταίνει την καρδιά του. Φέρνει μαζί της μόνο τα ξερά «χαιρετίσματα» από τη μάνα της, την πρώην γυναίκα του, που κι αυτής το πρόσωπο σιγά σιγά έχει ξεθωριάσει στο μυαλό του. Η Νίκη  ζει εδώ και δεκαετίες στην Ελβετία, με τον δεύτερο άντρα της, επιτυχημένο επιχειρηματία κι όλες τις ανέσεις. Μαζί του θα ζούσε μια μίζερη καθημερινότητα, τίποτα άλλο.

Τον πείραξε, αυτό που έμαθε σήμερα, έπρεπε να το παραδεχτεί. Αυτό που έμαθε για την Χ……, το πείραξε πολύ. Μέχρι εκείνη το βράδυ Εκείνη ή ορθότερα η σκιά της,  κατείχε ξεχωριστή θέση μέσα του. Μετά το τέλος του Γυμνασίου δεν την είχε ξαναδεί και είναι αλήθεια ότι εύκολα εξιδανικεύουμε όσους χάνονται από τη ζωή μας, αλλά… Δεν ήξερε πια τίποτα, μόνο ένα πράγμα ήταν ολοφάνερο: οι εύκολες βολικές ερμηνείες που δίνουμε στον εαυτό μας και μας βοηθούν να ταξιδεύουμε στη ζωή, κάποια στιγμή καταρρέουν με πάταγο. Μπορεί πάλι λόγω δικών του αναπηριών που δεν είχαν καμιά σχέση μαζί της, να ήταν αυτός που είχε εφεύρει μια ανύπαρκτη περσόνα μόνο και μόνο για να κρατηθεί στη ζωή. Μια ανύπαρκτη περσόνα που εν τη απουσία της ήταν αδύνατο να διαψευστεί, αλλά τώρα μέσα από μια τυχαία συνάντηση του φίλου του Χρήστου με τον παλιό συμμαθητή τους και εραστή της, η σκιά της πήρε σάρκα κι οστά και αποδείχθηκε σαν όλες τις άλλες. Αλλού το μυαλό της κι αλλού το πράμα της, με άλλους συγχρωτιζόταν και σ’ άλλους φαλλούς υποκλίνονταν, σκέφτηκε και το αίμα τού ανέβηκε στο κεφάλι. Γέμισε νευρικά ένα ποτήρι ούζο και το κατέβασε με μιας, χωρίς ανάσα, όπως παλιά, που έπινε πολύ.

Η βραδιά αδιάφορη για τα δικά του συναισθήματα συνέχισε να κυλά όμορφα όπως πάντα. Τα γνωστά ένθεν κακείθεν πειράγματα, η θέρμη που χαρίζει το αίσθημα της κοινής πορείας και το αλκοόλ ζέσταιναν την ατμόσφαιρα, αλλά αυτός παρέμενε παγωμένος, όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει. Μπορεί να έφταιγε κι η υγρασία της συνοικίας τους, με τα χρόνια τα κόκκαλά του την καταλάβαιναν όλο και περισσότερο. Προσπάθησε μάταια να ζεσταθεί με λίγο παραπάνω αλκοόλ, όπως έκανε στα νιάτα του, αλλά τα τελευταία το είχε μειώσει κι αυτό σημαντικά κι ήξερε πια ότι η ψευδαίσθηση που παρέχει το πιοτό δεν διαρκεί για πολύ, ούτε φτάνει.

‘’Ήσουν πάντα συγκρατημένος απέναντι στο συναίσθημα, το δικό σου και των άλλων, αυτό φταίει κατά βάθος, Η Χ… δεν έχει με τίποτα να κάνει με το χάλι σου’’, κατάληξε κάποια στιγμή και η σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του. Δεν τον άφηνε να απολαύσει την παρέα με τους φίλους του, που τόσο είχε ανάγκη.   ‘’Μήπως αυτός είναι κι ο λόγος που τα γραπτά σου, αν και τεχνικά άψογα και βαθιά, δεν αγαπιούνται από το πλατύ κοινό; Μήπως, το πλατύ κοινό, οι απλοί άνθρωποι όπως ηλιθιωδώς αποκαλούνται από μερικούς, αναγνωρίζουν την έλλειψη συναισθήματος; Μήπως, γι’ αυτό σ΄ άφησε κι η Νίκη τόσο νωρίς; Πέντε χρόνια μόνο έμεινε μαζί σου και μετά ανεξήγητα έφυγε, παίρνοντας μαζί της και το παιδί. Κι εσύ δεν έκανες τίποτα να τις κρατήσω. Μήπως, η Νίκη σε κατάλαβε, χωρίς ποτέ να μου στο πει;».

Όλο το υπόλοιπο βράδυ έπινε σιωπηλός, κάτι σπάνιο γι’ αυτόν μέχρι που κάποια στιγμή η βραδιά τέλειωσε και ανακουφίστηκε. Χαιρετηθήκανε, φιλιά και θερμές αγκαλιές, το αμάξι του ήταν παρκαρισμένο στα δέκα μέτρα, έφτασε σχετικά ανώδυνα μέχρι εκεί, μπήκε μέσα. Το είχε πάρει μαζί, αν και το σπίτι του βρισκόταν πάντα στην ίδια συνοικία, όχι περισσότερο απ’ ένα χιλιόμετρο μακριά. Αλλά το αναθεματισμένο δεξί του γόνατο τον ενοχλούσε και πάλι. Κατάρα η υπερβολική ενασχόληση με την άρση βαρών σε νεαρή ηλικία και τα καψόνια στο στρατό θάνατος.

Άνοιξε το ραδιόφωνο και προσπάθησε να βεβαιωθεί ότι όντως ήταν σε κατάσταση να οδηγήσει. Εντάξει, το σπίτι ήταν κοντά και θα είχε τα μάτια του δεκατέσσερα, σοβαρός άνθρωπος ήταν πια όχι ο νεαρός που έτρεχε μεθυσμένος με μηχανές μέσα στη νύχτα, αλλά ήταν αμαρτία, ενώ τη γλίτωσε τότε, να πάει τώρα στα εβδομήντα του σαν το σκυλί στα αμπέλι, παίρνοντας και κάνα αθώο άνθρωπο στο λαιμό του. Κοίταξε στον καθρέφτη, η σκέψη και μόνο ενός πιθανού ατυχήματος τον γέμισε ενοχές και κοκκίνησε περισσότερο. Το αποφάσισε, έβαλε μπροστά κι από το ανοιχτό ραδιόφωνο ακούστηκε ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια

«Γεννιέσαι την έχεις μητέρα

……

πηδάς στον αέρα σκας στο πάτωμα

Μετά που σε στέλνουν σχολείο

στο δίπλα θρανίο εκείνη κάθεται

……..

Για να σε προσέξει ρεψίματα κάνεις

χτυπιέσαι στους δρόμους πλακώνεσαι

της σπας με νεράντζια τα τζάμια

κι από την ταράτσα πηδάς και σκοτώνεσαι

Σηκώνεσαι κι είσαι δεκάξι

βαριέσαι στην τάξη γράφεις ποιήματα

Ποιος στίχος σου θα τη χωρέσει
που θέλει να αρέσει στους ακέφαλους
που δίνει φιλιά μες στα δόντια
κι ανοίγει τα πόδια σ’ άγνωστους φαλλούς

Κανένας βοηθός δεν υπάρχει

να πει τι έχεις πάθει τι σε πόνεσε

κι εκείνη δε λέει να κοιτάξει

γκαζώνεις τ’ αμάξι χτυπάς και σκοτώνεσαι»

Έφτασε σπίτι με το τέλος του τραγουδιού. Μονοκατοικία, μεγάλη και σκοτεινή. Την είχε κληρονομήσει από τους γονείς του, μοναχογιός και μοναχοπαίδι, τα τελευταία χρόνια σχεδόν αναγκαστικά επέστρεψε εκεί, διαφορετικά το σπίτι θα κατέρρεε κλεισμένο πάνω από μια δεκαετία μετά το θάνατο τους. Σαν τους ελέφαντες κι αυτός που γυρίζουν στον τόπο γέννησής του για να πεθάνουν.

Μπήκε στο υπνοδωμάτιό του, χωρίς να ανάψει φως, ο δημόσιος φωτισμός αρκούσε. Έβγαλε το ρούχα του, τα σκόρπισε δεξιά κι αριστερά αδιάφορος, ζούσε μόνος, τι τον ένοιαζε, αύριο θα τα μάζευε. Πήγε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του χωρίς να περάσει από το μπάνιο, το μετάνιωσε, επέστρεψε αυτό, κατούρησε για πολύ ώρα – ευτυχώς με ελάχιστη δυσκολία για το αλκοόλ που είχε καταναλώσει, ο προστάτης του είχε τα προβληματάκια του αλλά ακόμα κρατούσε -, γύρισε στο υπνοδωμάτιο, βούτηξε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, πριν καλά καλά ακουμπήσει στο μαξιλάρι.

-//-

Ξύπνησε από τον ήχο ένας φίνου καλτσόν, που τριβόταν καθώς δύο όμορφες γάμπες σταυρώνονται κάτω το γραφείο, ενώ η καρό φούστα ανέβαινε ψηλά αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι λείων και επιθυμητών μηρών. Η εικόνα έσβησε αστραπιαία από τα μάτια του, αλλά η σκληρή στύση που φύτρωνε ανάμεσα στο πόδια του έκανε το πέος του να πονά. Στύση που είχε ξεχάσει πια και μόνο έφηβες ορμόνες μπορούσαν να προκαλέσουν…

***Cover photo: https://www.freeimages.com

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular