Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Έκανα ζιγκ ζαγκ για ν’ αποφεύγω τις λακκούβες κι η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο – πρώτη κοπάνα απ’ τη σχολή στα δυο χρόνια, για ένα φιλί ταγμένο. Τριζοβολούσε ο μαύρος σκελετός του ποδήλατου κι έσφιγγα το τιμόνι να μη ζερβοτραβά· δεν ξέρω τι είχε στραβώσει, μα πού λεφτά για φτιάξιμο. Ο ουρανός καταγάλανος, ο αέρας δροσερός. Μου γαργαλούσε τις γάμπες, ψες τις είχα ξυρίσει, δεύτερη φορά όλη κι όλη κι έτσουζαν. Δεξιά κι αριστερά μου χωράφια, τα στάχια κοντά, είχαν μόλις πετάξει μπόι. Έτρεχαν προς τα πίσω μαζί με κάναν ξέμπαρκο κέδρο, καμιά πορτοκαλιά, κάτι μουριές. Πήρα μια βαθιά ανάσα· χώμα, κοπριά. Έφαγα μια μύγα, την έφτυσα. Μνήματα και καβάκια ήρθαν κι έφυγαν, έφτασε το ιατρείο.

Έξω απ’ την αυλή μόνο το αγροτικό του. Χάρηκα, είπα θα ’ναι μόνος. Ξεπέζεψα και παράτησα το ποδήλατο δίπλα στο αμάξι. Γυάλιζαν οι λευκές λαμαρίνες σαν ασπράδι αυγού στο τηγάνι. Ήταν καινούριο κι από μπροστά είχε μούρη κούρσας. Έκλεψα μια βλεψιά μέσα. Και το σαλόνι σαν κούρσας ήταν. Καμπίνα διπλή και στενή, καθίσματα, τιμόνι, λεβιές, καντράν, όλα πίσσα. Θυμήθηκα μια φίλη μου τζαναμπέτισσα που ’λεγε πως το ’χε κάνει σ’ αμάξι και με βρήκε ο διάολος· άραγε θα χωρούσαμε σ’ ένα κάθισμα; Θα βαρούσε το κεφάλι μου στην οροφή; Έδιωξα τις σκέψεις, ένα φιλί είχα τάξει. Τα υπόλοιπα θ’ αργούσαν. Αν έρχονταν ποτέ, δηλαδή.

Ένας κότσυφας έπιασε να τραγουδάει. Χαμογέλασα κι έσπρωξα τη σκουριασμένη καγκελόπορτα. Το ’ξερα το κτίριο, ήταν το παλιό σχολείο. Λάσπες και χόρτα στην αυλή που ξαμολιόμασταν κάθε που του κάπνιζε του δάσκαλου – κουδούνια δεν είχαμε τότε. Κειδά ένας μπαξές παρατημένος, φούντες τσουκνίδες στις γωνιές απ’ το τειχάκι, μια ραγισμένη γλάστρα. Το τειχάκι το θυμόμουν πιο ψηλό. Α, και κάτι παλιές βρύσες, που πλέον τις έπνιγε η αγριάδα κι ένας κισσός κιτρινιάρης, σα να ’χε ίκτερο.

Βάδισα στα πλακάκια, να μη λερώσω τη στολή. Φρεσκοσιδερωμένη ήταν, δευτεριάτικα. Θα φορούσα το κίτρινο φουστάνι μου, να μη δίνω δικαίωμα, μα μ’ είχε δει δυο Κυριακές απανωτά με τούτο, και το κόκκινο το κρατούσα για την επόμενη.

Το χτίσμα δίπατο, στον πάνω όροφο ένα τζάμι σπασμένο, η πόρτα δίφυλλη και κούφια, η γαλανή μπογιά της ξεφλουδισμένη. Έτριξαν οι μεντεσέδες σαν την έσπρωξα, το ξύλο γρατζούνισε το πάτωμα και στρίγκλισε – είχε χαράξει ένα μισοφέγγαρο στη σκόνη, σαν κομμάτι λειτουργιάς. Άδειος ο χώρος μέσα, αραχνιασμένα η σκάλα. Μια πόρτα στο ισόγειο μισάνοιχτη, ταμπελίτσα να γράφει «Ιατρείον». Μπήκα μ’ ένα σάλτο κι οι σόλες μου έκαναν μπαμ.

Άφησε στο γραφείο την εφημερίδα. Στην άκρη της φυλλάδας είχε μια πατικωμένη μύγα. Ξυρισμένος, στολή ατσαλάκωτη, γλειμμένο μαλλί και μουστάκι, χωρίστρα με χάρακα· πώς ήταν το ιατρείο; το αντίθετο.

Γεωργία!

Απ’ τη συνήθεια θες, απ’ την τρομάρα μου που σηκώθηκε απότομα κι ήταν ψηλός; Λόγια δε μου βγήκαν κι έκανα μιαν υπόκλιση.

Και πάνω που διάβαζα τις μεταρρυθμίσεις της κυβερνήσεως δια την ανάπτυξιν της γεωργίας και σε θυμήθηκα!

Μιλούσε σα γέρος κι ας ήταν νέος. Δεν του ’πα πως όταν μπήκα, βαστούσε την εφημερίδα ανάποδα. Χαμογέλασα σα χαζή.

Έλα, κάθισε, κάθισε, να σου προσφέρω κάτι; Έναν καφέ; Ένα μαντολάτο;

Τίναξε τον καρπό του, ξεπρόβαλε απ’ τη μανσέτα το ξεβαμμένο χρυσαφί ρολόι του, έπιασε το ακουστικό του τηλεφώνου.

Δεν είναι σωστό, απάντησα όλο νάζι.

Ίσα-ίσα, είναι άκρως πρέπον!

Όσο αναρωτιόμουν αν έστεκε η φράση «άκρως πρέπον», εκείνος παρήγγειλε καφέ ελαφρύ γλυκό, για μένα μόνο. Μ’ έβαλε να καθίσω δίπλα του, σε μια καρέκλα. Ο μεταλλικός σκελετός μου πάγωσε τη γάμπα. Πιάσαμε την κουβέντα. Ο κότσυφας απ’ έξω, καντάδα. Άπλωσε χέρι στο πόδι μου, τραβήχτηκα, σκάλωσε το ύφασμα στην καρέκλα. Αν του ’δινα το φιλί από τώρα, τι θα ’μενε για μετά;

Θα ’ρθουν οι καφέδες, του ’πα.

Μετά, όμως; (ανάσαινε σαν άλογο κι είχε ξεχάσει τα καθαρευουσιάνικα)

Μετά, βλέπουμε.

Ακούσαμε απ’ έξω μηχανή.

Με τ’ αμάξι έρχεται ο καφετζής;

Μου ’νευσε να σηκωθώ. Μια λευκή κλωστή ξετυλίχτηκε απ’ την ποδιά της στολής, την έκοψα. Κείνος έσιαξε τη στολή, το πουκάμισο από κάτω, ψαχούλεψε την κασίδα μην ξέφυγε καμιά τρίχα, κρέμασε ακουστικά στον λαιμό. Απ’ έξω ακούστηκε τρεχαλητό, μπαμ η πόρτα, πολυβόλα τα ποδοβολητά ώσπου να μπουκάρουν: άντρας, γυναίκα, μωρό στην αγκαλιά· μουτράκι κατακόκκινο. Μπουμπουνητό το βήξιμο του μωρού, πιο δυνατό απ’ τις ανάσες τους. Να το σφίγγει η μάνα στην αγκαλιά. Της μάγκωσε το μπράτσο ο άλλος –πουκάμισο, σχοινί ξετριχιασμένο αντί για ζώνη, γαλότσες– κι άφησε το μωρό στο κρεβάτι το ψηλό παραδίπλα.

Το ’να μου ποδάρι κίνησε από μόνο του μπρος, μα ο γιατρός ξερόβηξε και μαζεύτηκα.

Σε τι οφείλω την επίσκεψίν σας;

Το παιδί! Σώστε το, γιατρέ, σώστε το!

Κείνος ξανάβηξε. Τακ, τακ, τακ, τα τακούνια του. Έσκυψε πάνω απ’ το κορμάκι. Έβαλε το ακουστικό στ’ αυτιά κι άρχισε να ακουμπάει την άκρη του δω και εκεί. Ξεγύμνωνε κι ακουμπούσε, βαστούσαμε τις ανάσες, ξεγύμνωνε κι ακουμπούσε. Μέχρι και τον ποπό του άκουσε.

Δύναστε να μου εξηγήσετε τας συνθήκας τούτου του ατυχούς περιστατικού;

Κόκαλο η μάνα.

Τρώ-τρώγαμε, είπε ο πατέρας. Τρώγαμε κι η Δημητρούλα έπινε γάλα. Η Δημητρούλα είναι το παιδί, όχι η γυναίκα μου. Δημητρούλα απ’ τη μάνα μου, κι ας είναι το πρώτο μας, βλέπεις αυτή…

Κύριε, όσο ενδιαφέρον κι αν παρουσιάζει το γενεαλογικόν σας δένδρον, θα σας παρακαλούσα να επαναφέρετε εις την μνήμην σας τούτες τις πληροφορίες διά μίαν στιγμήν καταλληλότερη.

Ορίστε;

Επισπεύδετε.

Ε;

Στο θέμα μας!

Στο ποιο;

Η μάνα έβγαλε έναν λυγμό.

Τέλειωνε, ρε Γρηγόρη!

O πατέρας συνέχισε:

Ναι… Συγνώμη, ναι, μιλάω πολύ, το ξέρω, συγνώμη. Λοιπόν εμείς τρώγαμε κι η μικρή έπινε το γάλα μόνη της, μόνη της το πίνει το γάλα, ναι, απ’ το ποτήρι. Να τη δεις, να ξεραθείς χάμω απ’ τα γέλια. Να τρέχουν στα μαγουλούδια τα γάλατα σα…

Γρηγόρη! σπάραξε η μάνα. Το βήξιμο του μωρού μίκρυνε, έγινε βηχαλάκι.

Σχωρνάτε με, μιλάω πολύ, μιλάω πολύ, πολύ.

Αντιθέτως, είπε ο γιατρός, πλέον οι πληροφορίες σας καθίστανται λίαν κρίσιμες. Διότι εάν δεν γνωρίζω επακριβώς τας συνθήκας, δεν θα καταστεί εφικτή μία διάγνωσις…

Εσείς τι τρώγατε;

Τουφεκιές οι ματιές τους απάνω μου.

Εσείς, λέω, τι τρώγατε; ξανάπα.

Τυρί, ψωμί, κάτι ελιές…

Ελιά, είπα.

Δεν ξέρω τι μ’ είχε πιάσει, στη σχολή κιότευα να σηκώσω χέρι. Το ακουστικό κουδούνισε χάμω –τιναχτήκαμε κι οι τρεις– του ’χε πέσει του γιατρού. Το μάζεψε.

Ασφαλώς, τούτο τα εξηγεί όλα. Εύγε, νέα μου, εύγε για την διορατικότητά σου.

Έπιασαν τα βογκητά οι γονείς, μνημόνευσαν Χριστούς, Παναγίες, αγίους.

Η πιθανότις αποτυχούς κατάποσης μιας ελιάς είναι σαφέστατα σημαντικήν. Δια τούτην την αιτία, λοιπόν, σας συνιστώ να απευθυνθείτε τάχιστα εις το νοσοκομείον. Πηγαίνετε ευθύς αμέσως εις τα επείγοντα.

Μα, γιατρέ, το παιδί πνίγεται…

Βεβαίως δεσποινίς και δια τούτην την αιτία εικάζω πως θα του εκτελέσουν πιθανότατα τραχειοτομήν. Αλλά ας μην χασομερούμε… Εμπρός. Ο χρόνος είναι πολύτιμος!

Αλισβερήσαν βλεψιές οι γονείς. Η μάνα πήρε το μωρό αγκαλιά, ο πατέρας τη μάνα και κίνησαν τρεχάτοι. Ο χρόνος σερνόταν. Άκουσα το μαρσάρισμα απ’ έξω, το βουρβούρισμα να μικραίνει.

Μούγκα στο ιατρείο. Μέχρι κι ο κότσυφας είχε μουλώσει. Στη σχολή είχαμε μάθει να κάνουμε τραχειοτομή σε πτώματα, για να βοηθούμε τους γιατρούς. Όχι για να εξασκούμε την πρακτική οι ίδιες. Προαιρετικό μάθημα, ούτε οι μισές δεν έμειναν στην αίθουσα. Πού να φανταστώ πως δε θα ’ξερε να την κάνει κοτζάμ γιατρός; Βέβαια, είχε τράβαλα στη σχολή. Είχε διακόψει στην Κατοχή κι είχε πάρει πτυχίο μετά. Επί τροχάδην, έτσι μου ’χε πει. Δια την προσφοράν εις την πατρίδαν.

Το… Το νοσοκομείο, ψέλλισα, είναι…

Είναι εξαίρετοι επιστήμονες. Θα κάνουν μίαν επέμβασιν ακριβεστάτη στο παιδί και…

Μα το νοσοκομείο είναι στου διαόλου τη μάνα…

Στα μάγουλά του χαράχτηκαν δυο αυλακιές, σα να ’σφιγγε το σαγόνι του. Έσμιξε τα φρύδια. Προλαβαίνουν, είπε.

Ορίστε το καφεδάκι μας!

Τιναχτήκαμε κι οι δυο.

Μπούκαρε σκεβρωμένος ο καφετζής και με το κεφάλι κάτω, σαν ταύρος. Κουνούσε τον δίσκο όπως ο παπάς το θυμιατό. Άφησε τον καφέ μ’ αεράτες κινήσεις στο γραφείο, δίπλα στην εφημερίδα με τη λιωμένη μύγα.

Καλημέρα γιατρέ, καλημέρα κυρα-νοσοκόμα.

Εκπαιδευόμενη νοσηλεύτρια, παρακαλώ. Εξαίρετη νεανίς. Επιμελής, διαβασμένη. Είμαι βέβαιος πως…

Όρμησα έξω τρέχοντας. Πλατσούρισα στις λάσπες, παραπάτησα, μουσκεύτηκα, γύρισα το ’να μου στραγάλι, μα δεν έκοψα. Ξέχασα και γιατρό και καφετζή και σάλταρα στο ποδήλατο· στο βάθος είδα τον μπουχό του αγροτικού να βουλιάζει. Ρίχτηκα στο πετάλι. Τα πόδια μου σβούριζαν σα σίφουνες. Ο αέρας μου ’κανε μαστίγια τα μαλλιά, τη στολή φουρφούρι· τρύπια δεκάρα δεν έδινα. Οι καρποί μου πονούσαν απ’ τα τραντάγματα, το ποδήλατο κόντευε να σμπαραλιαστεί, πήγαινα τόσο γοργά, που το τιμόνι δεν τραβούσε ζερβά. Με πήρε ο κατήφορος κι έχανα πεταλιές, όμως φόρα δεν έχανα. Σε μια στροφή, είδα το αμάξι – είχε ανταμώσει μ’ έναν αραμπά κι έκανε όπισθεν για να χωρέσουν. Πίσω-μπρος η κούρσα, πίσω-μπρος. Το κάρο να περιμένει, ο γάιδαρος να τινάζει τ’ αυτιά. Φρέναρα, η πίσω ρόδα κοκάλωσε, φσστ, σύρθηκε, σήκωσε χώμα, το ποδήλατο δεν έκοβε, πάτησα ένα πόδι, πάτησα και δεύτερο, το στραγάλι μου με φίλεψε μια σουβλιά – τώρα θυμήθηκε το στραμπούληγμα το άτιμο. Έκανε όπισθεν το αμάξι, σωροβολιάστηκα πάνω του με την μπροστινή τη ρόδα και γκρεμίστηκα με την κοιλιά στην καρότσα. Απ’ το πίσω τζάμι είδα τα μάτια του χωρικού, γούρλα, να με θωρούν.

Σταμάτα! πήγα να φωνάξω, μα μου ’χε κλέψει τη λαλιά η γροθιά της καρότσας.

Παράτησα το ποδήλατο, πήγα από δίπλα. Μέσα αυτός, η γυναίκα και το μωρό – μπλαβιασμένο. Κλάματα.

Έκανα τον κύκλο, πήγα στην πόρτα της. Το χερούλι κόλλησε, όχι, ξεκόλλησε με την τρίτη, την άνοιξα.

Δώσ’ το μου, είπα, σβραχνιασμένη και ξέπνοη.

Παγωμένοι, να με κοιτούν. Το ’σφιξε στην αγκαλιά της. Να ’ταν αργά;

Ώσπου να πάτε στο νοσοκομείο θα το χάσετε, μπόρεσα να πω. Δώσ’ το μου.

Σα να χαλάρωσε την αγκαλιά της· το άρπαξα. Το ξεφάσκιωσα, το απίθωσα στο καπό, που ’ταν ζεστό και σκονισμένο. Ψηλάφησα το λαιμουδούδι, έψαξα το καρύδι. Τρίτο κρικοειδή, έλεγε ο καθηγητής; Άραγε ζούσε ή τζάμπα θα το ’σφαζα;

Ένα μαχαίρι!

Είχαν βγει και μ’ είχαν κυκλώσει, ο άντρας μουρμούριζε πατερημά, μα το πήρα χαμπάρι μόνο σα σώπασε.

Έψαξε στις τσέπες, έβγαλε έναν σουγιά, τον άνοιξε. Έτρεμε το λεπίδι. Τον πήρα, καθάρισα τις δυο μεριές της κόψης στη στολή – άφησε πράσινες βουρτσιές πάνω στους λασπωμένους λεκέδες.

Στυλό! Ένα στυλό!

 Τσακίστηκε στο αγροτικό, να ψάξει. Μια χούφτα μ’ ένα μπικ ξεπρόβαλε – ο καροτσέρης.

Σώσ’ το, κυρα-νοσοκόμα!

Έβγαλα με τα δόντια το καπάκι, πέταξα και τη μύτη με το μελάνι. Στο δεξί βαστούσα μαχαίρι, στο άλλο το κούφιο στυλό. Βόηθα, Παναγιά.

Κάρφωσα το μαχαίρι στο δέρμα, το στριφογύρισα. Βλάστησαν πέταλα αίμα στην τομή κι έχωσα αμέσως το στυλό. Άκουσα ένα σκούξιμο, δεν ξέρω ποιανού. Τα κόκκινα πέταλα έγιναν ρυάκια στο λαιμουδούδι, έτρεξαν στα φασκιά. Αφουγκράστηκα το στυλό, μην καρπίσει ανάσες. Τίποτα. Τότε μόνο ένιωσα πόσο είχα ιδρώσει στην πλάτη· μπούζι η στολή μου, κρύωνα και πονούσα στην κοιλιά και στο στραγάλι μου. Άμα ήταν κιόλας πεθαμένο το παιδί, μπορεί να ’λεγαν πως το ’σφαξα. Που μπορεί και να το ’χα σφάξει. Τι την ήθελα την κοπάνα, Θεέ μου; Το αίμα κολλούσε στα δάχτυλα. Έκλεισα τα μάτια. Παναγίτσα μου, κάνε να…

Χσστ.

Αδύναμο, μα το άκουσα. Κι άλλο. Το στυλό φλογέριζε, σα φύσημα από καλάμι.

Ανασαίνει! φώναξα.

 Κλάματα, αγκαλιές. Μπράτσα με άρπαξαν, μ’ έσφιξαν, κόντεψα να χάσω το παιδί. Γένια τραχιά, χείλη σκληρά και τραγανά, φρεσκονοτισμένα από ζεστά σάλια, ζουπήχτηκαν άτσαλα στο μάγουλό μου, στα μισά χείλη μου.

Άγγελος είσαι, κοπέλα μου, άγγελος απ’ τον…

Τον έσπρωξα. Τι άγγελος μου τσαμπουνάτε, καλέ; Βουρ στο νοσοκομείο!

Μαρμάρωσε για μια στιγμή.

Άντε, κουνήσου! φώναξα και ξύπνησε.

Μπήκα στο αγροτικό, ο πατέρας στο τιμόνι. Πήγε να μπει κι η μάνα, είδε πως θα χωρούσαμε με το ζόρι, πήδηξε στην καρότσα.

Ούτε αργά ούτε γρήγορα, του ’πα. Ούτε να τραντάζεται το αμάξι ούτε ν’ αργήσουμε. Κατάλαβες;

Μάλιστα, είπε, έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε. Τα μάτια της μάνας πίσω μου, να τρυπούν το τζάμι και να μου τσιγκελώνουν τον σβέρκο. Έσκυψα πάνω απ’ το παιδί, βαστώντας το στυλό σταθερά στην τρυπούλα, σα λουλουδάκι που μόλις το φύτεψες σε χώμα αφράτο. Σε δυο στροφές, ο άλλος έπιασε την πάρλα. Πρώτο τους παιδί, προσπαθούσαν για δεύτερο, στο πρώτο ζορίστηκαν, το ’χαν κάνει και τάμα, μάλωναν πού και πού, φέτος τα χωράφια δεν έδωσαν, κείνος δούλευε σα σκύλος, κείνη μόνη της, δεν είχαν βοήθεια από τις γιαγιάδες, η μια είχε παραγεράσει, η δική του κρατούσε τα παιδιά της αδερφής του, που ’ταν τέσσερα, το ένα μογγολάκι… Τα λόγια του ξεθώριασαν, ζεύτηκαν στο γουργούρισμα της μηχανής κι αλάργεψαν. Άκουγα μόνο το χσστ, χσστ, της ανάσας του μωρού. Άραγε το μπλάβο μουτράκι γινόταν ρόδινο ή ήταν η ιδέα μου; Σε μια ζερβή στροφή κοπάνησα στην πόρτα, ανασκουμπώθηκα.

Συγνώμη, είπε εκείνος.

Δεν απάντησα. Το στυλό στη θέση του, μα και το αίμα απ’ το λαιμουδούδι του μωρού να μουλιάζει τη στολή μου – χάλια είχε γίνει.

Λίγο τα τραντάγματα, λίγο τα ζιγκ ζαγκ του αμαξιού, το μυαλό μου άρχισε πάλι να στροφάρει. Ο οδηγός είχε ιδρώσει και το αμάξι έζεχνε βαρβατίλα· εμ, πώς να μην ιδρώσει ο άνθρωπος; Έριξα μια βλεψιά στο πλαστικό ταμπλό, στον λεβιέ, στο θολό τζάμι, στις καρέκλες, στο χωματιασμένο πάτωμα. Το αγροτικό ήταν ευρύχωρο και ψηλοτάβανο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κείνη την ώρα ξαναθυμήθηκα κείνη τη φίλη μου την τζαναμπέτισσα. Τούτο το αμάξι ήταν μεγαλύτερο απ’ του γιατρού – εδώ θα χωρούσαμε δίχως να βαράει το κεφάλι μου στην οροφή. Θυμήθηκα πόσο συλλογιζόμουν το φιλί που ’χα τάξει στον γιατρό κι ένιωσα τα αποτυπώματα απ’ τα χείλη του πατέρα στο μάγουλό μου, σα να μ’ είχε ακουμπήσει με γαϊδουράγκαθο. Χαμογέλασα.

***Ο Αντώνης Πάσχος γεννήθηκε το 1979. Μεγάλωσε στις Σέρρες και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και ιστοσελίδες, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Μετά Βίας», κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Bell.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular