Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ετοιμαζόταν για αυτή τη στιγμή όλη του τη ζωή. Όλη την μίζερη, κακοφωτισμένη, ρημαγμένη ζωή του. Για τη στιγμή που θα πετούσε από πάνω του τη λίγδα της αποτυχίας, αυτό το άθλιο ξερατό που σε τυλίγει με μια μυρωδιά απάνθρωπη και σε ακολουθεί παντού. Στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, στο πανεπιστήμιο, στα μπαρ. Που σε κάνει απεχθή πριν καν σε γνωρίσουν. Που σε δείχνει σε κάθε πάρτι, σε απομονώνει σε κάθε κοινωνική συνεύρεση. Αυτή την αηδιαστική οσμή της αποτυχίας που μυρίζουν τα ρούχα σου ακόμη κι όταν τα έχεις μόλις πάρει από το καθαριστήριο. Αυτό ήθελε να πετάξει. Να το πετάξει από πάνω του, να το ποδοπατήσει, να το αντικαταστήσει με τη νέα οσμή του, την καθαρή ευωδιαστή, ερωτική και λάγνα οσμή της επιτυχίας.

Αυτό το ύφος τον ακολουθούσε παντού από τότε που γεννήθηκε. Το είχε η μάνα του όταν της πήγαν το μωρό στο μαιευτήριο, είπε «Δεν είναι κορίτσι λοιπόν» και τον άφησε δίπλα της όπως αφήνεις μια μπλούζα που δεν σου κάνει πια. Με κάποια νοσταλγία για τις παλιές καλές μέρες – που εκείνος δεν υπήρχε – και αποστροφή για τον νέο της εαυτό – που περιλάμβανε κι εκείνον. Από τότε δεν τον ξανακράτησε στην αγκαλιά της παρά μόνο όσες φορές ήταν απολύτως αναγκαίο για να τον θηλάσει ή αργότερα όταν αρρώσταινε, αν το έπαιρνε μυρωδιά ότι είχε αρρωστήσει.

Είχε μεγαλώσει μόνος του. Από την ηλικία των τριών είχε καταλάβει ότι κανείς δε θα φρόντιζε για το φαγητό του, εκτός από τον ίδιο. Στην αρχή μάζευε τα ψίχουλα και τα αποφάγια των άλλων. Μεγαλώνοντας έμαθε να φτιάχνει κάτι πρόχειρο. Στο δημοτικό μπορούσε να μαγειρεύει. Στο Γυμνάσιο έτρωγε ξύλο μέχρι θανάτου όταν «ξεχνούσε» να μαγειρέψει για την οικογένεια. Στο Πανεπιστήμιο έτρωγε μόνο «βρώμικα», όταν θυμόταν να φάει.

Κι όλα αυτά τα χρόνια, περπατούσε, μιλούσε, σώπαινε, τραγουδούσε, υπήρχε, με μόνη συντροφιά αυτή την δύσοσμη αποφορά της αποτυχίας.. Τον ακολουθούσε σα σκιά, ήταν η σκιά του. Θα ήταν δηλαδή, αν είχε έστω λίγο φως ο ίδιος. Όμως δεν είχε κι έτσι το σκοτάδι δεν είχε λόγο να έρθει πίσω του. Ήταν ΜΕΣΑ ΤΟΥ. Εκεί ζαρωμένο και φοβισμένο, όπως όλες οι σκιές που είχαν κουρνιάσει στο στομάχι, το έντερο και την ανάσα του. Αυτές ήταν που  βρωμούσαν. Αυτές οι σκιές που ο ίδιος τις ήξερε μία – μία. Μπορούσε να τις μετρήσει και να τις διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Είχαν αρχή, μέση και τέλος. Μια ακόμη πληγή κακοφορμισμένη στις φλέβες του, στους πρησμένους αδένες, στο σάλιο που χρησιμοποιούσε μόνο για να φτύνει το είδωλό του, όταν κατά τύχη το συναντούσε σε καθρέφτες που είχαν φτιαχτεί για άλλες εικόνες, όχι τον δικό του θλιβερό αντικατοπτρισμό.

Έμαθε να ζει με τη μυρωδιά του. Να τη σιχαίνεται, να την αποκηρύσσει, να την εξορκίζει, μα να ζει  μαζί της. Αυτή την αιώνια μυρωδιά της αποτυχίας. Δε θυμάται πότε το κατάλαβε. Οι αναμνήσεις από τη ζωή του παραμένουν συγκεχυμένες, σαν σκηνές από διαφορετικές ταινίες, μα με το ίδιο θέμα. Εικόνες σκόρπιες, από ηλικίες, εποχές, περιόδους, σχέσεις που έχει μισο – διαγράψει και κρατά κάποια κομμάτια τους μόνο για να τρέφει το μίσος του. Το μίσος του για τους άλλους μα πρώτα απ` όλα για τον ίδιο.

Το ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι δεν θα είχε άλλη ευκαιρία εκτός από αυτή. Άλλωστε αν μπορούσε να μαζέψει μερικές ευτυχισμένες του στιγμές και να τις βάλει σε μια τάξη, σαν ένα εγκεφαλικό αόρατο άλμπουμ της ζωής του, μόνο το τραγούδι μπορούσε να τον κάνει να χαμογελάσει. Δεν ήξερε να χαμογελά στην πραγματικότητα. Δεν έμαθε ποτέ. Δεν του δείξαν κι εκείνος δεν μπήκε στον κόπο να το μάθει μόνος του.

Θυμάται. Προσπαθεί να θυμάται. Απομονώνει λέξεις, σκηνές, κινήσεις. Και μετά τις περνά από συναισθηματικό μοντάζ για να κρατήσει αυτό που θέλει. Βλέπει τον εαυτό του. Είναι δεκατριών. Στέκεται όρθιος δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας. Μπροστά του ένας φθαρμένος καναπές έχει εντοιχισμένες μέσα του την πλάτη της μάνας του και του πατριού του. Του εκάστοτε πατριού του. Ριγμένα σώματα στην οδύνη ενός καναπέ ξεχαρβαλωμένου, που λιμνάζει στο καθιστικό τους όπως τα νερά στον βάλτο.

Λιγδωμένα μαλλιά, καμιά φορά καθόλου μαλλιά, αφημένα από καιρό σώματα, βραχνές φωνές από το τσιγάρο και το αλκοόλ. Το μόνο πράγμα που έρεε άφθονο στην ζωή του μέχρι τα δεκαοκτώ ήταν το αλκοόλ. Η μυρωδιά του τον ακολουθεί. Καμιά φορά  η θέα και μόνο ενός κουτιού μπύρας του φέρνει αναγούλα. Έχει ξεράσει πολλές φορές μέσα σε μπαρ. Άλλες τόσες έχει αντιμετωπίσει το ειρωνικό χαμόγελο των μπαργούμαν όταν παραγγέλνει τοματοχυμό ή σκέτο χυμό.

«Μην ξεστρατίζεις» φωνάζει στον εαυτό του. Είναι πάλι εκεί. Στο τραπέζι της κουζίνας. Η μάνα του, μεθυσμένη όπως πάντα, σηκώνει το χέρι της στο πουθενά. «Τραγούδα» του φωνάζει. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Τραγούδα όρθιος γιατί άμα κάθεσαι δεν σ` ακούω καλά».

«Τι να πω;» ψελλίζει εκείνος.

«Α, ναι ξέχασα» λέει εκείνη κι ένας χείμαρρος από βρισιές και γέλια τον φτάνει ακολουθώντας ανάποδη φορά για να γυρίσει πάνω του από τον καναπέ. Η πλάτη του καναπέ, η πλάτη της μάνας του, η πλάτη των ανθρώπων. Από όλη την ανατομία του ανθρώπινου σώματος εκείνος την πλάτη ξέρει καλύτερα. Αυτή μπορεί να περιγράψει με ακρίβεια. Όλων των ειδών τις πλάτες. Ίσιες, καμπουριασμένες, χτυπημένες, παιδικές, εφηβικές, ώριμες, τσακισμένες, ευτυχισμένες. Αν ήξεραν οι άνθρωποι πόσα πράγματα μπορεί να πει η πλάτη τους στους άλλους, θα την πρόσεχαν περισσότερο.

Η μάνα του πηγαίνει τρεκλίζοντας στην άλλη άκρη του δωματίου. Ένα χαλασμένο τζουκ – μποξ είναι η μοναδική πολυτέλεια αυτής της τρύπας που η οικογένειά του και η κοινωνική πρόνοια έχει καταλογραφήσει σαν… σπίτι του. Η μάνα του κάνει ότι σκέφτεται ποιο τραγούδι να διαλέξει. Το τζουκ – μποξ δεν λειτουργεί. Σε αυτό το σπίτι, αυτός είναι το… τζουκ – μποξ. Μόνο που επειδή κανένας δε θέλει να τον κοιτάζει, τον έχουν ενσωματώσει σε αυτό το μεγάλο πολύχρωμο κουτί που κρύβει την ομορφιά που ο ίδιος δεν έχει.

«Θέλω να ακούσω Τσιτσάνη» φωνάζει η μάνα του και γυρίζει στον καναπέ με την ελαφράδα και την χάρη ενός γερασμένου ρινόκερου. Μετά πάλι το χέρι υψώνεται ψηλά, σαν την τελική κίνηση ενός μαέστρου που κουράστηκε στην πρόβα.

«Τραγούδα. Τραγούδα όρθιος» φωνάζει.

Κι εκείνος τραγουδά.

«Συννεφιασμένη Κυριακή,

μοιάζεις με την καρδιά μου

που έχει πάντα συννεφιά,

Χριστέ και Παναγιά μου».

Σύννεφα και μουσική γίνονται ένα με την καρδιά του που χτυπά διαφορετικά όταν τραγουδά. Το οξυγόνο μπαίνει μέσα του και του καθαρίζει τις πληγές. Η ανάσα γίνεται όμορφη. Τα χέρια του κινούνται πέρα – δώθε. Απελευθερώνεται από την νεκρική ακαμψία που έχει το κορμί του. Κάτι άλλο, κάτι μεγάλο συμβαίνει μέσα του. Αυτές είναι οι δικές του στιγμές. Η δική του νίκη – αντίβαρο στις χιλιάδες καθημερινές του ήττες. Τίποτε δεν τον ενοχλεί τώρα. Ούτε η πλάτη του καναπέ, ούτε η πλάτη της μάνας του. Δε θέλει να βλέπει το πρόσωπό της. Δε θέλει να είναι  μέρος αυτής της ασχήμιας. Του αρκεί να είναι εκεί, όρθιος στη μοναξιά του, που γεμίζει με νότες και ομορφιά.

»Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,

που ‘χασα την χαρά μου»

Δεν ξέρει πόσες ώρες κρατάει αυτό. Δεν ξέρει πόσες μέρες. Ξέρει πόσο. Όλη του τη ζωή. Όλη του τη ζωή, σε αυτές τις ώρες την έχει κλεισμένη. Προφυλαγμένη από την αποφορά της αποτυχίας. Από την λιγδιάρικη όψη του τίποτε. Από τη δυσωδία της ανυπαρξίας. Εκεί μόνο υπάρχει. Για αυτές τις ώρες. Για τις νότες που τον ταξιδεύουν. Με τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη. Μια ορχήστρα μόνος του, ένα ταξίδι μοναχικό, μια στιγμή που κρατάει για πάντα.

Μια Κυριακή τραγουδούσε για έξι ώρες, χωρίς σταματημό. Μια Κυριακή που η μάνα του, λίγο πριν λιποθυμήσει από το ποτό, σηκώθηκε τρεκλίζοντας και ήρθε καταπάνω του. Ύψωσε το χέρι μπροστά στο πρόσωπό του, να προφυλαχτεί από αυτό που νόμιζε ότι θα ερχόταν. Και μόνο τότε, μόνο εκείνη τη στιγμή, εκείνο το δευτερόλεπτο, σημάδι απειροελάχιστο στη μητρική αναισθησία, είδε στο πρόσωπό της απορία. Μόνο τότε φάνηκε αστραπιαία να πέρασε από τα μάτια της η σκέψη, πως το παιδί της το μόνο που περίμενε από εκείνη ήταν ξύλο. Κι εκείνη τη μοναδική, μικρή στιγμή, υπήρξε η  γνώση πώς έτσι ήταν πάντα.

Και η ενοχή; Όχι αυτή απαιτεί άλλα πράγματα που η μάνα του δεν έχει.  Κατέβασε το χέρι του και τον κοίταξε. Στα μάτια, ίσια, με τη θολούρα της αλκοόλης να μεταδίδεται και στο δικό του βλέμμα, με τη ζαλάδα της μέθης να περνά και στο δικό του στομάχι, ξαναφέρνοντάς του αυτή την αναγούλα. Το χέρι της, μαλακό και άσχημο, αγγίζει το πρόσωπό του, σαν να το ψηλαφίζει για να βρει ομοιότητες. Σαν να εξετάζει με μικροσκόπιο τη μήτρα της, να δει αν όντως αυτή τον γέννησε. Μα δε βρίσκει τίποτε. Τον αγκαλιάζει για να ξεπληρώσει τη μητρική υποχρέωση μιας ζωής. Μετά γυρίζει από την άλλη και λιποθυμά.

«…συννεφιασμένη Κυριακή,

ματώνεις την καρδιά μου».

Μα και πάλι, αν είναι να ενώσει αυτές τις Κυριακές θα βρει πολλή χαρά μέσα του. Όχι στο θλιβερό δωμάτιο. Ούτε στις κυρτές πλάτες που σιγά – σιγά εξαφανίζονται στην υπομονή του χαλασμένου καναπέ. Ούτε στις μυρωδιές, ούτε στο χάδι που δεν έρχεται. Στο τραγούδι. Στη φωνή του που, αγγελική, αντιμάχεται την  ασχήμια της ζωής του. Στις νότες που του βάζουν το φωτοστέφανο που δεν είχε ποτέ. Στην απόλυτη γαλήνη που τα τραγούδια βάζουν στην ψυχή του. Εκεί, σε ένα σκοτεινό ερμάρι, γεμάτο από μίσος και κακότητα, μπαίνει το φως και κουρνιάζει. Για λίγο, όλα είναι φωτεινά. Για λίγο, όλα είναι όπως πρέπει να είναι. Για λίγο, είναι ευτυχισμένος. Λουσμένος στην αγάπη του για κάθε στίχο, κάθε μελωδία, κάθε λυπητερό ρεφρέν.

Όσο τραγουδά τον πόνο, γίνεται ένα μαζί του και τον αποδιώχνει από πάνω του. Όσο τραγουδά τη δυστυχία, κερδίζει τη δική του δυστυχία. Όσο τραγουδά τον έρωτα, γνωρίζει τον έρωτα που δεν ένιωσε. Όσο τραγουδά τον πόθο,  νιώθει τη στύση του να γιγαντώνεται.

Δεν έχει αυνανιστεί ποτέ του. Του προκαλεί αναγούλα η σκέψη να αγγίξει τον εαυτό του. Ακόμη κι όταν το σώμα του διαμαρτύρεται και πονά, ακόμη κι όταν η φύση του λέει ότι δεν μπορεί να γλιτώσει αυτός από τις ορμές της, ακόμη και τότε αρνείται να το δεχτεί. Μα όταν τραγουδά, όλα είναι αλλιώς. Το σώμα του λειτουργεί κανονικά, οι ορμόνες του καθαγιάζονται, η στύση του είναι θεάρεστη, το σπέρμα του είναι τάμα και προσφορά στο βωμό της μουσικής.

Είδε τη διαφήμιση στην τηλεόραση κατά λάθος. Δεν βλέπει τηλεόραση. Την έχει συνδέσει με την πλάτη εκείνου του καναπέ και τη θεωρεί κομμάτι αυτού που προσπαθεί να ξεχάσει. «Εσύ έχεις ταλέντο; Αν ναι τότε δήλωσε συμμετοχή στο… και γίνε το νούμερο ένα. ..Διαγωνισμός τραγουδιού…Η μεγάλη ακρόαση στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο, στις…… Να είστε όλοι εκεί».

Διαγωνισμός τραγουδιού. Διαγωνισμός τραγουδιού. Διαγωνισμός τραγουδιού. Το επαναλαμβάνει χιλιάδες φορές για να νιώσει σε κάθε κύτταρό του, τη συγκίνηση που του προκαλούν οι δύο λέξεις.

«Εσύ έχεις ταλέντο;».

ΕΧΕΙΣ ΤΑΛΕΝΤΟ;. Μια φωνή, μια άγνωστη μελωδική φωνή, του μιλά γλυκά διώχνοντας την αναγούλα από το στομάχι του.

Κόβει τα μαλλιά του μετά από χρόνια.. Στο κομμωτήριο τον ρωτούν τι θέλει και πανικοβάλλεται.

«Κάτι μοντέρνο» λέει

Ασύμμετρα τσουλούφια  σχεδόν εξαφανίζουν το πρόσωπό του.  Του αρέσει. Προχωρά ένα βήμα ακόμη. Μπαίνει στο κατάστημα ρούχων της γειτονιάς του. Στην βιτρίνα όλα τα ρούχα είναι μαύρα κι αυτό του αρέσει.  Παίρνει πέντε σύνολα.  Όσες και οι κούκλες στην βιτρίνα. Ακριβώς τα ίδια.

Για μία εβδομάδα κάνει δοκιμές. Φορά τα ρούχα και βγαίνει για ποτό. Αλλάζει όταν φορά τα ρούχα της βιτρίνας. Νιώθει τα πόδια του λιγότερο βαριά. Το σώμα του πιο ευκίνητο, τις κινήσεις του λιγότερο τραχιές.

Το παζλ της μεταμόρφωσης συμπληρώνεται. Πουθενά δεν τον κοιτούν με αποστροφή πλέον. Κανένα βλέμμα δεν στέκεται επικριτικά επάνω του. Πηγαίνει σε ένα μπαρ  φορώντας το συνολάκι της κούκλας Νο 5. Κάθεται στο γωνιακό σκαμπό με την πλάτη στον τοίχο. Πιάνει ψιλοκουβέντα με τον μπάρμαν. Πίνει τρία ποτά και γνωρίζει δύο τύπους που του δίνουν τις κάρτες τους.

«Να τα πούμε κανένα βραδάκι για ποτό» του λένε. Τους ξαναβλέπει το επόμενο βράδυ. Και το μεθεπόμενο. Τους τελευταίους μήνες τους συναντά  μέρα παρά μέρα στο ίδιο μπαρ, τις ίδιες ώρες.  Μιλούν για τα ίδια πράγματα, πίνοντας τα ίδια ποτά και φεύγοντας πάντα την ίδια ώρα. Ο καθένας από τον δικό του δρόμο.

Ένα βράδυ στο μπαρ έχει πάρτι καραόκε. Δεν έχει ξαναδεί καραόκε. Νιώθει μαγεμένος, παρασυρμένος από τη δύναμη της μουσικής. Ο μπάρμαν τον παροτρύνει να δοκιμάσει. Αρνείται. Του το ξαναλένε οι φίλοι του μετά το δεύτερο ποτό. Αρνείται και πάλι. Πηγαίνουν εκείνοι. Σύντομα τους χειροκροτούν όλοι. Για το θάρρος τους  να ανέβουν. Υποκλίνονται τρεκλίζοντας. Είναι δύο το πρωί όταν του ξαναζητούν να τραγουδήσει. Έχει πιει πέντε ποτά. Ανεβαίνει στη σκηνή.

«Άντε φίλε, πες μας κανένα τραγουδάκι» του φωνάζει ένας ξανθός νεαρός» Μπας και ακούσουμε και κάποιον που δεν είναι παράφωνος» συμπληρώνει η εξίσου ξανθιά φίλη του.

Το τραγούδι είναι το νυχτολούλουδο του Καζαντζίδη. Δεν θυμάται τίποτε από εκείνα τα τρία λεπτά. Μόνο τον εαυτό του να αιωρείται σε ένα σύννεφο που τον σηκώνει ψηλά. Πάνω από την σκηνή, πάνω από τα κεφάλια των θαμώνων, πάνω από τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ και των τσιγάρων. Πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό. Εκεί χάνεται για τρία ολόκληρα λεπτά. Τραγουδώντας για πρώτη φορά για τον εαυτό του. Χωρίς τζουκ μποξ. Χωρίς πλάτες. Χωρίς τον φθαρμένο καναπέ.

Και μετά μια μεγάλη παύση. Πρόσωπα αμίλητα. Κι ύστερα… Ύστερα σφυρίγματα, χειροκροτήματα. Και μετά αγκαλιές. Χέρια αγνώστων να τον χτυπούν στην πλάτη, φωνές αγνώστων να τον επευφημούν, πρόσωπα αγνώστων να του χαμογελούν. Και στο τέλος μια γυναίκα να τον φιλά στα χείλη και να του ψιθυρίζει στο αυτί: «Σ`ευχαριστώ». Κι εκείνος να υψώνεται και πάλι.

«Εσύ έχεις ταλέντο;» ρωτά μια ξανθιά με υπερμεγέθη στήθη, προϊόν πρόσφατης χειρουργικής επέμβασης.

 «Αν ναι, τότε τηλεφώνησε στο… 210- 33…….. και πάρε μέρος στον μεγάλο διαγωνισμό τραγουδιού. Οι ακροάσεις θα ξεκινήσουν στις 20 Φεβρουαρίου».

Φτάνει στον χώρο των ακροάσεων στις εξήμιση το πρωί, παρ` ότι θα  ξεκινήσουν στις εννιά. Δεν είναι  ο μόνος. Στις επτά φάνει ένα βαν με κάμερες και τεχνικούς. Οι ακροάσεις βιντεοσκοπούνται . Στις οκτώ και μισή μια εξαιρετικά αδύνατη γυναίκα τους μοιράζει καρτελάκια με αριθμούς και ένα έντυπο για να συμπληρώσουν τα στοιχεία τους. Μετά από λίγα λεπτά μαζεύει τα έντυπα κι εξαφανίζεται στο εσωτερικό του κτιρίου αφήνοντάς τους να περιμένουν και πάλι. Λίγο πριν τις εννέα η ουρά έχει μεγαλώσει. Καταλαβαίνει το μήκος της από τη δύναμη του ψιθύρου που ακούγεται όταν φτάνουν τα μέλη της κριτικής επιτροπής.

Δεν είναι ψίθυρος αυτός. Είναι ο αναστεναγμός χιλιάδων ψυχών στην κόλαση. Έτσι το νιώθει. Μαζί του νιώθει και την ανησυχία του να μεγαλώνει. Αισθάνεται στον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό του.

«Όχι», λέει στον εαυτό του, «όχι δεν θα σε αφήσω να επιστρέψεις. Όχι,όχι, όχι».

Μα εκείνη επιστρέφει. Το νιώθει στα ρουθούνια του και στις ιδρωμένες του παλάμες. Το νιώθει στα μέλη του που αποκτούν μια ξεχασμένη εδώ και καιρό ακαμψία. Και στο στομάχι του που ανακατεύεται. Και στην πλάτη του καναπέ που, απειλητική, προβάλλει μπροστά του, σαν καρέ που κόπηκε στο μοντάζ της ταινίας.

Επιστρέφει!. Η μυρωδιά, που με τόσο κόπο έχει αποβάλλει, επιστρέφει και δεν μπορεί να την εμποδίσει. Μετά από λίγο είναι εκεί.  Η αποτυχία και το οσφρητικό της αποτύπωμα έχουν τυλίξει το σώμα του με την αχλή της δυσωδίας. Το βλέπει στα μάτια των γύρω του. . Ο μπροστινός του τον κοιτά με απέχθεια ενώ η κοπέλα πίσω του απομακρύνεται από κοντά του.

Παλεύει. Με τον εαυτό του. Με τη ζωή του. Με κάθε δυνατό και αδύναμο επιχείρημα που μπορεί να τον βοηθήσει. Μέχρι να φτάσει η σειρά του, όλα έχουν αλλάξει. Τα μαλλιά του κολλάνε στο πρόσωπό του. Δεν είναι πια το μοντέρνο κούρεμα που είχε στο κεφάλι του. Είναι μια τρίχινη κουρτίνα πίσω από την οποία προσπαθεί να κρυφτεί. Μια κουΐντα λαδωμένη. Μια αυλαία που κρύβει τον τραυματισμένο πρωταγωνιστή από τα μάτια του κοινού.

Όλα έχουν μεταλλαχθεί για να επιστρέψουν σε αυτό που ήταν πάντα. «Νόμιζες ότι θα γλιτώσεις ε;» του λέει η φωνή μέσα του. «Ότι θα ξεφύγεις; Ότι θα τους ξεγελάσεις; Μα δεν μπορείς να το κάνεις. Δεν μπορείς γιατί, πίσω από τα ρούχα της κούκλας Νο 1, είσαι πάλι εσύ. Εσύ και η αφόρητη μυρωδιά σου. Σέρνεται σαν το φίδι πίσω σου. Γλοιώδης, ανησυχητική, αποκρουστική. Σαν την σκιά ενός μπεκρή που αποκοιμήθηκε πάνω στα σκουπίδια. Πάντα εκεί. Πάντα μαζί σου. Πάντα, πάντα, πάντα….».

Μια φωνή εκνευρισμένη, του φωνάζει: «Άντε προχώρα πιο μπροστά. Δεν έχουμε όλη τη μέρα. Είδες πόσοι περιμένουν απ` έξω; Σύνελθε και προχώρα». Ένα χέρι  τον σπρώχνει δυνατά μέχρι και προσγειώνεται στο κέντρο της φωτισμένης σκηνής.

Απέναντί του οι κριτές, σκυμμένοι πάνω στα χαρτιά τους. Τρεις. Δύο άντρες και μια γυναίκα. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα πρόσωπά τους.

«Τι θα μας πείτε;» ρωτά η μία ανδρική φωνή.

Δεν απαντά. Προσπαθεί να ηρεμήσει αλλά δεν τα καταφέρνει. Παίρνει βαθειά ανάσα.

«Πρέπει να ηρεμήσεις. Πρέπει να τα καταφέρεις. Θυμήσου το καραόκε. Θυμήσου το καραόκε, Θυμήσου το καραόκε» επαναλαμβάνει στον εαυτό του.

«Ξαναπάρε βαθειά ανάσα και πες μας» του λέει η γυναικεία φωνή. Είναι ευγενική. Νιώθει καλύτερα.

«Καζαντζίδη» λέει. «Το νυχτολούλουδο». Η ανάμνηση της βραδιάς που το είχε τραγουδήσει στο μπαρ τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα. Η ανάμνηση των επιφωνημάτων, των χτυπημάτων στην πλάτη. Η ανάμνηση εκείνου του φιλιού, του πρώτου και μοναδικού φιλιού από γυναίκα.

«Σας ακούμε» λέει η τρίτη φωνή. «Μαέστρο, έτοιμος;».

«Έτοιμος» απαντά η τέταρτη φωνή από την άκρη της σκηνής. Μόνο τότε βλέπει τον πιανίστα. Τον κοιτά έντρομος κι εκείνος του απαντά  με ένα ευγενικό κούνημα του κεφαλιού,. Αρχίζει να παίζει. Η εισαγωγή. Το αναγνωρίζει από την πρώτη νότα κι ας μην έχει ιδέα από νότες. Ξέρει πότε πρέπει να μπει, ξέρει τι πρέπει να πει, ξέρει ότι πρέπει να τα καταφέρει. Μπαίνει σωστά. Τραγουδά χωρίς να κοιτάζει μπροστά του. Τα μάτια του καρφωμένα στο κενό καταγράφουν  λέξη – λέξη όσα μένουν να ειπωθούν, όσα μένουν να τραγουδηθούν. Κι όταν τελειώνουν οι λέξεις, όταν σιγεί το πιάνο, όταν τελειώνει  η μουσική, μόνο τότε κοιτά μπροστά του. Μα και πάλι δεν μπορεί  να ξεχωρίσει τα πρόσωπά τους. Για λίγο δε μιλά κανείς.

Έπειτα η ανδρική φωνή Νο 1 «Έχετε τραγουδήσει ποτέ επαγγελματικά;»

«Όχι»

«Μπροστά σε κοινό;»

«Όχι. Δηλαδή μόνο σε ένα καραόκε πάρτι»

«Έχετε καθόλου μουσικές γνώσεις;»

«Όχι»

«Νομίζετε ότι μπορείτε να τραγουδήσετε λαϊκά τραγούδια;

«Όχι». Κεκτημένη ταχύτητα. Και η μυρωδιά που αρχίζει πάλι να πλησιάζει «Εεεε…. Δηλαδή…. νομίζω…. ναι»

«Νομίζετε ή είστε σίγουρος». Η γυναικεία φωνή. Απαλή και ευγενική.

«Είμαι σίγουρος»

«Μάλιστα». Παύση

«Ξέρετε έχω έναν προβληματισμό με σας» Να και η ανδρική φωνή Νο 2.

 «Η φωνή σας, δεν υπάρχει αμφιβολία είναι εξαιρετική. Αν και δεν έχετε μουσικές γνώσεις, τραγουδάτε ολόσωστα. Και μάλιστα ένα δύσκολο τραγούδι. Όμως ξέρετε, στον κόσμο του θεάματος, χρειάζονται και άλλα προσόντα εκτός από μια καλή φωνή. Και ίσως εκείνα τα προσόντα να είναι και πιο σημαντικά»

Σιγή. Η ανάσα του γίνεται κοφτή, διακεκομμένη. Κι η μυρωδιά του έχει επιστρέψει, το ξέρει. Μα δεν έχει το κουράγιο να της πει να φύγει. Για λίγο ξαναγυρίζει πίσω. Εκεί στην κουζίνα, όρθιος πίσω από τον καναπέ. Ξαναβλέπει τη μάνα του να μπεκροπίνει με κάποιον. Δεν ξέρει ποιος είναι, δεν μπορεί να τον δει. Δεν έχει σημασία. Την ακούει να χασκογελάει. Βλέπει και τα άδεια μπουκάλια μπύρας στοιβαγμένα πάνω στο τραπεζάκι. Κι έπειτα την μάνα του να φτάνει στο τζουκ – μποξ τρεκλίζοντας.

«Παίξε…. Μπιθικώτση». «Κλανκ»! Ο ήχος του κέρματος που πέφτει στην σχισμή και καταλήγει στο πάτωμα από την τρύπα που υπάρχει στο κάτω μέρος.

Παίρνει βαθειά ανάσα. Δεν μπορεί να παρακολουθήσει όσα του λένε. Μόνο σκόρπιες λέξεις φτάνουν στα αυτιά του. «Ο κόσμος του θεάματος…. Πακέτο… σταρ….χρειάζονται κι άλλα… εμφάνιση…… το κοινό είναι δύσκολο… ωραία φωνή….εσείς;». Ο ήχος του ερωτηματικού τον επαναφέρει.

«Εγώ, τι;» φωνάζει. «Εγώ τι;» ξαναφωνάζει δυνατότερα. «Εγώ τιιιιιιιι;». Τώρα ουρλιάζει.

«Ηρεμήστε σας παρακαλώ, ηρεμήστε». Είναι  πάλι η γυναικεία φωνή. Μια θέρμη τον τυλίγει και σαν να σπρώχνει λίγο παραπέρα την μυρωδιά.

«Αυτό που σας λέμε είναι ότι το κοινό είναι δύσκολο. Ξέρετε, εμείς δουλεύουμε χρόνια στο χώρο του θεάματος και έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε ποιος μπορεί να γίνει σταρ. Είναι μια μυρωδιά επιτυχίας που τυλίγει μερικούς ανθρώπους».

Μια μυρωδιά. Πάλι μια μυρωδιά… Επιτυχίας… Τυλίγει…. Μερικούς ανθρώπους. Όχι όλους. Όχι αυτόν. Ποτέ αυτόν. Μυρωδιά. Εκείνον τον τυλίγει. Α, σίγουρα τον τυλίγει. Μια τεράστια λεκιασμένη μέγγενη που τον σφίγγει. Τον σφίγγει μέχρι να του σπάσει όλα τα κόκαλα. Κι έπειτα καταπίνει το μεδούλι του με ευχαρίστηση. Και μετά κατατρώει τις σάρκες του. Μέχρι να μην μείνει τίποτε από εκείνον. Και μόνο τότε χορταίνει. Και φεύγει. Και σήμερα χορτάτη θα φύγει. Τα κατάφερε να τον τυλίξει και σήμερα. Μυρωδιά… Τυλίγει. ..Μερικούς ανθρώπους… Όχι εκείνον.

Προχωρά μπροστά στην σκηνή. Το όπλο βαραίνει την  μέσα τσέπη του μπουφάν. Η γεμάτη θαλάμη. Ασφαλίζει. Απασφαλίζει. Ασφαλίζει. Απασφαλίζει. Κατεβαίνει τα σκαλιά. Τώρα τους βλέπει πιο καθαρά. Εκείνη είναι όμορφη. Τα μάτια της είναι τρυφερά.

Τον κοιτάζει, σαν να προσπαθεί κάτι να του πει. Οι άλλοι τον κοιτούν ανέκφραστοι. Ασφαλίζει. Απασφαλίζει. Πλησιάζει πιο κοντά. Εκείνοι κουνιούνται νευρικά στις θέσεις τους. Η γυναίκα μένει ασάλευτη και συνεχίζει να τον κοιτάζει. Προχωρά πιο πέρα. Πηγαίνει πίσω τους. Ασφαλίζει. Απασφαλίζει. Θέλει να βλέπει τις πλάτες τους. Ιδρωμένες παλάμες. Βλέμμα στο κενό. Εικόνες από τα πριν. Το Τζουκ Μποξ μεγαλώνει τόσο που δεν χωρά στο δωμάτιο. Δεν χωρά στο κτίριο. Δεν χωρά στην ζωή του. Απασφαλίζει.

ΜΠΑΜ, ΜΠΑΜ, ΜΠΑΜ. Ο μαέστρος να μείνει. Δεν φταίει σε τίποτε.

Κοιτά τις πλάτες τους. Γέρνουν πάνω στις άβολες καρέκλες. Τα κεφάλια κρεμασμένα μπροστά σε μια στάση παραίτησης. Από όλα. Ασφαλίζει. Παίρνει την μυρωδιά του από το χέρι και φεύγει. Επιτέλους την έχει αγαπήσει…

*** Η Έλενα Χουσνή γεννήθηκε στην Πέλλα και σήμερα ζει στη Σάμο. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή. Έχει συγγράψει με τον Άντυ Βρόσγο μια επιστολική νουβέλα ενώ έχει συμμετάσχει σε 8 συλλογικούς τόμους διηγημάτων.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular